Ι.
Στις 27 Μαρτίου του 1969, οι New York Times έγραφαν πως ο Gustavo Durán (1906-1969) πέθανε στην Αθήνα.[1] Ο θάνατος του διπλωμάτη που εργαζόταν ως μόνιμος αντιπρόσωπος του ΟΗΕ στην Ελλάδα,[2] ήδη από το 1965, δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τη δημοσιότητα. Εκτός από τον κόσμο που τον συνόδευσε στην κηδεία του, στις Αλώνες της Κρήτης, λίγοι γνώριζαν τον «στρατηγό» και το παρελθόν του. Έτσι κι αλλιώς, η φιμωμένη ειδησεογραφία παρακολουθούσε τη δική της ασφυκτική επικαιρότητα. Η χώρα έκλεινε τον πρώτο της χρόνο «στο γύψο», ενώ στην πρωτεύουσα οργανώνονταν φοιτητικές κινητοποιήσεις και εκδηλώνονταν βομβιστικές εκρήξεις από τις αντιδικτατορικές αντιστασιακές ομάδες, που σταδιακά περνούσαν στον ένοπλο αγώνα. Το λιτό «μνημόσυνο» του φιλέλληνα διπλωμάτη αποτυπώθηκε, ωστόσο, στη γραφή του Ρόδη Ρούφου, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από τη διπλωματική του θέση στο υπουργείο Εξωτερικών, το 1969, αρνούμενος να υπηρετήσει το καθεστώς. Στα Δεκαοχτώ Κείμενα (1970),[3] το διήγημα του Ρόδη Ρούφου «Ο υποψήφιος»[4] είναι αφιερωμένο «στη μνήμη του Gustavo Durán».
Το διήγημα αναφέρεται σε έναν υφηγητή της Χημείας που, προκειμένου να κερδίσει μια ανώτερη πανεπιστημιακή θέση, πρέπει να δηλώσει απόλυτη «νομιμοφροσύνη» στο δικτατορικό καθεστώς της χώρας του. Η χώρα είναι η μυθοπλαστική «Βολιγουάη»[5]· εύγλωττη γεωγραφική μεταφορά μιας λατινοαμερικανικής «μπανανίας», στην οποία το αυταρχικό καθεστώς επιδίδεται σε παρακολουθήσεις πολιτών, ανακρίσεις, φυλακίσεις, εκβιασμούς, συστάσεις και υποδείξεις «συμμόρφωσης». Η φανταστική «Βολιγουάη» είναι το μέρος όπου εκτυλίσσεται και το διήγημα «Ελ Προκοραδόρ» του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, ενώ και η «Αλλαξοκαιριά» του Στρατή Τσίρκα έχει σαφείς «γεωγραφικές» ομοιότητες με το αφήγημα του Ρόδη Ρούφου. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ηχηρή έξοδος από την προηγούμενη «Σιωπή», μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, φέρει την παράξενη «μπορχεσιανή»[6] σφραγίδα της πολιτικής αλληγορίας. [7] Δεν υπάρχει, επίσης, καμία αμφιβολία πως και οι τρεις συγγραφείς έχουν μοιραστεί τον ίδιο υπαινικτικό κώδικα για να σχολιάσουν τη σύγχρονη ιστορική συγκυρία. Το γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις της ίδιας περιόδου· επιβάλλοντας «παύλες και αποσιωπητικά»[8], η λογοκρισία ευνοούσε τον «πλάγιο λόγο», τα πολλαπλά προσωπεία και τη λογοτεχνική «ποιητική της ανατροπής».[9]
Η αφιέρωση στον Γκουστάβο Ντουράν έχει, λοιπόν, τη δική της ξεχωριστή σημασία. Ο Ντουράν ήταν ένα θρυλικό, αινιγματικό αλλά και αμφιλεγόμενο πρόσωπο.[10] Μουσικοσυνθέτης, πιανίστας, αρχηγός «δημοκρατικής στρατιάς» στον Ισπανικό Εμφύλιο, διευθυντής στην Υπηρεσία Αντικατασκοπίας των Ισπανών Δημοκρατικών, οργανωτής καλλιτεχνικών εκθέσεων της μεταπολεμικής πρωτοπορίας στο νεοϋορκέζικο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, «κυνηγός των Ναζί» και των «φρανκιστών» φυγάδων στην Κούβα, συνεργάτης του αμερικανού πρέσβη στην Αβάνα, στιγματισμένος «κόκκινος κατάσκοπος» στα χρόνια του μακαρθισμού[11] αλλά και μετέπειτα διπλωμάτης στον ΟΗΕ, ο Ντουράν ήταν προστατευόμενος του Νέλσον Ροκφέλερ (Nelson Rockefeller)[12] και του Έρνεστ Χεμινγουέι (Ernest Hemingway)[13], ο οποίος, άλλωστε, τον αναφέρει ονομαστικά στο βιβλίο του Για ποιον χτυπάει η καμπάνα.[14]
Σήμερα, η αρχειακή έρευνα μας επιτρέπει να διασταυρώσουμε αρκετές πληροφορίες για τον Ντουράν, με άξονα τα μέρη όπου έζησε: Ισπανία, Αγγλία, Αμερική, Κούβα, Χιλή και Ελλάδα. Από τα σχετικά αρχειακά τεκμήρια καταλαβαίνουμε πως όλη η μετέπειτα πορεία του Ντουράν σημαδεύτηκε από τα χρόνια του Ισπανικού Μετώπου, τη δράση του στην Ένωση των αντιφασιστών διανοουμένων, τη φιλία του με τον Λόρκα, τον Νταλί και τον Μπουνιουέλ. Ο «comandante Gustavo» δεν ανεχόταν τον Φράνκο, τους φασίστες και τους δικτάτορες. Γι’ αυτό έμαθε να τους πολεμάει – με εντυπωσιακή επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα αλλά και με φοβερή βιαιότητα. Την πρώτη μέρα που ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος, κατατάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό. Μετά τον πόλεμο, έζησε για πάντα ως αυτοεξόριστος από τη χώρα του. Δεν μπόρεσε –και δεν ήθελε– να επιστρέψει στην Ισπανία όσο ήταν ο Φράνκο ακόμη στην εξουσία. Σύμφωνα με την κόρη του, Τζέιν Ντουράν (Jane Duran), ο πατέρας της απέφευγε να μιλάει για τα χρόνια του πολέμου.[15] Ποτέ όμως δεν σταμάτησε να σκέφτεται την τέχνη και τη γλώσσα της πατρίδας του. Την περίοδο, μάλιστα, που υπηρετούσε ως διπλωμάτης στην Αθήνα, ο Ντουράν πήγαινε στις μπουάτ της Πλάκας για να ακούσει τη μελοποιημένη ποίηση του Λόρκα, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να μεταφράσει την ποίηση του Καβάφη στα ισπανικά.[16]
Ο Ρούφος πρέπει να γνώρισε τον Ντουράν μέσα από τους διπλωματικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Στην τριπλή, μάλιστα, ιδιότητα του Ντουράν (μουσικού, στρατιωτικού και διπλωμάτη), ο Ρούφος πρέπει να αναγνώρισε και ένα δικό του προσωπικό χαρακτηριστικό: το συνδυασμό της τέχνης με τη «μάχιμη» πολιτική, ιδίως όταν, στα δίσεχτα χρόνια της δικτατορίας, είχε αρχίσει και πάλι να «χτυπά η καμπάνα». Η αφιέρωση του «Υποψήφιου», για όσους, τουλάχιστον, μπορούσαν να την αποκρυπτογραφήσουν, ήταν ένα σήμα για να δηλωθεί η έννοια της δημοκρατικής ακεραιότητας και της αντίστασης απέναντι στα αυταρχικά καθεστώτα. Την ώρα που η Ελλάδα και η Ισπανία ήταν στο «γύψο», η αναφορά σε έναν άνθρωπο που πολέμησε τον Φράνκο αποτελούσε μια συγκαλυμμένη αλλά ιδιαίτερα τολμηρή πολιτική χειρονομία. Αρκεί να μπορούσε κανείς να συσχετίσει τα πρόσωπα, τα κείμενα, τα γεγονότα και τις χώρες. Μια προσεκτική συνεξέταση των Δεκαοχτώ Κειμένων δείχνει πως υπάρχουν πολλές τέτοιες κρυφές συνδέσεις.
