Οι ηγέτες οι ίδιοι, μολονότι μπορεί να μην απέβλεπαν παρά μόνον στην αύξηση της δικής τους σπουδαιότητας, πέφτουν με τον καιρό, πολλοί απ’ αυτούς, θύματα της ίδιας της σοφιστείας τους και επιθυμούν τόσο διακαώς αυτή τη μεγάλη μεταρρύθμιση, όσο και οι ασθενέστεροι και οι πιο ανόητοι από τους οπαδούς τους.
Άνταμ Σμιθ (Η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2012: 379)
Στέκεστε μπροστά στον καθρέπτη και θαυμάζετε την κόμη σας, παρ’ ότι τα περισσότερα μαλλιά έχουν προ πολλού κάνει φτερά. πιστεύετε πως η σύζυγός σας δεν έχει εξωσυζυγική σχέση, μολονότι οι ενδείξεις της απιστίας της πληθαίνουν. είστε βέβαιος ότι η επιχείρησή σας πάει μια χαρά, αν και ο λογιστής σας απελπισμένος προειδοποιεί ότι τα νούμερα δεν βγαίνουν. δεν έχετε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα καταρρεύσουν οι αγορές από ένα ενδεχόμενο Grexit, παρ’ όλο που η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών και οικονομολόγων προειδοποιεί ότι μηδαμινό κίνδυνο διατρέχουν. Πώς γίνεται να εξαπατούμε τον ίδιο τον εαυτό μας;
Η αυταπάτη (self-deception, duperiedesoi) έχει αναχθεί σε παραδειγματική περίπτωση της ανορθολογικής συμπεριφοράς. Γιατί; Διότι ο δρων φαίνεται να πιστεύει ή/και να ενεργεί παρακάμπτοντας τα δικά του πρότυπα ορθολογικότητας. διότι συμπεριφέρεται σαν να απαρνιέται τον ίδιο του τον εαυτό, με την έννοια ότι ως εξαπατών οφείλει να γνωρίζει την αλήθεια και ως εξαπατώμενος να μην τη γνωρίζει. Εξαιτίας μιας επιθυμίας που δρα υποκινητικά, ο αυταπατώμενος πιστεύει το αντίθετο από αυτό που υποδεικνύουν με σαφήνεια τα διαθέσιμα στοιχεία, μολονότι τα έχει λάβει τουλάχιστον εν μέρει υπ’ όψη.
Για να μην επιβαρύνω το κείμενο, θα χρησιμοποιώ τον όρο «εθελοτυφλία» όπως χρησιμοποιείται συνήθως στην πράξη, τ.έ. εννοώντας άλλοτε την αυταπάτη και άλλοτε τους «ευσεβείς πόθους», το «παίρνω τις επιθυμίες μου για πραγματικότητα».[1] Τα ακούσαμε ξανά και ξανά από επίσημα χείλη και τα επαναλάμβαναν στελέχη του κυβερνώντος κόμματος: όλα θα επανέλθουν σύντομα στη ρότα τους με επαναφορά της 13ης σύνταξης, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, επαναπροσλήψεις κ.ο.κ., φυσικά πάντα εντός ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ένωσης. η συμφωνία καθαρογράφεται, θα πληρώνουμε το ΔΝΤ στο διηνεκές, θα εισρεύσει άφθονο χρήμα από την Κίνα και τη Ρωσία, ξεσηκώθηκε η Ευρώπη υπέρ των θέσεών μας. Δηλώσεις το πρωί, διορθώσεις το μεσημέρι, διαψεύσεις το βράδυ. «Εκούσια εξαπάτηση στους μεν, εθελοτυφλία στους δε», ήταν το σχόλιο του Καρλ Μαρξ για τις ετερόκλητες δηλώσεις γάλλων σοσιαλιστών της εποχής του, στο οποίο δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ούτε μια λέξη για να περιγράψουμε όσα ζήσαμε τους τελευταίους μήνες.
Η ταχύτητα της αναρρίχησης του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και της μετάλλαξής του από αντιμνημονιακό σε μνημονιακό κόμμα προκαλεί εύλογα ερωτήματα όσον αφορά τη συγκρότηση, αποδιάρθρωση και την ενδεχόμενη ανασύνθεση του ιδεοσυστήματός του (mindset). Θα προσπαθήσω να διατυπώσω ορισμένες, πιθανόν χρήσιμες για περαιτέρω διερεύνηση, σκέψεις ̶«απαντήσεις» θα ήταν παραπλανητικός ισχυρισμό ̶ για την εθελοτυφλία και το ιδεολόγημα της αντίστασης που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων των μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ιδεοσύστημα του ΣΥΡΙΖΑ, χοντρικά, μπορεί να οργανωθεί βάσει του τετράπτυχου μνημόνιο-αντιμνημόνιο, ανοικτός ή συγκεκαλυμμένος αντιευρωπαϊσμός, το δίπολο αποτελεσματικότητα-δικαιοσύνη και το ιδεολόγημα της αντίστασης.[2] Θα εστιαστώ στο ιδεολόγημα της αντίστασης επί του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ έδρασε τη λίαν πετυχημένη στρατηγική του για την κατάληψη της εξουσίας. Η αντίσταση στήριξε την κινηματική λογική του, συνυφάνθηκε με το περιώνυμο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» και τη μανιχαϊστική προσέγγιση της πραγματικότητας, και προβλήθηκε ως η πεμπτουσία της διαπραγματευτικής του στρατηγικής (π.χ. τα περί κόκκινων γραμμών).
