Κυριάκος Αθανασιάδης
Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Στις 21 του μηνός είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, και ήδη τα βιβλιοπωλεία, οι χώροι τέχνης, κάποια μπαρ κλπ. κλπ. ετοιμάζουν τις εκδηλώσεις τους, τη λίστα των καλεσμένων, ποιος θα απαγγείλει τι, όλα αυτά. Είμαι σε καναδυό τέτοιες λίστες κι εγώ. Σήμερα το πρωί, στη βόλτα με τον Αρσέν, βλέπαμε τον κόσμο που έβγαινε από τα άφτερ μαγαζιά του κέντρου, κορίτσια και αγόρια είτε ντυμένα για βραδινή έξοδο είτε, ορισμένοι, μασκαρεμένοι και με μπογιατισμένα, μισοξεβαμμένα πρόσωπα: καρναβάλια. Δεν παύει να με εντυπωσιάζει ένα ρούχο ραμμένο και φορεμένο για βράδυ όταν περιφέρεται λικνιζόμενο από τη μέθη οχτώ η ώρα το πρωί δίπλα στις γεμάτες στάσεις των λεωφορείων. Στην μπάλα, όλα πάνε όπως πάντα, με φωνές, επεισόδια, απειλές, παράγκες, λατρεία της εξουσίας, γκρίνιες των αδικημένων και μαχαιρώματα στα σοκάκια, που αυτά βέβαια δεν πολυβγαίνουν στις ειδήσεις για να μην τρομάξουν οι πολλοί — τα μαθαίνουμε όσοι μπορούμε να τα μάθουμε. Κάποιοι ασχολούνται με την παρουσίαση των νέων σίριαλ στην καλωδιακή τηλεόραση και στα συνδρομητικά κανάλια. Κάποιοι γράφουν κριτικές για τις νέες εκδόσεις. Άλλοι, κάνουν άλλα. Η φίλη μου, η ταμίας στον Μασούτη απέναντι, έτρεχε το πρωί να προλάβει να φτάσει στην ώρα της — ίσως ξενύχτησε χθες, και μάλλον ξέχασε την τσάντα της στο σπίτι. Πάντα είναι περίεργη η εικόνα μιας γυναίκας χωρίς τσάντα. Με πονάει λίγο ο μηνίσκος από το τρέξιμο στην παραλία, και κουτσαίνω όταν δεν με βλέπει κανείς. Άλλοι, πονούν αλλού. Η καθημερινότητα είναι μεγάλη, βαριά, πρόστυχη. Επιβάλλει την παρουσία της, διαλαλάει την ύπαρξή της, μας σπρώχνει με τους αγκώνες. Έχει σημασία; Έχει σημασία η Ημέρα της Ποίησης; Έχει σημασία να συνεχίσουμε να ζούμε όπως παλιά, για να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας, που λένε; Όχι, δεν έχει σημασία. Όταν όλα αλλάζουν, δεν έχει σημασία να κοροϊδεύεις τη μούρη σου. Κι αν δεν θέλεις να ξεγραφτείς από τις λίστες αυτών που θα πουν το ποί’μα τους, τουλάχιστον ξέρε πως, σαν το χάμστερ, δεν κάνεις τίποτε περισσότερο από το να τρέχεις και να ιδροκοπάς στο καρφωμένο στο πάτωμα του κλουβιού τροχό σου. Κι αν σου ακούγεται γλυκερό αυτό — κανέναν δεν κόφτει. Γιατί έτσι πάει, φίλε.
