Σύνδεση συνδρομητών

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.

Ζητούν πολλοί, ή περιμένουν, από μέλη τού ΣΥΡΙΖΑ (δεν λέω καν «της κυβέρνησης», μιλώ για το κόμμα γενικά) να πάρουν απόσταση από τα αίσχη του Καμμένου (τα τελευταία, καθώς τα προηγούμενα ξεχάστηκαν: τα τελευταία πριν τα επόμενα), να καταδικάσουν, να πουν, «Όχι στο δικό μου όνομα» — να κάνουν κάτι· οτιδήποτε. Θα περιμένουν πολύ. Τα δύο κόμματα, σαν το κινέζικο γιν-γιανγκ, είναι ένα: ένα πράγμα, αγκαλιασμένο, σφιχτοπλεγμένο και ομογενοποιημένο εν τοις πράγμασι. Και είναι ένα, όχι μόνο επειδή κυβερνούν και βουλιάζουν μαζί την Ελλάδα. Είναι ένα γιατί είναι φύσει συμπληρωματικά. Γιατί, επίσης, γνωρίστηκαν καλά στις πλατείες, και έμαθαν εκεί για τις κοινές ιστορικές ρίζες τους, που είναι βαθιές και ισχυρές — και καλά πλεγμένες μεταξύ τους. (Γνωστά πράγματα αυτά, και καλά καταγεγραμμένα στα βιβλία της Ιστορίας, στα Κεφάλαια που αναλύουν το φαινόμενο του εθνικολαϊκισμού όταν έρχεται στην εξουσία). Γιατί τους συνδέουν και πολλά επιμέρους και «δευτερεύοντα», όπως η εξίσου βαθιά απαιδευσία: η έλλειψη καλλιέργειας είναι ισχυρή συγκολλητική ουσία, καταλυτική: και τη λατρεύουν — τους φέρνει πιο κοντά στον «μέσο άνθρωπο», στον πυρήνα του ψηφοφοράτου, ποτίζει τον στόμφο τους και σηκώνει ακόμη ψηλότερα το πιγούνι τους, αλά Μπενίτο. Με άλλα λόγια, το ον που έχει (ξανα)φτιαχτεί, ένα υβρίδιο με πλούσιο παρελθόν και πλατιά ιστορική πείρα, μπορεί να εναλλάσσει εύκολα και ανά πάσα στιγμή στόμα και απευθυσμένο (θυμίζω πάλι εδώ το έξοχα στυλιζαρισμένο γιν-γιανγκ, όπου οι θέσεις των δύο αυτών ανατομικών μελών, των δύο οργάνων, είναι ξεκάθαρες). Να μην περιμένουμε τίποτε. Θα ήταν άκομψο εκ μέρους μας. Όπως άστοχο είναι να κατακρίνουμε για κοπρολαλία μονάχα τον κακό μπάτσο τού ντουέτου, όταν το άλλο μέλος τού γιν-γιανγκ δεν μπορεί καν να πείσει σαν καλός μπάτσος. Μπορεί μονάχα να χασκογελάει. Μαζί μας.

