Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Κάθε μέρα που περνώ μπροστά από του Νικολέρη (το παραδοσιακό φωτογραφικό στούντιο για τελειοφοίτους των ιδιωτικών σχολείων, αλλά και για γάμους, επαγγελματικές ή προεκλογικές φωτογραφήσεις κλπ. κλπ. στη Θεσσαλονίκη), εκεί στην Τσιμισκή με Διαγώνιο, και κοιτώ τις φωτογραφίες στη βιτρίνα, βλέπω στα μειδιάματα εκείνων των παιδιών —που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους γιατί η αισθητική της καλής φωτογραφίας τα επισκιάζει— τη βεβαιότητα για ένα πλούσιο μέλλον, πλημμυρισμένο έτοιμες δυνατότητες, γεμάτο βεβαιότητες, με τις καλές, σωστές σπουδές στο Λονδίνο, στην Ουάσιγκτον και στο Βερολίνο, την άνετη επικοινωνία με ανθρώπους που οι περισσότεροι δεν θα τους απευθυνθούμε καν ποτέ, τις καλά δουλεμένες βασικές ξένες γλώσσες, τις γεμάτες γκαρνταρόμπες , τα χειροποίητα παπούτσια που είναι τόσο συγκινητικά όμορφα, τα σπουδαία ρεστοράν, τα συχνά αεροπορικά ταξίδια, τους μεγάλους μισθούς που περιμένουν σε μια γωνιά να τους δοθούν, ε και όσο να πεις ζηλεύω. (Η σωστή λέξη είναι άλλη). Το στούντιο δεν θα μπορούσε, δεν θα έπρεπε, να είναι πουθενά αλλού παρά εκεί, στο κέντρο της πόλης, φάτσα-κάρτα, για να μας θυμίζει πως όλο αυτό υπάρχει, και κληροδοτείται, και δεν θα χαθεί ποτέ μα ποτέ. Δεν υπάρχει κάποια αδικία εδώ, απλώς είναι μία κατάσταση που υπάρχει. Αυτό. Κι έπειτα απομακρύνομαι και είμαι μια στάλα ακόμη περισσότερο συννεφιασμένος. Οι έντονες ταξικές διαφορές σε μελαγχολούν. Μπορεί να σκεφτώ, τότε, πως κάποια από αυτά τα παιδιά, βέβαια, χθες —πριν τη φωτογράφηση— ξενύχτησαν σε ένα κλαμπ και ίσως και να έκλαψαν εκεί, μόνα τους, στις τουαλέτες, ή ότι κάποια άλλα είναι ερωτευμένα, και πονούν, ή ότι τσακώθηκαν για κάτι πολύ σημαντικό, δεν ξέρω. Και δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να μπορούσαν, όχι όλα, αλλά κι άλλα παιδιά να τα αποκτούσαν όλα αυτά. Σημασία έχει να το προσπαθούμε, γι’ αυτά τα άλλα παιδιά.
