Η πρόσφατη πανδημία επιβεβαίωσε με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο την άρρηκτη σχέση μεταξύ της δημόσιας υγείας και των διεθνών σχέσεων. Η δημόσια υγεία αποτελεί σημαντική παράμετρο στον διεθνή ανταγωνισμό για ισχύ, για ασφάλεια, για ιδεολογική κυριαρχία και για οικονομική επικράτηση. Παράλληλα, αποτελεί αγαθό που δεν μπορεί να κατοχυρωθεί στα στενά εθνικά σύνορα ενός κράτους· η πλήρης κατοχύρωσή της δεν μπορεί παρά να είναι πλανητική.
Η ευθύνη για την πρόληψη των ασθενειών και την πρόσβαση των πολιτών σε κατάλληλη θεραπεία αποτελεί υποχρέωση κάθε κράτους, ώστε να διασφαλίζεται το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην υγεία. Καμμιά όμως κρατική διοίκηση, όσο ισχυρή και όσο οργανωμένη και αν είναι, δεν μπορεί να εξασφαλίσει το αγαθό της δημόσιας υγείας χωρίς αποτελεσματική διεθνή συνεργασία.
Η διεθνής συνεργασία δεν αποτελεί «πολυτέλεια» αλλά κρίσιμο παράγοντα στην προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον η ανθρωπότητα. Υπάρχουν νέες ασθένειες, νέες επιδημίες, νέα φάρμακα και νέες απειλές, βιολογικές απειλές και βιολογικοί κίνδυνοι και, βεβαίως, ο κίνδυνος της βιο-τρομοκρατίας. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων σε ένα περιβάλλον ολοένα εντονότερης παγκοσμιοποίησης απαιτεί συστηματική θεσμοθετημένη συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο, βασισμένη σε ένα σταθερό πλαίσιο, με κοινά αποδεκτές αρχές και σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς υλοποίησης.
Η εμπειρία των τελευταίων δώδεκα μηνών απέδειξε ότι οι υπάρχουσες δομές και οι υπάρχοντες μηχανισμοί είναι ανεπαρκείς τόσο σε πλανητικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι γεγονός ότι η δημόσια υγεία αποτελεί εδώ και χρόνια αναπόσπαστο στοιχείο της παγκόσμιας πολιτικής ατζέντας. Σε όλα τα διεθνή fora, είτε στα πλαίσιο του ΟΗΕ, είτε του G-20 ή του G-8 (που τώρα έγινε G-7), είτε οπουδήποτε αλλού συναντώνται ηγέτες των διαφόρων χωρών, η υγεία ήταν στην ημερήσια διάταξη υπό τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Υπό το πρίσμα της ασφάλειας: ο φόβος για πανδημίες ή τη σκόπιμη διάδοση παθογόνων ουσιών· υπό το πρίσμα της οικονομίας αφού κάθε επιδείνωση της δημόσιας υγείας και κάθε πανδημία επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αλλά επίσης υπό το πρίσμα της αναπτυσσόμενης διεθνούς αγοράς σε προϊόντα και υπηρεσίες υγείας. Τέλος υπό το πρίσμα της κοινωνικής δικαιοσύνης με την έννοια της προώθησης της υγείας ως κοινωνικής αξίας και ως ανθρώπινου δικαιώματος για πρόσβαση στα φάρμακα και τις ιατρικές υπηρεσίες.
Η πανδημία του κορωνοϊού απέδειξε δυστυχώς ότι η επιχειρησιακή προετοιμασία της διεθνούς κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση μια τέτοιας πρόκλησης ήταν ανεπαρκής. Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί τρέχουν πίσω από τα γεγονότα μέσα σε μια γενικευμένη κακοφωνία ανταλλαγής κατηγοριών και προσπάθειας επίρριψης ευθυνών. Ανεύθυνοι ηγέτες, όπως ο τέως πρόεδρος Τραμπ, προσπαθούν να αξιοποιήσουν την πανδημία για να πλήξουν άλλες χώρες που τις θεωρούν στρατηγικούς αντιπάλους, αλλά και η έλλειψη διαφάνειας στη διαχείριση και την κοινοποίηση των ιατρικών δεδομένων από χώρες που δέχθηκαν το πρώτο πλήγμα από τον ιό είχαν αποτέλεσμα καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες στην αντιμετώπιση του COVID-19.
Η κατάσταση του πλανήτη θα μπορούσε να είναι αισθητά καλύτερη αν είχαν εισακουσθεί οι συμβουλές των ειδικών και η διεθνής κοινότητα δεν είχε ολιγωρήσει στη δημιουργία κατάλληλων μηχανισμών.