15 Δεκεμβρίου 2015

Παλιά, κάπου το ’87, δούλευα για κοντά ένα χρόνο διορθωτής σε δύο εφημερίδες, άγρια δουλειά αλλά πώς αλλιώς. Τα θυμόμουν αυτές τις ημέρες με το Zonars. Απόγευμα προς βράδυ ήμουν στη Μεσημβρινή, και βράδυ ώς πολύ αργά στη Βραδυνή. Πήγαινα σπίτι μου τα χαράματα, πες. Η Μεσημβρινή, τέλος πάντων, στεγαζόταν στο 10 της Πανεπιστημίου, και ήταν μια πολύ μοντέρνα εφημερίδα, πεντακάθαρη, με ρεσεψιόν, φωτοσύνθεση, ωραία αίθουσα διορθωτών (και με πολύ καλούς διορθωτές), και με τον Πασαλάρη να μπαινοβγαίνει και να δίνει τον τόνο. Ήταν ωραία· ήμουν εντυπωσιασμένος. Στο ισόγειο του επιβλητικού κτιρίου, στο βάθος, ήταν βέβαια ο Απότσος. Και βέβαια ήταν μία από τις τελετουργίες μου να κάθομαι εκεί, με εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία, και να τσιμπάω γκαζοκεφτέδες πίνοντας ό,τι έπινα τότε. Ένιωθα όλη την Αθήνα να αναπνέει εκεί και να σέρνει τις καρέκλες για να καθίσει, κι αυτό για κάποιον από τη Χαριλάου είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Λοιπόν, μετά το τέλος της βάρδιάς μου από τη Μεσημβρινή, κατέβαινα τις σκάλες, έβγαινα στην Πανεπιστημίου, περνούσα απέναντι και, μέσα από τα στενά, έφτανα στη Ζήνωνος για να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο που ξεκινούσε από εκεί, κάπου κοντά στα μεσάνυχτα. Ήταν πολύ σκοτεινά, οι φάτσες είχαν αλλάξει, τα μάτια είχαν στενέψει, οι φούστες είχαν κοντύνει, τα τακούνια είχαν ψηλώσει, τα χέρια ήταν μέσα στις τσέπες και χούφτωναν, έτοιμα, τα κλειδιά, για ό,τι ήταν να γίνει. Κατέβαινα —και τότε μόνο ξέσφιγγα τα κλειδιά μου— κάπου στη Λένορμαν, και περνούσα πάλι απέναντι τον δρόμο για να μπω στο κτίριο της Βραδυνής, που δούλευε ακόμη με εκείνους τους εκτυπωτές τής ΙΒΜ, δεν είχε γραφεία αλλά διαχωριστικά, ήταν πενταβρόμικη και μύριζε (όμορφα) τυπογραφείο. Επικρατούσε παντού οχλαγωγία και ακούγονταν διαρκώς φωνές και γέλια, αν και οι δορθωτές ήταν εξίσου καλοί. Μην τα πολυλογώ, ήταν δύο κόσμοι πολύ μακρινοί, που τους χώριζαν λίγες στάσεις όλες κι όλες με το αστικό. Έκανα αυτό το ταξίδι με τη μηχανή του χρόνου κάθε μέρα, μπρος-πίσω, μπρος και ξανά πάλι πίσω. Με τα πολλά η Μεσημβρινή έκλεισε, ο Απότσος επίσης, και, μολονότι έκλεισε βέβαια και η Βραδυνή, νιώθω πως ζούμε στο δικό της περιβάλλον, νιώθω πως το δικό της σύστημα επικράτησε, ή μάλλον: το επιλέξαμε, μας ταίριαζα καλύτερα, με τις φωνές και την οχλαγωγία και τη βρομιά, και δίχως καν τη μυρωδιά του πιεστηρίου. Δεν μπορούμε, ούτε πρέπει, να πάμε πίσω. Δεν μπορούμε να επανασυστήσουμε κανένα παρελθόν. Πρέπει να προχωρήσουμε προς τα μπροστά, και να φτιάξουμε το μέλλον που μας πρέπει. Να τελειώνουμε με τη Βραδυνή, και να τελειώνουμε και μ’ αυτή τη νύχτα. Και να κάτσουμε με τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τα βιβλία μας, και να τσιμπάμε και να πίνουμε ό,τι θέλει ο καθείς, νιώθοντας όλη τη μοντέρνα Ελλάδα να αναπνέει εκεί, δίπλα μας, και να σέρνει τις καρέκλες της για να καθίσει. Αν μη τι άλλο, όσοι το θέλουμε. Και θα σφίγγουμε στο μεταξύ τα κλειδιά μας στα χέρια, για ό,τι είναι να γίνει.

