Σύνδεση συνδρομητών

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.

Το κοινωνικό κράτος και το κράτος προνοίας είναι καλά, οι αντίστοιχες δομές που συγκροτούν φορείς των πολιτών όταν το κοινωνικό κράτος απουσιάζει είναι επίσης καλές, η φιλανθρωπία γενικώς είναι καλή — α: και η ελεημοσύνη είναι καλή. Και επειδή τα χρήματα τα έφαγαν (και τα εξέμεσαν) οι πολίτες, και επειδή το κράτος προνοίας είναι ένα τριμμένο γιλέκο κρεμασμένο στην ντουλάπα μέσα στο σκοτεινό μας δωμάτιο, και επειδή οι δομές που συγκροτούν οι πολίτες δεν φτάνουν (και ελάχιστοι τις συμμερίζονται και τις συντρέχουν, λίγοι τις χρηματοδοτούν, ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού τις πλαισιώνει), και επειδή, θυμίζω, η φιλανθρωπία εξακολουθεί να είναι καλή, νά που στο τέλος απομένει η ελεημοσύνη. Και η ελεημοσύνη είναι καλή. Τι λέξη κι αυτή, ε; Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου σήμαινε κάτι που έπρεπε να αποφεύγει κανείς όπως ο διάολος το λιβάνι. Μη δώσεις στο Γυφτάκι γιατί το εκμεταλλεύονται, μη δώσεις στον παράλυτο γιατί έτσι συντηρείς μια βιομηχανία επαιτείας, μη δώσεις στον τυφλό γιατί βλέπει και στον άστεγο επειδή θα πιει και στο πρεζάκι επειδή θα του αγοράσεις, έτσι, την τελευταία δόση του και θα το σκοτώσεις. Humbug. Αυτά όλα τα επινόησε το τσιφουταριό που κάθεται ανακούρκουδα στην καρδιά μας και τρώει τις μύξες του. Δεν υπάρχει κανείς λόγος, κανείς, ποτέ, καμιά αιτία δεν υπήρξε ποτέ που εξαιτίας της να μην έπιασε τόπο μια ελεημοσύνη, και υπάρχουν άπειρες περιπτώσεις που εξαιτίας μιας ελεημοσύνης που δεν δόθηκε χάθηκε από ένα γέλιο μέχρι μια ζωή. Να δίνετε. Και, μέρες που ’ναι, να δίνετε περισσότερο. Μόνο έτσι φτάνεις, κάποια στιγμή, στον εθελοντισμό και στις σοβαρές δράσεις που βοηθούν συστηματικά και με σχέδιο — και, κυρίως, αποτελεσματικά. [§] Αλλά και να μη φτάσεις ποτέ: ο άλλος χαίρεται, ξέρεις, όταν τον ελεείς. Και χαίρεσαι κι εσύ.

