Σύνδεση συνδρομητών

Τι είπε ο Ρίτσαρντ Ντώκινς στην Αθήνα

Γιούλη Φωκά-Καβαλιεράκη
Τρίτη, 16 Ιουνίου 2015 11:56
Ο Ρίτσαρντ Ντώκινς.
Jason / Flickr
Ο Ρίτσαρντ Ντώκινς.

Ο Ρίτσαρντ Ντώκινς συζήτησε με το κοινό της Αθήνας, στις 24 Απριλίου 2015, στον πολυχώρο Hub, σε μια εκδήλωση που συζητήθηκε αρκετά. Τι είπε και γιατί ο λόγος του διάσημου οπαδού του αθεϊσμού είναι πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος; Αναδημοσίευση από το Books' Journal, τχ. 55, Μάιος 2015.

 

Η ουρά για να μπεις στη μεγάλη αίθουσα της εκδήλωσης ήταν τεράστια και συνεχώς αυξανόταν. Ο κόσμος έκανε ευχαρίστως υπομονή για να δει και να ακούσει από κοντά τον διάσημο βρετανό διανοούμενο. Η εκδήλωση ξεκίνησε με εντυπωσιακό τρόπο. Προβλήθηκε ένα σπαρταριστό βιντεοκλιπάκι όπου ο Ρίτσαρντ Ντώκινς (Richard Dawkins), με το ατάραχο φλεγματικό του χιούμορ, καθισμένος άνετα στον καναπέ του σπιτιού του, διάβαζε με θεατρικό τρόπο μερικά από τα πιο γελοία hate mails που δέχεται συνεχώς από «ευσεβείς» χριστιανούς. Έπειτα, πάντα με βάση τους άξονες του ορθού λόγου, της εξελικτικής βιολογίας και του αθεϊσμού, απάντησε σε ερωτήσεις της Ελίζας Γκορόγια για διάφορα ζητήματα.

Μας εξήγησε γιατί η ηθική δεν χρειάζεται τη θρησκεία και φυσικά δεν πηγάζει από αυτή. Οι μεγάλες θετικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε πλέον τα άτομα και τα ανθρώπινα δικαιώματα στις ανεπτυγμένες κοινωνίες δεν προήλθαν από κάποια θρησκεία, η οποία είναι παρούσα έτσι κι αλλιώς εδώ και αιώνες, αλλά από την εξέλιξη της επιστήμης και των θεσμών. Εξ αιτίας αυτών, π.χ., εξαλείφθηκε η δουλεία ή δεν τιμωρείται πια κάποιος που δεν εκκλησιάζεται τις Κυριακές. Βέβαια, το γεγονός ότι στην Ελλάδα σήμερα φυλακίζεται ένα άτομο για βλασφημία επειδή σατιρίζει ένα «ιερό» πρόσωπο της Εκκλησίας, του φάνηκε εξαιρετικά παράλογο, όχι μόνο γιατί η βλασφημία, όπως είπε χαριτολογώντας, είναι ένα έγκλημα χωρίς θύμα, αλλά γιατί τέτοιες πρακτικές συνηθίζουν να έχουν τα θεοκρατικά και καταπιεστικά καθεστώτα της Ανατολής. Χειρότερη εντύπωση του κάνει όμως το «άβατο» του Αγίου Όρους για τις γυναίκες. Χαρακτηρίζοντας με έμφαση τον εαυτό του φεμινιστή, ο Ντώκινς δεν μπορεί με τίποτα να κατανοήσει και να αποδεχτεί την κακομεταχείριση των γυναικών και από τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορεί να καταλάβει την εμμονή που έχουν οι πιστοί με το να θεωρούν αμαρτία το ομοφυλόφιλο σεξ (αντί, ας πούμε, με το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα ή τις κακουχίες). Πώς μπορείς να πιστεύεις, αναρωτιέται ο Ντώκινς, ότι ο Δημιουργός αυτού του άπειρου και περίπλοκου σύμπαντος ενδιαφέρεται ειδικά για το φύλο του ατόμου με το οποίο κάνεις σεξ;

Ο ορθός λόγος κυρίως και φυσικά η γνώση είναι τα όπλα για να μην είναι κανείς εύπιστος και ευάλωτος σε δεισιδαιμονίες και απάτες. Ένα θαυμαστό παράδειγμα σύνθεσης ορθής κρίσης και γνώσης είναι η εξήγηση που μας προσφέρει η Θεωρία της Εξέλιξης για την προέλευση του κόσμου σε σχέση με τις θρησκευτικές εξηγήσεις. Διότι μας αποδεικνύει πώς εξαιρετικά περίπλοκα συστήματα μπορούν να προέλθουν από πολύ απλά στοιχεία μέσω φυσικών διαδικασιών. Άλλωστε, η αναγωγή της δημιουργίας ενός τόσο περίπλοκου κόσμου στην ύπαρξη ενός υπερ-ευφυούς όντος, απαιτεί τον ίδιο βαθμό εξήγησης για την προέλευση αυτού του όντος. Η σαρκαστική πίστη κάποιων στο διαβόητο Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας επιθυμεί να υπογραμμίσει το γεγονός ότι ο καθένας θα μπορούσε να εφεύρει μια θρησκεία.

Όσον αφορά τα «θαύματα», ο Ντώκινς προτείνει με πνευματώδη τρόπο δύο αφορισμούς που θα πρέπει να οδηγούν τη σκέψη μας: Το διάσημο επιχείρημα του Hume, ότι κάτι θα πρέπει να θεωρηθεί θαύμα μόνο εάν θα ήταν πιο απίθανο να μην είναι, και ο περίφημος 3ος νόμος του Clarke, σύμφωνα με τον οποίο οποιαδήποτε επαρκώς προηγμένη τεχνολογία δεν μπορεί να διακριθεί από ένα θαύμα. Οι μεγάλοι ταχυδακτυλουργοί της εποχής μας παρουσιάζουν πολύ καλύτερα κόλπα από τα διάφορα καταγεγραμμένα θαύματα. Το σύνολο των δεδομένων και των αποδείξεων είναι αυτά που θα έπρεπε να καθοδηγούν τους συλλογισμούς μας. Από την άλλη, το σύνολο των γνώσεων που κατέχει η ανθρωπότητα σήμερα είναι εκπληκτικά μεγάλο σε σχέση με το παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας σύγχρονος μαθητής του γυμνασίου, δηλαδή ένα 14χρονο παιδί, έχει τόσες επιστημονικές γνώσεις που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει και να συγκλονίσει τον Αριστοτέλη!