15 Δεκεμβρίου 2015

Γίνεται λόγος για μπουζούκια αυτές τις μέρες (μια η επανάκαμψη της Βίσση που χαροποίησε τη νεολαία, μια η κυβερνητική εκπρόσωπος που διασκέδαζε), και θυμήθηκα κι εγώ, ίσως και ελλείψει άλλου θέματος, γιατί δεν παρακολουθώ την επικαιρότητα, παλιά, που πηγαίναμε μέρα παρά μέρα στα σκυλάδικα, κάπου ανάμεσα στο ’87 και στο ’91, ή μάλλον σε όλο σχεδόν αυτό το μεσοδιάστημα, μια πενταετία κοντά, στα σκυλάδικα βέβαια και ποτέ στα μπουζούκια, με ωραίες και εξαιρετικές παρέες —άλλοι είναι ακόμη μαζί μας, άλλοι έφυγαν—, και ιδίως, μεταξύ κάποιων άλλων, στο «Μωρό» και στην «Ανατολή», πότε στο ένα και πότε στο άλλο, και κατά βάσιν σ’ αυτό που δεν ήταν καμένο, γιατί οι μεν έκαιγαν των δε —υπήρχε, λεγόταν, μία αντιπαλότητα—, κι έτσι αναγκαζόμασταν να μην επιλέγουμε ακριβώς, αλλά να αναγκαζόμαστε —τρόπος τού λέγειν— να επισκεπτόμαστε το εκάστοτε άρτι ανακαινισθέν, μολονότι βέβαια λίγες ήταν οι διαφορές, και σίγουρα ακόμη λιγότερες σε ένα μάτι όχι καλά εξασκημένο όπως ήταν το δικό μου τότε: ο αιώνιος τενόρος που τον είχε φάει στη δισκογραφική ο Μητροπάνος, Και ξέπεσα στη βαριά κι ανήλιαγη νύχτα, όχι ότι κρατάω κακία σε άτομα, η αρχετυπική ντιζέζ που ήταν να γίνει κάτι άλλο, ή μάλλον ψέματα, που υπήρξε κάτι άλλο, όλη η νύχτα μιλούσε για κείνη, πολλά λεφτά, αλλά που τώρα, Νά, βλέπετε, τα πράγματα άλλαξαν, προσαρμοζόμαστε, έχω στόματα να θρέψω, υποχρεώσεις, τα κορίτσια φυσικά που έδειχναν αίφνης πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τη δουλειά σου, Σοβαρά; Ασχολείσαι με τα βιβλία; Τα γράφεις ή τα διαβάζεις;, ο επί των γενικών καθηκόντων, ικανός να βλέπει τις φάσεις που πήγαιναν να γίνουν στην πέρα γωνιά του μαγαζιού ενόσω μιλούσε με σένα κι ενώ έδειχνε, παράλληλα, στα γκαρσόνια πού να πάνε ποιο ποτό, Εδώ δουλεύεις για να μη σκοτωθείς και να μη σκοτώσεις, φιλαράκι, αλλιώς τράβα γίνε ιεροκήρυκας, λουλουδούδες δεν είχε εκεί, ούτε πιάτα, μόνο σαμπάνιες άνοιγαν στα δύο μεγάλα ονόματα, μια γουλιά από το ποτήρι και πέταμα, στον άντρα και στη γυναίκα, που όταν έρχονταν στο τραπέζι σου ένιωθες πως καθόσουν δίπλα στην Κάλας και στον Σινάτρα. Θέλω να πω, κοίτα να δεις πώς τα φέρνει η ζωή. Μόνο τα παιδάκια που βλέπω το πρωί να περιμένουν τα σχολικά από το Ανατόλια και από τον Μαντουλίδη έχουν προδιαγεγραμμένο μέλλον, όλοι οι άλλοι είμαστε όπου φυσήξει ο άνεμος, κάποιοι μπορεί μέχρι και πρωθυπουργοί να φτάσουνε.