26 Δεκεμβρίου 2015

Δεν ξέρω πόσοι είμαστε. Πεντακόσιοι; Χίλιοι; Καναδυό χιλιάδες; Μπορεί κάτι τέτοιο, ίσως κάτι απ’ ανάμεσα, μπορεί πάλι να ’μαστε και λιγότεροι. Οι σταθεροί, τέλος πάντων. Μεταφράζουμε στα ελληνικά, ή διαβάζουμε τα βιβλία πριν εκδοθούν, τα επιμελούμαστε, τα διορθώνουμε, τα φροντίζουμε. Ξέρουμε τα κόλπα της επιμέλειας, αλλάζουμε γραμματικές ανάλογα με τον οίκο ή με τις εποχές, ξεχάσαμε πια τα στιγμόμετρα στο παλιό συρτάρι, ανοίγουμε ή κλικάρουμε τα λεξικά, μα όχι πια τον Βοσταντζόγλου, γκουγκλάρουμε ονόματα που κάτι μάς λένε, ή που δεν μας λεν τίποτε, μιλάμε μεταξύ μας —ο επιμελητής με τον μεταφραστή: «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό». «Μπα»—, δεν μιλάμε με κανέναν, απομονωνόμαστε, κοιτάμε τον τοίχο, έξω έχει νυχτώσει, έξω ξημερώνει, βάζουμε ένα τραγούδι να παίζει στον υπολογιστή, δεν καταλαβαίνουμε πότε τελειώνει, σηκωνόμαστε από την καρέκλα και κάνουμε λίγες διατάσεις, ή δεν τις κάνουμε, κρεμιόμαστε μετρώντα ώς το είκοσι από το μονόζυγο της πόρτας, τεντώνουμε τα δάχτυλα, χαϊδεύουμε το σβέρκο μας με το μολύβι, παραμερίζουμε το γατί που ήρθε να κάτσει στο πληκτρολόγιο ή πάνω στα δοκίμια, χάνουμε τη σελίδα στο πρωτότυπο, κάνουμε Saveσαν τρελοί, αν δεν κάνουμε πάντα πέφτει το ρεύμα και χάνουμε δουλειά, καθαρίζουμε τα γυαλιά, τρίβουμε τα μάτια, ρωτάμε και αναρωτιόμαστε, σβήνουμε, ξαναγράφουμε και επαναφέρουμε, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο συγγραφέας, του λέμε πως όλα πάνε καλά, ή είναι ο εκδότης, του λέμε το ίδιο, γράφουμε ωραία τυπικά μέιλ, ξαναδιαβάζουμε την ίδια παράγραφο, τρίβουμε τα μάτια, διορθώνουμε ξανά και ξανά την ίδια λέξη, την πάμε πιο εκεί, την ξαναγυρίζουμε στη θέση της, cut-paste, cut-paste, Save, Alt-Shift, Save, Save, ξαναδιαβάζουμε την πρόταση, τρίβουμε τα μάτια, βρίσκουμε το λάθος, χάνουμε το λάθος, πάντα το χάνουμε στο τέλος, όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα, δεν έχει τέλος αυτό, αλλά βιαζόμαστε, πατάμε Save, τρίβουμε τα μάτια, καθαρίζουμε τα γυαλιά, μουρμουρίζουμε, μοιράζουμε τον χρόνο (τόσες ημέρες επί τόσες σελίδες — όχι, πάλι δεν βγαίνει, τρίβουμε τα μάτια, οπότε τόσες ημέρες επί τόσες + σελίδες), χάνουμε το λάθος, τα λάθη, πατάμε Save, Save, και διατηρούμε για πάντα τα λάθη, έξω ο κόσμος τρέχει και κινείται, κι εσύ πρέπει να βγάλεις τις σελίδες σου, σήμερα είναι Χριστούγεννα και πρέπει να βγάλεις τόσες + σελίδες. Δουλειά, πάμε, δεν έχει σημασία η ημέρα. Τρίβουμε τα μάτια. Χρόνια Πολλά. Save.

