Στη Νεμπράσκα του Αλεξάντερ Παίυν, ο γιος ενδίδει στο παράλογο όνειρο του αιθεροβάμονα, αλκοολικού πατέρα του και δέχεται να τον οδηγήσει από τη Μοντάνα στη Νεμπράσκα όπου, τάχα, τον περιμένει ένα εκατομμύριο δολάρια – μια αφελής αυταπάτη στην οποία γαντζώνεται ο γέροντας με φανατισμό. Δεν ανταλλάσσουν πολλά σ' αυτό το ταξίδι πατέρας και γιος – ελάχιστες κουβέντες ή βλέμματα, λίγες στοργικές κινήσεις. Κι όμως, αυτό το ταξίδι εξελίσσεται σ' ένα δεσμό που δυναμώνει όσο διανύουν τους έρημους αυτοκινητόδρομους της αμερικανικής ενδοχώρας και γίνεται η διαβατήρια οδός προς την αμοιβαία αναγνώριση. Μια ταινία, που θα μπορούσε να διαβαστεί σαν το έπος της αλληλοκατανόησης.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΤΟΝ ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ
Ένα έπος αποχαιρετισμού είναι το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ Πατρική κληρονομιά (εκδ. Πόλις): στο επίκεντρο της αφήγησης δεν βρίσκεται το ταξίδι, παρά μια άλλη περιπέτεια, ίσως η πιο δύστροπη και πιο σκοτεινή, η πιο απροσδόκητη και η πιο ανεξιχνίαστη, η πορεία προς το θάνατο. Ο συγγραφέας, σαν άλλος Αινείας, παραστέκεται στον πατέρα του στην ύστατη δοκιμασία του – αναδέχεται το βάρος της προϊούσας κατάρρευσής του, μπαίνει στο «σφαγείο» των γηρατειών επιζητώντας (πόσο μάταια!) να προστατέψει το σφάγιο από το φόβο και τον εξευτελισμό. Το μέσο στο οποίο καταφεύγει είναι ο λόγος: αδιάκοπα μιλούν πατέρας και γιος στην Πατρική Κληρονομιά, αδιάκοπα αναζητεί ο Ροθ αφορμές για συζήτηση διεγείροντας το παρελθόν, αναμοχλεύοντας αναμνήσεις. Αν στην ταινία Νεμπράσκα ο πατέρας μένει σιωπηλός, περίκλειστος σ' έναν κόσμο άγνωστο στο γιο του –αν και όχι, κατά πως φαίνεται, στατικό–, έναν κόσμο που αποκαλύπτεται σταδιακά μέσα από τις αφηγήσεις τρίτων, στην Πατρική κληρονομιά η αφήγηση είναι ρέουσα, συνεχής, πολύτιμο φυλαχτό της μνήμης. «Να μην ξεχνάς τίποτε – αυτό λέει η επιγραφή στο θυρεό του», γράφει ο Ροθ αναφερόμενος στον πατέρα του. «Για εκείνον, το να είσαι ζωντανός σημαίνει να είσαι ολόκληρος μνήμη – για εκείνον, αν ένας άνθρωπος δεν είναι ολόκληρος μνήμη, δεν είναι τίποτα».
Αυτός ο πατέρας, «Νόχι ένας απλός πατέρας, αλλά ο πατέρας, με όλα όσα μισείς σ' έναν πατέρα και με όλα όσα αγαπάς», θα κληροδοτήσει στο γιο του το χάρισμα της μνήμης και της αφήγησης – ο ανταγωνιστής της εφηβείας του θα γίνει η Μούσα, ο Doppelgänger, το Παιδί του. Ο Ροθ, στη μυθοπλασία του, στα αυτοβιογραφικά του κείμενα, στα δοκίμιά του, θα συνδέσει την πατρότητα με την αφήγηση – μια μεταβίβαση που δεν σχετίζεται με τη φυσιολογία, την ανατομία, τη σάρκα, το σώμα, αλλά αφορά το ασυνείδητο και εκβάλλει στη γραφή. «Ο πατέρας μου» («Βάρδο του Νιούαρκ» τον αποκαλεί ο Ροθ ) «μου δίδαξε τη γλώσσα του δρόμου», διαβάζουμε στην Πατρική Κληρονομιά. «Γιατί ήταν ο ίδιος η γλώσσα του δρόμου, αντι-ποιητικός και εκφραστικός και πάντα καίριος, με όλους τους εξόφθαλμους περιορισμούς της γλώσσας του δρόμου και την ανεξάντλητη δύναμή της».
