Σύνδεση συνδρομητών

Η «σκευωρία Novartis». Το χρονικό μιας υπόθεσης παρακράτους

Δευτέρα, 04 Μαϊος 2020 11:55
 Η εφημερίδα Documento της 4ης Μαρτίου 2018. Πρωτοσέλιδος ο Αντώνης Σαμαράς, υποσέλιδος και ο Άδωνις Γεωργιάδης.
Αρχείο The Books’ Journal
Η εφημερίδα Documento της 4ης Μαρτίου 2018. Πρωτοσέλιδος ο Αντώνης Σαμαράς, υποσέλιδος και ο Άδωνις Γεωργιάδης.

Η επανέναρξη των εργασιών της υπόθεσης Novartis ανασύρει στην επιφάνεια μια απόπειρα πολιτικοδικαστικού πραξικοπήματος που, επειδή δεν πέτυχε, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχαστεί. Είναι ζήτημα δημοκρατίας η μνήμη, αλλά και η απόδοση Δικαιοσύνης. Αναδημοσίευση από το Books' Journal, τχ. 107, Μάρτιος 2020.

Η ιστορία της «σκευωρίας Novartis» είναι ένας εφιάλτης, μία απόπειρα πολιτικοδικαστικού πραξικοπήματος, παραβίασης του Συντάγματος, προσβολής των θεσμών, κατάχρησης εξουσίας και αλλοίωσης του πολιτεύματος που, ευτυχώς, απέτυχε. Εξελίσσεται στη χώρα μας τα τελευταία δυόμισι χρόνια, φέρνοντας συνεχώς στο φώς αποκαλύψεις για την ενορχήστρωση και την υλοποίηση ενός παραδικαστικού και παρακρατικού κυκλώματος με την εμπλοκή παραγόντων και στελεχών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, «ολίγιστων» δικαστικών λειτουργών, κάποιων δημοσιογράφων και εκδοτών, καθώς και ορισμένων, αμφισβητούμενων για την αξιοπιστία τους, «προστατευόμενων» μαρτύρων. Το γεγονός ότι η σκευωρία κατέρρευσε δεν οφείλεται μόνο στο πρόχειρο, σαθρό, εξόφθαλμα παράνομο και χονδροειδές στήσιμό της, αλλά κυρίως στην αντίσταση που προέβαλαν ορισμένοι άνθρωποι –πολιτικοί και δικαστικοί λειτουργοί–, στην ανθεκτικότητα των θεσμών, καθώς και στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών με την ψήφο του ελληνικού λαού. Η απόπειρα του πολιτικοδικαστικού πραξικοπήματος απέτυχε και πλέον η Δικαιοσύνη μπορεί να καταλογίσει τις ευθύνες στους φυσικούς, ηθικούς αυτουργούς και συνεργούς αυτής της ζοφερής υπόθεσης.