14 Δεκεμβρίου 2015

Κυκλοφόρησε προχθές Παρασκευή από τον καλό εκδοτικό οίκο Η Άγνωστη Καντάθ ένα μυθιστόρημα ηρωικής-επικής φαντασίας (fantasy, που λέμε), ο πρώτος τόμος της τριλογίας NightAngel, υπό τον τίτλο «Ο δρόμος των ίσκιων». Διαβάζω στη συνέντευξη του συγγραφέα BrentWeeksπου παρατίθεται στο Επίμετρο του τόμου (τον προμηθεύτηκα, είμαι φαν τού είδους) τα εξής: «[…] Το σκοτεινότερο μέρος της τριλογίας συναντάται στην αρχή του πρώτου τόμου, όπου διαβάζουμε για την κακοποίηση παιδιών. Όταν άρχισα την τριλογία, η γυναίκα μου, που είναι ψυχολόγος, δούλευε με παιδιά που είχαν κακοποιηθεί και ξεσπούσαν τον θυμό τους με σεξουαλικούς τρόπους. Αν μείνουν αβοήθητα, αυτά τα παιδιά φτάνουν ν’ αναπαράγουν την κακοποίηση. Η ιδέα ενός οκτάχρονου παιδιού που κακοποιεί ένα πεντάχρονο είναι αυτή-καθαυτή τερατώδης. Μπορεί ένα παιδί οχτώ ετών να κάνει κάτι τόσο απεχθές; Είναι ένας ενήλικας βασανιστής τόσο βαθιά πληγωμένος ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τα τραύματα που προκαλεί στους άλλους; Και οι έφηβοι; Πού τραβάμε τη γραμμή; Η γυναίκα μου ελάχιστα μου έλεγε απ’ αυτά που άκουγε, και για λόγους επαγγελματικού απόρρητου και για να με προφυλάξει, αλλά η φαυλότητα, το “κακό”, αν θέλετε, ήταν απτά, αδιαμφισβήτητα. Το γεγονός ότι η κακοποίηση είναι τόσο συνηθισμένη σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, όπου τα παιδιά βρίσκονται υπό συνεχή επιτήρηση, είναι τρομαχτικό. Εγώ απλώς το επέκτεινα λίγο· προσπάθησα να δείξω τι θα συνέβαινε σε μια συμμορία χωρίς υπεύθυνες φιγούρες εξουσίας — και, σας το λέω με πάσα ειλικρίνεια, κατέβασα τους τόνους, μετρίασα τη βία όσο μπορούσα. Παρεμπιπτόντως, διάβασα στους LA Times ότι ένας νεαρός συμμορίτης ισχυρίστηκε ότι η σεξουαλική κακοποίηση μεταξύ των μελών έχει πάρει εφιαλτικές διαστάσεις, αλλά το θέμα είναι τόσο ταμπού που δεν ακούς γι’ αυτό ούτε στην πιο σκληροπυρηνική gangstarap. Έλεγε ότι το ενενήντα τοις εκατό των αγοριών και το εκατό τοις εκατό των κοριτσιών έχουν υποστεί κακοποίηση. Ακόμη κι αν αυτό αληθεύει κατά το ήμισυ, πιστεύω ότι η σεξουαλική κακοποίηση είναι ο βασικός λόγος που αυτά τα παιδιά εκμηδενίζουν τόσο αβασάνιστα τους εαυτούς τους με ναρκωτικά, που σκοτώνουν και σκοτώνονται με τέτοια προθυμία». Και τα λοιπά, και τα λοιπά. [§] Εγώ πάλι αναρωτιέμαι: τι πρέπει να έχει συμβεί στην παιδική σου ηλικία για να είσαι, φέρ’ ειπείν, Φαήλος ή συριζοτρόλ στο Twitter. (Δεν λέω και χρυσαυγίτης, μολονότι βρίσκονται πολύ κοντά στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες, γιατί οι χρυσαυγίτες, κτηνώδεις-ξεκτηνώδεις, έχουν και το ελαφρυντικό της κατακλυσμιαίας αμορφωσιάς).