Ο Ντώκινς, απαντώντας σε άλλες ερωτήσεις, μίλησε για θέματα όπως ο ρατσισμός και η ισλαμοφοβία (άλλο η κριτική σε μια θρησκεία, πράγμα που επιβάλλεται, και άλλο οι διακρίσεις σε σχέση με τη φυλή – υπάρχουν, π.χ., μουσουλμάνοι διαφόρων φυλών), την πολυγαμία στα είδη (όχι, δεν είναι κανόνας ούτε η πολυγαμία ούτε η μονογαμία, καθώς πολλά είδη, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, εξελικτικά διαθέτουν διάφορες αναπαραγωγικές συμπεριφορές), τη χορτοφαγία (ο ίδιος δεν είναι χορτοφάγος αλλά υποστηρίζει φυσικά ότι πρέπει να ελαττώνουμε όσο μπορούμε τον πόνο των ζώων μέχρι τη θανάτωσή τους, και ελπίζει κάποια στιγμή στο μέλλον όλοι οι άνθρωποι να γίνουν χορτοφάγοι). Τέλος, όταν ρωτήθηκε ποια υπαρκτά πρόσωπα θαυμάζει ως ήρωες, ανέφερε ενδεικτικά πρώτα την Υπατία, ως μια σπουδαία μάρτυρα του ορθολογισμού και του φεμινισμού, τον Δαρβίνο, όχι μόνο ως έναν μεγάλο επιστήμονα αλλά και ως έναν καταπληκτικό άνθρωπο, και τον Μπέρτραντ Ράσσελ, ως έναν παθιασμένο και συνεπή σκεπτικιστή.

Κι ο θάνατος; Πώς τον αντιμετωπίζει ένας άθεος σκεπτικιστής σαν τον Ντώκινς; Ο θάνατος είναι ακριβώς το σημείο στο οποίο βρισκόμασταν πριν γεννηθούμε και στο οποίο θα επιστρέψουμε μετά το τέλος της ζωής μας. Αυτή τη ζωή, τη μοναδική που έχουμε, θα πρέπει να την εκτιμούμε, να τη σεβόμαστε και να τη χαιρόμαστε. Θα πρέπει να βοηθάμε τους άλλους να βελτιώνουν τη δική τους ζωή και κυρίως να εγκαταλείψουμε την παράλογη και αλαζονική ιδέα ότι θα έχουμε άλλη μια ευκαιρία μετά θάνατον.

 

 

Γιούλη Φωκά-Καβαλιεράκη. Υποψήφια διδάκτωρ της Φιλοσοφίας των Κοινωνικών Επιστημών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

 

 

 

Επίσκεψη στον Τούμας Τράνστρεμερ

 

Από τον John Freeman

 

 

Στις 26 Μαρτίου 2015 πέθανε ο βραβευμένος το 2011 με Νόμπελ Λογοτεχνίας, σουηδός ποιητής Τούμας Τράνστρεμερ, σε ηλικία 83 ετών. Γεννημένος στη Στοκχόλμη το 1931, ο Τράνστρεμερ εργάστηκε ως ψυχολόγος στο Ψυχοτεχνολογικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης ενώ από το 1960 ασχολήθηκε με τους ανήλικους παραβάτες σε ένα ειδικό κέντρο. Παράλληλα με το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Τρανστρέμερ εργάστηκε με άτομα με ειδικές ανάγκες, καταδικασθέντες και τοξικομανείς.

Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο 17 ποιήματα, σε ηλικία 23 ετών. Το 1990 είχε υποστεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, που δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να γράφει ποιήματα. Τα τελευταία χρόνια ζούσε συχνά στο νησάκι Ρούνμαρο, όπου τον επισκέφθηκε ο συγγραφέας και κριτικός Τζον Φρήμαν λίγο καιρό πριν από το θάνατό του, για μια συνομιλία μαζί του. Το χρονικό της επίσκεψης και το αντικείμενο της συζήτησης μαζί του, που έγινε εφικτή με τη βοήθεια της Μόνικας, της συζύγου του ποιητή, καταγράφεται στο κείμενο που ακολουθεί.

 

 

 

1

 

 

Το νησάκι του Ρούνμαρο βρίσκεται σε απόσταση μιας ώρας ανατολικά της Στοκχόλμης και περιβάλλεται από βραχονησίδες. Για να φτάσει κανείς εκεί, πρέπει να πάρει το φεριμπότ που πηγαίνει με είκοσι κόμβους την ώρα.

Είναι ένα βροχερό αυγουστιάτικο απόγευμα, η θάλασσα πράσινη, μυστηριώδης — και εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί οι ναυτικοί φτιάχνουν τα σπίτια τους στο Ρούνμαρο, και όχι σε ένα από τα 27.000 άλλα νησιά του αρχιπελάγους της Στοκχόλμης. Όταν αρχίζει να αχνοφαίνεται, βραχώδες, στεφανωμένο από έλατα και βελανιδιές, μοιάζει με τον παράδεισο των ονείρων κάθε αφοσιωμένου στο καθήκον ανθρώπου. Ο παππούς του νομπελίστα ποιητή Τούμας Τράνστρεμερ ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος. Καπετάνιος στα πλοία, είχε ανάγκη από έναν τόπο για να πιάσει στεριά και τον είχε βρει εδώ. Το μικρό, βαμμένο μπλε ξύλινο σπίτι που έχτισε στο Ρούνμαρο περί τα τέλη του 19ου αιώνα στέκει ακόμα, και είναι το σπίτι όπου ο Τράνστρεμερ και η Μόνικα, η γυναίκα που παντρεύτηκε πριν από πενήντα χρόνια, περνούν τα καλοκαίρια τους.

