Σύνδεση συνδρομητών

Ο Σεφέρης του Ρόδη Ρούφου

Κυριακή, 23 Οκτωβρίου 2022 00:14
Τρίτη, 1η Δεκεμβρίου 1953, Ασίνου, Κύπρος. Ο Γιώργος Σεφέρης επισκέπτεται την Κύπρο για πρώτη φορά, ενώ υπηρετεί πρέσβης στο Λίβανο (από τον Νοέμβριο του 1952 ώς τον Ιούλιο του 1956), θα του δοθεί η δυνατότητα να επαναλάβει τις επισκέψεις του και τις δύο επόμενες χρονιές, το 1954 και το 1955. Την περίοδο εκείνη, ο Ρόδης Ρούφος υπηρετούσε ως υποπρόξενος στη Λευκωσία (από τον Ιούνιο του 1954 ώς τον Αύγουστο του 1956). Η συγκεκριμένη φωτογραφία έχει τραβηχτεί από τη Μαρώ Σεφέρη.
Μαρώ Σεφέρη
Τρίτη, 1η Δεκεμβρίου 1953, Ασίνου, Κύπρος. Ο Γιώργος Σεφέρης επισκέπτεται την Κύπρο για πρώτη φορά, ενώ υπηρετεί πρέσβης στο Λίβανο (από τον Νοέμβριο του 1952 ώς τον Ιούλιο του 1956), θα του δοθεί η δυνατότητα να επαναλάβει τις επισκέψεις του και τις δύο επόμενες χρονιές, το 1954 και το 1955. Την περίοδο εκείνη, ο Ρόδης Ρούφος υπηρετούσε ως υποπρόξενος στη Λευκωσία (από τον Ιούνιο του 1954 ώς τον Αύγουστο του 1956). Η συγκεκριμένη φωτογραφία έχει τραβηχτεί από τη Μαρώ Σεφέρη.

Χαρτογράφηση μιας πολύμορφης σχέσης

Το έργο και, κυρίως, η προσωπικότητα του διπλωμάτη και ποιητή Γιώργου Σεφέρη άσκησαν αναμφίβολα ποικίλες επιδράσεις στον νεότερο συνάδελφό του και πεζογράφο Ρόδη Ρούφο. Η διαπίστωση αυτή συνάγεται από πολλές πηγές: από τις συχνές, άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε στίχους και ποιήματα του Σεφέρη που εντοπίζονται τόσο στην τριλογία του για την Κατοχή και την Αντίσταση (το Χρονικό μιας σταυροφορίας, 1954-58/1972), όπως και στο «μυθιστόρημα του Κυπριακού Αγώνα» (Η Χάλκινη Εποχή, 1960)· από τα διάφορα σχόλια του Ρόδη Ρούφου σε επιστολές του – πρωτίστως προς τον στενότερο (όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία τους) φίλο του, τον ποιητή και επίσης θαυμαστή τού Σεφέρη, Θεόφιλο (άλλως, «Μπούλη») Φραγκόπουλο· ακόμη και από τα λιγοστά ποιήματα που έγραψε και δημοσίευσε ο ίδιος – κατά βάση στα Κυπριακά Γράμματα. Στο κείμενο αυτό, θα σταθούμε σε κάποια (εν πολλοίς άγνωστα και αδημοσίευτα ώς σήμερα) τεκμήρια αυτής της πολύμορφης «μαθητείας» του Ρούφου στον δικό του Σεφέρη, όπως αποκαλύπτονται επίσης σε ποικίλα δοκίμια και παρεμβάσεις του, γραμμένα όλα την περίοδο 1963-1971 και συγκεντρωμένα (εν μέρει μόνο) στον τόμο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του το 1972 – ένα, δηλαδή, χρόνο μετά και την εκδημία του ακριβού του φίλου και «μέντορα».


Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη (1929-2016)[1]

Η πρώτη δημόσια τοποθέτηση του Ρούφου για τον πρεσβύτερο συνάδελφό του δημοσιεύεται λίγες μόλις μέρες μετά τη βράβευση του Σεφέρη με το Νόμπελ, τον Νοέμβριο του 1963, αρχικά στα γαλλικά στο παρισινό περιοδικό Preuves (5 Νοεμβρίου 1963) και, ακολούθως, με περίπου δεκαπέντε μέρες απόσταση και με κάποιες φραστικές τροποποιήσεις, στο αθηναϊκό Βήμα (24 Νοεμβρίου 1963)· πρόκειται για το άρθρο του: «Έλλην και Διεθνής. Ο ποιητής και το έργο του. Η ζωή, οι ιδέες και η επίδρασις του Γ. Σεφέρη» – ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε ακολούθως (ολόκληρο ή μέρος του) σε πολλά έντυπα στην Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό.[2] Υπενθυμίζεται ότι ο Ρούφος υπηρετούσε από τα τέλη του 1960 στην ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι ως σύμβουλος, ενώ, όπως ομολογεί ο ίδιος, είχε πρωτογνωριστεί με τον ποιητή το καλοκαίρι του 1946. Ο εικοσιδυάχρονος ναύτης περνούσε τότε τη βασική του εκπαίδευση στον Πόρο, ενώ ο Σεφέρης κυοφορούσε το πιθανότερο την Κίχλη· μάλιστα, τη μέρα εκείνη ο Ρούφος ήτανε «σκαστός» από το στρατόπεδο: «Κάναμε το θαλάσσιο μπάνιο μας, όταν ένας φίλος μου μου είπε ξαφνικά: “Τον βλέπεις αυτόν εκεί, πάνω στον βράχο; Είναι ο Σεφέρης”. Ομολογώ ότι αισθανόμουνα αρκετά συγκινημένος όταν ζήτησα να με συστήσουν. Ήταν ήδη διάσημος πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, ένα πρόσωπο θρυλικό, μπορεί να πει κανείς, για τους νέους της γενιάς μου. Στο Πανεπιστήμιο απαγγέλναμε και συζητούσαμε τους στίχους του, που τους ξέραμε σχεδόν όλους απ’ έξω».[3]

Αμήχανος ο Ρόδης Ρούφος, φοιτητής ακόμη της Νομικής, προσεγγίζει τον ποιητή-ίνδαλμα ολόκληρης της Κατοχικής Γενιάς με «κάποια ρομαντική κι εξημμένη διάθεση», θεωρώντας αφελώς ότι ο «σαρανταπεντάρης, ήδη φαλακρός» Σεφέρης με τη «βαριά κορμοστασιά» θα εντυπωσιαζόταν από το ενδιαφέρον και τις γνώσεις του για το έργο του και θα ξεκινούσε μαζί του μια «υψηλή» συζήτηση περί τέχνης και ποιητικής· για να προσγειωθεί πολύ γρήγορα στην πραγματικότητα από τον εγκάρδιο συνομιλητή του, ο οποίος, μολονότι δεινός κολυμβητής και αυτός, έδειχνε μάλλον απρόθυμος να εμπλακεί σε τέτοιες κουβέντες. «Ευγενικά ενοχλημένος με τον ενθουσιασμό» και τις «αδέξιες προσπάθειες» του νεαρού φίλου του να ξεδιπλώσει ή και να ξεκλειδώσει τον ποιητικό του οίστρο, προτίμησε να μιλήσει μαζί του «για απλά πράγματα της καθημερινής ζωής», ακόμη και για τα «γυμνάσια» στο Πολεμικό Ναυτικό, επιτιμώντας τον διακριτικά για το σκασιαρχείο του: «ζάρωσε τα φρύδια του και μου θύμισε με αυστηρότητα πως, όταν είσαι στρατιώτης, πρέπει να είσαι πειθαρχικός»…[4]  

Οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν ξανά, λίγα χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν, συνάδελφοι πλέον στη διπλωματική υπηρεσία, θα υπηρετούν ο Σεφέρης ως πρέσβης στο Λίβανο (από τον Νοέμβριο του 1952 ώς τον Ιούλιο του 1956) και ο Ρούφος ως υποπρόξενος στη Λευκωσία (από τον Ιούνιο του 1954 ώς τον Αύγουστο του 1956). Ο νεότερος συγγραφέας –θα έχει μόλις εκδώσει τον πολύκροτο πρώτο τόμο της τριλογίας του, τη Ρίζα του μύθου– θα συνοδεύσει σε κάποιες περιηγήσεις του τον ποιητή,[5] ο οποίος και θα επισκεφτεί διαδοχικά την Κύπρο το φθινόπωρο του 1954 και του 1955, ύστερα από την «αποκάλυψη» που του χάρισε το πρώτο του ταξίδι εκεί το 1953. Οι εμπειρίες αυτές θα εκβάλουν, ως γνωστόν, στη συλλογή …Κύπρον ού μ’ εθέσπισεν… (μετέπειτα Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄), που με τη σειρά της θα δει το φως της δημοσιότητας στα τέλη του 1955, λίγο-πολύ μαζί με τη συνέχεια του Χρονικού, την Πορεία στο σκοτάδι, ένα αντιπολεμικό βιβλίο-μαρτυρία για το αντάρτικο και τον Εμφύλιο στα βουνά της Ηπείρου τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, που δεν έκρυβε ήδη από τον τίτλο του τις οφειλές του στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ και, ιδίως, στον «Τελευταίο σταθμό». Αρκεί να μνημονεύσει κανείς τον τελευταίο στίχο του ποιήματος, ο οποίος και συνόψιζε με επιγραμματική λιτότητα τη μοίρα της Κατοχικής Γενιάς, που βρέθηκε τόσο απότομα και τόσο οδυνηρά απέναντι σε πιεστικά διλήμματα και προκλήσεις πρωτόγνωρες για την άγουρη νιότη των είκοσι ή (το πολύ) των εικοσιπέντε ετών· «οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά» θα υπενθυμίσει ο Ρούφος, τιμώντας όλους εκείνους τους ιδεολόγους συναγωνιστές του (ανεξαρτήτως παράταξης ή «στρατοπέδου») όσοι από αγνά και ανιδιοτελή κίνητρα βρέθηκαν αναμεμειγμένοι στην Αντίσταση και, αναπόφευκτα, στον επακόλουθο Εμφύλιο, παίζοντας στα ζάρια τη ζωή ή την υγεία τους.[6]

Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του Ρόδη με τον «Μπούλη», το βέβαιο είναι ότι Σεφέρης και Ρούφος θα έρθουν πιο κοντά τα πρώτα χρόνια του Κυπριακού Αγώνα, μέσω και του κοινού τους φίλου, υπάλληλου από το 1954 στη ναυτιλιακή εταιρεία των Αφών Ρήγα στη Βηρυτό,[7] και μια «σχέση εμπιστοσύνης» θα αρχίσει να δημιουργείται μεταξύ τους – χωρίς, όμως, άμεση συνέχεια, όπως θα δούμε. Εκτός από τους τρεις τόμους του Χρονικού, ο Ρούφος, σε μια φάση «veine lyrique prononcée [έντονης λυρικής φλέβας], ενισχυμένης από αθηναϊκό βιωματικό υλικό»,[8] θα ζητήσει τη γνώμη του Σεφέρη και για τα ευάριθμα ποιήματά του, το ερωτικό «Σχέδια για ένα καλοκαίρι», τα έξι σονέτα με τίτλο «Ναύπλιο 1955» (αφιερωμένα όλα «Σε μια μελλοντική Διοτίμα») και το καβαφικό, αλλά και «εθνοκαπηλικό» (καθότι «στρατευμένο» στην κυπριακή υπόθεση), «Ίωνες αιχμάλωτοι στην Κύπρο, 498 π.Χ.».[9] Παράλληλα, θα αντιληφθεί ότι, όπως και ο «μέντοράς» του, ούτε ο ίδιος μπορούσε να είναι «υπηρέτης δύο αφεντάδων» και μεταξύ διπλωματίας και λογοτεχνίας αναμφίβολα προτιμούσε τη δεύτερη: «Πάντως το πήρα απόφαση πως η κύρια κλίση μου είναι το γράψιμο, κι όλα τ’ άλλα –y compris [περιλαμβανομένης της] διπλωματία[ς]– είναι δευτερεύοντα παίγνια».[10]

Δεν θα μείνει, όμως, πολύ ευχαριστημένος από τις υπεκφυγές και γενικότερα την επιφυλακτικότητα του Σεφέρη, ο οποίος, διαβάζοντας, για παράδειγμα, την Πορεία στο σκοτάδι, φαίνεται ότι δεν έμεινε πολύ ενθουσιασμένος – σε αντίθεση με τα «ομογάλακτα» Δόντια της μυλόπετρας του Νίκου Κάσδαγλη· θα του εκμυστηρευτεί σχετικά ο «Μπούλης»: «Με τον Σεφέρη μιλήσαμε πολύ για σένα. Υποστηρίζει ότι έχουμε να περιμένουμε πολλά πράγματα από σένα (πού τα είδε;) και ότι ακόμα δεν έδωσες το μέτρο της αποδόσεώς σου».[11] Όσο για τα ποιήματα, ο «πονηρός Σμυρνιός», εκτός του ότι θα εκφράσει κάποιες αντιρρήσεις για τη στιχουργική μορφή της σειράς «Ναύπλιο 1955» («γιατί γράφει σονέτα»;), θα βρει ευφάνταστες δικαιολογίες, προκειμένου να μην τοποθετηθεί:

Ο Σεφέρης εδήλωσε τα εξής ερωτηθείς επί των «Ιώνων» (που δεν τους διάβασε γιατί κάπου έχει παραχώσει το χειρόγραφο): Σε δίσεκτα χρόνια δεν μιλάει. Ως γνωστόν, ο ίδιος εγεννήθη τη 29 Φεβρουαρίου 1900 (ημέρα ανύπαρκτην κατά το παγκοσμίως έγκυρον Γρηγοριανόν ημερολόγιον) και άγει, συνεπώς, το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας του… Κατόπιν τούτου τι να σου κάνουν οι κρίσεις μείρακος περί των λογοτεχνικών σου επιτευγμάτων;[12]

Στον ίδιο, χιουμοριστικό τόνο, με μια δόση (αυτο)σαρκασμού, ίσως και ως αντίδραση στις επιφυλάξεις γενικά του Σεφέρη για τις λογοτεχνικές του επιδόσεις, ο Ρούφος θα απαντήσει στον φίλο του: «Καλοσύνη του Σεφέρη να έχει great expectations [μεγάλες προσδοκίες] για μένα. Εγώ ο ίδιος διερωτώμαι»·[13] και με αιχμές για τις προτιμήσεις του ποιητή στην πεζογραφία και εν γένει για τα αισθητικά του κριτήρια, θα διαμαρτυρηθεί ήπια για την πρόκριση του βιβλίου του Κάσδαγλη, σε σχέση με τον δεύτερο τόμο του Χρονικού: «Το ότι ενθουσίασε, όπως ακούω τον Σεφέρη δείχνει το πολύ αμφίβολο γούστο του τελευταίου στην πεζογραφία (που φαίνεται κι από το ότι δεν του άρεσε το δικό μου βιβλίο)».[14]