Ας θυμηθούμε. Η «σκευωρία Novartis» χτίστηκε αρχικά «επ’ ευκαιρία» της υπόθεσης Novartis. Πάνω σε ένα υπαρκτό διεθνές σκάνδαλο αθέμιτων πρακτικών, επιρροής και χειραγώγησης των αγορών φαρμάκου –το οποίο ποτέ δεν διερευνήθηκε ουσιαστικά στην Ελλάδα– πολιτικά κέντρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με έδρα το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Δικαιοσύνης, σχεδίασαν από κοινού και συναποφάσισαν το στήσιμο ενός μηχανισμού σπίλωσης και ηθικής εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων, με στόχο να «στείλουν κάποιους φυλακή για να κερδίσουν τις εκλογές». Ήταν μέσα του 2017 όταν ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προειδοποιούσε από το βήμα της Βουλής για αποκαλύψεις που επέρχονταν και ενέπλεκαν πολιτικούς του αντιπάλους στην υπόθεση Novartis. Είχε προηγηθεί η παραίτηση-βόμβα της τότε επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς, Ελένης Ράικου, που χειριζόταν την υπόθεση της Novartis, καταγγέλλοντας «παράκεντρα εξουσίας», επιθέσεις εναντίον της μέσω συγκεκριμένων εφημερίδων και εξωθεσμικές παρεμβάσεις στο έργο της για την κατεύθυνση των δικαστικών ερευνών. Με την ανάληψη των καθηκόντων της Εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη εντάθηκε η φημολογία για ύπαρξη προστατευόμενων μαρτύρων και για καταθέσεις «φωτιά» που έκαιγαν συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα. Τότε εμφανίστηκαν πολλά κυβερνητικά στελέχη με εντυπωσιακές γνώσεις της δικογραφίας, με τον τότε υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη να δηλώνει ότι γνωρίζει την πραγματική ταυτότητα των μαρτύρων γιατί «πιάστηκαν ως εμπλεκόμενοι στην υπόθεση και μίλησαν» (sic), με τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο να κάνει «κοινωνικές επισκέψεις» στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου προς ενημέρωσή του λίγες ώρες πριν διαβιβαστεί η δικογραφία στη Βουλή και, βεβαίως, με τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, να κάνει δηλώσεις στις «νερατζιές» έξω από το Μέγαρο Μαξίμου ότι «μετά από μία πρόχειρη ματιά που έριξε στη δικογραφία, πρόκειται για το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους»! Το χονδροειδώς γελοιωδέστερο για το κύρος της Δικαιοσύνης ήταν ότι τις τελευταίες εβδομάδες πριν να σταλεί ο φάκελος στη Βουλή γίνονταν διαρροές αυτούσιων σχεδόν των καταθέσεων των προστατευόμενων μαρτύρων –ορισμένων δε πριν ακόμα δοθούν(!) στην Εισαγγελία– σε συγκεκριμένες εφημερίδες, οι οποίες προειδοποιούσαν ότι «έρχονταν χειροπέδες και προφυλακίσεις για πολιτικούς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για το σκάνδαλο Novartis και για τα εκατομμύρια ευρώ με τα οποία χρηματίστηκαν». Η δικογραφία διαβιβάστηκε στη Βουλή και, έπειτα από πρόταση του συνόλου των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 21ης Φεβρουαρίου 2018, συνεστήθη Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προκειμένου να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση για την ενδεχόμενη τέλεση των αδικημάτων της δωροληψίας και δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, από τα δέκα (10) αναφερόμενα στην απόφαση πολιτικά πρόσωπα, κατά το άρθρο 86 παρ. 3 Σ, τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 του Ν. 3126/2003 περί «ποινικής Ευθύνης των Υπουργών».

Η σκευωρία έλαβε και την «τεατράλε» μορφή της, με δέκα ονομαστικές κάλπες που στήθηκαν στην Ολομέλεια της Βουλής, μία για το κάθε παραπεμπόμενο πολιτικό πρόσωπο, ώστε να εμπεδωθεί καλύτερα στην κοινή γνώμη η εμπλοκή τους και η εικαζόμενη ενοχή τους. Ωστόσο, στην απόφαση της τότε κυβερνητικής πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν εξατομικεύονταν ούτε προσδιορίζονταν οι πράξεις και οι παραλείψεις που θεωρούνταν αξιόποινες, σε αντιστοιχία προς το καθένα από τα αναφερόμενα πρόσωπα, ώστε να πληρούν την νομοτυπική υπόσταση των οικείων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων. Ταυτόχρονα, περιλαμβανόταν στην πρόταση διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης από τη Βουλή η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, χωρίς να προσδιορίζονται ούτε πράξεις ούτε ποια από τα αναφερόμενα πρόσωπα αφορούσαν αυτές.

Εναντίον της απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής και των διαλαμβανομένων στην πρόταση της πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τότε βουλευτής και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, άσκησε ένσταση απαραδέκτου για παραβίαση των προϋποθέσεων του άρθρου 154 παρ. 3 εδ. α’ του Κανονισμού της Βουλής, θεωρώντας την πρόταση των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προδήλως αόριστη και δικονομικά απαράδεκτη, με συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα της όλης προδικασίας. Η κυβερνητική πλειοψηφία της Επιτροπής απέρριψε την ένσταση, χωρίς να απαντήσει επί της ουσίας στους ισχυρισμούς του Ευάγγελου Βενιζέλου.