Σαν αυθεντικός απόγονος καπετάνιων, ο Τράνστρεμερ παίρνει πολύ σοβαρά την υποδοχή ενός ταξιδιώτη στο λιμάνι, παρ’ όλο που το εγκεφαλικό που τον άφησε μερικώς παράλυτο πριν από ένα τέταρτο του αιώνα καθιστά ακόμα κι αυτή τη χειρονομία δύσκολη. Τον βρίσκω να περιμένει καθισμένος στην αναπηρική του καρέκλα, στο σημείο όπου καταλήγει ένα στενό και μακρύ χαλικόστρωτο μονοπάτι, με μια κουβέρτα γύρω από τους ώμους και τη Μόνικα όρθια στο πλάι του. Ένα τρανζιστοράκι που χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 είναι ακουμπισμένο πάνω στα πόδια του και γεμίζει τον αέρα του δάσους με τις νότες της 2ης Συμφωνίας του Ραχμάνινοφ σε Μι Μείζονα.

Καθώς η Μόνικα σπρώχνει προσεχτικά το καροτσάκι προς το σπίτι, στη συνέχεια πάνω στην ειδική ράμπα και τέλος μέχρι το μπροστινό δωμάτιο, παντού γύρω μας βλέπω τα σύμβολα της υπέροχης ποίησης του Τράνστρεμερ. Ρίζες και βρύα πτυχώνουν τη γη. Ο άνεμος ψιθυρίζει ανάμεσα στα δέντρα. Ο αέρας μυρίζει θαλασσινή αλμύρα και ρετσίνι. Το δίχως άλλο, κάποιο γεράκι κόβει βόλτες από πάνω μας και μας παρατηρεί.

Σχεδόν αμέσως, ο Τράνστρεμερ αρχίζει να δείχνει διάφορα αντικείμενα, με σιωπηλές χειρονομίες, σαν να λέει, «Νά, αυτό εννοούσα». Μέσα στις επόμενες δύο ώρες, βλέπω ξεκάθαρα πως στο νησί βρήκε τις νότες για να δημιουργήσει την τόσο μαγική και διαχρονικά όμορφη ποιητική συμφωνία του. Και, κάπως έτσι, ερωτήσεις σχετικές με την ποίηση και το νόημά της μας οδηγούν ξανά και ξανά στο νησί και στον παππού του Τράνστρεμερ, ενώ εκείνος συχνά-πυκνά σηκώνει το χέρι του για να μου τραβήξει την προσοχή σε πράγματα και πίνακες μες στο δωμάτιο, λες και αυτά τα ίδια είναι τα ποιήματά του, και όχι απλώς το θέμα τους ή η πηγή από όπου τα εμπνεύστηκε.

Το εγκεφαλικό που υπέστη το 1990 τον άφησε παράλυτο από τη μία πλευρά και του στέρησε σχεδόν εξ ολοκλήρου την ομιλία. Το δωμάτιο όπου μας οδηγεί η Μόνικα είναι, εκτός από μικρό, γεμάτο από ανθρώπους. Δύο φίλοι τους, ένας αμερικανός κινηματογραφιστής και η σουηδή γυναίκα του, στέκονται ακουμπώντας στο στενό πιάνο. Μια φωτογράφος, η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του Τράνστρεμερ και η Μόνικα, κάθονται παραταγμένες σε ημικύκλιο γύρω του, λες και είναι πιανίστας έτοιμος να δώσει κονσέρτο, και όχι ποιητής που ετοιμάζεται να δώσει συνέντευξη – κάπως απρόθυμα, βέβαια, αλλά πάντως ευγενικά. Βρίσκονται όλοι εδώ για να βοηθήσουν στη διερμηνεία των απαντήσεων του Τράνστρεμερ. Μπορεί να πει καθαρά μόνο «Ναι», «Όχι» και «Πολύ καλά». Και κάποιες άλλες λέξεις μπορεί να κάνουν σποραδικά την εμφάνισή τους, μα αυτές οι τέσσερις είναι οι πυλώνες της προφορικής του επικοινωνίας. Το πρόσωπό του, όμως, λέει πολλά περισσότερα. Σε αντίθεση με το αυστηρό, απλανές βλέμμα που θα δει κανείς στις φωτογραφίες του, από κοντά ο Τράνστρεμερ είναι ζωντανός, επικοινωνιακός, ευδιάθετος και ευγενικός.

Όλο το απόγευμα του κάνω ερωτήσεις. Η Μόνικα τις μεταφράζει στα σουηδικά, εκείνος αποκρίνεται, συχνά του ζητά διευκρινίσεις και ούτω καθεξής. Ο Τράνστρεμερ καθοδηγεί τις απαντήσεις που εκείνη μου δίνει με το πρόσωπό του, με τις λιγοστές του κουβέντες και με τον τόνο της φωνής του. Αγγίζουν ο ένας τον άλλον και κοιτάζονται συνεχώς. Κοιτάζοντάς τους κι εσύ, δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις ποιος έχει το ρόλο του μαέστρου και ποιος της συμφωνικής μουσικής.

 

2

Θα έλεγε κανείς πως αυτός ο τρόπος επικοινωνίας ταιριάζει σε έναν ποιητή που έχει εδώ και πολλά χρόνια μια σχέση οικειότητας με το κοινό του. Ακόμα και πριν κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Τράνστρεμερ είχε μεταφραστεί σχεδόν σε εξήντα γλώσσες και ήταν ο δεύτερος πιο πολυμεταφρασμένος ποιητής μετά τον Νερούδα. Ανάμεσα στους θαυμαστές του, ο Σέιμους Χήνυ και πολλοί από τους μεγαλύτερους μεταπολεμικούς αμερικανούς ποιητές. Αλλά και Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι, Ιάπωνες. Ο ποιητής και κριτικός ποίησης του περιοδικού New Yorker, Πολ Μαλντούν, λέει πως θυμάται από την εποχή που μεγάλωνε στην πατρίδα του, την πολύπαθη Βόρεια Ιρλανδία, ότι η μανία είχε φτάσει μέχρι εκεί: «Το παρατσούκλι που του είχαμε δώσει ήταν “Transformer”, “Μεταμορφωτής”, χαρακτηρισμός που έδειχνε πόσο βαθιά σεβόμασταν όλα όσα είχε πετύχει». Το επίτευγμά του φαντάζει ακόμη πιο αξιοθαύμαστο όταν αναλογιστεί κανείς τη σχετικά μικρή παραγωγή του: μέσα σε έξι δεκαετίες εξέδωσε έντεκα όλες κι όλες συλλογές, καμία από τις οποίες δεν έχει πάνω από είκοσι ποιήματα.

