1.
Η Ιωάννα Τσάτσου, ξεκινά το βιβλίο για τον αδελφό της Γιώργο Σεφέρη, αναφέροντας ότι η μητέρα τους ενέπνευσε στα τρία παιδιά την πίστη στην παρουσία του Θεού[1]. Προσθέτει βέβαια ότι τα δύο αγόρια δεν εκφράζονταν εύκολα πάνω σ’ αυτό. Όμως «στις ώρες τις κρίσιμες, τις ώρες τις γόνιμες» όπως λέει, «την έβλεπα αυτή την εκ βαθέων έκκληση να ανεβαίνει στα μάτια του Σεφέρη».
Από τα γραπτά κείμενά του, και ιδίως εκείνα στα οποία εκφράζεται πιο ελεύθερα, όπως τις επιστολές και ίσως και τα ημερολόγια, οι αναφορές στο Θεό είναι λιγοστές, όπως και οι αναφορές στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Οι αναφορές του στην εκκλησία είναι ακόμη σπανιότερες. Γενικότερα, είναι φανερό ότι αντιμετωπίζει την πίστη περισσότερο ως μέρος της ελληνικής παράδοσης, της ταυτότητας του ελληνισμού, ως ένα φαινόμενο που σημάδεψε την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό μας. Η ιδιότητά του ως διπλωματικού πιστεύω ότι συνετέλεσε σ’ αυτό. Ταξιδεύοντας σε πολλές χώρες και ζώντας εκεί μεγάλα χρονικά διαστήματα συνειδητοποιεί κανείς πρώτα πρώτα τη μεγάλη ποικιλία θρησκειών και πίστεων, τα κοινά σημεία και τις διαφοροποιήσεις τους, και έτσι η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία αποκτά μια πιο σχετική σημασία, εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο. Η επαφή του με Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες, στα πόστα που υπηρέτησε, αναδεικνύει κυρίως την πολιτική και διοικητική αποστολή της εκκλησίας, παραμερίζοντας τη θρησκευτική, με κατ’ εξοχήν παράδειγμα τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον οποίο θαύμαζε πολύ.
Πολύ εμφανής είναι η προσέγγιση αυτή στο δοκίμιό του για τα πετροκομμένα Μοναστήρια της Καππαδοκίας, τα οποία επισκέπτεται μαζί με τον Άγγελο Βλάχο, από την Πρεσβεία της Άγκυρας όπου οι δύο διπλωμάτες - συγγραφείς υπηρετούσαν, το 1950. Εκεί αναλύει με μαεστρία και συγκίνηση την επίδραση της ορθόδοξης θρησκείας και τέχνης στον ελληνικό πολιτισμό. Λίγες είναι άλλωστε οι αναφορές του Σεφέρη σε βυζαντινούς θεολόγους και συγγραφείς ή ποιητές όπως τον Γρηγόριο το Θεολόγο ή τον Ρωμανό τον Μελωδό[2]. Πολύ λιγότερες από τον Ελύτη, για παράδειγμα, που ασχολήθηκε σε βάθος με το βυζαντινό κομμάτι της ιστορίας μας. Ο Σεφέρης προτιμά να στρέφεται προς την αρχαία θρησκεία και τους αρχαίους ποιητές, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά και από την εισαγωγή του στίχου του Ευριπίδη «τι είναι Θεός, τι μη Θεός και τι τ’ ανάμεσό τους…» στην Ελένη.
Αλλά ας ακούσουμε την εξομολόγηση του ίδιου του ποιητή:
Ανήκω στη θρησκεία του πατέρα μου, αλλά δεν μπορώ να πω ότι συμπεριφέρομαι θεολογικά απέναντί της. Τον θυμάμαι που μ’ έπαιρνε παιδί του Γυμνασίου την Πρωτοχρονιά στην εκκλησιά μας στον Υμηττό. Είχε πάντα στην τσέπη του πανωφοριού του ένα ρόδι για να λειτουργηθεί και όταν γυρίζαμε στο φτωχικό μας το πετούσε και το ’σπαζε στις πλάκες της αυλής. Ο δάσκαλος μας έλεγε τα χρόνια εκείνα την ιστορία της Περσεφόνης, τα σπειριά του ροδιού που έφαγε κάτω στα βασίλεια του Πλούτωνα. Είναι άραγε τούτη η συγκινημένη ανάμνηση του πατέρα μου χριστιανική ή αμαρτωλή; Προτιμώ να μη με υποχρεώσουν να το ερευνήσω. Ότι και να είναι μου δίνει περισσότερη ευλάβεια από όλα τα ελληνοχριστιανικά κηρύγματα που βουίζουν στ’ αυτιά μου κάθε τόσο από φλύαρους ιεροδασκάλους κι έναν ξεπεσμένο κλήρο[3].