Οι ιδέες, αδιαμφισβήτητα, έχουν μεγάλη δύναμη. Υπάρχουν, όμως, και τα γεγονότα. Οι συριζαίοι θα πρέπει να διαχειριστούν ταυτόχρονα την πικρή αλήθεια, αφ’ ενός ότι πέντε χρόνια αντίσταση και έξι μήνες (αντιστασιακή) διακυβέρνηση πήγαν στο βρόντο, αφ’ ετέρου, ότι οι συνέπειες της διακυβέρνησής τους για τη χώρα υπήρξαν ολέθριες.[3] Όποιος θεωρεί βαριές αυτές τις διαπιστώσεις μπορεί να καταγράψει σε μια σελίδα χαρτιού ό,τι θετικό προσέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική ζωή του τόπου όλο αυτό το διάστημα, υπό την προϋπόθεση ότι τα αμφιλεγόμενα «soft» επιτεύγματα (αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια, «ρηγματώσεις στην Ευρώπη» κ.λπ.) θα καταχωριστούν σε χωριστή σελίδα…
Εξαπάτηση, εθελοτυφλία, υπερεμπιστοσύνη
Όταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, θα αναλυθούν ψύχραιμα όσα ο ΣΥΡΙΖΑ είπε και έκανε, προεκλογικά και κυρίως μετεκλογικά: οι αλήθειες και τα ψεύδη που ειπώθηκαν, οι ανεδαφικές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν, οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις που θέριεψαν, και θα μάθουμε πότε άρχισε και πότε σταμάτησε η ηγετική ομάδα να πατά στις δύο βαρκούλες του ευρώ και της δραχμής. Ειρήσθω εν παρόδω, αναρωτιέμαι πόσο συνέβαλαν στη σωτηρία της χώρας από την άτακτη χρεοκοπία οι κακοδαιμονίες μας: η προχειρότητα και ο ερασιτεχνισμός, το «θα δούμε» και το «περίπου.» Οι συριζαίοι της ρήξης αποδείχθηκαν ολωσδιόλου ανίκανοι να εκπονήσουν ένα Plan Β της προκοπής, και υποψιάζομαι ότι στο Μαξίμου φρίκιασαν ακούγοντας από τον κ. Βαρουφάκη το υποτιθέμενο εφαρμόσιμο και ρεαλιστικό, εναλλακτικό σχέδιό του.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πει κανείς αν και σε ποιες περιπτώσεις ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ εξαπάτησαν (η κακή εκδοχή) ή αυταπατήθηκαν (η καλή, αλλά εν μέρει συγχωρητέα εκδοχή).[4] Το πιθανότερο είναι πως αυτοεγκλωβίστηκαν σε μια κατάσταση εξαπάτησης και αυταπάτης, διότι «δεν είναι μόνον λέγοντας ψέματα στους άλλους αλλά και λέγοντας ψέματα και στον εαυτό του που παύει κανείς να αντιλαμβάνεται πως ψεύδεται.» (Μαρσέλ Προυστ (2007). Σόδομα και Γόμορρα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας: 260)
Η αποκλειστική εστίαση στην εξαπάτηση, άρα στην ανεντιμότητα, οξύνει τις πολιτικές συγκρούσεις, στρεβλώνοντας συχνά το γεγονός ότι σφάλματα στη λήψη των αποφάσεων απορρέουν ασυνείδητα από ένα άκαμπτο ιδεοσύστημα και από αστήρικτες παραδοχές. Προφανώς, οι γνωσιακές διεργασίες και των πολιτικών προσώπων επηρεάζονται από την εθελοτυφλία, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε αποφάσεις μεγάλου κόστους, και λόγω της πειστικότητάς της σε μεγάλο αποπροσανατολισμό των πολιτών. Κατά τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κ. Δραγασάκη (συνέντευξη στην ΕΡΤ στις 12/8/2015): «Πιστεύαμε, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, ότι αν απειλούσαμε με Grexit οι αγορές θα τινάζονταν στον αέρα και οι Ευρωπαίοι θα τρόμαζαν και θα υποχωρούσαν. Αυτό απεδείχθη λάθος. Και το ανακαλύψαμε αυτό το λάθος όταν προς μεγάλη μας έκπληξη ο Σόιμπλε πρότεινε επισήμως στον Βαρουφάκη αν θέλουμε να βγούμε από την ευρωζώνη να μας βοηθήσει». Εάν, ωστόσο, η πρόταση αυτή διατυπώθηκε, όπως λέγεται, από τον περασμένο Μάρτιο, πόσο ειλικρινής ακούγεται η αυτοκριτική του κ. Δραγασάκη (και του κ. Α. Τσίπρα που επανέλαβε τη δικαιολογία);
Εν πάση περιπτώσει, ο αυταπατώμενος προμελετημένα καταλήγει σε μια πεποίθηση που εν δυνάμει του αποφέρει όφελος. Ένας πεπειραμένος ογκολόγος «αποφασίζει» να πιστεύει, παρά τα πολλά δεδομένα και την εμπειρία του, ότι δεν έχει καρκίνο, ίσως επειδή «οι κοινοί άνθρωποι έχουν τη δύναμη να μη σκέπτονται αυτό για το οποίο δεν επιθυμούν να σκέπτονται.» (Πασκάλ) Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αυταπάτη φαίνεται να απορρέει από (επιστημική) δειλία απέναντι σε μια σκληρή πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούνται οι αρνητικές και να δίνεται βαρύτητα στις θετικές πληροφορίες. Τι περισσότερο θα πάθουμε από τη δραχμή, αναρωτιόντουσαν πολλοί, παρ’ ότι κάποιοι υπέρμαχοί της μιλούσαν για δελτία στα τρόφιμα. Το «όχι» στο δημοψήφισμα, έλεγαν άλλοι, θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ της κυβέρνησης, μολονότι ουδείς εξηγούσε το πώς, και οι έξωθεν σκληρές προειδοποιήσεις συνηγορούσαν περί του αντιθέτου.
Δεν εθελοτυφλούσαν μόνο οι πολίτες. Προκειμένου να πετύχει τον προγραμματικό της στόχο να τερματιστούν οριστικά τα μνημόνια και η λιτότητα, η βασική απόφαση της κυβέρνησης θα έπρεπε να στηριχθεί πάνω-κάτω στο εξής σκεπτικό. Δεδομένου του δυσμενέστατου συσχετισμού των δυνάμεων, το μεν ενδεχόμενο επιτυχίας στις διαπραγματεύσεις είναι μεγάλου (προσδοκώμενου) οφέλους για τη χώρα (και το κόμμα), αλλά μηδαμινής πιθανότητας να συμβεί. το δε ενδεχόμενο ήττας μεγάλου (προσδοκώμενου) κόστους και λίαν πιθανό. Το ισοζύγιο ήταν προδήλως αρνητικό, και άρα η απόφαση αυτή θα έπρεπε να απορριφθεί, και να επιλεγεί άλλη με μη μαξιμαλιστικούς στόχους.
Ένα κοκτέιλ ευσεβών πόθων και αυταπατών ̶λόγου χάριν, η συγκρότηση συμμαχιών με τις χώρες του Νότου, ο τρόμος των εταίρων σε ενδεχόμενο «Κούγκι», η πεποίθηση ότι ο Σόιμπλε μπλοφάρει με το Grexit– διόγκωσε υπέρμετρα τις μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας, μετατρέποντας σε ρεαλιστική την απόφαση της κυβέρνησης. Η πραγματικότητα ρόδινε, άπαντες ήσαν ευχαριστημένοι δεδομένου ότι προεκλογική και μετεκλογική ρητορεία συνέπιπταν, και η ανορθολογικότητα επικράτησε. Δεν ήταν πλέον ο αδύναμος που αντιστεκόταν σε πανίσχυρους αντιπάλους. ήταν ο αυθάδης αδύναμος που δεν είχε συναίσθηση των ορίων του.
Στην εθελοτυφλία πρέπει να προστεθεί η υπερεμπιστοσύνη που διαπερνούσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζουμε ότι η υπερεμπιστοσύνη συσχετίζεται θετικά αφ’ ενός με τον εξτρεμισμό, αφ’ ετέρου με την ιδεολογία (Pietro Ortoleva & Erik Snowberg (2015). «Overconfidence in Political Behavior». American Economic Review, 105(2): 504-535). Έντονα ιδεολογικοποιημένο και με ανθηρό εξτρεμισμό, το κυβερνών κόμμα κώφευε στις προειδοποιήσεις και εξέπεμπε μιαν αλαζονική υπερεμπιστοσύνη στις δυνατότητές του. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ήσαν διαποτισμένα με υπεραυτοπεποίθηση ότι (α) ξεπερνούσαν (και ξεπερνούν) κατά πολύ όλους τους άλλους στις διαπραγματευτικές ικανότητες. και (β) ότι γνώριζαν (και γνωρίζουν) τις πραγματικές προσδοκίες των ευρωπαϊκών λαών και ορισμένων τουλάχιστον κυβερνήσεων.
