Σύνδεση συνδρομητών

Η Ελλάδα και τα οικολογικά οικονομικά

Σάββατο, 01 Μαρτίου 2014 02:00

Φίλιππος Προέδρου, Ανάπτυξη και Ευημερία στον 21ο Αιώνα. Η προσέγγιση των οικολογικών οικονομικών και η περίπτωση της Ελλάδας, iWrite, Θεσσαλονίκη 2013, 206 σελ.

Σε μία χώρα που μαστίζεται από πολυεπίπεδη κρίση, η ανάγκη για νέες, ριζοσπαστικές ιδέες και ιδεολογικά σχήματα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Το παρόν βιβλίο προσφέρει ακριβώς μία εξαιρετικά φρέσκια ματιά σε μία σειρά ζητημάτων όπως η οικονομία, η παγκοσμιοποίηση, η κρίση χρέους, η ενεργειακή ασφάλεια και το θέμα της ΑΟΖ, η ανάπτυξη και η παγκόσμια διακυβέρνηση. Τούτο επιτυγχάνεται μέσα από τη θεωρητική ομπρέλα μίας ως επί το πλείστον άγνωστης προσέγγισης και βιβλιογραφίας στο ελληνικό κοινό, αυτής των οικολογικών οικονομικών.  

Είναι σύνηθες, η προσπάθεια αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων να οδηγεί στην ανάδυση συγκεκριμένων λύσεων και πρακτικών, καθώς και ιδεών, πεποιθήσεων και υποθέσεων εργασίας που σχηματίζουν το ιδεολογικό υπόβαθρο και πλαίσιο το οποίο κατευθύνει τον τρόπο ενατένισης του κόσμου και της επίλυσης των προβλημάτων του στο διηνεκές. Το σύνολο των ιδεών αυτών που συνδέονται λογικά μεταξύ τους αποκαλούμε παράδειγμα (paradigm). Η κατάσταση αυτή, αν και εύλογη, πολλές φορές οδηγεί στο παράδοξο να επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε σύγχρονες προκλήσεις με πρότερα ιδεολογικά σχήματα και καταλήγει συχνά σε ιδεολογικές αγκυλώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζει ο Φίλιππος Προέδρου στο νέο βιβλίο του, ολόκληρη η οικονομική σκέψη κατευθύνεται από ένα παράδειγμα που εδράζεται σε αντιλήψεις για ένα προηγούμενο, εμφανώς διαφορετικό από το σημερινό, κόσμο, και τεκμηριώνεται θεωρητικά σε υποθέσεις εργασίας που χρήζουν αναθεώρησης. Τούτο ισχύει, π.χ., για την εξειδίκευση των επιστημών. Ενώ τους προηγούμενους αιώνες ο κατακερματισμός της γνώσης και η εξειδίκευση ήταν απαραίτητα για να αποκτήσουμε περαιτέρω γνώση του κόσμου ως ανθρωπότητα, σήμερα απαιτείται μία ολιστική, συνθετική ανάγνωση των επιμέρους επιστημών που θα δώσουν λύση στο σύνολο των προβλημάτων που ταλανίζουν τον πλανήτη.[1] 

Βρίσκει εφαρμογή, επίσης, στην κατευθυντήρια γραμμή της πολιτικής και της οικονομίας, στην απροβλημάτιστη παραδοχή δηλαδή ότι η μεγέθυνση της οικονομίας αποτελεί πανάκεια και ότι η απουσία της ισοδυναμεί με μία διαρκώς προβληματική κατάσταση. Ενώ η μεγέθυνση της οικονομίας αποτελούσε δικαιολογημένα στόχο των κοινωνιών από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης, στον σημερινό κόσμο αφ’ ενός αποτυγχάνει να επιλύσει τα προβλήματα της φτώχειας και των παγκόσμιων ανισοτήτων, του υπερπληθυσμού και της ανεργίας, αφ’ ετέρου δημιουργεί μείζονες οικολογικές ζημίες που βλάπτουν την ανθρώπινη ευημερία και μειώνουν, σε αρκετές περιπτώσεις, την ευρωστία της οικονομίας.