Με την έναρξη των εργασιών της Επιτροπής, η κυβερνητική πλειοψηφία επέμεινε συστηματικά και καθοδηγούσε τις εργασίες στον περιορισμό της συζήτησης μόνο στην πρόταση των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και όχι στην εκτέλεση της εντολής που η Επιτροπή είχε λάβει με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Έτσι, ενώ η απόφαση της Ολομέλειας της 21ης Φεβρουαρίου 2018 όριζε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για την ενδεχόμενη τέλεση των αδικημάτων της δωροληψίας και δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η κυβερνητική πλειοψηφία επέμεινε, κατά την πρότασή της, να ερευνηθεί η αρμοδιότητα της Βουλής να διερευνήσει σε επίπεδο προκαταρκτικής εξέτασης διώξεις για τα προαναφερθέντα αδικήματα και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, να επιβεβαιωθεί η αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, η Δικαιοσύνη έχει ήδη κρίνει ότι η αρμοδιότητα ανήκει στη Βουλή προς την οποία διαβίβασε τη δικογραφία, με εξαίρεση την πιθανή τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων, για την οποία και διενεργούσε ερευνητικές ενέργειες χωρίς να αναμένει οποιοδήποτε πόρισμα της Επιτροπής και οποιαδήποτε απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Με απλά λόγια, η τότε πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με απίστευτες νομικές ακροβασίες, επεδίωξε να αποφύγει οποιαδήποτε συζήτηση επί της ουσίας της υπόθεσης, ώστε να δηλώσει η Επιτροπή αναρμοδιότητα και να επιστραφεί η Δικογραφία στην Εισαγγελέα Διαφθοράς.

Ως μέλος της Επιτροπής, τότε, είχα καταγγείλει στο πόρισμά μας ότι

η πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ των μελών της Επιτροπής αρνήθηκε να επιληφθεί της προδικασίας, να ασκήσει ουσιαστικά τα εισαγγελικά της καθήκοντα, να εξετάσει τους τρεις ανώνυμους και άλλους μάρτυρες σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠΔ και τελικά να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση σε συνθήκες νομιμότητας και διαφάνειας. Λειτούργησε παρελκυστικά ως προς τον προγραμματισμό και την οργάνωση των εργασιών, επαναφέροντας συνεχώς και μονοδιάστατα το ζήτημα της διερεύνησης της αρμοδιότητας της Επιτροπής, υιοθετώντας μια ερμηνεία σκοπιμότητας απολύτως στενή και ευθέως αντίθετη προς την πάγια νομολογία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86, καθώς και των δικαστικών τους συμβουλίων, όπως και προς την πάγια κοινοβουλευτική πρακτική.   Υιοθετώντας την πρωτοφανή ερμηνεία σκοπιμότητας περί τεχνητού περιορισμού του κύκλου των εγκλημάτων που εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 86 Σ, η κυβερνητική πλειοψηφία υποστήριξε ότι πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας «δεν τελούνται απαραίτητα ούτε καν συνήθως κατά την άσκηση των υπουργικών και πρωθυπουργικών καθηκόντων». Συνεπώς, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, η Βουλή είναι αναρμόδια για τη δίωξη και την εκδίκασή τους και οφείλει να αναγνωρίσει τη σχετική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία της Δικαιοσύνης, στην οποία πρέπει να γίνει η αναπομπή του σχετικού φακέλου από τη Βουλή. Όμως, αν τα αδικήματα της δωροδοκίας/δωροληψίας, ως αδικήματα περί την υπηρεσία, θεωρηθεί ότι δεν έχουν τελεσθεί κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική υπόσταση των σχετικών αδικημάτων, δηλαδή δεν υπάρχει καν αδίκημα προς διερεύνηση!

Οι πραγματικές προθέσεις όσων ενορχήστρωσαν την σκευωρία άρχισαν να αποκαλύπτονται.

 

Επιχείρηση σπίλωσης πολιτικών αντιπάλων

Η μεθόδευση της πρότασης περί διερεύνησης της αρμοδιότητας της Βουλής και συγκρότησης Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης δεν αποσκοπούσε παρά στην επιχείρηση σπίλωσης, διασυρμού και ηθικής εξόντωσης των αναφερόμενων στη δικογραφία δέκα πολιτικών προσώπων και στη συντήρηση σκιών ενοχής για πολιτικούς λόγους. Στόχος ήταν να συντηρηθεί η υποψία μέχρι τις επερχόμενες εκλογές και κάποιοι από τους πολιτικούς να «κρατηθούν όμηροι» μέχρι τη διεξαγωγή τους. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδίαζε να κερδίσει τις εκλογές.