Η ταχύτατη πορεία από μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό μέχρι την κατάληψη της εξουσίας ενίσχυσε τόσο την υπερεμπιστοσύνη των στελεχών του ώστε ξεκίνησαν προς μια περιπέτεια που σώφρονες πολιτικοί θα την είχαν αποφύγει. Μολονότι ήταν πασίδηλη μέρα με τη μέρα η απομόνωση της χώρας, υπήρξε συστηματική κωλυσιεργία μέχρι να εξαντληθούν τα χρονικά περιθώρια προσδοκώντας ότι η προσπάθεια θα στεφθεί τελικώς με επιτυχία. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες, διότι «φαίνεται σωστό να κατηγορούνται οι επαγγελματίες για την πίστη τους ότι μπορούν να πετύχουν σε ένα αδύνατο έργο. Ισχυρισμοί περί σωστών διαισθήσεων σε μια μη προβλέψιμη κατάσταση είναι στην καλύτερη περίπτωση αυτo-ψευδαισθητικές, ενίοτε χειρότερες» (Ντάνιελ Κάνεμαν (2011). Thinking, Fast and Slow. New York: Farrar, Straus and Giroux: 241).
Μια λεπτή γραμμή χωρίζει την υπερεμπιστοσύνη από τη φαιδρότητα. Όταν είναι πασίδηλη η οικτρή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να υλοποιήσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ακούγεται περίεργα να ισχυρίζεται ότι πρέπει να υπερασπιστεί την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς, όχι για να διορθώσει απλώς επιμέρους σφάλματα αλλά για να εκπονήσει ένα νέο πολιτικό σχέδιο, ένα «αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα διακυβέρνησης» ώστε η χώρα να απεγκλωβιστεί σταδιακά «από την επιτροπεία και τα μνημόνια» (εισήγηση του Α. Τσίπρα στο διευρυμένο όργανο της ΠΓ, left.gr, 24/8/2015) Κάπως έτσι τρέχει ο συλλογισμός. Επειδή εξ ορισμού είμαι ο καλύτερος, μόνον εγώ μπορώ να εκπονήσω νέο καλύτερο πολιτικό σχέδιο για τη χώρα, όταν αποτύχει το προηγούμενο κάλλιστο σχέδι;o μου– ή, παραφράζοντας τον Γκράουτσο Μαρξ, «αυτό ήταν το καλύτερο σχέδιό μου, και αν απέτυχε μην ανησυχείτε, θα βρω κι άλλα.»
Οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης άρχισαν με καταιγισμό απειλών και ύβρεων εναντίον των «εκπροσώπων της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας» και κατέληξαν σε επίκληση της αλληλεγγύης τους, τ.έ. μέρα με τη μέρα ανακαλύπταμε ότι στριμωχνόμασταν με την πλάτη στον τοίχο. Είναι παράδοξο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ισχυρίζεται ότι το Μνημόνιο υπήρξε αποτέλεσμα πιέσεων, εκβιασμών και τελεσιγράφων όταν, κατά την πεποίθησή της και τη ρητορεία της, είχε απέναντι «ανηλεείς νεοφιλελεύθερους» οι οποίοι τελικώς θα υποχωρήσουν μπροστά στο δίκιο του. Η κυβέρνηση δεν διαπραγματευόταν. διαχείριση της εθελοτυφλίας της έκανε. Όταν οι πλάνες διαλύθηκαν πλήρως, εξαντλήθηκε κάθε περιθώριο χρονοκαθυστέρησης και μπροστά στην αναπόφευκτη συντριπτική ήττα έπρεπε να γίνει η διαχείρισή της. Ένα δημοψήφισμα στο γόνατο και η αυθημερόν μετάλλαξη του «όχι» σε «ναι» υπήρξαν η λύση για την κατά το δυνατόν ανώδυνη μετάβαση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο.
Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι το δημοψήφισμα υπήρξε συνειδητή εξαπάτηση, διότι εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η ερμηνεία του θα ήταν «ναι». Προς επίρρωση τούτου και οι ουδέποτε διαψευσθείσες δηλώσεις του κ. Βαρουφάκη ότι το βράδυ του δημοψηφίσματος στο Μαξίμου κυριαρχούσε «μια αίσθηση παραίτησης, μια αρνητικά φορτισμένη ατμόσφαιρα», «ένα ηττοπαθές κλίμα», «μια τάση συνθηκολόγησης» (συνεντεύξεις στο αυστραλιανό τηλεοπτικό δίκτυο ABC, megatv.com, 13/7/2015 και στο L’Observateur, skai.gr, 21/8/2015).
Ακούγεται ωραία το «οι μόνες μάχες που χάνονται είναι αυτές που δεν δίνονται» (Α. Τσίπρας, ομιλία στη Βουλή, 23/7/2015), αλλά πιο πειστικό ακούγεται το «οι δύο ισχυρότεροι πολεμιστές είναι η υπομονή και ο χρόνος» (Λέων Τολστόι. War and Peace. New York: Vintage Books. 2007: 550) Μόνο που ούτε η υπομονή ούτε ο χρόνος ανήκαν ποτέ στα προτερήματα του αυτοεγκλωβισμένου στις αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ ̶ το αν η ηγετική ομάδα ήταν υποχρεωμένη λόγω εσωκομματικών συσχετισμών να κινηθεί όπως κινήθηκε ποσώς ενδιαφέρει τη χώρα.
Γνωσιακή δυσαρμονία
Η εθελοτυφλία, προεκλογική και μετεκλογική, στρέβλωσε τις αποφάσεις που οδήγησαν στο μεγάλο για την κυβέρνηση φιάσκο της 12ης Ιουλίου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρξει μια τουλάχιστον στοιχειώδης συνοχή στις πεποιθήσεις ώστε οι συριζαίοι να περιορίσουν την απογοήτευσή τους και να αποκαταστήσουν την εικόνα του εαυτού τους ως λογικά και έντιμα άτομα.
Υποθέστε ότι μια σέχτα πιστεύει πως τη 12η Ιουλίου εξωγήινοι θα προσγειωθούν στην Ελλάδα με πρόθεση να καταστρέψουν τη Γη. Οι μόνοι εκλεκτοί οι οποίοι θα σωθούν θα είναι τα μέλη της σέχτας, που θα επιβιβαστούν στο διαστημόπλοιο και θα εγκατασταθούν σε άλλον πλανήτη. Μοιράζουν, λοιπόν, τα υπάρχοντά τους, αλλά η κρίσιμη ημερομηνία έρχεται και φυσικά δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα.