Στις 21 του μηνός είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, και ήδη τα βιβλιοπωλεία, οι χώροι τέχνης, κάποια μπαρ κλπ. κλπ. ετοιμάζουν τις εκδηλώσεις τους, τη λίστα των καλεσμένων, ποιος θα απαγγείλει τι, όλα αυτά. Είμαι σε καναδυό τέτοιες λίστες κι εγώ. Σήμερα το πρωί, στη βόλτα με τον Αρσέν, βλέπαμε τον κόσμο που έβγαινε από τα άφτερ μαγαζιά του κέντρου, κορίτσια και αγόρια είτε ντυμένα για βραδινή έξοδο είτε, ορισμένοι, μασκαρεμένοι και με μπογιατισμένα, μισοξεβαμμένα πρόσωπα: καρναβάλια. Δεν παύει να με εντυπωσιάζει ένα ρούχο ραμμένο και φορεμένο για βράδυ όταν περιφέρεται λικνιζόμενο από τη μέθη οχτώ η ώρα το πρωί δίπλα στις γεμάτες στάσεις των λεωφορείων. Στην μπάλα, όλα πάνε όπως πάντα, με φωνές, επεισόδια, απειλές, παράγκες, λατρεία της εξουσίας, γκρίνιες των αδικημένων και μαχαιρώματα στα σοκάκια, που αυτά βέβαια δεν πολυβγαίνουν στις ειδήσεις για να μην τρομάξουν οι πολλοί — τα μαθαίνουμε όσοι μπορούμε να τα μάθουμε. Κάποιοι ασχολούνται με την παρουσίαση των νέων σίριαλ στην καλωδιακή τηλεόραση και στα συνδρομητικά κανάλια. Κάποιοι γράφουν κριτικές για τις νέες εκδόσεις. Άλλοι, κάνουν άλλα. Η φίλη μου, η ταμίας στον Μασούτη απέναντι, έτρεχε το πρωί να προλάβει να φτάσει στην ώρα της — ίσως ξενύχτησε χθες, και μάλλον ξέχασε την τσάντα της στο σπίτι. Πάντα είναι περίεργη η εικόνα μιας γυναίκας χωρίς τσάντα. Με πονάει λίγο ο μηνίσκος από το τρέξιμο στην παραλία, και κουτσαίνω όταν δεν με βλέπει κανείς. Άλλοι, πονούν αλλού. Η καθημερινότητα είναι μεγάλη, βαριά, πρόστυχη. Επιβάλλει την παρουσία της, διαλαλάει την ύπαρξή της, μας σπρώχνει με τους αγκώνες. Έχει σημασία; Έχει σημασία η Ημέρα της Ποίησης; Έχει σημασία να συνεχίσουμε να ζούμε όπως παλιά, για να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας, που λένε; Όχι, δεν έχει σημασία. Όταν όλα αλλάζουν, δεν έχει σημασία να κοροϊδεύεις τη μούρη σου. Κι αν δεν θέλεις να ξεγραφτείς από τις λίστες αυτών που θα πουν το ποί’μα τους, τουλάχιστον ξέρε πως, σαν το χάμστερ, δεν κάνεις τίποτε περισσότερο από το να τρέχεις και να ιδροκοπάς στο καρφωμένο στο πάτωμα του κλουβιού τροχό σου. Κι αν σου ακούγεται γλυκερό αυτό — κανέναν δεν κόφτει. Γιατί έτσι πάει, φίλε.
Είμαστε όλοι Σύροι. Είμαστε όλοι πρόσφυγες. [§] Αυτή η χώρα που μάθαμε να λέμε πατρίδα θα φτωχύνει, άρα θα τείνει να γίνεται ολοένα και λιγότερο δημοκρατική. Και οι παλιότεροι κάτοικοί της (ένα καιρό οι παλαιοελλαδίτες, κατόπιν και οι Μικρασιάτες, μετά και οι βόρειοι πληθυσμοί, έπειτα και οι Πολίτες, στη συνέχεια και οι Ρωσοπόντιοι, εδώ και χρόνια και οι Αλβανοί) θα εχθρεύονται όλο και περισσότερο τους νέους κατοίκους, θα τους επιτίθενται και θα τους βλέπουν σαν παράσιτα: σαν ξένους. Όσο να εγκλιματιστούν και οι μεν και οι δε στις νέες συνθήκες (δηλαδή στις συνθήκες που θα παγιωθούν) όσοι πιστεύουμε πως μέσα σ’ αυτόν, τον ξένο, κρύβεται ο εαυτός μας οφείλουμε να του σταθούμε. Αν μη τι άλλο, πέραν των θεσμών της Δύσης δεν υπάρχει κανείς άλλος για να αναλάβει αυτή την υποχρέωση απέναντι στον πολιτισμό. Ήδη εδώ κι εκεί πολλοί άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να συγκεντρώσουν είδη πρώτης ανάγκης, έστω για να μην πεινούν, να μη διψούν και να μην κρυώνουν οι νέοι πληθυσμοί της χώρας. Είναι βέβαια και αυτοί που καίνε τις αποθήκες με τις συγκεντρωμένες προμήθειες και οργώνουν τα χωράφια όπου θα στηθούν καταυλισμοί, εχθροί της ανθρωπότητας και άρρωστα μυαλά όλοι τους ανεξαιρέτως, αλλά αυτούς θα τους κανονίσουμε πιο μετά. (Όπως τούς κανονίζουμε πάντα). Για την ώρα, προέχει να σταθούμε απέναντι στους ανήμπορους. Η χωλή και ετοιμόρροπη κυβέρνηση, λίγο πριν το οριστικό τέλος της, δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο πέρα από το να αυτοϊκανοποιείται σε κοινή θέα και έχει αναθέσει τα πάντα στην καλοσύνη των Μεγάλων Δυνάμεων και σε εμάς. Ας είναι αυτό το μόνο που θα μας πει η πανήγυρις παραδοξοτήτων του Καμμένου και του Τσίπρα και θα υπακούσουμε. Ανασκουμπωνόμαστε. [§] Είμαστε όλοι Σύροι. Είμαστε όλοι πρόσφυγες.