Ξεχνώ καμιά φορά πως ο Αρσέν είναι σκυλάκι, όπως όλα τα άλλα σκυλάκια, και πως συμπεριφέρεται σύμφωνα με τον γενετικό προγραμματισμό του. Νομίζω πως όλοι οι ιδιοκτήτες κατοικιδίων το ξεχνάμε, βέβαια. Προσωπικά είμαι σίγουρος τις περισσότερες φορές πως είναι ο Αρσέν, εννοώ ένα άτομο, ένα πρόσωπο, που ξέρει απολύτως να συνεννοηθεί μαζί μου με τους δικούς του κώδικες, που αναπτύξαμε από κοινού όσο μεγάλωνε μέσα στην οικογένεια, από δύο μηνών μέχρι τώρα που είναι δεκαπέντε. Για να το κάνω πιο λιανά, πιστεύω πως μέχρι και το μάτι μού κλείνει, τόσο πολύ. Εν πάση περιπτώσει, εχθές δούλευα μέχρι πολύ αργά (τι πρωτότυπο), έλειπε και η μαμά του, η αδερφή του δεν ήθελε να παίξουν και πλενόταν πάνω στον καναπέ που της αρέσει με τις ώρες, και ο Αρσέν είχε δικαιολογημένα βαρεθεί, και αισθανόταν μοναξιά. Εγώ τώρα κάθε βράδυ τρέχω, πράγμα που τον στενοχωρεί πολύ τον Αρσέν: αμέσως μόλις με δει να αλλάζω και να βάζω τις φόρμες που έχω για το τρέξιμο, του πέφτει η ουρά, μελαγχολεί και πάει και στέκεται κάπου μόνος με ένα πολύ στυφό ύφος. Φοβάται πως θα φύγω και δεν θα ξανάρθω, ποιος ξέρει. Έφυγα τέλος πάντων, έκανα μία μικρή μόνο διαδρομή γιατί ήταν ήδη περασμένες 11 το βράδυ, γύρισα γρήγορα-γρήγορα, χάρηκε αυτός, όσο να πεις, που με είδε, αν και όχι πολύ, ήταν συγκρατημένος, κι έπειτα εγώ έκανα ένα γρήγορο ντους, ντύθηκα και ξανάκατσα στο γραφείο για να συνεχίσω τη δουλειά. Και τότε… ξέρετε τι λένε για τα μάτια του σκύλου που είναι στενοχωρημένος κλπ., ναι; Λοιπόν, ο Αρσέν απογοητεύτηκε, όχι για άλλο λόγο, αλλά (κι αυτό το κατάλαβα πρώτη φορά χθες) γιατί δεν τον είχα βγάλει κι αυτόν βόλτα, γιατί τον παράτησα μέσα και βγήκα μόνος μου: αισθάνθηκε μειωμένος, παραπεταμένος, αποπαίδι. Κι έτσι έκατσε κάτω, στη φλοκάτη, με το στήθος και το στέρνο και το πιγούνι στο πάτωμα, και με κοιτούσε με εκείνα τα μεγάλα μάτια, που είναι μελαγχολικά, θλιμμένα, πικραμένα και υγρά — όλο το πακέτο. Επιστράτευσε δηλαδή το κλασικό παραπονιάρικο σκυλίσιο βλέμμα, σύμφωνα με τον γενετικό προγραμματισμό του. Σαν σκυλάκι που είναι, ψέματα; Εννοείται πως είχε δίκιο να παραπονιέται, και άδικο εγώ που πρόλαβα μεν να βγάλω έναν κάποιο όγκο εργασίας (μεταξύ μας: εργασίας χωρίς σημαντική αξία, το αντίθετο), πρόλαβα να μάθω και λίγα για τους χασισοπαραγωγούς και τους κατσικοκλέφτες που κυνηγούσαν τα ΜΑΤ στην Αθήνα κλπ., αλλά όχι και να τον βγάλω τη βραδινή του βόλτα. Οπότε, ξέροντας πως έτσι βέβαια θα μετέφερα πολλή επιπλέον δουλειά για αύριο το πρωί, για τώρα δηλαδή, τον έντυσα και βγήκαμε. Και τότε στο ασανσέρ ο Αρσέν με κοίταξε πονηρά και μου ’κλεισε το μάτι.