Ωστόσο, όπως το κατέγραψε η Ιωάννα Τσάτσου, αυτή δεν είναι η πλήρης εικόνα. Μπορούν να βρεθούν στα κείμενά του ουσιαστικές αναφορές στο Θεό, πέραν της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης με τη στενή έννοια. Πρόκειται είτε για αναφορές που φανερώνουν πίστη σε μια μεταφυσική οντότητα είτε για αναφορές φιλοσοφικής αναζήτησης για κάτι ακόμα ευρύτερο. Οι πρώτες εμφανίζονται ιδίως όταν πλησιάζει ο πόλεμος. Πολύ χαρακτηριστική η προσευχή που διατυπώνει ο ίδιος, στις 14 Μαΐου 1940[4], όταν ο πόλεμος είχε αρχίσει για τα καλά στην Ευρώπη:
Κύριε που είσαι ό,τι πιστεύω, βοήθησέ με.
Βοήθησε να περάσω μέσα από τούτο τον καιρό χωρίς να χάσω την ελάχιστη γαλήνη που μου απομένει·
Βοήθησε, στην εποχή του φόβου και της αρπαγής, της μικροψυχίας, της πλερωμής των αμαρτημάτων μας – να πληρώσω και τις δικές μου τις αμαρτίες όπως πρέπει να τις πληρώσω
Κι αν είναι να πέσει η καταστροφή πάνω μου, άφησέ την να πέσει, όπως είναι σωστό – δίκαια.
Αλλά και το ποίημα Υστερόγραφο του 1941, που σατιρίζει πικρά τους πολιτικούς της εξόριστης κυβέρνησης 1941-44, είναι επίσης γραμμένο ως προσευχή:
Κύριε όχι μ’ αυτούς,
η φωνή τους δε βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.
Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα, […]
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
Στο πνεύμα της αναζήτησης του Θεού από τη φιλοσοφική πλευρά του και όχι γύρω από μια συγκεκριμένη θρησκεία, ασκεί επίδραση πάνω του μια μεγάλη μορφή των μυστικών της καθολικής εκκλησίας, ο Ισπανός Άγιος Ιωάννης του Σταυρού (San Juan de la Cruz), ο οποίος υπήρξε αξιολογότατος ποιητής και θεολόγος. Η ποίηση του Αγίου Ιωάννη, όπως και της σύγχρονής του Αγίας Τερέζας της Άβιλα (Santa Teresa de Avila), μοναχών και των δύο, αντιμετωπίζει σχεδόν ερωτικά τη χριστιανική πίστη, τη θρησκεία και την εκκλησία. Όπως γράφει κι ο Σεφέρης, «η θρησκευτική προσήλωση κι ο ερωτισμός έχουν παμπάλαιους δεσμούς»[5]. Η ποίησή τους θεωρείται μάλιστα από τις ωραιότερες της ισπανικής γλώσσας. Αναφέρω χαρακτηριστικά μετάφραση[6] από το ποίημα «Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής»:
Σε μια σκοτεινή νύχτα,
με αγωνίες ερώτων φλογισμένη,
ω, τύχη γενναιόδωρη!
χωρίς να με προσέξουν,
σαν είχε πια το σπίτι μου ησυχάσει
στην ευδαίμονα νύχτα,
κρυφά , χωρίς κανένας να με βλέπει,
ούτε κι εγώ να βλέπω
κάτι, χωρίς λυχνάρι,
εκτός αυτό που στην καρδιά φλεγόταν.
Αυτό με οδηγούσε
πιο πολύ κι από το φως της μεσημβρίας,
εκεί που με περίμενε
αυτός που εγώ γνωρίζω,
σε μέρος που κανένας δε φαινόταν.