Βλέπαμε χθες σε livestreaming που μας παρείχαν η NASA και το ιστορικό περιοδικό Time (κι όταν λέμε βλέπαμε, εννοούμε εμείς ο πλανήτης, εμείς η ανθρωπότητα) τον κυβερνήτη Κέλι που ξαναρχόταν στη Γη μετά από σχεδόν ένα χρόνο στο διάστημα, μετά από ένα χρόνο σε περιβάλλον μηδενικής βαρύτητας, μέσα σε ένα στενόχωρο μεταλλικό σκάφος, ένα κονσερβοκούτι — με συντριπτική διαφορά τον πιο παραγωγικό και επωφελή για το σύνολο των ανθρώπων χρόνο που πέρασε ποτέ ένα μοναδικό άτομο στην ιστορία του κόσμου: το κέρδος για όλους μας από όσα έκανε είναι πελώριο. Τον παρακολουθούσαμε στενά όλο αυτό το διάστημα — όχι τα πειράματά του ή τις προσωπικές του στιγμές, αλλά τις μεγάλες κορυφώσεις του πλου του, τα βίντεο που ανέβαζε στα social media, τις φωτογραφίες, τα αστεία του, τις ευχές που μας έστελνε, τις ατάκες του στο Twitter. Έγινε ο πιο οικείος αστροναύτης στην ιστορία των διαστημικών ταξιδιών. Και ένας ήρωας. Ο άνθρωπος που αγάπησε όλη η Γη. Ταυτόχρονα, διαβάζαμε τα tweet τού Κρο Μανιόν Καρανίκα.
Όσο περισσότερο παραμένει ο εσμός της συμμαχίας των εθνικολαϊκιστών στην κυβέρνηση, τόσο περισσότερο η νίκη τους αυτή επί της Δημοκρατίας (περί αυτού ακριβώς πρόκειται) τους δυναμώνει και τους αποτρελαίνει: η εξουσία είναι ένα φαΐ που δεν σε χορταίνει ποτέ — είναι ένα φαΐ που τρέφεται από σένα. Μοναδικός δρόμος για δαύτους, μας μαθαίνει στωικά η Ιστορία κι ας μην την ακούμε, είναι η σκλήρυνση της επικυριαρχίας τους, η καταστολή κάθε διαμαρτυρίας, η ανεξέλεγκτη λογοκρισία και η χρήση βίας. Και προφανής κατάληξη αυτής της θλιβερής πορείας που περνά μέσα από την απόλυτη δυσπραγία, που έρχεται δρομέως —δεν θα κουραστούμε να το φωνάζουμε, όσο χαμηλά κι αν ακουγόμαστε, όσο κι αν δεν έχουμε συμμάχους σ’ αυτό, όσο και αν απομονωνόμαστε—, είναι η εκτροπή: η δικτατορία. Το σαλιάρικο τέρας του λαϊκισμού και η ξετσίπωτη επίκληση στην εθνική περηφάνια και σε ό,τι πιο πρόστυχο και ποταπό συνάδει με την «κοινή πεποίθηση», με το ειδώλιο του Ιερού Λαού, φέρνουν ανέκαθεν μόνο χούντες. Επειδή είμαστε στο 10% των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, επειδή ανήκουμε στη Δύση, δεν πάει να πει ότι είμαστε προστατευμένοι από το μέλλον μας. Ο χαμογελαστός μπροστά στο δράμα της Ελλάδας πρωθυπουργός (και ο άλλος που έχει υπό τις διαταγές του τα τανκς) είναι ένα επικίνδυνο μοιραίο πρόσωπο. [§] Φωνάζετε δυνατά, καθαρά και επώνυμα κάθε ημέρα εναντίον τους. Αυτό είναι το μοναδικό μας όπλο. Και μ’ αυτό θα τους νικήσουμε.