Πολλοί υφίστανται διανοητικό σοκ, και απομακρύνονται από τη σέχτα. Το αξιοπερίεργο, όμως, είναι ότι οι υπόλοιποι ψάχνουν να εκλογικεύσουν τη συμπεριφορά τους, ούτως ώστε να εξαλείψουν την πρόδηλη δυσαρμονία ανάμεσα αφ’ ενός στο πραγματικό γεγονός, αφ’ ετέρου στην πεποίθησή τους ότι θα καταστραφεί η Γη και στο παράλογο μοίρασμα της περιουσίας τους. Ισχυρίζονται, λόγου χάριν, ότι τα «ανώτερα όντα» έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία στον πλανήτη μας. και αρχίζουν τον προσηλυτισμό με φανατισμό, διότι οι παράλογες πεποιθήσεις φαίνονται τόσο πιο ορθές όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός αυτών που τις υιοθετούν.[5]
Τηρουμένων των αναλογιών, οι συριζαίοι βρίσκονται σήμερα σε παρόμοια κατάσταση γνωσιακής δυσαρμονίας, δηλαδή πιστεύουν σε δύο ή περισσότερες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Επί μια πενταετία ζούσαν με τις αυταπάτες τού «θα σκίσουμε τα μνημόνια», «θα βάλουμε ταφόπλακα στη λιτότητα», «θα εφαρμόσουμε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.» Όταν βάζουν φαρδιά-πλατιά την υπογραφή τους στο Μνημόνιο 3, το ιδεοσύστημά τους καταρρέει εκκωφαντικά. Η γνωσιακή δυσαρμονία θα πρέπει να επιλυθεί διότι είναι ανυπόφορη ̶ δεν μπορείς πρωί πρωί να κοιτάζεσαι στον καθρέπτη και να λες «είσαι γερμανοτσολιάς» ή, ακόμη χειρότερα, «είσαι αφελής.»[6]
Παραβλέπω όσους έκαναν ειλικρινή αυτοκριτική δημοσίως, διότι μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού ̶ θα ήταν, πάντως, και σφάλμα και άδικο να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της αγωνίας πάρα πολλών συριζαίων για το τι μέλλει γενέσθαι με το κόμμα τους. Προσπερνώ επίσης όσους υποκαθιστούν τον αντιμνημονιακό φανατισμό τους με κυνισμό, διότι αυτοί ήσαν έτοιμοι από καιρό διά παν ενδεχόμενο. Δεν θα εκπλαγεί κανείς μάλιστα εάν πολλαπλασιαστούν σύντομα, διότι η κυνική απόλαυση της εξουσίας και είναι αναμφισβήτητα θελκτικότερη από, λόγου χάριν, τον αναχωρητισμό, και ευδοκιμεί ιδίως σε περιόδους ιδεολογικής παρακμής.
Για όσους απέρριψαν τη συμφωνία, τα πράγματα είναι εύκολα. Υπάρχει ο ίδιος εξωτερικός εχθρός και ένας νέος προδότης (η ηγετική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος) που συνήργησαν στην επιβολή του Μνημονίου 3. Οι «σέχτες» (συνιστώσες) πρέπει να διατηρηθούν και η αντίσταση στα σχέδια των δανειστών και των «νεομνημονιακών» να ενταθεί, διότι «χάθηκε μια μάχη, αλλά όχι ο πόλεμος.» Για όλους αυτούς, η εμμονή στη σκληρή αντίσταση αποτελεί τον raison d’être τους, διότι η δραχμοφιλία τους είναι παρεπόμενο του χρόνιου αντιευρωπαϊσμού τους, που με τη σειρά του είναι επακόλουθο της στρατηγικής εκτίμησης ότι εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ανέφικτος ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας, που με τη σειρά της είναι απότοκος της κάμποσων δεκαετιών ιδεολογικο-πολιτικής υστέρησής τους. Το ιδεοσύστημά τους είναι (επιστημικά) κλειστό, οι εξωγήινοι θα έρθουν για να ευλογήσουν τον σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα (…), άρα το μόνο που μένει είναι πάλης ξεκίνημα και νέοι αγώνες με λάβαρο το «Όχι μέχρι το τέλος.» Αναμφισβήτητα, η απόφαση του Α. Τσίπρα να προχωρήσει σε ρήξη με αυτές τις αριστερίστικες και παλαιοσοβιετόφιλες ομάδες θα συντελέσει στον εξορθολογισμό και τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, και στον κατευνασμό των πολιτικών παθών. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό πόσο αυτές οι ομάδες επηρέασαν την ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ και το ιδεοσύστημα των μελών και στελεχών του και, συνεπώς, πόσο χρονοβόρα θα είναι η ουσιαστική αποτοξίνωση όσων τάχθηκαν υπέρ του νέου μνημονίου.
Για τον «μνημονιακό» ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα είναι σαφώς δυσκολότερα. Η γνωσιακή δυσαρμονία θα επιλυθεί μόνον αν καταφέρει να αποδείξει ότι «εμείς είμαστε διαφορετικοί», ότι «ήμασταν και παραμένουμε αριστεροί» παρ’ ότι πρέπει να υλοποιήσει ένα «υφεσιακό, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πρόγραμμα». Οι ετερόκλητες έως ασυναρτησίας δηλώσεις κορυφαίων στελεχών φανερώνουν αν μη τι άλλο αμηχανία (π.χ. «Χωρίς το δημοψήφισμα του 62% Όχι θα είχε υλοποιηθεί το σχέδιο Σόιμπλε» κατά τον Πάνο Σκουρλέτη). Επειδή η νέα συμφωνία σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους την αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, η στροφή στον πραγματισμό καθιστά αναγκαία την εκλογίκευση της μνημονιακής στροφής και την εμμονή στην περιλάλητη αντίσταση.