12 Δεκεμβρίου 2015

Ημέρα τοπικών εκλογών σήμερα στη Σαουδική Αραβία, κάτι ούτως ή άλλως πολύ καινούριο για τη χώρα, κάτι εξαιρετικό, ωστόσο και μία ημέρα ιστορική, τόσο για την ίδια τη Σαουδική Αραβία, όσο και για όλο τον κόσμο: το βασίλειο υπήρξε η τελευταία χώρα στον πλανήτη που δεν αναγνώριζε δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες. (Απομένει βέβαια το Βατικανό, αλλά το Βατικανό είναι suigenerisκαι δεν πιάνεται). Σε μια χώρα με πληθυσμό διπλάσιο από αυτόν της Ελλάδας, οι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους είναι λιγότεροι, διαβάζουμε, από ενάμισι εκατομμύριο, και από αυτούς μόνο οι 130.000 είναι γυναίκες, ενώ για τα περίπου 300 τοπικά συμβούλια διαγκωνίζονται 7.000 άτομα, εκ των οποίων 900 γυναίκες όλες κι όλες (και ενδεχομένως να μην εκλεγεί καμιά τους, καθώς δεν τους επιτρέπεται να προσεγγίσουν, καν, τους άντρες ψηφοφόρους, δηλαδή την πλατιά βάση του εκλογικού σώματος), αλλά και πάλι: είναι ένα σπουδαίο βήμα, μικρό αλλά σπουδαίο, μια κατάκτηση του πολιτισμού, σε μία χώρα όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ειδικά τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, είναι ανύπαρκτα. Είναι κάτι που θα μείνει στην Ιστορία. Και προσωπικά έχω τη σιγουριά πως πολλοί από μας θα ζήσουν για να δουν τη Σαουδική Αραβία να μεταμορφώνεται και να (ας μου επιτραπεί) εκπολιτίζεται. [§] Μετά από μία μακρά ημέρα απουσίας από τα Μέσα, αυτή ήταν η πρώτη είδηση που έπεσε επάνω μου, και που εύκολα έσβησε όλα τα σπαράγματα της απεχθούς ημεδαπής καθημερινότητας, μιας καθημερινότητας που αργά αλλά σταθερά (με εξελικτικά άλματα προς τα πίσω: αυτό που στη βιολογία λέμε επαναστροφή) διολισθαίνει σε ένα παρελθόν φαύλο, αντιδραστικό και σκοτεινό. Βέβαια, η ελληνική περίπτωση έχει ένα κοινό με την αντίστοιχη της Σαουδικής Αραβίας: την απίσχναση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ελευθεριών του ατόμου. Ή μάλλον, συμπτωματικά, έχει ακόμη ένα: την ψήφο. Στους μεν δόθηκε, εμείς την ξοδεύουμε χάφτοντας μια ευχάριστη φαντασίωση, και πετώντας τη με χάρη στον βρόντο, για το γινάτι μας.

12 Δεκεμβρίου 2015

Όταν τελείωσε το βίντεο που έβλεπα με τον Πολάκη (ομολογώ ότι δεν τον ήξερα, δεν τον είχα ξανακούσει, δεν είχε ξαναεμέσει, πιθανώς, πάνω στους φορείς τού ιού ΗΙVκαι στα θύματα του AIDS), κι αφού κούνησα το κεφάλι μου για να διώξω την ντροπή, σκέφτηκα —και δεν μου φεύγει έκτοτε από τον νου— ότι το μόνο που μας σώζει είναι που οι Συριζαίοι της κυβέρνησης δεν ξέρουν γράμματα, από τον Πρωθυπουργό ώς τα πληρωμένα με χαδάκια στο κεφάλι τρολ τού Twitter, περνώντας από κάτι απίθανους ξεφτίλες σαν και δαύτον: τον χυδαίο Πολάκη, που δεν ελπίζω ότι αύριο θα είναι εκτός κυβέρνησης γιατί ακριβώς αυτή η κυβέρνηση είναι η κυβέρνηση Πολάκη: ένας έρπης ζωστήρας που τυλίγει μία γερασμένη χώρα χωρίς παρελθόν. Αν ήξεραν πέντε γράμματα, δεν θα είχαν απλώς εγκαθιδρύσει ήδη καθεστώς, αλλά θα ήταν και ακλόνητο: εννοώ, δεν θα έπεφταν ούτε με εκλογές. Τώρα θα πέσουν, με θόρυβο μέγα, και θα πληθύνουν εκ νέου τις τάξεις του ψευδεπίγραφου πεζοδρομιακού ακτιβισμού, που γεννά τέτοια —συλλήβδην: δεν υπάρχουν εξαιρέσεις εδώ— πολιτικά εκτρώματα. [§] Ζούμε μέρες ολέθρου. Υπομονή, και αντίσταση.