Ω, νύχτα οδηγήτρα,
ω, νύχτα πιο γλυκιά κι απ’ την αυγή,
ω, νύχτα που ερωμένο
με ερωμένη σμίγεις,
ερωμένη που έγινες ερωμένος!
Στ’ ολάνθιστό μου στήθος,
που φύλαγα μόνο γι’ αυτόν, όλο,
εκεί αποκοιμήθη,
κι εγώ σ’ αυτόν το χάριζα
κι η βεντάλια των κέδρων τον εδρόσιζε .
Κι ο άνεμος του πύργου
όταν εγώ ανατάραζα την κόμη του,
με το ήρεμό του χέρι
στον τράχηλό μου πλήγωνε,
και όλες μου οι αισθήσεις κοιμηθήκαν.
Έμεινα, λησμονήθηκα,
το πρόσωπό μου πάνω του γερμένο
έπαψαν όλα κι έμεινα,
χωρίς καμιά προφύλαξη,
απασχολημένος μες στους κρίνους.
Η ποίηση, όπως πάντα πιο ειλικρινής από τη φιλοσοφία, αφήνει τα κρυφά ερωτικά πάθη, τις καταπιεσμένες ορμές να βγουν στην επιφάνεια, μεταμφιεσμένες σε έρωτα της ψυχής προς την εκκλησία ή προς το Χριστό. Όμως θεωρώ ότι εκείνο που εντυπωσιάζει τον Σεφέρη, περισσότερο από την ποίηση του Αγίου Ιωάννη είναι η φιλοσοφική και μυστική θεώρηση του κόσμου. Η απλότητα και η αποστασιοποίηση, ως οδηγός για την ευτυχία και τη σωτηρία της ψυχής, η προσέγγιση και η αναζήτηση του αιώνιου και του πανανθρώπινου. Η στάση αυτή ζωής ταίριαζε πλήρως με το χαρακτήρα του Σεφέρη.
Τη σχέση του ανθρώπου και ειδικά του καλλιτέχνη με το αιώνιο, την αναλύει ο Σεφέρης σε ένα από τα πρώτα του δοκίμια, στο «Μονόλογο για την ποίηση», με βάση και τα κείμενα του Αγίου Ιωάννη[7]. Τη χαρακτηρίζει συστατικό στοιχείο της τέχνης, και μάλιστα της μεγάλης τέχνης, εισάγοντας σαφώς το αισθητικό στοιχείο σε μια αναζήτηση που στην αρχή μοιάζει θεολογική. Όμως ακόμη χαρακτηριστικότερη είναι η ακόλουθη αναφορά που περιλαμβάνεται στο δοκίμιό του για την Κίχλη. Έχω την εντύπωση ότι θα μπορούσε να είχε γραφεί από τον ίδιο τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού:
Αυτό που λέμε ερωτισμός βαραίνει πολύ, καθώς το δείχνουν πολλά παραδείγματα, στη νοσταλγία και την προσπάθεια του ανθρώπου για τελική λύτρωση, που άλλοι την ονομάζουν επιστροφή σ’ ένα χαμένο παράδεισο και άλλοι ένωση με το Θεό.
Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στη δήλωση κατά της δικτατορίας που στο τέλος περιέχει τη φράση:
Παρακαλώ τον Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
2.
Ας δούμε όμως την πολύ συγκεκριμένη έκφραση: «το μερίδιο του Θεού», που βρίσκουμε στα κείμενά του. Τη χρησιμοποιεί τόσο σε διαλόγους του με τον Έλιοτ, όσο και γενικότερα στα γραπτά του, όπως οι επιστολές και το ημερολόγιο. Δεν εμφανίζεται στα ποιήματα. Γράφει χαρακτηριστικά την ημέρα των εξηκοστών γενεθλίων του:
Συλλογιζόμουνα χτες πως ίσως είναι τώρα καλύτερα [...] να βγω από την καθημερινή υπηρεσία· αυτή τη σπατάλη ‒τόση σπατάλη‒ να δουλέψω, αλλιώς, να προσηλωθώ· αυτό που μου έλειψε τόσο, [...]. Είναι καιρός να συλλογιστεί κανείς το μερίδιο του Θεού. Αυτό σκέπτομαι εδώ και ένα χρόνο. Κάποτε με εφιαλτικές αντιδράσεις, όπως τον περασμένο χειμώνα: μια αίσθηση θνησιμιαίου τριγύρω μου. [...]. Θα ξαναπιάσω τα κοντύλια[8].
