Κυριάκος Αθανασιάδης
Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Τι θέλουν οι ισλαμιστές τρομοκράτες; Δεν ξέρω. Και δεν είναι όλοι ίδιοι. Δεν θέλουν τα ίδια. Και, εδώ που τα λέμε, είναι και εχθροί μεταξύ τους, συχνά περισσότερο από όσο ο καθένας τους ξεχωριστά είναι εχθρός με «εμάς». Ένας φτωχούλης μεγαλωμένος σε ένα θεοκρατικό καθεστώς μέσα στις λάσπες, σε ένα πολιτισμικό επίπεδο ιγκουάνας χωρίς ουρά, με τον Αλλάχ πάνω από το κεφάλι του και τον Προφήτη μέσα στο βρακί του, ένα αμόρφωτο χωριατάκι που θεωρεί τις γυναίκες κάτι σαν την κοπριά, τους απίστους σκωλήκων βρώμα και δυσωδία, ένα δίποδο φουκαριάρικο πράγμα που δεν ξέρει από πόσους πλανήτες αποτελείται το ηλιακό μας σύστημα ή ότι υπάρχει καν ηλιακό σύστημα, θέλει άλλα από το μελαψό παλικάρι που μεγάλωσε και ζει στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, πήγε στο σχολείο εκεί, μιλά άπταιστα όλες τις βασικές γλώσσες, μετράει ένα-δυο πτυχία στις Επιστήμες του Ανθρώπου, έχει φράγκα, αγαπά το ουίσκι, κάνει μανικιούρ δύο φορές τον μήνα, είναι περιζήτητος εραστής, γράφει συνεκτικά δοκίμια και ποίηση, και ονειρεύεται να καταστρέψει τον Δυτικό πολιτισμό σαν μία πράξη ελέους προς αυτόν, και σαν να γεννά ένα συγκινητικό έργο τέχνης, προσφέροντας θυσία τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως καμία σχέση με αυτούς δεν έχει ο ζάπλουτος φύλαρχος με την κελεμπία και τα φισεκλίκια που απλώς επιζητεί να μεγαλώσει τη χωμάτινη επικράτειά του και να ισχυροποιήσει την εξουσία του εκεί, και που δεν έχει την παραμικρή βλέψη για την Ευρώπη: ούτε που τον νοιάζει αν υπάρχει, αν ζει ή αν πεθαίνει — του είναι απλώς χρήσιμη σαν πεδίο άσκησης εσωτερικής πολιτικής. Όπως άλλο πράγμα είναι οι (σύμμαχοί μας) του ναζιστικού καθεστώτος της Σαουδικής Αραβίας. Εν πάση περιπτώσει, οι τρομοκράτες, ο εχθρός, ούτε ομοιογενείς είναι ούτε έχουν μια χώρα, ένα «Ιράκ», που τόσο όμορφα και αποτελεσματικά διέλυσε η Δύση χωρίς να σκεφτεί (τόσους υπερμορφωμένους αναλυτές πληρώνουμε, και τζίφος!) τι πύλες της Κολάσεως άνοιγε στερώντας την περιοχή από τον ντόπιο αιμοσταγή δικτάτορά της. Και ο πόλεμος εναντίον τους δεν μπορεί να τελειώσει μέσα σε ένα επιχειρησιακό εξάμηνο: θα διαρκεί πάντα, ακόμη και αν καταστραφούν ολοσχερώς το ISIS, η Αλ Κάιντα και η Μπόκο Χαράμ (Μπόκο Χαράμ σημαίνει «Η Δυτική Παιδεία είναι Απαγορευμένη», απροπό), όταν με το καλό σκονιστούν οι boots on the ground. Τι κάνουμε, άρα; Δεν κάνουμε τίποτε. Πενθούμε τα θύματα. Συνεχίζουμε τη ζωή μας. Πηγαίνουμε σινεμά. Αναμένουμε αλλαγές στην καθημερινότητά μας. (Χωρίς ασφάλεια, δεν υπάρχει Δημοκρατία. Και χωρίς Δημοκρατία δεν υπάρχουν Ανθρώπινα Δικαιώματα). Και προστατεύουμε τους ιερούς ξένους μας: τους βασικούς εχθρούς των ισλαμιστών.