10 Δεκεμβρίου 2015

Το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί στην υπόθεση Ρϊχτερ είναι αν έχει αφιερώσει τη ζωή του στην Ελλάδα και αν είναι φιλέλληνας και αν είναι καλός συγγραφέας, αν μελετά τις πηγές, κ.ο.κ. Ισχύουν όλα αυτά. Και ποσώς με ενδιαφέρουν, είναι προσωπικές επιλογές, όπως το να βάλει κάποιος στόχο να γίνει κανείς κορυφαίος στο τάβλι ή να πείσει τον εαυτό του να τρώει κάθε πρωί μούσλι: δεν είναι καλύτερα ή χειρότερα από αυτά, είναι ολόιδια, ισότιμα. Το βασικό εδώ είναι πως το κράτος (όχι ο «νομοθέτης», και δεν συμμαζεύεται: το ΚΡΑΤΟΣ) θωράκισε με ένα ελεεινό πράγμα τις ανασφάλειές του. Και θα στείλει, μαζί με μια χούφτα ιστορικούς, και όλη την επιστήμη της Ιστορίας στα κάτεργα. Γιατί άλλοι ήρωες δεν θα βρεθούν όσο θα έχουμε νόμους που θα μετράνε πάνω στον πάγκο του χασάπη τα λόγια μας. Κι ακόμη χειρότερα: το κράτος είχε στη φανερή δούλεψή του, και δη αμισθί δούλεψη (τρομερό, και φυσικά ανθρώπινο, και παλιό όσο τα οργανωμένα κράτη — καθώς το «αμισθί» είναι ο φερετζές του ανατροφοδοτούμενου μίσους), χίλιους μύριους προοδευτικότατους πολίτες, που φώναξαν και έγραψαν και χειροκρότησαν και πανηγύρισαν. Μέσα στο περιβάλλον σήψης και φασισμού που έχουμε αναπτύξει και μέσα του ζούμε πέντε χρόνια τώρα, αυτό δα μας έλειπε να μη φτιάχναμε έναν νόμο υπέρ της ανελευθερίας της σκέψης. Έχουμε να δούμε πολλά ακόμα, ο Ρίχτερ είναι μόνο η αρχή. 

