Σύνδεση συνδρομητών

Ρόδης Ρούφος και Γιώργος Σεφέρης.  Δύο διπλωμάτες στην επαναστατημένη Κύπρο

Παρασκευή, 20 Ιανουαρίου 2023 07:12
O Γιώργος Σεφέρης, με τον Γιώργο Κατσίμπαλη και τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Οι βρετανοί φιλέλληνες τα χρόνια του πολέμου διατάραξαν τις σχέσεις τους με πολλούς έλληνες φίλους τους λόγω της διαφορετικής προσέγγισης στον Κυπριακό Αγώνα.
Φωτογραφία αρχείου
O Γιώργος Σεφέρης, με τον Γιώργο Κατσίμπαλη και τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Οι βρετανοί φιλέλληνες τα χρόνια του πολέμου διατάραξαν τις σχέσεις τους με πολλούς έλληνες φίλους τους λόγω της διαφορετικής προσέγγισης στον Κυπριακό Αγώνα.

Το 1954, ο Ρόδης Ρούφος αναλαμβάνει τη θέση του υποπροξένου στο ελληνικό προξενείο και  εγκαθίσταταται στη Λευκωσία. Τον ίδιο χρόνο, πραγματοποιεί ο Σεφέρης το δεύτερο ταξίδι του στην Κύπρο· φτάνει συγκεκριμένα στο νησί το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου και, πριν κατευθυνθεί στην Αμμόχωστο, στο σπίτι του Λουίζου όπου θα φιλοξενούνταν, επισκέπτεται το ελληνικό προξενείο στη πρωτεύουσα. Παρ’ όλο που δεν έχουμε κάποια σχετική μαρτυρία, στο προξενείο συναντήθηκε πιθανότατα και με τον Ρούφο, ο οποίος εξάλλου σε επιστολή του την προηγούμενη μέρα, στις 14 Σεπτεμβρίου, ενημέρωνε τον φίλο του Θεόφιλο Δ. Φραγκόπουλο για την επικείμενη επίσκεψη: «Αύριο καταφθάνει εδώ Σεφέρης».[1] Στην τηλεγραφική ημερολογιακή εγγραφή του πάντως ο Σεφέρης σημειώνει, απλώς: «Προξενείο».  Τρεις μέρες αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Ρούφος επισκέπτεται στην Αμμόχωστο τον Σεφέρη, ο οποίος σημειώνει και πάλιν στο ημερολόγιό του: «Ρούφος απόγεμα με μηχάνημά του».[2]  Ο Ρούφος θα επισκεφθεί ξανά τον Σεφέρη στην Αμμόχωστο, όπως τεκμαίρεται από την ημερολογιακή εγγραφή της 12ης Οκτωβρίου: «Έπειτα με τον Α. Παππά στα Βαρώσια. Ήρθαν οι Ρούφοι αργότερα» ενώ, πιθανότατα, ο Ρούφος θα ήταν ανάμεσα στους παρισταμένους στο αποχαιρετιστήριο γεύμα του προξένου Ανδρέα Παππά, στις 15 Οκτωβρίου στο προξενείο.

Όπως και να έχει, αυτές οι τέσσερις ή πέντε συναντήσεις, τον Σεπτέμβριο - Οκτώβριο του 1954, δεν φαίνεται να εδραίωσαν μια στενή φιλική σχέση. Εικάζω πάντως ότι είναι πιθανόν ο Ρούφος, στη συνάντηση της 12ης Οκτωβρίου, να χάρισε στον Σεφέρη το πρώτο μυθιστόρημά του, τη Ρίζα του μύθου, πρώτο βιβλίο της τριλογίας Χρονικό μιας Σταυροφορίας το οποίο είχε κυκλοφορήσει στις αρχές Οκτωβρίου του 1954.[4] Μάλιστα, σε μιαν επιστολή του στον Φραγκόπουλο μερικούς μήνες αργότερα, στις 18/8/1955, αντιδιαστέλλει την αρνητική (όπως προκύπτει από τα γραφόμενά του) στάση του Σεφέρη, με τη στάση του Λόρενς Ντάρελ:

Το βιβλίο του [Νίκου] Κάσδαγλη [ενν. Τα δόντια της μυλόπετρας] δεν μου άρεσε. Το ότι ενθουσίασε, όπως ακούω, τον Σεφέρη δείχνει το πολύ αμφίβολο γούστο του τελευταίου στην πεζογραφία (που φαίνεται κι από το ότι δεν του άρεσε το δικό μου βιβλίο). Ὰ propos, η Ρίζα διαβάστηκε από Άγγλον ελληνομαθή κριτικόν, βαθμολογήθηκε καλά και δεν αποκλείεται να γίνει δεκτή από Άγγλο εκδότη για δημοσίευση – όλ’ αυτά χάρη και στις σχέσεις μου με τον συμπαθέστατο ποιητή και πολιτικό μας αντίπαλο L. Durrel, με τον οποίο, όπως σου ’χω πει κι άλλοτε, έχουμε γίνει πολύ καλοί φίλοι.[5]

Ένα μήνα περίπου ύστερα από αυτή την επιστολή, ο Σεφέρης πραγματοποιεί το τρίτο του ταξίδι στην Κύπρο (23 Σεπτεμβρίου - 3 Οκτωβρίου 1955) όπου φιλοξενείται και πάλι στο σπίτι του Λουίζου. Οι ημερολογιακές εγγραφές του, σε αυτή την περίπτωση, με τον ίδιο τηλεγραφικό τρόπο διατυπωμένες, είναι ακόμη λιγότερες: στις 27 Σεπτεμβρίου έχει κάποιες συναντήσεις στη Λευκωσία –«Μακαριώτατο. Κρανιδιώτης - Διαμαντήδες - θείος (του Λουίζου) Χρήστος»–, ενώ την 1η Οκτωβρίου επισκέπτεται την Κερύνεια με τον Ν. Κρανιδιώτη.[6] Το όνομα του Ρούφου δεν αναφέρεται σε καμιά περίπτωση, γεγονός που μπορεί να μη σημαίνει και πολλά πράγματα, καθώς από μία επιστολή του Ρούφου στον Σεφέρη είκοσι μέρες ύστερα από την αναχώρησή του από την Κύπρο προκύπτει ότι υπήρξε τουλάχιστον μία συνάντηση και ακολούθως ανταλλαγή επιστολικών μηνυμάτων. Συγκεκριμένα, η δισέλιδη επιστολή απόκειται στο αρχείο Σεφέρη στη Γεννάδειο, φέρει ημερομηνία 23/10/1955, είναι μάλλον τυπική, και σε αυτήν ο Ρούφος μεταφέρει τη χαρά του ιδίου και της συζύγου του Αριέττας από το σύντομο πέρασμα του κου και της κυρίας Σεφεριάδη από την Κύπρο. Από τα συμφραζόμενα της δεύτερης παραγράφου συνάγεται αφενός ότι ο Ρούφος είχε δώσει στον Σεφέρη, ενδεχομένως κατά τη συνάντησή τους στην Κύπρο, τα αδημοσίευτα σονέτα του,[7] αφετέρου ότι ο Σεφέρης του είχε απαντήσει γραπτώς.[8]

Εντύπωση πάντως προξενεί η απροσδόκητη οικειότητα της προσφώνησης «Αγαπητέ μεγάλε σύντροφε», σε μιαν άλλη βραχεία επιστολή του Ρούφου, μερικούς μήνες αργότερα, αφού εν τω μεταξύ ο Σεφέρης του είχε αποστείλει τη συλλογή με τα κυπριακά του ποιήματα:[9]

Λευκωσία 11.3.1956

Aγαπητέ μεγάλε σύντροφε,

Ήθελα να γράψω, να ευχαριστήσω για τα ποιήματα της Κύπρου – όπως ευχαριστεί κανένας για ένα βιβλίο που του δωρήθηκε από καλοσύνη, βιβλίο μισογνωστό, κιόλας, που θα διαβαστεί σε μιαν ελεύθερη ώρα.

Απόψε όμως, με καρδιά βαρειά για όσα γίναν τούτες τις μέρες, άνοιξα και ξεφύλλισα: και βρήκα τη «Μνήμη, Α´», και ξαναβρήκα τη «Σαλαμίνα» και με βοήθησαν πολύ σ’ απόφαση κι’ ελπίδα, δίχως μίσος.