Η σοσιαλδημοκρατία, η δημοκρατική Αριστερά, ή Κεντροαριστερά (μια λέξη που έχει καταντήσει ένα διόλου σύντομο ανέκδοτο), πρέπει να επιβιώσει και να θέσει γερές βάσεις για να αναπτυχθεί εκ νέου. Ο μόνος τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να τεθεί η ίδια (και όχι η ΝΔ κυρίως) ως αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ. Ή μάλλον: ναι, σαφώς και υπάρχουν και άλλοι τρόποι, άλλες μέθοδοι, αλλά αυτός είναι ο βασικός, είναι η μήτρα, η αναγκαία συνθήκη — το έδαφος πάνω στο οποίο θα απλώσει τις ρίζες της. Και λέμε «πρέπει», γιατί το ίδιο το πολιτικό σύστημα δεν θα αντέξει (είναι φανερό πως δεν αντέχει) τους ένθεν και ένθεν κραδασμούς (δεξιά της Κεντροδεξιάς, αριστερά της Κεντροαριστεράς) και απλούστατα θα καταρρεύσει, διολισθαίνοντας εξακολουθητικά προς τον απεχθή κρατισμό των άκρων —δηλαδή την πτωχεία—, που καίτοι δικέφαλος είναι ένας, και είναι θανάσιμος για τους πολίτες, όπως όλοι έμαθαν, ακόμη και οι κατά τεκμήριο μικρόνοες, οι χαζοί, από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η Κεντροαριστερά μόνο ως ούλτρα ευρωπαϊκή μπορεί να νοηθεί, δηλαδή ως φιλελεύθερη, μοντέρνα, εκσυγχρονιστική, μεταρρυθμιστική: όμορη και αδελφή της Κεντροδεξιάς, με την οποία και θα κληθεί να συγκυβερνήσει. Όλα τα άλλα είναι αγνός κουβελισμός. Ως εκ τούτου, και σε αντίθεση με τον Βενιζέλο, η Φώφη Γεννηματά κρίνεται ανεπαρκέστατη. Κι αυτός είναι ένας επιεικής χαρακτηρισμός. Προσδοκούμε το νέο κόμμα που θα γεννηθεί από την αυτοδιάλυση και την ένωση των υπαρχόντων, χωρίς βέβαια να ελπίζουμε σε τίποτε. Πολλά μικρά χωριά, πολλοί μικροί κοινοτάρχες που θέλουν να γίνουν αυλικοί και πιτσικόμηδες του καταρρέοντος προύχοντα Τσίπρα.
Δεν είμαι σε θέση να σχολιάσω αυτή την επιστολή που διακινείται στον στρατό των υπό διορισμό βασιβουζούκων τού ΣΥΡΙΖΑ, όπου ευθέως τούς λένε, «Βαστάτε γερά, αν χάσουμε στις επερχόμενες Εκλογές, χάνουμε και τον μισθό που εξασφαλίσαμε από το κορόιδα, από το βρομιάρικο, πανηλίθιο ψηφοφοράτο, από τα χάπατα που μας εμπιστεύτηκαν. Βαστάτε γερά, σφοι/σφες, μη χάσουμε την κουτάλα μέχρι να μας πνίξει το λίπος και να μας βγει η χοληστερίνη από τα μάτια». Έχω δουλειές. Ούτε θα καταδεχτώ να σχολιάσω τον Καμμένο, που, λίγο πριν μασκαρευτεί <<ΟΘΟΝ>> για τις ανάγκες της φασιστικής παρελάσεως, στέρησε ένα σκασμό λεφτά από τους ίδιους του τους ψηφοφόρους για να ταξιδέψει με το <<ER FORSE 1>> στην Αμερική, όπου πετάχτηκε για δουλίτσες, αντί να πάει με κανονική πτήση — ελπίζω βέβαια να επιληφθούν οι αρμόδιοι γι’ αυτό. Έχω δουλειές. Μπορώ μόνο να χαζεύω πώς αυτοί οι αμερικάνικοι θαλασσαετοί μεγαλώνουν τα μικρά τους στην ωραία τους φωλιά, ψαρεύοντας ο ένας μέρα-νύχτα και προφυλάσσοντάς τα η άλλη από το κρύο με το σώμα της. Όταν, δε, τα ταΐζει μπουκίτσες από την πέστροφα, απλώς ξεχνώ οτιδήποτε άλλο και κάθομαι εκεί, με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη. Κι ας έχω δουλειές. Δείτε τα κι εσείς, είναι απόλαυση.
Χτύπησε λίγο ο Αρσέν απόψε. Στο μάτι. Ο Αρσέν είναι τρομερά ευαίσθητος. Αν τον δεις, και κυρίως αν τον πιάσεις, αν τον πάρεις αγκαλιά και σταθεί ήσυχος και τον δεις από κοντά, με τα μάτια και με τα δάχτυλα, θα δεις πόσο απλός είναι, πόσο απλό είναι το σώμα του, και πόσο ευαίσθητο, εύθραυστο. Είναι μια σταλιά, κεφάλι από ουρά απέχουν δυο μισάνοιχτες παλάμες όλο κι όλο, και το λιγοστό από μέσα του είναι το πεπτικό του σύστημα και η μεγάλη του καρδιά. Έχει τον νου του όλο στο φαΐ και στον ύπνο και στις βόλτες, θέλει να περνάει καλά και να μην κάνει πολλά-πολλά, αλλά όλα