25 Δεκεμβρίου 2015

Υπάρχει ένα παράδοξο στην πορεία προς την πρωθυπουργία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έχει δύο εμπόδια να προσπεράσει, αλλά το μεγαλύτερο δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα: είναι η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή — ή μάλλον, του κύκλου περί τον Κώστα Καραμανλή· ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός δεν έχει χώρο στη ζωή του για φιλοδοξίες, θαρρώ, και σοφά πράττει. Ο μεν πρώτος, ο νυν πρωθυπουργός, έχει ήδη τρωθεί, αν και πολύ λιγότερο από όσο αφελώς περίμεναν όσοι άργησαν να καταλάβουν πως η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, για να το πούμε σχηματικά, δεν επέλεξε μόνο αυτόν, αλλά δεν ήθελε, εν πολλοίς, συγκεκριμένα πρόσωπα στην εξουσία, και δεν ήθελε και τη νοοτροπία που κουβαλούσαν, και τα έδιωξε με άνεση και ανακούφιση. Ακούγεται κωμικό (και το διακωμωδούμε όλοι μας συχνά: «Ναι, όλα πάνε κατά διαόλου, θα ζήσουμε με capital controls τα επόμενα χρόνια, αλλά τουλάχιστον έφυγε η Βούλτεψη»), αλλά δεν είναι. Είναι αλήθεια. Εξ ου και έδωσε —ο λαός— και εξακολουθεί να δίνει πολύ περισσότερες ευκαιρίες στην Αριστερά από όσες θα ήταν λογικό να είχε δώσει (τρεις στη σειρά: κούφιες και οι τρεις, καταστροφικές η μία περισσότερο από την άλλη, αδιανόητες και που θα αφήσουν βαθιά σημάδια), εξ ου και δεν βαρυγκομά, για παράδειγμα, για την αλλοπρόσαλλη, ερασιτεχνική, με παγωμένο αίμα δομημένη φορομπηχτική πολιτική της κυβέρνησης και για την πρωτοφανή (πρωτοφανή = δεν έχει προηγούμενο σε καμία άλλη χώρα ποτέ), όχι αλλαγή, αλλά ζοφερή στρέβλωση πολιτικής: ο «λαός» πλήρωσε για να φύγουν αυτοί που αντιπαθούσε, και το έκανε συνειδητά ακόμη και όταν διατεινόταν πως με τον ΣΥΡΙΖΑ θα δει ξαφνικά καλύτερες ημέρες, και δεν θα πληρώνει φόρους, και θα φύγει η λιτότητα, και θα επικρατήσει ειρήνη σε όλο τον κόσμο, και θα αλλάξει ο καιρός, και θα αποκτήσουμε χώρους πρασίνου σε κάθε γειτονιά όπου θα κυλιόμαστε ολημερίς παίζοντας φρίσμπι με όμορφα σκυλάκια. (Και θα πληρώσει πολύ περισσότερο, αλλά αυτό θα το καταλάβει λίγο αργά. Ο λογαριασμός ακόμη δεν ήρθε: ψήνεται). Παρά ταύτα, και για να ξαναέρθουμε στην αρχή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πληρώσει τα επίχειρα του αφανισμού της ελληνικής οικονομίας, που τα μπαλώματα των (όσων) αποκρατικοποιήσεων δεν θα τα καταφέρουν να ανατάξουν, δυστυχώς. Σε λίγο, η δεύτερη βασική γλώσσα των Ελλήνων που παράγουν οτιδήποτε θα είναι τα εύηχα βουλγαρικά: μια όμορφη γλώσσα. Απέναντι σε κάποιον που θα έχει σαφείς προτάσεις, ρεαλιστικές λύσεις και δομημένο πρόγραμμα, η αριστερή παρένθεση θα κλείσει διά παντός στις επόμενες εκλογές. Για να φτάσει όμως σε αυτές ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να νικήσει στις εσωκομματικές εκλογές της 10ης Ιανουαρίου. Αυτό είναι το δύσκολο. Μάλλον: το σχεδόν απίθανο. Και θα είναι άθλος εάν επιτευχθεί. Τα άλλα θα είναι ένας απλός αγώνας δρόμου με αντίπαλο μόνο τον χρόνο, όχι τον ΣΥΡΙΖΑ. Οπότε, τις δύο εβδομάδες που μένουν μέχρι τότε, περιμένω ότι θα δούμε δύο πράγματα από τον Κυριάκο: να συνεχίσει να είναι αυθεντικός και δυναμικός, δύο στοιχεία που του έδωσαν μεγάλη ώθηση και του χάρισαν μια ανέλπιστα εύκολη νίκη την προηγούμενη Κυριακή (αποκορύφωμα η γενναία στάση του απέναντι στην ψηφοφορία για το Σϋμφωνο Συμβίωσης, που αυτόχρημα τον ανέβασε σε άλλο επίπεδο, αποκολλώντας τον από ότι σημαίνει «λαϊκή Δεξιά»), και να πείσει, παράλληλα, μερικές δεκάδες χιλιάδες μέλη της Νέας Δημοκρατίας πως το συμφέρον του κόμματος (δηλαδή η αύξηση της εκλογικής του βάσης, τόσο απλά) περνά μέσα από αυτόν: από —ας μου επιτραπεί ο κοινός τόπος— το καινούριο. Τονίζω ότι πλέον απευθύνεται μόνο στα μέλη, γιατί όλοι όσοι τον ψήφισαν από έξω θα τον στηρίξουν μέχρι το τέλος χωρίς την παραμικρή διαρροή. Αλλά πόσοι είναι αυτοί; Έχει πλέον να κάνει μόνο με τα μέλη ενός οργανισμού (τα παλιά κόμματα είναι μεγάλοι ζωντανοί οργανισμοί) που έχουν μάθει να λειτουργούν «κάπως». Και να βλέπουν μόνο το σήμερα, όχι πιο μακριά. (Αν θέλετε ένα παράδειγμα, το καλύτερο που υπάρχει είναι το ΚΚΕ). Οι μηχανισμοί του κόμματος είναι πανίσχυροι και δυσκίνητοι. [§] Το ξαναλέω: από τα δύο εμπόδια που έχει να υπερπηδήσει ο Κυριάκος μέχρι να αναλάβει την ανάταξη της χώρας, οι εθνικές εκλογές είναι το πιο χαμηλό.

