Κυριάκος Αθανασιάδης
Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Δύο πράγματα σήμερα. [§] Το τρίτο επεισόδιο των X-Files ήταν τόσο κακό, τόσο άστοχα αυτοαναφορικό, τόσο μάπα, που θα κάνουμε καιρό να το ξεπεράσουμε. Αστειάκια, μπουρλέσκ κωμωδιούλα, φτηνή παραγωγή σαν βιντεοκασέτας τού ’80, ένας ματάκιας ξενοδόχος αλά Τσάκωνας, μία «αστεία» βίγκαν δίποδη ημιανθρωπόμορφη σαύρα που μεταμορφώνεται άθελά της σε κανονικό ανθρωπάκο-μικροαστούλη-χαζούλη, και εξ αυτού τρελαίνεται γιατί τι χειρότερο από το να είσαι ανθρωπάκος-μικροαστούλης-χαζούλης, ο Μόλντερ που κοίτα στην δεν δεν δεν θέλει να πιστέψει και μετά τού λένε πίστεψε λένε αλλά εγώ είπα όχι όχι δεν πιστεύω αλλά μετά λένε μην πιστεύεις εντάξει ε και τότε λέω πιστεύω λέω, μοναχαυτοτιποτάλλο (και όλα αυτά ενώ χαμογελάει σαν να σκέφτεται πόσο χάλια είναι όλο αυτό), δύο ταφόπλακες σε ένα νεκροταφείο με ονόματα παραγωγών της σειράς που πέθαναν χαραγμένα επάνω τους (έλα; σοβαρά;!), κρυάδες, κόντρα κρυάδες και — και απογοήτευση. Το πρώτο επεισόδιο ήταν μια χαρά για εισαγωγή στον 10ο Κύκλο, το δεύτερο κομσί-κομσά αλλά X-Files μια φορά, αλλά το τρίτο… ό,τι να ’ναι. [§] Αυτό ήταν το ένα πράγμα. Το δεύτερο είναι το εξής. Διάβασα σε ένα στάτους αυτό: «Νομίζω πως μπροστά μας υπάρχουν λίγο-πολύ οι εξής τρεις δρόμοι: (1) Να καταφέρει να περάσει η κυβέρνηση όλα τα μέτρα, με αποτέλεσμα να επιταθεί η οικονομική ασφυξία σε εκατομμύρια ανθρώπους. (2) Να μην καταφέρει να τα περάσει και να έρθει στη θέση της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μια άλλη κυβέρνηση, οποιασδήποτε μορφής κι αν είναι, που θα περάσει τα ίδια πάνω κάτω οικονομικά μέτρα, με αποτέλεσμα να επιταθεί η οικονομική ασφυξία σε εκατομμύρια ανθρώπους. (3) Να μην καταφέρει να τα περάσει και να οδηγηθούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε οριστική πια ρήξη με την ευρωζώνη και ίσως και την ΕΕ, με αποτέλεσμα να επιταθεί η οικονομική ασφυξία σε εκατομμύρια ανθρώπους». Πριν, είχαμε να κάνουμε με τη μεταμόρφωση των X-Files. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με τη μεταμόρφωση του συριζανθρώπου: η έξοδος από την Ευρώπη θα μας πλήξει, λέει πλέον ο συριζάνθρωπος, όσοι οι μειώσεις στις συντάξεις, ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ. Οπότε, μια δεν τα καταφέραμε, δυο δεν τα καταφέραμε, άντε πάμε άλλη μια τρίτη (μωρ’ αδέρφια), μια τρίτη και φαρμακερή προσπαθειούλα για να φύγουμε επιτέλους από τη μασονία του νεοφιλελευθερισμού, να τελειώνουμε: και με το κεφάλαιο, και με τους τοκογλύφους, και με τα πάντα. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε: έξω από την Ευρώπη θα ’μαστε όπως και μέσα, απλώς χωρίς τους βρομοκαπιταλιστές. Είτε μέσα είτε έξω, τις ίδιες συντάξεις θα παίρνουμε αφού. Ποιοι Καμμένοι, και ποιοι Κοτζιάδες, και ποιοι τρελοί, και ποιες παιδείες, και ποια δραχμικά πραξικοπήματα, και ποια κλειστά νοσοκομεία: γύψο για τα κατάγματα θα βρίσκουμε πάντα. Ωραίο; Φίνο; Ωραιότατο. Και θα καθόμαστε —σου λέει ο συριζάνθρωπος—, εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη, θα χορεύουμε γύρω από τη φωτιά όλοι μια αγκαλιά μες στη νυχτιά στην Ικαριά, και θα πίνουμε κρασί από το μπουκάλι και απ’ το στόμα σου το κερασένιο το καυτό το hot, και θ’ ακούμε Λοΐζο και οι κακοί δανειστές θα μείνουμε σπίτσλες. Εβίβα. [§] Syriza is out there, σύντροφοι. Πρέπει να πέσουν σαν κι εκείνο το ούφο στο πρώτο επεισόδιο των X-Files, που γκρεμοτσακίστηκε.