αυτά εφόσον έχει εξασφαλισμένον εσένα. Αυτό είναι η μοναδική αλλά πολύ αυστηρή προϋπόθεση που θέτει. Αν είναι μόνος, ή αν του λείπεις με οποιονδήποτε τρόπο (αν τον μαλώσεις, ας πούμε), δεν θέλει τίποτε — όχι να φάει, όχι να παίξει ή να ξαπλώσει: τίποτε, τίποτε απολύτως. Επιλέγει μία άβολη στάση, σε ένα απίθανο σημείο, σχεδόν πονάει έτσι όπως κάθεται, και περιμένει ασκώντας όλη του την υπομονή να περάσει το κακό και να γίνουν τα πράγματα όπως πριν, να γίνουν φυσιολογικά: να είσαι μαζί του, και να τον αγαπάς. Αυτός είναι, δεν είναι τίποτε περισσότερο. Ένας οργανισμός, μία χαριτωμένη συγκέντρωση κυττάρων, γύρω από μία μεγάλη καρδιά, που αγαπάει διαρκώς και οριστικά και χωρίς να περιμένει τίποτε ποτέ, καμία ανταπόδοση, ούτε καν τη δική σου αγάπη. Και είναι και τρομερά ευαίσθητος. Όταν τον πάρεις εκείνη την αγκαλιά που λέγαμε, και καταλάβεις πόσο εύκολα μπορεί να πάθει κάτι (το νιώθεις στα κόκαλά του, και ιδίως στις κλειδώσεις του, αλλά και στο χτύπημα της καρδιάς του, και στους σφυγμούς του, και στην αναπνοή του), αισθάνεσαι σαν να πιάνεις κάτι τρομερά πολύτιμο, κάτι που σου εμπιστεύτηκαν και που κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να χαλάσει, να σπάσει, να καταστραφεί: κάτι φίνο. Σήμερα λοιπόν χτύπησε πάνω στο παιχνίδι το μάτι του, και τον πονούσε πολύ και το ’κλεινε διαρκώς και όλο το έτριβε με το πόδι του ή στο πάτωμα, και με τα πολλά κι επειδή δεν περνούσε ο πόνος πήρε ένα χαπάκι για να κοιμηθεί και να γιάνει, να ξεχαστεί εν πάση περιπτώσει, αλλά μέχρι τότε είχε χάσει τελείως το κέφι του και καθόταν σε εκείνη την άβολη θέση που επιλέγει όταν νιώθει εγκαταλειμμένος, και έκλεινε το χτυπημένο του μάτι, που δάκρυζε, και είχε αυτό το περίλυπο ύφος που σου μαχαιρώνει την καρδιά, ένα ύφος όλο μοναξιά και πίκρα. Καταλαβαίνει μια χαρά ότι κάτι δεν πάει καλά με το σώμα του, και πικραίνεται. [§] Αυτά για τον Αρσέν. Τώρα, η ζωή μας, ξέρετε, έχει αλλάξει. Χάρη στη διπλή και τριπλή ετυμηγορία του Καρανίκα και των υπολοίπων του σιναφιού του που έχουν δικαίωμα ψήφου ή των χειρότερων από δαύτον που επίσης έχουν δικαίωμα ψήφου, και που τόσο οι μεν όσο και οι δε ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για την πάρτη τους, δηλαδή για κάτι φτηνό, χάρη σε δαύτους ο καθ’ ημάς μουσολινισμός έχει σηκώσει από πάνω μας και την παραμικρή επίφαση κανονικότητας θέλαμε με το στανιό να διατηρήσουμε όπως ο δεσμοφύλακας τραβάει μια κουβέρτα από τις πλάτες ενός κρατούμενου: δεν δουλεύουμε, δεν παράγουμε, δεν γράφουμε, δεν διαβάζουμε, δεν κάνουμε ραδιόφωνο, δεν δημοσιεύουμε, δεν βλέπουμε τους φίλους μας, δεν αθλούμαστε, δεν ψωνίζουμε από το γαμημένο σουπερμάρκετ, δεν παρακολουθούμε την ομάδα μας, δεν διαβάζουμε τις κυριακάτικες εφημερίδες, δεν έχουμε χρόνο, δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει δυνατότητα έστω και μικρή μισερή κουλή κουτσή για οτιδήποτε, δεν δεν δεν, δεν κάνουμε τίποτε από όλα αυτά απλώς κολυμπάμε με τη μύτη κλειστή τα μάτια κλειστά τα αυτιά κλειστά το στόμα κλειστό μέσα σε έναν πολφό — μέσα σε ένα σκατόπραγμα γεμάτο κοπριταριό — αδιανόητο και επικίνδυνο κοπριταριό — ποτέ τόσα παράσιτα δεν είχαν τόση εξουσία στα χέρια τους — ποτέ δεν είχαμε αναγκαστεί να ζούμε να αναπνέουμε να κολυμπάμε και να πασχίζουμε να ξεχάσουμε ότι ζούμε αναπνέουμε κολυμπάμε μέσα σε μια καταβόθρα σκατών — μέσα σε μια καταβόθρα έτσι αδιανόητου και έτσι επικίνδυνου κοπριταριού. [§] Έτσι και πάθει κάτι ο σκύλος μας, που είναι ένα μικρό, ευαίσθητο, ασπαίρον κέντρο κανονικότητας και όντως ζωής, κρυφτείτε.