Μία ασφαλής δέσμη προβλέψεων, χωρίς περισσότερα λόγια για σήμερα. [§] Οι συνθήκες υπό τις οποίες θα επιβιώνουν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, όπου και θα εγκλωβιστούν για ένα αφύσικα μεγάλο διάστημα (η έξοδος προς την Ευρώπη και αλλού θα περιοριστεί δραματικά), θα είναι από απαράδεκτες έως άθλιες. Οι επιθέσεις εναντίον τους από συμμορίτες και εξτρεμιστικά στοιχεία θα αυξάνουν βδομάδα την εβδομάδα. Το ίδιο και η εκμετάλλευσή τους από επιτηδείους. Το ίδιο και η αντίδραση εκ μέρους των προσφύγων. Η πολιτική της κυβέρνησης θα επικεντρωθεί γύρω από τη διαχείριση του Προσφυγικού. (Το κόλπο «αξιολόγηση αντί κέντρων φιλοξενίας κλπ.» θα πιάσει 100%). Η κωλυσιεργία της, οι αδιανόητες θέσεις της, η βάρβαρη συμπεριφορά της κατά των αθλίων της Μέσης Ανατολής, όλα αυτά θα ξεχαστούν. Η απομάκρυνση της Ελλάδας από τη Δύση θα συντελεστεί, έτσι, εν τοις πράγμασι. [§] Τίποτε από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε χωρίς το πολιτικό έγκλημα των «ανοιχτών συνόρων». Για μία πρώτη και τελευταία φορά, η Ευρώπη θα ακολουθήσει μία ελληνική πολιτική. Κι αυτό θα είναι ένα μείζον λάθος της Ευρώπης, που καλούμαστε να διορθώσουμε άμεσα. Μετά τις Εκλογές.
Η Ευρώπη από μόνη της δεν χωράει απλώς, αλλά έχει ανάγκη από δύο Συρίες, όχι από μισή. Οι πρόσφυγες του πολέμου θα μπορούσαν να διασπαρούν κατά τον πλέον ικανοποιητικό και προσοδοφόρο για όλες τις πλευρές τρόπο στις χώρες τής ΕΕ: όλοι θα έβγαιναν κερδισμένοι από αυτό, τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα. Οι αριθμοί των «προσφυγικών ροών» (ένας λεκτικά ποταπός και σημασιολογικά αναιδής ευφημισμός για το δράμα των ανθρώπων που έχουν ξεφύγει το εκτελεστικό απόσπασμα από σκέτη τύχη) είναι μικροί, και η γηρασμένη Γηραιά Ήπειρος τους έχει ανάγκη, κι ας τους διώχνει. Αν δεν το ξέρουμε ή αν δεν το πιστεύουμε αυτό, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Το πρόβλημα —πέραν της ελλιπούς πληροφόρησης του κόσμου (τέλος πάντων: των ψηφοφόρων), που έχουν τους γνωστούς, πατροπαράδοτους άλλ’ αντ’ άλλων φόβους, ότι τάχα οι ξένοι θα τους πάρουν τις δουλειές και θα τους μπασταρδέψουν το αίμα κλπ. κλπ., ελλιπούς πληροφόρησης που είναι καθαρά ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών και των κακών επαγγελματιών που τους συμβουλεύουν και χαράσσουν την επικοινωνιακή πολιτική τους—, το πρόβλημα είναι ένα: η ανυπαρξία υποδομών, η ανυπαρξία οργανωμένων κέντρων υποδοχής και ημιμόνιμης εγκατάστασης (αν θες πες την ημιπροσωρινής, είναι σαν το ποτήρι) των προσφύγων, στελεχωμένων