Η κριτική στην ΕΕ
Ανάλογη κριτική θα μπορούσε να ασκήσει κανείς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία, ακόμα και σήμερα, δεν διαθέτει αρμοδιότητες, έστω συντρέχουσες με τα κράτη μέλη, για τη δημόσια υγεία. Είναι πάντως θετικό το γεγονός ότι έχει ξεκινήσει πανευρωπαϊκός διάλογος για τον μελλοντικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της υγείας. Οι περισσότεροι σχολιαστές συγκλίνουν στην άποψη ότι πρέπει να ενισχυθεί η δράση των ευρωπαϊκών οργάνων και να διευρυνθούν τα όρια παρέμβασής τους σε θέματα δημόσιας υγείας. Επειδή θεωρείται μάλλον ανέφικτο να υπάρξει αναθεώρηση των Συνθηκών στο άμεσο μέλλον –διαδικασία περίπλοκη και πολιτικά ευαίσθητη– πολλοί αναλυτές προτείνουν να εξαντληθούν τα όρια δράσης εντός του υπάρχοντος νομικού πλαισίου με την ανάθεση συγκεκριμένων πρωτοβουλιών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Παρά την απουσία άμεσης κοινοτικής αρμοδιότητας σε θέματα υγείας, τα ευρωπαϊκά όργανα έχουν ήδη εδώ και δεκαετίες ασχοληθεί με τον τομέα αυτό. Το 1986, έπειτα από γαλλική πρόταση, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέλαβε εκτεταμένες δράσεις για τη μάχη κατά του καρκίνου. Τη δεκαετία του 1990, ευρωπαϊκές δράσεις επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς όπως το AIDS, τα ναρκωτικά, οι σπάνιες αρρώστιες και οι ασθένειες που προκαλούνται από τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εμπλοκή της ΕΕ στο θέμα της καταπολέμησης του καπνίσματος. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τις εμβληματικές οδηγίες για την απαγόρευση τηλεοπτικής διαφήμισης προϊόντων καπνού και την αναγκαστική αναγραφή των δυσμενών επιπτώσεων στο πακέτο. Η Ευρώπη διαθέτει ένα πρωτοποριακό πλέγμα νομοθετικών κανόνων και δράσεων στον τομέα του περιβάλλοντος που συμβάλλουν στη βελτίωση της δημόσιας υγείας: μέτρα για την ποιότητα του αέρα και του νερού, για τον θόρυβο, για τα χημικά και τα απόβλητα. Πρόκειται για πάνω από 100 οδηγίες, κανονισμούς και αποφάσεις που καλύπτουν πολλές περιβαλλοντικές απειλές.
Μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, που μετά το Brexit μεταφέρεται από το Λονδίνο στο Άμστερνταμ, η ΕΕ συμβάλει ουσιαστικά στον συντονισμό της αξιολόγησης και του ελέγχου των φαρμακευτικών προϊόντων. Εξαιρετικά σημαντική είναι και η αποστολή του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) που ιδρύθηκε το 2005 για να βοηθήσει στον εντοπισμό και την αξιολόγηση του κινδύνου τρεχουσών και αναδυόμενων απειλών για την ανθρώπινη υγεία από τις μεταδοτικές νόσους. Το ECDC στηρίζει τη δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τον σχεδιασμό ετοιμότητας, τη διαχείριση κινδύνων και την αντιμετώπιση κρίσεων. Ένα παράδειγμα του έργου του ECDC είναι η συλλογή, η ανάλυση και η διάδοση δεδομένων σχετικά με την παρακολούθηση των μεταδοτικών νόσων και των συναφών ειδικών ζητημάτων υγείας από όλες τις χώρες της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) (Ισλανδία και Νορβηγία).
Για την μετά-COVID εποχή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει την ενίσχυση των δύο ευρωπαϊκών οργανισμών που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή κατά της πανδημίας: του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA). Τα προτεινόμενα μέτρα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία ενός δικτύου εργαστηρίων που θα μελετούν τους νέους παθογόνους παράγοντες, την παρακολούθηση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων τυχόν ελλείψεων σε φάρμακα και ιατρικό υλικό και τον συντονισμό των κλινικών δοκιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα, η Επιτροπή κοινοποίησε την πρόθεσή της να προτείνει τους προσεχείς μήνες την δημιουργία μιας Αρχής Έκτακτων Καταστάσεων Δημόσιας Υγείας (Health Emergency Response Authority) κατά τα πρότυπα της αμερικανικής BARDA (Biomedical Advanced Research and Development Authority)
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επεξεργασθεί ένα νέο πρόγραμμα «Η ΕΕ για την υγεία 2021-2027» με προβλεπόμενο προϋπολογισμό σχεδόν 10 δισ. ευρώ. Στόχοι του νέου προγράμματος είναι η ενίσχυση της ετοιμότητας της ΕΕ για την αντιμετώπιση σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας με τη δημιουργία αποθεμάτων ιατρικών προμηθειών για περιόδους κρίσεων, αποθέματος προσωπικού και εμπειρογνωμόνων υγειονομικής περίθαλψης, που θα μπορούν να κινητοποιηθούν για την αντιμετώπιση κρίσεων σε ολόκληρη την ΕΕ, η προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού των συστημάτων υγείας και η εξασφάλιση της διαθεσιμότητας και της οικονομικής προσιτότητας των φαρμάκων και των ιατροτεχνολογικών προϊόντων.