Ενδεικτικό της εν λόγω μεθόδευσης, αλλά και της ενορχηστρωμένης απόπειρας ηθικής και πολιτικής σπίλωσης των αναφερομένων προσώπων ήταν η, από 20 Μαρτίου 2018, απόφαση των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ της Επιτροπής να απορρίψουν την πρόταση της αντιπολίτευσης για πρόσκληση μαρτύρων, εξέταση των ανώνυμων μαρτύρων ενώπιον της Επιτροπής, αναζήτησή και ανάγνωση εγγράφων και διενέργεια επί της ουσίας προανακριτικού χαρακτήρα πράξεων, με το σκεπτικό ότι πρώτα πρέπει «να αποφασίσει η Επιτροπή επί του ζητήματος της αρμοδιότητας». Έπειτα απ’ αυτό, η τότε αντιπολίτευση αποχώρησε από την Επιτροπή, καταγγέλλοντας την προειλημμένη απόφαση της πλειοψηφίας να οδηγήσει τις συνεδριάσεις της Επιτροπής στο αδιέξοδο της αναρμοδιότητας. Όλα αυτά οδηγούσαν μεθοδευμένα και συστηματικά στη συγκάλυψη της υπόθεσης, στη συντήρηση των αμφιβολιών και των σκιών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ταυτόχρονα, από την πλευρά της Δικαιοσύνης, ετέθησαν στο αρχείο μηνύσεις των εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων εναντίον των «προστατευόμενων μαρτύρων» και των εισαγγελικών λειτουργών.

Με την επιστροφή του φακέλου των δέκα πολιτικών προσώπων στη Δικαιοσύνη, οι καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων αποκάλυπταν τις έωλες και ανυπόστατες κατηγορίες, που στηρίζονταν σε όσα αυτοί «είχαν ακούσει», «θεωρούσαν πιθανά», «επειδή η αγορά βοούσε» «πιθανολογούσαν ότι» τα πολιτικά πρόσωπα χρηματίστηκαν από στελέχη της Novartis, λάμβαναν εκατομμύρια ευρώ σε «τροχήλατες βαλίτσες» που «τους διένειμαν σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις ή μέσω τρίτων» και διέθεταν «ταμίες για τις δουλειές». Πρωτοσέλιδα συγκεκριμένων εφημερίδων και δημοσιογράφοι φιλικών κέντρων της τότε κυβέρνησης προανήγγειλαν επερχόμενες αποκαλύψεις για πολιτικούς από την Ελβετία, το FBIκαι άλλα ηχηρά παρόμοια βορβορώδη.

Κάπου εκεί άρχισε να ξεφεύγει η υπόθεση από τον έλεγχο των σκευωρών. Η αλαζονεία τους, η πεποίθησή τους ότι έχουν την απόλυτη εξουσία του παιγνιδιού της λάσπης και η εσφαλμένη ανάγνωση των δημοσκοπήσεων που οι ίδιοι διενεργούσαν τους οδήγησε να πέσουν στην παγίδα που έστηναν για τους άλλους. Ο θεωρούμενος πανίσχυρος Δημήτρης Παπαγγελόπουλος συνέχιζε να εκτοξεύει απειλές από το βήμα της Βουλής εναντίον πολιτικών προσώπων και  εισαγγελικών λειτουργών «για τους οποίους θα ερχόταν η ώρα των αποκαλύψεων», οι τρεις κατά σειρά προϊστάμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης μεταβάλλονταν σε υποχείριά του, χωρίς να τολμούν να ζητήσουν την αποπομπή του ή έστω εξηγήσεις για τη στάση του, η ηγετική ομάδα του Μαξίμου προσδοκούσε τα υπεσχημένα πολιτικά οφέλη που δεν έρχονταν και ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, εν γνώσει του, κάλυπτε τον Παπαγγελόπουλο προσωπικά και πολιτικά. Σαν να μην έβλεπαν όλοι ότι ο έλεγχος είχε χαθεί και ότι η σκευωρία έπεφτε στο κενό.