Η αντίσταση και ο εκφυλισμός της
Η ιδεολογία της αντίστασης υπήρξε το καύσιμο στη μηχανή του ΣΥΡΙΖΑ: αντίσταση στις μνημονιακές πολιτικές, την τρόικα και το διευθυντήριο των Βρυξελλών, αντίσταση στη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ που υπογράφει με κλειστά μάτια ό,τι τους δίνει η τρόικα, αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη επίθεση στα Πανεπιστήμια, αντίσταση στα διόδια, αντίσταση για να κρατήσουμε τις κόκκινες γραμμές μας, κ.ο.κ.[7]
Τα πράγματα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η αντίσταση και οι αγώνες, ιδίως στην κατοχή και τη δικτατορία, είχαν καθαγιαστεί από την Αριστερά, διότι όντως υπήρξαν οι καλύτερες στιγμές της. Αντίθετα όμως προς τον αντιδικτατορικό αγώνα, η Εθνική Αντίσταση προσφερόταν για αξιοποίηση, διότι οι αναλογίες με τη μνημονιακή Ελλάδα ήσαν έτοιμες, εύληπτες και εύπεπτες: ο εξωτερικός εχθρός (Γερμανοί, ΔΝΤ, ευρωπαϊκές ολιγαρχίες), η εισβολή και κατοχή της χώρας (μνημόνιο, τρόικα) και οι προδότες (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ). Υπήρχε και άλλο πλεονέκτημα. Η αντίσταση άφηνε το πλαίσιο της «πάλης των τάξεων» σε κάποιους «ιδιόρρυθμους», άνοιγε το δρόμο στον εθνικολαϊκισμό και περιθωριοποιούσε την κλασική αντίθεση δεξιά-αριστερά αναδεικνύοντας σε κυρίαρχη μια άλλη αντίθεση: μνημόνιο-αντιμνημόνιο.[8]
Η αναντιστοιχία των συνθηκών μεταξύ του τότε και του σήμερα ήσαν ψιλά γράμματα γι’ αυτόν που αντλούσε ό,τι ήθελε να αντλήσει από τα ιστορικά γεγονότα. Τίποτα το καινοφανές. Ο μανιχαϊσμός μισεί τις αποχρώσεις (και ένας Θεός ξέρει πόσο ταλαιπώρησε τα αυτιά μας), τα δε ιδεολογήματα είναι ούτως ή άλλως μεροληπτικές πεποιθήσεις, φτιαγμένες από αυταπάτες και διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας. Στο κάτω κάτω της γραφής, ακόμη και σοβαροί μελετητές είχαν διαγνώσει ένα αντιστασιακό γονίδιο στον Έλληνα, του οποίου την ύπαρξη, μάλιστα σε ρυθμό τσάμικου, επιβεβαίωνε η χώρα προκειμένου να ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει… Έτσι ο Μανώλης Γλέζος μπορεί να προτρέπει τον πρώην πρωθυπουργό να τονίσει στον Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ ότι «η Ελλάδα έχει µια ιστορία, έχει µια ιδεολογία, είναι η ιδεολογία της αντίστασης […] Από τότε [από την αρχαία Ελλάδα] υπάρχει η ιδεολογία αντίστασης µέσα στην Ελλάδα, η ιδεολογία της αντίστασης πρέπει να συνέχει και τους αντιπροσώπους µας και την κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό» (news.in.gr, 03/6/2015).
Η αντίσταση, όμως, χρειάζεται επίσης αγωνιστές και «ηρωικές» πράξεις. Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Σε όλη τη μεταπολίτευση, η αντίσταση ως αξία εκφυλιζόταν μέρα με τη μέρα. Γιατί; Διότι ήταν μηδενικού ρίσκου και κόστους. Αντίσταση στην κατοχή σήμαινε μέχρι και εκτελεστικό απόσπασμα, αντίσταση στη χούντα φυλάκιση και βασανιστήρια. Σημειωτέον, πάντως, ότι εν ονόματι αυτής της αντίστασης ημιμαθείς έως και αναλφάβητοι «συνεπείς αγωνιστές» κατέλαβαν υψηλά κομματικά αξιώματα στο ΚΚΕ.
Απεναντίας, η αντίσταση στη μεταπολίτευση κατάντησε να σημαίνει υψωμένες γροθιές και συμβολικές καταλήψεις (και σχεδόν ουδέποτε «πραγματικές», δηλαδή μαζικές), δίχως την παραμικρή ανησυχία για πιθανές συνέπειες. Επιπλέον, ο ευτελισμός αυτής της αντίστασης έφθασε στα άκρα εξαιτίας των κινήτρων της: διατήρηση των κεκτημένων και προώθηση των συντεχνιακών συμφερόντων, εμπλουτισμός του προσωπικού CV με «αγώνες», ανέλιξη στην κομματική ή συνδικαλιστική ιεραρχία, και προφανώς τα συνακόλουθα προσωπικά οφέλη. Κοντολογίς, η ανιδιοτέλεια είχε καταντήσει αγαθό εν ανεπαρκεία εν μέσω υπερπροσφοράς αγώνων.
Δεν θα μπορούσε να γίνει μαζικά αποδεκτή η αδάπανη αντίσταση, αν τα κίνητρα δεν περνούσαν από καθαρτήριο. Και όντως, αυτό έγινε. Τα κίνητρα φιλτραρίστηκαν μέσω του αειθαλούς ιδεολογήματος ότι είναι τόσο σπουδαίο αυτό που επιδιώκεται, τ.έ. τόσο μεροληπτικά ταξικό υπέρ των αδυνάτων, ώστε είναι αδιάφορο το ποια μέσα χρησιμοποιούνται ̶ συνεπώς, μπορείς να υπόσχεσαι τα πάντα, μπορείς να ψεύδεσαι, μπορείς να καλύπτεις την ανομία, μπορείς να συμπεριφέρεσαι σαν αγροίκος στους πολιτικούς αντιπάλους.[9] Μια ανυπόστατη αναλογία με την εθνική αντίσταση, η καρικατούρα της άνευ κόστους αντίστασης, και η οργή εξαιτίας της βιαιότητας των αλλαγών παρήγαγαν την αυταπάτη ότι τα προβλήματα της χώρας θα λυθούν με αγώνες στους δρόμους. Το τρίπτυχο αυτό απεδείχθη επαρκέστατο ώστε να τσιμενταριστεί η εθελοτυφλία όσον αφορά τα πραγματικά αίτια της κρίσης, να παραχθεί η φραστική και φυσική βία που μόλυνε τον τόπο, και εν τέλει να καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να ανέλθει στην εξουσία.
Φυσικά, η ενσυνείδητη εξαπάτηση, ο κυνισμός, η υποκρισία και η ανευθυνότητα δεν έλειψαν. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είδαν αίφνης το φως το αληθινό μόλις ορκίστηκε η κυβέρνησή τους, ώστε η παρότρυνση «είναι πατριωτικό καθήκον να πληρώνουμε τους φόρους» να αντικαταστήσει εν μία νυκτί το «δεν πληρώνω» και την υπό τις ευλογίες του «λαϊκή» αντίσταση στον έλεγχο της φοροδιαφυγής (π.χ. προπηλακισμοί εφοριακών στην Ύδρα). Και πώς αλλιώς θα χαρακτήριζε κάποιος τις μετεκλογικές επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται ποτέ να υπογράψει νέο Μνημόνιο, ενώ συγχρόνως πρότεινε δημοσιονομικά μέτρα πολλών δισεκατομμυρίων.
Όταν οργανώνεις την πολιτική σου σκέψη και πρακτική βάσει του μοντέλου της κατοχικής αντίστασης είναι εύλογο να βλέπεις γύρω σου πρώτα «ναζιστές κατακτητές» και «ανιδιοτελείς αγωνιστές», κατόπιν «γερμανοτσολιάδες» και «δωσίλογους», και μετά «Βάρκιζες» και «παράδοση των όπλων», ριψάσπιδες, προδότες και δηλωσίες. Μόνο που στο τέλος παραμονεύει η Τασκένδη του 1955, οι συγκρούσεις στις εξορίες και τις φυλακές το 1968… Ό,τι έχει απομείνει από την περίφημη ηθική ανωτερότητα της Αριστεράς ̶ένα από τα ιδεολογήματα της μεταπολίτευσης, το οποίο παραδόξως θεωρείται ότι ισχύει εκτός αλλά όχι εντός της «οικογένειας» ̶ θα εξαχνωθεί τάχιστα καθώς θα εντείνονται οι διαμάχες μεταξύ των πρώην και νυν συριζαίων. Ήδη, έπειτα από μια γρήγορη ματιά στο Διαδίκτυο ή και από επίσημες δηλώσεις, μένει κανείς άναυδος από τη βιαιότητα των αλληλοκατηγοριών μεταξύ συντρόφων, οι οποίοι μέχρι πρότινος βάδιζαν πλάι πλάι στις διαδηλώσεις.