Πολλοί μεγάλοι άνθρωποι ζουν στο κέντρο, και οι περισσότεροι είναι παλιοί Θεσσαλονικείς, και εγγράμματοι. Και πεθαίνουν. Όχι όλων, υποθέτω, αλλά κάποιων, μάλλον πολλών αν κρίνω από τη συχνότητα του φαινομένου, αρκετών τέλος πάντων οι βιβλιοθήκες πετιούνται στα σκουπίδια από όποιον αναλαμβάνει τη διαχείριση του σπιτιού, και τα πεζοδρόμια δίπλα στους κάδους γεμίζουν παλιά βιβλία, χύμα ή σε χαρτόκουτες ή σε σακούλες, που φτιάχνουν ντάνες επισφαλούς ισορροπίας. Τότε σπεύδουν οι παλιατζήδες και οι ρακοσυλλέκτες να τα βάλουν στο καρότσι τους με τα άλλα ανακυκλώσιμα υλικά, πράγμα λογικό και όμορφο, και περνώντας από κοντά τους με τον Αρσέν, στην πρωινή μας βόλτα, τους βλέπουμε συχνά να προσθέτουν τους παλιούς τόμους πάνω από τα άλλα χαρτικά, τα μπουκάλια, τα σπασμένα παιχνίδια, τα παλιόρουχα και τα διάφορα εξαρτήματα που τους επιδαψιλεύουν τα σκουπίδια. Χτες πρέπει να πέθανε ένας πραγματικός διανοούμενος της γειτονιάς —ποιος άραγε, δεν είδα αγγελτήριο κηδείας, θα ψάξω—, γιατί σήμερα το πρωί είχε ένα βουνό βιβλία γωνία Κορομηλά με Χρυσοστόμου Σμύρνης, και ένας νεαρός ντυμένος αλλοπρόσαλλα και με πολλά βαθιά σημάδια στο πρόσωπο τα τοποθετούσε προσεκτικά σε κάτι σαν χειρήλατο τετράτροχο βαγονέτο, ενώ δίπλα του ένας άλλος κύριος, καλά ντυμένος αυτός, στον πρωινό του περίπατο, διάβαζε περιπαθώς αποσπάσματα από έναν τόμο διαλεγμένο στην τύχη από τον σωρό, που τον ξεφύλλισε λιγάκι, προς τα μπρος και προς τα πίσω, πριν τον αποθέσει στο μεγάλο καρότσι του νεαρού με τα σημάδια. Και έπειτα έφυγε, και φύγαμε κι εμείς, και τότε παρατήρησα πως είχε βέβαια πάρει ένα βιβλίο από τα πολλά, και το ’χε κάτω από το παλτό του, μια χαρτόδετη γαλλική έκδοση, το Une saison en enfer.