Τα στόματα όμως είχαν ήδη ανοίξει και οι καταγγελίες για τη σκευωρία είχαν πολλαπλασιαστεί. Ήδη από τον Οκτώβριο του 2018, η πρώην Εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Ράικου κατήγγειλε τον «Ρασπούτιν για τη δράση του» σε παραδικαστικό κύκλωμα, εστιάζοντας στις διαρκείς παρεμβάσεις που δέχθηκε κατά τη διάρκεια  της δεύτερης θητείας της ως Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, όταν ο Ρασπούτιν της Κυβέρνησης «εκμεταλλευόμενος την πολιτική του ισχύ,  με ύφος “νταβατζή”»,  της υπεδείκνυε πώς πρέπει να διεκπεραιωθούν συγκεκριμένες κρίσιμες υποθέσεις απαιτώντας άλλες φορές να προβεί άμεσα στην άσκηση ποινικής δίωξης και, όταν η ίδια αντέτεινε ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις νόμιμης άσκησής τους, αυτός επιτακτικά  και με αφόρητη πίεση έλεγε «άσκησέ την και ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν». Όταν φέραμε αυτές τις καταγγελίες στη Βουλή, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος δήλωνε άγνοια για τον «Ρασπούτιν» και απαντούσε ότι θα έρθει η ώρα που κάποιοι εισαγγελείς θα πρέπει να δώσουν λόγο στη Δικαιοσύνη…

Ωστόσο, η ομερτά γύρω από το σκοτεινό παρασκήνιο της σκευωρίας συνέχισε να σπάει και να έρχονται στο φως νέες αποκαλύψεις από διαφορετικούς, κάθε φορά, συμμετέχοντες στην υπόθεση.

Στις 31 Δεκεμβρίου 2018, ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες με την κωδική ονομασία «Γιάννης Αναστασίου» –στην πραγματικότητα ο μάρτυρας Νίκος Μανιαδάκης– συλλαμβάνεται από τις αρχές και μετατρέπεται σε κατηγορούμενο. Το δικονομικό κομφούζιο μέχρι να αρθεί η προστασία του και να του ασκηθεί η ποινική δίωξη πρόδιδε τον πανικό, αλλά και τα «πτωχά νομικά» των υπευθύνων αρχών, μέχρι να βρουν τα αντανακλαστικά τους και να συμμορφωθούν «προς τας υποδείξεις»! Το χειρότερο όμως ήταν ότι, λίγες μέρες πριν, γνωστό δημοσιογραφικό ενεργούμενο των υπογείων του Μεγάρου Μαξίμου εκτόξευε απειλές εναντίον του Μανιαδάκη ότι, σε περίπτωση που δεν απεκάλυπτε όλα όσα ήξερε, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με βαρύτατες κατηγορίες – ωσάν να γνώριζε εκ των προτέρων τη σύλληψή του, τον αποχαρακτηρισμό του και τέλος την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του. Ο ίδιος ο Μανιαδάκης, κατηγορούμενος από τότε για ψευδορκία και για δωροδοκία, θα καταθέσει αργότερα στην Προανακριτική για τον Παπαγγελόπουλο ότι «η Εισαγγελία Διαφθοράς τού είχε ασκήσει πιέσεις προκειμένου να μιλήσει κατά συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων», δηλώνοντας: «μου έλεγαν οι Εισαγγελείς να μη φοβάμαι καθώς οι Σαμαράς και Γεωργιάδης δεν θα επανεκλεγούν. Με ρωτούσαν για πέντε πρόσωπα. Κατά κύριο λόγο για Άδωνι Γεωργιάδη, Αντώνη Σαμαρά, Γιάννη Στουρνάρα, Ανδρέα Λοβέρδο και Ευάγγελο Βενιζέλο». Τέλος, στις αρχές του 2019, η παραίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή από τη θέση του Επόπτη της Εισαγγελίας Διαφθοράς έφερε στο φως νέα δεδομένα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου φαίνεται να οδηγήθηκε στην απόφαση για παραίτηση «χρεώνοντας» στους Εισαγγελείς Διαφθοράς επιλεκτικές καθυστερήσεις σε έρευνές τους, και κυρίως στην έρευνα για την υπόθεση Novartis,  αλλά και διαρροή στον Τύπο πληροφοριών. Στην επιστολή παραίτησής του προς την τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, ο Ιωάννης Αγγελής κατήγγειλε πιέσεις που του ασκήθηκαν, δικονομικές ατασθαλίες, υπονόμευση και διάρρηξη εμπιστοσύνης με την Εισαγγελία Διαφθοράς, ενώ επανέλαβε τη φράση: «εγώ δεν θα πάω φυλακή».