24 Δεκεμβρίου 2015

Ήταν ιστορική η χθεσινή ημέρα: το Σύμφωνο Συμβίωσης είναι πολύ πιο σημαντικό από όσο μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε σήμερα — θα το καταλάβουμε κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν παρατηρήσουμε, ξαφνικά, πόσο πολύ έχει ψηλώσει ο πήχυς των φυσικών απαιτήσεων της κοινωνίας. Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι, ναι, φυσικά και απαράγραπτα και αιώνια, αλλά κερδίζονται, δεν χαρίζονται ποτέ. Και μάλιστα κερδίζονται λίγο-λίγο. Όλα τους, μηδενός εξαιρουμένου: ακόμη και αυτό της ζωής, το να κατέχεις το σώμα σου, να το διαφεντεύεις, να είσαι εσύ ο απόλυτος κύριός του, κάτι που φαίνεται ολότελα φυσικό όσο και η αναπνοή. Ούτε αυτό χαρίστηκε από τη μία ημέρα στην άλλη, ίσα-ίσα. Και αυτό που μένει (μετά τους διεκδικητικούς αγώνες, την επιμονή των πολιτών και των ομάδων πίεσης, μετά το κύλισμα του χρόνου) είναι οι νόμοι — και οι νόμοι ψηφίζονται στο κοινοβούλιο, από το νομοθετικό σώμα, δηλαδή από τους βουλευτές. Οι διεκδικήσεις δεν συνιστούν νόμους. Ή μάλλον, είναι για τους νόμους ό,τι το φλερτ για τη γέννα. Και οι διεκδικήσεις θέλουν κινήματα. Και τα κινήματα ηγέτες. Γι’ αυτό και έχει πολλαπλή σημασία ποιοι ψήφισαν χθες ΝΑΙ στο Σύμφωνο Συμβίωσης, και ποιοι απείχαν (το ΟΧΙ είναι πιο σεβαστή στάση — ή μάλλον: είναι σεβαστή στάση). Η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν εξόχως γενναία, σε όλη την προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και χθες, στην ψηφοφορία. Και όχι μόνο γενναία: ήταν έξυπνη. Αλλά και κάτι ακόμη: ήταν ηγετική.

23 Δεκεμβρίου 2015

Η ενδεχόμενη επικράτηση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη στις εσωκομματικές εκλογές του Ιανουαρίου θα σημαίνει σε κομματικό επίπεδο (άσε την Ελλάδα) ένα πράγμα κυρίως: ότι η Νέα Δημοκρατία, για διάφορους λόγους, κάποιους εξ αυτών ύποπτους, προτιμά να παραδοθεί, ότι ομολογεί πως δεν αντέχει τη μάχη. Κι αυτό γιατί είναι περισσότερο από σίγουρο πως υπό τον συμπαθή παλαιοκομματικό Μεϊμαράκη οι δυνατότητες να αυξήσει το ποσοστό της —τα εκλογικά ποσοστά μεγαλώνουν μόνο με τη σύγκρουση και την προσφορά στην κοινωνία ενός κάποιου οράματος, ενός σχεδίου, μιας προοπτικής, όχι με τη φυσιολογική φθορά του αντιπάλου— είναι στατιστικά ασήμαντες: μια άνευρη αντιπολίτευση πέφτει μαζί με την κυβέρνηση, αναλογικά. Αντίθετα, θα τείνει να εξομοιωθεί δημοσκοπικά με το ΠΑΣΟΚ της Γεννηματά. Περιχαράκωση, εσωστρέφεια, συντήρηση: αυτό θα είναι το τρίπτυχο της πρώτης γραμμής της. Και συντήρηση δυνάμεων για μία μάχη που, έξω από το κόμμα, δεν θα δοθεί ποτέ: η ΝΔ θα έχει πετάξει λευκή πετσέτα (διακριτικής συνδιαχείρισης του οικονομικοκοινωνικού κομφούζιου που επικρατεί — συναινώντας, εντέλει). Αλλά πες πως κάνω λάθος. Και πως οι νεοδημοκράτες συσπειρώνονται γύρω από τον αρχηγό τους, με ένα γενναίο slowmotion, σαν και το δικό του. Με έκπληξη τότε θα δουν πως εμετρήθησαν, εζυγίσθησαν — και ευρέθησαν ελλιπείς. Δεν θα τους έχει ακολουθήσει κανείς εκτός των ωραίων και άπαρτων υψηλών τειχών. Ακόμη και οι νεοσυσταθείσες ευκαιριακές συμμαχίες με διάφορες ομάδες πολιτών θα αμβλυνθούν και θα καταπέσουν. [§] Ενδεχόμενη επικράτηση του Μητσοτάκη, από την άλλη, θα αλλάξει με τη δυναμική της τον εκλογικό χάρτη άρδην. (Και θα τελειώσει, θα κόψει τους δεσμούς, με το βαρύ παρελθόν του κόμματος). Και —αυτό έχει σημασία— θα έχει πιθανότητες να αλλάξει τη χώρα, ενώνοντας επιτέλους, όχι παραδόξως, και επιτέλους νικηφόρα, το Κέντρο. Και, μεσομακροπρόθεσμα, και την Αριστερά του Κέντρου. Όπως ήταν πάντα το ζητούμενο.