Δεν χωρεί αμφιβολία πως οι ομάδες συμφερόντων που το σύνολό τους λέμε λαό δεν μπορούν να χορτάσουν το άγριο δούλεμα του εθνικολαϊκισμού, το επιζητούν διαρκώς με πάθος, εξ ου και οι επικυρίαρχοι θα τις κοροϊδεύουν κατάμουτρα κάθε πρωί με την αυγούλα και θα τους δίνουν μπατσάκια στο μάγουλο κάθε βραδάκι για να κοιμηθούν: ήσυχες και καθησυχασμένες. Είναι ωραία μες στο μυαλό του χαζούλη: ακόμη κι αν σου παίρνουν το σπίτι (και πολύ καλά κάνουν και σ’ το παίρνουν, απροπό: δεν ήταν δικό σου), αυτό προστατεύεται, οπότε σε μία άλλη διάσταση δεν σου το πήραν ποτέ· μπορεί να οδηγηθείς στην μπουζού επειδή δεν πλήρωνες διόδια κατά την προεπαναστατική περίοδο όπως είχε διαταχθεί, αλλά στο παράλληλο σύμπαν της μουσολινικής Αριστεράς απλώς επιτελείς το διαρκές καθήκον σου· μπορεί να κόβουν στη μέση της μέσης τη σύνταξή σου, αλλά των δεητζήδων θα διατηρηθεί σε πανηγυρικά επίπεδα, οπότε μπορείς να κλείσεις τα ματάκια χαρούμενος και να αλλάξεις πλευρό, και μπράβο σου· μπορεί το εισιτήριο του λεωφορείου να θυμίζει σημαία τού ταξί, μα εσύ έχεις πειστεί πως μειώθηκε, γιατί yolo· μπορεί να δόθηκαν τα αεροδρόμια σε σοβαρούς ανθρώπους για να τα εκσυγχρονίσουν και να τα εκμεταλλευτούν (επιτέλους, έστω και κοψοχρονιά), αλλά κατά βάθος δεν θα τα πουλήσει η κυβέρνηση-Μινχάουζεν ποτέ και θα ’ναι πάντα βαμμένα στο χρώμα της αγαπημένης σου γαλανόλευκης, γιατί έτσι· μπορεί να σου απαγορευτούν τα ταξίδια στο εξωτερικό όταν θα σε πετάξουν από τη Ζώνη Σένγκεν με το δίκιο τους, αλλά κατά βάθος ο ουρανός γίνεται έτσι πιο γαλανός, και ξανά yolo· μπορεί να είσαι ηλίθιος, αλλά βέβαια ψηφίζεις ορθολογικά· μπορεί να πρέπει να πληρώνεις το διορισμένο σόι της κάθε περιφερειάρχου-wannabe-ηγέτιδος-της-Αριστεράς , αλλά μια φωνίτσα σού λέει στο αυτί, «There’s nothing to worry about. You’re going to be just fine. I will take good care of you. I’m your number one fan». Όχι, κύριε: δεν χωρεί αμφιβολία πως οι ομάδες συμφερόντων που το σύνολό τους λέμε λαό δεν μπορούν να χορτάσουν το άγριο δούλεμα του εθνικολαϊκισμού. Οι ομάδες συμφερόντων που το σύνολό τους λέμε λαό θα ζουν πάντα με κόκκινα-κόκκινα από την ευχαρίστηση μάγουλα (μια στάλα τσιμπημένα από το χέρι του Βούτση) στην Ημέρα της Μαρμότας. [5] (Την οποία τιμούμε σήμερα, 2 Φεβρουαρίου. Το Sky μάλιστα θα παίζει όλο το εικοσιτετράωρο την ωραία ταινία τού ’93 με τον Μπιλ Μάρεϊ. Ευτυχείτε).
Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα (υπάρχουν πολλά περισσότερα) από τις εκ των ένδον αποκαλύψεις και ομολογίες του κυβερνητικού yoloστρατοπέδου είναι αυτό: δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο συνεργασίας μαζί τους — αντίθετα, ακόμη και η σκέψη για κάτι τέτοιο (από μια πλευρά τού ΠΑΣΟΚ, φέρ’ ειπείν — το Ποτάμι μάλλον έχει συνετιστεί) συνιστά βούληση άμεσης πολιτικής αυτοχειρίας. Κατά τα άλλα: δεν γλιτώσαμε ακόμη από δαύτους· τα πράγματα τώρα είναι πιο επικίνδυνα από ποτέ· στην κατρακύλα τους, όπως γράφουμε συχνά, δεν θα πέσουν μόνοι· αυτά τα ξεκατινιάσματα, να με συμπαθάτε για τη λέξη, που δεν θα σταματήσουν στις επιστολές της γραφικής εθνικοσοσιαλίστριας Κωνσταντοπούλου, δεν είναι ούτε για να χαιρόμαστε, ούτε για να επενδύουμε επάνω τους: είναι πράγματα επικίνδυνα· το επίπεδο είναι τόσο χαμηλό, και θυμίζει τόσο έντονα «κτηματικές διαφορές» οικογενειών ορεσειβίων αγροκτηνοτρόφων, που θα καταλήξει όπως και οι ορίτζιναλ κτηματικές διαφορές των ορεσειβίων αγροκτηνοτρόφων, με καραούλι, ενέδρα και καραμπίνες. Επίσης: τίποτε (ασφαλιστικό, αγροτικό, μεταναστευτικό) δεν μπορεί να κερδηθεί από την παρούσα κυβέρνηση. Δεν θα έχει καμία νομιμοποίηση. Πρέπει να πέσουν και να πάμε σε εθνικές εκλογές. Όσο αργεί να κλείσει η αριστερή κυβέρνηση, τόσο θαβόμαστε σε ανυποληψία, τόσο φτωχαίνουμε, τόσο εξαντλούμεθα. Σβήνουμε.