Όταν δεν έχω γράψει το κομμάτι αποβραδίς, κοιμάμαι άσχημα και ξυπνώ με άγχος: άραγε θα βρω γρήγορα θέμα, και φυσικά τέτοιο που να μην έχει απασχολήσει τους συναδέλφους (είναι και πολλοί…), ώστε να γράψω μπαμ-μπαμ και να ανεβάσω το Ημερολόγιο Γεφύρας πριν τις εννιά, για να στρωθώ στη δουλειά αμέσως μετά; (Στη δουλειά μας, οι πρωινές ώρες έχουν διπλάσια αξία από τις απογευματινές, και όσο νυχτώνει τόσο πέφτει η απόδοσή σου: κι αυτός είναι ένας κανόνας αβάσταχτος). Σήμερα, με το που σηκώθηκα, και πριν καν βγάλω τον Αρσέν βόλτα που λέει ο λόγος, έπεσα πάνω στην Απαντητική Επιστολή Παπανδρέου προς Γεννηματά. Το πρώτο που έκανα, ως παλαιός των ημερών, ήταν να μετρήσω πόσες φορές χωράει η λέξη προοδευτικός σε μία τέτοια επιστολή: χωράει δώδεκα (αριθμός: 12). Έτσι χαρακτηρίζει, καθώς ξέρουμε, ο Παπανδρέου τονΧώρο του — προοδευτικό. Και το λέει δώδεκα φορές σ’ αυτό το γράμμα, ούτε μία, ούτε δύο. (Υπάρχει και μία αναφορά σε δημοκράτες και άλλη μία σε δημοκρατικό σοσιαλισμό, ασαφείς όμως αμφότερες και φλου, και, όπως προείπα, άπαξ ευρισκόμενες). Μου είναι αδιανόητα εύκολο να κάνω μικρά-μικρά κομφετί την επιστολή ΓΑΠ και τις δώδεκα φορές που απαντά η λέξη προοδευτικός μέσα στις φτωχές αράδες της, και θα γελούσαμε κιόλας, αλλά είμαι σίγουρος πως στο ωραίο αυτό άθλημα θα έχει επιδοθεί όλο το Twitter από εχθές ήδη. Καθώς, δε, η παρούσα στήλη θέλει να πρωτοτυπεί πάνω και πέρα από όλα τα άλλα, δεν θα κανιβαλίσω την επιστολή. Ούτε το προοδευτικός. Δεν χτυπάμε πεσμένους, επίσης, καθώς έτσι μάθαμε από την ωραία λαϊκή γειτονιά της Χαριλάου όπου είχαμε την ατυχή τιμή να μεγαλώσουμε. (Βέβαια, θα επισημάνω —δεν κρατιέμαι— για τους υποστηρικτές και χορηγούς της στήλης το απίθανο: «[Υ]πονόμευσε τους δημιουργικούς Έλληνες, τις δημιουργικές Ελληνίδες», που είναι το χάιλαϊτ της επιστολής και βγάζει πολύ γέλιο. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί έχουμε εδώ ένα κορυφαίο και σπάνιο απαύγασμα σεξιστικού λόγου. Δηλαδή… προοδευτικού). Οπότε: επειδή θα κλέβαμε εκκλησία και επειδή η ώρα πήγε εννιά-και κι έχω τρομερή δουλειά, απλώς δεν θα γράψω τη στήλη σήμερα. Day off.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να δεις ένα ματς της ομάδας σου από το γήπεδο. Μπορείς να πας στο πέταλο, ή μάλλον στα πέταλα, είτε στο ένα των σκληροπυρηνικών, είτε στο άλλο των επίσης ορκισμένων αλλά πιο λάιτ και πιο πάτσγουορκ. Μπορείς να πας στη μεγάλη θύρα που προτιμούν οι μπαλαδόφατσες, οι προπονητές της κερκίδας και οι οικογενειάρχες: αυτήν που δείχνει η κάμερα. Μπορείς να πας, φυσικά, στα Επίσημα, απέναντι από την κερκίδα που δείχνει η κάμερα, πολύ κοντά συνήθως στον πάγκο των φιλοξενουμένων (για να τον βαράς και να τους τρομάζεις), που είναι και στεγασμένη, οπότε δεν βρέχεσαι. Κάποιοι, πάλι, επιλέγουν τις σουίτες. Γιατί μπορούν. Και κάποιοι άλλοι παρακολουθούν τον αγών από το μπαρ με τις τηλεοράσεις. Μη σας ξενίζει: αν πας σε δυο-τρία ματς και κάτσεις στο μπαρ, παρακολουθώντας με το ένα μάτι τα ριπλέι στις μεγάλες οθόνες και με το άλλο τη ζωντανή δράση στο γήπεδο από κάτω σου (έστω και με ένα-δύο δευτερόλεπτα χρονοκαθυστέρηση), δεν σου πολυκάνει καρδιά για λίγο καιρό να ξαναβγείς στην κερκίδα. Κάθεσαι στο πάσο, στο ωραίο σκαμπό σου, με το ουίσκι σου, σε άψογη θερμοκρασία, τσιμπολογάς και κάτι, βρίζεις εξίσου και μάλιστα σε κλειστό χώρο, κάτι που μόνο στα όνειρά του κάνει κανείς, βλέπεις καθαρά τις αμφισβητούμενες φάσεις στην τηλεόραση, έχεις και τις τουαλέτες δικές σου και με χωρίς ουρά έτσι και επιλέξεις μπίρες αντί για ποτό. Κάπως έτσι πάει και με την πολιτική, φυσικά. Μπορείς να είσαι στο πέταλο των οργανωμένων, να πανηγυρίζεις ό,τι και να γίνει, χάνεις-κερδίζεις, να ζεις από και για την ομάδα, να πέφτεις κατηγορίες και να μη σε μέλλει, να βγάζεις τη φανέλα σου και να ανεβαίνεις στα κάγκελα υπό βροχήν ακόμα κι όταν ο αντίπαλος σε έχει κατατροπώσει: ΣΥΡΙΖΑ, Ρόζα, συνιστώσες, τέτοιοι. Παίρνεις και το χαρτζιλίκι σου από τον πρόεδρο. Μια χαρά. Μπορείς να τη βγάλεις στο απέναντι πέταλο, όρθιος πάνω στο καρεκλάκι σου, πάλι ελαφρώς μεθυσμένος, να τραγουδάς ό,τι και να γίνεται στο χόρτο, αλλά έχοντας και μια κόντρα με την ΠΑΕ και τη Διοίκησή της, στηρίζοντας μεν αλλά κρατώντας και μια άλφα απόσταση, μη σε πουν και