με επαγγελματίες που θα φροντίζουν τους κατατρεγμένους και θα καταγράφουν τις δεξιότητες του καθενός. Η Ευρώπη πληρώνει παχυλούς μισθούς σε ένα σωρό άχρηστο κόσμο, αντί να θωρακίζεται για το μέλλον. Δεδομένου ότι ακόμη το μεγάλο κύμα της μετανάστευσης δεν άρχισε, αλλά επίκειται μέσα στην επόμενη δεκαετία, το μέλλον της δεν θα είναι ρόδινο έτσι και δεν εργαστεί πάνω ακριβώς σ’ αυτό. Αν όμως εργαστεί, σκληρά και έξυπνα, μόνο να κερδίσει θα έχει. Θα γίνει υπερδύναμη. [§] Στα δικά μας: ας κάνει ο καθένας μας το χρέος του, δόξα τω Θεώ με δύο κλικ μαθαίνει κανείς μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πώς μπορεί να βοηθήσει και να σώσει μια, δυο, δέκα ζωές, ή έστω να χαρίσει ένα χαμόγελο, ή έστω να ξεδιψάσει ένα στόμα γεμάτο σκόνη.
Ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά του ’22, η Σίλια Σόλομον και ο Γιάκομπ Λίμπερ, Εβραίοι Ρουμάνοι που μετανάστευσαν στην Αμερική γιατί η ζωή —για μία σειρά από λόγους· ας πούμε όμως ότι δεν είναι της παρούσης— δεν αντεχόταν στην πατρίδα τους, απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τον Στάνλεϊ-Μάρτιν Λίμπερ. Ζούσαν, τότε, στην 98η Οδό του Μανχάταν, σε ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Η μητέρα δεν είχε δουλειά, ο πατέρας ήταν κοπτοράπτης αλλά σπάνια έβρισκε μεροκάματο — τα γνωστά. Ήρθε και η Μεγάλη Ύφεση, γιατί πάντα έρχεται κι αυτή, περιοδικά, σαν τους μουσώνες, και σάρωσε τα πάντα. Οι Λίμπερ μετακόμισαν σε ένα ακόμη μικρότερο, απόκεντρο διαμέρισμα, σε μια γκαρσονιέρα ενός δωματίου ουσιαστικά, στον τρίτο όροφο μιας παλιάς οικοδομής, που το παράθυρό της έβλεπε στην πρασιά. Το ’31 γεννήθηκε ακόμη ένα αγόρι, και οι τέσσερίς τους έμεναν εκεί: σε εκείνο το ένα δωμάτιο. Είχαν ένα μονό κρεβάτι και έναν καναπέ. Κάπως τα κατάφερναν, τέλος πάντων — όλοι τα καταφέρνουμε εντέλει, έτσι δεν είναι; Και ο Στάνλεϊ; Ο Στάνλεϊ ονειρευόταν πάνω στον καναπέ. Μέρα-νύχτα: αν και ιδίως την ημέρα. Αλλά έπρεπε να σταματήσει να ονειρεύεται και να βγάζει μεροκάματο. Και μπήκε από μικρός στη δουλειά, κάπου μετά τα δέκα. Έτσι γινόταν τότε… Και τα χρόνια πέρασαν, και μαγεία απλώθηκε μέσα στη νύχτα, άγνωστο γιατί, κι από το τίποτε η Τύχη αποφάσισε αυτός ο κόσμος να αλλάξει, να γίνει, λέει, ο κόσμος εκείνου του μικρού Ρουμάνου, του Εβραιόπουλου. Σιγά-σιγά, ο Στάνλεϊ άρχισε να υπογράφει αλλιώς, έκοψε στη μέση το όνομά του, έβαλε και άλλο επώνυμο, και τέλος πάντων, τέλος πάντων, λέμε, η μαγεία έπιασε, και όλοι, όλοι μα όλοι ζούμε έκτοτε στο σύμπαν που έφτιαξε: το σύμπαν του Σταν Λι.