Καθώς ξεκινάμε τη συζήτησή μας, βλέπω έναν τόμο με τα Άπαντά του εκεί κοντά: το Ημερολόγιο Γεφύρας που κρατά, αυτό στο οποίο γράφει για όλους τους τόπους όπου ταξίδεψε με το μυαλό του.

Ρωτώ αν ο Τράνστρεμερ έβρισκε ομοιότητες ανάμεσα στην ποίηση και το «orientering», το παλιό σουηδικό άθλημα προσανατολισμού με χάρτη και πυξίδα, κι εκείνος απαντά, «Ναι, ναι», και η Μόνικα, συνάγοντας τι θέλει να πει, προσθέτει: «Είναι ένας τρόπος να προσπαθήσει να προσεγγίσει κανείς το αίνιγμα. Ναι, νομίζω πως είναι μια καλή μεταφορά για το τι είναι ποίηση».

Το τεραίν του δεν ήταν απέραντο, είχε όμως βάθος. Για πολλά χρόνια αφιέρωνε πολύ περισσότερο χρόνο στη δουλειά του ως ψυχολόγου, δουλεύοντας αρχικά σε φυλακές ανηλίκων και αργότερα με καταδίκους, εξαρτημένους και άτομα με ειδικές ανάγκες. Τα ποιήματα που γράφει έχουν βαθιά ερείσματα στην ψυχολογία, μοιάζουν με δημιούργημα ανθρώπου δαιμονισμένου. Πολλά σύμβολα και οιωνοί επαναλαμβάνονται με μεγάλη συχνότητα: οι εποχές και οι καιρικές συνθήκες που αντιστοιχούν στην καθεμία, καταστάσεις ονειρικές σωσίες, η κιβωτός όπου διασώζεται το προγονικό του παρελθόν.

Η ποίηση του Τράνστρεμερ απαιτεί από τον αναγνώστη την είσοδο σε ένα μέρος έντονο και εσωτερικό, ένα μέρος που ο ποιητής έχει οπτικοποιήσει και είναι γεμάτο σημεία, νεύματα και υπαινιγμούς. Κι ενώ τα ποιήματά του περιέχουν συχνά αφηρημένες εικόνες, αυτά που ξεχωρίζουν σε αφήνουν με την αίσθηση της κρυφής οικειότητας που έχει ένα φιλί στο σκοτάδι. Πετυχαίνει αυτή τη σύνδεση οξύνοντας της αισθήσεις και απαλείφοντας το ιδιοτελές «εγώ». Το ποίημα «Πρωινά πουλιά», για παράδειγμα, αρχίζει περιγράφοντας τον ποιητή να μπαίνει μέσα στο αυτοκίνητό του. Η αφήγηση μεταφέρεται σε ένα σμάρι καρακάξες που κρώζουν δυνατά, και ύστερα συνεχίζει με εκείνο το εκπληκτικό κομμάτι, που ξεχωρίζει χαρακτηριστικά και θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως οδηγός για μεγάλο μέρος του έργου του Τράνστρεμερ:

 

ΕΣΟΧΗ

 

Είναι υπέροχο να νιώθω το ποιημά μου να μεγαλώνει

ενώ εγώ μικραίνω.

Μεγαλώνει, παίρνει τη θέση μου.

Με κάνει πέρα.

Με πετά στο δρόμο.

Το ποίημα είναι έτοιμο.

 

 

Η καλλιτεχνική συγγένεια του Πολ Μαλντούν και του Χήνυ με τον Τράνστρεμερ μας βοηθούν να καταλάβουμε γιατί αυτού του είδους το ποίημα είναι τόσο καταπληκτικό, ίσως ακόμα και ριζοσπαστικό. Ο Τράνστρεμερ άρχισε να γράφει ποίηση σοβαρά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, σήμερα, ογδόντα τριών χρονών, είναι παρών στην αρχή ενός πολέμου χωρίς τέλος στη Μέση Ανατολή. Στο πέρασμα όλων αυτών των ετών, η πρόκληση που έθεσε στον εαυτό του ήταν να βρίσκει μια νέα γλώσσα για να κρατήσει την οικειότητα και τη σύνδεση, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έκαναν ο Χήνυ και ο Μαλντούν στο δικό τους πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον.

«Μετά τον πόλεμο, πολλοί σουηδοί ποιητές άρχισαν να προβληματίζονται σχετικά με την ουδετερότητα της χώρας μας», λέει ο Ντάνιελ Σάντστρομ, φιλόλογος και επιμελητής στον εκδοτικό οίκο Bonniers. «Αποτελούσε πηγή ντροπής, και απ’ αυτήν την ντροπή γεννήθηκε η επιθυμία ν’ αρχίσουν να σκέφτονται περισσότερο σφαιρικά, περισσότερο πολιτικά».