Ειδικά τώρα για τα σονέτα, ο Ρούφος θεωρούσε ότι δεν επρόκειτο απλώς για ζήτημα άσκησης σε μια παραδοσιακή ποιητική φόρμα, αλλά ότι η γενεσιουργός συγκίνηση ήταν αυθεντική με προσωπικά βιώματα και άλλα ερεθίσματα να βρίσκουν τη φυσική τους έκφραση στη συγκεκριμένη μορφή. Αδημονώντας για τις αντιδράσεις του «κύκλου» (cénacle) της Βηρυτού (αυτού που ο Σεφέρης «λίαν ματαιοδόξως», κατά τον «Μπούλη», αποκαλούσε «η παρέα μας» και όπου συμπεριλαμβάνονταν, εκτός από τους τρεις τους, ο Αλέξης και η Λύντια Στεφάνου, ο Άγγελος Βλάχος και, περιστασιακά, ο Δημήτρης Αντωνίου και ο Ευάγγελος Λουίζος),[15] πίεζε τον φίλο του να εκμαιεύσει κάποιο σχόλιο του Σεφέρη, ο οποίος, παρά ταύτα, δεν ήθελε να μπει στην ουσία, θεωρώντας ότι οι ποιητικές απόπειρες «πνευματικής γυμναστικής» του Ρόδη Ρούφου είχαν άλλα «ελατήρια»: «για το περιεχόμενον των δικών σου, λέξη· ο πονηρός Σμυρνιός δεν ήθελε, προφανώς, to commit himself [να δεσμευτεί]», τον ενημέρωνε ο Φραγκόπουλος από τη Βηρυτό.[16]

Ο Ρούφος θα απευθυνθεί τότε ο ίδιος στον Σεφέρη με επιστολή του και, αφού αναφερθεί στη χαρά της σύντομης συνάντησής τους στην Κύπρο στη διάρκεια του τρίτου διαδοχικού ταξιδιού του ποιητή στο νησί, έμμεσα θα ζητήσει ξανά την ξεκάθαρη τοποθέτησή του, πέρα από κάποιες, μάλλον αόριστες και γενικόλογες παρατηρήσεις που προφανώς είχε λάβει για την καθοριστική, «οργανική» σχέση μορφής και περιεχομένου:

Πολύ χαρήκαμε το σύντομο πέρασμά σας από την Κύπρο –ήταν ξεκούραση όπως κάθε χαρά– η φθορά (ακόμα και στη σωματική ενέργεια, αν υποτεθεί για μια στιγμή ότι διανύσαμε λίγα μίλια παραπάνω) είναι συνάρτηση μονάχα της πλήξης. Όσο για τα σονέτα: Πολύ σωστά όσα γράφετε για την ανάγκη οργανικής κι όχι βιομηχανικής παραγωγής. Ωστόσο δεν μπορώ να εξηγήσω πειστικά το γιατί διάλεξα τέτοια μορφή γι’ αυτό το συγκεκριμένο ποίημα: πάντως η πρόθεση –το περιεχόμενο– είναι για μένα σοβαρά. Δε νομίζω, μολαταύτα, ότι οι γενετικές ερμηνείες πρέπει να επηρεάζουν την κρίση για το αποτέλεσμα: το πυθαγόρειο θεώρημα είναι αληθινό ανεξάρτητα από το πώς οδηγήθηκε ο Πυθαγόρας στην ανακάλυψή του. Έτσι και στην τέχνη. Ένα ποίημα είναι καλό, μέτριο ή κακό άσχετα από το γιατί έγινε…[17]

Ήταν ταυτόχρονα η εποχή της έντονης κινητικότητας (σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Αθήνα και Άγκυρα) γύρω από το Κυπριακό, ενώ στο νησί θα είχε ξεκινήσει ο Απελευθερωτικός Αγώνας, όπου έπαιξαν ρόλο, από διαφορετικό πόστο ο καθένας, και οι δύο άνδρες. Στις Μέρες του Σεφέρη, και για ευνόητους λόγους, δεν υπάρχουν πολλές εγγραφές για τις συναντήσεις που είχε ο πρέσβης με την ελληνική προξενική αρχή, της οποίας προΐστατο ο Ανδρέας Παππάς, ο διάδοχος του Σεφέρη στην πρεσβεία του Λιβάνου από το καλοκαίρι του 1956, όταν ο τελευταίος θα ανακαλούνταν στην Αθήνα. Ενδεικτικά και μόνο, αξίζει κανείς να υπενθυμίσει εδώ ότι Παππάς και Ρούφος είχαν εγκαινιάσει από νωρίς «μόνιμη» και «ασφαλή» επαφή, πέρα από τον Αρχιεπίσκοπο και Εθνάρχη Μακάριο, και με τον στρατιωτικό αρχηγό της ΕΟΚΑ, συνδράμοντας ακόμη και στην παράνομη εισαγωγή ή και απόκρυψη οπλισμού από την Ελλάδα.

Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που ο Ρούφος, έχοντας την ανάλογη προπαίδεια από τη συνωμοτική του δράση στην Αντίσταση, εισηγήθηκε αρχές του 1956 στον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή τη συστηματική και απαρέγκλιτη τήρηση ψευδωνύμων και κωδίκων για τη συνεννόηση των αγωνιστών και των μελών της ΕΟΚΑ, τόσο μεταξύ τους όσο και με το Προξενείο. Επιπλέον, φαίνεται να συντόνιζε την επικοινωνία της Οργάνωσης με όσους λειτουργούσαν ως δίαυλοι με την Αθήνα και το εκεί αρμόδιο Υπουργείο των Εξωτερικών, ενώ μετά την εξορία του Μακαρίου και ώς την αποχώρησή του από την Κύπρο, τον Αύγουστο του 1956, ανέλαβε την ευθύνη της αναπλήρωσης του κενού στην πολιτική καθοδήγηση του Αγώνα, διατηρώντας καθημερινή σχεδόν επικοινωνία με τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, με τον οποία μάλιστα συναντήθηκε στο κρησφύγετό του στο Τρόοδος τη Δευτέρα του Πάσχα του 1956.[18]

Στο πλαίσιο αυτών των πρωτοβουλιών, ταξίδεψε στα τέλη Μαΐου του 1956 στη Βηρυτό και, τη στιγμή που είχαν ήδη ανακοινωθεί και στους τρεις εμπλεκόμενους διπλωμάτες (Σεφέρη, Παππά και Ρούφο) οι επικείμενες μεταθέσεις τους, ενημέρωσε τον απερχόμενο πρέσβη για τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό· Σεφέρης και Φραγκόπουλος υιοθέτησαν τα ψευδώνυμα «Βρούτος» και «Βαρνάβας» (αντίστοιχα) για σκοπούς καλύτερου συντονισμού των δράσεών τους, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και η διερεύνηση της δυνατότητας αποστολής όπλων και πολεμοφοδίων από τη Συρία και τον Λίβανο στην Κύπρο – οι αποκαλούμενες «σοκολάτες» του Σεφέρη.[19]

Ακριβώς την περίοδο αυτή, ο Σεφέρης θα στείλει ο ίδιος την κυπριακή του συλλογή στον Ρούφο, τη στιγμή που ο Φραγκόπουλος επίμονα ζητούσε την άποψη του φίλου του για τον «τελευταίο Σεφέρη», μιας και στην Αθήνα, όπως του έγραφε, ο κόσμος «puzzled [αμήχανος]» τον έβρισκε «παιχνιδιάρη και ανάρμοστα ασοβάρευτο», με πολλά «pastiches» και με μερικά μόνο ποιήματα (την «Ελένη», την «Έγκωμη» και τη «Σαλαμίνα της Κύπρος») να ξεχωρίζουν.[20] Ο Ρόδης από τη μεριά του, προσφωνώντας με ασυνήθιστη οικειότητα τον ποιητή («Αγαπητέ μεγάλε σύντροφε»), θα τον ευχαριστούσε με «λυρικό» τρόπο και θα άφηνε το συναίσθημα να ξεχειλίσει (όντας σε «Stimmung [διάθεση])», επηρεασμένος δικαιολογημένα από τα πρόσφατα τότε γεγονότα της κατάρρευσης των συνομιλιών Μακαρίου-Χάρντιγκ και την επακόλουθη εξορία του Αρχιεπισκόπου στις Σεϋχέλλες, που θα άνοιγε τον «ασκό του Αιόλου» στο Κυπριακό, οδηγώντας, μεταξύ άλλων, στους πρώτους απαγχονισμούς αγωνιστών στην Κύπρο (Μάιος 1956) και σε πρωτόγνωρη όξυνση τις σχέσεις Ελλάδας και Μ. Βρετανίας, λόγω και των μαζικών συλλαλητηρίων στην Αθήνα και σε όλες σχεδόν τις μεγάλες ελληνικές πόλεις:

Ήθελα να γράψω, να ευχαριστήσω για τα ποιήματα της Κύπρου – όπως ευχαριστεί κανένας για ένα βιβλίο που του δωρήθηκε από καλοσύνη, βιβλίο μισογνωστό, κιόλας, που θα διαβαστεί σε μιαν ελεύθερη ώρα. Απόψε όμως, με καρδιά βαριά για όσα γίναν τούτες τις μέρες, άνοιξα και ξεφύλλισα: και βρήκα τη «Μνήμη, Α´», και ξαναβρήκα τη «Σαλαμίνα» και με βοήθησαν πολύ σ’ απόφαση κι ελπίδα, δίχως μίσος. Ευχαριστώ![21]

Τα ποιήματα που ξεχώρισε ο Ρούφος (μαζί με την «Ελένη» και την «Έγκωμη») κέρδιζαν περισσότερο, όπως έγραφε στον Φραγκόπουλο, σε δεύτερη ανάγνωση, υπό το φως και όσων συνέβαιναν στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος εξακολουθούσε να προτιμά τον Σεφέρη της εφηβείας του, της Στροφής, της Στέρνας και, ιδίως, του Ερωτικού Λόγου,[22] με «τη μουσική, τη μέθη του».[23] Πέρα, όμως, από την αισθητική αποτίμηση, αυτό που φαίνεται ήδη από την πρώτη αυτή αντίδραση του Ρούφου στα κυπριακά ποιήματα είναι ότι διακρίνει στη συλλογή τη μετρημένη και στοχαστική απόδοση του δράματος που ήταν σε εξέλιξη την περίοδο εκείνη, με σαφή τοποθέτηση υπέρ του δικαίου των Ελλήνων της Κύπρου, χωρίς εντούτοις τις εύκολες δημαγωγίες και τον φθηνό εθνικισμό όσων ανέμεναν μια πατριωτική ποίηση με ρητορικό στόμφο και κηρύγματα μίσους εναντίον των Άγγλων.

Αυτή την «πνευματική τιμιότητα» του Σεφέρη θα επισημάνει και στο άρθρο που θα του αφιερώσει το 1963, με αφορμή τη βράβευσή του με το Νόμπελ:

Η στάσις του έναντι του προβλήματος της Κύπρου, δείχνει καθαρά την πνευματική του τιμιότητα. Όταν βρέθηκε στο νησί ως τουρίστας, το 1955, συγκινήθηκε βαθύτατα από τον αιματηρόν αγώνα που διεξήγαγεν ο ελληνικός πληθυσμός εναντίον των βρετανικών αποικιακών Αρχών, κι αποφάσισε να κάνει την δική του έρευνα. Διασχίζοντας ακούραστα την επαναστατημένη χώρα, επεσκέφθη όλες τις γωνιές, έσκυψε επάνω στα παλιά χρονικά και στα μνημεία του παρελθόντος και περισσότερον ακόμη κουβέντιασε ώρες με τους κατοίκους, βοηθούμενος σ’ αυτό από το εκπληκτικό του ταλέντο να εγκαθιστά σχέσεις οικειότητος και εμπιστοσύνης με τους απλούς ανθρώπους του λαού. Αγνοώντας κάθε σύνθημα και κάθε προκατειλημμένη ιδέα, θέλησε ν’ ανακαλύψει μόνος του την ψυχή του νησιού, να μελετήσει τον ελληνικό του χαρακτήρα και μετά να πάρει μια θέση. Απ’ αυτήν την λεπτομερέστατη μελέτη, που έγινε με ευσυνειδησία και πραγματικό σπαραγμό –αριθμούσε μερικούς από τους πιο αγαπητούς φίλους του μεταξύ των Άγγλων, που ευρίσκοντο από την άλλη πλευρά του οδοφράγματος– βγήκε ένας Σεφέρης ερωτευμένος με το νησί και βαθύτατα πεπεισμένος για το δίκαιο των Ελλήνων επαναστατών. Εξέφρασε τα αισθήματά του αυτά σε μια ποιητική του συλλογή για την Κύπρο, σ’ έναν τόνο σπάνιας ευγένειας και χωρίς να περιπέσει ούτε μια στιγμή στην μεγαλοστομία του φθηνού εθνικισμού,[24] που συνετάραζε τότε πλήθος από Έλληνες διανοουμένους. […] Η πικρία του έναντι των πρώην συμμάχων και προσωρινών αντιπάλων, δεν προχώρησε μακρύτερα απ’ αυτό», δηλαδή από την απογοήτευση που διακρίνεται για τους «φίλους του άλλου πολέμου» στους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος «Σαλαμίνα της Κύπρος».[25]

Όταν ο Ρούφος διατυπώνει αυτές τις κρίσεις για τη στάση του Σεφέρη απέναντι στο ζήτημα της Κύπρου, έχει ήδη ξεκινήσει ο πόλεμος από διάφορες εφημερίδες (κυρίως της Δεξιάς) για «ξεπούλημα» της εθνικής υπόθεσης, ώστε να εξασφαλίσει το Νόμπελ – ενδεχομένως, η πιο προσφιλής μομφή διαχρονικά (και ώς τις μέρες μας) για τους ποικιλώνυμους κήνσορες του Σεφέρη.[26] Την ίδια αυτή ακεραιότητα του Σεφέρη θα αναδείξει και πάλι ο Ρούφος λίγα χρόνια αργότερα σε ένα κείμενό του (και πάλι στο Βήμα) για τα εβδομηντάχονά του σε μια συγκυρία ιδιαίτερα αρνητική για τον ποιητή· πρόκειται για μια περίοδο έντονων επιθέσεων, που ενορχήστρωσε η Χούντα, αντιδρώντας στη «Δήλωση»,[27] τη μελοποίηση ποιημάτων του από τον Μίκη Θεοδωράκη, καθώς και την υποστήριξη που πρόσφερε στην ομάδα των Δεκαοχτώ Κειμένων (1970) με την πρόταξη του «κυπριακού» του ποιήματος «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα».