Ευχαριστώ!

Ρόδης[10]

Σχετικά με την πρόσληψη των κυπριακών ποιημάτων του Σεφέρη από τον Ρούφο, η οποία, πέρα από τις ευχαριστίες και τις λυρικές αποστροφές της προηγούμενης επιστολής, ήταν μάλλον συγκαταβατική, θετική αλλά όχι ενθουσιώδης, παραπέμπω και σε δύο επιστολές (του Ρούφου) προς τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο:  στην πρώτη (Λευκωσία, 6/3/1956) γραμμένη πριν ακόμη φτάσει στα χέρια του η συλλογή ...Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν..., αναφέρει ότι μερικά ποιήματα τα οποία γνωρίζει από τις προδημοσιεύσεις είναι «αρκετά καλά αλλά nothing like the S.[eferis] of old (Στροφή κ.λπ.)». Στη δεύτερη (Λευκωσία, 18/3/56) κάνει λόγο και για όσα είχε γράψει στον Σεφέρη μία εβδομάδα νωρίτερα (στην επιστολή με την προσφώνηση «Αγαπητέ μεγάλε σύντροφε»): «Του έγραψα λυρικά –ήμουν σε Stimmung– για μερικά από τα ποιήματά του και το πιστεύω. Συμφωνώ ότι κερδίζουν σε β´ ανάγνωση. Επαινετέα το "Μνήμη α´", η "Σαλαμίνα", η "Ελένη". Αλλά εξακολουθώ να προτιμώ τον Ερωτικό Λόγο, τη μουσική, τη μέθη του».[11]

Ανοίγω στο σημείο αυτό μια παρένθεση για να αναφερθώ σε ένα πρόσωπο που διαδραματίζει σημαντικό, σκοτεινό καλύτερα, ρόλο την περίοδο που εξετάζουμε και εμμέσως εμπλέκεται στο θέμα μας (καθώς σχετίζεται τόσο με τον Σεφέρη όσο και με τον Ρούφο). Αναφέρομαι βεβαίως στον Λώρενς Ντάρελ, προσωπικό φίλο του Σεφέρη, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του 1953, κουβαλώντας μαζί του και επιδεικνύοντας τη φήμη του «φιλέλληνα». Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, τον Σεπτέμβριο του 1954, παραμονές του Αγώνα, ο Ντάρελ εκτινάσσεται στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας της αποικιοκρατικής κυβέρνησης, καταλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντή της Υπηρεσίας Πληροφοριών (του διευθυντή με άλλα λόγια του Γραφείου Τύπου και του Ραδιοφωνικού Σταθμού). Ο διορισμός του στη θέση αυτή, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονική περίοδο, προκαλεί ως γνωστόν την οργισμένη αντίδραση του Γιώργου Σεφέρη·  τον αποκαλεί, σε επιστολή του στον Κατσίμπαλη, «Γκαουλάιτερ» [=ναζί αξιωματούχος],[12] ενώ σημειώνει στο ημερολόγιό του την 1η Οκτωβρίου 1954, ενώ δηλαδή βρισκόταν στην Κύπρο:

[...] Από Γιουγκοσλ.[αβία], λέει, έγινε πολύ εθνικιστής, και από αυτά που διηγείται Μ.[= Maurice Cardiff] βγαίνει ότι ούτε καν σκέπτεται πια ο ίδιος: ό,τι αποφασίσει η επίσημη πολιτική αυτό είναι [...] Θυμάμαι όταν μούντζωνε τους εγγλέζους στρατηγούς στό Κάιρο – και πριν όταν έβριζε την Αγγλία, την εποχή που ήταν pacifist.[13]

Αυτή προφανώς είναι η εξήγηση γιατί ο Σεφέρης κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του στην Κύπρο –εν αντιθέσει προς τις συχνές επαφές και συναντήσεις τους κατά το πρώτο ταξίδι– αποφεύγει να συναντήσει τον Ντάρελ, αν και από τις ημερολογιακές εγγραφές («Παρασκευή 8 Οκτώβρη») φαίνεται ότι υπήρξε μία συνάντηση στο σπίτι του Maurice Cardiff: «Πρόγευμα Maurice Cardiff· ήταν και Larry (μουλιασμένος)».[14]