21 Δεκεμβρίου 2015

Έπεσα έξω στις εκτιμήσεις μου, έτσι για αλλαγή, και η προσέλευση νέων ανθρώπων που ψήφισαν τον Μητσοτάκη ήταν μια απάντηση και σε μένα και στο, ας το πούμε, κατεστημένο. Τη διάθεση του εκλογικού σώματος ως συνόλου δεν μπορείς παρά μόνο ενστικτωδώς να τη διαισθανθείς —κανένα δημοσκοπικό εργαλείο δεν υπάρχει εδώ, αν υπήρχε θα μας το ’χε πει κάποιος, και κάποιοι άλλοι θα είχαν βγάλει και λεφτά από αυτό—, όπου ένστικτο σημαίνει στην περίπτωσή μας μην ακούς τι λένε οι άλλοι, δεν (μπορούν να) ξέρουν. :-) Χαίρομαι πολύ για ό,τι έγινε, αν και, μη γελιόμαστε, τίποτε απολύτως δεν τελείωσε με τις αλλαγές στη Νέα Δημοκρατία —και ακόμη περισσότερο: πολλά μπορεί να γίνουν ώς τις 10 Ιανουαρίου—, που είναι από τα δυο-τρία πολύ μεγάλα πολιτκά θέματα που οφείλουν να μας απασχολούν όλους σήμερα, και τίποτε απολύτως δεν τελείωσε (δεν άρχισε, καλά-καλά) ειδικά στον χώρο της Κεντροδεξιάς (δηλαδή κάποιου κομματιού τής ΝΔ), που κάποια στιγμή, με τη συνεργασία τής ομοτίμου της πάλαι ποτέ Κεντροαριστεράς θα κληθούν από κοινού να ανατάξουν τη χώρα: δύο σχηματισμοί που ενδεχομένως δεν θα λέγονται, τότε, καν ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ (αλλά το Ποτάμι, ανάμεσα σε αυτούς τούς δύο, θα λέγεται ακόμη Ποτάμι) — θα λέγονται αλλιώς και θα είναι το Κέντρο. Όμως αυτά όλα θα αργήσουν, και ώς τότε έχουμε να διαχειριστούμε ένα σωρό ήττες. Κυρίως, δε, έχουμε να διαχειριστούμε τον εαυτό μας και την τάση του για μισανθρωπία. Θα φροντίσουμε να είμαστε περισσότερο ανθρωπιστές; να ενδιαφερόμαστε περισσότερο; να πονάμε περισσότερο; Μπα. Ελάχιστοι μόνο, και για λίγο: κάποιες λίγες φορές. Εξ ου και οι ήττες μας, που θα ’ναι πολλές.