10 Δεκεμβρίου 2015

Ξέροντας πως δεν υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας, δύο τινά θα κάνουμε πλέον, και όχι τρία: ένα, θα επιλέξει ο καθένας μας πραγματάκια που τον ευχαριστούν, βόλους, πέστε, επιτραπέζια, σουηδική γυμναστική, σκαλιστά με αγγελάκια απ’ αυτά που κολλούσαν παλιά στα τζάμια, τυπωμένες ιστοριούλες, σινεμαδάκια, οριγκάμι, οπερέτες, μελόδραμα, τίμια κρασιά, δεν έχει σημασία τι, και, δύο, θα κοιτά, πάλι ο καθένας μας, και πάντα κατά μόνας, τον επιθετικό τρόπο που επέλεξε η Ιστορία για να σταματήσει τη φωτιά: τροφοδοτώντας τη με ό,τι απέμεινε να καεί — αν μη τι άλλο, και ο πιο δειλός πυροσβέστης ξέρει καλά πως, άπαξ και δεν βρει κάτι να φάει η φωτιά, τα χάνει, γίνεται έξαλλη προς στιγμήν και ξεψυχά ρουφώντας τον εαυτό της: αυτοσυντρίβεται μέσα της, καταπίνεται στον ίδιο της τον καταπιώνα. Ναι, αυτή εδώ η κυβέρνηση και οι γερασμένοι κλόουν της θα κυνηγηθούν αγρίως (και για ακόμη μία φορά θα πρέπει να βοηθήσουμε με το αίμα μας να σωθούν από την οργή του αθλίου όχλου πολλοί από δαύτους), αλλά θα κυνηγηθεί από ορδές, μόλις το ’παμε, αθλίου όχλου. Και πεινασμένου. Πολύ και κυριολεκτικώς πεινασμένου, όχι τις μαλακίες που έλεγαν οι ζαβοί φασίστες, οι που έφεραν εδώ το καθεστώς. Κι έπειτα θα αναλάβει ένας —στενά εποπτευόμενος— συνασπισμός από τους υπόλοιπους (πλην ποινικών ναζιστών και ζόμπι κομουνιστών), στενά, ξαναλέω, εποπτευόμενος, με την ανάσα του επόπτη πάνω από το σβέρκο του, για να μοιράζει τη βοήθεια. Σας λέω τούτο, και τα ξέρω καλά αυτά: η χαρά που θα ’χουν όσοι θα τη λαμβάνουν, και κάθε φορά που θα τη λαμβάνουν, θα είναι πολλαπλάσια κάθε άλλης που θα ’χουν βιώσει. Είναι διαπιστωμένο αυτό από άπειρες παρόμοιες περιπτώσεις στη ζωή: βάλε χίλιους καλεσμένους σε γκαλά να σκάσουν στο φαΐ, και δώσε λίγο τραχανά σε έναν για είκοσι μερόνυχτα ναυαγό, για να καταλάβεις πώς μετριούνται αυτά. Ωστόσο, το κακό αργεί ακόμη. Οι επόμενοι πέντ’-έξι μήνες (ας είμαστε γαλαντόμοι), παρά τα κενά αέρος, θα έχουν πρώτα-πρώτα τις Γιορτές, πού το πας αυτό, θα ξεσκάσουμε, θα γράψουμε χαριτωμένα στάτους και θα σκαρφιστούμε φίνες resolutions, θα βγούμε χαμογελαστές φωτογραφίες, οι φίλοι μας και οι γνωστοί που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και την εθνικολαϊκιστική του ρητορική θα μιλάνε για ποί’ματα, σκάκι, αρραβώνες, για τον Μποντλέρ και τον «Γιο του Σαούλ», θα απαγγέλλουν από μνήμης, θα χαμογελούν, θα στάζουν σάλια, κι εμείς δεν θα έλουμε πια να τους κολλήσουμε τη μούρη στην άσφαλτο, οι νύχτες θα παγώνουν γλυκά, τα μελομακάρονα θα λιώνουν απαλά, ένα καλό κονιάκ θα ’ναι πάντα ένα καλό κονιάκ, κι όσο κι αν οι αριστεροί ναζούληδες θα εξακολουθήσουν να ξεπλένουν τον ISIS και τον Αδόλφο και να δείχνουν νέα θύματα με το χοντρό τους δάχτυλο, κι όσο κι αν οι καταδότες θα βγάζουν τις κουκούλες και πια θα καταδίδουν φόρα-παρτίδα εμφανίζοντας το βουτυρωμένο τους προσωπάκι, ό,τι και να γίνει —κι είναι να γίνουν πολλά—,ένα άστρο λαμπρό θα μας κουβαλήσει πάνω στις πλάτες του και θα μας προσγειώσει στο ’16. Ε, βλέποντας και κάνοντας μετά. Μπορεί να μας αντέξει και ο Γενάρης, άμποτε και ο Φλεβάρης: ποτέ δεν ξέρεις, αδερφούλη. Ψυχή. Βαθιά.

09 Δεκεμβρίου 2015

Έμαθα αρκετά αργά ότι έδινε συνέντευξη σε υπαλλήλους του ο Τσίπρας —στην ΕΡΤ, αυτό το εργοστάσιο φτηνιάρικης, ρουτινιέρικης, σκουριασμένης προπαγάνδας, αυτή τη βαριά, χοντρή, δυσκίνητη απολυμένη καθαρίστρια—, πολύ αργά τέλος πάντων για ν’ ανοίξω το Twitter και να δω πέντ’-έξι σχόλια, αλλά αρκετά νωρίς πήρε τ’ αυτί μου ότι ένας από τους βασικούς υπαίτιους για την άνοδο της Χρυσής Αυγής, μαζί με τον Παπαδάκη, τον Αυτιά και τον Λαζόπουλο, έπαιρνε συνέντευξη από τον Λεβέντη, το άκρον άωτον της πολιτικής παρενδυσίας, για να το ξανακλείσω. Οπότε ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Ή μάλλον, ούτε ζημιά, αλλά γάτα σίγουρα: η Φαντομά μού κάνει παρέα εδώ στο γραφείο, έχει και λίγο κρύο και με ζεσταίνει, ήρθε να δει τι διάολο θέλω εδώ μέσα δίπλα στο πορτατίφ τέτοιαν ώρα, με το σκοτάδι γύρω μου να φτιάχνει μια μάλλον ενδιαφέρουσα εικόνα γι’ αυτήν, που άλλωστε είναι τόσο περίεργη για τα πάντα, και είναι και όμορφη πολύ και τη χαζεύω, αν και παίζει λίγο περισσότερο από όσο θα ήθελα με τα πλήκτρα. — Μα όσο να τα γράψω όλα αυτά, έφυγε… [§] Θα φύγω κι εγώ, (και) αύριο η δουλειά ξεκινά από τις εφτά και πάει όσο αντέξουμε. Και θ’ αντέξουμε βέβαια, πολύ περισσότερο από τον Τσίπρα, που καίει και από τις δυο άκριες το φιτίλι του και, καταλαβαίνοντάς το (γιατί αυτό μπορεί να το καταλάβει), τρέμει και αρρωσταίνει από τον φόβο. Δεν έχει άδικο να φοβάται. Άδικο είχε που πίστευε ότι θα άντεχε περισσότερο. Θα ’ναι στενόχωρο που θα τον βλέπουμε να διαλύεται πολιτικά μπροστά μας, αλλά: θα ’ναι και μια παρηγοριά.