Στο διήγημα του Στρατή Τσίρκα «Αλλαξοκαιριά», για παράδειγμα, πρωταγωνιστούν ο νεαρός ιρλανδός αβάς Σην Ο’ Φλάχερτυ και ο ισπανός αντιστασιακός Αντόνιο Αλομάρ.[17] Ο τελευταίος, παλαιός πολιτικός κομισάριος της 69ης Μεραρχίας κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, διηγείται, τριάντα χρόνια μετά, στον νεαρό αβά, τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τους Φρανκιστές όσες γυναίκες αγωνίστηκαν στο πλευρό των Δημοκρατικών. Για τον επαρκή αναγνώστη, τα προσωπεία οδηγούν στα πρόσωπα: αυτός που οργάνωσε την 69η Μεραρχία, το 1937, δεν ήταν άλλος από τον Γκουστάβο Ντουράν. Η «συνομιλία» του Τσίρκα με τον Ρούφο –αυτή η «συνομιλία» που αργότερα τους έκανε συνοδοιπόρους στον «περίπατο της αμφιλύκης»[18]– είχε ήδη ξεκινήσει. Μέσα από τις ρωγμές της λογοκρισίας και μέσα από το διακειμενικό παιχνίδι των «πλάγιων αναφορών», οι συγγραφείς αναζητούσαν έναν άλλο δρόμο για να διεκδικήσουν την, υπό όρους, έστω, ελευθερία του λόγου τους. [19] Παραθέτω από την «Αλλαξοκαιριά» του Στρατή Τσίρκα :
– Άλλο θέλω να πω. Εσείς κι εμείς, άσπροι, κίτρινοι, μαύροι, σήμερα, ΣΗΜΕΡΑ ΣΟΥ ΛΕΩ, έχουμε την ίδια μοίρα, μας απειλεί ο ίδιος κίνδυνος.
– Και πώς τον πολεμούν λοιπόν; Με μαγνητοταινίες; Αλλάζοντας τη μουσική κάποιου ντοκυμανταίρ μ’ ένα σπηκάρισμα;
– Σπηκάρισμα! Δεν τ’ αναγνώρισες τα λόγια όταν δοκιμάζαμε την ταινία στο στούντιο; Ήταν ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα. Μπρος στο φασίστα, το σακάτη και μισότρελο στρατηγό, που είχε κράξει το σύνθημα της Μαροκινής Λεγεώνας: «Βίβα λα Μουέρτε»! ο προφητικός γέρος, δυο βήματα μόλις από τον τάφο, με φωνή ραγισμένη από τη φρίκη της τραγωδίας που πλακώνει αμείλιχτη, κηρύχνει την πίστη του στη ζωή και στις πνευματικές αξίες του ανθρώπου. Πεπίτο, σήμερα, πρέπει να πιάσει πάλι ν’ αντηχεί ο Λόγος για να στυλωθούν οι ψυχές.
– Με κουβέντες, με πλάγιες αναφορές; Σήμερα, πάντρε, αν δεν πεις τα πράγματα με τ’ όνομά τους, αν δεν τα δείξεις με το δάχτυλο, ό,τι κι αν πεις, κι όσο πιο όμορφα το πεις, είναι νερό στο μύλο της τυραννίας. Για δέστε, θα λέει, ποιος παραπονιέται πως δεν υπάρχει ελευθερία;[20]
Η αφιέρωση στον Ντουράν, η «Βολιγουάη», η οργάνωση «Τσικίτα» (Ρούφος), η «πλατεία Μπολίβαρ», το «σπηκάρισμα», οι «πλάγιες αναφορές» (Τσίρκας), οι τεχνικές της φανέρωσης και της απόκρυψης, τα προσωπεία και τα πρόσωπα, ολόκληρο το ρεπερτόριο ενός λόγου που δοκιμάζει τα όριά του προκειμένου να διαφύγει από το βλέμμα του λογοκριτή δείχνει πως, ανάμεσα σε άλλα, η χούντα υπήρξε καταλυτικός παράγοντας για την αναζήτηση νέων λογοτεχνικών τρόπων και εκφραστικών μέσων. Όπως γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις, η πολιτική αλληγορία που παράγεται από τη λογοκρισία επιτρέπει ερμηνείες και αναγνώσεις οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τα ιστορικά συμφραζόμενα της λογοτεχνίας.[21] Έτσι, οι αναγνώστες μπορούν να κατανοούν αλλά και ανακατασκευάζουν τα συμβολικά νοήματα, ανάλογα με το εννοιολογικό μείγμα του συμβολικού κώδικα: Ελλάδα/Ισπανία, χούντα/λατινοαμερικανική «μπανανία» κ.λπ. Στην «Αννουσιανσιόν» των Δεκαοχτώ Κειμένων, στη φανταστική πρωτεύουσα της φανταστικής «Βολιγουάης», οι αντιστασιακοί λογοτέχνες δεν είχαν επινοήσει μόνο μια νέα «γεωγραφία» αλλά και μια νέα «γλώσσα».