Και εδώ ο Ρούφος θα στηλιτεύσει επίσης την τάση πολλών να θεωρούν πατριωτικό μόνο ό,τι είναι πομπώδες και θα επαναλάβει τον αγαπημένο του στίχο από τον «Τελευταίο σταθμό»:

Στους αντίποδες της εύκολης ρητορείας, ο Σεφέρης απόφυγε πάντα τη μεγαλοστομία, ακόμα και την πατριωτική. Τον αληθινό ηρωισμό τον έβλεπε σεμνό και προβληματιζόμενο: «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά». Ξαναβρήκε κάποτε την ελευθερία της η Ελλάδα, αλλά ύστερα από δέκα χρόνια ήρθε η σειρά της Κύπρου ν’ αγωνιστεί για τη δική της. Ο Σεφέρης την επισκέφτηκε, γνώρισε το λαό της και έδωσε δίκιο στον αγώνα του – αγώνα που βοήθησε όσο μπόρεσε, από το 1956 ώς το 1960, πρώτα από την Κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών κι έπειτα από την Πρεσβεία του Λονδίνου. Πιστός μολοτούτο στο ήθος του ακέραιου πνευματικού ανθρώπου, κρατήθηκε μακριά από τους φανατισμούς και τις ασχημίες των εθνοκαπήλων που ήθελαν να υποδαυλίσουν στους Έλληνες αιώνιο μίσος εναντίον του Αγγλικού λαού εξαιτίας της λαθεμένης πολιτικής που ακολουθούσε τότε η Αγγλική Κυβέρνηση. Σε συγκρατημένο τόνο, τα ποιήματα του Κύπρον ού μ’ εθέσπισεν… πάλλονται ωστόσο από αγάπη για το νησί, για τους ανθρώπους του, για την ελληνική του ιστορία. Διακριτικό μένει το παράπονο προς τους «φίλους του άλλου πολέμου».

Όμως, τώρα, σε συνθήκες ανελευθερίας και διώξεων ανάλογων των απολυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων κάθε μορφής και κάθε εποχής, ο Ρούφος, μέσα από τους στίχους της «Σαλαμίνας της Κύπρος», θα αισθανθεί την ανάγκη να υποδείξει «σ’ όσους επαίρονται για την υλική τους δύναμη –στους τυράννους όλων των αιώνων– το πού οδηγεί η Ύβρη».[28]

Αξίζει  στο σημείο αυτό να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Ρούφος είχε δεχτεί προηγουμένως τα βέλη διαφόρων λογίων (του Ρένου Αποστολίδη, του Αλέξανδρου Αργυρίου και του Δημήτρη Ραυτόπουλου) για το δικό του «μυθιστόρημα του Κυπριακού Αγώνα»· στα κριτικά τους κείμενα ήταν ευδιάκριτες οι αιχμές για τα «αηδόνια που κελαηδούν πάντα στις Πλάτρες» και για το «θαύμα» που δεν «λειτούργησε» στην περίπτωσή του – προφανώς, σε αντίθεση με τον Σεφέρη. Μάλιστα, με αφορμή ένα στίχο από το ποίημα «Στα περίχωρα της Κερύνειας», ο οποίος περνούσε σχεδόν αυτούσιος στη Χάλκινη Εποχή, αφήνονταν σαφή και σαρκαστικά υπονοούμενα από τον Δ. Ραυτόπουλο για εκείνη την έκθαμβη κατάφαση στην αποκάλυψη του αρχαϊκού κάλλους και ήθους της κυπριακής ανθρωπογεωγραφίας, που ήταν κοινή στους «εστέτ» της «παρακμής» με τη βολικά εξιδανικευτική παρουσίαση του κυπριακού λαού (του «πόπολου»), μέσα από το πρίσμα ενός παρωχημένου, ρομαντικού και αποικιοκρατικού φιλελληνισμού του 19ου αιώνα· μόνο που ο νεότερος συγγραφέας, με διάχυτο και δύσκολα αποκρυπτόμενο τον θαυμασμό του προς οτιδήποτε βρετανικό, φαίνεται να ξεπερνούσε, σύμφωνα και με τον «λίβελο» του Ρ. Αποστολίδη, τον πρεσβύτερο συνάδελφό του σε δουλοπρέπεια και αγγλόφιλο ραγιαδισμό.[29]

Οι κριτικοί, λοιπόν, που προέρχονταν περισσότερο από τον χώρο της ελλαδικής Αριστεράς (ή ήταν προσκείμενοι σε αυτόν) είδαν στον Ρούφο μάλλον τον επίσημο απολογητή των χειρισμών της ελληνικής διπλωματίας στο Κυπριακό· μια πολιτική που ήταν γι’ αυτούς συνέπεια και συνέχεια της «εθελόδουλης» στάσης του αστικού κόσμου απέναντι στους δυτικούς προστάτες του. Έτσι, Η Χάλκινη Εποχή επικρίθηκε, όπως και προηγουμένως τα κυπριακά ποιήματα του
Σεφέρη,[30] ως ένα ακόμη δείγμα της μειωμένης εθνικής ευαισθησίας και συνείδησης των ιδεολογικών εκφραστών της «εθνικοφροσύνης» ‒ σχεδόν ως μια εκδούλευση των συγγραφέων-διπλωματών, προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια των ανωτέρων τους στο υπουργείο Εξωτερικών και στην κυβέρνηση Καραμανλή.

Τέτοιες κατηγορίες φαντάζουν σήμερα παντελώς αστήριχτες, υπό το φως και όσων γνωρίζουμε για τη δράση του Σεφέρη και του Ρούφου στην Κύπρο, για τη στάση τους στο εθνικό ζήτημα κατά τα επόμενα χρόνια, αλλά και για τον εν γένει βίο και την πολιτεία τους ως δημόσιων λειτουργών, συγγραφέων και διανοουμένων. Από όσα αξιόπιστα στοιχεία είναι στη διάθεση των ερευνητών, προκύπτει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι και οι δυο τους συγκινήθηκαν από την προσήλωση των Ελλήνων της Κύπρου στο ενωτικό ιδεώδες και υποστήριξαν με κάθε τρόπο και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, αψηφώντας ώς ένα βαθμό την ίδια την επίσημη γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης, τη διεκδίκησή τους για άμεση (ή, έστω, εντός «ευλόγου και τακτής προθεσμίας») Αυτοδιάθεση και Ένωση με την Ελλάδα.[31]

Μάλιστα, η ανάμειξη του Ρούφου στον Κυπριακό Αγώνα δεν θα τερματιστεί με την ανάκλησή του στην Κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά θα συνεχιστεί τουλάχιστον ώς το 1958, όπως προκύπτει από δύο επιστολές του στον ίδιο τον Γρίβα, αλλά και από την αλληλογραφία του με τον «Μπούλη» – όπου και γίνονται κάποιες αινιγματικές νύξεις σε «βιβλία» (το πιθανότερο, όπλα) από το Αμβούργο, που στέλνονται στον Ρούφο, μέσω της γερμανικής Deutsche Levante-Linie, της ναυτιλιακής εταιρείας τα συμφέροντα της οποίας εκπροσωπούσαν οι Αφοί Ρήγα στη Βηρυτό μέσω του Φραγκόπουλου.[32] Εξάλλου, ο Ρούφος, κατόπιν δικού του αιτήματος, αρνήθηκε τη μετάθεση στην Ουάσιγκτον, προκειμένου να συνεχίσει την ενασχόλησή του με το Κυπριακό από κοντά, ίσως και για να συνεργαστεί στενότερα με τον Σεφέρη,[33] ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει υπεύθυνος της Β΄ Πολιτικής Διεύθυνσης του υπουργείου Εξωτερικών, με αρμοδιότητα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την Κύπρο.

Είναι, λοιπόν, δικαιολογημένη η απογοήτευσή του, όταν αντιλαμβάνεται ότι, εκτός από τον πολιτικό του προϊστάμενο, τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, είναι και ο Σεφέρης που τον κρατούσε σε κάποια απόσταση, όπως προκύπτει από αντίστοιχη εγγραφή στο αδημοσίευτο προσωπικό του ημερολόγιο, το οποίο και είχε αρχίσει να διατηρεί από τον καιρό της θητείας του στην Κύπρο: 

Με το Σεφεριάδη, που διευθύνει τη Β΄ Πολιτική (Κυπριακό) ελάχιστη επαφή. Για κάποιο λόγο με κρατάει μακριά. Η φιλικότερη «σχέση εμπιστοσύνης» που πήγε να δημιουργηθεί στα δυο του ταξίδια στην Κύπρο (καλοκαίρια ’54 και ’55) χάθηκε ανεξήγητα. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται σ’ επηρεασμό του από κυβερνητικούς «μετριοπαθείς» κύκλους που με θεωρούν εμένα «αδιάλλακτο» (από εγγραφή ημερομηνίας 1 Απριλίου 1957).   

Είναι αλήθεια ότι ο Ρούφος είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύνταξη του υπομνήματος της Εθναρχίας προς τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Μάιο του 1956, με το οποίο η κυπριακή ηγεσία ζητούσε ουσιαστικά, μετά τους απαγχονισμούς των Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, την παραίτηση του έλληνα υπουργού Εξωτερικών Σπύρου Θεοτόκη – κάτι που φαίνεται ότι δεν συγχώρησε στον νεαρό διπλωμάτη ο διάδοχός του στο ΥΠΕΞ, Ευάγγελος Αβέρωφ. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις του Μακαρίου με τον τότε κυβερνήτη της Κύπρου, στρατάρχη Χάρντιγκ, το διάστημα Οκτωβρίου 1955 - Φεβρουαρίου 1956, ο Ρούφος όχι μόνο υποστήριξε αλλά ουσιαστικά συνέβαλε με τις εισηγήσεις του στη διαμόρφωση της «σκληρής» τακτικής του Εθνάρχη· μάλιστα, ο Νίκος Κρανιδιώτης, γραμματέας τότε της Εθναρχίας και εξ απορρήτων του Αρχιεπισκόπου, αναφέρεται στις εκ των υστέρων δεύτερες σκέψεις του Ρούφου σχετικά με το ύφος και τις θέσεις της ελληνικής κυπριακής πλευράς, που θα μπορούσαν να είναι «μετριοπαθέστερες», προκειμένου να αποφευχθεί το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων με τις τραγικές συνέπειες που ακολούθησαν (εξορία του Μακαρίου, ένταση των κατασταλτικών μέτρων των Βρετανών, εντονότερη ανάμειξη της Τουρκίας κ.ά.).[34]

Από την άλλη, και ενώ είχε επέλθει η ρήξη Σεφέρη-Αβέρωφ με αφορμή τους χειρισμούς του τελευταίου στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία,[35] οι οποίες και θα κατέληγαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959), ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τον Ρούφο να συμμετάσχει στην επιτροπή που είχε συγκροτηθεί για τη λεπτομερειακή επεξεργασία των όρων της αρχικής Συμφωνίας της Ζυρίχης, ανάμεσα σε άλλους λόγους και επειδή θεωρούνταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης τόσο του Μακαρίου όσο και του Γρίβα. Ο Ευ. Αβέρωφ, ο Α. Βλάχος και συνολικά η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών πίστευαν ότι ο Ρούφος μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά την κυπριακή αντιπροσωπεία (και προσωπικά τον ίδιο τον Μακάριο) στην υιοθέτηση των χειρισμών της ελληνικής κυβέρνησης.[36]

O Ρούφος, ιεραρχικά πολύ κατώτερος του Σεφέρη στη διπλωματική υπηρεσία, δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνταχθεί με τους πολιτικούς του προϊσταμένους υπέρ της αναγκαιότητας αποδοχής των Συμφωνιών· με ιδιαίτερη επιστολή που απηύθυνε στον «Διγενή» από το Λονδίνο μέσω του διαδόχου του στο Προξενείο της Λευκωσίας, Αριστοτέλη Φρυδά, και ύστερα από σχετική οδηγία του έλληνα Πρωθυπουργού, ο Ρούφος εισηγήθηκε στον στρατιωτικό αρχηγό της ΕΟΚΑ να συναινέσει στους διακανονισμούς της Ζυρίχης-Λονδίνου. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη επιστολή του Ρούφου στον Γρίβα δεν ήταν προσωπική αλλά αυστηρά υπηρεσιακή, διερμηνεύοντας και μεταφέροντας στον «Διγενή» τις απόψεις του Καραμανλή γύρω από τα θετικά σημεία των Συμφωνιών, απαλύνοντας ταυτόχρονα τις όποιες αρνητικές τους πρόνοιες.[37]

Σε κάθε περίπτωση, η παραμονή του Ρούφου στο Λονδίνο και μετά την υπογραφή των Συμφωνιών σήμαινε αναγνώριση των ικανοτήτων και των ειδικών του γνώσεων, καθώς και απόδειξη του αδιάπτωτου ενδιαφέροντός του για το Κυπριακό, ώς και την τελική ρύθμιση των λεπτομερειών κατά τη μεταβατική περίοδο, πριν από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Στην αγγλική πρωτεύουσα θα ανανεωνόταν η συνεργασία του με τον πρέσβη Σεφέρη σε άλλο κλίμα, οπότε και συνυπήρξαν στη Μεικτή Επιτροπή και στην Πενταμερή Διάσκεψη για το Κυπριακό. Ειδικότερα, ο Ρούφος ορίστηκε, εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, αναπληρωτής του Σεφέρη στις διαπραγματεύσεις που αφορούσαν την ετοιμασία των Συνθηκών Εγκαθίδρυσης, Εγγυήσεως και Συμμαχίας και ποικίλα άλλα ζητήματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο καθορισμός των ορίων των κυρίαρχων περιοχών των Βρετανικών Βάσεων στο νησί, όπως και των διευκολύνσεων που θα απολάμβαναν από τη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία.