08 Δεκεμβρίου 2015

Όπως τα σκυλιά που ρουφούν την εικόνα σου κοιτώντας σε σταθερά, επί ώρα πολλή, χωρίς να το κουνήσουν, απομνημονεύοντας για άλλη μια φορά τα χαρακτηριστικά σου ένα-ένα και χιλιοστό το χιλιοστό, θαυμάζοντάς σε, λατρεύοντάς σε σιωπηλά, σχεδόν κλαίγοντας από ευτυχία μπροστά στην παρουσία σου, δακρύζοντας ίσως, βουρκωμένα και έξαλλα από αγάπη μολονότι απολύτως σιωπηλά, έτσι κι εμείς, αποχαυνωμένοι από την πατρίδα-ζόμπι, που όλο πεθαίνει κι όλο μένει, όχι όρθια αλλά σερνάμενη, που όλο επενδύει στον θάνατό της και απειλεί με αυτόν, σαν απελπισμένος εραστής που στρέφει στο αντικείμενο του έρωτά του ένα μπουκαλάκι υπνωτικά χάπια λες κι είναι πιστόλι και ολοφύρεται και ουρλιάζει πως θα τα καταπιεί όλα μαζί με αλκοόλ, έτσι κι εμείς, άρρωστοι και κουρασμένοι, βαριεστώντας από τη σαχλή επαναληπτικότητα των ίδιων και των ίδιων συμπτωμάτων, ξέροντας καλά τα συνθήματα που ρεκάζουν οι λογής μπιστικοί, έχοντας δει στους εφιάλτες μας τι μέλλει να γίνει, και πότε, και πόσο θα πονέσει, και ποιους θα παραχώσει πρώτους-πρώτους και καλύτερους, και ποιοι είναι να προδοθούν αρχή-αρχή, έτσι κι εμείς, απορημένοι με το μεγαλείο της δειλίας μας, ατάραχοι εδώ πια και μια ζωή μπροστά στην αβελτηρία προυχόντων και κολίγων, μπουκωμένοι λάσπη ώς τα μπούνια, απαυδισμένοι σαν παιδάκια που ήξεραν το μάθημα αλλά δεν τα σήκωσαν να το πουν αλλά και με στομωμένη γλώσσα από την πολλή ανάγκη να μιλήσουμε και να τα πούμε, έτσι κι εμείς κοιτάμε τον κόσμο, τον έξω κόσμο, και μ’ ένα του συνηθισμένο βλέμμα —όποιο να ’ναι, δεν έχει σημασία τι— κουνάμε την ουρά μας και μας τρέχουνε τα σάλια. Αλλά βέβαια δεν είμαστε σκυλιά· είμαστε μονάχα μόνοι, και είμαστε μακριά, και γύρω-γύρω έχει τείχη, και γύρω μας είναι το εδώ. Αυτό εδώ το εδώ, το μισοπεθαμένο. Όχι Τρίτος Κόσμος, αλλά ο Όχι Κόσμος. 

07 Δεκεμβρίου 2015
Σελίδα 12 από 57