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΤΟΝ ΠΩΛ ΩΣΤΕΡ
Ωστόσο η γραφή, ή τουλάχιστον η παρόρμηση, το κίνητρο της γραφής, ενδέχεται να είναι και η σιωπή. Ο σιωπηλός πατέρας στο Νεμπράσκα –περίκλειστος σ’ έναν κόσμο ιδιωτικό, γεμάτο ματαιώσεις, απογοητεύσεις, μυστικά, αποσιωπήσεις– συναντάει το λογοτεχνικό του (αυτοβιογραφικής, ωστόσο, καταγωγής) ανάλογο στο πρόσωπο του πατέρα του Πωλ Ώστερ, τον οποίο ο συγγραφέας σκιαγραφεί στην Επινόηση της μοναξιάς (εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος), έναν συγκλονιστικό στοχασμό για την πατρότητα. Ο πατέρας του Ώστερ είναι «αόρατος», απρόθυμος να αποκαλυφθεί, μοναχικός και απομονωμένος, «για να μην είναι υποχρεωμένος να κοιτάξει τον εαυτό του, να μην είναι υποχρεωμένος να βλέπει τους άλλους να τον κοιτάζουν». Η κουβέντα μαζί του είναι δοκιμασία: «Ή θα ήταν απών, όπως συνέβαινε συνήθως, είτε θα σου επετίθετο με έναν αιχμηρό αστεϊσμό, που αποτελούσε απλώς μια διαφορετική μορφή απουσίας». Ποτέ δεν μιλάει για τον εαυτό του, λες και «ο εσωτερικός του βίος διέφευγε και από αυτόν τον ίδιο». Είναι ένας πατέρας-κενό, ένας πατέρας-απουσία.
Όμως ο Πωλ Ώστερ θέλει να επιλύσει αυτό το αίνιγμα, να διεισδύσει στην σκοτεινή εικόνα ενός γεννήτορα χωρίς πρόσωπο, να μιλήσει για τον απελθόντα πατέρα, που καθώς έγραψε ο Ντόναλντ Μπαρτέλμ «είναι νεκρός αλλά ακόμη μαζί μας, ακόμη μαζί μας, αλλά νεκρός». Να δώσει φωνή στη σιωπή. Να μην καθυστερήσει άλλο στο ερώτημα «αν δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά σιωπή δεν είναι τολμηρό από μέρους μου να μιλήσω;», μα να το αντιστρέψει: «Αν είχε υπάρξει οτιδήποτε πέρα από τη σιωπή, θα ένιωθα καθόλου την ανάγκη να μιλήσω;»
Κάπου στα μισά του βιβλίου του, έχοντας μετατοπίσει την οπτική γωνία, γράφοντας πια σαν πατέρας ο ίδιος και όχι σαν γιος, ο Ώστερ ανακαλεί τον Πινόκιο του Κολόντι, για να σταθεί στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας, όταν το μικρό ξύλινο νευρόσπαστο, αφού έχει βγάλει τον πατέρα του από τα σωθικά του Σκυλόψαρου που τον έχει καταπιεί, κολυμπάει μέσα στο σκοτάδι κουβαλώντας τον Τζεπέτο «που δεν ξέρει κολύμπι» στους ώμους του. Είναι μια σκηνή με συμβολικό βάρος: το παιδί, pueraeternus, αιώνιος γιος, αναλαμβάνει τον πατέρα. Ο Πινόκιο, αποσπώντας τον πατέρα του από την αρπάγη του θανάτου, τον απελευθερώνει και απελευθερώνεται κι αυτός με τη σειρά του από τη φυλακή του ξύλινου κορμιού του: γίνεται άνθρωπος. Οι δύο συγγραφείς, αποσπώντας τους πατέρες τους από τη λήθη, τους διασώζουν στο πεδίο της γραφής.
Νεμπράσκα. Ασπρόμαυρη αμερικανική ταινία, σε σκηνοθεσία Alexander Payne, με τους Bruce Dern, Will Forte, June Squibb. Σενάριο: Bob Nelson, διεύθυνση φωτογραφίας: Φαίδων Παπαμιχαήλ, παραγωγή: FilmNation Entertainment / Paramount Vantage, διάρκεια: 110 '. Α' προβολή στην Ελλάδα: 23 Ιανουαρίου 2014.