21 Δεκεμβρίου 2015

Όσο και να φωνάζουμε, όσο δίκιο και να έχουμε, ελάχιστοι μη κομματικοί (και μη φίλοι) της Νέας Δημοκρατίας θα τραβηχτούμε να ψηφίσουμε στις εκλογές για την ανάδειξη του νέου αρχηγού της. Και αυτό θα είναι άλλη μια ήττα μας: ακόμη μία. Θα έλεγε κανείς πως τις έχουμε συνηθίσει τις ήττες, πως είναι ο τρόπος μας να ζούμε, αλλά, ενώ θα έχει πολύ δίκιο αναφορικά με το δεύτερο, οι ήττες δεν συνηθίζονται και δεν χωνεύονται. Αυτό έλειπε. Απλώς παριστάνεις τον αδιάφορο μέχρι να έχεις φάει όλη σου τη ζωή ηττώμενος, και μόνο τότε παραδέχεσαι (στον εαυτό σου) πως όλο αυτό ήταν κάτι που δεν το άντεχες, και πως λυπάσαι πολύ που πήγαν τα πράγματα έτσι. (Είναι όπως με την έκθεση στις ακτίνες Χ: η περιοδική έκθεσή τους σε αυτές δεν φαίνεται να σε επηρεάζει, κάθε δόση ξεχωριστά δεν είναι επικίνδυνη, αλλά το άθροισμά τους αποβαίνει θανατηφόρο). Επίσης, δεν τρέφω την παραμικρή αμφιβολία πως ο υποψήφιος που θα ψηφίσω εγώ για πρόεδρο στη ΝΔ και, άρα, για δυνάμει πρωθυπουργό, ο Μητσοτάκης, ένας κεντρώος πολιτικός που μπορεί να κάνει τη διαφορά χωρίς να σχετίζεται με Καραμανλήδες και δεν συμμαζεύεται, δεν θα περάσει καν στον δεύτερο γύρο. Όπως δεν θα περάσει και ο δεξιός Γεωργιάδης, πράγμα που επίσης δεν είναι καλό, αν και εξ αντανακλάσεως (γιατί ο ίδιος δεν αποτελεί καν επιλογή, δεν το πιστεύουν καν οικογενειακώς): επειδή οι άλλοι δύο είναι χειρότεροι — ο Τζιτζικώστας δεν συνιστά καν πρόταση, πρόκειται περί κακού ανεκδότου (αλλά θα ψηφιστεί), ενώ ο Μεϊμαράκης είναι από λάθος εδώ, από σπόντα, και δεν μπορεί καν να συνειδητοποιήσει πως είναι κατά έναν πελώριο τρόπο ανεπαρκής, σαν κάτι πρώην ωραίους και νυν πενηντάρηδες-εξηντάρηδες που φοράνε στενά πουκάμισα, καπνίζουν Μάρλμπορο και κερνάνε ποτά στα μπαρ λέγοντας ιστορίες στα κοριτσάκια και γελώντας από μόνοι τους· και που μετά πάνε σπίτι για άλλη μια φορά μόνοι. Τέλος πάντων: όλα θα πάνε στραβά. Ακόμη και το ενδεχόμενο, όπως ακούω, να μην υπάρξει δεύτερος γύρος επειδή ο πρώτος θα εξασφαλίσει μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους, ούτε αυτό είναι ομαλό (δεδομένου αυτού που θα πρωτεύσει). Θα σας πω τι συμβαίνει: όπως σε ένα ναυάγιο καταλύεται το σύμπαν, δεν βουλιάζει απλώς το ρημάδι το πλοίο για να πνίξει τον κόσμο, αλλά: πολλοί πετούν γυναίκες και παιδιά στο νερό επειδή τούς εμποδίζουν, οι αξιωματικοί χάνουν τον έλεγχο, φωτιές ξεσπούν από το πουθενά και αποκλείουν οδούς διαφυγής, οι λέμβοι δεν έχουν κουπιά ή πυξίδα, τα συστήματα επικοινωνίας βραχυκυκλώνουν και δεν εκπέμπουν το στίγμα του σκάφους, κι από πάνω μια καταιγίδα μαυρίζει ξάφνου τον ουρανό και αισθάνεσαι πως πνίγεσαι σε δύο θάλασσες, κλπ. κλπ. — έτσι και με μας: θα πέσουμε στην πλήρη διεθνή ανυποληψία και στο μεγάλο κραχ με το χειρότερο δυνατό υλικό τόσο στη μία άκρη του φάσματος, όσο και στην άλλη. Και το ακόμη χειρότερο: το απ’ ανάμεσα κομμάτι, το δημοκρατικό, δεν θα εκπροσωπείται παρά από τη Γεννηματά και τον Θεοδωράκη… [§] Πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα, θα πεις. Ναι, σωστά. :-)  

19 Δεκεμβρίου 2015

Πολλοί, πάρα πολλοί από τους ψηφοφόρους και ιυποστηρικτές του είναι δυσαρεστημένοι πλέον με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι καλό αυτό; Όχι, δεν είναι. Είναι κακό. Πολύ κακό. Γιατί είναι δυσαρεστημένοι για τους λάθος λόγους. Οι περισσότεροι είναι δυσαρεστημένοι επειδή δεν πάτησε ένα κουμπί, όπως διατεινόταν, για να γίνουν τα πράγματα όπως ήταν πριν την Κρίση, δηλαδή πριν τη χρεοκοπία. Πολλοί είναι δυσαρεστημένοι που δεν φύγαμε από το ευρώ, από την Ένωση, από τη Δύση — όπως επίσης έλεγε ο Τσίπρας. Πολλοί δυσαρεστούνται από τα πολλά πάρε-δώσε με τους Ευρωπαίους: κανονικά ο πρωθυπουργός μας έπρεπε να συνομιλεί μόνο με τον Πούτιν, με το Ιράν και με τη Βενεζουέλα — όχι με τον Κιμ της Κορέας, γιατί αυτός δεν έχει μάλλον λεφτά να μας δώσει. Πολλοί είναι δυσαρεστημένοι που δεν βρέθηκαν, δεν αντλήθηκαν, δεν πουλήθηκαν και δεν καταναλώθηκαν τα πετρέλαια και τα φυσικά αέρια που βοούν και βράζουν κάτω από τα πόδια μας, δίπλα στα κοιτάσματα κρυπτονίτη, παϊσίτη και λοιπών υδατανθράκων. Πολλοί είναι δυσαρεστημένοι που δεν έκλεισαν οι Σκουριές και δεν έγινε ο τόπος εκεί ένα μεγάλο μελίσσι, να πάμε να τρυγάμε γυμνοί μέλι, να μπουκωνόμαστε βασιλικό πολτό και να φιλιόμαστε στο στόμα, ευτυχισμένοι, ερωτευμένοι και ακούγοντας Λοΐζο στο τραντζιστοράκι. Πολλοί είναι δυσαρεστημένοι που δεν σκίστηκε το Μνημόνιο, που δεν εφαρμόστηκε το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που δεν καταργήθηκε ο ΕΝΦΙΑ, που δεν επανήλθε ο 13ος μισθός, που δεν αυξήθηκαν οι συντάξεις, που, που, που. ΚΑΝΕΙΣ δεν είναι δυσαρεστημένος για την ολοσχερή καταστροφή της οικονομίας, για το κατάντημα της Ελλάδας, για τη μετανάστευση των αρίστων, για το ότι στη χώρα πετάει παντού ρίζες το καθεστώς, για το ότι οι εθνικοσοσιαλιστικές με τα αριστερά μάτια κατισχύουν και δυναμώνουν και οργανώνονται. Κακός ο λαϊκισμός, κακό το χαδεματάκι της πλέμπας, αλλά η πλέμπα χειρότερη.