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιεί την έκφραση, σ’ αυτή τη συγκυρία της ζωής του, εννοώντας την κληρονομιά που θα αφήσει πίσω του ο ποιητής, δηλαδή το λιθαράκι που θα βάλει στο παγκόσμιο πολιτιστικό οικοδόμημα, που μάλλον αποτελεί για τον Σεφέρη και το σκοπό της ζωής. Αυτό το κομμάτι, δηλαδή, της ποιητικής δημιουργίας, αποκαλεί συμβολικά μερίδιο του Θεού, σε αντίθεση με το μερίδιο της υπηρεσίας, της δουλειάς, που τον έχει κουράσει και απογοητεύσει και που θέλει να εγκαταλείψει. Μερικές φορές στα ημερολόγιά του, από το 1953 και μετά, αποκαλεί τα ποιήματά του και δώρα του Θεού. Παρότι στο υπουργείο Εξωτερικών εργάστηκε με μεγάλη αφοσίωση και σε δύσκολες θέσεις, η απογοήτευση που πήρε από την πορεία του Κυπριακού καθώς και από τις αλλεπάλληλες πολεμικές που δεχόταν από ορισμένους συναδέλφους του τον οδηγούν σε μια πικρία που είναι σε μεγάλο βαθμό κατανοητή. Επιπλέον, στο Λονδίνο, η ενασχόληση με χρονοβόρα και ανούσια ζητήματα, όπως η οργάνωση δεκάδων, επισήμων και μη, επισκέψεων, αισθάνεται ότι σπαταλούν πολύτιμο χρόνο και φαιά ουσία που θα μπορούσε να διατεθεί σε κάτι ουσιαστικότερο. Καθώς πλησιάζει λοιπόν στη σύνταξη, θεωρώ ότι στο μυαλό του θέλει να αιτιολογήσει την απόφασή του, να εξυψώσει ακόμη περισσότερο την ενασχόληση με τη λογοτεχνία, σε αντιπαράθεση με τη διπλωματία, και έτσι την αποκαλεί «το μερίδιο του Θεού».
3.
Πέραν όμως της έννοιας που αναπτύξαμε και που είναι η πιο εύλογη, υπάρχει και μια βαθύτερη, που τον απασχολεί όλη του τη ζωή, και όχι μόνο στην ύστερη φάση της. Η έκφραση το μερίδιο του Θεού δεν είναι του Σεφέρη. Την έχει δανειστεί από τον μεγάλο γάλλο μυθιστοριογράφο Αντρέ Ζιντ, τον οποίο ο Σεφέρης γνώριζε προσωπικά, θαύμαζε πολύ, ενώ έχει μεταφράσει και κείμενά του. Στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του, Paludes, δηλαδή Τέλματα, ο Ζιντ αναφέρει:
Πριν εξηγήσω στους άλλους το βιβλίο μου, περιμένω να μου το εξηγήσουν οι άλλοι. Θέλοντας να το εξηγήσω προκαταβολικά σημαίνει να του περιορίσω την εμβέλεια. Διότι αν πράγματι ξέρουμε ποιο πράγμα θέλουμε να πούμε, δεν ξέρουμε αν θα πούμε μόνο αυτό. Λέμε πάντα περισσότερα απ’ αυτό. Κι εκείνο που μ’ ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα είναι ό,τι έβαλα μέσα χωρίς να το γνωρίζω, εκείνο το κομμάτι του ασυνειδήτου που θα ήθελα να ονομάσω το μερίδιο του Θεού. Ένα βιβλίο είναι πάντα μια συνεργασία, και η αξία του είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη είναι η συνεισφορά του συγγραφέα και όσο σημαντικότερη η υποδοχή από το Θεό. Ας αναμείνουμε από όλες τις πλευρές την αποκάλυψη των πραγμάτων. Από το κοινό την αποκάλυψη των έργων μας[9].