ΙΙ.
Στις 28 Μαρτίου 1969, ο Γιώργος Σεφέρης λύνει τη σιωπή του με την περίφημη «δήλωσή» του ενάντια στη χούντα. Το ηχογραφημένο μήνυμα του ποιητή σύντομα έλαβε διεθνείς διαστάσεις, καθιερώνοντας, ταυτόχρονα, τον Σεφέρη ως σύμβολο της ελληνικής πνευματικής αντίστασης. Την ίδια περίπου εποχή, με την παραίνεση, ή, μάλλον, με την «εντολή» του Στρατή Τσίρκα[22], ένας νεαρός πολιτικός κρατούμενος, μέλος της «Δημοκρατικής Άμυνας», ο Παύλος Ζάννας, χρησιμοποιώντας μια σανίδα για πρόχειρο γραφείο, ξεκινά τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, μέσα στις φυλακές της Αίγινας. Η πρώτη φράση που «υιοθέτησε» ο Ζάννας ήταν ήδη γραμμένη από τον Σεφέρη: «για χρόνια πλάγιαζα νωρίς». Δυο χρόνια μετά, ο Σεφέρης, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Προυστ, δημοσιεύει στην εφημερίδα Figaro Litteraire (9/7/1971) ένα άρθρο για τον γάλλο συγγραφέα[23] και, συγκινημένος από το μεταφραστικό εγχείρημα του Ζάννα, αναφέρεται καταληκτικά στη φυλάκιση του νέου φίλου του:
Στη δική του περίπτωση, Κιβωτός του Νώε στάθηκε η φυλακή. Ένας άνθρωπος σαράντα χρονών, ένας από τους πιο καλούς νεώτερούς μου φίλους, ο Παύλος Ζάννας. Τον ξέραμε, πριν από το σημερινό καθεστώς, από κάποια αραιά δοκίμια. Αλλά νομίζω ότι οι ικανότητές του αναπτύχθηκαν πραγματικά μέσα στον τελευταίο χρόνο. Δείχνει τώρα μεγάλο πλούτο εκφραστικών μέσων. Μόλις δημοσίευσε το Από την Μεριά του Σουάν, ελληνικά, σε τρεις τόμους, στην Αθήνα. Και συνεχίζει τη δουλειά. Οι σημειώσεις του, οι πρόλογοι κι οι επεξηγήσεις μαρτυρούν πόσο κατέχει το θέμα του. Ένα εισαγωγικό του σημείωμα τελειώνει με τ’ ακόλουθα λόγια:
«[…] Ξέρω πως σαν βρεθείς ολομόναχος (κι ας έχεις πέντε-έξι συντρόφους ολόγυρα σου) μπορείς να ζητήσεις τη βοήθεια του Σουάν… Κι ο Σουάν θα σε βοηθήσει να ξανακερδίσεις τον Χαμένο Χρόνο αναζητώντας…».[24]
Το σεφερικό κείμενο είναι μεταφρασμένο από τον Ρόδη Ρούφο και δημοσιεύτηκε στα Νέα Κείμενα 2. Πρόκειται για μια επιπλέον ένδειξη πως, εκείνη την περίοδο, η σχέση του Στρατή Τσίρκα με τον Ρόδη Ρούφο είναι στενή και η δράση τους συντονισμένη. Είναι προφανές πως η αποκάλυψη του ονόματος του έλληνα μεταφραστή του Προυστ (ο κρυπτώνυμος Π. Α. Ζ. της ελληνικής έκδοσης γίνεται πλέον, στη γαλλική εφημερίδα, «Παύλος Ζάννας») εξυπηρετεί το πολιτικό σχέδιο της συγκυρίας: την προβολή, δηλαδή, του ζητήματος των πολιτικών κρατουμένων και την ευαισθητοποίηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, μέσω της μετάφρασης του εμβληματικού γάλλου συγγραφέα. Λίγους μήνες μετά, στην εφημερίδα Le Monde, η Anne Philippe δημοσιεύει ένα άρθρο-έκκληση (19/11/1971) για την απελευθέρωση του Ζάννα.[25] Όταν τα νέα φτάνουν στη φυλακή, ο Ζάννας σημειώνει στο ημερολόγιό του:
Η απήχηση της Philippe…κλπ…κλπ… Αυτοί που με… ανακαλύπτουν! Κι ίσως μαζί μου ανακαλύπτουν πως υπάρχουν φυλακισμένοι πολιτικοί κρατούμενοι!...[26]
Ειδικά, όμως, για το άρθρο του Σεφέρη, ο εγκλεισμός επιτείνει τη συναισθηματική φόρτιση του «κρατούμενου μεταφραστή»:
Συγκινείται εύκολα κανείς στη φυλακή. Μ’ έπιασαν τα κλάματα.[27]
Η έξοδος του Π. Α. Ζ. από την «ανωνυμία» συνοδεύεται και από άλλη μια αφιέρωση. Το εξαιρετικό δοκίμιο του Ρόδη Ρούφου «Οι περιφρονητές του πλήθους», δημοσιευμένο και αυτό στα Νέα Κείμενα 2[28], είναι αφιερωμένο «στους Π. Ζάννα, Σπ. Πλασκοβίτη και Χ. Πρωτοπαπά». Η αφετηρία αυτής της αφιέρωσης δεν είναι, βέβαια, λογοτεχνική αλλά πολιτική. Και τα τρία πρόσωπα ήταν, τότε, επιφανή στελέχη της Δημοκρατικής Άμυνας. Ας θυμηθούμε συνοπτικά τα γεγονότα:
Τον Ιούλιο του 1969, ο καθηγητής δημόσιας οικονομίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Σάκης Καράγιωργας, ενεργό και δραστήριο μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας, συλλαμβάνεται στο σπίτι του, έπειτα από έκρηξη εκρηκτικού μηχανισμού, που οδήγησε σε σοβαρό τραυματισμό του χεριού του. Αυτό το τυχαίο γεγονός, ωστόσο, ήταν αρκετό για να οδηγήσει τη χουντική ασφάλεια στη σύλληψη ενός μεγάλου αριθμού μελών του κεντρικού πυρήνα της οργάνωσης. [29] Την άνοιξη του 1970, τριάντα τέσσερις κατηγορούμενοι οδηγούνται σε δίκη ενώπιον του έκτακτου στρατοδικείου. Η δίκη, διάρκειας σχεδόν δύο εβδομάδων, είναι μία από τις πιο σημαντικές δίκες, κατά την περίοδο της χούντας. Η προπαγάνδα του καθεστώτος έκανε λόγο για επικίνδυνους «κομμουνιστάς» και «αναρχικούς», ενώ ο Guardian έγραφε πως οι «κεντρογενείς» κατηγορούμενοι έμοιαζαν περισσότερο με μέλη υπουργικού συμβουλίου.[30] Στις 12 Απριλίου 1970, το Στρατοδικείο καταδίκασε τον Σάκη Καράγιωργα σε ισόβια κάθειρξη, ενώ στους περισσότερους κατηγορούμενους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης από 5 έως 18 έτη. Στο εξωτερικό, η είδηση «μεταφράστηκε» ως ένδειξη πολιτικής παρακμής του καθεστώτος. Η χούντα είχε καταφέρει να συσπειρώσει εναντίον της σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα: τους αριστερούς, τους κεντρώους, τους δεξιούς· ακόμη και τους φιλοβασιλικούς.