Ενάμιση μήνα πριν το τέλος αυτής της στήλης, που στο τέλος του Μαρτίου θα συμπληρώσει ένα χρόνο καθημερινής πλήρως αποτυχημένης παρουσίας, και με αρκετά χρόνια τώρα άτυπης δημοσιολογίας πίσω μου, και το μόνο που έμαθα είναι πως, μολονότι είχα εκφράσει με κάθε δυνατό τρόπο και επαναληπτικά και μονότονα τους φόβους μου από την αρχή της Κρίσης, και τέλος πάντων πολύ πριν γίνει της μόδας (προφανώς δεν ήμουν ο μόνος — αλλά δεν ήμαστε και πολλοί: όλοι γνωριζόμαστε εδώ μέσα), φόβοι που συνοψίζονταν στο τρομακτικό ενδεχόμενο της επέλασης του εθνικολαϊκισμού της Αριστεράς και της Ακροδεξιάς, κάτι που θα σήμαινε υποβάθμιση της Ελλάδας σε έναν Θαυμαστό Καινούριο Τρίτο Κόσμο και που έπρεπε να αντιμετωπιστεί με μία ισχυρή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, τίποτε δεν είναι πιο τρομακτικό από την ίδια την πραγματικότητα. Η καταστροφή δεν είναι ένα φάντασμα που το υποψιαζόμαστε και για το οποίο φωνάζουμε μπας και κάπως, με έναν ανεπαίσθητο τρόπο, λίγο το αναδείξουμε περιγράφοντάς το με την γκρινιάρικη φωνή μας: η καταστροφή είναι κάτι χειροπιαστό, μυρίζει σαν την ατμόσφαιρα πριν ανοίξουν οι ουρανοί για μια κοσμοχαλασιά, φαίνεται πίσω από τα στρεβλά κλαριά αυτού του δάσους που μας πνίγει — είναι κάτι που μπορεί να ξεσπάσει σαν άγρια καταιγίδα επάνω στα πάντα, ανά πάσα στιγμή. Και ο συνδυασμός αυτών των δύο, η αδυναμία σου, είναι σαν μια ζωντανή καμπούρα στην πλάτη, που στριφογυρνάει, σε δαγκώνει, σε πονάει και σε καταθλίβει. Μέσα σε όλα τα άλλα, που βέβαια είναι προσωπικά και κανέναν δεν πρέπει να νοιάζουν (την ένδεια, τη δυσπραγία, την απουσία προσωπικού χρόνου, την αδυναμία να «δημιουργήσεις» — τέτοια πραγματάκια), η αδυναμία είναι κάτι που σε αποξενώνει, σε γεμίζει μοναξιά και σε κάνει να μοιάζεις, πράγμα ίσως και να είσαι, αποσυνάγωγος. [§] Spleen, καθημερινό.
Θα διακινδυνεύσω μία πρόβλεψη: ο ΣΥΡΙΖΑ αποκλείεται να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το καλοκαίρι, δεν πρόκειται να αντέξει την αγανάκτηση του κόσμου από τον συνδυασμό των απανωτών χτυπημάτων που θα δεχτεί (και που δεν θα είναι αποκλειστικά οικονομικής φύσεως: η φαιδρή διαχείριση των προσφυγικών ροών δεν θα περάσει ατιμώρητη), ούτε βέβαια θα εξακολουθήσει να είναι σε θέση να τη διαχειριστεί με κόλπα, με ψυχολογικά τρικ, με φιλοκυβερνητικούς λογαριασμούς στο Twitter, με άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ή με την επίκληση στον σοβινισμό των Ελλήνων και στο τίμιο σώμα αίμα του Έλληνος. Δεν θα την αφήσει, φυσικά, αμαχητί, και θα κάνει ό,τι μπορεί για να γαντζωθεί κι άλλο επάνω της με στόχο να προλάβει να επανδρώσει τον κρατικό μηχανισμό με μαριονέτες, αλλά στις εκλογές που αναγκαστικά θα συρθεί να προκηρύξει μέσα στους επόμενους μήνες θα χάσει από τον Μητσοτάκη, ο οποίος και θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση — δεν θα έχει αλλάξει ο εκλογικός νόμος ώς τότε, ευτυχώς. Αν η Νέα Δημοκρατία θα έχει πετύχει μέχρι τις εκλογές να πείσει ένα κομμάτι του πληθυσμού ότι η ζωή του έξω από την Ευρώπη, —με τη δραχμή, τα διαβατήρια, τις βίζες και τα κινητά στη μαύρη αγορά, και με κανέναν ισχυρό σύμμαχο— θα είναι ανυπόφορη, ασύμφορη και θα οδηγήσει τους πάντες στο εξωτερικό, σε ένα μεταναστευτικό κύμα σαν αυτά των αρχών του προηγούμενου αιώνα στην Αμερική ή του ’60 στη Γερμανία, τότε θα καταφέρει να μεταρρυθμίσει, στη συνέχεια, και το αδηφάγο Δημόσιο και την οικονομία. Για δύο λόγους: γιατί θα πρέπει, και γιατί θα έχει ψηθεί στα πολύ δύσκολα. Όλοι θα έχουμε ψηθεί, βέβαια. Θα είναι, αυτό, μια απότομη ενηλικίωση για το κακορίζικο σύνολο που λέμε Έλληνες.