Η φράση του Ζιντ, του προτεστάντη και κατόπιν άθεου (και για μερικά χρόνια κομμουνιστή[10]) συγγραφέα, για το Θεό και το μερίδιό του, δείχνει να απασχολεί συνέχεια τον Σεφέρη. Η απροθυμία του να εξηγεί την ποίησή του από τη μια μεριά και η πεποίθηση του για συμμετοχή του ασυνείδητου στη λογοτεχνική δημιουργία από την άλλη, είναι βασικά χαρακτηριστικά των αισθητικών αντιλήψεων του έλληνα ποιητή. Το πρώτο πιστεύω ότι είναι κυρίως θέμα χαρακτήρα, το δεύτερο φιλοσοφικό ζήτημα, που τον φέρνει πολύ κοντά στις αντιλήψεις που εξέφρασε αριστοτεχνικά ο T. Σ. Έλιοτ στο δοκίμιό του Tradition and the individual talent. Ο ίδιος ο Σεφέρης τις αναπτύσσει για πρώτη φορά στο δοκίμιο Η γλώσσα στην ποίησή μας, γράφοντας:
Αφού ο ποιητής αφομοιώσει τα πράγματα που έχει μαζέψει η ιδιοσυγκρασία του από το γύρω κόσμο, φτάνει στη στιγμή που θα νιώσει το κενό μέσα του, που θα νιώσει ότι βρίσκεται στο σκοτεινό δάσος, όπως έλεγα κάποτε, στη selva oscura (η φράση είναι του Δάντη) μόνος και αβοήθητος – ότι πρέπει να το εμπιστευτεί αυτό το κενό, επί ποινή θανάτου. Είναι η πιο δύσκολη στιγμή του, αυτός ο αγώνας για να βρει εκείνη τη φωνή που ταυτίζεται και σοφιλιάζεται με τα πράγματα που θέλει να δημιουργήσει, ή, αν θέλουμε, που δημιουργεί τα πράγματα ονομάζοντάς τα [11].
Έμφαση στην ασυνείδητη διεργασία περιλαμβάνει και η εξήγηση που δίνει τo 1968 στο Πρίνστον ο Σεφέρης για το πώς δημιουργήθηκαν τα «3 κρυφά ποιήματα»[12] αλλά και πολύ νωρίτερα στην επιστολή που αναφέρεται στις Μέρες Η’ για το πως γεννήθηκε ο «Βασιλιάς της Ασίνης»[13].
Θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε και στο ημιτελές ποίημα του Σεφέρη «Selva Oscura», το οποίο γράφτηκε στην Κορυτσά το 1937, δημοσιεύτηκε όμως μετά θάνατον. Από μια πρώτη ματιά πρόκειται για ερωτικό ποίημα προς τη Μαρώ, στην ουσία όμως αναπαριστά τη μοναχική ασυνείδητη πορεία του ποιητή προς τη λογοτεχνική δημιουργία. Σκέπτομαι ότι όπως ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού συνένωνε τον ερωτικό πόθο με την προσέγγιση του Θεού μέσα στο ίδιο ποίημα, έτσι κι ο Σεφέρης πειραματίστηκε με αυτόν τον δισυπόστατο στόχο, να ενώσει τον μεγάλο του έρωτα με την προσέγγιση της αισθητικής δημιουργίας που τη συνέδεε με το μερίδιο του Θεού.
Το ποίημα περιγράφει ένα μονοπάτι που αρχίζει από «έναν μεγάλον ίσκιο» για να καταλήξει σε «έναν μεγάλο κήπο»[14]. Ο ποιητής έχει τα μάτια του κλειστά, προκειμένου να περιγράψει μια εσωτερική εμπειρία που μοιάζει μυστική, αντλεί όμως την έμπνευσή της από τον εξωτερικό κόσμο. Ο «μεγάλος κήπος» στον τελευταίο στίχο προετοιμάζει την έξοδο από τη «selva oscura» προς τον κήπο της ερωτικής εκπλήρωσης, αλλά ταυτόχρονα το πεδίο της ποιητικής δημιουργίας. Έχουν γραφτεί ενδιαφέρουσες μελέτες για τη σχέση του ποιήματος με τον Δάντη και τη Θεία Κωμωδία[15], η γνώμη μου όμως είναι ότι θυμίζει πολύ πιο έντονα τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού.