Στο σχετικό αρχείο του Κώστα Σημίτη,[31] στελέχους, τότε, της Δημοκρατικής Άμυνας, εντοπίζουμε τον Ρόδη Ρούφο ως μάρτυρα υπεράσπισης στη «δίκη των 34». Στις 3/4/1970, το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Το Βήμα» έγραφε πως «οι μάρτυρες υπερασπίσεως ομοφώνως υποστηρίζουν: ούτε κομμουνισταί ούτε ανατροπείς είναι οι κατηγορούμενοι». Στη σελ. 3. της εφημερίδας ξεχωρίζουμε, μάλιστα, από τα «πρακτικά της χθεσινής συνεδριάσεως», ένα απόσπασμα από την κατάθεση του Ρόδη Ρούφου στο δικαστήριο. Ο Ρούφος προσέρχεται ως μάρτυρας υπερασπίσεως και η κατάθεσή του αφορά κυρίως τον Χαράλαμπο Πρωτοπαπά και τον Γεώργιο Μαγκάκη. Παραθέτω το κείμενο:
Ο συγγραφεύς κ. Ρόδης Ρούφος κατέθεσε ότι εγνώρισε τον κ. Πρωτοπαπά το 1942 στην «Εθνική Ενωτική Νεολαία». Διακρίνεται –συνέχισε– για το εξαιρετικό εθνικό φρόνημα και το θάρρος του. Γνωρίζω ότι είναι ένας από τους πρώτους που έσπευσαν να πολεμήσουν κατά των κομμουνιστών στην εξέγερση των Δεκεμβριανών. Οι εθνικές και δημοκρατικές αντιλήψεις του είναι πέραν πάσης αμφισβητήσεως. Όταν άκουσα ότι ο αγωνιστής αυτός φέρεται αναμεμιγμένος σε οργάνωση που αποβλέπει στην ανατροπή του καθεστώτος εξεπλάγην. Δεν είναι δυνατόν να δεχθώ ότι απέβλεπε στην ανατροπή του ελεύθερου Δημοκρατικού καθεστώτος της Ελλάδας. Την ίδια περίοδο γνώρισα και τον Γ. Μαγκάκη. Ήταν τότε που γράφαμε εθνικά συνθήματα στους τοίχους και πολεμούσαμε τους Γερμανούς κατακτητές και τους κομμουνιστές. Ο Μαγκάκης πολέμησε παντού και αιχμαλωτίσθηκε μάλιστα από τον “ΕΛΑΣ”.
Συνήγορος του Μαγκάκη : Εκτός από συγγραφεύς τι άλλο επάγγελμα ασκείτε;
Μάρτυρας: Υπηρέτησα επί 18 έτη το Υπουργείο Εξωτερικών. Κατά την περίοδο 1954-1956 διετέλεσα πρόξενος στην Κύπρο.
Συνήγορος του Μαγκάκη: Μετά την περίοδο της Κατοχής συνεχίσατε τις σχέσεις σας με τον κατηγορούμενο Μαγκάκη ;
Μάρτυρας: Βεβαίως.
Συνήγορος του Μαγκάκη: Ποιο είναι το πολιτικό του «πιστεύω» ;
Μάρτυρας: Επειδή θεωρώ τιμή μου να είμαι φίλος του έχω να πω ότι οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί στροφής του κ. Μαγκάκη προς τον αριστερισμό είναι κωμικός.
Στρατοδίκης: Από το Υπουργείο Εξωτερικών πότε φύγατε ;
Μάρτυρας: Το 1969.
Στρατοδίκης: Γιατί ;
Μάρτυρας: Για να μην υπηρετήσω το καθεστώς της 21ης Απριλίου.
Στρατοδίκης: Αποχωρήσατε ή σας απέλυσαν ;
Μάρτυρας: Αρνήθηκα να αναλάβω υπηρεσία και με απέλυσαν.
Μαγκάκης: Όταν δόθηκε ο πρώτος αγώνας κατά των κομμουνιστών στο Πανεπιστήμιο πού ήμουν ;
Μάρτυρας: Μαζί μας έδειραν.
Μαγκάκης: Ήμασταν λιγότεροι από 15 και εκείνοι ήταν πλήθος ολόκληρο. Ενθυμείσθε αν σε μια στιγμή από το βήμα είπα: «αν θέλετε να μετατρέψετε το χώρο σε στίβο ταυρομαχιών, θα τον έχετε».
Μάρτυρας: Μάλιστα.