Μετά το σκόρπισμα της αντίθεσης μνημονιακών-αντιμνημονιακών στους τέσσερις ανέμους, στη χειρότερη περίπτωση αυτή η ρητορική της σκληρής αντίστασης θα περιοριστεί στα άκρα του πολιτικού συστήματος και στην καλύτερη θα εξαφανιστεί από τον δημόσιο λόγο. Παρά ταύτα, στην ήπια εκδοχή της είναι απαραίτητη για τον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ξεπεράσει τη γνωσιακή δυσαρμονία.
Εμείς είμαστε διαφορετικοί
Εκλογίκευση και εθελοτυφλία –η ουσιαστική διαφορά τους είναι ότι στην εκλογίκευση προηγείται η δράση και έπεται η πεποίθηση, ενώ στην εθελοτυφλία συμβαίνει το αντίθετο– θα έχουν προνομιακή θέση στην απόπειρα να αποκατασταθεί μια ανεκτή συνοχή μεταξύ διαψευσμένων προσδοκιών και πραγματικότητας. Η εκλογίκευση των επιλογών είναι απαραίτητη, προκειμένου να τεθεί μια τάξη στο χάος που δημιούργησε η κατάρρευση του ιδεοσυστήματος των στελεχών και ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, να βρεθούν λόγοι που αιτιολογούν ασύμβατες επιλογές (σχίσιμο/ψήφιση μνημονίου), και να καλιμπραριστούν οι απαιτήσεις της πραγματικής ζωής με τις πολιτικές και ηθικές συμπεριφορές (λάθη έγιναν, αλλά δεν υπήρξε εξαπάτηση).
Καθένας χρειάζεται να επικαλείται έναν λόγο για ό,τι κάνει. Έτσι, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι οι συριζαίοι αποδέχονται πλέον την υλοποίηση της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ ως μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να έχουν γίνει ανεξαρτήτως μνημονιακών υποχρεώσεων. Μετά τη φενάκη του σχισίματος των μνημονίων, η υποστήριξη του Μνημονίου 3 είναι διττή: «Η σύμβαση ήταν ελιγμός για να μη συντριβεί η χώρα και δεν μπορεί να υλοποιηθεί ως έχει.» (ο Νίκος Φίλης στον Ρ/Σ Κόκκινο 93.4, news.in.gr, 26/8/2015) Μια νέα αυταπάτη γεννιέται: όλα έγιναν κατά βάση καλά, δεδομένων των εκβιασμών και των τελεσιγράφων των δανειστών. Άλλωστε, υπήρξε η καλύτερη δυνατή συμφωνία αφού «[τ]ο “όχι” σε μια κακή συμφωνία το έκανα “ναι” σε μια συμφωνία με προοπτική.» (Α. Τσίπρας, Τα Νέα, 26/8/2015), η δε διαπραγμάτευση ήταν «επίπονη», «σκληρή» και «πολύμηνη». Το ερώτημα πώς η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αυτοπαγιδεύθηκε στο δίλημα «ευρώ ή άτακτη χρεωκοπία» (ή, ακόμη χειρότερα, αν εξώθησε τα πράγματα ενσυνειδήτως σε αυτό) φυσικά προσπερνιέται από όσους επιθυμούν να στηρίξουν την ορθότητα της διαπραγματευτικής στρατηγικής της.
Oι συριζαίοι πρέπει να κρατήσουν αλώβητο τον κατ’ αυτούς πυρήνα της μοναδικότητάς τους: το αντιστασιακό τους πνεύμα και την προστασία των λαϊκών στρωμάτων. Ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας χρησιμοποίησε τρεις φορές την «αντίσταση» στο διάγγελμά του στις 20/8/2015. Το μνημόνιο όχι μόνο «δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως έχει», αλλά, επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξουν αντίμετρα για τα κοινωνικά και επαγγελματικά στρώματα που πλήττονται από τα μέτρα, τ.έ. ένα παράλληλο πρόγραμμα που θα τρέχει μαζί με το μνημόνιο για να αντισταθμιστούν οι κοινωνικές επιπτώσεις του. Ως εκ τούτου, η εθελοτυφλία είναι αναγκαία, έστω και σε ήπια μορφή: μολονότι θα πρέπει να τηρήσουμε τα συμφωνηθέντα, δεν καταθέτουμε τα όπλα, αντιστεκόμαστε, βγαίνουμε στο αντάρτικο.
Εκ φύσεως διπολικής λογικής (επιτιθέμενος-αμυνόμενος/αντιστεκόμενος), η αντίσταση έπεται μιας μανιχαϊστικής αντίληψης του κόσμου (καλό-κακό). Μπορεί να είναι βολική στο μυαλό αυτή η διαίρεση ανάμεσα στο καλό και το κακό, αλλά ελάχιστα έχει να κάνει με τον πραγματικό κόσμο. Η αντίσταση σε συνδυασμό, αφ’ ενός με έναν λανθάνοντα αντιευρωπαϊσμό, αφ’ ετέρου με μια συμφωνία που χαρακτηρίζεται αναντίστοιχη με τις επιθυμίες της κυβέρνησης μπορεί να αποβεί επιζήμια για τη χώρα.
Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κατά βάση αντίπαλος, αν όχι εχθρός, και αν το μνημόνιο θεωρείται ότι «δεν μπορεί να υλοποιηθεί ως έχει», τότε θα πρέπει να αντισταθείς. Δεδομένου ότι η συμφωνία θα πρέπει να τηρηθεί, η αντίσταση (α) αποτελεί συστατικό στοιχείο της διαπραγματευτικής ικανότητας και συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μοναδικό κόμμα που μπορεί να φέρει με επιτυχία σε πέρας τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές γενικά και ειδικότερα τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις για την απομείωση του χρέους. και (β) θα εκδηλώνεται με «ηρωικές» προσπάθειες υπονόμευσης των συμφωνηθέντων (Εφ’ όσον δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους δανειστές μετωπικά, θα ακυρώσουμε στην πράξη ό,τι ψηφίζουμε…).