Υπάρχει ένα κενό ακτιβισμού λοιπόν τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ παριστάνει την κυβέρνηση και αγοράζει κιλίμια στην Τεχεράνη. Και ποιος θα το καταλάβει αυτό το κενό ακτιβισμού; Θα το καταλάβει η ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής, αυτοί οι οπλισμένοι μπράβοι της νύχτας. Και στα hotspots των απελπισμένων ιερών ξένων, και στα μπλόκα των μεγαλοαγροτών και παρακαλοταϊσμένων τσιφλικάδων, και στις υπό κατάληψη Εφορείες, και παντού. Οι πελάτες από κάτω δεν είναι σε θέση να καταλάβουν τις διαφορές, όσες κι αν είναι αυτές. Ούτε που τους νοιάζει να τις καταλάβουν. Μα κυρίως: δεν είναι σε θέση, είναι κουτοί και αδιαμόρφωτοι. Και πονηρούληδες. Ο εθνικισμός (αυτά τα περί περηφάνιας και αξιοπρέπειας του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ και άλλα τέτοια βρομερά μουσολινικά που τάιζε συνοδεία δακρύων και τρεμάμενης παπανδρεϊκής φωνούλας ο Τσίπρας στους αδιαμόρφωτους νόες του πόπολου) είναι καβούρι που πάει λοξά-λοξά, πάει ύπουλα, και δαγκάνει απρόβλεπτα. Και δεν έχει άκρα: είναι ένας και μοναδικός, και γεννά μίσος για το πολίτευμα και για τους πολίτες. Γεννά κατάλυση των θεσμών, χούντες και παρακμή: γεννά φτώχεια — παντού. Και γεννά πόνο και αίμα. Πάντα, χωρίς εξαιρέσεις. Η Δημοκρατία, βέβαια, πάντα κατισχύει στο τέλος διά της φοβεράς βίας των όπλων της. Αλλά ματώνει μέχρι τότε από το φοβερό καβούρι, που πάει λοξά-λοξά, που πάει ύπουλα, και που δαγκάνει απρόβλεπτα. Και, κυρίως: πριν την αντεπίθεσή της, παίρνει να του μοιάζει. [§] Ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε με τη φωτιά, και θα καούμε μαζί του.
Πληροφορούμενος στο Twitter ότι κάποιοι βουλευτές τού ΣΥΡΙΖΑ ζητούν, λέει, νομιμοποίηση της κάνναβης, την ώρα που ο κόσμος καίγεται και η χώρα χάνει οριστικά κάθε δυνατότητα ανάκαμψης για το πρώτο μισό του αιώνα, άρχισα να βρίζω. Γηπεδικά: στο Χαριλάου πηγαίνω στο πέταλο. Ήταν προφανές σε μένα πως επρόκειτο για άλλη μία —από τις πολλές— παρελκυστική ενέργεια, μια σκέτη βρομιά δηλαδή, που δευτερεύοντα στόχο είχε να επανασυσπειρώσει τις (δυστυχώς απλήρωτες, πλην μιας χούφτας κρατικών υπαλληλίσκων του υπογείου, κλασικών κυπατζήδων) κατακουρασμένες, αμήχανες, πολλαπλώς και εξακολουθητικώς εξευτελισμένες και ζαβλακωμένες γραφίδες των φιλοκυβερνητικών τρολ, που υπό τον μανδύα της Αριστεράς εξαπολύουν τα τελευταία πέντ’-έξι χρόνια εθνικοσιαλιστικού τύπου επιθέσεις από τα social media σε δημοκράτες πολίτες, προσδοκώντας από τη μία να τους μειώσουν ηθικά και να τους εξουθενώσουν κοινωνικά (αλλά και οικονομικά) και από την άλλη να προσδώσουν ένα άρωμα επαναστατικότητας στο καθεστώς, μια εσάνς εξεγερμένου ανθρώπου, μπας και προσποριστεί ο Τσίπρας ψήφους από τα φοιτητικά καφενεία και δυναμώσει τη δύναμή του στις σχολές. Έπεσα αρκετά έξω. Γιατί τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Οι δεκαεννιά βουλευτές δεν ζητούν αποποινικοποίηση της χρήσης, αλλά νομιμοποίηση της… κλωστικής κάνναβης και της ενδονοσοκομειακής χρήσης της φαρμακευτικής! Δηλαδή δεν μιλάμε μόνο για απλό εμπαιγμό εδώ χάμω, μιλάμε για το πανηγύρι του μικροαστικούλικου συντηρητισμού — αλά ΚΚΕ και χειρότερα. Ντρέπομαι για λογαριασμό τους. [§] Η χρήση —έτσι για αρχή— της ευφορικής κάνναβης, του χασίς, της μαριχουάνας, θα νομιμοποιηθεί, και θα νομιμοποιηθεί από μια ισχυρή δημοκρατική κυβέρνηση αστική και φιλελεύθερη.