Για την προϊστορία αυτών των σχέσεων, μπορεί κανείς να συμβουλευθεί το συνθετικό και τεκμηριωμένο βιβλίο του Αλέξανδρου Μπαζούκη.[32] Ας σημειώσουμε πάντως την παρρησία του Ρούφου απέναντι στον στρατοδίκη αλλά και την επιμονή του στο μακρινό «διμέτωπο» παρελθόν του: τη μάχη εναντίον των κατακτητών αλλά και κομμουνιστών. Προφανώς, αυτή η υπερασπιστική γραμμή έπρεπε να τηρηθεί, εφόσον η κατηγορία αφορούσε τον κίνδυνο για την «ασφάλεια του καθεστώτος» από τους δήθεν επικίνδυνους κομμουνιστές. Ο πυρήνας, πάντως, αυτών των «κεντρογενών» αντιστασιακών θα πρωταγωνιστήσει και στην Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ), που ιδρύεται τον Μάρτιο του 1971.[33] Ο Ρόδης Ρούφος συμμετέχει ενεργά στο εγχείρημα. Στο πρώτο εκλεγμένο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΜΕΠ πρόεδρος είναι ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, αντιπρόεδρος ο Ρόδης Ρούφος και γενική γραμματέας η Βιργινία Τσουδερού. Οι πιο γνωστές εκδηλώσεις της Εταιρείας ήταν η «βραδιά Σεφέρη», τον Νοέμβριο του 1971, και η ομιλία του Γκύντερ Γκρας (Günter Grass), τον Μάρτιο του 1972. Λίγο αργότερα, τον Μάιο του 1972, η Εταιρεία διαλύθηκε με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Αρκετά μέλη της (Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Γιώργος Κουμάντος, Σάκης Πεπονής) συνελήφθησαν και εξορίστηκαν. Παρότι η ομιλία του Γκύντερ Γκρας αξιοποιήθηκε για την προβολή της δήθεν «φιλελευθεροποίησης» του χουντικού καθεστώτος, ο ίδιος ο συγγραφέας δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας για την υποχρεωτική αυτολογοκρισία του: «Θα ήθελα ν’ αφήσω να εννοηθεί περί τίνος θα επιθυμούσα να μιλήσω, αλλά δεν μπορώ..»[34]. Στο τέλος της ομιλίας του ο Γκρας, (απο)χαιρετούσε προσωπικά τον Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη και τον Μπάμπη Πρωτοπαπά.
Πινακοθήκη Πιερίδη
Έργο του Βλάση Κανιάρη από τη σειρά Γύψοι, 1979, που χρησιμοποιούσε ως σύμβολα, μεταξύ άλλων, συρματοπλέγματα, κομμάτια από γύψο και γαρύφαλλα. Σύμφωνα με τον Ρόδη Ρούφο, η έλλειψη λογοκριτικού ενδιαφέροντος από το καθεστώς απέναντι στα εικαστικά οφειλόταν στους αναπαραστατικούς κώδικες που υιοθετούσε η συγκεκριμένη «μη λεκτική» τέχνη της οπτικής αφήγησης. Από αυτή την άποψη, η έκθεση του Κανιάρη ήταν ένα εμβληματικό καλλιτεχνικό παράδειγμα όχι μόνο για το πώς η τέχνη μπορούσε να αναπαραστήσει την ατμόσφαιρα της χουντικής λογοκρισίας, αλλά και για το πώς μπορούσε να κοροϊδέψει, να χλευάσει και να ειρωνευτεί τους δικτάτορες και τους λογοκριτές προβάλλοντας τα δικά τους σύμβολα.
ΙΙΙ.
Τον Μάιο του 1969, ο Βλάσης Κανιάρης παρουσίασε, στη Νέα Γκαλερί της Αθήνας, την έκθεση «Γύψοι». Στην έκθεση παρουσιάστηκαν δεκαπέντε εικαστικές κατασκευές και «συναρμολογήσεις», στις οποίες απεικονίζονταν ανθρώπινα μέλη ρούχα, υφάσματα και αντικείμενα τυλιγμένα σε συρματόπλεγμα και γύψο. Σε όσους επισκέπτονταν την έκθεση, ο Κανιάρης προσέφερε μάλιστα ένα «γύψινο πλακάκι» με ένα γαρίφαλο, για να το πάρουν μαζί τους. Με την κίνηση αυτή δεν ήθελε απλώς να αναφερθεί αλληγορικά στον δικτατορικό «γύψο» αλλά να μετατρέψει και το ίδιο το κοινό σε φορέα του νοήματος της έκθεσης. Λίγο καιρό μετά, αναγκάστηκε να εκπατριστεί και αυτός στο Παρίσι, μεταφέροντας τους «Γύψους» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της πόλης. Στη δουλειά του Κανιάρη, η επινοημένη πραγματικότητα, τα ευτελή υλικά, τα σύρματα και τα κουρέλια έγιναν τα κύρια μέσα έτσι ώστε η έκθεση να παραπέμπει στις ιστορικές συνθήκες της συγχρονίας. Η τέχνη μιλούσε «δοκιμάζοντας» τα όρια της λογοκρισίας και χρησιμοποιώντας τα σύμβολα της χούντας («γύψος»).
Την ίδια περίοδο, πολλοί εικαστικοί λογοτέχνες εξέθεταν τα έργα τους στις γκαλερί, ενώ μπορούσαν δυνητικά να μετέχουν ακόμη και σε εκθέσεις στο εξωτερικό. Αντίθετα, οι λογοτέχνες είχαν «σωπάσει». Γι’ αυτό και το πρόβλημα της λογοκρισίας φαίνεται να απασχολεί εντονότερα τον Ρόδη Ρούφο. Ειδικά για το αγγλόφωνο κοινό, στο κείμενο που υπογράφει με το ψευδώνυμο «Athenian»[35], αλλά και στο κεφάλαιο στο βιβλίο Greece under Military Rule,[36] τα ζητήματα της πνευματικής ελευθερίας, βρίσκονται διαρκώς στις προτεραιότητες της δημόσιας παρέμβασής του. Όπως παρατηρεί μάλιστα η Ελένη Κούκη, το ενδιαφέρον είναι πως ο Ρούφος δεν «εξαντλείται μόνο σε μια παρουσίαση λογοκριτικών περιστατικών. Αντίθετα, προσπαθεί να τα ερμηνεύσει ως στοιχεία της ευρύτερης στρατηγικής της Χούντας».[37] Με αφορμή, για παράδειγμα, την έκθεση του Βλάση Κανιάρη, ο συγγραφέας κάνει μερικές πολύ εύστοχες παρατηρήσεις γύρω από τη λογοκριμένη τέχνη.[38] Σύμφωνα με τον Ρόδη Ρούφο, η έλλειψη λογοκριτικού ενδιαφέροντος από το καθεστώς απέναντι στα εικαστικά οφείλεται στους αναπαραστατικούς κώδικες που υιοθετεί η συγκεκριμένη «μη λεκτική» τέχνη της οπτικής αφήγησης. Από αυτή την άποψη, η έκθεση του Κανιάρη ήταν ένα εμβληματικό καλλιτεχνικό παράδειγμα όχι μόνο για το πώς η τέχνη μπορεί να αναπαραστήσει την ατμόσφαιρα της χουντικής λογοκρισίας, αλλά και για το πώς μπορεί να κοροϊδέψει, να χλευάσει και να ειρωνευτεί τους δικτάτορες και τους λογοκριτές προβάλλοντας τα δικά τους σύμβολα. Σε αντίθεση, δηλαδή, με το λόγο στη λογοτεχνία, το θέατρο ή και το σινεμά, η συγκεκριμένη τέχνη μπορεί να αξιοποιήσει πολύ πιο παραγωγικά αυτό το «στενό παραθυράκι […] που το άφησαν σχεδόν απρόσεκτα μισάνοιχτο περιφρονητέοι αγριάνθρωποι της αυταρχικής εξουσίας».[39]
Η συζήτηση για το «στενό παραθυράκι» άγγιζε, την ίδια περίοδο, τους ευρύτερους προβληματισμούς γύρω από τα όρια της «Σιωπής» ως συνολικής πνευματικής στάσης απέναντι στη Χούντα. Στο συγκεκριμένο κείμενο, ο Ρούφος μοιάζει να κάνει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στην εξεικόνιση και την αφήγηση θεωρώντας πως η χούντα δεν μπορούσε να επέμβει με την ίδια λογοκριτική ένταση στο πρώτο πεδίο, καθώς είχε προσανατολιστεί κυρίως στη συμβολική σημασία του λόγου. Νομίζω πως μέσα από προβληματισμούς σαν και αυτούς που διατύπωνε ο Ρούφος, πολλοί συγγραφείς και λογοτέχνες οδηγήθηκαν σταδιακά στην υπονόμευση της λογοκρισίας μέσω της επίδειξής της, μέσω της οπτικοποίησης των «κομμένων» κειμένων, μέσω της «λευκής σελίδας» που αντικαθιστά το λογοκριμένο άρθρο. Ας θυμηθούμε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα αυτής της τυπογραφικής τακτικής[40]:
Η στήλη του Μαρωνίτη μένει λευκή στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Συνέχεια μετά τη σύλληψή του.