18 Δεκεμβρίου 2015

Προσπερνώ τη γελοιότητα περί παραλλήλου προγράμματος, που αποτελεί μνημείο νεογλώσσας, καθώς θα υπήρχε μόνο στα χαρτιά, κι όταν λέμε μόνο στα χαρτιά εννοούμε μόνο στα παλιόχαρτα που διακινεί το Μαξίμου, πουθενά αλλού: ένα πελώριο δεμάτι σανού για το κατακάθι του ψηφοφοράτου, για τους τελευταίους των τελευταίων, που θα έβλεπε μεν να του παίρνουν ό,τι έχει και δεν έχει, αλλά θα πίστευε πως σε ένα παράλληλο σύμπαν περνάει πλουσιοπάροχα — το προσπερνώ λοιπόν, και στέκομαι στο εμετικό κείμενο της Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων, την οποία θα παραθέσω ολόκληρη, σαν μνημείο φασιστικού λόγου, αντίστοιχο γηπεδικής καφρίλας και κοπρολαλίας. Γράφουν: [§] Η ΑΣΠΕ διαμαρτύρεται έντονα για το επονείδιστο νομοσχέδιο του «Συμφώνου Συμβίωσης» του υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η Ανωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος, που εκπροσωπεί Πανελλαδικά τις 205.000 και πλέον πολύτεκνες οικογένειες, διαμαρτύρεται έντονα για το επονείδιστο Νομοσχέδιο «ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ», που προωθεί στη Βουλή προς ψήφιση το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το οποίο προτίθεται να επεκτείνει την ισχύουσα ήδη νομοθεσία και στα λεγόμενα «ομόφυλα ζευγάρια». Η συγ(Κυβέρνηση), μη μπορώντας να αντισταθεί, συμμορφώνεται στις επιταγές τής ηθικά και πνευματικά παραπαίουσας Ευρώπης και με το νομοσχέδιο αυτό ανατρέπει καθ’ ολοκληρία τις αξίες, τα ιδανικά και τις παραδόσεις της Ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τον ορισμό του νομομαθούς Ρωμαίου Μοδεστίνου, ο θεσμός του γάμου αποτελεί: «ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωση του βίου διά παντός, Θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Με το νομοσχέδιο ο θεσμός του γάμου αντιμετωπίζεται θεσμικά και μόνο ως δικαιοπρακτική ενέργεια που ρυθμίζει τις σχέσεις των μερών και αποϊεροποιείται πλήρως. Με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο μεταβάλλεται το τιμιότατο ανθρώπινο πρόσωπο σε χρηστικό αντικείμενο και καθίσταται  εμφανής η προσπάθειά του να υποκατασταθεί ο ιερός θεσμός του γάμου με νομικές προβλέψεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κακοδαιμονία του ισχύοντος νομικού πλαισίου. Η ΑΣΠΕ δεν απορρίπτει από την κοινωνία τα άτομα εκείνα που η μη ομαλή φυσιολογία του σώματός τους και ενδεχομένως και διάφορες κοινωνικές συνθήκες τα οδήγησαν σε πορεία ζωής διαφορετική απ’ αυτή των φυσιολογικών ανθρώπων εξαιτίας της γενετήσιας διαστροφής  τους. Καταδικάζει όμως το ολίσθημα του Υπουργείου γιατί επιχειρεί νομοθετικά να απαξιώσει και να υποβιβάσει την ανθρώπινη φύση, την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια  του ατόμου και να εκμηδενίσει τον υψηλό και θεοΐδρυτο θεσμό της οικογένειας, που στηρίζεται στο τρίπτυχο άρρεν + θήλυ + παιδιά. Με το νομοσχέδιο αυτό ολοκληρώνεται θεσμικά από το Ελληνικό Κοινοβούλιο η ανατροπή της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας, φαλκιδεύεται η ανθρώπινη  αξιοπρέπεια και απενοχοποιείται η παράχρηση των σωματικών οργάνων του ανθρώπινου είδους και επιχειρείται  να μεταβληθεί ο εν τιμή δημιουργηθείς άνθρωπος σε βοσκηματώδη ύπαρξη. Η ΑΣΠΕ καλεί όλους τους Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου και τους αρμοδίους Φορείς να μην ενδώσουν στην ψήφιση του επονείδιστου αυτού νομοσχεδίου. [§] Αυτά λένε. Βρομιά πυώδης και παραληρητική — αίσχος αντάξιο ενός Μιχαλολιάκου ή μάλλον κάποιου από τους μπράβους του, αν είχε παπά να του το γράψει. Αλλά το ’βαλα για ένα λόγο βασικά: οι λεγόμενοι πολύτεκνοι στοιχίζουν στη χώρα πελώρια ποσά, αποσπώντας τα σαδιστικά από την υγεία, την παιδεία και την ασφάλεια, ουσιαστικά υφαρπάζοντάς τα από τη φτωχολογιά. Ποτέ δεν στηρίχτηκαν, ως όφειλαν, οι νέοι άνθρωποι χωρίς παιδιά. Δεν υπήρξε ουσιαστική κρατική μέριμνα (με ολοήμερα σχολεία, π.χ., και παιδικούς σταθμούς) ποτέ. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΥΤΑ ΤΑ ΓΕΛΟΙΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΟΠΟΥΝ! Δεν μας νοιάζει που είναι φασίστες οι πρόεδροί τους, μας νοιάζει που πληρώνονται άνευ λόγου, ενώ τα χρήματα μπορούσαν να έπιαναν πραγματικά τόπο αλλού. Πρόκειται για αδικία ολκής! Φτάνει πια.