Επίλογος: Ο ΣΥΡΙΖΑ ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα
Μετά την αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ όσων τάχθηκαν κατά του Μνημονίου 3, το ερώτημα που πλανάται είναι κατά πόσον μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετατραπεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, και άρα πώς τίθεται γενικότερα πλέον το ζήτημα της Kεντροαριστεράς. Υπόθεση εργασίας: το πρόβλημα της Kεντροαριστεράς στη χώρα μας συγκεφαλαιώνεται στις δύο προτάσεις:
- Kεντροαριστερά δεν γίνεται δίχως τον ΣΥΡΙΖΑ,
- Kεντροαριστερά δεν γίνεται με αυτόν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρώτη πρόταση έχει βάση διότι, πρώτον, οι απόπειρες συγκρότησης ενός ευρύτερου κεντροαριστερού σχήματος έχουν αποτύχει παταγωδώς μέχρι σήμερα λόγω κυρίως προσωπικών στρατηγικών. και, δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ευρεία πρόσβαση στα λαϊκά και μεσαία στρώματα. Εξαιτίας μιας, εν μέρει δικαιολογημένης αλλά πάντως μονόπλευρης, έμφασης στην ορθολογικότητα, οι υπάρχοντες σχηματισμοί της κεντροαριστεράς (α) έχασαν κατά κράτος τη μάχη των συναισθημάτων, άρα της πειθούς, και (β) προκειμένου να αντιπαρατεθούν στην έξαρση του λαϊκισμού, ο πολιτικός τους λόγος σε μεγάλο βαθμό ταύτισε το λαϊκισμό με τη λαϊκότητα. Παρά ταύτα, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ έχουν διατυπώσει τον πιο ώριμο πολιτικό λόγο.
Η «σοσιαλδημοκρατικοποίηση», τ.έ. η μετατόπιση προς το κέντρο, του ΣΥΡΙΖΑ είναι μονόδρομος. Ακόμη και μετά την αποχώρηση των ακραίων στοιχείων του, ωστόσο, πρέπει να περάσει μια περίοδο αυτοεκπαίδευσης και μετασχηματισμού στην οποία θα πατάει σε δύο βαρκούλες. Το ερώτημα είναι πόσο χρονοβόρα θα αποδειχθεί αυτή η διεργασία, και μάλιστα αν τελικώς θα ολοκληρωθεί, διότι η πιθανότητα κατάρρευσής του τους επόμενους μήνες δεν είναι αμελητέα. Ο αντιευρωπαϊσμός και ο κρατισμός, λόγου χάριν, έχουν διαποτίσει τόσο τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε μια ουσιαστική μεταστροφή δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Ελάχιστοι τάσσονται αναφανδόν υπέρ της ευρωπαϊκής ιδέας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ακόμη λιγότεροι εναντίον του κρατισμού. Η αδράνεια των ιδεών αποδεικνύεται συχνά μεγαλύτερη από ό,τι φανταζόμαστε.
Αναγκαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντιγράψει επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, διότι ούτε φημίζεται για τις πρωτότυπες ιδέες του ούτε το μνημόνιο και η κατάσταση της οικονομίας αφήνουν πολλά περιθώρια κινήσεων. Η στρατηγική αυτή άρχισε να ξεδιπλώνεται ήδη: «Όμως και στο πεδίο των μέτρων η διαπραγμάτευση είναι ακόμη ανοικτή και τρέχει. Υπάρχουν μια σειρά ζητήματα στα οποία θα έχουμε την δυνατότητα να προτείνουμε ισοδύναμα μέτρα […] Και υπάρχουν, πέραν της διαπραγμάτευσης, πάρα πολλά ανοιχτά θέματα, πεδία συγκρούσεων πραγματικών και σκληρών, εντός της χώρας» (ομιλία του Α. Τσίπρα στη συνεδρίαση της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ, 30/7/2015) – εν ολίγοις, ισοδύναμα μέτρα, προς επίλυση οι πασίγνωστες παθογένειες της χώρας (φοροδιαφυγή, διαφθορά, αναξιοκρατία, διοικητική αναποτελεσματικότητα) κ.ο.κ. Και καραδοκεί πάντα ο μέγιστος κίνδυνος να υπάρξει πλειοδοσία αριστεροσύνης και λαϊκισμού εκεί όπου δεν υπάρχουν μνημονιακές υποχρεώσεις, με πρώτο υποψήφιο θύμα την παιδεία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πραγματοποιήσει το πιο αποφασιστικό βήμα όταν προχωρήσει σε ρήξη με την αντιστασιακή ρητορεία και πρακτική, και ενστερνιστεί δίχως αμφισημίες τη λογική της αποτελεσματικής διακυβέρνησης.[10] Είναι άλλο να επιδιώκεις την ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και (κοινωνικής) δικαιοσύνης, και άλλο να έχεις εξοβελίσει την αποτελεσματικότητα στο πυρ το εξώτερον. Είναι άλλο να επινοείς λύσεις, και άλλο να αντιστέκεσαι στην αλλαγή: το πρώτο κοιτάει μπροστά, το δεύτερο προς τα πίσω. Είναι χίλιες φορές προτιμότερο να δουλεύεις βάσει ατελούς, ακόμη και εσφαλμένου σχεδίου, παρά δίχως σχέδιο: το λάθος διορθώνεται, το αλαλούμ όχι. Είναι άλλο να διαπραγματεύεσαι σκληρά με τους δανειστές, και άλλο να υπονομεύεις την υλοποίηση όσων υπέγραψες: το πρώτο απαιτεί να σηκώσεις τα μανίκια και να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, το δεύτερο είναι καταστροφική κουτοπονηριά. Ο ισχυρισμός ότι η αντίσταση συνιστά την ουσία της Αριστεράς και όχι η παραγωγή λύσεων αποτελεί πιθανόν την πιο καταστροφική άποψη για την ίδια την υπόσταση της Αριστεράς.
[1] Σύμφωνα με την ευχολογική σκέψη ή υπόθεση της μεροληπτικής επιθυμητότητας (wishfulthinking, desirability-biashypothesis), ευχές, επιθυμίες, υποκινήσεις, μονολεκτικά οι προτιμήσεις, αποτελούν αιτίες των πεποιθήσεων για το μέλλον, δηλαδή το ευκταίο (απευκταίο) ενός αποτελέσματος αυξάνει (μειώνει) την πιθανότητα να συμβεί. Εξ ορισμού, η ευχολογική σκέψη απορρέει άμεσα από μιαν επιθυμία και τα σχετικά εξωτερικά δεδομένα μάλλον παραβλέπονται. Η αυταπάτη απορρέει παρομοίως από μιαν επιθυμία, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αφ’ ενός δεν αγνοούνται τα σχετικά δεδομένα, αφ’ ετέρου οι γνωσιακές διεργασίες είναι πιο σύνθετες: βάσει των στοιχείων διαμορφώνεται μια πεποίθηση, αλλά εξαιτίας της ασυμβατότητάς της με την επιθυμία απορρίπτεται και διαμορφώνεται μια νέα συμβατή με αυτή. Για την αυταπάτη και τη μεροληπτική επιθυμητότητα, βλ. αντιστοίχως (JonElster (ed.) (1986). The Multiple Self. New York: Cambridge University Press και Alfred Mele (2001). Self-Deception Unmasked. Princeton: Princeton University Press) και (Zlatan Krizan & Paul D. Windschitl (2007). «The Influence of Outcome Desirability on Optimism». Psychological Bulletin 133(1): 95-121).