Η εμπλοκή της ΕΕ στην Υγεία δεν περιορίζεται στο εσωτερικό της Ένωσης, επεκτείνεται και στο διεθνή περίγυρο. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη ομιλούν με μια φωνή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τον οργανισμό που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της διεθνούς συνεργασίας για την υγεία. Στο πλαίσιο των συμφωνιών της με τρίτες χώρες και της αναπτυξιακής βοήθειας, η ΕΕ συμβάλλει στην ενίσχυση του συστήματος δημόσιας υγείας σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες
Τι έγινε με τον COVID-19
Μέσα στα υπάρχοντα νομοθετικά όρια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δραστηριοποιήθηκε κατά την πρόσφατη πανδημία και κατόρθωσε να αποτρέψει τα πρώτα ανησυχητικά συμπτώματα «εγωιστικής» αντίδρασης και υγειονομικού «εθνικισμού» που εμφανίσθηκαν τις πρώτες στιγμές πανικού. Διαπραγματεύθηκε συμφωνίες πλαίσιο με τις φαρμακοβιομηχανίες και τις βιομηχανίες ιατρικού υλικού για να μπορέσουν τα κράτη μέλη να εφοδιασθούν σε λογικές τιμές, διευκόλυνε την παροχή επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις του ιατρικού κλάδου και προώθησε την συνεργασία σε ζητήματα έρευνας και πολιτικής προστασίας. Οι επικρίσεις που εκτοξεύονται εναντίον των Βρυξελλών για καθυστερημένη υπογραφή συμβολαίων με τις φαρμακευτικές εταιρείες για την απόκτηση εμβολίων είναι υπερβολικές και παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε από τα κράτη μέλη να προβεί σε αγορά εμβολίων μόλις τον περασμένο Ιούνιο, ενώ άλλες χώρες είχαν ήδη προχωρήσει τη διαδικασία. Το κρίσιμο συνεπώς ερώτημα είναι να υπάρξουν από τώρα συμφωνίες για κοινές διαδικασίες ώστε η ΕΕ να μπορέσει να κινηθεί συντονισμένα και ταχύτατα στην επόμενη κρίση.
Οι όποιες αδυναμίες του διεθνούς και ευρωπαϊκού συστήματος συνεργασίας που έγιναν εμφανείς στη διάρκεια την πρόσφατης πανδημίας δεν πρέπει να οδηγήσουν σε απόρριψη της ανάγκης συστηματικότερου διεθνούς συντονισμού ή στην απαξίωση του υπάρχοντος συστήματος, με πρωταρχικό θεσμό τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Σε διεθνές επίπεδο χρειάζεται περισσότερη, όχι λιγότερη συνεργασία και στη δική μας περιοχή χρειάζεται περισσότερη, όχι λιγότερη, Ευρώπη.
Στην μετα-COVID εποχή η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, ώστε η πικρή εμπειρία της πανδημίας να γίνει αφετηρία για καλύτερη προετοιμασία στην αντιμετώπιση της επόμενης υγειονομικής κρίσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή προώθησης πολυμερών συνεργασιών σε όλους τους τομείς. Οι αυστηρές προδιαγραφές της όσον αφορά την ασφάλεια των προϊόντων και υπηρεσιών υγείας, η δεσπόζουσα θέση της στο παγκόσμιο εμπόριο, η τεράστια εμπειρία της στην αναπτυξιακή βοήθεια και ιδίως το κοινωνικό της μοντέλο καθιστούν την Ευρώπη ιδανικό πρωταγωνιστή σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης και ενίσχυσης του συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης στον τομέα της δημόσιας υγείας. Η συγκλονιστική πρόοδος της ανθρωπότητας που συντελέστηκε τον περασμένο αιώνα όταν ο μέσος όρος του προσδόκιμου ζωής υπερδιπλασιάστηκε από 30 έτη σε 64 έτη δεν πρέπει να ανακοπεί.