Ο Ρούφος, υιοθετώντας και πάλι φιλοκυπριακή και «άκαμπτη» γραμμή, στήριξε τους χειρισμούς του Μακαρίου και του ελληνοκύπριου ομολόγου του στην επιτροπή, Ζήνωνα Ρωσσίδη, στις προσπάθειές τους για περιορισμό της έκτασης των βάσεων και τη συμπερίληψη σε αυτές όσο το δυνατό λιγότερων κατοικημένων περιοχών. Και πάλι οι Βρετανοί θα παραπονούνταν στον Ευ. Αβέρωφ για τη σθεναρή και «αδιάλλακτη» στάση του Ρούφου,[38] ζητώντας τη μεσολάβηση του έλληνα υπουργού Εξωτερικών, ώστε ο διαπραγματευτής του να πειστεί να αποδεχτεί ή να προσεγγίσει έστω τις βρετανικές θέσεις στο επίμαχο θέμα της έκτασης των βάσεων· στις αιτιάσεις τους εναντίον του Ρούφου υποστήριζαν, μάλιστα, πως η όλη στάση του στις συνομιλίες παραβίαζε «τη σταθερή συμμαχική γραμμή Ελλάδας, Τουρκίας και Αγγλίας, όπως αυτή είχε σχηματιστεί μετά τον Δεκέμβριο του 1958».[39]  

Στο Λονδίνο, επίσης, ο Σεφέρης, ο οποίος και είχε μάθει για την προετοιμασία της Χάλκινης Εποχής ήδη από τα τέλη του 1958, όταν έλαβε τον καταληκτικό, τρίτο τόμο της τριλογίας του Χρονικού, την Άλλη όχθη, θα διάβαζε το «κυπριακό μυθιστόρημα»-απάντηση του Ρούφου στα προπαγανδιστικά και δυσφημιστικά Πικρολέμονα του κοινού τους φίλου Λόρενς Ντάρελ· θα σημείωνε, μάλιστα, στο δικό του ημερολόγιο ότι ανέγνωσε ολόκληρες τις «Αγουρίδες», το κεφάλαιο δηλαδή της Age of Bronze «περί Bitter Lemons», που στρεφόταν ευκρινώς εναντίον του Ντάρελ και τελικά αφαιρέθηκε από το μυθιστόρημα ύστερα από απαίτηση του άγγλου εκδότη – χωρίς, όμως, να προσθέσει κανένα άλλο σχόλιο.[40]

Ταυτόχρονα, ο Ρούφος φαίνεται να ήταν ενήμερος των ενστάσεων του Σεφέρη στο Κυπριακό και κατανοούσε τις έντονες επιφυλάξεις του για κάποιους από τους όρους των Συμφωνιών, αν κρίνει κανείς από όσα δημόσια θα κατέθετε στη «Βραδιά Σεφέρη», στην πρώτη εκδήλωση ύστερα από την εκδημία του ποιητή, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 1971 με πρωτοβουλία της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ) και με συντονιστή τόσο της διοργάνωσης όσο και της εκδήλωσης τον ίδιο:

Έχω την ελπίδα ότι κάποτε θα μελετηθεί σοβαρά, όπως της αξίζει, η εθνική δράση που ανέπτυξε ο Σεφέρης επί δεκαετίες, από την εποχή που ήταν υποπρόξενος στην Κορυτσά, στα χίλια εννιακόσια τριάντα τόσα, ώς την εποχή που βρέθηκε πρέσβης στο Λονδίνο. Η μόνη φάση αυτής της σταδιοδρομίας για την οποία θα μπορούσα να μιλήσω από άμεση εμπειρία είναι τα χρόνια όπου βρισκόταν σ’ έξαρση η υπόθεση της Κύπρου. Γιατί τότε είχα την ευτυχία να βρεθώ πολύ κοντά του, και σα φίλος και σαν υπηρεσιακός συνεργάτης. Τον θυμάμαι να περιδιαβάζει την Κύπρο και να μελετάει με συγκίνηση τα χρονικά της, και τα έθιμά της, και τη διάλεκτο, και ν’ αποθηκεύει υλικό για τα έξοχα εκείνα ποιήματα που της έχει αφιερώσει. Ξέρω πόσο την αγάπησε και πόσο προσπάθησε να βοηθήσει τον αγώνα της για την ελευθερία. Ακόμα δεν έχει έρθει η ώρα για να γνωσθούν οι λεπτομέρειες όλων αυτών. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι είχε φτάσει στα πρόθυρα του να παραιτηθεί από τη διπλωματική σταδιοδρομία επειδή σε κάποιο σημείο είχε διαφωνήσει με την επίσημη πολιτική μας επί του Κυπριακού κι αναρωτιόταν αν του επιτρέπει η συνείδησή του, η εθνική, να εξακολουθεί να υπηρετεί. Όταν μαθευτούν όλ’ αυτά θα φανεί ότι είναι δυνατό να είναι κανένας μεγάλος ποιητής και συνάμα ένας νηφάλιος κι αφοσιωμένος υπηρέτης του εθνικού συνόλου.[41]

Έχουμε, όμως, ήδη περάσει στα χρόνια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, που θα σηματοδοτήσουν και την περίοδο της στενότερης σχέσης των δύο ανδρών ώς και τον θάνατό τους – με διαφορά μόλις ενός έτους. Προηγουμένως, ο Ρούφος θα έχει δημοσιεύσει μια σειρά από σημαντικά δοκίμιά του πάνω σε ζητήματα ιστορικού ενδιαφέροντος, πολιτισμικής εξέλιξης και εθνικής ταυτότητας στο περιοδικό Εποχές, όπου σύμβουλος έκδοσης ήταν και ο Σεφέρης.[42] Συμπλέοντας μαζί του, ο Ρούφος, αμέσως μετά την επιβολή της Χούντας, υιοθέτησε την ίδια εκούσια στάση «σιωπής» - άρνησης, δηλαδή, δημοσιοποίησης οποιουδήποτε κειμένου του στην Ελλάδα, όσο διαρκούσε η προληπτική λογοκρισία. Ύστερα και από τη διάσημη «Δήλωση» του ποιητή εναντίον του καθεστώτος (28 Μαρτίου 1969), τη μετάφραση της οποίας στα αγγλικά ανέλαβε ο ίδιος, όπως και τη σύνταξη ενός συνοδευτικού κειμένου για διανομή της σε ξένους ανταποκριτές και αναμετάδοσή της από διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, ο Ρούφος, επικροτώντας τη θαρραλέα στάση του ποιητή, θα πρωτοστατούσε με διάφορες παρεμβάσεις του στην προβολή της «φωνής», της προσωπικότητας και, κυρίως, του ήθους του πρεσβύτερου συναδέλφου του ως συγγραφέα, διπλωμάτη και δημόσιου προσώπου.

Ως πρώτη κίνηση συμπαράταξης του πνευματικού κόσμου με τον Σεφέρη, ο Ρούφος συνέταξε μαζί με τον Αλέξανδρο Κοτζιά τη λεγόμενη επιστολή των «Δεκαοκτώ Αθηναίων Συγγραφέων» (23 Απριλίου 1969), η οποία κατήγγειλε τη λογοκρισία, την αναγκαστική και χωρίς την άδεια των δημιουργών τους δημοσίευση κειμένων τους στον Τύπο (περίπτωση της Ανθολογίας Πεζογραφίας του Αποστολίδη), όπως και το γενικότερο καθεστώς πνευματικής ανελευθερίας που είχε επικρατήσει στην Ελλάδα· η ανακοίνωση αυτή κατέληγε ως εξής:

Τιμούμε το Γιώργο Σεφέρη, γιατί πρώτος επισήμανε τους κινδύνους, που αυξάνουν όσο παρατείνεται η σημερινή κατάσταση. Ελπίζουμε η φωνή του μεγάλου ποιητή να μην αποδειχτεί φωνή Κασσάνδρας.

Στον ίδιο τόνο και για το ίδιο θέμα, εξήρε τη στάση τού «παγκόσμια πια δοξασμένου» ποιητή στο κείμενο του αφιερώματος για τα εβδομηντάχρονα του Σεφέρη στο Βήμα (1 Μαρτίου 1970)· ο Ρούφος έγραφε ότι, μετά τη συνταξιοδότησή του από τη διπλωματική υπηρεσία και τη βράβευσή του με το Νόμπελ, ο ποιητής είχε δικαίως αποτραβηχτεί από τον «δημόσιο βίο», εφόσον πλέον «ο ελληνισμός ήταν ελεύθερος» και μπορούσε επιτέλους να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην «προσωπική του δουλειά», μακριά από άλλους περισπασμούς:

Ώσπου ξάφνου ξημέρωσε, αναπάντεχα, «η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει». Υπάρχουν σιωπές πιο εύγλωττες από οποιαδήποτε λόγια. Τέτοια στάθηκε η σιωπή του Σεφέρη, που προτίμησε ν’ αποσύρει έργα του έτοιμα για τύπωμα παρά να δεχτεί την υποβολή τους σε λογοκρισία. Δυο χρόνια αργότερα αποφάσισε να μιλήσει: […]. Έδειξε μ’ αυτό τον τρόπο ο Σεφέρης πότε επιβάλλεται, μετά τη σιωπή, κι η λύση της: όταν πρόκειται να ειπωθούν λόγια ελεύθερα. Συγκλόνισε το Έθνος η φωνή του καθώς αντήχησε μέσα στη νύχτα –τίμια, νηφάλια και δυνατή όσο κι ο άνθρωπος– γιατί συνόψιζε άλλη μια φορά την αγωνία του λαού μας για τη μοίρα του, αγωνία θρεμμένη από χιλιάδες χρόνια ανθρώπινο πόνο και πόθο λευτεριάς».[43]

Την ίδια αγωνία συμμεριζόταν αναμφίβολα και ο Ρούφος, ο οποίος ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις πνευματικές εκδηλώσεις αντίστασης εναντίον της δικτατορίας με ποικίλα λογοτεχνικά και, κυρίως, δοκιμιακά και πολιτικά κείμενα ή και μελέτες – στρατευμένα όλα «γύρω σ’ εκείνο που χάθηκε»·[44] από καθαρά λογοτεχνικής πλευράς, το πιο σημαντικό έργο του ήταν το αλληγορικό, ειρωνικό και βαθύτατα πολιτικό (πλην ανολοκλήρωτο) μυθιστόρημά του, Βίβα Βολιγουάη που δεν δημοσιεύτηκε τότε, αλλά συμπεριλήφθηκε στη μεταθανάτια έκδοση της Επιλογής.[45] Ο ίδιος, εξάλλου, ήταν από τους λίγους που αρνήθηκαν να υπηρετήσουν το στρατιωτικό καθεστώς από την πρώτη στιγμή της επιβολής του, προκαλώντας την απόλυσή του από το Διπλωματικό Σώμα και το υπουργείο Εξωτερικών «λόγω αυτογνωμόνου απουσίας εκ της υπηρεσίας».[46]

Στο πλαίσιο της προσπάθειας ενημέρωσης της κοινής γνώμης στο εξωτερικό για την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών, εντάσσεται και η έκδοση του βιβλίου-καταγγελίας του καθεστώτος, Vérité sur la Grèce (ανώνυμα, αρχικά στη Λωζάνη, 1970) – και το ίδιο, με το ψευδώνυμο «Athenian», μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον Richard Clogg ως Inside the Colonels’ Greece (Λονδίνο, Chatto & Windus, 1972). Παράλληλα, με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας τον Οκτώβριο του 1969, συνέβαλε με αποφασιστικό τρόπο (από κοινού με τον Στρατή Τσίρκα) στη σύμπραξη των Δεκαοχτώ κειμένων, ενώ συμμετείχε και στην εκδοτική ομάδα των Νέων Κειμένων (1 και 2, αρχές και φθινόπωρο του 1971).[47]

Ήταν, ωστόσο, η εμπλοκή του Ρούφου στη σύσταση, στο διοικητικό συμβούλιο και στις δραστηριότητες της ΕΜΕΠ, που θα τον οδηγούσε σε επανειλημμένες παρεμβάσεις υπέρ του Σεφέρη, σε μια εποχή κατά την οποία η «Δήλωση» του τελευταίου (και η εκστρατεία σπίλωσης του ονόματός του από την πλευρά της χουντικής εξουσίας) του είχαν προσδώσει μια μοναδική αίγλη στα μάτια συγγραφέων, πανεπιστημιακών, καλλιτεχνών και, γενικότερα, πνευματικών ανθρώπων που διερευνούσαν τρόπους αντίδρασης με νόμιμα μέσα έναντι των Συνταγματαρχών και έβλεπαν στο πρόσωπο του νομπελίστα ποιητή τον φυσικό τους ηγέτη και το σύμβολο του αγώνα τους.

Στο πλαίσιο αυτής της υπεράσπισης του ποιητικού και πολιτικού ήθους του Σεφέρη, ο Ρούφος θα αντιδράσει αμέσως σε μια ανταπόκριση του περιοδικού Time από την Ελλάδα (24 Αυγούστου 1970), η οποία έβλεπε με θετικό μάτι, μεταξύ άλλων, την ύφεση των διωκτικών πρακτικών της Χούντας έναντι των αντιφρονούντων μέσα από τη χαλάρωση των κατασταλτικών μέτρων και την επικείμενη, δεύτερη για το 1970, απελευθέρωση εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι είχαν επιδείξει ένα «πνεύμα συνεργασίας». Στην προσχηματική αυτή απόπειρα δημιουργίας ενός κλίματος ομαλότητας και δημοκρατικής ανοχής, το στρατιωτικό καθεστώς ενέταξε και τη μερική άρση της λογοκρισίας, όπως και, γενικότερα, τη φαινομενική αναστολή των αυστηρών περιορισμών έκφρασης σε ανθρώπους των Τεχνών και των Γραμμάτων.

Απτή απόδειξη της νέας αυτής πολιτικής «μετριοπαθούς κριτικής» από τον χώρο του πνεύματος ήταν, σύμφωνα με το δημοσίευμα, και η έκδοση των Δεκαοχτώ Κειμένων, όπου, εκτός από τον «Γύψο» του Θανάση Βαλτινού, η εισαγωγική συνεισφορά του Σεφέρη με τις «Γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα» έδειχνε μια ήπια και συγκαλυμμένη (αν και κάπως «δυσνόητη») υποστήριξη των πρωτεργατών της 21ης Απριλίου. Βασισμένος σε «έναν παλιό κυπριακό θρύλο», ο νομπελίστας ποιητής υπονοούσε ότι «μια δράκα από γάτες (δηλαδή, οι συνταγματάρχες) εξοντώνουν μια εισβολή από φίδια (δηλαδή, από τους κομμουνιστές), έστω και αν οι ίδιες γάτες (συνταγματάρχες) καταλήγουν να πεθαίνουν δηλητηριασμένες από τα φίδια (κομμουνιστές)». Δίχως αμφιβολία, επρόκειτο για μια τελείως εσφαλμένη (ίσως και εσκεμμένη) «παρανάγνωση» του ποιήματος από τον συντάκτη του αμερικανικού περιοδικού.

Ο Ρούφος έσπευσε αμέσως να διαμαρτυρηθεί «τόσο ως φίλος και θαυμαστής του Σεφέρη, όσο και ως μέλος της συγγραφικής ομάδας του βιβλίου για το οποίο γίνεται λόγος και – last but not least, ως εραστής των γάτων». Ο τόνος της επιστολής του στον αρχισυντάκτη του περιοδικού μπορεί να ήταν χιουμοριστικός, το γεγονός όμως αυτό δεν αποδυνάμωνε την πρόθεσή του να ανασκευάσει αυτή τη (μάλλον διόλου τυχαία) «παρερμηνεία» γύρω από τον συμβολισμό του ποιήματος:

Είναι αδιανόητο ο Σεφέρης, ο οποίος έχει καταδικάσει το παρόν καθεστώς με πολύ έντονο τρόπο, να εξίσωνε τα αξιαγάπητα γατιά-ήρωες με αυτό. Αντιθέτως, στον καθένα σε αυτή εδώ τη χώρα είναι φανερό ότι οι γάτες εκπροσωπούν αυτούς οι οποίοι, με μεγάλες θυσίες, έχουν πολεμήσει για την ελευθερία εναντίον των όφεων που σε διάφορες εποχές την απείλησαν –όχι απαραιτήτως κόκκινων όφεων.