[2] Μολονότι αποτελεσματικότητα και ισότητα μπορεί να συμβαδίζουν στην περίπτωση της μακροπρόθεσμης μεγέθυνσης (AndrewG. Berg & JonathanD. Ostry (2011). «Equality and Efficiency-Is there a Trade-off between the Two or do they go Hand in Hand?». Finance & Development, September: 1-15), δεσπόζουσα παραμένει η άποψη ότι σε καπιταλιστικές και δημοκρατικές κοινωνίες πρέπει να υπάρχει επιλογή ανάμεσα στην αποδοτική παραγωγή και στην ισορροπημένη κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος (Arthur Okun (1975). Equality and Efficiency: The Big Tradeoff. Washington: Brookings Institution Press). Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο προγραμματικά έδωσε σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα στη δικαιοσύνη-ισότητα, αλλά και ταύτιζε πρακτικά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας με τον κρατισμό. Η αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, παραγωγικότητα, επιχειρηματικότητα είχαν εξοβελιστεί από το λεξιλόγιό του, η δε ιδέα της επίλυσης προβλημάτων θεωρήθηκε ασύμβατη προς τη λογική του.
[3] Θα ήταν ενδιαφέρον να εκτιμηθεί πόσο συνέβαλαν τα συνειδητά και μη ψεύδη και η καλλιέργεια ανεδαφικών προσδοκιών εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ στην περαιτέρω συρρίκνωση της ήδη χαμηλής εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα.
[4] Ως εξήγηση της συμπεριφοράς των πολιτικών δρώντων, (α) το πλεονέκτημα της εξαπάτησης είναι η απλότητα και αμεσότητα, άρα η χρήση της ως μέσο πολεμικής. το μειονέκτημά της ότι εδράζεται σε μια εξαιρετικά συνωμοσιολογική, άρα εσφαλμένη, αντίληψη της πολιτικής. (β) πέραν του ότι είναι σαφώς πολυπλοκότερη, η αυταπάτη αντιμετωπίζεται επιφυλακτικά, διότι μπορεί να υποβαθμίσει τις ευθύνες πολιτικών οι οποίοι εξαπατούν ενσυνειδήτως. Βλ. σχ. (Anna Elisabetta Galeotti (2015). «Liars or Self-Deceived? Reflections on Political Deception». PoliticalStudies. DOI: 10.1111/1467-9248.12122). Για μιαν έξοχη ανάλυση του ψεύδους (αθώα ή λευκά, κατά συνθήκη, πατερναλιστικά ψεύδη κ.ο.κ.) και κυρίως της ηθικής διάστασής του, βλ. (Sissela Bok (1978). Lying: Moral Choice in Public and Private Life. New York: Random House).
[5] Ένα ανάλογο πραγματικό περιστατικό, που μελετήθηκε από τον Leon Festinger (Leon Festinger, Henry W. Riecken, Stanley Schachter (2008/1956). When Prophecy Fails. London: Pinter & MartinLtd.: κεφ. 1) στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, οδήγησε στη διατύπωση της θεωρίας της γνωσιακής δυσαρμονίας (cognitive dissonance).
[6] Ο περιορισμός της δυσαρμονίας μπορεί να επιτευχθεί (α) προσθέτοντας μια νέα άποψη σύμφωνη προς τη βασική επιλογή ή αναβαθμίζοντας τη σημασία κάποιου χαρακτηριστικού της και (β) αφαιρώντας μια παράφωνη άποψη ή υποβαθμίζοντας τη σημασία κάποιου χαρακτηριστικού της βασικής επιλογής.
[7] Oκαθηγητής Αντώνης Λιάκος σε άρθρο του («Από την αντίσταση στην ανθεκτικότητα», chronosmag.eu, 09/7/2015) ορθά υποστηρίζει ότι «Η αντίσταση… έφερε την Αριστερά στην εξουσία» και προτείνει ότι «[α]κριβώς όμως αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της αντίστασης [δηλαδή μετά το δημοψήφισμα που «αποτέλεσε μια ισχυρή στιγμή αντίστασης και μια εκδήλωση αξιοπρέπειας»], χρειάζεται να πάμε ένα βήμα πιο πέρα: από την αντίσταση στην ανθεκτικότητα.» Εκτός της θεμελιώδους διαφοράς ότι εκεί όπου εγώ βλέπω εκφυλισμό της αντίστασης αυτός βλέπει θρίαμβο του πνεύματός της, επισημαίνω μία από ορισμένες άλλες διαφορές. Γράφει ο κ. Λιάκος: «Είχα υποστηρίξει, από την αρχή της κρίσης και με διάφορες ευκαιρίες, ότι όσα μας συμβαίνουν σήμερα δεν πρέπει να τα δούμε μέσα στο δίπολο λιτότητας-μη λιτότητας, Γερμανίας-Ελλάδας, ευρωπαϊκού Βορρά-Νότου ή άλλων διπολικών συστημάτων». Η άποψή του αυτή προδήλως υπήρξε θλιβερά μειοψηφική μέχρι τουλάχιστον την ψήφιση του τρίτου μνημονίου. Τούτου δοθέντος, πρέπει να εξηγηθεί τι προσέφερε στη χώρα η μανιχαϊστικού χαρακτήρα αντίσταση του ΣΥΡΙΖΑ και γιατί θα πρέπει να εκθειάζεται.
[8] Η νεοφερμένη στην πολιτική ζωή αντίθεση είναι το παλιό-καινούργιο (πολιτικοί, πολιτικά κόμματα), ένα άκρως αυθαίρετο και βραχύβιο μεταμοντέρνο πυροτέχνημα.
[9] Επιστρατεύθηκαν τα πιο αμφιλεγόμενα επιχειρήματα. Επί παραδείγματι, συγχέοντας την ηθικολογία με την κατανόηση, η ανεργία προβλήθηκε ως μορφή βίας και εξομοιώθηκε με τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, τα βασανιστήρια και τις γενοκτονίες. Για τα φαινόμενα της βίας έχει γράψει εκτενώς ο Π. Παπασαραντόπουλος (Εξτρεμισμός και Πολιτική Βία στην Ελλάδα - Το Big Bang της Χρυσής Αυγής. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο, 2014).
[10] Ο πολιτικός πραγματισμός, που ορθώς έχει κατηγορηθεί ότι συχνά συρρικνώνεται σε κυνικό ρεαλισμό, δεν σημαίνει απεμπόληση αρχών και αξιών: ο σκεπτικισμός απέναντι στον δογματισμό και την απολυτότητα, η εξισορρόπηση μεταξύ αρχών και αποτελεσματικότητας, η λογική του πειραματισμού πάνε χέρι χέρι με τη συλλογική λήψη των αποφάσεων και τις συναινετικές διαδικασίες. κοντολογίς με τη δημοκρατία. Βλ. σχ.: Κ. Π. Αναγνωστόπουλος «Πραγματισμού εγκώμιον», Blog Μεταρρύθμιση, 25/7/2012.