Κάτσαμε και είδαμε λίγο την έναρξη από το SuperBowlχθες το βράδυ, ενώ φυσικά δεν έχουμε ιδέα για το παιχνίδι καθαυτό, μόνο ότι είναι πολύ σκληρό και θεαματικό (όσο παίζεται, γιατί κάνει και μεγάλα και πολύ συχνά διαλείμματα). Μεγάλο γεγονός για την Αμερική, γνωστά πράγματα αυτά, και μόνο το ενάμισι εκατομμύριο επισκέπτες για το γουικέντ στο Σαν Φρανσίσκο λέει πάρα πολλά — για να μην αναφέρουμε το κόστος προβολής των διαφημίσεων για ταινίες, αυτοκίνητα και μουστάρδες στα (πολλά) διαλείμματα. Θα μπορούσα να πω ένα σωρό πικάντικα για τη National Football League, την περίφημη (και διαβόητη) NFL, αυτή την τεράστια (και όντως ανάλγητη) επιχείρηση, επειδή τυχαίνει και τα ξέρω μάλλον καλά, αλλά θα τα πούμε άλλη φορά, με αφορμή την έκδοση ενός σημαντικού βιβλίου τον Μάρτιο, σχετικό με τη βαριά νόσο που χτυπά πολλούς βετεράνους παίκτες τού φούτμπολ. Άλλο όμως θέλω να πω τώρα. Αυτό: εκεί που η Λαίδη Γκάγκα τραγουδούσε με τον τρόπο της τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ πριν αρχίσει ο αγώνας, και που όλο το στάδιο τη συνόδευε κλπ. κλπ., η διοργάνωση έδωσε εικόνα στις γιγαντοοθόνες του σταδίου από ένα αμερικάνικο στρατόπεδο στο Αφγανιστάν: το προσωπικό, οι φαντάροι, είχαν στηθεί (όπως άπαντες στη χώρα τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά) να δουν το ματς. Λοιπόν, ήταν προφανώς όρθιοι και με το χέρι στην καρδιά, τιμώντας τη σημαία και συνοδεύοντας την τραγουδίστρια. Κι αυτό ήταν ανατριχιαστικό: σου σήκωνε την πέτσα. «Κλασικές αμερικανιές», θα πεις, και «Έλα τώρα σε παρακαλώ» και τέτοια διάφορα. Ναι, οκέι. Σκέψου όμως τώρα πότε αισθάνθηκες εσύ τελευταία φορά κάτι τέτοιο για την Ελλάδα. Πότε συγκίνησε εσένα η χώρα σου τελευταία φορά. Κι αν πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο έχει σημασία. (Ναι: έχει). [§] Ακόμα;… Εγώ ξέρω πότε. Εσύ; Ακόμα; Έλα, σκέψου.