Λευκή σελίδα υπάρχει και στο Τραμ για το «Σώμα» του Ηλία Πετρόπουλου, που είχε περάσει από δίκη. [41]
Λευκές σελίδες εντοπίζουμε και στο περιοδικό Προσανατολισμοί: «Όπως θα διαπιστώσετε λείπουν 4 σελίδες, οι 7, 8, 9 και 10. Δεν πρόκειται για τεχνικό σφάλμα. Θ’ αναφέρονταν σ’ ορισμένα γεγονότα του μήνα που πέρασε. Όμως –πολλές φορές υπάρχει ένα “όμως”– αποφασίσαμε να μη δημοσιεύσουμε τίποτα. Και να σας κυττάξουμε απ’ ευθείας στα μάτια κι όσο μπορούμε με ψηλότερα το μέτωπο, για να ετοιμάσουμε το επόμενο τεύχος μας».[42]
Η οπτική επίδειξη της λογοκρισίας υιοθετείται και στον Ταχυδρόμο (29/6/1973), όταν η «ηθική του μαρκαδόρου» σβήνει τα «άσεμνα» δημοσιεύματα.[43]
Με τα λόγια και τις εικόνες που χώρεσαν σε εκείνο το «στενό παραθυράκι», το χουντικό καθεστώς είχε αρχίσει να τρίζει.
28 Μαρτίου 1969. Ο Γιώργος Σεφέρης ηχογραφεί την περίφημη δήλωσή του ενάντια στη χούντα: «[…] Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μία κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πώς τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι᾿ αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό [...]».
Αρχείο The Books’ Journal
Τρεις τόμοι που συνδυάστηκαν με την αντίσταση των συγγραφέων στη δικτατορία, στη σύνταξη των οποίων συνέβαλε καθοριστικά ο Ρόδης Ρούφος, ο οποίος άλλωστε δημοσίευσε κείμενό του και στις τρεις. Τα 18 Κείμενα και, κατόπιν, τα Νέα Κείμενα και Νέα Κείμενα 2, που κυκλοφόρησαν το 1971. Στα 18 Κείμενα ο Ρούφος δημοσίευσε το διήγημα «Ο υποψήφιος». Στα Νέα Κείμενα, όπου συμμετέχει και ο Παύλος Α. Ζάννας, το κείμενό του έχει τίτλο «Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν». Το δοκίμιό του «Οι περιφρονητές του πλήθους», που δημοσιεύτηκε στα Νέα Κείμενα 2, είναι αφιερωμένο «στους Π. Ζάννα, Σπ. Πλασκοβίτη και Χ. Πρωτοπαπά». Η αφετηρία αυτής της αφιέρωσης δεν είναι, βέβαια, λογοτεχνική αλλά πολιτική. Και τα τρία πρόσωπα ήταν, τότε, επιφανή στελέχη της Δημοκρατικής Άμυνας.
Αρχείο The Books’ Journal
27 Mαρτίου 1970. Κατηγορούμενοι στη δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας. Από δεξιά προς αριστερά, στην πρώτη σειρά Γ.-Α. Μαγκάκης, I. Σταράκης και Σπ. Λουκάς. Στη δεύτερη σειρά, Β. Μιχαλακέας, Κ. Μανιάτης, Κ. Τσακαρέστος και Αθ. Φιλίας. Στην τρίτη σειρά, Π. Παπαδόπουλος, Βενετία Σταυροπούλου (μόλις διακρίνεται), Γ. Κοσμάς, Β. Παπαζήσης και Κ. Δρούτσας. Στην τέταρτη σειρά, Θ. Ματσιούλας, Μ. Μιχόπουλος, Θ. Πάκος. Στην πέμπτη σειρά, Π. Καπαγέρωφ, Φωτεινή Μισαηλίδου, I. Παπαδόπουλος, Ε. Νιτσόπουλος. Η φωτογραφία προέρχεται από το Ιστορικό Λεύκωμα 1970, έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, 1998.