17 Δεκεμβρίου 2015

Ξεκίνησε ένα παιχνιδάκι στο Facebook με τις αναμνήσεις της χρονιάς, ενός είδους ανασκόπηση, θα το είδατε, λογικά το παίξατε κι εσείς, κρατάει μισό λεπτό όλο κι όλο και σε κάνει να αισθάνεσαι υποτίθεται σημαντικός και… Αλλά όχι, είναι να σε πιάνει απελπισία από το πόσο χαράμι πήγε όλο το ’15. Όλο όμως. Όλο. Είναι να σε πιάνει απελπισία. Δεν συνέβη απολύτως τίποτε καλό, σε κανένα επίπεδο (ούτε και σε προσωπικό: εδώ τα λέμε σε παρέα, δεν είμαστε νησιά, ποτέ δεν ήμαστε), και, αντιθέτως, ήρθε κι έπεσε πάνω στα κεφάλια μας ένα βαρύ βουνό καμωμένο από σκόνη που μας έχει μπουκώσει μάτια, αυτιά και μύτες. Λυπάμαι πάρα πολύ για τον χαμένο χρόνο, τη μοναδική περιουσία του ανθρώπου χωρίς δυνατότητα επανάκτησης: ο χρόνος χάνεται διαρκώς, και χάνεται πάντα, ναι, αλλά μπορεί και να χαθεί διπλά, πολλαπλά, όπως απολύτως και ολοσχερώς χάθηκε και ολόκληρη αυτή η χρονιά. Γιατί είναι χαμένες οι ώρες που δεν θέλεις να τις ανακαλέσεις, δεν θες να τις θυμάσαι, σε τρελαίνει η ιδέα πως συνέβη ό,τι συνέβη, και ντρέπεσαι να τα φέρνεις στο μυαλό σου. Και δεν μιλάμε για χαμένες ώρες εδώ, σιγά μην το κάναμε θέμα για χαμένες ώρες: μιλάμε για μια χρονιά. Μία χώρα έχασε χρονιά, ολόκληρη τη χρονιά, όπως τη χάνουν στα σχολεία. Μείναμε μετεξεταστέοι σε όλα τα μαθήματα, και δεν είναι κανείς να μας εξετάσει. Απελπισία. Κι ακόμη δεν είδαμε τα μούτρα των νέων καθηγητών, της επόμενης-ίδιας χρονιάς, της επόμενης-ίδιας τάξης. Αυτά τα φυλάει για έκπληξη η δεύτερη χαμένη χρονιά, το ’16.  

16 Δεκεμβρίου 2015
Σελίδα 11 από 57