Από την άλλη, ο Ρούφος γράφει, όπως είδαμε, στις 18/8/55, ότι με τον Ντάρελ «έχουμε γίνει πολύ καλοί φίλοι», ενώ και σε άλλη παλαιότερη επιστολή του, πάλι  στον Φραγκόπουλο, στις 14 Σεπτεμβρίου 1954, εκδηλώνει τον ενθουσιασμό του από την πρώτη του γνωριμία με τον διευθυντή της Υπηρεσίας Πληροφοριών:

[εγνώρισα] έπειτα έναν Άγγλο Lawrence Durrel συγγραφέα, φιλέλληνα, νυν Διευθυντήν Πληροφοριών της εδώ Κυβερνήσεως (Dr. Goebbels όπως του είπα φιλομειδώς άμα συναντηθήκαμε, και γέλασε). Εξαίρετος τύπος καλού Άγγλου με παιδεία, πνευματικήν ευστροφίαν και κέφι. Our own kind, in a way. Και νέος.[15]

Έτσι ενώ ο Σεφέρης εμφανίζεται οργισμένος με τον Ντάρελ και αποφεύγει να τον συναντήσει στα δύο ταξίδια του στην Κύπρο το 1954 και το 1955, ο Ρούφος δείχνει να απολαμβάνει την παρέα ενός καινούριου φίλου, ασχέτως εάν αυτός ήταν ο θεσμικά υπεύθυνος της αγγλικής προπαγάνδας στα χρόνια του κυπριακού αγώνα.

Το οξύμωρο από μια άποψη είναι ότι ο Ρούφος κατά την περίοδο 1954-1956 αναπτύσσει έντονη πολιτική δράση υπέρ των δικαίων της Κύπρου, η οποία εκτείνεται πολύ πέρα από τα τυπικά καθήκοντα του υποπροξένου της ελληνικής κυβέρνησης: υιοθετεί τη «σκληρή» γραμμή του ένοπλου αγώνα, ως τρόπου επίτευξης της Ένωσης, πραγματοποιεί μυστικές συναντήσεις με τον Διγενή, βρίσκεται σε επικοινωνία με τον Μακάριο, και στηρίζει έμπρακτα την ΕΟΚΑ.[16] Ο φίλος του, ο  Θ. Δ. Φραγκόπουλος, μάλιστα, τον παρουσιάζει περίπου ως επιτελικό στέλεχος της ΕΟΚΑ· επιχειρεί να εισαγάγει οπλισμό από τη Βηρυτό, δίνει κατευθύνσεις στον Γρίβα και κατηχεί νέα μέλη, ανάμεσά τους και τον Σεφέρη. Γράφει ο Φραγκόπουλος:

Από το 1954, ωστόσο, βρίσκεται στην Κύπρο· πρώτη Απρiλίου 1955 αρχίζει ο ένοπλός της παλμός. Έρχεται και με βρίσκει στη Βηρυτό, όπου είχα μετοικήσει· με συνδέει με την οργάνωση: κάνουμε μια απόπειρα εισαγωγής «υλικού» [εκρηκτικών] μέσω Βηρυτού· μου στέλνει τον Αζίνα για να συνεννοηθούμε. Κατηχεί στην ΕΟΚΑ το Σεφέρη, τότε πρέσβη μας στο Λίβανο. Μου δίνει το αγωνιστικό μου ψευδώνυμο στην οργάνωση: Βρούτος [...] ανεβαίνει στο βουνό, βλέπει το Διγενή πολλές φορές: οδηγίες, οδηγίες, οδηγίες [...].[17]

Κάθε σχέση έχει τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις της, πόσο μάλλον η σχέση του Ρούφου με τον Ντάρελ, η οποία –εξαιτίας ακριβώς της άμεσης εμπλοκής και των δύο στον Αγώνα– έμοιαζε με ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί. Πάντως ο διπλωμάτης Ρούφος δείχνει αυτή την περίοδο να επιδιώκει τη διαφύλαξη των προσωπικών του σχέσεων, ασχέτως των μεγάλων πολιτικών αντιθέσεών του, όχι μόνο με τον Ντάρελ αλλά και με τους άλλους Bρετανούς με τους οποίους συναναστρέφεται, όπως τον Christopher Montague Woodhouse και τον Patrick Leigh Fermor. Αλλά ακόμη και με αυτά τα δεδομένα, δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί η απόφασή του να αφιερώσει στον Ντάρελ όχι ένα οποιοδήποτε έργο του αλλά το πιο πολιτικό, πατριωτικό και ενωτικό του ποίημα, το «Ίωνες αιχμάλωτοι στην Κύπρο, 498 π.Χ.», από το οποίο παραθέτω εδώ τους καταληκτικούς στίχους:

[...]