Μονομανιακά και κουραστικά για όσους επιμένουν να με διαβάζουν, αφότου φάνηκε, πριν χρόνια, ότι η Αριστερά θα καταλάμβανε αργά ή γρήγορα την εξουσία φωνάζω σαν τον τρελό ότι τα πρώτα θύματα των πολιτικών της ναι μεν θα ήταν βέβαια οι φτωχοί, αλλά κυρίως ότι από τους φτωχούς —κάτι που δυστυχώς ελάχιστους ενδιαφέρει, μετρημένους— πρώτοι-πρώτοι θα πλήττονταν οι ξένοι (λέγοντας «ξένοι», εννοώ όσους οι γονείς τους δεν γεννήθηκαν εδώ): μία καθημαγμένη χώρα με πελώρια, θηριώδη ποσοστά ανεργίας και με ελλείψεις στα πάντα δεν είναι σε θέση να συντηρήσει όσους δεν έχουν οικογένεια, δηλαδή ανιόντες συγγενείς που θα κόψουν από την όποια σύνταξή τους — για να μην αναφέρω καν τη ρατσιστική βία που γεννά η φτώχεια, για τις δολοφονίες και τα πογκρόμ. Ως επακόλουθο, με μία χρεοκοπημένη χώρα να τους κοιτά με μίσος, να τους κουνά σουγιάδες και να γράφει στους τοίχους «Δέρνουμε τσίτες», οι μετανάστες δεν θα είχαν άλλο δρόμο από το να παρατήσουν όσα είχαν κατορθώσει να φτιάξουν εδώ, δουλειές, σπίτια, δομές, και να ξαναμεταναστεύσουν, όχι πια στα είκοσι αλλά στα σαράντα τους — μία ανθρωπιστική κρίση χωρίς προηγούμενο που θα έπληττε περί το ένα εκατομμύριο ανθρώπους, αλλά και μία τραγωδία για την ίδια την Ελλάδα (όποια χώρα χάνει τους μετανάστες της γρήγορα βουλιάζει στην αφάνεια και ξεχνιέται), μία ανθρωπιστική κρίση που ο αγώνας των ιδεοληπτικών ηλιθίων για τον σοσιαλισμό μπλα-μπλα θεωρεί ελαφριά παράπλευρη απώλεια. Τότε, δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το αδιανόητο γεγονός της απολύτως ανεξέλεγκτης εισόδου μεταναστών (από την Αφρική κατά κύριο λόγο) και στη συνέχεια προσφύγων εδώ, και κυρίως για την αδυναμία τους να φύγουν από την Ελλάδα, που κανείς σε όλο τον κόσμο δεν θα επέλεγε και δεν επιλέγει για δεύτερη πατρίδα του από το ξέσπασμα της Κρίσης και μετά. Είχα την αφέλεια να πιστεύω πως το πρόβλημα πολύ γρήγορα θα μετατοπιζόταν σε άλλες χώρες, δεν πήγαινε ο νους μου πως δεν θα ήμαστε σε θέση να διαχειριστούμε συντεταγμένα και ορθολογικά το πρόβλημα, αδιαφορώντας εντέλει για τη ζωή και την προκοπή αυτών των ανθρώπων. Η Ελλάδα δεν τους συγκινεί περισσότερο από όσο ένα παιδί η πινακίδα στην είσοδο ενός λούνα-παρκ: δεν είναι ο προορισμός τους η Ελλάδα! Με την εκ των υστέρων γνώση, τρομάζω με την αφέλειά μου, που κράτησε περί τα δύο-τρία χρόνια. Και τρομάζω ακόμη περισσότερο που η άλλη όψη του ναζιστικού ολοκληρωτισμού —η εγκληματική ριζοσπαστική Αριστερά, που μέλη της στελεχώνουν την ίδια την κυβέρνηση—, όχι απλώς εκμεταλλεύτηκε πρόστυχα τον πόνο των ξεριζωμένων αλλά επιμένει να μιλά επί πτωμάτων πλέον για «ανοιχτά σύνορα», δηλαδή για τον πιο σύντομο δρόμο προς την γκετοποίηση αρχικά και τις εκκαθαρίσεις σε δεύτερο στάδιο. Το παιχνίδι έχει χαθεί, οριστικά. Όση βοήθεια και αν λάβουμε (και θα λάβουμε τελικώς), ο χαμένος χρόνος δεν θα ξαναβρεθεί. Ζούμε τα προεόρτια μιας νέας, γιγάντιας περιόδου μεταναστεύσεων και δεν το έχουμε καταλάβει.