Για τη γενιά που ακολούθησε εκείνη του Τράνστρεμερ, ή ήσουν μαρξιστής ή αντιδραστικός. Ο Τράνστρεμερ δεν ήταν ούτε το ένα, μήτε το άλλο. Ταξίδευε και ενδιαφερόταν για την πολιτική, αλλά δεν είχε καμία διάθεση να χρησιμοποιήσει την τέχνη του σαν ρόπαλο. Κι έπειτα, είχε ν’ αντιμετωπίσει έναν ακόμα διχασμό. Παρ’ ότι ο ίδιος δεν μπορεί να θεωρηθεί ευαγγελιστής, ανατράφηκε με θρησκευτικές αρχές. Σε μια χώρα όπου η εκκοσμίκευση κέρδιζε διαρκώς έδαφος, το γεγονός αυτό ήταν πρόβλημα. «Εσύ όμως ήσουν ελεύθερος απ’ όλα αυτά», λέει η Μόνικα εννοοώντας το θρησκευτικό δόγμα, και, ακούγοντάς την, ο ποιητής κάνει έναν κωμικό μορφασμό, σαν να θέλει να πει, «Δόξα τω Θεώ».

Κι έτσι, ενώ πολλοί από τους συγχρόνους του αναζητούσαν τη θέση τους ανάμεσα σε ανύπαρκτους πόλους, ο Τράνστρεμερ επέστρεψε στο νησί όπου είχε περάσει όλα τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας και μετέτρεψε τους ήχους, τις εποχές και τα τερτίπια αυτού του τόπου σε προσωπική του μυθολογία.

 

3

Είκοσι χρόνια ποιητικού έργου χρειάστηκε ο Τράνστρεμερ για να επισημοποιήσει αυτόν το δεσμό. Όταν πρωτοξεκινούσε, η μεγαλύτερη πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν να βρει τη σωστή σύνταξη για τη φαντασία του. Όπως και για όλους τους ποιητές που γεννήθηκαν την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο μοντερνισμός και ο σουρεαλισμός αποτελούσαν πνευματικούς φάρους και για τον Τράνστρεμερ. Εκείνο, όμως, που τον άλλαξε καταλυτικά ήταν μια πολύ προσωπική εμπειρία.

Το καλοκαίρι ανάμεσα στα δέκατα τέταρτα και τα δέκατα πέμπτα γενέθλιά του, του συνέβη κάτι που ο ίδιος περιγράφει στα απομνημονεύματά του ως υπαρξιακό τρόμο. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν, και ένας αλλόκοτος φόβος τον κατέκλυσε. «Περνούσα τότε μια περίοδο αμφισβήτησης κάθε θρησκευτικής πίστης», έγραψε ο Τράνστρεμερ στον Εξορκιστή, που δημοσιεύτηκε το 1993, παραδεχόμενος ότι, αν αυτό το περιστατικό τού είχε συμβεί σε μεγαλύτερη ηλικία, θα το είχε, κατά πάσα πιθανότητα, θεωρήσει θρησκευτική εμπειρία. Μετά την κρίση αυτή, ο Τράνστρεμερ άρχισε να παίζει πιάνο, μια δραστηριότητα που συνεχίζει μέχρι σήμερα, εκτελώντας, μάλιστα, κατά καιρούς, επί σκηνής, κομμάτια για αριστερό χέρι. Στην ανάμνηση εκείνης της περιόδου, ακόμα και σήμερα εμμένει στην άποψή του ότι επρόκειτο για επεισόδιο περισσότερο ψυχωτικό παρά θρησκευτικό.

Η Μόνικα προσθέτει επεξηγηματικά: «Νομίζω ότι είπες κάποτε πως, αν τότε είχες αυτή την ήπια θρησκευτική πίστη –ή, έστω, την εμπιστοσύνη στην πίστη– που κατέκτησες μερικά χρόνια αργότερα, θα είχες αντιμετωπίσει την κρίση εκείνη εντελώς διαφορετικά. Κατά κάποιον τρόπο, στην εφηβεία ανέπτυξες μια δική σου πίστη, έτσι δεν θα το έθετες κι εσύ;»

«Ναι, σωστά», λέει ο Τούμας. «Αλλά…»

«Δημιούργησες μια προσωπική εικόνα του Θεού…»

«Ναι…»

«…χωρίς, όμως, να ανήκει κάπου συγκεκριμένα ή να έχει σχέση με τα όσα σου είχαν διδάξει στα θρησκευτικά όταν πήγαινες σχολείο. Ένα αίσθημα εμπιστοσύνης, απ’ όπου κι αν αυτό εκπορευόταν. Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς».

Σήμερα ο Τράνστρεμερ υποστηρίζει ότι δεν είναι βέβαιος κατά πόσο εκείνη η εμπειρία ήταν ο λόγος για τον οποίο ασχολήθηκε με την ψυχολογία.

«Νομίζω ότι πραγματοποιήθηκε μια μετάβαση από τη βασική θρησκευτική συνείδηση στην πίστη», εξηγεί η Μόνικα. «Και όλο αυτό είχε σχέση με τη μουσική».

Παρουσιάζει φοβερό ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ανάμεσα σε όλα τα ποιήματά του, εκείνο που πιο άμεσα θίγει το θέμα της πίστης αφορά τη μουσική. Πρόκειται για το ποίημα «Schubertiana», όπου ο Τράνστρεμερ γράφει:

 

ΕΣΟΧΗ

 

Είναι τόσα πολλά αυτά στα οποία πρέπει να βασιζόμαστε για

μπορούμε να ζούμε την κάθε μας μέρα δίχως να βουλιάζουμε

στη γη!

 

 

4

Ήδη από τα τελευταία χρόνια της εφηβείας του, ο Τράνστρεμερ είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τη μουσική και να αφιερώνεται στην ποίηση, και είχε τέτοιες απαιτήσεις από τον εαυτό του –όπως όλοι οι βιρτουόζοι– ώστε είχε εφεύρει τρόπους για να κάνει το γράψιμο πιο δύσκολο. Χρησιμοποιώντας τη φόρμα της στροφής –σαπφικής και αλκαϊκής– που είχε αναδείξει ο Οράτιος, γράφει ποιήματα όπως το «Φθινοπωρινό αρχιπέλαγος» και το «Πέντε στροφές για τον Θόρω», που συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη συλλογή του με τίτλο 17 Ποιήματα (1954). Ανοίγει το βιβλίο και αρχίζει να μας επισημαίνει τις στροφές: «Εδώ, εδώ, εδώ», λέει. «Υποθέτω ότι η σαπφική στροφή σού έδινε ίσως κάποια ελευθερία», προσθέτει η Μόνικα, και ο Τράνστρεμερ απαντά, «Πολύ καλά», προσθέτοντας: «Μια φόρμα για να δουλέψω μέσα της».