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή «διαμαρτυρία» του στη διεύθυνση του περιοδικού με ένα «φιλικό νιάου», υποδείκνυε την ορθότερη αποκωδικοποίηση των μυθικών και μεταφορικών συνδηλώσεων του ποιήματος από την παρισινή εφημερίδα Le Monde, η οποία στις 18 Αυγούστου 1970 είχε παρουσιάσει «ακόμη πιο εύστοχα ένα σκίτσο που πρόσφατα βγήκε από κάποια φυλακή για δημοκράτες: δείχνει μια γάτα να κοιτά έξω από τα παράθυρο της φυλακής…».[48]

Στο μεταξύ, το καλοκαίρι του 1970, ο Ρούφος είχε συντάξει ένα πολύ προσωπικό κείμενο-απολογισμό για τα διλήμματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις που βίωσαν μέσα τους όλοι οι «πρώην» συγγραφείς, οι οποίοι ύστερα από συστηματική εξέταση όλων των δεδομένων, εξαντλητικές συζητήσεις και επώδυνη ενδοσκόπηση αποφάσισαν να κρατήσουν συνειδητά μια στάση σιωπής στα πρώτα περίπου δυόμισι χρόνια της δικτατορίας, για να επανέλθουν στην εκδοτική «δράση» στα τέλη του 1969, αξιοποιώντας ή, καλύτερα, εξαντλώντας όλα τα περιθώρια νομιμότητας που τους παρείχε το καθεστώς για τη συγκαλυμμένη έστω κριτική και καταγγελία του.[49] Η άρνηση δημοσιοποίησης οποιουδήποτε κειμένου τους στην Ελλάδα όσο διαρκούσε η προληπτική λογοκρισία είχε επικριθεί ως βολική απόσυρση από κάποιους όσο και η πρωτοβουλία των Δεκαοχτώ Κειμένων, όταν άλλοι επέμεναν «στη συνέχιση της απεργίας» με το σκεπτικό «ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει σε βαθμό που να δικαιολογεί την εγκατάλειψή της». Όλοι οι «μικροί και μεγάλοι Αμλέτοι των γραμμάτων» αντιμετώπιζαν αργά ή γρήγορα το ίδιο ερώτημα: «Έχει ή δεν έχει ο λογοτέχνης το χρέος να ’ναι, κατά κάποιο ποσοστό, συνείδηση και φραγγέλιο του κόσμου όπου ζει;»[50]

Μια πρώτη απάντηση, βέβαια, είχε ήδη δώσει ο Σεφέρης: «Οι περισσότεροι και ονομαστότεροι λογοτέχνες –πρώτος-πρώτος ο Γιώργος Σεφέρης– σώπασαν επίμονα επί τρία χρόνια. Όσοι διέκοψαν τη σιωπή το ’καναν μόνο για να διαμαρτυρηθούν για την κατάσταση: με ατομική δήλωση, όπως ο ίδιος ο Σεφέρης· με ομαδικό μανιφέστο, όπως δεκαοχτώ λογοτέχνες· με συνεντεύξεις στην εφημερίδα Έθνος, στη σύντομη άνοιξη που μεσολάβησε ανάμεσα στην άρση της προληπτικής λογοκρισίας και στην οριστική εξαφάνιση της θαρραλέας του φωνής».[51] Το πιο καθοριστικό, εντούτοις, επιχείρημα για να αδράξουν ξανά τους κονδυλοφόρους τους οι «πρώην» συγγραφείς το άκουσε ο Ρούφος από μια «φαινομενικά αναίσθητη» παρέα στο νησί που βρέθηκε και ο ίδιος, για να αναστοχαστεί «πάνω στην άμμο την ξανθή» το ακανθώδες ζήτημα της επανόδου του στη δημοσιότητα: η συντονισμένη, χορωδιακή απόδοση –«με μιαν ενότητα που φανέρωνε κάμποση προηγούμενη άσκηση»– της απαγορευμένης «Άρνησης», που είχε μελοποιήσει πρόσφατα και «θαυμάσια» ο Θεοδωράκης, δεν λειτούργησε μόνο ως ένας έξοχος αποχαιρετισμός των θαρραλέων εκδρομέων, ύστερα από μια μέρα ξεγνοιασιάς, αλλά και ως μια υπόμνηση της «στράτευσης» στην ελευθερία – του πιο θεμελιώδους ρόλου που καλείται διαχρονικά να επιτελέσει ένας πνευματικός άνθρωπος.

Ο θάνατος του Σεφέρη τον Σεπτέμβριο του 1971, την περίοδο που ετοιμαζόταν η τρίτη συνέχεια των Κειμένων, θα αποτελέσει, αναμφισβήτητα, πλήγμα προσωπικά και για τον ίδιο τον Ρούφο, όπως και τους συνοδοιπόρους της ΕΜΕΠ:

Στο πρόσωπο του Γιώργου Σεφέρη χάνουν τα Ελληνικά Γράμματα τη μεγαλύτερη σύγχρονη φυσιογνωμία τους και ο Ελληνισμός έναν απαράμιλλο ερμηνευτή της ιστορικής του μοίρας. Κάποτε το Έθνος θα τιμήσει επίσημα και επάξια τον ποιητή και στοχαστή, αλλά και τον θαρραλέο υπέρμαχο της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας των Ελλήνων. Σήμερα τον συνοδεύουν τα δάκρυα όλων όσων τον αγάπησαν –είτε μπορούν να μιλήσουν είτε όχι– μαζί με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα ξεχαστεί ποτέ το παράδειγμα εκείνου, που στάθηκε για όλους μας ένας σοφός οδηγός και αξέχαστος φίλος.[52]

Διόλου τυχαία και ενώ ο τόμος θα βρίσκεται στο τυπογραφείο, ο Ρούφος θα ζητήσει να ενταχθεί στις πρώτες σελίδες των Νέων Κειμένων 2 ένα μικρό, μεταθανάτιο αφιέρωμα στον Σεφέρη, τον «αγαπημένο πρωτομάστορα και φίλο», όπου συμπεριλήφθηκαν η «Δήλωση», το «Επί Ασπαλάθων», ένα γράμμα του ποιητή στη Μαρώ από το 1938 και το πεζό «Η Κιβωτός του Νώε», σε δική του επίσης μετάφραση:

Τώρα μπορούμε μονάχα να γονατίσουμε ευλαβικά μπροστά στον τάφο του, αναπολώντας μ’ ευγνωμοσύνη και συγκίνηση –αλλά με λόγια λιγοστά κι απλά, γιατί δεν αγαπούσε τις ρητορείες– το πόσο κοντά μας τον είχαμε νιώσει τα τελευταία χρόνια· όχι πια μόνο σα δάσκαλο της τέχνης, αλλά και σα σύντροφο και οδηγό σε δύσκολον αγώνα. Μαζί σωπάσαμε ένα μεγάλο διάστημα. Αργότερα, αγκάλιασε την εκδοτική μας προσπάθεια από τα πρώτα της βήματα, δίνοντας στα Δεκαοχτώ Κείμενα τις θαυμάσιες Γάτες του Άη Νικόλα και –ακόμα πιο σπουδαίο– το μεγάλο κύρος του ονόματός του. Από τότε δεν έπαψε ούτε στιγμή να μας παραστέκεται με την πολύπειρη σοφία του, αλλά και με τη φλογερή, αγέραστη εκείνη πίστη στην Ελλάδα και την ελευθερία που τον συντρόφεψε ώς το πονεμένο τέλος της ζωής του.[53]

Επιπλέον, στον πνευματικό απολογισμό της χρονιάς, που θα μεταδοθεί από την Deutsche Welle (8 Δεκ. 1971), ο Ρούφος θα δώσει έμφαση στο ενδιαφέρον του ποιητή για το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη μαζική συμμετοχή του κοινού στη «Βραδιά Σεφέρη» ως ακόμη μια ένδειξη του αγωνιστικού φρονήματος και του πνεύματος διαμαρτυρίας που η φωνή του-συνείδηση της Ρωμιοσύνης είχε αφυπνίσει σε ευρύτερα στρώματα του ελληνικού λαού:

Το πρόβλημα των πολιτικών κρατουμένων καίει τις συνειδήσεις όλων των απροσκύνητων Ελλήνων διανοουμένων. Ιδιαίτερα συγκινούσε τον Γιώργο Σεφέρη, τον μεγάλο ποιητή και μεγάλο Έλληνα. Γι’ αυτούς μιλάει στο τελευταίο κείμενό του που δημοσιεύτηκε όσο ζούσε, ένα άρθρο στο Παρισινό Φιγκαρό. Ο χαμός του πνευματικού αυτού πατέρα κι οδηγού μας, που ώς την τελευταία του πνοή πήρε μέρος στον αγώνα μας, σημάδεψε πένθιμα τη χρονιά. Ωστόσο κι ο θάνατός του ακόμα χρησίμεψε να δείξει το φρόνημα του λαού, και με τις εκδηλώσεις που έγιναν στην κηδεία του, αλλά και μ’ αυτό που σημειώθηκε τις προάλλες, στη Βραδιά Σεφέρη που οργάνωσε η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων για να τιμήσει τη μνήμη του. Είναι αδύνατο να υπολογιστεί ο αριθμός των ανθρώπων που δεν κατόρθωσε καν να πλησιάσει τη γεμάτη κιόλας αίθουσα, προσκρούοντας σε μιαν αστυνομική κινητοποίηση που σίγουρα δεν έχει ξαναγίνει ποτέ για φιλολογικό μνημόσυνο…[54]

Κάτω από το πρίσμα αυτό, η αντίδραση του Ρούφου στην «πολεμική» που θα εξαπολύσει την ίδια περίοδο ο γνωστός λόγιος και εκδότης Γιάννης Γουδέλης εναντίον του Σεφέρη δεν μπορεί να προκαλέσει έκπληξη. Ο Γουδέλης δημοσίευσε μια σειρά τριών, εκτενών σημειωμάτων στην Απογευματινή, με τον γενικό τίτλο: «Η πορεία των βραβείων Νόμπελ. Αντιδικίες και παρασκήνια στον κόσμο του πνεύματος – Από τον Σουλύ Πρυντόμ ώς τον Γιώργο Σεφέρη».[55] Με τα κείμενά του αυτά ο Γουδέλης και με έμμεσο τρόπο, πέρα από την προσπάθεια «αποκαθήλωσης» του Σεφέρη ως ποιητή (αλλά και ως διπλωμάτη), στόχευε να αντιπαρατεθεί ταυτόχρονα στον κύκλο της ΕΜΕΠ, τον οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε ως μια «κλειστή ομάδα, που προσπαθεί να μονοπωλήσει τον πνευματικό βίο, αποσκοπώντας να επαναφέρει το γνωστό στάτους κβο –χρησιμοποιώντας, τώρα, για παντιέρα τον Σεφέρη».[56]

Τα άρθρα του Γουδέλη υποτίθεται ότι είχαν την πρόθεση να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτημάτων του «αντικειμενικού αναγνώστη», ο οποίος μπορεί να αντιμετώπιζε με προκατάληψη τη «μοντέρνα ποίηση», δεν έπαυε όμως να είναι «καλόπιστος». Σε γενικές γραμμές, μαζί με κάποιες θετικές ή ουδέτερες γνώμες και άλλες αντικειμενικές διαπιστώσεις γύρω από τον κυρίαρχο τόνο, τις καταβολές και τις εκλεκτικές συγγένειες της σεφερικής ποιητικής, αναπαράγονταν και γνωστές επικρίσεις εναντίον του για άκριτη υιοθέτηση των χωρίς όρια «ελευθεριών» της «μοντέρνας» ποίησης, για δουλική μίμηση (σχεδόν λογοκλοπή) του Έλιοτ και του Πάουντ ή για την ιδεολογική συμπαράταξη του ποιητή με τον κόσμο της «αντίδρασης», που με τη σειρά του ανταπέδωσε αυτή την «υπηρεσία» του Σεφέρη με το βραβείο Νόμπελ. Αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν κοινό μυστικό πως η απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας επιδίωκε να επανορθώσει τα απανωτά σφάλματα του παρελθόντος σε βάρος ελλήνων συγγραφέων που είχαν άδικα στερηθεί το βραβείο (όπως συνέβη με τον Άγγελο Σικελιανό και, κυρίως, με τον Νίκο Καζαντζάκη), ο Γουδέλης υποστήριζε ότι το σκεπτικό της βράβευσης ήταν «σχήμα λόγου» στην περίπτωση του Σεφέρη – στο πρόσωπό του τιμήθηκε η Ελλάδα, και όχι ο ίδιος.

Ο Σεφέρης έμπαινε ακόμη στο στόχαστρο για την έλλειψη αγάπης στην πατρίδα του (η Ελλάδα, έγραφε, «τον πληγώνει γιατί δεν την πίστευε, μια ζωή 70 χρόνια, ώς το 1969-1970»), για απουσία «μαχητικότητας» και «κάθε αντιστάσεως» που διέκριναν την ποίησή του, χαρακτηριστικά όλα μιας «ανατολίτικης μοιρολατρίας». Αντιπαραβαλλόμενος ο Σεφέρης με άλλους έλληνες ποιητές που διεκδίκησαν οι ίδιοι ή τους αποδόθηκε εκ των υστέρων ο τίτλος του «εθνικού» ή του «κορυφαίου» ποιητή, έμοιαζε τελείως ακατάλληλος για μια τέτοια «καθοδηγητική» αποστολή, λόγω ακριβώς του διάχυτου πεσιμισμού του από τον οποίο ήταν διαποτισμένη ολόκληρη η ποίησή του – αυτού του κλίματος φθοράς και «ακρωτηριασμένων» ιδανικών, που μεταφραζόταν για τον Γουδέλη σε «όχι μεγάλα βάρη, μεγάλους σκοπούς κι επιδιώξεις».

Για τους λόγους αυτούς, δεν θα έπρεπε να είχαν εκπλαγεί (αρνητικά) οι θιασώτες της ποίησής του με εκείνη την τόσο υποτονική «εμψύχωση» (κατ’ ευφημισμόν) που πρόσφερε με τους στίχους της «Ελένης» και της πολυαναμενόμενης συλλογής του για την Κύπρο, «όταν ήταν πρεσβευτής στη Μεγαλόνησο,[57] και οι πνευματικοί κύκλοι αναμμένοι ανέμεναν τον Λόγο του ποιητή για τον κυπριακό αγώνα». Συνεπώς, για τον Γουδέλη, «ο Σεφέρης υπήρξεν, αναμφισβήτητα, ένας ποιητής, αλλά, οπωσδήποτε, ένας τυχερός ποιητής», με σημαντικό μερίδιο της δημοτικότητάς του να το χρωστά στις γνωριμίες του στον αγγλοσαξονικό χώρο, στη συστηματική προβολή ή καλύτερα στην προστασία που απολάμβανε από το δίδυμο Αντρέα Καραντώνη και Γιώργου Κατσίμπαλη, όπως και στη μελοποίηση ποιημάτων του από τον Μίκη Θεοδωράκη.