με δύναμη και πίστη καρτερούμε

            μετά την τόση νύχτα

το μήνυμα του λυτρωμού να φέρουν

στα ξάρτια τους και στα γερά κουπιά

γοργόπλοες περήφανες τριήρεις της Αθήνας. [18]

Το ποίημα, γραμμένο τον Οκτώβριο του 1955, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  Κυπριακά Γράμματα,  το οποίο διηύθυνε ο Νίκος Κρανιδιώτης, σε ένα  πανηγυρικό τεύχος (Ιανουαρίου-Ιουλίου 1956)  «αφιερωμένον εις την ελληνικότητα της Κύπρου».[19] Οι «Ίωνες αιχμάλωτοι στην Κύπρο, 498 π.Χ.» μαζί με τη Χάλκινη εποχή. Το μυθιστόρημα του κυπριακού αγώνα, τέσσερα χρόνια αργότερα, αποτελούν την προσωπική λογοτεχνική συνδρομή του Ρούφου στον κυπριακό αγώνα και σε αυτή τη βάση θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τη συλλογή ...Κύπρον, ού μ’ ἐθέσπισεν... του Σεφέρη. Τα συγκεκριμένα, λογοτεχνικά αντίστοιχα, κείμενα του Ρούφου και του Σεφέρη αποτελούν τα αποτυπώματα της κυπριακής εμπειρίας και των παράλληλων δρόμων δύο διπλωματών οι οποίοι διασταυρώθηκαν στην Κύπρο σε μιαν εξαιρετικά κρίσιμη ιστορική συγκυρία και υπηρέτησαν, με τη διπλή ιδιότητά τους, τον απελευθερωτικό αγώνα. Στο παρακάτω απόσπασμα, από ένα μεταγενέστερο απολογιστικό κείμενο, έχω την αίσθηση ότι ο Ρούφος περιγράφοντας την κυπριακή εμπειρία του Σεφέρη, τη διπλωματική εμπλοκή του στο Κυπριακό και την ποιητική μετουσίωση της αγάπης του για τον τόπο και τους ανθρώπους του υποδηλώνει, εν μέρει τουλάχιστον,  ενδεχομένως και ασύνειδα, και τη δική του ανάλογη εμπειρία:

Ο Σεφέρης την επισκέφτηκε [ενν. την Κύπρο], γνώρισε το λαό της και έδωσε δίκιο στον αγώνα του – αγώνα που βοήθησε όσο μπόρεσε, από το 1956 ώς το 1960, πρώτα από την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών κι έπειτα από την Πρεσβεία του Λονδίνου. Πιστός μολοτούτο στο ήθος του ακέραιου πνευματικού ανθρώπου, κρατήθηκε μακριά από τους φανατισμούς και τις ασχημίες των εθνοκαπήλων που ήθελαν να υποδαυλίσουν στους Έλληνες αιώνιο μίσος εναντίον του αγγλικού λαού εξαιτίας της λαθεμένης πολιτικής που ακολουθούσε τότε η Αγγλική Κυβέρνηση. Σε συγκρατημένο τόνο, τα ποιήματα του «...Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν...» πάλλονται ωστόσο από αγάπη για το νησί, για τους ανθρώπους του, για την ελληνική του ιστορία. Διακριτικό μένει το παράπονο προς τους «φίλους του άλλου πολέμου»:

τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει να τη γυρίση;

Βρίσκει πάντως τον τρόπο ο Σεφέρης να υπενθυμίσει σ’ όσους επαίρονται για την υλική τους δύναμη –στους τυράννους όλων των αιώνων– το πού οδηγεί η Ύβρη:

– Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχει

κι’ όσο μακρύς κι’ αν είναι ο δρόμος του, θα φέρη

σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο

το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.[20]

 

[1] Χαρ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», Νέα Εστία 1856 (Δεκέμβριος 2012) 65. (Είκοσι δύο αριθμημένες επιστολές με Προλεγόμενα, χρήσιμα σχόλια και Ευρετήριο).