Δεν είναι ο μόνος περιορισμός που έθεσε στον εαυτό του. Η πρώτη του συλλογή σκιαγραφεί ένα οικοσύστημα μέσα στο οποίο ο Τράνστρεμερ θα δουλέψει, κατά καιρούς, για το υπόλοιπο της ζωής του, ένα οικοσύστημα που ο επισκέπτης του Ρούνμαρο αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά: το πράσινο, τους ναυτικούς, τα μεγάλα κύματα. Το νησί έχει αφήσει τα ηχητικά του αποτυπώματα σε όλα τα πρώιμα ποιήματα του Τράνστρεμερ. Έχουμε να κάνουμε με έναν ποιητή που «αναζητεί τα εργαλεία της προσοχής», όπως γράφει και ο ίδιος σε ένα από τα πρώτα ποιήματά του («Αυτός που ξύπνησε απ’ το τραγούδι πάνω απ’ τις στέγες»).

Η ανταπόκριση της Σουηδίας σ’ αυτό το εικοσιτριάχρονο φαινόμενο ήταν ακαριαία. Με τα λόγια του Σάντστρομ, «Η αποδοχή των κριτικών ήταν άμεση και διαρκείας. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, άλλωστε, η ποίηση ήταν στο απώγειο της: αν ήθελες να είσαι μέσα στα πράγματα εκείνη την εποχή, δεν έφτιαχνες μουσικό συγκρότημα, οργάνωνες ποιητικές βραδιές».

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Τράνστρεμερ κυκλοφόρησε άλλες τρεις ποιητικές συλλογές, σε καθεμία από τις οποίες η σχέση του με το τοπίο γινόταν ολοένα και πιο βαθιά, ενώ η οικονομία των εικόνων απέβαινε όλο και πιο παράξενη, όλο και πιο μυστηριώδης. Όταν το ρεύμα και η απήχηση που είχε η ποίηση άρχισαν να ατονούν, το έργο του Τράνστρεμερ στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τα μέσα, και ο ποιητής έγινε, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Σάντστρομ, «σχεδόν sui generis».

 

 

5

Αυτήν την περίοδο, ο Τράνστρεμερ άρχισε να αλληλογραφεί με τον αμερικανό ποιητή, μεταφραστή και επιμελητή εκδόσεων Ρόμπερτ Μπλάι. Διαθέτοντας πληθωρική προσωπικότητα, ο Μπλάι ήταν ο εκδότης ενός αμερικανικού λογοτεχνικού περιοδικού που άλλαζε όνομα κάθε δεκαετία. Το 1964, το όνομα του περιοδικού ήταν Η δεκαετία του ’60,και τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς ο Τράνστρεμερ έστειλε μια επιστολή στη σύνταξη, στο Μάντισον της Μινεσότα, ρωτώντας τον εκδότη της επιθεώρησης πώς θα μπορούσε να γίνει συνδρομητής. Ο Μπλάι απάντησε αμέσως γράφοντάς του ότι μόλις είχε ταξιδέψει ώς την άλλη άκρη της πολιτείας για να διαβάσει στα σουηδικά τη συλλογή του Τράνστρεμερ Ο μισοτελειωμένος ουρανός.

Κατά τη διάρκεια των είκοσι πέντε ετών που ακολούθησαν, οι δύο ποιητές αντάλλαξαν εκατοντάδες επιστολές, ικανοποιώντας ο ένας τη δίψα του άλλου για λογοτεχνικό κουτσομπολιό απ’ όλο τον κόσμο. Η ιστορία της φιλίας τους καθώς και οι εσωτερικές της διεργασίες αποκαλύπτονται στο Airmail, ένα βιβλίο που ο Τράνστρεμερ αγαπάει τόσο πολύ, ώστε, μόλις εμφανίζω ένα αντίτυπο, το παίρνει από τα χέρια μου, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν έχει καμία πρόθεση να μου το επιστρέψει.

Διαβάζοντάς το, καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά το λόγο. Μέσα στις σελίδες του αναπνέει μια φιλία που ανοίγει τα φτερά της μέσα στο λογοτεχνικό στερέωμα και αλλάζει τη ζωή και των δύο ποιητών. Ο Τράνστρεμερ και ο Μπλάι μεταφράζουν ο ένας τα ποιήματα του άλλου και γκρινιάζουν για την πολιτική. Ο Μπλάι δεν μπορεί να βρει εκδότη για τα ποιήματα που έχει γράψει για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Στο μεταξύ, ο Τράνστρεμερ γίνεται στόχος της κριτικής των μαρξιστών επειδή κρατά αποστάσεις: «Γενικά, στη Σουηδία», γράφει στον Μπλάι, αφού πρώτα συνοψίζει κάποιες απαξιωτικές κριτικές, «οι νεαροί μαρξιστές δείχνουν πολύ λίγη ανοχή στην ποίηση».

«Ο Τούμας έχει γράψει μεγάλο αριθμό επιστολών, όχι μόνο στον Μπλάι αλλά και σε πολλούς άλλους, και σ’ αυτές άφησε τον εαυτό του απολύτως ελεύθερο», παρατηρεί η Μόνικα. «Τα γράμματα αυτά είναι συχνά φλύαρα και αστεία, κάποιες φορές και σκληρά. Γι’ αυτό νομίζω πως, αν και ο Τούμας είχε μέσα του αυτές τις ιδιότητες, ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να τις εκφράσει στην ποίησή του».