κολλητό του προέδρου όπως τους απέναντι, ενώ μπορείς επίσης να συγχρωτιστείς και με ομάδες (λίγο παράκεντρα αυτές) παλιών οπαδών που πάνε στα ματς πιο πολύ από συνήθεια, βαριεστημένοι και μη συμμετέχοντες, κριτικοί και είρωνες, μουτρωμένοι και βαρείς: ΑΝΕΛ οι μεν και ΚΚΕ οι δε, σαν να λέμε, και κάποιες φράξιες ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μ-λ, κάποιοι αχαχούχα Οικολόγοι, τέτοιοι. Στη μεγάλη κλιν κερκίδα, αυτήν που βλέπει η κάμερα, κάθεται και κριτικάρει και ψειρίζει όλες τις φάσεις (και μάλιστα κάνοντας σε όλες λάθος ανάγνωση) η μεγάλη πλειοψηφία, η Κοινή Γνώμη, οι μετακινούμενες μάζες ψηφοφόρων που σήμερα ψηφίζουν ομοθυμαδόν ΠΑΣΟΚ, αύριο ΣΥΡΙΖΑ, κάποιοι θα το ρίξουν στις επόμενες στον Λεβέντη ή στα ζώα τους Χρυσαυγίτες γιατί «όλοι ίδιοι είναι» και τέτοια: αυτοί που επηρεάζουν όλες τις ψηφοφορίες και ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις, οι απολιτίκ — αυτοί για τους οποίους γράφονται οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι, γίνονται τα τοκ-σόου, χρηματοδοτούνται οι δημοσκοπήσεις κλπ. Αυτοί που δεν θέλουν να πληρώσουν ΕΝΦΙΑ γιατί έτσι. Στα Επίσημα είναι οι πολιτικοποιημένοι και σίγουροι, από ΚΚΕ Εσωτερικού μέχρι Λαϊκή Δεξιά, όλα μέσα, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Σταύρος, τα πάντα, ανακατεμένοι αναμετάξυ τους, σε παρέες-παρέες με ομαδικά Διαρκείας, δίπλα, μάλιστα, στα Δημοσιογραφικά, από τα οποία και παίρνουν πληροφορίες κλπ., αντίπαλοι με τον αντίπαλο και αντίπαλοι μεταξύ τους και αντίπαλοι και με τα πέταλα, αν και μερικοί λαχταράνε να πάνε εκεί, ειδικά όταν οι πιτσιρικάδες ανάβουν φιτίλια και καπνογόνα και κάνουν καλή φασαρία. Στις σουίτες μά τον Θεό δεν ξέρω ποιοι είναι, δεν τους έχω δει, τίποτε καναλάρχες και εκδότες και φραγκάτοι, υποθέτω, μπορεί και παπάδες, που ενισχύουν την εκάστοτε κυβέρνηση (οι σουίτες είναι ακριβές) γιατί θέλουν να μπουν στη Διοίκηση στην επόμενη σεζόν και να κάνουν το δικό τους παιχνίδι. Εγώ πάλι, αν με ρωτήσεις, θα ’θελα να ’βλεπα τα ματς από το μπαρ: δηλαδή από το εξωτερικό. Κατά προτίμηση από τη Νέα Υόρκη, ή άντε από καμιά Τσεχία. Αλλά όχι πια από το γήπεδο. Βαρέθηκα, κουράστηκα, σιχάθηκα. [§] Αλλά ώς τότε θα παραμείνω στα Επίσημα, κι ό,τι γίνει.
Αν τα social media δίνουν πράγματι μια κάποια εικόνα αυτού που συμβαίνει στην κοινωνία γενικώς, τότε είναι ηλίου φαεινότερον πως τα τελευταία εικοσιτετράωρα η Ειδομένη δεν υπάρχει: οι πρόσφυγες έφυγαν, πέρασαν τον χείμαρρο, συνελήφθησαν από τις Αρχές των απέναντι μη κατονομαζομένων, επαναπροωθήθηκαν σε μας, εμείς δεν τους είδαμε, δεν τους ξέραμε, μας πίεσαν να τους πάρουμε πίσω, δεν τους δεχτήκαμε, δεν μάθαμε ακριβώς τι έγινε με δαύτους — εν πάση περιπτώσει, αυτοί οι άνθρωποι χάθηκαν, κι εδώ που τα λέμε ίσως να μην υπήρξαν και ποτέ. (Και ήταν σαφώς και ενοχλητικοί. Και βάρος: δεν μας πλήρωσαν για να τους συντρέξουμε). Οι πρόσφυγες υπάρχουν μόνο όταν τους βλέπουμε μέσω του φακού της κάμερας, φέρ’ ειπείν όταν βγάζουν σέλφι με ειδικούς απεσταλμένους τού ΟΗΕ ή της UNESCO. Ποτέ άλλοτε. Δεν υπάρχει ξεριζωμός, δεν υπάρχουν ανάγκες, δεν υπάρχουν προσωπικές ιστορίες: υπάρχει μόνο μία είδηση για τους πρόσφυγες, όχι οι πρόσφυγες καθαυτοί. Όλα καλά, βέβαια — ζούσαμε και πριν από τους πρόσφυγες με προβλήματα, δεν χρειαζόμασταν και τα δικά τους. Τώρα δα μάλιστα το περιβάλλον άλλαξε άρδην, όλοι συζητάμε για το Μακεδονικό και για την κυβερνητική σκακιέρα: τι ντοκουμέντα κρατά ο Καμμένος; είναι αλήθεια πως τους βαστάει; θα μπουν στην κυβέρνηση, και με ποιους όρους, η Φώφη και ο Σταύρος; μήπως ήρθε και η ώρα του Λεβέντη να πάρει κανένα υπουργείο; θα γίνει το Σαββατοκύριακο ένας απλός ανασχηματισμός και όλα θα συνεχίσουν την πορεία τους κανονικά; και, εν πάση περιπτώσει, γιατί να τη λέμε έτσι και όχι αλλιώς την πΓΔΜ; τι άνθρωποι κι αυτοί, ε; σλαβικός αλυτρωτισμός: μη σου τύχει — άσε δε που παραχαράσσουν την ιστορία, οι φυλές αυτές ήρθαν χίλια χρόνια μετά στην περιοχή, ρε συ, ποιο Μεγαλέξανδρο θέλουν να οικειοποιηθούν, χαζοί είναι; [§] Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχουν πρόσφυγες. Υπάρχουν συναντήσεις με αρμοδίους. Όλα πάνε καλά. Όλα πάνε καλά στη χώρα που την κυβερνά η Πλατεία, και που είναι μια Πλατεία όλη. Ο Μιχαλολιάκος έρχεται.