Σε πολλές σέλφι, βλέπεις πολύ συχνά τον ώμο αυτού που τις τραβάει: αυτήν τη, δυστυχώς όχι ανεπαίσθητη, κίνηση που κάνει ο ώμος, το ανασήκωμα, το τέντωμα για να κρατήσει το κινητό, για να τεντώσει το μπράτσο, για να καδράρει —σε μια τόσο άβολη στάση— το θέμα, το πρόσωπο εν πάση περιπτώσει, που μπορεί να έχει όποιο ύφος, όποιο «θέμα», έχει επιλέξει ο κάτοχος του κινητού, και του ώμου: μπορεί το υποκείμενο, ο χρήστης, να είναι κατηφής, σκεπτικός, συνοφρυωμένος, χαμογελαστός, σέξι, με έκφραση αλλοπαρμένη ή εκστατική, μπορεί να είναι θλιμμένος, περίφροντις, αναστατωμένος ή σαν σεξπιρικός ήρως — δεν έχει σημασία: όπως και να είναι, είναι σκηνοθετημένος. Και αυτό δεν θα πείραζε, αν δεν φαινόταν ο ώμος. Αλλά φαίνεται —αυτή η ανεπαίσθητη κίνηση που κάνει, το ανασήκωμα, το τέντωμα—, και τον εκθέτει. Καλά, όχι πολύ: τι σημασία έχει, άλλωστε; Κανείς μπορεί να υποδύεται ό,τι θέλει, λογαριασμό θα μας δώσει; Μια φωτογραφία είναι, και τραβήχτηκε από τον κάτοχο του ώμου για να υποδηλώσει κάτι και για να χρησιμοποιηθεί σαν φωτογραφία προφίλ, ή κάτι τέτοιο. Δεν μας πέφτει λόγος. Ωστόσο, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στους υποστηρικτές της κυβέρνησης, παλιούς και αμετανόητους, αλλά και σε αυτούς που κάνουν κάνα εξάμηνο τώρα ότι δεν είδαν και δεν ξέρουν: γράφουν για σκάκι, γράφουν για τραγουδάκια, θρηνούν τους προσφάτως χαμένους καλλιτέχνες, κολλάνε συνδέσμους για τις επιδημίες θανατηφόρων ιών, μιλούν για τα παλιά, τότε που η ρετσίνα τραγουδούσε στα γυάλινα ποτηράκια της μουστάρδας στα καπηλειά, α! ναι — κι όλα αυτά ενώ εξαιτίας τους η Ελλάδα χάνεται και σβήνει. Κάνουν ό,τι μπορούν, τα καημένα, για να κρυφτούν μέσα στον θόρυβο των Μέσων. Ωστόσο ο ώμος φαίνεται, ο ώμος τούς προδίδει.
Ήταν ένας νεαρός παπάς χθες το βράδυ στην παραλία που έτρεχα, τριανταπεντάρης, σχεδόν ήμαστε οι δυο μας όλοι κι όλοι στο κομμάτι μετά τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο, μιλούσε στο κινητό με έξαψη περπατώντας δυνατά και γρήγορα (εγώ τρέχω αργά), και έτρεμε ολόκληρος, έτρεμαν και το σώμα του και το στόμα του, ωστόσο είχε αυτή την καμπανιστή και οπωσδήποτε σταθερή φωνή των ιερέων, που είναι κάπως έρρινη και έχει καλά κρατήματα, και ο αέρας παλλόταν με ένταση γύρω του, και έψεγε τον φίλο του που προτιμούσε κάποιον άλλο, «τον πατέρα σου», είπε, ή κάτι τέτοιο, που ήταν βέβαια, προσέθεσε ειρωνικά, «ο πιο άγιος των αγίων», και είχε, βέβαια, κάθε λόγο να τον προτιμά, και πολύ καλά και πολύ σοφά έπραττε που τον προτιμούσε, α ναι, νομίζω θα τελούσαν από κοινού ένα μυστήριο, ίσως αύριο Κυριακή, δεν ξέρω, δεν κατάλαβα, και περνώντας από δίπλα του έσκυψα το βλέμμα γιατί ντράπηκα που είχα κρυφακούσει, ωστόσο τελευταία στιγμή, σκύβοντας, προσπάθησα να πιάσω το δικό του, ίσως για να δει πως καταλάβαινα, πως δεν πείραζε που άκουσα, όλα καλά, να μην ανησυχεί, και πως εντέλει ήμουν μαζί του, ήμουν με το μέρος του, και πως είχε δίκιο να τρέμει έτσι, να τρέμει ολόκληρος, και το σώμα και το στόμα του, αλλά εκείνος δεν με κοιτούσε καν, τα μάτια του έκαιγαν από πυρετό και ήταν βουτηγμένα στα δάκρυα, και κρατούσε σφιχτά το κινητό ακούγοντας δικαιολογίες και ψέματα, και λίγα βήματα πιο μακριά σκέφτηκα, αλλά δεν το ’κανα, να γύριζα πίσω και να τον φιλούσα, να του φιλούσα το χέρι.