Βρίσκει εφαρμογή, ακόμη, στην ορθοδοξία του παγκόσμιου εμπορίου. Η λογική του συγκριτικού πλεονεκτήματος (comparativeadvantage) αποτελούσε πράγματι μοχλό διεύρυνσης των κερδών για τους περισσότερους σε έναν κόσμο όπου η διακίνηση κεφαλαίου ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένη. Στη σημερινή παγκόσμια οικονομία, ωστόσο, η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου διαβρώνει την έννοια του συγκριτικού πλεονεκτήματος και το μετατρέπει σε απόλυτο. Με άλλα λόγια, η λογική του συγκριτικού πλεονεκτήματος προϋποθέτει το κεφάλαιο να είναι κατά βάση τοπικό και εθνικό, εφαρμόζεται όμως σήμερα σε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να παράγει πολύ διαφορετικά από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.[2]

Η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος

Η βιομηχανική κοινωνία εδράζεται στην έννοια της μεγέθυνσης (growth), του πολλαπλασιασμού της οικονομικής δραστηριότητας. Όπως γράφει ο Προέδρου, όμως, ενώ

στη νεωτερική εποχή η ποιοτική αναβάθμιση της οικονομίας και κατ’ επέκταση της ζωής των πολιτών περνούσε μέσα από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας […] μία σειρά μελετών σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Αυστραλία, ανάμεσα σε άλλες, καταδεικνύει ότι η οικονομική δραστηριότητα τις τελευταίες δεκαετίες αντί να αυξήσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών συνολικά επέφερε μεγαλύτερες ζημίες από ό,τι κέρδη (overshoot). (σελ. 16)

Τα κόστη αυτά είναι τεσσάρων ειδών:

  • Οικολογικά: Η υπερβολική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και, κατ’ επέκταση, η υπερκέραση των ορίων του οικοσυστήματος προκαλεί αρνητικές συνέπειες στις ζωές των πολιτών (αποδάσωση, κλιματική αλλαγή, ερημοποίηση, σπάνις φυσικών πόρων κ.λπ.)
  • Οικονομικά: Οι φυσικές καταστροφές (η ένταση και η ισχύς των οποίων αυξάνονται λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη) και η κλιματική αλλαγή συνεπάγονται ότι σημαντικό μέρος των προσόδων της οικονομίας πρέπει να κατευθυνθεί προς τη (μερική, έστω) αποκατάσταση των ζημιών αυτών και όχι σε επανεπενδύσεις ή τρόπους βελτίωσης της ανθρώπινης διαβίωσης και των ανθρώπινων ανέσεων.
  • Πολιτικά: Η έμφαση στη μεγέθυνση έχει οδηγήσει στην ανάδυση ενός οικονομο-κεντρικού κόσμου, με αποτέλεσμα η ηθική και φιλοσοφική σφαίρα να μονοπωλείται από την οικονομική. Τούτο έχει σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο θέσμισης της κοινωνίας και στη στόχευσή της.
  • Κοινωνικά: Το παράδειγμα της μεγέθυνσης και η κυρίαρχη οικονομική λογική έχουν δημιουργήσει μία παγκόσμια οικονομία που ασφυκτιά υπό το βάρος των διογκούμενων ανισοτήτων και της διάβρωσης της κοινωνικής συνοχής.    

Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζει ο συγγραφέας, η περαιτέρω μεγέθυνση δεν είναι επιθυμητή. Κατ’ επέκταση, το παράδειγμα της μεγέθυνσης δεν συνιστά τόσο τη λύση στα σύγχρονα προβλήματα, όσο αφετηρία και αναπόσπαστο μέρος τους. Παράλληλα, η αέναη μεγέθυνση δεν είναι δυνατή, δεδομένου ότι τα οικολογικά όρια αποτελούν ανάχωμα στη συνολική αύξηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας στο διηνεκές. Αφού παρουσιάζει διεξοδικά τα αδιέξοδα του κυρίαρχου παραδείγματος στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο συγγραφέας καλεί για μία αλλαγή παραδείγματος (paradigmshift) και παρουσιάζει στο δεύτερο κεφάλαιο μία περισσότερο ή λιγότερο άγνωστη στο ελληνικό κοινό θεωρητική προσέγγιση, αυτή των οικολογικών οικονομικών (ή οικονομικών του περιβάλλοντος, ecologicaleconomics/ economicsoftheenvironment). Παρά το γεγονός ότι στη χώρα μας λειτουργούν πλήθος οικονομικών σχολών και τμημάτων, η προσέγγιση αυτή παραμένει περιθωριακή και διδάσκεται ελάχιστα, αν και μετρά ήδη τέσσερις δεκαετίες ζωής και έχει εισχωρήσει στη διεθνή βιβλιογραφία και στα ακαδημαϊκά τμήματα σε σειρά χωρών όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Βρετανία, η Ισπανία, η Γαλλία κ.λπ.

Η προσέγγιση των οικολογικών οικονομικών και η θεωρία του σταθερού οικονομικού κύκλου (steady-stateeconomics) βλέπουν το οικονομικό σύστημα ως μέρος του ευρύτερου οικοσυστήματος από τη βιωσιμότητα του οποίου και εξαρτάται. Στη θέση μίας ανθρωπο-κεντρικής προσέγγισης, έτσι, που τοποθετεί στο επίκεντρο την οικονομία και τη διαρκή μεγέθυνσή της, η νέα αυτή θεωρητική προσέγγιση είναι οικο-κεντρική (με τον άνθρωπο να αποτελεί μέρος του οικοσυστήματος, σε εγγενή και όχι ιεραρχική σχέση με το περιβάλλον) και θέτει ως ύψιστο στόχο τη διαβίωση εντός των βιοφυσικών ορίων. Τα οικολογικά οικονομικά έχουν μία σαφή πολιτική και οικονομική διάσταση, εμφανώς διακριτή από αυτή της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης. Πιο συγκεκριμένα, τα οικολογικά οικονομικά είναι ένα

πολυσυλλεκτικό και πολυεπιστημονικό πεδίο που προτείνει την ενοποιημένη μελέτη του φυσικού, του οικονομικού και του κοινωνικού κόσμου […] υιοθετεί μία ολιστική προσέγγιση που ενσωματώνει όχι μόνο τις φυσικές επιστήμες προκειμένου να δώσει απάντηση σε ερωτήματα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος και να προτείνει τις βέλτιστες πρακτικές αντιμετώπισης των οικολογικών προβλημάτων, αλλά και βασικά εργαλεία της οικονομικής επιστήμης που ωστόσο δεν αποτελούν τους καθοριστικούς παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου που καθορίζεται από τις επιταγές του φυσικού περιβάλλοντος […] [Η απομάκρυνση από το παράδειγμα της μεγέθυνσης] δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση το τέλος των οικονομικών. Αντίθετα, καθιστά την οικονομική επιστήμη ακόμη πιο σημαντική. Τη στρέφει, ωστόσο, σε διαφορετικά πλέον ζητήματα που άπτονται κυρίως των οικονομικών της διατήρησης της ποιότητας του βιοτικού επιπέδου, της συντήρησης αγαθών και υπηρεσιών και, φυσικά, της προσαρμογής στα όρια που θέτει το φυσικό περιβάλλον. (σελ. 24-25)