Το 1970, τη χρονιά που ανταλλάσσει με τον Μπλάι τα περισσότερα γράμματα, ο Τράνστρεμερ βιώνει το δεύτερο μεγάλο άλμα της ποιητικής του εξέλιξης. «Παλεύω με ένα πολύ μεγάλο ποίημα (για τη Βαλτική – από όλες τις οπτικές γωνίες)», γράφει στον Μπλάι τον Αύγουστο εκείνου του έτους. «Όλα ξεκίνησαν όταν βρήκα τα ημερολόγια του παππού μου από το 1880», συνεχίζει τον επόμενο Μάιο, «όπου κατέγραφε όλα τα καράβια στα οποία είχε ανεβεί ως πιλότος του λιμανιού. […] Ανακάλυψα ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου είχε σχέση με τη θάλασσα της Βαλτικής και έτσι άρχισα να σκιαγραφώ, με άναρχο τρόπο, πολλά πράγματα».

Ο Τράνστρεμερ είναι μετριόφρων. Το ποίημά του με τίτλο«Πελάγη της Βαλτικής» (1974) δεν έχει απολύτως τίποτε άναρχο, ρέει σαν κομμάτι μουσικής και εξιστορεί την ιστορία του παππού και της γιαγιάς του. Κύματα από εικόνες ξεχύνονται σαν καταρράχτες από τις στροφές του, μετατρέποντας τις ασήμαντες έγνοιες των ναυτικών σε κοσμογονικές ανησυχίες.

Ο Τούμας και η Μόνικα συζητούν για λίγο κατά πόσο ο Μπλάι ήταν που τον ενθάρρυνε να γράψει πεζά ποιήματα ή αν θα τα είχε εξερευνήσει ούτως ή άλλως από μόνος του. «Πάντως, στον Μπλάι δεν άρεσαν τα Πελάγη της Βαλτικής», προσθέτει η Μόνικα. «Όχι, δεν του άρεσαν ιδιαίτερα. Εγώ πιστεύω ότι λειτουργούσες ανεξάρτητα από τον Ρόμπερτ».

Ποτέ πριν από τα Πελάγη της Βαλτικής δεν έχει βάλει τον εαυτό του μέσα στα ποιήματά του με τόσο άμεσο τρόπο. Είναι ένας εξερευνητής που, με το χάρτη και την πυξίδα, πασχίζει να προσανατολιστεί μέσα στα μονοπάτια της οικογενειακής ιστορίας, ένας παρατηρητής, εκείνος που ερμηνεύει τι σημαίνει να ανήκεις κάπου, αλλά να έχεις επίγνωση, κάθε στιγμή, πως θα χαθείς:

 

 

ΕΣΟΧΗ

Εδώ υπάρχουν άνθρωποι σε τοπίο.

Μια φωτογραφία του 1865. Η ατμάκατος βρίσκεται στην αποβάθρα

στον πορθμό.

Πέντε μορφές. Μια κυρία με ανοιχτόχρωμο κρινολίνο, σαν κουδούνι,

σαν λουλούδι.

Οι άντρες μοιάζουν κομπάρσοι σε αγροτικό έργο.

Όλοι είναι ωραίοι, διστακτικοί, κοντεύουν να εξαλειφθούν.

Βγαίνουν στη στεριά για λίγο. Εξαλείφονται.

 

(Από τα Πελάγη της Βαλτικής, Μέρος ΙΙΙ)

 

 

Ο Torbjörn Schmidt είναι ο φιλόλογος που επιμελήθηκε τη σουηδική έκδοση του βιβλίου Airmail. «Θα έλεγα ότι το αίνιγμα του Τράνστρεμερ είναι πνευματικό», μου γράφει σε e-mail. Αλλά προσθέτει: «Ο ίδιος ο Τράνστρεμερ αρνείται το χαρακτηρισμό “μυστικιστής”. Από την άλλη, υποστηρίζει ότι η εμπειρία του από τη ζωή είναι “αινιγματική”, με τη βαθιά έννοια του όρου: υπάρχουν διαστάσεις τής ζωής που δεν μπορούμε να συλλάβουμε μόνο με τον ορθολογισμό».

Πουθενά αλλού στο έργο του Τράνστρεμερ δεν γίνεται αυτή η δυαδικότητα πιο προσωπική απ’ ό,τι στα Πελάγη της Βαλτικής, τα οποία θα χαρακτήριζε κανείς ως γενεαλογία του πνεύματος και των αισθήσεων με μουσική επένδυση. Όσο πλησιάζει προς την ολοκλήρωση του ποιήματος, τα γράμματά του στον Μπλάι γίνονται ολοένα και πιο λυρικά. Υπάρχουν στιγμές που θυμίζει τον Ουίλλιαμ Μπλέικ: «Πολλές φορές αισθάνομαι πως έχω ένα χρέος να εκπληρώσω απέναντι σε μια κρυφή Συνειδητότητα. Γιατί πρέπει να βιώνω αυτή τη διαρκή σύγχυση, να βλέπω και να ακούω όλα αυτά τα πράγματα – τι σημαίνει αυτό;»

Όταν ρώτησα αν αυτή η πνευματική στάση έχει ομοιότητες με το βουδισμό, η Μόνικα θυμάται ότι έχει ξαναγίνει στον Τούμας αυτή η ερώτηση, και εκείνος νεύει καταφατικά όσο εκείνη συμπληρώνει: «Είχες απαντήσει ότι δεν έχεις ποτέ μελετήσει ουσιαστικά το βουδισμό. Και, μόλις το άκουσε αυτό, εκείνος που σε ρώτησε παρατήρησε ότι, σ’ αυτή την περίπτωση, ήσουν διαισθητικός βουδιστής. Αλλά όχι επαγγελματίας».

 

6

Αυτή η μεταφυσική αίσθηση καθήκοντος προσδίδει ταπεινότητα στο έργο του Τράνστρεμερ. Δεν θα ανακαλύψει εκείνος τις απαντήσεις, ούτε και χρειάζεται να ζήσει μες στο σκοτάδι για πολύ. «Ο Τούμας έχει πολλά χαρίσματα», λέει ο Νορβηγός ποιητής Jan Erik Vold, μεταφραστής αλλά και προσωπικός φίλος του Τράνστρεμερ εδώ και τέσσερις δεκαετίες, «και ένα από αυτά είναι ότι ήξερε πού να κρατήσει το σκοτάδι».