Το σίγουρο είναι ότι πολλές από τις βολές του Γουδέλη δεν πρόσθεταν κάτι καινούριο σε όσα είχαν ήδη καταλογιστεί εναντίον του Σεφέρη, ήδη από την επομένη της ανακοίνωσης της βράβευσής του με το Νόμπελ, τέλη Οκτωβρίου του 1963, και όσα θα ακολουθούσαν στη συνέχεια της δεκαετίας, ιδιαίτερα μετά τη «Δήλωσή» του εναντίον της Χούντας. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι ο Γουδέλης επιχείρησε να φανεί «αντικειμενικός» –συμπεριλαμβάνοντας και κάποιες θετικές κρίσεις για τον ποιητή και το έργο του– και απέφυγε, γενικά, τους υβριστικούς και χυδαίους χαρακτηρισμούς που είχαν εκτοξευθεί «κατά ριπάς» όλα τα προηγούμενα χρόνια από διάφορους συγγραφείς, λογίους και δημοσιογράφους, οι οποίοι, από διαφορετικά κίνητρα ορμώμενοι (ιδεολογικοπολιτικά, αισθητικά, συχνά και προσωπικά) δεν ήθελαν να αφήσουν τον Σεφέρη να αναπαυθεί στις δάφνες του· ούτε, τέλος, ο Γουδέλης τον είχε ανοιχτά κατηγορήσει για «προδοσία» της Κύπρου, με αντάλλαγμα το Νόμπελ.

Εντούτοις, δεν έλειπαν ούτε εδώ οι υπαινιγμοί για την «ανεπάρκειά» του ως διπλωμάτη, τόσο στη διάρκεια της Κατοχής, οπότε και δήθεν παρέμεινε στην Ελλάδα ως «Γραμματεύς του Αρχιεπισκόπου και κατόπιν Αντιβασιλέως Δαμασκηνού» όσο και αργότερα, μολονότι «του προσεφέρθησαν», όπως τονιζόταν, «πολλές ευκαιρίες και σημαντικές πολιτικές εύνοιες»· ήδη, δηλαδή, από την πρώτη συνέχεια των άρθρων του, και πριν ο Γουδέλης αποδυθεί στην απόπειρα έκπτωσης του Σεφέρη από τον θρόνο, όπου τον είχε στήσει η «κλειστή αυλή» του, δεν αφήνονταν περιθώρια για παρανοήσεις ότι ούτε από τον διπλωματικό κλάδο ο ίδιος «έδρεψε καθόλου δάφνες»: «Οι συνάδελφοί του στο ‘‘Σώμα’’ –αν τους ρωτήσουμε– θα μας το βεβαιώσουν, αλλά, προπαντός, το γνωρίζει η Διπλωματική μας Ιστορία».

Ο Ρούφος θεώρησε προφανώς υποχρέωσή του να πάρει θέση, πρωτίστως ως συνάδελφος του Σεφέρη και να προσφέρει έναν στοιχειώδη αντίλογο στα άρθρα του Γουδέλη, επικεντρωνόμενος περισσότερο στην πλευρά εκείνη της προσφοράς του πρώτου ως διπλωμάτη και δημόσιου λειτουργού. Πράγματι, ο Ρούφος δεν έμπαινε στην ουσία των κριτικών αποτιμήσεων του Γουδέλη, θεωρώντας πως αποτελούσε δικαίωμά του «να προσπαθεί να βγάλει τον Σεφέρη μέτριο ποιητή, ανάξιο του Νόμπελ», αν και του υποδείκνυε ότι με την τοποθέτησή του αυτή ευθυγραμμιζόταν «με τον ανώνυμο εκείνο λίβελο που είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες το Μάρτιο του 1969, μόλις ο Σεφέρης έκανε τη γνωστή του δήλωση». Αντίθετα, ο πρώην εκδότης της Καινούργιας Εποχής παρασιωπούσε την ίδια τη σημασία της γενναίας απόφασης και στάσης του ποιητή να καταγγείλει διεθνώς τη Χούντα («Ίσως ο κ. Γουδέλης ν’ αποδοκιμάζει αυτή τη δήλωση. Μήπως τα έχει πει εκείνος καλύτερα, και πιο θαρραλέα; Δεν το έχω υπόψη μου»).

Επιπλέον, με την ίδια λεπτή ειρωνεία ο Ρούφος δεν καταδεχόταν να ασχοληθεί με τα «αδέσποτα κι ανεξέλεγκτα κουτσομπολιά», που σταχυολογούσε ο Γουδέλης (προσθέτοντας «και μερικά δικά του»), αντλώντας κυρίως από όσους είχαν σταθεί με «δυσμένεια» απέναντι στο ποιητικό έργο και την προσωπικότητα του κρινόμενου. Ωστόσο, σε ζητήματα επαγγελματικού ήθους και συνέπειας, ο Ρούφος ήταν απόλυτος: «κανένα δικαίωμα» δεν είχε ο «συνομιλητής» του να παρουσιάζει τον Σεφέρη «σαν “αποτυχημένο” διπλωμάτη»· ως «αλλοτινός του συνάδελφος στο υπουργείο Εξωτερικών», μπορούσε «να πει πολλά», και «από άμεση εμπειρία», για «την ακεραιότητα, τη διαύγεια κρίσεως και το εθνικό πάθος που χαρακτήριζαν τον Σεφέρη σα δημόσιο λειτουργό», συμπληρώνοντας με νόημα ότι κατέθετε τη μαρτυρία του αυτή «επώνυμα και ενυπόγραφα, σ’ αντίθεση με τους ανώνυμους πληροφοριοδότες του κ. Γουδέλη».

Για τον Ρούφο, η έλλειψη «καλόπιστης» και αντικειμενικής κρίσης ήταν τόσο έκδηλη στην περίπτωση του συνεργάτη της Απογευματινής, που ελάχιστη αξιοπιστία μπορούσε να διεκδικήσει για λογαριασμό του: τη στιγμή που άφηνε να εννοηθεί ότι «έχει μελετήσει το θέμα του εξονυχιστικά», έδειχνε να αγνοεί αυτό που ήξερε «κι ο τελευταίος αναγνώστης του Σεφέρη – ότι δηλαδή ο ποιητής βρισκόταν από το 1941 ώς το 1944 στη Μέση Ανατολή, υπηρετώντας την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση». Στο σημείο αυτό, μάλιστα, πήγαινε ένα βήμα παραπέρα, υπονοώντας ότι πιθανώς η ανακρίβεια αυτή να ήταν ηθελημένη και στην παραποίηση αυτή της αλήθειας να υποκρύπτονταν άλλες σκοπιμότητες ή ερμηνείες («Μήπως, για τον κ. Γουδέλη, το 1941-44 δεν ήταν “φασιστική κατοχή”;»). Ο Ρούφος, λοιπόν, απαντούσε με το ίδιο νόμισμα στον Γουδέλη, στα κείμενα του οποίου αφθονούσαν οι υπαινιγμοί και τα ρητορικά ερωτήματα· διόλου τυχαία, στην κατάληξη της επιστολής του, άφηνε και άλλες αιχμές για την ηθική ποιότητα του επικριτή του Σεφέρη: «Εύκολο είναι να περιμένει κανένας τον θάνατο ενός ανθρώπου για να σπιλώσει τη μνήμη του χωρίς τον κίνδυνο να πάρει απάντηση από τον ίδιον. Εύκολο – αλλά μπορεί να χαρακτηριστεί και με πολλούς άλλους τρόπους».

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Γουδέλης «σήκωσε το γάντι» και ανταπάντησε «για χάρη των αντικειμενικών αναγνωστών» στα «προσφιλή» για τον αντίδικό του «υπονοούμενα», με μια επιστολή (και πάλι εκτενή) στην Απογευματινή, όπου βέβαια οι προσωπικές αιχμές περίσσευαν· πέρα από το γεγονός ότι θεωρούσε τον Ρούφο μέλος μιας «κλειστής ομάδας» και μιας «αυλής», που χρησιμοποιούσε τον Σεφέρη, για να επιβληθεί η ίδια στα πνευματικά πράγματα, αισθανόταν σχεδόν ανακούφιση που το κείμενό του είχε ενοχλήσει τον ψευδώνυμο συγγραφέα της Πορείας στο σκοτάδι, στον οποίο ειρωνικά απευθυνόταν άλλοτε ως «Ρούφο-Προβελέγγιο» άλλοτε ως «Πρ. Ρουφ» ή και «Προβ. Ρουφ». Μιλούσε τελείως απαξιωτικά για το συγγραφικό του έργο – ιδίως το Χρονικό «που ονομάζει ‘‘Σταυροφορία’’ και σταυρωτήδες που δεν τους ονομάζει…», προειδοποιώντας τον «επιστολογράφο» να μην επιμείνει, διότι «στο σπίτι του κρεμασμένου ας μη μιλούμε για σκοινί».

Όσο για τον Σεφέρη, υποστήριζε ότι δεν προέβη σε αρνητικά σχόλια για την επαγγελματική του σταδιοδρομία, παρ’ όλο που «πεποίθησις πολλών Ελλήνων, μέσα στους οποίους ανήκ[ε], είναι ότι η διπλωματία δεν υπήρξε το φόρτε του μακαρίτη».[58] Στο πλαίσιο αυτό, θα προκαλούσε έμπρακτα τον συνομιλητή του να αποδείξει τους δικούς του ισχυρισμούς, συγγράφοντας «έργο με κείμενα για πράξεις συγκεκριμένες», που να τεκμηριώνουν τις αρετές που απέδιδε στον Σεφέρη ως διπλωμάτη: «Ιδού κ. Ρόδη η Ρόδος και η… Κύπρος, όπου υπηρετήσατε τα εθνικά μας συμφέροντα, όπως και κατά την φασιστικήν Κατοχή που ερωτάτε, εσείς εμένα, αν την εγνώρισα».

Φυσικά, όλα αυτά ήταν και ένας τρόπος για να παρακάμψει ο Γουδέλης τις δικές του ανακρίβειες και τους έμμεσους υπαινιγμούς σε σχέση με τη (μη) δράση του Σεφέρη στη δικτατορία του Μεταξά ή, αργότερα, στη «συνταρακτική» δεκαετία του 1940. Είναι, από την άλλη, σαφές ότι οι νύξεις του για τον ρόλο του Ρούφου την περίοδο της Κατοχής απηχούσαν τον σάλο που είχε ξεσπάσει με την έκδοση του πρώτου μέρους της αυτοβιογραφικής του τριλογίας για την Αντίσταση και τον κατοχικό Εμφύλιο και είχε οδηγήσει έκτοτε μερίδα των κριτικών (κυρίως της Αριστεράς) να βλέπει στο πρόσωπο του συγγραφέα τον ιδεολογικό απολογητή της συνεργασίας με τους κατακτητές στο όνομα του αντικομμουνισμού – μια επίμεμπτη στάση που του χρέωναν και για το διάστημα της θητείας του στην Κύπρο την περίοδο του Αγώνα, λόγω της Χάλκινης Εποχής.

Από τη μεριά του Ρούφου, η υπεράσπιση του Σεφέρη είχε και έναν πιο προσωπικό, ίσως υπαρξιακό χαρακτήρα, όταν αναλογιστούμε, πέρα από την κοινή διπλωματική τους ιδιότητα, πόσο στενά δέθηκε η μοίρα τους μέσα στη δικτατορία, η οποία τους έφερε να πολεμούν, παρά τη διαφορά ηλικίας τους, από το ίδιο μετερίζι για αξίες που πίστευαν ότι είχαν κερδηθεί «με πόνους και κόπους» τη δεκαετία του 1940, ένιωθαν όμως ότι κινδύνευαν «να καταποντισθούν» εκ νέου μέσα στη δικτατορία. Ο θάνατός τους, με διαφορά μόλις ενός έτους, ήταν ο «τελευταίος σταθμός» μιας πορείας, όπου συναντήθηκαν οριστικά οι δυο τους – όσο και αν είχαν ξεκινήσει από διαφορετικές αφετηρίες και είχαν φτάσει από ξεχωριστές διαδρομές.

[1] Μια πρώιμη, προφορική μορφή του κειμένου αυτού είχε εκφωνηθεί στο Γ΄ Επιστημονικό Συμπόσιο για τον Σεφέρη (3-5 Νοεμβρίου 2017) που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Νάπα και ήταν αφιερωμένο στον εξέχοντα (και δικό μου) πανεπιστημιακό δάσκαλο και φιλόλογο, Δ. Ν. Μαρωνίτη, ο οποίος εξάλλου υπήρξε φίλος και συναγωνιστής του Ρόδη Ρούφου στα χρόνια της Δικτατορίας. Εδώ, ενσωματώνονται πολλά νεότερα στοιχεία, τα οποία έχουν προκύψει κυρίως από την έρευνα στα αρχεία του Σεφέρη και του Ρούφου, καθώς και από την αλληλογραφία του δεύτερου με τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο.

[2] Στο αρχείο του Σεφέρη στη Γεννάδειο υπάρχει σύντομη επιστολή του Ρούφου από το Παρίσι, με την οποία ενημερώνει τον ποιητή για την αναδημοσίευση του κειμένου του σε εφημερίδες του Βελγίου, της Ελβετίας, της Πορτογαλίας, του Λιβάνου, της Σενεγάλης – αλλά και της Ινδίας, του Βιετνάμ, της Ν. Κορέας, του Μεξικού και της Χιλής. Στην Κύπρο εντοπίζεται σχετικό δημοσίευμα στην εφ. Ελευθερία της Λευκωσίας (4 Δεκ. 1963), όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε όσα σχετίζονταν με τα ποιήματα της κυπριακής συλλογής και, ιδίως, με τη στάση του Σεφέρη στο Κυπριακό («Η στάσις του Σεφέρη έναντι της Κύπρου και του αγώνος της. Πώς την περιγράφει εις σύντομον μελέτην του ο κ. Ρόδης Κ. Ρούφος»).