 

Μετά την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ

Η εξέλιξη της σκευωρίας Novartis δεν ανακόπηκε μόνο από τις αποκαλύψεις και το σπάσιμο της σιωπής. Ανακόπηκε κυρίως με την ψήφο του ελληνικού λαού στις εκλογές της 7ηςΙουλίου 2019 και με την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ, με τη στήριξη των βουλευτών του Κινήματος Αλλαγής, προχώρησε, τον Σεπτέμβριο 2019, στη σύσταση Ειδικής Προκαταρκτικής Επιτροπής για τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, αναζητώντας ενδεχόμενες ευθύνες του για τέσσερα αδικήματα: παράβαση καθήκοντος, ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας, ηθική αυτουργία σε πρόκληση κακουργήματος και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος.

Οι μάρτυρες που κλήθηκαν να καταθέσουν στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής –μεταξύ αυτών, πέντε ανώτεροι και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί– φώτισαν ουσιαστικές πτυχές της σκευωρίας, ενώ έδωσαν ουσιώδη στοιχεία για την ενδεχόμενη διεύρυνση του κατηγορητηρίου. Η πρώην εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Ράικου αποκάλυψε τις ωμές παρεμβάσεις του τότε αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, προκειμένου να κατασκευαστούν πλαστές κατηγορίες με ψευδομάρτυρες εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων. Παράλληλα, μίλησε για εμπλοκή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και σε άλλες κρίσιμες δικαστικές υποθέσεις με επιχειρηματικό και οικονομικό υπόβαθρο, προκειμένου να μην διερευνηθούν. Ακόμα, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Αγγελής κατέθεσε για τις πιέσεις που του ασκήθηκαν ώστε να λάβουν οι έρευνες συγκεκριμένη κατεύθυνση, τις καταγγελίες του στον υπουργό Δικαιοσύνης και την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ φέρεται να κατέθεσε έγγραφο του FBI, με ημερομηνία 1/8/2017, το οποίο θεώρησε ότι απέκρυψε η Εισαγγελέας Διαφθοράς γιατί «θα έβγαινε κάτι θετικό για τα πολιτικά πρόσωπα»: ότι δηλαδή δεν είχαν εμπλοκή στο σκάνδαλο Novartis. Επίσης, συνταρακτικές ήταν οι αποκαλύψεις του πρώην Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος Παναγιώτη Αθανασίου, σύμφωνα με τον οποίο ο Παπαγγελόπουλος του ζητούσε την άσκηση ποινικών διώξεων χωρίς στοιχεία εναντίον  συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων, οικονομικών παραγόντων, ιδιοκτητών καναλιών και δημοσιογράφων. Το πραξικόπημα στη Δικαιοσύνη έκρυβε πολλές αθέατες πλευρές, όλες εκείνες τις κρίσιμες πολιτικές κινήσεις εκτροπής της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εναντίον του Συντάγματος, των θεσμών, των ανεξάρτητων αρχών, της πολυφωνίας του Τύπου, καθώς και τη σύμπραξη νέων επιχειρηματικών συγκροτημάτων και πολιτικών καρτέλ.