Μετά την καταστροφική διακυβέρνηση της χώρας από τους δωσίλογους της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ που έφεραν τη δυστυχία στον Έλληνα, αφάνισαν τα νοικοκυριά και έσπρωξαν στον εκούσιο θάνατο δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας, ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε να περισώσει την αξιοπρέπεια της χώρας, την αξιοπρέπεια των Ελλήνων. Μόνος αυτός απέναντι σε πάνοπλους εχθρούς, Τρόικες εξωτερικού και εσωτερικού, διασπώντας τις συμμαχίες λεόντων ένθεν-κακείθεν, συνέπραξε έξυπνα με το πατριωτικό κομμάτι των αντιπάλων, έσφιξε τα δόντια και πολέμησε τους ορκισμένους υπηρέτες των Αγορών, μαχόμενος για το δίκιο και για το όνειρο, ώστε να ξαναγυρίσει το χαμόγελο στα χείλη όλων μας, για να ξανανθήσει η ελπίδα, για να γυρίσουμε την πλάτη στο άθλιο χθες, για την ανάπτυξη της χώρας με ανθρώπινο πρόσωπο. Ο αγώνας ήταν άνισος — αλλά ποιος πολεμιστής θα επέλεγε, αν το μπορούσε, έναν εύκολο αγώνα;… Ο Αλέξης Τσίπρας χτυπήθηκε λυσσαλέα από τους στυλοβάτες της διαπλοκής, από τα ξένα συμφέροντα, από τα παγκόσμια κέντρα του καπιταλισμού, από το αντιδημοκρατικό καθεστώς των Βρυξελλών και των Ευρωπαίων ηγετών, που έβλεπαν —και δικαίως— στο πρόσωπό του τον πρόμαχο της ελευθερίας όλων των λαών του Νότου, όλων των λαών της γηραιάς ηπείρου. Πολεμήθηκε όμως και από τους ντόπιους συνεργούς των ακόρεστων κεφαλαιοκρατών, αλλά και από μέρος των «συμμάχων» του, που απεργάζονταν στα σκοτεινά τους μυαλά τα δικά τους σχέδια κατάληψης της εξουσίας. Νίκησε σε όλα τα μέτωπα, τσακίζοντας τον εσωτερικό εχθρό, αποκαλύπτοντας τις ανίερες συμμαχίες που είχαν δημιουργηθεί και δείχνοντας αποφασιστικότητα νίκης απέναντι στους ισχυρούς της Δύσης. Με έξυπνη τακτική, απέφυγε τις κατά μέτωπο επιθέσεις όπου η μικρή Ελλάδα θα έβγαινε βέβαια χαμένη, έκανε σοφούς ελιγμούς, και κέρδισε για τη χώρα όσα όλοι οι άλλοι μαζί όλα τούτα τα χρόνια είχαν εκχωρήσει στο κεφάλαιο και στους διαπλεκόμενους συνεργούς τους. Αυτή η πολυμέτωπη μάχη όμως, παρά τις επιμέρους νίκες, δεν έχει τέλος. Και σήμερα περισσότερο από ποτέ, ο Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται τη συμμετοχή όλων μας απέναντι στην άδικη, εκμαυλισμένη Ευρώπη, που επιμένει να ζητά ελληνική γην και ύδωρ, έτοιμη να μετατρέψει τη χώρα μας σε αποθήκη ψυχών και στραγγαλίζοντας την οικονομία μας με όλες της τις δυνάμεις. Γι’ αυτό και απαιτείται επιτέλους συναίνεση και συστράτευση: κανείς δημοκράτης δεν μπορεί να μείνει έξω από τη μεγάλη ελληνική συμμαχία, κανείς Έλληνας, και καμιά Ελληνίδα! Γιατί όλοι μαζί μπορούμε να νικήσουμε στον πόλεμο που μας κήρυξαν οι αφεντάδες της αδικίας, να τους διώξουμε από την πατρίδα μας και να ξαναφέρουμε την Ελλάδα στο Φως!