Αναφορικά με την πολιτική διάσταση, η προσέγγιση των οικολογικών οικονομικών

ενσωματώνει θεμελιώδεις έννοιες των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών όπως κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, διανομή και δημοκρατία και τους προσδίδει νέο περιεχόμενο στο πλαίσιο της οικολογικής βιωσιμότητας […] Η ιδέα της δικαιοσύνης, άλλωστε, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης και τις προοπτικές των επόμενων γενεών […] Τα οικολογικά οικονομικά διέπονται, εξ άλλου, από μία ηθική φιλοσοφία που ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη δημιουργίας υλικού πλούτου από τη μία, και την αποφυγή κυριάρχησης του στόχου αυτού επί άλλων στόχων και ιδανικών από την άλλη. (σελ. 25)

Η αναθεώρηση αυτή οδηγεί σε μία πολύ διαφορετική ανάγνωση των κύριων προβλημάτων της οικονομικής θεωρίας. Η σύγχρονη οικονομική επιστήμη αναγνωρίζει δύο κεντρικά προβλήματα: την κατανομή των πόρων και τη διανομή του πλούτου. Επικεντρώνεται κατά βάση στο πρόβλημα της βέλτιστης κατανομής των πόρων που θα οδηγήσει στα βέλτιστα δυνατά αποτελέσματα, και δευτερευόντως στο πρόβλημα της διανομής του πλούτου. Το τρίτο ζήτημα, αυτό της κλίμακας της οικονομικής δραστηριότητας, παραγνωρίζεται παντελώς, δεδομένου ότι η ορθοδοξία της μεγέθυνσης θεωρεί δυνατή και επιθυμητή την αέναη επέκταση της οικονομικής σφαίρας. Είναι αυτό το τρίτο ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της προσέγγισης των οικολογικών οικονομικών. Από τη στιγμή που τα όρια και οι δυνατότητες του οικοσυστήματος να αναπαράγουν νέους πόρους και, κυρίως, να απορροφήσουν τα απόβλητα της οικονομικής δραστηριότητας έχουν καταστεί εμφανή, η θέση ορίων μέσα από τη μελέτη της κλίμακας της οικονομικής δραστηριότητας καθίσταται το κεντρικής σημασίας ζητούμενο. Ακολουθεί η μελέτη της διανομής του πλούτου, καθ’ ότι σε έναν κόσμο πεπερασμένων πόρων οι κοινωνικοί στόχοι της οικονομίας δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν χωρίς δίκαιες και ισορροπημένες διανεμητικές πολιτικές. Η κατανομή των πόρων εντός μίας οικονομίας που κινείται εντός συγκεκριμένων βιοφυσικών ορίων και έχει επιτύχει μία ικανοποιητική διανομή του πλούτου, τέλος, έρχεται να επιφέρει τα βέλτιστα δυνατά οικονομικά αποτελέσματα.  

Η οικονομία, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, δεν είναι μόνο ένα υποσύστημα του οικοσυστήματος, αλλά (πρέπει να είναι) και μέρος του πολιτικού συστήματος και να υπάγεται πρώτιστα όχι σε οικονομικές, αλλά σε πολιτικές και κοινωνικές στοχεύσεις. Ενώ ο οικονομο-κεντρικός μας κόσμος βάζει την οικονομία σε πρώτο πλάνο, η πολιτική διάσταση της προσέγγισης των οικολογικών οικονομικών έγκειται στη διαφύλαξη της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προστασίας του περιβάλλοντος. Στόχος πλέον δεν είναι η μεγέθυνση της οικονομίας, που αποτελεί ποσοτικό όρο, αλλά η ανάπτυξη που επέχει κατά περίπτωση ποσοτικό και κατά βάση ποιοτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Η αύξηση της ανθρώπινης ευημερίας, η πρόσβαση σε κοινά αγαθά και η αναβάθμιση της δημοκρατίας δεν μετρώνται με οικονομικούς όρους αλλά αποτελούν το στόχο της ανθρώπινης ύπαρξης και πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε συλλογικής προσπάθειας.