«Είμαστε Έλληνες αριστεροί. Μαρξιστές-λενινιστές. Σαφή πολιτικό στόχο έχουμε την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, των αντιλαϊκών κυβερνήσεων και του κεφάλαιου σε ΕΕ, Λατινική Αμερική, Ασία, Άπω Ανατολή και αλλού, με άξονα και πυρήνα την Ελλάδα του αγώνα και της θυσίας — την κατάργηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των αντιδραστικών πυρήνων παντού, με μπροστάρη τον αδούλωτο ελληνικό Λαό — την ήττα και την ανατροπή της άρχουσας τάξης και του διεθνοκαπιταλιστικοϊμπεριαλιστικού μπλοκ σαν διαρκή επιδίωξη αξιοπρέπειας του ελληνικού Έθνους, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια κοινωνία όπου ο πλούτος και η εξουσία θα είναι σταθερά στα χέρια του μετώπου των εργαζομένων και του λαϊκού αγωνιστικού κινήματος και θα μοιράζονται στον καθένα ανάλογα με τις υπηρεσίες του και τη δουλιά του. Όπλα μας, ό,τι διαθέτει το απλόχερο σήμερα. Η πίεση της Χώρας στην ΕΕ είναι βέλος στη φαρέτρα μας και θα τη σφυροκοπάμε με αυτό όπου τη βρούμε. Κανείς Ευρωπαίος ηγέτης, κανείς Ευρωπαίος καπιταλιστής κανένας δανειστής και κανένα τσιράκι τους δεν πρέπει να κοιμάται ήσυχος. Η αίσθηση των κλειστών συνόρων που θα τους οδηγεί σε γαλήνιο ύπνο είναι έξω από τις στοχεύσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης. Κανείς δεν θα κοιμάται αμέριμνος όσο πολεμάμε τον καπιταλισμό με κάθε μέσο, με αρχική στόχευση την αξιολόγηση από τους θεσμούς. Η ταλαιπωρία των αθώων στα στρατόπεδα του εχθρού, στις Ειδομένες του καημού, λίπασμα στον αγώνα όπου διατηρούμαστε στοχοπροσηλωμένοι. Κι αν έχουμε και νεκρούς πρόσφυγες στην πορεία του αγώνα, στ’ αρχίδια μας».
Δύο ιστορίες με τον Αρσέν, η μία με κάποιους Έλληνες, η άλλη με μια ξένη. [§] Στη Σελίδα του, που απευθύνεται κυρίως σε παιδιά, σε γονείς μικρών παιδιών και σε ανθρώπους που αγαπούν τα κατοικίδια, 6.000 άνθρωποι που διασκεδάζουν και γελάνε με τα καμώματά του —και που έχουν συστήσει, πάρα πολλοί από αυτούς, και μία μεγάλη παρέα, πράγμα καταπληκτικό— αφήνουν, άλλος λίγο άλλος πολύ, ωραία σχόλια κάτω από τα στάτους, χιουμοριστικά, πνευματώδη ή απλώς αγαπησιάρικα. Ένα κι ένα. Κατά καιρούς υπάρχουν και εξαιρέσεις, μάλλον γραφικές, από ανθρώπους με λίγο σκοτεινές ψυχοσυνθέσεις, που πετάνε ακατανόητα πράγματα περί φιλοζώων κλπ., αλλά δεν πειράζει. Αλλά εχθές, όταν ο Αρσέν ανέβασε μία φωτογραφία αγκαλιά με τον Μπουτάρη, που τυχαίνει να είναι και γείτονας, είχαμε μπαράζ επιθέσεων και (κλασικής) κοπρολαλίας. Φαντάζεται κανείς το περιεχόμενο του βόθρου: «αυτος δεν είνε δημαρχος τουρκοσπορος είνε μπεκρης ουστ ρουφα τα ουισκια σου σκατα στο ταφω σου αλήτη μπινέ βρωμοεβρεε» και πολλά τέτοια. Πολλά τέτοια, σε μία παιδική Σελίδα, στο Facebook. Που, αν μη τι άλλο, εμφανίζεται