Αρχείο The Books’ Journal
[1] https://www.nytimes.com/1969/03/27/archives/gustavo-duran-ofthe-un-dies-was-aria-ssociate-of-hemingway.html
[2] Ο Γκουστάβο Ντουράν εργαζόταν στα προγράμματα Τεχνικής και Κοινωνικής βοήθειας του ΟΗΕ. Πριν έρθει στην Ελλάδα, είχε συμβάλει στη δημιουργία προγραμμάτων υποστήριξης της Λατινικής Αμερικής (Economic Commission for Latin America, ECLA). Όταν βρέθηκε στην Αθήνα, ανέπτυξε ιδιαίτερους δεσμούς με την Ελλάδα και ειδικά με την Κρήτη. Επέλεξε, μάλιστα, να ταφεί στις Αλώνες της Κρήτης, νοτιοανατολικά του Ρεθύμνου. Το ζεύγος Ντουράν γνώρισε τις Αλώνες μέσω της οικιακής βοηθού κυρίας Αλεβυζάκη, που είχε καταγωγή από εκεί. (Η κυρία Αλεβυζάκη ήταν ανεψιά του παπα-Γιάννη Αλεβυζάκη, πολεμιστή στη Μάχη της Κρήτης, που συμμετείχε, αργότερα, μαζί με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ [Patrick Leigh Fermor] σε κοινές αντιστασιακές αποστολές των Συμμάχων). Ο Ντουράν, με σταθερό ενδιαφέρον για τον αντιφασιστικό αγώνα, αγάπησε το χωριό και φρόντισε για τα έργα υδροδότησης με προσωπικά του έξοδα. Σήμερα, στις Αλώνες, εκτός από τον τάφο του Ντουράν, υπάρχει και η προτομή του.
[3] Για το θέμα βλ. Δημήτρης Παπανικολάου, «Η τέχνη της χειρονομίας: ξαναδιαβάζοντας τα Δεκαοχτώ Κείμενα», Νέα Εστία, 1743 (2002) 444-460.
[4] Ρόδης Ρούφος, «Ο υποψήφιος» στο: Δεκαοχτώ Κείμενα, Κέδρος, Αθήνα, 1970, σ. 85-98.
[5] Για την «Βολιγουάη» βλ. τις παρατηρήσεις του Νίκου Σαραντάκου στην ηλεκτρονική διεύθυνση : https://sarantakos.wordpress.com/2017/04/23/boliguay/
[6] Βλ. Αριστοτέλης Σαΐνης, «Τα Δεκαοχτώ Κείμενα, ο Φούριο ντ’ Όρσος και ο Μπόρχες στην Ελλάδα», στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/164497_ta-dekaohto-keimena-o-foyrio-nt-orsos-kai-o-mporhes
[7] Ειδικά για την αλληγορική χρήση του παρελθόντος στην πεζογραφία του Ρόδη Ρούφου, βλ. την εισαγωγή των Ν. Ε. Καραπιδάκη - Γεωργίας Πατερίδου στο: Ρόδης Ρούφος, Οι Γραικύλοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2022, σ. 13-57.
[8] Βλ. σχετικά Βασιλική Κώστα, «Παύλες και αποσιωπητικά»: Λογοκρισία και Λογοτεχνία στα δίσεχτα χρόνια. (1967-1974), Διπλωματική Διατριβή, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2018. Βλ. και Karen Van Dyck, Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση 1967-1990, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα, Αθήνα, 2002. Βλ. επίσης τις σχετικές ενότητες στον συλλογικό τόμο: Πηνελόπη Πετσίνη - Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Η λογοκρισία στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ρόζας Λούξεμπουργκ, Αθήνα 2016.
[9] Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ, Νεφέλη, Αθήνα 2005.
[10] https://sarantakos.wordpress.com/2017/04/23/boliguay/
[11] https://spainsnews.com/the-viacrucis-by-gustavo-duran-an-enigmatic-spanish-exile-persecuted-by-the-fbi-culture/. Βλ. επίσης : https://www.nybooks.com/articles/1983/03/31/wanted-by-the-fbi/
[12] Βλ. τη σχετική μαρτυρία στα απομνημονεύματα του Ellis O. Briggs, Proud Servant. The Memoirs of a career Ambassador, The Kent State University Press, Kent, Ohio and London 1998, σ. 191-192.
[13] https://www.radiofrance.fr/francemusique/podcasts/carrefour-des-ameriques/cuba-la-musique-et-le-monde-46-1942-ernest-hemingway-et-gustavo-duran-de-new-york-a-la-havane-8726000
[14] Σε πάρα πολλές αναφορές τόσο στα ισπανικά όσο και στα αμερικανικά διπλωματικά αρχεία γύρω από τον Ισπανικό Εμφύλιο, ο Χεμινγουέι και ο Ντουράν μνημονεύονται μαζί. Βλ. Σχετικά, Douglas Edward LaPrade, Hemingway and Franco, Publicacions de la Universitat de València, 2007, ιδίως σ. 149-155.
[15] Jane Duran, Silences from the Spanish Civil War, introduced by Paul Preston, Enitharmon Press, London 2002.
[16] Δημήτρης Ε. Φιλιππής, «Ο κομαντάντε Γουστάβο Ντουράν ως μεταφραστής του Καβάφη…», Tribuna Abierta de Estudios Hispano-Helenos 1 (2019) 200. Βλ. επίσης Δημήτρης Φιλιππής, Ισπανικός Εμφύλιος (1936-1939). Διαίρεση, διχόνοια και διχασμός στην Ισπανία του 20ού αιώνα, Εστία, Αθήνα, 2020, ιδίως σ. 169.
[17] Η σχέση του Στρατή Τσίρκα με τον Ισπανικό Εμφύλιο είναι, βέβαια, πολύ ευρύτερη, και με μεγάλη διάρκεια στο έργο του. Βλ. ενδεικτικά, Άννα Ρόζενμπεργκ, «Ο Στρατής Τσίρκας και ο Ισπανικός εμφύλιος», Tribuna Abierta de Estudios Hispano-Helenos 1 (2019) 149-155.
[18] Βλ. το εμπεριστατωμένο άρθρο του Μίλτου Πεχλιβάνου στο ανά χείρας τεύχος γύρω από τα αρχειακά τεκμήρια της σχέσης Τσίρκα-Ρούφου, που αφορούν, άλλωστε, και την πιθανή συνέχεια της Χαμένης Άνοιξης.
[19] Για τη δράση του Ρόδη Ρούφου κατά την περίοδο της χούντας, ειδικά σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της λογοκρισίας και της αυτολογοκρισίας, βλ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, «Αναστοχασμοί και δράση ενός φιλελεύθερου διανοητή. Ο Ρόδης Ρούφος επί χούντας», Νέα Εστία, 1856 (2012) 36.
[20] Στρατής Τσίρκας, «Αλλαξοκαιριά», στο: Δεκαοχτώ Κείμενα…, ό. π., σ. 118.
[21] Για το θέμα βλ. Craig Hamilton,. "Allegory, blending, and censorship in modern literature", Journal of Literary Semantics 40/1 (2011), σ. 23-42.