Η ανάγκη ενοποίησης των επιστημών για την οποία κάνει λόγο ο συγγραφέας δεν παραμένει αφηρημένη θεωρητική επίκληση, αλλά πραγματώνεται μέσα στο βιβλίο μέσα από την περιδιάβαση στα επιστημονικά πεδία της φυσικής, της οικονομίας, της πολιτικής και της ενέργειας. Το πρώτο μέρος του βιβλίου (κεφάλαια 1 και 2) επιχειρεί την αποδόμηση της σύγχρονης οικονομικής σκέψης και την ανασύνθεσή της μέσα από τη μελέτη των νόμων της θερμοδυναμικής. Το δεύτερο μέρος (κεφάλαια 3, 4 και 5) επικεντρώνεται σε διαφορετικούς τομείς. Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί ένα εντελώς πρωτότυπο κείμενο για την ενεργειακή ασφάλεια στη θεωρία και την πράξη. Το τέταρτο εξετάζει τρόπους αλλαγής των εγχώριων οικονομικών δομών, ενώ το πέμπτο καταπιάνεται με το τεράστιο ζήτημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης στον οικολογικό, οικονομικό, χρηματοπιστωτικό και εμπορικό τομέα. Ενώ το πρώτο μέρος θέτει τις θεωρητικές βάσεις του βιβλίου, στο δεύτερο ο συγγραφέας προχωρά σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής που απορρέουν από τη θεωρία των οικολογικών οικονομικών. Η επικέντρωση στην Ελλάδα και η συγκεκριμενοποίηση κάποιων από τις προτάσεις πολιτικής στην ελληνική περίπτωση στα τέλη των κεφαλαίων 3, 4 και 5 προσφέρουν άμεση τροφή για σκέψη και χειροπιαστά παραδείγματα για τους τρόπους με τους οποίους η βελτίωση της καθημερινότητας των ελλήνων πολιτών είναι εφικτή. 

Ο ορυκτός πλούτος, οι ανανεώσιμες πηγές και οι διαφορές με την Τουρκία

Ο ενεργειακός τομέας αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο στο οποίο κινείται άνετα ο συγγραφέας. Ενώ μέχρι σήμερα το ερευνητικό του έργο κινούνταν εντός του κυρίαρχου ενεργειακού παραδείγματος και μελετούσε συγκεκριμένα ζητήματα εντός αυτού (ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, ενεργειακές σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας, ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας κλπ.), στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου παρουσιάζει συνοπτικά τα κύρια ζητήματα της ενεργειακής ασφάλειας και καταδεικνύει τα αδιέξοδα στα οποία το κυρίαρχο ενεργειακό παράδειγμα καταλήγει. Αποτολμά, σε αυτό το πλαίσιο, τη σύνθεση ενός νέου παραδείγματος ενεργειακής ασφάλειας, το οποίο, στη  βάση της ανάγνωσης των οικολογικών οικονομικών, θέτει στο επίκεντρο τη βιωσιμότητα και την προστασία του περιβάλλοντος και στη συνέχεια την ασφάλεια των προμηθειών και την προσιτότητα των ενεργειακών τιμών. Μία τέτοια αναθεώρηση προκρίνει τη ριζική μετάβαση στην αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και ειδικά εκείνων που τελούν εν αφθονία στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας μας προειδοποιεί, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο καθώς δεν συνεπάγεται απλή υποκατάσταση ενός καυσίμου (π.χ., πετρελαίου) με μία άλλη πηγή ενέργειας (π.χ., ηλιακή ενέργεια). Απαιτείται η αναθεώρηση των ενεργειακών δομών της χώρας προκειμένου να προσαρμοστεί στις χρήσεις ενέργειας που μπορούν να προσφέρουν οι ανανεώσιμες πηγές. Ολόκληρο το κεφάλαιο διαλύει σειρά μύθων για την ενέργεια και αποσαφηνίζει τις παραμέτρους του ενεργειακού πεδίου. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό το πρίσμα των συζητήσεων για τη χάραξη της ελληνικής ΑΟΖ και την εκμετάλλευση του ίδιου ορυκτού πλούτου. Ο συγγραφέας υιοθετεί μία ακριβοδίκαιη, ξεκάθαρα δικαιο-κεντρική θέση που αντίκειται σε αρκετές παρανοήσεις οι οποίες βρίθουν στην ελληνική κοινωνία.[3]