στην timelineσου αν της έχεις κάνει like, αν επέλεξες να τη βλέπεις — πράγμα που μας θυμίζει ότι το να είσαι φιλόζωος δεν αποκλείει το να είσαι και ζώον. Εν πάση περιπτώσει, καθόμασταν από πάνω όλη τη μέρα, λες και δεν είχαμε δουλειά άλλη, για να εντοπίζουμε και να σβήνουμε τις πυώδεις ασυναρτησίες των ανθυποκάφρων, να μην τις βλέπουν οι φυσιολογικοί φίλοι της Σελίδας και στενοχωριούνται. Αυτή είναι η μία ιστορία. Κι αυτή είναι η άλλη: [§] Ο Αρσέν δεν είναι πολύ κοινωνικός, αν και ενδεχομένως θέλει να γίνει. Είναι λιγάκι δειλός, και πολύ ντροπαλός, και προσπαθούμε όσο γίνεται να βλέπει άλλα σκυλιά, να μυρίζονται κλπ., μπας και κοινωνικοποιηθεί κι αυτός κάποια φορά, πράγμα λογικά καλό για τον ίδιο. Έτσι, όποιο σκυλί βλέπουμε, και απέναντι να είναι, περνάμε τον δρόμο και το πλησιάζουμε. Αν γαβγίσει, ο Αρσέν υποχωρεί και συνεχίζει τον δρόμο του, δήθεν ότι δεν συνέβη και τίποτα, όλα καλά, οπότε συνεχίζουμε αμέριμνοι την περιπολία μας στη γειτονιά να ελέγξουμε εάν όλα βαίνουν καλώς. Αν τυχόν, πάλι, του «επιτεθεί» με αγάπη και με όρεξη για παιχνίδια, ο Αρσέν πάλι υποχωρεί — δεν του αρέσουν οι διαχύσεις, προτιμά την ψιλή κουβέντα. Και φοβάται μη φάει καμία από καμιά χοντρή πατούσα. Αν πάλι είναι και ο άλλος φοβητσιάρης, ανταλλάσσουν για λίγο τους φόβους και την αμηχανία τους, κυρίως κολλώντας —για μερικά δευτερόλεπτα, και πολύ λέω— τις μύτες τους. Είδαμε λοιπόν χθες ένα καινούριο σκυλί στη γειτονιά, ένα από αυτά τα κοντοστούπικα με τα πολλά μαλλιά — δεν ξέρω τις ράτσες. Χαριτωμένο ήταν. Το έβγαζε βόλτα μία γυναίκα γύρω στα εξήντα με εξήντα πέντε, ωραία πολύ και χαμογελαστή, καλοκαμωμένη και με όρεξη. Το μαλλιαρό σκυλί αποδείχτηκε φοβητσιάρικο, οπότε ταίριαξαν τα χνότα του με τον Αρσέν. Με ρώτησε πώς τον λένε, και είχε ξενική προφορά, βαριά κάπως και περίεργη. Μόνο τότε πρόσεξα και τα χαρακτηριστικά της, που έδειχναν Ανατολή — δεν ξέρω ποια Ανατολή βέβαια, αλλά μέσα μου σχηματίστηκε η (παλιά, δυστυχώς) λέξη Περσία. «Αρσέν», της είπα. «Α!» έκανε. «Αρσέν Λουπέν;» «Ε ναι», είπα, «ναι, επιτέλους! Οι περισσότεροι νομίζουν πως τον λένε “Αρσένη”, και δεν καταλαβαίνουν τι τους λέω ακόμη και όταν τούς διορθώνω. Συνεχίζουν να τον φωνάζουν “Αρσένη”. Για όνομα του Θεού». Η Περσίδα γέλασε. Δεν φορούσε ωραία ρούχα, πρόσεξα τότε, αλλά τα φορούσε πολύ ωραία. «Κι όμως ήταν πολύ καλός λαϊκός συγγραφέας ο Leblanc», μου είπε, διαλέγοντας αργά-αργά και προσεκτικά τις λέξεις, και καταχάρηκα. «Ναι», της είπα, «ωραίες εποχές. Το δικό σας; Πώς το λένε;» Εκείνη τη στιγμή τα δυο δειλά σκυλάκια ξεκολλούσαν τις μύτες τους και οπισθοχωρούσαν το καθένα στα πόδια μας. «Maya», μου είπε η κομψή κυρία. «Μάγια! Ωραίο! Από τη Μάγια τη Μέλισσα;» «Από τη Maya Angelou».