[3] Αυτή την έντονη επίδραση του Σεφέρη θα αναγνωρίσει ο Ρούφος και στα Ποιήματα (1953), την πρώτη συλλογή του φίλου και συνοδοιπόρου της ίδιας Γενιάς, Θ. Δ. Φραγκόπουλου: «Περισσότερη επιρροή Σεφέρη απ’ ό,τι θυμόμουνα. Αυτό είναι έπαινος, γιατί δεν είναι ανόητη μίμηση αλλά αφομοιωμένη ουσία (μόνο εκείνο το ‘‘μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης’’ που το χρησιμοποιεί κι αυτός κατά λέξη)», επ. 19, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος β΄ (1951-1953), επιμ. Ε. Κώστα, περ. Νέα Εστία, τχ. 1869, Ιούν. 2016, 436˙ αντίστοιχα σχόλια για «υπερβολική επίδραση του Σεφέρη première manière (‘‘Ερωτ[ικός] Λόγος’’)», που θα έπρεπε να αποφευχθεί σε άλλα ποιήματα, πρβλ. και επ. 13 [= 52], Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», περ. Νέα Εστία, τόμ. 172, τχ. 1856, Δεκ. 2012, 93. Για τη «βαριά σκιά» της προσωπικότητας και του έργου του «γεροσμυρνιού» στον «Μπούλη», βλ. και Μίλτος Φραγκόπουλος, «Εισαγωγή», στο Τροίας Επίλογος. Μια εκλογή ποιημάτων του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, Αθήνα, Εστία, 2019, 12-13, 26-27 και 33-35.

[4] Ρ. Ρούφος, «Έλλην και Διεθνής. Ο ποιητής και το έργο του. Η ζωή, οι ιδέες και η επίδρασις του Γ. Σεφέρη», εφ. Το Βήμα, 24 Νοεμ. 1963.

[5] Βλ. σχετικά επ. 2 [= 24], Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π., 65˙ επ. 25 και 26, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος γ΄ (1954-1955), επιμ. Ε. Κώστα, περ. Νέα Εστία, τχ. 1870, Σεπτ. 2016, 123 και 125˙ μάλιστα, όπως συνάγεται από τα γραφόμενα του Ρόδη στον «Μπούλη», ο Σεφέρης «εξεδήλωσε σχετικήν ευγενή πρόθεση» για φιλοξενία του ζεύγους Ρούφου στη Βηρυτό, παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ είχε στενοχωρήσει τον Ρόδη «αποδοκιμάζοντας» τα ποιήματά του.

[6] Δεν είναι τυχαίο ότι στη «Βραδιά Σεφέρη», στην πρώτη δημόσια εκδήλωση μετά τον θάνατο του ποιητή, επιλέγηκε να ακουστεί ο «Τελευταίος σταθμός» σε ανάγνωση του ίδιου του Σεφέρη, με το σκεπτικό ότι «υπάρχουν ορισμένες σταθερές συντεταγμένες της οδύνης, της αγανάχτησης και της ντροπής που ποτέ δε χάνουν την επικαιρότητά τους» (Βραδιά Σεφέρη, Κέδρος, 1972, σ. 60). Για τον ρόλο του Ρούφου στη διοργάνωση της όλης εκδήλωσης, βλ. Δήμητρα Σαμίου, Η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ) και η ιδιαίτερη συμβολή της στον αντιδικτατορικό αγώνα (1970-1972), Αθήνα, Ασίνη – Ίδρυμα Ρόδη Ρούφου-Κανακάρη, 2017, σ. 216-227. Στην εκδήλωση συμμετείχαν με εισηγήσεις τους, εκτός από τον Ρούφο, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιάννης Δάλλας, ο Τάκης Σινόπουλος και ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος˙ με απόφαση του ΔΣ, η ΕΜΕΠ είχε αρχικά απευθυνθεί στον Γ. Π. Σαββίδη και στον Σ. Τσίρκα ως ομιλητές, οι οποίοι όμως δήλωσαν ότι κωλύονταν να συμμετάσχουν.

[7] Οι σχέσεις Σεφέρη-Φραγκόπουλου θα είναι αναμφίβολα στενότερες την περίοδο εκείνη, όπως προκύπτει από διάφορες επιστολές του δεύτερου στον Ρούφο˙ πρβλ. επ. 44 και 48, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος γ΄ (1954-1955), ό.π., 145-146 και 149. Ο Φραγκόπουλος εξομολογείται στον Ρούφο ότι λίγο πριν από την αποχώρηση του Σεφέρη από την πρεσβεία της Βηρυτού σχεδίαζε να γράψει μια μελέτη για την ποίησή του: «Σκέφτομαι ένα μικρό δοκίμιο για τον Σεφέρη. Ο μπελάς είναι πως μου αρέσει αυτός ο γεροσμυρνιός τόσο πολύ που αμφιβάλλω αν θα μπορέσω να μιλήσω ψύχραιμα περί αυτού» (επ. 77, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος ε΄ (1956-1957), επιμ. Ε. Κώστα, περ. Νέα Εστία, τχ. 1874, Σεπτ. 2017, 566). Αντίστοιχα, ο Σεφέρης είχε προηγουμένως εκφραστεί θετικά και ενθαρρυντικά για ποιήματα του Φραγκόπουλου (πρβλ. «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος γ΄ (1954-1955), ό.π., επ. 36 και 38, 138 και 141), τα οποία εντούτοις δεν είχαν αρέσει στον Ρόδη, προκαλώντας του ισχυρές αμφιβολίες για την κριτική του (δι)αίσθηση: «Κατόπιν της γνώμης Σεφέρη που μου αναφέρεις […] le doute et l’ esprit de l’ examen sont entrés en moi [η αμφιβολία και το εξεταστικό πνεύμα με έχουν κυριεύσει] για τον κριτικό Προβελέγγιο…»

[8] Βλ. επ. 48, ό.π., 149.

[9] Όλα τα ποιήματα του Ρούφου δημοσιεύτηκαν στα τελευταία τεύχη των Κυπριακών Γραμμάτων (1955-1956), στο περιοδικό που διεύθυνε τότε ο Ν. Κρανιδιώτης και το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας πίστευε ότι άξιζε κάθε στήριξη˙ για τον λόγο αυτό πρότεινε συνεργασία και σε άλλους λογοτέχνες (πλην του Γ. Σεφέρη), όπως στον Γ. Θεοτοκά και, φυσικά, στον Θ. Δ. Φραγκόπουλο.

[10] επ. 11 [= 47], Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π., 88.

[11] Βλ. επ. 53, ό.π., 154.

[12] Βλ. επ. 17 [= 60], Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π., 102˙ πρβλ. και επ. 15 [= 56] και 16 [= 57], ό.π., 97 και 100.

[13] Βλ. επ. 59, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος δ΄ (1956), επιμ. Ε. Κώστα, περ. Νέα Εστία, τχ. 1873, Ιούν. 2017, 423.

[14] Βλ. επ. 10 [= 45], Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π., 85.

[15] Πρβλ. επ. 2 [= 24] και 6 [= 33], Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π., 65 και 75˙ επ. 34 και 35, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος γ΄ (1954-1955), ό.π., 129 και 133˙ φαίνεται ότι ο Σεφέρης είχε προτείνει και την έκδοση κάποιου τόμου της «παρέας» της Βηρυτού με ποιήματα, πεζά και δοκίμια, ζητώντας ταυτόχρονα τη γνώμη του Φραγκόπουλου και, εμμέσως, του Ρούφου˙ πρβλ. επ. 17 [= 60], Χ. Λ. Καράογλου, ό.π., 102.

[16] Πρβλ. επ. 49, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος γ΄ (1954-1955), ό.π., 150˙ πάντως, ο Ρόδης Ρούφος θα επιτιμήσει τον φίλο του, ο οποίος επίσης απέφευγε να πάρει θέση για τα σονέτα του: «Πονηρέ Φραγκόπουλε, Γιατί οχυρώνεσαι πίσω από φλυαρίες περί Σεφέρη για να κρύψεις τη δική σου γνώμη για τα σονέτα; Τη θέλω χωριστά για την ουσία και χωριστά για τη μορφή» (επ. 50, ό.π., 151).

[17] Η επιστολή του Ρούφου στον Σεφέρη από τη Λευκωσία (με ημερομηνία 23 Οκτ. 1955) απόκειται στο προσωπικό αρχείο του πρώτου και στο αρχείο του ποιητή στη Γεννάδειο.

[18] Αναλυτικά για τη δράση του Ρούφου στην Κύπρο την περίοδο της θητείας του στο Ελληνικό Προξενείο της Λευκωσίας, τη σχέση του με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον στρατιωτικό αρχηγό της ΕΟΚΑ, Γ. Γρίβα, βλ. Αλέξανδρος Δ. Μπαζούκης, Ρόδης Ρούφος. Ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας (Κατοχή, Αντίσταση, Κυπριακός Αγώνας), Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, σ. 348-361.

[19] Πρβλ. και Ρόντρικ Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Άγγελο, μτφρ. Μ. Προβατά, Αθήνα, Ωκεανίδα, 2003, σ. 492-493˙ Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, Λευκωσία, 2005, 234-235˙ Γιώργος Γεωργής, «Η αποτίμηση του Αγώνα της ΕΟΚΑ μέσα από τον λόγο του Γιώργου Σεφέρη», στο Πενήντα χρόνια μετά την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ [Πρακτικά Συνεδρίου], Λευκωσία 2006, σ. 128-129. Για τη σχεδιαζόμενη επίσκεψη του Ρούφου στη Βηρυτό την άνοιξη του 1956, πρβλ. και επ. 74 και 75, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος δ΄ (1956), ό.π., 439 και 441 και επ. 76, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος ε΄ (1956-1957), ό.π., 565. 

[20] Βλ. επ. 66, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος δ΄ (1956), ό.π., 429˙ πρβλ. και επ. 17 [= 60], Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π., 102. Ο Ρούφος δεν θα διστάσει να εκφράσει και πάλι την προτίμησή του για τον Σεφέρη της πρώτης περιόδου: «Τα ποιήματα Σεφέρη ακόμα τα περιμένω, ολοένα αναγγελλόμενα από τον Ευάγγελο Λοΐζο που φαίνεται πως του έχει αναθέσει ο Σεφέρης την εδώ διανομή. Τα τρία που μου αναφέρεις, ωστόσο, μου είναι γνωστά – η “Ελένη” από απαγγελία του Σ.[εφέρη] σε μαγνητόφωνο, η “Έγκωμη” από χειρόγραφο, η “Σαλαμίνα” από τη Νέα Εστία, αν δεν κάνω λάθος. Αρκετά καλά, αλλά nothing like the S[eferis] of old (Στροφή κτλ.)»˙ τελικά, ο «Μπούλης» θα αναθεωρήσει την κριτική του τοποθέτηση για τα κυπριακά του Σεφέρη και θα «πειράξει» τον Ρόδη για το παρωχημένο του γούστο: «Εγώ τα ξαναδιάβασα και μπορώ να πω πως μου άρεσαν περισσότερο από πριν. Όπως λέει ο Σεφέρης, η ποίηση είναι δύσκολη, γι’ αυτό άλλωστε αξίζει και τον κόπο. Αλλά τι μιλάω σ’ εσένα, που έχεις μείνει ανεξέλικτος από τον καιρό του “Ερωτικού Λόγου”!...» (επ. 68 και 69, ό.π., 430 και 433).

[21] Η επιστολή του Ρούφου στον Σεφέρη από τη Λευκωσία (με ημερομηνία 11 Μαρτ. 1956) απόκειται στο αρχείο του ποιητή στη Γεννάδειο.

[22] Φαίνεται ότι ο Ρούφος, συγγράφοντας την Age of Bronze, είχε μεταφράσει στίχους από τον «Ερωτικό Λόγο» στα αγγλικά: «Αφιλότιμε, η μετάφραση του Σεφέρη υπέροχη! Και γιατί δεν κάθεσαι να μεταφράσεις σ’ αυτό το επίπεδο όλο τον ‘‘Ερωτικό Λόγο’’;», τον ρωτούσε ο Φραγκόπουλος, επ. 128, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος η΄ (1958-1961), επιμ. Ε. Κώστα, περ. Νέα Εστία, τχ. 1880, Μάρτ. 2019, 186.

[23] Βλ. επ. 71, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος δ΄ (1956), ό.π., 436. Τον Σεφέρη της Στροφής και της πρώτης περιόδου (της Στέρνας, του Ερωτικού Λόγου, του Μυθιστορήματος) θεωρούσε ο Ρούφος ότι τον ξεπερνούσε μόνο ο Ελύτης του Άξιον Εστί: «Είναι σταθμός στα ελληνικά γράμματα το ίδιο σημαντικός, τουλάχιστο, με την πρώτη εμφάνιση του Σεφέρη στα 1930. Πάει όλη η ρουτίνα της ποίησης που ξέρουμε, πάει ο Σεφέρης, πάει ο παλιός Ελύτης, πάνε όλα […]. Χρήση, ουσιαστική και συχνά γλωσσική, του παραμελημένου κόσμου της ορθόδοξης παράδοσης (ανύπαρκτου στον Σεφέρη). Κατάφαση Ελλάδας, σ’ αντίθεση με μελαγχολική contemplation [περισυλλογή] ερειπίων από Σεφέρη», επ. 21 [= 105], Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Ρόδη Ρούφου και Θ. Δ. Φραγκόπουλου», ό.π., 110. Για τη σχέση Ρούφου και Ελύτη, όπως αυτή διαφαίνεται και στη Χάλκινη Εποχή, βλ. Α. Δ. Μπαζούκης, ό.π., σ. 227-228 και 411-415.

[24] Στο πρωτότυπο κείμενό του στα γαλλικά ο Ρούφος μιλούσε για τις «σαχλαμάρες» και τη «χυδαιότητα» του «πρωτόγονου εθνικισμού».

[25] Ρ. Ρούφος, «Έλλην και Διεθνής. Ο ποιητής και το έργο του. Η ζωή, οι ιδέες και η επίδρασις του Γ. Σεφέρη», εφ. Το Βήμα, 24 Νοεμ. 1963.

[26] Στις επιθέσεις τότε εναντίον του κανοναρχούσε η δεξιά εφ. Ελεύθερος, η οποία, όπως σημειώνει και ο Σ. Παύλου (ό.π., σ. 264-266 και σημ. 1 και 3), διακατεχόταν σχεδόν από αντισεφερική «ψύχωση» και με κάθε ευκαιρία δημοσίευε λιβελογραφικά κείμενα σε τακτά διαστήματα ολόκληρη την περίοδο 1964-1965.

[27] Στην «κατεδάφιση» του Σεφέρη πρωτοστάτησαν η «επίσημη» εφημερίδα του καθεστώτος, ο Ελεύθερος Κόσμος, με σειρά τεσσάρων άρθρων, αρχές Απριλίου του 1969, του δημοσιογράφου και «θεωρητικού» της Χούντας, Σάββα Κωνσταντόπουλου, και η ακροδεξιά Εστία, με πέντε άρθρα την ίδια περίοδο, μεγαλύτερης όμως οξύτητας και χυδαιότητας˙ αντίστοιχες τοποθετήσεις «έγκυρων κύκλων» εναντίον του Σεφέρη δημοσίευσαν η επίσης φιλοχουντική Νέα Πολιτεία, η Απογευματινή, Η Βραδυνή και Το Έθνος˙ για τα συντονισμένα αυτά «πυρά» εναντίον του Σεφέρη, στον απόηχο της «Δήλωσής» του, βλ. και Σ. Παύλου, «Η Δήλωση του Σεφέρη εναντίον της Δικτατορίας», στο Ο Σεφέρης στην Πύλη της Αμμοχώστου, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1987, σ. 222-228.