Από την πρώτη στιγμή που επιβλήθηκαν, όλοι ξέραμε πως τα capitalcontrols ήρθαν για να μείνουν: μπορεί κάποιοι δευτέρας κατηγορίας πολιτικοί της συγκυβέρνησης, για μια χούφτα χρήματα —όπως πετάμε ένα λαγό στην αρένα—, να λένε στις τηλεοράσεις πως πρόκειται για μία μικρή παρένθεση που σύντομα θα κλείσει, αλλά η πραγματικότητα είναι άλλη: θα ζούμε με περιορισμούς στην αγορά για χρόνια. Όχι πολλά: τρία με τέσσερα, λένε οι σοβαροί αναλυτές. ΟΜΩΣ: εάν μας εκδιώξουν από τη Συνθήκη Σένγκεν (σαν πρώτο αλλά βασικότερο βήμα για την πλήρη έξοδό μας, εντέλει, από την Ένωση), θα έχουμε να κάνουμε με μία κατάσταση που δεν θα μπορεί να αλλάξει — όχι στο ορατό μέλλον. Ο κίνδυνος να γίνει άρδην Κόλαση η ζωή όλων μας είναι υπαρκτός και θανάσιμος. Η Σένγκεν είναι το άσυλό μας, και η ελευθερία μας. Η αποπομπή μας δεν θα σημάνει μόνο τον διασυρμό μας, αλλά την ίδια την υπόσταση της χώρας όπως την ξέρουμε. Θα κατρακυλήσουμε στον Τρίτο Κόσμο, χωρίς δυνατότητα επανόδου στον Ελεύθερο.
Στην παραλία της Θεσσαλονίκης, οι ψαράδες με τα καλάμια έχουν πολλαπλασιαστεί τον τελευταίο καιρό. Έχουν σχεδόν δεκαπλασιαστεί τα δύο-τρία τελευταία χρόνια που τους παρακολουθώ, και κυρίως έχουν εκσυγχρονιστεί — πολύ: δεν θα δεις πια τον παππού που έβλεπες παλιά, με την πετονιά και την υπομονή του και τη μελαγχολία που τον τύλιγε, δεν θα τον δεις γιατί δεν πηγαίνει πια, ούτε θα ξαναπάει. Είναι νέοι άντρες οι περισσότεροι ψαράδες, καλά ντυμένοι, άριστα εξοπλισμένοι, με σύγχρονα καλάμια και με πολλά σύνεργα, με φακούς στις πετονιές, τους φελούς και τα καπέλα, με ψυγεία πάγου, ποδήλατα και μηχανάκια για να μεταφέρουν τα ψάρια. Πολλοί έχουν σταντ όπου στηρίζονται δύο και τρία επιπλέον καλάμια, πέραν αυτού που κρατούν στο χέρι. Η δουλειά έχει εντατικοποιηθεί και βιομηχανοποιηθεί. Όλοι τους ξέρουν καλά πού τσιμπάει και πότε (ανάλογα με την ώρα της ημέρας, με την εποχή, με το φεγγάρι), και μετακινούνται αναλόγως, μαζικά. Στα σημεία όπου στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο η παραλία αλλάζει άρδην και επί ώρα όψη, γίνεται κάτι άλλο, μία δραστήρια περιοχή όπου αλιεύονται σωρηδόν κεφαλόπουλα για να πάνε στις ταβέρνες και στα καφενεία της πόλης, ένας τόπος που δεν είναι πλέον τόπος «περιπάτου», περισυλλογής, ή ό,τι άλλο συνιστά αυτό που λέμε δημόσιος χώρος — που δεν είναι καν πόλη. Τα σημεία εκείνα, της μαζικής ψαριάς, είναι ένας χώρος ιδιωτικός και περίκλειστος. Αν και όχι αόρατος. Και πρακτικά ενοχλητικός. Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα αηδιαστικό θέαμα (δεν μιλώ καν για την καθαυτό πράξη της υπεραλίευσης), και άμποτε να ξεμπερδέψουμε από δαύτο. Ας τους περιορίσει ο νόμος, ας απαγορευτούν αν μη τι άλλο τα επιπλέον καλάμια, είναι απεχθές αυτό που συμβαίνει, και βρομιάρικο. [§] Θα πείτε, Εδώ ο κόσμος καίγεται, η Ελλάδα βουλιάζει καθημερινά και περισσότερο, και από τον βυθό όπου πηγαίνουμε δεν θα υπάρξει επιστροφή, κι εσύ ασχολείσαι με τους ψαράδες της Νέας Παραλίας; Ναι, αυτό κάνω. Κάποιος έπρεπε να το πει.
Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος σήμερα. Οφείλουμε να σκύψουμε το κεφάλι και να αναλογιστούμε τι έφταιξε — ποια χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης επιζούν σήμερα — τι κάνουμε γι’ αυτό, αν κάνουμε κάτι. Οφείλουμε να σκύψουμε το κεφάλι και να θυμηθούμε, να προσευχηθούμε, να δακρύσουμε. Οφείλουμε να τρομάξουμε: για τότε και για τώρσ. Κυρίως: οφείλουμε να δούμε τον εαυτό μας σαν θύτη — μόνο έτσι θα καταλάβουμε. Είμαστε όλοι μισαλλόδοξοι. Οφείλουμε να το ξέρουμε. Και να αλλάξουμε, αν υπάρχουν μέσα μας περιθώρια αλλαγής. Κάθε άνθρωπος που πονά από το χέρι μας είναι όλοι οι Εβραίοι, όλοι οι ομοφυλόφιλοι, όλοι οι κομουνιστές, όλοι οι Τσιγγάνοι, όλοι οι άνθρωποι, όλοι οι Άλλοι που γίνονται στάχτη στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Κάθε πρόσωπο είναι ιερό. Κάθε πρόσωπο είναι φύσει ελεύθερο. Έστω μόνο σήμερα, ας τρομάξουμε — με τον εαυτό μας.
Δεν ξέρω αν θα πάρει η Αγγελοπούλου, ή κάποιος άλλος χορηγός της κυβέρνησης, παρανόμως κανάλι-δώρο από τον Τσίπρα και τον Καμμένο, με τη σύμφωνη γνώμη βέβαια μέρους της αντιπολίτευσης. Aυτό που ξέρω είναι ότι ένα τέταρτο του αιώνα τώρα, από το ’90, από τότε δηλαδή που διαμόρφωσαν με τον τρόπο τους το τοπίο στα τηλεοπτικά πράγματα, το Κανάλι 29 και το Κανάλι 67, κυρίως αυτά, αλλά και ένα μάτσο ακόμη παράνομοι σταθμοί που πουλιόνταν και αγοράζονταν και άλλαζαν ιδιοκτήτες και ονόματα μέσα σε μια νύχτα (το Τηλετώρα του εκβιαστή Μιχαλόπουλου, το ΙΤΑ8 του αισθησιακού Λεωνίδα, το 902 τού ΚΚΕ κ.ά.), εξακολουθούν και παίζουν δυνατά στο παιχνίδι, όχι με την Άλλη Όψη του Γιαννόπουλου, το Ερωτοδικείο της Μιχαλονάκου, τις ανταποκρίσεις από τις λαϊκές αγορές και το Γωγουλίνι, αλλά κανονικά και με τον νόμο του εργάτη. Δεν με συμφέρει που το γράφω, αλλά διάολε, αδιανόητο-ξεαδιανόητο, ακόμη είναι στα πράγματα ο Κουρής. Η Αυριανή μάς έχει νικήσει και ασελγεί συστηματικά επάνω μας. Και όλη αυτή η τρέλα συνεχίζεται. Τα τετελεσμένα θα εξακολουθήσουν να υπερτερούν των νόμων. Απέραντη αηδία. Και μόνη ελπίδα θα είναι, πάντα, η καλοκαγαθία των Μεγάλων Δυνάμεων. [§] ΥΓ. Και ας πάψουμε πια να λέμε ότι δεν έχουν σχέδιο, είναι ηλίθιοι και βαδίζουν στα κουτουρού. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. (Όχι αναφορικά με το «ηλίθιοι»).