Μολονότι υπονοείται από πολλούς, και γράφεται και ξαναγράφεται, ΟΧΙ, κατηγορηματικά όχι: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βάλει ομάδες κρούσης να καίνε τα γραφεία τού ΠΑΣΟΚ τρομοκρατώντας με τις στρακαστρούκες τους τα υψηλόβαθμα μέλη του, ώστε να εξαναγκαστεί η Γεννηματά να στηρίξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη συγκυβέρνηση της μικροαστικής Αριστεράς με την Άπω Ακροδεξιά — πράγμα που έτσι κι αλλιώς θα γίνει (και θα σημάνει το αλά ΔΗΜΑΡ τέλος τού ΠΑΣΟΚ — και το ταυτόχρονο ξεκίνημα κάτι καινούριου). Συμβαίνει κάτι άλλο, χειρότερο. Και το εννοώ: μακάρι να υπήρχαν τίποτε ελεεινοί τρελοί στις υπόγες τού ΣΥΡΙΖΑ, κάνα λερό ημιανεξάρτητο παρεάκι πέντ’-έξι λαμογιών που να σκέφτονταν έτσι («Δώσε, ρε, δυο κατοστάρικα στα παιδιά να τους τρίξουν λίγο τα δόντια»). Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Χάρη στη ρητορική και τις πολιτικές τού ΣΥΡΙΖΑ, από τον εναγκαλισμό των φασιστών και τα θηριώδη ψέματα, από την λατρεία των φαραωνικών λαϊκίστικων υποσχέσεων μέχρι την ενθάρρυνση και την επιβράβευση φασιστικών πρακτικών τύπου «Δεν πληρώνω», έχουν απελευθερωθεί στην κοινωνία τάσεις, «ελεύθερες ρίζες», που δρουν αυτόνομα και ανεξέλεγκτα, σαν να έχουν λάβει διαταγές, σαν να πρέπει να επιτελέσουν ένα σκοπό, μία Τελική Λύση: την έξοδο από την Ένωση, τη ρήξη με τον καπιταλισμό και άλλα παρόμοια φληναφήματα, απότοκα σπασμένης με απορρυπαντικό πρέζας. Αυτό έχει συμβεί. Και αυτό (μεταξύ άλλων) θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά την πτώση του — τύπου συντομότατα, δηλαδή. Αλλά θα είναι μια άνιση μάχη, και θα τη χάσει. Γιατί αυτές οι ελεύθερες ρίζες, σαν τα ανδροειδή του Φίλιπ Ντικ στο «Ηλεκτρικό Πρόβατο» / «Blade Runner», θα θέλουν κι άλλο. Και, για να συνεχίσουμε στο πεδίο της Επιστημονικής Φαντασίας, του μόνου αμιγώς πολιτικού λογοτεχνικού είδους, τα ρομποτάκια θα έχουν παρανοήσει τους Νόμους της Ρομποτικής, όπως όλα τα αυτονομημένα έξαλλα androids. Τους θυμίζω, αντικαθιστώντας τη λέξη «άνθρωπος» με το απεχθές αρκτικόλεξο «ΣΥΡΙΖΑ»: Το ρομπότ δεν θα κάνει κακό στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με την αδράνειά του θα επιτρέψει να βλαφτεί ο ΣΥΡΙΖΑ. (Καλά ώς εδώ). Το ρομπότ πρέπει να υπακούει τις διαταγές που του δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός αν αυτές οι διαταγές έρχονται σε αντίθεση με τον πρώτο νόμο. (Εδώ λίγο μπατάρει το πράγμα). Το ρομπότ οφείλει να προστατεύει την ύπαρξή του, εφόσον αυτό δεν συγκρούεται με τον πρώτο και τον δεύτερο νόμο.(Εδώ θα χτυπηθούν πολλοί άνθρωποι, και θα πρέπει να βάλουμε ασπίδα τα σώματά μας για να τους σώσουμε).