Η ικανότητα του Τράνστρεμερ να αναλογίζεται το άπειρο χωρίς ποτέ ν’ αφήσει το σκοτάδι να πάρει τον έλεγχο τον κατέστησε έναν από τους πιο δημοφιλείς ποιητές παγκοσμίως. Από το 1960 κιόλας, και με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1970, η δουλειά του μεταφράστηκε εκτενώς. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας γνώρισε τον Άλεν Γκίνσμπεργκ στην Πόλη του Μεξικού, και τον Ουίλλιαμ Στάνλεϊ Μέργουιν στη Σουηδία. Στην ίδια αυτή πολυάσχολη περίοδο ταξιδιών και δημιουργίας, η δουλειά του τράβηξε την προσοχή του σύρου ποιητή Άδωνι, που είχε επίσης (όπως και ο Τράνστρεμερ) βραβευτεί από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Άδωνις θα βοηθούσε να μεταφραστούν και να εκδοθούν τα Άπαντα του Τράνστρεμερ στα αραβικά, και θα καλούσε τον Τούμας και τη Μόνικα σε περιοδεία στον Λίβανο και τη Συρία, μια περίσταση που ο Άδωνις θα περιγράψει πολύ αργότερα ως «ωδή στην ανώτερη ουσία του ανθρώπου και προέκταση της ποίησής του».

Ο Άδωνις μελέτησε την ποίηση του Τράνστρεμερ περισσότερο από πολλούς σύγχρονούς του και τον θεωρεί «μυστικιστή», αν και όχι με τη συμβατική έννοια. «Μιλώντας για μυστικισμό στην ποίηση του Τράνστρεμερ», έγραψε σε ένα e-mail που μου έστειλε από το Παρίσι όπου ζει, «εννοώ ένα όραμα που δεν διαχωρίζει την ύπαρξη σε δύο κατηγορίες, φυσική και πνευματική, αλλά τη θεωρεί μία και αδιαίρετη».

 

7

Δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος αν η προσέγγιση αυτή για τη ζωή τον βοήθησε να τα βγάλει πέρα με τις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει μετά το πρόβλημα υγείας που υπέστη. Από τότε έβγαλε μόνο δύο βιβλία, τη μικρή αυτοβιογραφία Οι μνήμες με βλέπουν, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε γραφτεί πριν από το εγκεφαλικό επεισόδιο, και το, επίσης σύντομο, Η πένθιμη γόνδολα (1996).

Η στροφή στα χαϊκού, ακόμα και πριν από το εγκεφαλικό, «ήταν μια εργονομική και πρακτική λύση. Και μάλιστα μια λύση που ήρθε φυσικά», λέει η Μόνικα. Ο Τούμας νεύει καταφατικά, και η Μόνικα συνεχίζει: «Αυτές οι αυστηρές φόρμες προσφέρουν, στην πραγματικότητα, ένα αίσθημα ελευθερίας. Η δημιουργία εντός των περιορισμών τους γίνεται, από μια στιγμή κι έπειτα, σαν παιχνίδι».

Όταν η συζήτηση φτάνει στο περιεχόμενο των σημειωματαρίων του Τράνστρεμερ και ρωτώ μήπως υπάρχει εκεί μέσα μια τελευταία παρτίδα αυτού του παιχνιδιού, ένα σύννεφο πέφτει πάνω στο πρόσωπο της συζύγου του, και ο προστατευτικός κύκλος μέσα στο δωμάτιο κλείνει.

«Δεν πειράζει να μην απαντήσεις σ’ αυτή την ερώτηση, Τούμας», λέει η Μόνικα. Υπάρχουν κάποιες επιστολές, με ενημερώνει, και συμπληρώνει: «Έχει επίσης προγραμματιστεί η έκδοση μιας μικρής ανθολογίας. Αυτά». Και μ’ αυτά τα λόγια η συνομιλία μας φτάνει στο τέλος της, και η οικοδέσποινα μας οδηγεί όλους στη μικρή κουζίνα, όπου περιμένει το γεύμα μας: κοτόπουλο με ρύζι, μαύρο ψωμί, μπίρα.

Μία ώρα αργότερα, αφού έχουμε φάει και μετά από μια επίσκεψη στους γείτονες, επιστρέφουμε στο μπλε σπίτι για τον αποχαιρετισμό. Βγάζουμε φωτογραφίες και ειδοποιούμε να έρθει το φέρι της επιστροφής.

Βρίσκω τον Τράνστρεμερ να κάθεται έξω στην αυλή, στον ήλιο, με το ραδιόφωνο στα πόδια και τη Μόνικα από κοντά, με το ένα της χέρι στο γόνατό του. Αυτή τη φορά, ο σουηδικός σταθμός παίζει το «Τραγούδιστο Φεγγάρι»από τη Ρουσάλκα του Ντβόρζακ, την ωραιότερη όπερα όλων των εποχών.

Και ξαφνικά, έτσι απλά, το σύμπαν αποκαλύπτει μπροστά στα μάτια μου ένα στοιχείο που βοηθά στη λύση του αινίγματος.

Ο Τράνστρεμερ ήταν μεγάλος ποιητής επειδή είχε βρει τον τρόπο να αναλογίζεται το άπειρο χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα. Ένας από τους λόγους, όμως, που τον έκαναν τόσο καλό στην τέχνη του ήταν ότι, όπως οι ερμηνευτές που τραγουδούν καλύτερα σε ντουέτο, δεν ήταν μόνος.

 

*Tomas Tranströmer, Τα ποιήματα, μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου, εκδ. «Printa» 2004.

 

 

 

Τα βιβλία του Tomas Tranströmer στα ελληνικά

Η πένθιμη γόνδολα, μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, Νεφέλη, Αθήνα 2000, 37 σελ.

Τα ποιήματα, μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, Printa, Αθήνα 2004, 232 σελ.

Οι μνήμες με βλέπουν, μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2014, 60 σελ.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.