[22] Σε συνέντευξή του ο Παύλος Ζάννας λέει πως ο Στρατής Τσίρκας, με τη φιλία του, τη συμπαράστασή του και τις διαρκείς προτροπές του, τον «έσπρωξε» και τον «ανάγκασε» να γίνει ο μεταφραστής του Προυστ. Η «εντολή» του Τσίρκα για τη μετάφραση του Προυστ φτάνει στη φυλακή μέσω της Μίνας, συζύγου του Παύλου. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Παύλος Ζάννας γνωρίζεται με τον Στρατή Τσίρκα αρχικά στη Θεσσαλονίκη μέσω του κοινού τους φίλου Γ. Π. Σαββίδη. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ζάννα, όταν ο Τσίρκας δέχτηκε, μέσω του Σαββίδη, πρόσκληση για να γνωρίσει τον Ζάννα, απάντησε ειρωνικά «Τι σχέση έχω με τους απογόνους του Εμμανουήλ Μπενάκη;» Βλ. https://www.ertnews.gr/arxeio-afierwmata/epeisodio-tis-seiras-paraskinio-afieromeno-sto-dianooymeno-paylo-zanna/
[23] Bλ. σχετικά Εμμανουέλα Κάντζια, «Μαρσέλ Προυστ, Γιώργος Σεφέρης: compagnons de silence», Κονδυλοφόρος 12 (2013) 107-137.
[24] Το γαλλικό κείμενο του Σεφέρη αναδημοσιεύεται σε μετάφραση Ρόδη Ρούφου με τον τίτλο «Η Κιβωτός του Νώε», στο: Νέα Κείμενα 2, Κέδρος, Αθήνα, 1971, σ. 23.
[25] Lucile Arnoux-Farnoux, «“Quand on est seul, on peut demander l’aide de Swann” ». Lire – et traduire – Proust en Grèce pendant la dictature», στον συλλογικό τόμο: Florence Godeau et Sylvie Humbert-Mougin (dir.), Vivre comme on lit. Hommages à Philippe Chardin, Presses universitaires François-Rabelais, Tours 2018, σ. 255-271. Για τη «λογοτεχνία του εγκλεισμού», τα «τετράδια» και τις μεταφράσεις του Παύλου Ζάννα, βλ. και Αναστασία Σερβίνη, Η γραφή και το κελί. Κείμενα πολιτικών κρατουμένων (1950-1974), Διπλωματική εργασία, Τμήμα Φιλολογίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2017, ιδίως σ. 86-93.
[26] Παύλος Α. Ζάννας, Ημερολόγιο φυλακής, προλόγισμα Δ. Ν. Μαρωνίτης, επιμέλεια Αλ. Π. Ζάννας, μεταφράσεις Οντέτ Βαρών-Βασάρ - Άρης Μαραγκόπουλος, Ερμής, Αθήνα, 2000, σ. 330.
[27] Στο ίδιο, σ. 275.
[28] Ρόδης Ρούφος, «Οι περιφρονητές του πλήθους», στα: Νέα Κείμενα 2, ό.π., σ. 278-284.
[29] http://www.iospress.gr/extra/antistasi69.htm
[30] https://www.kathimerini.gr/society/986202/i-diki-tis-dimokratikis-amynas/
[31] http://repository.costas-simitis.gr/sf-repository/handle/11649/8262
[32] Αλέξανδρος Δ. Μπαζούκης, Ρόδης Ρούφος. Ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021.
[33] Δήμητρα Σαμίου, Η Εταιρεία μελέτης ελληνικών προβλημάτων (ΕΜΕΠ) και η ιδιαίτερη συμβολή της στον αντιδικτατορικό αγώνα 1970-1972, Ασίνη, Αθήνα 2017. Ειδικότερα για τη συμμετοχή του Γιώργου Κουμάντου στην ΕΜΕΠ, βλ. όσα γράφει ο Νίκος Αλιβιζάτος, «Ο Γιώργος Κουμάντος, η πολιτική και οι ελευθερίες» στο:
https://booksjournal.gr/kritikes/istoria/1069-%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82,-%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82
[34] Günder Grass, Λόγος εναντίον της συνήθειας, Αθήνα, 1972.
[35] Athenian’, Inside the Colonels’ Greece, Chatto & Windus, Λονδίνο 1972. Μία από τις πιο σημαίνουσες αντιστασιακές πράξεις του Ρόδη Ρούφου ήταν «η έκδοση του βιβλίου του για την πραγματική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μέσα στη δικτατορία, που δημοσιεύτηκε ανώνυμα, στα γαλλικά, καταρχάς στην Ελβετία, με τον τίτλο Verité sur la Grèce (La Cité, Λωζάνη Ιούνιος 1970) και ύστερα, μεταφρασμένο στα αγγλικά, από τον Richard Clogg, με τίτλο Inside the Colonels’ Greece, με το ψευδώνυμο Athenian για την αγγλική έκδοση (Chatto & Windus, Λονδίνο 1972) και με το ψευδώνυμο Anonymous για την αμερικανική έκδοση (W.W. Norton, Νέα Υόρκη 1972). Το βιβλίο γράφτηκε ύστερα από σχετικό αίτημα του γαλλόφωνου βέλγου δικηγόρου και συγγραφέα Pierre Mertens και με προτροπή της Μarie-Emma Νοταρά προς τον Ρούφο. Η αγγλική κριτική το χαρακτήρισε το καλύτερο ντοκουμέντο σχετικά με τη δικτατορία και έτσι εξασφάλισε ευρύτατη κυκλοφορία». Πηγή : https://rodisroufosfoundation.gr/bio/
[36] Richard Clogg - George Yannopoulos (eds), Greece under Military Rule, Secker & Warburg, London, 1972.
[37] Για το θέμα βλ. τις πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις της Ελένης Κούκη, «Άτυπη λογοκρισία και Εικαστικά κατά την περίοδο της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου», Σύγχρονα Θέματα 153 (2021) 28-35.
[38] Ρόδης Ρούφος, «Η κουλτούρα και οι στρατιωτικοί», στο: Γιώργος Ν. Γιαννόπουλος, Richard Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1976 (α΄έκδοση 1972), σ. 232-255.
[39] Στο ίδιο, σ. 254.
[40] Αντλώ όλα τα σχετικά παραδείγματα από τη διπλωματική εργασία της Βασιλικής Κώστα, «Παύλες και αποσιωπητικά»…, ό.π., σ. 59-60.
[41] «Πέτρες και Στίγματα», Η Συνέχεια, 2 (1973) 50.
[42] Προσανατολισμοί, 12 (1973) 6.
[43] Karen Van Dyck, Η Κασσάνδρα…, ό.π., σ. 127.