Δύο ιστορίες με τον Αρσέν, η μία με κάποιους Έλληνες, η άλλη με μια ξένη. [§] Στη Σελίδα του, που απευθύνεται κυρίως σε παιδιά, σε γονείς μικρών παιδιών και σε ανθρώπους που αγαπούν τα κατοικίδια, 6.000 άνθρωποι που διασκεδάζουν και γελάνε με τα καμώματά του —και που έχουν συστήσει, πάρα πολλοί από αυτούς, και μία μεγάλη παρέα, πράγμα καταπληκτικό— αφήνουν, άλλος λίγο άλλος πολύ, ωραία σχόλια κάτω από τα στάτους, χιουμοριστικά, πνευματώδη ή απλώς αγαπησιάρικα. Ένα κι ένα. Κατά καιρούς υπάρχουν και εξαιρέσεις, μάλλον γραφικές, από ανθρώπους με λίγο σκοτεινές ψυχοσυνθέσεις, που πετάνε ακατανόητα πράγματα περί φιλοζώων κλπ., αλλά δεν πειράζει. Αλλά εχθές, όταν ο Αρσέν ανέβασε μία φωτογραφία αγκαλιά με τον Μπουτάρη, που τυχαίνει να είναι και γείτονας, είχαμε μπαράζ επιθέσεων και (κλασικής) κοπρολαλίας. Φαντάζεται κανείς το περιεχόμενο του βόθρου: «αυτος δεν είνε δημαρχος τουρκοσπορος είνε μπεκρης ουστ ρουφα τα ουισκια σου σκατα στο ταφω σου αλήτη μπινέ βρωμοεβρεε» και πολλά τέτοια. Πολλά τέτοια, σε μία παιδική Σελίδα, στο Facebook. Που, αν μη τι άλλο, εμφανίζεται στην timelineσου αν της έχεις κάνει like, αν επέλεξες να τη βλέπεις — πράγμα που μας θυμίζει ότι το να είσαι φιλόζωος δεν αποκλείει το να είσαι και ζώον. Εν πάση περιπτώσει, καθόμασταν από πάνω όλη τη μέρα, λες και δεν είχαμε δουλειά άλλη, για να εντοπίζουμε και να σβήνουμε τις πυώδεις ασυναρτησίες των ανθυποκάφρων, να μην τις βλέπουν οι φυσιολογικοί φίλοι της Σελίδας και στενοχωριούνται. Αυτή είναι η μία ιστορία. Κι αυτή είναι η άλλη: [§] Ο Αρσέν δεν είναι πολύ κοινωνικός, αν και ενδεχομένως θέλει να γίνει. Είναι λιγάκι δειλός, και πολύ ντροπαλός, και προσπαθούμε όσο γίνεται να βλέπει άλλα σκυλιά, να μυρίζονται κλπ., μπας και κοινωνικοποιηθεί κι αυτός κάποια φορά, πράγμα λογικά καλό για τον ίδιο. Έτσι, όποιο σκυλί βλέπουμε, και απέναντι να είναι, περνάμε τον δρόμο και το πλησιάζουμε. Αν γαβγίσει, ο Αρσέν υποχωρεί και συνεχίζει τον δρόμο του, δήθεν ότι δεν συνέβη και τίποτα, όλα καλά, οπότε συνεχίζουμε αμέριμνοι την περιπολία μας στη γειτονιά να ελέγξουμε εάν όλα βαίνουν καλώς. Αν τυχόν, πάλι, του «επιτεθεί» με αγάπη και με όρεξη για παιχνίδια, ο Αρσέν πάλι υποχωρεί — δεν του αρέσουν οι διαχύσεις, προτιμά την ψιλή κουβέντα. Και φοβάται μη φάει καμία από καμιά χοντρή πατούσα. Αν πάλι είναι και ο άλλος φοβητσιάρης, ανταλλάσσουν για λίγο τους φόβους και την αμηχανία τους, κυρίως κολλώντας —για μερικά δευτερόλεπτα, και πολύ λέω— τις μύτες τους. Είδαμε λοιπόν χθες ένα καινούριο σκυλί στη γειτονιά, ένα από αυτά τα κοντοστούπικα με τα πολλά μαλλιά — δεν ξέρω τις ράτσες. Χαριτωμένο ήταν. Το έβγαζε βόλτα μία γυναίκα γύρω στα εξήντα με εξήντα πέντε, ωραία πολύ και χαμογελαστή, καλοκαμωμένη και με όρεξη. Το μαλλιαρό σκυλί αποδείχτηκε φοβητσιάρικο, οπότε ταίριαξαν τα χνότα του με τον Αρσέν. Με ρώτησε πώς τον λένε, και είχε ξενική προφορά, βαριά κάπως και περίεργη. Μόνο τότε πρόσεξα και τα χαρακτηριστικά της, που έδειχναν Ανατολή — δεν ξέρω ποια Ανατολή βέβαια, αλλά μέσα μου σχηματίστηκε η (παλιά, δυστυχώς) λέξη Περσία. «Αρσέν», της είπα. «Α!» έκανε. «Αρσέν Λουπέν;» «Ε ναι», είπα, «ναι, επιτέλους! Οι περισσότεροι νομίζουν πως τον λένε “Αρσένη”, και δεν καταλαβαίνουν τι τους λέω ακόμη και όταν τούς διορθώνω. Συνεχίζουν να τον φωνάζουν “Αρσένη”. Για όνομα του Θεού». Η Περσίδα γέλασε. Δεν φορούσε ωραία ρούχα, πρόσεξα τότε, αλλά τα φορούσε πολύ ωραία. «Κι όμως ήταν πολύ καλός λαϊκός συγγραφέας ο Leblanc», μου είπε, διαλέγοντας αργά-αργά και προσεκτικά τις λέξεις, και καταχάρηκα. «Ναι», της είπα, «ωραίες εποχές. Το δικό σας; Πώς το λένε;» Εκείνη τη στιγμή τα δυο δειλά σκυλάκια ξεκολλούσαν τις μύτες τους και οπισθοχωρούσαν το καθένα στα πόδια μας. «Maya», μου είπε η ωραία κυρία. «Μάγια! Ωραίο! Από τη Μάγια τη Μέλισσα;» «Από τη Maya Angelou».