Γράφει ο Σεφέρης το 1939 στο Μονόλογο για την ποίηση:
Και μ’ αρέσει που το αίσθημα αυτό του σκοτεινού δάσους, η «selva oscura», βρίσκεται στην αρχή-αρχή μιας ποιητικής κορυφής των αιώνων, γιατί είναι το κατώφλι κάθε ποιητικής εμπειρίας. Τι θέλω να πω, μας το δείχνει ακόμη καθαρότερα η βαθιά παρατήρηση του Ιωάννη του Σταυρού, που πρέπει να νιώσουν καλά όσοι πραγματικά ασκήθηκαν στην τέχνη:
«Εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση, γιατί αν δεν την άφηνε πίσω του, ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από αυτήν»[16].
Η συγκεκριμένη αναφορά του Σεφέρη δεν είναι ούτε περιστασιακή ούτε αποσπασματική. Την ίδια ακριβώς φράση του ισπανού μυστικού θα ξαναβρούμε μετά από αρκετά χρόνια, στο δοκίμιο του Σεφέρη «Γράμμα σ’ ένα ξένο φίλο»[17], όπου φαίνεται καθαρά η διασύνδεση που κάνει με τον Έλιοτ ο έλληνας ποιητής:
Την παλιά εκείνη εποχή που πρωτοδιάβαζα τη Μαρίνα, μια φράση του Ιωάννη του Σταυρού γύριζε ολοένα στο μυαλό μου, μια μικρή φράση που μου φαινόταν ότι φώτιζε περισσότερο από ένα πλήθος διατριβές την τόσο αφανή ποιητική λειτουργία. Αυτή η ίδια φράση μου περιγράφει καλύτερα από κάθε άλλη την εικόνα που έχω της προόδου του Έλιοτ. Όχι μόνο γιατί ο Έλιοτ προχώρησε έτσι ψάχνοντας τις πιο φίνες λεπτομέρειες της τέχνης του αλλά και γιατί ανταποκρίνεται στο ύφος της ήσυχης και ταπεινής αγωνίας που αναδίδεται από αυτή τη φράση.
Τέλος στη φάση της ωριμότητάς του, το 1964[18], επαναλαμβάνει και πάλι ακριβώς την παραπάνω φράση του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού, στο δοκίμιο «Παραλλαγές πάνω στο βιβλίο».
Η μικρή λοιπόν αυτή φράση του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού επαναλαμβάνεται στις αισθητικές αναλύσεις του Σεφέρη στην αρχή, στα μέσα και στο τέλος της ζωής του. Άρα, φαίνεται να αποτελεί καθοριστική και διαχρονική αντίληψη για τον ποιητή. Δείχνει πόσο τον έχουν επηρεάσει τα λόγια του Ζιντ και οι ποιητικές θεωρίες του Έλιοτ. Το ποίημα «Selva oscura» είναι μόνο μια ποιητική εκδήλωση των αντιλήψεων αυτών[19].
Η θεμελιώδης για τον Σεφέρη αισθητική αυτή άποψη αφορά άλλωστε όλες τις τέχνες. Πολλοί θα μπορούσαν να τη χαρακτηρίσουν καλλιτεχνικό μυστικισμό, έχω όμως την αίσθηση ότι πρόκειται απλώς για την αναζήτηση του ασυνείδητου μέρους της καλλιτεχνικής δημιουργίας, στο οποίο οι περισσότεροι αναλυτές της αισθητικής αποδίδουν μεταφυσική διάσταση. Η χρήση της έκφρασης «μερίδιο του Θεού» είναι μάλλον μια λύση για να εκφραστεί απλά και σύντομα μια πολύ περίπλοκη και δυσεξήγητη ασυνείδητη διαδικασία, παρά μια προσπάθεια θεολογικής προσέγγισης.
Αντίστροφα, ο Σεφέρης είναι επιφυλακτικός προς κάθε ποίηση που δεν ακολουθεί την οδό αυτή. Όταν ο εικοσάχρονος Νάνος Βαλαωρίτης του έδειξε ποιήματά του το 1940, γράφει στο ημερολόγιό του:
Ροπή της νιότης να πει το ουσιαστικό όσο μπορεί πιο βιαστικά, πιο απευθείας. Φυσικά τα σημαντικότερα μένουν απ’ έξω […] Αγνοούν το μερτικό του Θεού που αναζητούσε ο Gide[20].