Ωστόσο, ο δικονομικός και πολιτικός τραγέλαφος συντελέστηκε με την κλήση σε κατάθεση των δύο εναπομεινάντων μαρτύρων «δημοσίου συμφέροντος», των Κελέση και Σαράφη. Έπειτα από αδιανόητες παλινωδίες και «διαπραγματεύσεις», με μάρτυρες των οποίων ο χαρακτηρισμός ως «δημοσίου συμφέροντος» έπασχε από ακυρότητα από την πρώτη στιγμή, φτάνουν στο σημείο να ομολογούν ότι όσα έχουν καταθέσει στην Εισαγγελέα Διαφθοράς ήταν «πιθανολογήσεις» και οι ίδιοι δεν διαθέτουν συγκεκριμένα στοιχεία για την εμπλοκή των πολιτικών προσώπων! Έτσι, και οι μάρτυρες «συμφέροντος» προσπάθησαν να απεμπλακούν από μία υπόθεση που δείχνει χαμένη και στην οποία οι «προστάτες» τους τους έχουν αφήσει απροστάτευτους.

Είναι προφανές ότι η σκευωρία καταρρέει και η απόπειρα πραξικοπήματος στη Δικαιοσύνη απέτυχε. Σήμερα, η διεύρυνση του κατηγορητηρίου σε πρόσωπα και αδικήματα φαίνεται να είναι απαραίτητη. Μένει να αποδοθεί Δικαιοσύνη για τις ευθύνες όλων των ηθικών και φυσικών αυτουργών, καθώς και των συνεργών τους σε αυτή τη σκοτεινή σκευωρία.

Μένει επίσης και κάτι άλλο. Να εκτεθεί ακόμα περισσότερο ο Αλέξης Τσίπρας στην κάλυψη των παλιών συνεργατών του και να εξηγήσει μέχρι ποίου σημείου είχε γνώση της ενορχήστρωσης και της υλοποίησης της σκευωρίας. Καλύπτοντας ώς σήμερα τον Παπαγγελόπουλο, ο Τσίπρας παίρνει θέση πλέον προσωπικά και πολιτικά στη σύγκρουση Δικαιοσύνης vs Παραδικαστικού Κυκλώματος, Συντάγματος vs παρακρατικών κέντρων, Δημοκρατικής νομιμότητας vs Άλωσης των Θεσμών και αλλοίωσης της λειτουργίας τους, Αλήθειας vs Σκευωρίας – και τοποθετείται σε όλες τις περιπτώσεις από τη λάθος πλευρά. Η δική του πολιτική επιλογή συμπυκνώνεται στην πρόσφατη αποστροφή του σε εκδήλωση του i-syriza ότι « στον ΣΥΡΙΖΑ, ο Πολάκης τελικά έχει περισσότερους υποστηρικτές από όσους πίστευε». Έτσι, μετά το «θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε στη φυλακή 5-6 πολιτικούς αντιπάλους», η πολιτική του θέση εξελίσσεται στο εξωφρενικό ότι «την επόμενη φορά που έρθουμε στην εξουσία θα αλλάξουμε τους συσχετισμούς στη Δικαιοσύνη διορίζοντας 3-4.000 Δικαστές». Αυτή την αντίληψη για τη Δικαιοσύνη και τη λειτουργία της Δημοκρατίας την υιοθετεί στην Ευρώπη μόνο ο Όρμπαν! Και όπως φαίνεται είναι πολλοί που υιοθετούν την ίδια άποψη στον ΣΥΡΙΖΑ.

Στη σκευωρία Novartis, ο Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε μαζί με εκείνους που επιχείρησαν να καταρρακώσουν το κύρος της Δικαιοσύνης, να παραβιάσουν το Σύνταγμα, να αλλοιώσουν το πολίτευμα, να καταστρατηγήσουν τους νόμους. Είναι η πλευρά αυτών που έκαναν τη σκευωρία Novartis μία υπόθεση παρακράτους. Γι’ αυτό, είναι ζήτημα Δημοκρατίας να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Για όλους.

 

 

 

Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου

Καθηγητής αντεγκληματικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην υφυπουργός. Βιβλία του: Δημόσια ασφάλεια και αντιεγκληματική πολιτική (2005), Επιτηρούμενη Δημοκρατία. Η ηλεκτρονική παρακολούθηση στην κοινωνία της διακινδύνευσης (2009), Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία (2006), Ο Νόμος 4009/2011 για τα ΑΕΙ (2011), Νομικό καθεστώς αλλοδαπών (2015), Η χώρα που πληγώναμε (2017).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.