[28] Ρ. Ρούφος, «Ο Σεφέρης και η ελευθερία των Ελλήνων», εφ. Το Βήμα, 1 Μαρτ. 1970 [= Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, εισαγωγή Ν. Κ. Αλιβιζάτος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2018, σ. 203-204].

[29] Για την αρνητική υποδοχή της Χάλκινης Εποχής από μερίδα κριτικών, βλ. Α. Δ. Μπαζούκης, ό.π., σ. 204-217.

[30] Για το θέμα αυτό, πρβλ. Σ. Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, ό.π., 216-226 και 257-268.

[31] Για την περίπτωση του Σεφέρη, υπολείπεται ακόμη η έκδοση των δυο τελευταίων τόμων των Πολιτικών Ημερολογίων του, ενώ περισσότερα στοιχεία για την εμπλοκή του ιδίου, αλλά και του Ρούφου στο Κυπριακό ενδεχομένως να προκύψουν από έρευνα στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών˙ πρβλ. και το σχετικό αφιέρωμα της εφ. Ελευθεροτυπία, «Γιώργος Σεφέρης: Ταμένος στην Κύπρο», 16 Νοεμ. 2013, με συνεργασίες του επιμελητή των ανέκδοτων ημερολογίων, Γ. Γεωργή.

[32] Για τα «βιβλία» (= όπλα) από τη Γερμανία που στέλνονταν από τον Φραγκόπουλο στον Ρούφο, πρβλ. επ. 82, 85 και 86, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος ε΄ (1956-1957), ό.π., 575-576, 579 και 581, ενώ για τις επιστολές στον Γρίβα, βλ. και Δημήτρης Μπαχάρας, «Ο Ρόδης Ρούφος και η ΕΟΚΑ: τα όρια του μύθου», περ. Νέα Εστία, τόμ. 172, τχ. 1856 (Δεκ. 2012), 202-218

[33] Βλ. Δ. Μπαχάρας, Αρχοντικές οικογένειες της Πελοποννήσου. Η οικογένεια Κανακάρη-Ρούφου. Από την Επανάσταση του 1821 στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020, σ. 237.

[34] Νίκος Κρανιδιώτης, Δύσκολα χρόνια. Κύπρος 1950-1960, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1981, σ. 138-139, 158-159, 168 και Οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου - Χάρντιγκ, Αθήνα, Ολκός, 1987, 12˙ πρβλ. Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ιστορία χαμένων ευκαιριών. Κυπριακό, 1950-1963, τόμ. Α΄, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1982, σ. 121-122 και Χ. Α. Ρίχτερ, Ιστορία της Κύπρου, τόμ. Β΄ (1950-1959), μτφρ. Χ. Παπαχρήστου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011, σ. 401.

[35] Βλ. σχετικά, Γ. Γεωργής, Σεφέρης - Αβέρωφ: Η ρήξη, Αθήνα, Καστανιώτη, 2018 και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ο διάλογος Γιώργου Σεφέρη - Ευάγγελου Αβέρωφ: Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, Αθήνα, Πατάκη, 2019.

[36] Bλ. Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 208 και Χ. Α. Ρίχτερ, ό.π., σ. 949 και 953.

[37] Βλ. Για μια αναλυτική πραγμάτευση της σχέσης Ρούφου-Γρίβα μετά την αποχώρηση του πρώτου από την Κύπρο ώς την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, βλ. Α. Δ. Μπαζούκης, ό.π., 361-366.

[38] Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, Τσαρλς Πηκ, ανέφερε σε έκθεσή του προς το δικό του υπουργείο Εξωτερικών ότι ο Ευ. Αβέρωφ, ύστερα από την πρώτη τους συνάντηση τον Ιούνιο του 1956, του είχε υποσχεθεί, μαζί με την απόλυση του διευθυντή προγραμμάτων του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών, και την ανάκληση του έλληνα πρόξενου, δηλαδή του Ρούφου, στην Αθήνα και την «αντικατάστασή του με ένα αξιωματούχο διαφορετικού χαρακτήρα, τον οποίο ο Κυβερνήτης θα έβρισκε περισσότερο συναινετικό» (Α. Δ. Μπαζούκης, ό.π., σ. 354 και σημ. 24).

[39] Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, Ένα μακρόσυρτο παιχνίδι σκακιού. Οι απόρρητες διαπραγματεύσεις για τις βρετανικές βάσεις (1959-1960), Λευκωσία, Hippasus, 2021, σ. 41 (πρβλ. και σ. 27, 33, 36 και 40)˙ παρά ταύτα, όπως σημειώνει αλλού ο μελετητής (σ. 43): «Η υποστήριξη του Ρούφου προς τις θέσεις του Ρωσσίδη δεν εμπόδισε πάντως μερίδα του ελληνοκυπριακού τύπου να επικρίνει την ελληνική πλευρά ότι με τη χλιαρή και ψυχρή στάση της υποστήριζε το Ηνωμένο Βασίλειο στο θέμα των Κυρίαρχων Περιοχών των Βρετανικών Βάσεων»!

[40] Για τις σχέσεις Ρούφου-Ντάρελ και τον αντίλογο της Χάλκινης Εποχής στα Πικρολέμονα, βλ. Α. Δ. Μπαζούκης, ό.π., σ. 380-391 και 418-422, όπου και συναφείς βιβλιογραφικές αναφορές.

[41] Ρ. Ρούφος, Βραδιά Σεφέρη, Κέδρος, 1972, σ. 58-59. Για την ΕΜΕΠ και την ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξαν τα μέλη της με τον Γ. Σεφέρη, βλ. Δ. Σαμίου, ό.π., σ. 53-60 (η ανάμειξη της ΕΜΕΠ στη «Δήλωση» του Σεφέρη) και σ. 141-146 (η συμμετοχή της ΕΜΕΠ στην κηδεία του ποιητή). Γενικά, για τον ρόλο του Ρούφου στην ίδρυση και στις εκδηλώσεις του αντιστασιακού αυτού κύκλου εναντίον της Χούντας, βλ., κυρίως, σ. 45-50, 80-81, 143, 150-152, 364-366, 446-448 και passim (το ευρετήριο οδηγεί).

[42] Για τη συνεργασία αυτή του Ρούφου με την εκδοτική ομάδα του περιοδικού Εποχές, πρβλ. και επ. 143 και 145, «Αλληλογραφία (1946-1968)», μέρος θ΄ (1962-1968), επιμ. Ε. Κώστα, περ. Νέα Εστία, τχ. 1883, Δεκ. 2019, 1121 και 1123.

[43] Ρ. Ρούφος, «Ο Σεφέρης και η ελευθερία των Ελλήνων», Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, ό.π., σ. 204-205.

[44] Τα δοκίμια αυτά τα συμπεριέλαβε ολοκληρωμένα στην πρώτη έκδοση των Μεταμορφώσεων του Αλάριχου, που πραγματοποιήθηκε και αυτή μέσα στη Δικτατορία (τέλη του 1971) από τον Ίκαρο (βλ. τώρα και στην επανέκδοση, ό.π., σ. 197-262).

[45] Ρ. Ρούφος, Επιλογή. Λογοτεχνικά κείμενα, Αθήνα, Κέδρος, 1973, σ. 309-369.

[46] Για τη στάση και τη δράση του Ρούφου στη δικτατορία, βλ. και Ν. Κ. Αλιβιζάτος, Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι. Πολιτικοί, διανοούμενοι και η πρόκληση της εξουσίας, Αθήνα, Πόλις, 2015, σ. 169-181.

[47] Πρβλ. τη σχετική μαρτυρία του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, «Το ημερολόγιο των “Δεκαοχτώ Κειμένων”», Δίαυλοι. Δοκίμια, Αθήνα, Διογένης, 1974, σ. 188-193, καθώς και το άρθρο του Δημήτρη Παπανικολάου, «Η τέχνη της χειρονομίας: ξαναδιαβάζοντας τα Δεκαοχτώ Κείμενα», περ. Νέα Εστία, τχ. 1743, Μάρτ. 2002, 444-460.

[48] Η επιστολή με τοποχρονολογική ένδειξη «Αθήνα, 19 Αυγούστου 1970» απόκειται, μαζί με το σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού Time, στο αρχείο του Ρούφου, ενώ αντίγραφό της υπάρχει και στο αρχείο του Σεφέρη στη Γεννάδειο. Η μετάφραση εδώ είναι δική μας. Για μια αναλυτική παρουσίαση του συγκεκριμένου δημοσιεύματος, όπως και της αντισεφερικής «πολεμικής» του εκδότη Γ. Γουδέλη ένα χρόνο αργότερα, που επίσης προκάλεσε την αντίδραση του Ρούφου, πρβλ. Α. Δ. Μπαζούκης, «Pro domo sua: Δύο άγνωστες παρεμβάσεις του Ρούφου υπέρ του Σεφέρη την περίοδο της Δικτατορίας», στον Τόμο προς τιμή του καθηγητή Χ. Λ. Καράογλου, Αθήνα, Νεφέλη, 2022 (υπό έκδοση).

[49] Για τα διλήμματα αυτά, πρβλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Η Λογοτεχνία στα χρόνια 1964-1974», Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμ. Ζ΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2007, σ. 82-83 και 85-88 και Αλέξης Ζήρας, «Οι συγγραφείς ως πολίτες στα χρόνια 1967-1974», στο Α. Καστρινάκη, Α. Πολίτης, Δ. Τζιόβας (επιμ.), Για μια Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Εικοστού Αιώνα. Προτάσεις Ανασυγκρότησης, Θέματα και Ρεύματα, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και Μουσείο Μπενάκη, 2012, σ. 357-368.

[50] Ρ. Ρούφος, «Πάνω στην άμμο την ξανθή (Σημειώσεις ενός πρώην συγγραφέα)», περ. Ευθύνη, τχ. 122, Φεβρ. 1982, 70˙ το κείμενο, γραμμένο τον Ιούνιο 1970, πρωτο­δημοσιεύτηκε στο γερμανικό περιοδικό Akzente την άνοιξη του 1971.

[51] Ρ. Ρούφος, «Πάνω στην άμμο την ξανθή», ό.π., 67. Για τις διώξεις των εκδοτών της εφ. Έθνος, πρβλ. Δ. Σαμίου, ό.π., σ. 52-53.

[52] Ρ. Ρούφος, δήλωση στο «Σεφέρης, η πιο έγκυρη φωνή για την αξία της ελευθερίας. Ο κόσμος του πνεύματος θρηνεί το θάνατο του ποιητή», εφ. Τα Νέα, 22 Σεπτ. 1971.

[53] Βλ. Νέα Κείμενα 2, Αθήνα, Κέδρος, 1971, σ. 13˙ η επιστολή του Σεφέρη στη συζύγό του είχε γραφτεί τον Σεπτέμβριο του 1938 στη δύσκολη συγκυρία της κρίσης στην Τσεχοσλοβακία με την άνοδο του ναζισμού και τα σύννεφα του πολέμου να πυκνώνουν επικίνδυνα στην Ευρώπη, δείχνοντας τον «ποιητή (που ήταν ταυτόχρονα και δημόσιος λειτουργός) ν’ αγωνιά σαν άνθρωπος, σαν Έλληνας και σαν Ευρωπαίος μπροστά στην απειλούμενη καταστροφή των αξιών εκείνων που πίστευε και τότε και ώς το τέλος της ζωής του» (ό.π., σ. 14).  

[54] Ρ. Ρούφος, «1971: Ένας χρόνος πνευματικού αγώνα», περ. Ευθύνη, τχ. 131, Νοέμ. 1982, σ. 545.

[55] Εφ. Απογευματινή, 4, 6 και 7 Δεκ. 1971˙ πρβλ. και Γ. Γουδέλης, Οι νομπελίστες της λογοτεχνίας, τόμ. Γ΄ (1945-1971), Αθήνα, Δίφρος, 1974, σ. 329˙ Ταξίδια και Λογισμοί – Κύπρος, Αθήνα, 1975, σ. 56-57 και «Παραπλήρωμα για την Κύπρο», περ. Καινούρια Εποχή, τχ. 32-42 (1986), 115. Ο εκδότης (μεταξύ άλλων) του περιοδικού Καινούρια Εποχή, είχε ήδη από το 1956 δείξει να συμμερίζεται τις γνωστές επιφυλάξεις για την κυπριακή συλλογή του Σεφέρη, καθώς στο περιοδικό του είχαν δημοσιευτεί οι αρνητικές κριτικές του Α. Δικταίου (πιο δηκτική) και του Τ. Μαλάνου (ηπιότερη) για τα ποιήματα του …Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν…. Όλα τα άρθρα του Γουδέλη και οι επιστολές που αντάλλαξε με τον Ρούφο μέσω της Απογευματινής απόκεινται στο αρχείο του συγγραφέα.

[56] Έτσι ξεκινούσε ο Γουδέλης την επιστολή-απάντηση («Περί Σεφέρη») που απέστειλε στην Απογευματινή, απευθυνόμενος αυτή τη φορά στον Ρούφο, ο οποίος είχε αντιδράσει προηγουμένως στα δικά του άρθρα και τις διάφορες ανακρίβειες που περιέχονταν εκεί με μια σύντομη επιστολή στην ίδια εφημερίδα (15 Δεκ. 1971).

[57] Πρόκειται για μια ακόμη ανακρίβεια του Γουδέλη, η οποία όμως δεν θιγόταν στην επιστολή-απάντηση του Ρούφου.

[58] Είναι τουλάχιστον παράδοξο τέτοιοι χαρακτηρισμοί για τον δήθεν ανεπαρκή διπλωμάτη Σεφέρη να επαναλαμβάνονται και στις μέρες μας, με αφορμή μάλιστα την επέτειο των πενήντα χρόνων από τον θάνατό του˙ πρβλ. Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Γ. Σεφέρης: Ο (αμφιλεγόμενος) διπλωμάτης… 50 χρόνια από τον θάνατό του», εφ. Το Βήμα, 20 Σεπτ. 2021 (https://www.tovima.gr/2021/09/20/opinions/g-seferis-o-amfilegomenos-diplomatis-50-xronia-apo-ton-thanato-tou/ (ημερομηνία ανάκτησης 27 Μαΐου 2022).

Αλέξανδρος Δ. Μπαζούκης

Διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Κυκλοφορεί το βιβλίο του: Ρόδης Ρούφος. Ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας (Κατοχή, Αντίσταση, Κυπριακός Αγώνας) (2021).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.