Η πορεία της μετουσίωσης των ατομικών εμπειριών και συναισθημάτων σε λογοτεχνικά κείμενα που απασχολεί τους μεγάλους θεωρητικούς της αισθητικής, ασφαλώς προβληματίζει τους περισσότερους ποιητές και δημιουργούς. Όχι τόσο τους φιλόλογους. Για να μην πάμε μακριά, ας δούμε τους στίχους του Ελύτη στα «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», όπου το «σκοτεινό δάσος» γίνεται αβάσταχτος ουρανός σε πανύψηλο βουνό:
[…]
η μαγεία να κινεί το χέρι μας και να το ερμηνεύει
καταπώς οι σκιές αλλάζουν θέση
λες
έχουν πάρει κιόλας το μερίδιο του Θεού
ίδια σ' άλλους καιρούς οι Όσιοι.
Τα πανύψηλα όρη
ας πούμε οι Άνδεις
έχουνε το αντίστοιχό τους
μέσα μας…
όπου όταν προχωρούμε προς την κορυφή τους
αραιώνει κι εκεί ο αέρας
τόσο που λιποθυμάς
τα ανθρώπινα όργανα δεν αντέχουνε τόση καθαρότητα
ένας Vermeer κάποτε το κατάφερε αλλ’
εστηρίχθηκε στο χρώμα
η γραφή σταματά
Η ανθρώπινη φύση είναι συνήθως πιο περίπλοκη απ’ ό,τι φαίνεται σε πρώτη ματιά. Και οι πράξεις μας μπορούν να αποδοθούν σε περισσότερα κίνητρα απ’ όσα συνειδητοποιούμε και οι ίδιοι. Πιστεύω ότι και οι τρεις πτυχές που ανέπτυξα συνυπάρχουν στην επανάληψη της ιδιότυπης σεφερικής φράσης που δανείστηκε από τον Ζιντ: τα ίχνη μιας δικής του πίστης στο Θεό, η προτίμησή του προς την τέχνη σαν έργο ζωής και παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές και, τέλος, η συναίσθηση της ασυνείδητης διαδικασίας στην ποιητική δημιουργία η οποία την εξυψώνει σε κάτι που υπερβαίνει τον ταπεινό δημιουργό της.
[1] …H μάνα, χωρίς ποτέ να μας διδάξει, μας άφησε ανυπολόγιστη κληρονομιά: την πίστη στην παρουσία του Θεού. Τ’ αγόρια, με την αντρίκεια τους αιδώ δεν εκφράζονταν εύκολα, δεν πήγαιναν συχνά στην εκκλησιά. Όμως λίγο να τους γνώριζες, ένιωθες ν’ αναπνέουν αυτήν την παρουσία, να ζουν την ορθοδοξία ολόκληρη.
Αυτή η πίστη παραστάθηκε το Γιώργο ώς το τέλος. Κι η προσευχή που γνώρισε παιδάκι ήταν έτοιμη να βρει το δρόμο της. Στις ώρες της κρίσιμες, τις ώρες τις γόνιμες, την έβλεπα αυτή την εκ βαθέων έκκληση ν’ ανεβαίνη στα μάτια του.
Μόνο εκείνο το ιερό: «Δοσμένα» λέει πολλά. Τόλεγε και τόγραφε ο Γιώργος σε κύριο τίτλο για τους στίχους του.
– Τι καλό ποίημα, «ο Βασιλιάς της Ασίνης»
– Αυτά είναι από το Θεό.
Χαμογέλασε σαν μου χάρισε τη μετάφρασή του της Αποκάλυψης:
– Βλέπεις, Ιωάννα, καθένας έχει το δικό του τρόπο να κάνει την προσευχή του.
Και στο τέλος, στην αρρώστια του, ακίνητος στο δωμάτιο της ανάνηψης, κι εγώ καθισμένη στο πλαϊνό του σκαμνάκι, μ’αγκάλιαζε με το δεμένο του χέρι, όλο μάτια. Όταν ακόμη μπορούσε να μιλήσει:
– Άναψε το κεράκι σου για μένα
Ιωάννας Τσάτσου, Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 4η έκδ., σ. 16-17.