[2] Γ. Σεφέρης, Μέρες ΣΤ΄, επιμ. Παναγ. Μέρμηγκας, Αθήνα, Ίκαρος 1986, 137.

[3] Ό.π. 153 και 155 αντιστοίχως.

[4] Η πρώτη βιβλιοκρισία για τη Ρίζα του μύθου δημοσιεύτηκε στις 20 Οκτωβρίου: Δ. Ρώμας, «Σήμερα και χθες. Η Ρίζα του Μύθου», Ελευθερία, 20/10/1954. Βλ. σχετικά Αλέξ. Μπαζούκης, Ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας: ο Ρόδης Ρούφος στην Κατοχή, στην Αντίσταση και στον αγώνα της ΕΟΚΑ, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κύπρου 2017, 65.

[5] Χαρ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π. 85.

[6] Γ. Σεφέρης, Μέρες ΣΤ΄, ό.π. 181-182.

[7] Πρόκειται για έξι σονέτα με τίτλο «Ναύπλιο 1955», τα οποία δημοσιεύτηκαν στα Κυπριακά Γράμματα, 246 (Δεκέμβριος 1955) 457–458.

[8] Στη δεύτερη παράγραφο της επιστολής, ακροθίγονται δύο ζητήματα: α. ο Ρούφος αναφερόμενος στα «σονέτα», δηλώνει ότι συμφωνεί με όσα του είχε γράψει ο Σεφέρης για «οργανική και όχι βιομηχανική παραγωγή» και ομολογεί ότι δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά γιατί επέλεξε τη συγκεκριμένη μορφή (του σονέτου), και β. απαντώντας προφανώς σε παρατήρηση του Σεφέρη, γράφει ότι θεωρεί το ζήτημα της «πρόθεσης» ([και] του περιεχομένου) του ποιήματος σοβαρό, χωρίς εντούτοις να πιστεύει ότι εξαρτάται από αυτήν το αποτέλεσμα: «ένα ποίημα είναι καλό, μέτριο ή κακό άσχετα από το γιατί έγινε».

[9] Η συλλογή ...Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν... κυκλοφόρησε από τον Ίκαρο τον Δεκέμβριο του 1955.

[10] Φ. Α. Δημητρακόπουλος, «Για όλα τα πάντα», Η Λέξη 134 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1996) 478–494: 494.

[11] Δανείζομαι τα παραθέματα από τον Σάββα Παύλου: Σεφέρης και Κύπρος, Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού 2000, 214, υποσ. 1.

[12] Γράφει χαρακτηριστικά ο Σεφέρης: «Όσο για τον Larry χέσ’ τα· ανάλαβε την Ιnformation εκεί· με τις σημερινές συνθήκες καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό – gauleiter»». Το παράθεμα από τον R. Beaton: Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Άγγελο. Βιογραφία, Αθήνα, Ωκεανίδα 2003, 469-470.

[13] Μέρες ΣΤ΄, ό.π. 147.

[14] Ό.π. 149.

[15] Χαρ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π.  66.