Ένας καλός φίλος εργαζόταν εδώ στις εφημερίδες και στα σάιτ, για πέντ’-έξι χρόνια. Ειδικότητά του οι μικρές κατηγορίες της Αγγλίας και κάποιων σκανδιναβικών χωρών. Δηλαδή το στοίχημα. Τα σάιτ δεν πλήρωναν, η μία εφημερίδα τού έδινε ψίχουλα, η άλλη τού έδινε μια σταγόνα για να μουσκεύει τα ψίχουλα. Το παιδί καλά κατηρτισμένο, πολύγλωσσο, με δυο άσχετα με το στοίχημα πτυχία. (Εδώ που τα λέμε, όλα τα πτυχία είναι άσχετα με το στοίχημα — ή μήπως όχι;…) Μην τα πολυλογούμε, του είπαν κάποιοι για μία κολοσσιαία στοιχηματική εταιρεία στο Λονδίνο, το σκέφτηκε (το σκέφτηκε πολύ, γιατί τού άρεσε ο ελληνικός τρόπος: λίγη δουλειά, πολύς φραπές, πολλά σουβλάκια, πίτσα, κάνα κλαμπ και τα συναφή), υπέβαλε με τα πολλά, τέλος πάντων, αίτηση (ήταν μία πολύ καλή αίτηση, ιδανική θα λέγαμε), και οι Άγγλοι τού πήραν μία συνέντευξη μέσω Skype. Πέρασε το τεστ, του λένε έλα εδώ για μία δεύτερη, εκ του σύνεγγυς, συνέντευξη, να σε δούμε και από κοντά. Δανείστηκε τα λεφτά και πήγε. Την επόμενη εβδομάδα προσελήφθη. Αυτά, το ’13. Τα πρώτα δύο χρόνια ανέβηκε τρεις φορές στην ιεραρχία (έγινε κάτι σαν τμηματάρχης, εντέλει), με καλή αύξηση μισθού κάθε φορά. Από φέτος, στην τρίτη του χρονιά στο Νησί, ταξιδεύει απλώς ανά τον κόσμο (στην Ευρώπη και στην Ασία: του άρεσε πολύ η Μανίλα, λέει) για να ελέγχει τα κατά τόπους γραφεία. Επιλέγει να ταξιδεύει businessclassγιατί έχει πιο πολύ χώρο για να απλώνεις τα πόδια σου και για να διαβάζεις τα βιβλία σου. Έχει πολύ χρόνο για διάβασμα στις πτήσεις, και λατρεύει τη λογοτεχνία. Ιδίως η γαλλική του 19ου αιώνα, τομέας στον οποίο έχει μια κάποια καλή, μάλλον, εξειδίκευση.
Μετά από αυτή την παράξενη, πρωτοφανή απεργία που ένωσε τους πάντες, τα ξερά με τα χλωρά, τους θύτες με τα θύματα, και που δεν είχε απολύτως καμία λογική, ούτε ψήγμα, παρά μόνο σκέτη οργή (ήταν η μαθηματική απόδειξη του γεγονότος ότι, με αποκλειστική ευθύνη της εθνικολαϊκιστικής Αριστεράς και των ημίτρελων καμμένων, κανείς δεν κατάλαβε το παραμικρό μετά από τόσα χρόνια μέσα στην Κρίση), δύο τινά είναι να γίνουν: άμεσα, σήμερα ή αύριο, ας περιμένουμε κάποια εξόχως λαϊκιστική κίνηση της κυβέρνησης, που ήδη έχει εκπονηθεί επί χάρτου, ένα ταρατατζούμ (θυμίζω ότι, προϊόντος του χρόνου, και μέχρι να πέσουν με κρότο, θα κάνουν πολλές τέτοιες, τη μία πιο ζοφερή από την άλλη, ακόμη και θέτοντας σε κίνδυνο την ειρήνη — θα το δείτε), και σε βάθος χρόνου (μην ψάχνετε όμως και πολύ βαθιά) ας ετοιμαστούμε για τη συσπείρωση των ακροδεξιών και των εθνικιστών, και όχι μόνο εκτός πόλεων, με αιχμή τον πόλεμο ενάντια στην προσπάθεια περιορισμού της ασυδοσίας κάποιων καλλιεργητών γης: οι εντελώς ηλίθιοι, που ακόμα και τώρα δεν κατάλαβαν πως η χώρα από μόνη της δεν μπορεί να θρέψει τους κατοίκους της ούτε με το ελάχιστο απαιτούμενο ημερήσιο ποσό θερμίδων για λίγους μήνες, θα συνασπιστούν στο μόνο αποκούμπι που τους απέμεινε, την όμορη του ΣΥΡΙΖΑ Χρυσή Αυγή. Αν δεν τους νικήσουμε συνασπισμένοι υπό μία ισχυρή και αποφασισμένη κυβέρνηση, η Ελλάδα δεν θα γίνει Ουκρανία, θα γίνει Συρία.