[2] Εξαίρεση αποτελεί ίσως το ποίημα της κυπριακής του συλλογής «Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά», που ωστόσο έχει άλλες, πολιτικές προεκτάσεις και στοχεύσεις για το κυπριακό ζήτημα.
[3] Οι ώρες της κυρίας Έρσης, Δοκιμές Γ’, σ. 232.
[4] Μέρες Γ’, σ. 193.
[5] Μέρες Γ’, Δευτέρα 22 Νοέμβρη, Μνήμη του Καβάφη, σ. 89.
[6] Μετάφραση: Δημήτρης Αρμάος.
[7] Δοκιμές Α΄, σ. 124, 125, 126.
[8] Μέρες Ζ΄, 29/2/1960.
[9] Avant d’expliquer aux autres mon livre, j’attends que d’autres me l’expliquent. Vouloir l’expliquer d’abord, c’est en restreindre aussitôt le sens ; car si nous savons ce que nous voulions dire, nous ne savons pas si nous ne disions que cela. — On dit toujours plus que CELA. — Et ce qui surtout m’y intéresse, c’est ce que j’y ai mis sans le savoir, — cette part d’inconscient, que je voudrais appeler la part de Dieu. — Un livre est toujours une collaboration, et tant plus le livre vaut-il, que plus la part du scribe y est petite, que plus l’accueil de Dieu sera grand. — Attendons de partout la révélation des choses ; du public, la révélation de nos œuvres.
[10] Τη δεκαετία του 1930, μέχρι το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ το 1936, οπότε αποκήρυξε τον κομμουνισμό.
[11] Δοκιμές Β’, σ. 164.
[12] Μέρες Θ’, σ. 167 : an unconscious accumulation of material for years, burst suddenly by the intervention of a very ordinary happening: a very good friend of mine had given me a note-book of Japanese paper[…].
[13] Μέρες Η΄, σ. 282.
[14] Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ’ ένα μεγάλον ίσκιο / το χρώμα της αυγής το αισθάνομαι στα δάχτυλά σου. / Ξέχασε το ψέμα που σε βόηθησε να ζήσεις / γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου, / μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε / αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά. / Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ’ ένα μονοπάτι, / τ’ αυλάκια χαλασμένα δεξιά κι αριστερά, στην άκρη / το σπίτι με γυαλιά που το χτυπάει ο ήλιος, άδειο. / Σκέφτηκα τα δάχτυλά σου να χτυπούν τα τζάμια / σκέφτηκα την καρδιά σου να χτυπά πίσω απ’ τα τζάμια / και πόσα λίγα πράματα χωρίζουν έναν άνθρωπο / που δεν τα ξεπερνά. Δεν ξέρεις τίποτε γιατί κοίταξες τον ήλιο. / Το αίμα σου στάλαξε στα μαύρα φύλλα της δάφνης / τ’ αηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στο φεγγάρι / και στο ποτάμι το ’συρα κι έβαψε το ποτάμι. / Συλλογίζομαι, όταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι / τις φλέβες μου και το μυστήριο των χεριών σου που οδηγούν / κατεβαίνοντας προσεχτικά σκαλοπάτι το σκαλοπάτι. / Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ’ έναν μεγάλο κήπο.
[15] Ευρυπίδη Γαραντούδη, «Σεφέρης και Dante» στο περιοδικό Χάρτης, Ιαν. 2019, που παραπέμπει και σε άλλες μελέτες.
[16] Δοκιμές Α’, Mονόλογος για την ποίηση, σ. 153, 154.
[17] Δοκιμές Β’, σ. 23.
[18] Δοκιμές Β’, Παραλλαγές πάνω στο βιβλίο, σ. 153-154.
[19] Έχει ενδιαφέρον ότι ο Σεφέρης στο δοκίμιο μιλάει για τη «selva oscura», αλλά δανείζεται την ελληνική μεταμόρφωσή της σε «άγριο δάσο», από την τραγωδία Ερωφίλη του Χορτάτση, στο σημείο όπου μιλά η Ερωφίλη για την «κακή κι αντίδικη Μοίρα» που έκανε τον Έρωτα να της προξενήσει τόσες πίκρες (Γαραντούδης, ό.π.).
[20] Μέρες Γ’, Πέμπτη, Γενάρης 1940.