[16] Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Κύπρο στο ελληνικό προξενείο στη Λευκωσία ο Ρ. Ρούφος είχε ασπαστεί, όπως γράφει ο Heinz A. Richter, «τη γραμμή των σκληροπυρηνικών μελών της Εθναρχίας», γεγονός που εξηγεί την απόφαση του έλληνα υπουργού Eξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος «δεν ταυτιζόταν διόλου με τις απόψεις της Εθναρχίας», να τον αντικαταστήσει με τον Άγγελο Βλάχο: Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Β: 1955-1959, μτφ. Χαρ. Παπαχρήστου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2011, 442-443. Ο Κώστας Χατζηαντωνίου, αναφερόμενος στο ίδιο θέμα, κάνει λόγο για «κινήσεις καλής θέλησης του Αβέρωφ προς τους Βρετανούς»· «η απόλυση του διευθυντή του ΕΙΡ για τις αντιαγγλικές εκπομπές και η αντικατάσταση των δυναμικών διπλωματών στη Λευκωσία, του γενικού πρόξενου Α. Παππά και του υποπρόξενου Ρόδη Ρούφου από τους οπαδούς του συμβιβασμού Βλάχο και Φρυδά»: Κύπρος 1954-1974. Από το Έπος στην Τραγωδία, Αθήνα, Ιωλκός 2007, 52. Τα ζητήματα αυτά, όσα αφορούν την εμπλοκή του Ρούφου στο κυπριακό ζήτημα, από το 1954 μέχρι και το τέλος του Αγώνα, παρά το γεγονός ότι το 1956 εγκαταλείπει τη θέση του στο ελληνικό προξενείο της Λευκωσίας, εξετάζονται διεξοδικά από τον Αλ. Μπαζούκη, Ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας, ό.π. 571-598. Βλ. ακόμη, Δ. Δασκαλόπουλος, «Ρόδης Ρούφος - Λώρενς Ντάρελ. Δύο άσπονδοι φίλοι», Νέα Εστία 1856 (Δεκέμβριος 2012), 48-58. Βλ επίσης στο ίδιο αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας, Δ. Μπαχάρας, «Ο Ρόδης Ρούφος και η ΕΟΚΑ: τα όρια του μύθου», σ. 202-218, όπου δημοσιεύονται έξι ανέκδοτες επιστολές, από την αλληλογραφία Ρούφου - Γρίβα, οι οποίες απόκεινται στο αρχείο της οικογένειας Ρούφου.

[17] Θ. Δ. Φραγκόπουλος, «Δίωνι απιόντι. Ένα κτέρισμα για το Ρόδη Ρούφο», στον τ. Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Δίαυλοι. Δοκίμια, εκδ. Διογένης 1974, 220–228: 222. Το ίδιο κείμενο περιλαμβάνεται και στον τ. Θ. Δ. Φραγκόπουλου, Καθημερινές τομές. Δοκίμια, εκδ. Διογένης 1977, 103–110, όπου (σ. 105) η λέξη «υλικού» αντικαθίσται από τη λέξη «εκρηκτικών» (χωρίς εισαγωγικά).

[18] Είναι εντυπωσιακό, οξύμωρο, το γεγονός ότι ο Ρούφος αφιερώνει στον Ντάρελ το ενωτικό ποίημά του «Ίωνες αιχμάλωτοι στην Κύπρο, 498 π.Χ.», ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα γράφει το μυθιστόρημα Χάλκινη εποχή για να απαντήσει στα Πικρολέμονα (το προπαγανδιστικό δηλαδή βιβλίο του Ντάρελ).

[19] Το ποίημα του Ρούφου «Ίωνες αιχμάλωτοι στην Κύπρο, 498 π.Χ.» συσχετίζεται από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο με τα κυπριακά ποιήματα του Σεφέρη, με βάση «την παραπλήσια έκφραση ενός κοινού πατριωτικού κλίματος που μετουσιώνεται σε ποίηση»: «Ρόδης Ρούφος - Laurence Durrel. Τα πικρολέμονα μιας χάλκινης εποχής», στον τ. Συμπαθητική μελάνη, Αθήνα, Ερμής 1999, 91.

[20] Ρ. Ρούφος, «Ο Σεφέρης και η ελευθερία των Ελλήνων», Το Βήμα, 1/3/1970. Περιλαμβάνεται στον τόμο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, Ίκαρος 1971, 143-147.

Παντελής Βουτουρής

Καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Kύπρου. Βιβλία του: Ως εις καθρέπτην... Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα (1995), Η συνοχή του τοπίου. Εισαγωγή στην ποιητική του Ανδρέα Εμπειρίκου (1997), Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα. Παλαμάς - Νίτσε (2006), Ιδέες της σκληρότητας και της καλοσύνης Εθνικισμός, σοσιαλισμός, ρατσισμός (1897-1922) (2017). Με τον Γιώργο Γεωργή επιμελήθηκαν τον συλλογικό τόμο, Ο ελληνισμός στον 19ο αιώνα: Ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις (2006).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.