Η συζήτηση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις συνεχίζεται στο πέμπτο κεφάλαιο, όπου γίνεται σαφής αναφορά στην ανάγκη να κινηθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική σε μία σύγχρονη τροχιά επεκτείνοντας τη σφαίρα των ενδιαφερόντων και των στόχων της, του πεδίου δράσης και των συμμαχιών της, και των μέσων και των εργαλείων πολιτικής της, απομακρυνόμενη από τη στενή εθνοκεντρική προσέγγιση που παγίως τη χαρακτηρίζει.[4] Οι προτάσεις αυτές απορρέουν από τη διαπίστωση ότι στις μέρες μας το εγχώριο και το εξωτερικό είναι περισσότερο δυσδιάκριτα από ποτέ και ότι εγχώριοι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς μία δραστήρια, εξωστρεφή εξωτερική πολιτική.

Μία «άλλη» κριτική στην παγκοσμιοποίηση

Το πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζει, παράλληλα, μία διαφορετική κριτική στην παγκοσμιοποίηση μέσα από το πρίσμα των τριών κεντρικών προβλημάτων της οικονομικής θεωρίας και υιοθετεί μία λογική απομάκρυνσης από το παγκόσμιο εμπόριο και ενίσχυσης των τοπικών και εγχώριων οικονομικών δομών. Εξαιρετικά πρωτότυπη είναι η μελέτη της λειτουργίας του χρήματος και η κριτική της ως δομικού αιτίου της προβληματικής παγκόσμιας οικονομίας. Το βιβλίο προχωρά, επίσης, σε προτάσεις για τη μεταρρύθμιση των δομών της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης και σε πολύ πρωτότυπες, άξιες περαιτέρω μελέτης, προτάσεις για τη σύνδεση του χρήματος με βιοφυσικές μονάδες προκειμένου να ευθυγραμμιστεί το χρηματοπιστωτικό με το οικολογικό σύστημα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ελληνικό κοινό παρουσιάζει η αναφορά στο πρόβλημα του επαχθούς δημόσιου χρέους και η αντιπαραβολή των μνημονιακών πολιτικών που διαβρώνουν το κράτος πρόνοιας και την κοινωνική συνοχή με την περίπτωση των ΗΠΑ, όπου η κήρυξη χρεοκοπίας από την πολιτεία του Ντιτρόιτ αντιμετωπίζεται μέσα σε ένα προϋπάρχον θεσμικό και νομικό πλαίσιο με σεβασμό προς τους πολίτες του Ντιτρόιτ και πρόβλεψη ότι η αποπληρωμή του χρέους δεν θα αγγίξει βασικά εργαλεία του κράτους πρόνοιας.[5] Το πρόβλημα του χρέους, εξ άλλου, εξετάζεται μέσα από μία παγκόσμια οπτική, με την ευθύνη να μην αποδίδεται αποκλειστικά στα χρεωμένα κράτη, θεώρηση που δένει με τον ισχυρισμό στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ότι οι κρίσεις χρέους αποτελούν ένα από τα τρία κεντρικά δομικά προβλήματα του κόσμου (μαζί με τη σπάνη των φυσικών πόρων και την κλιματική αλλαγή) που καθιστούν αδήριτη ανάγκη τη μετατόπιση σε ένα νέο παράδειγμα.

Μία διαφορετική οικονομική μεταρρύθμιση…

Η ματιά του συγγραφέα στην ελληνική οικονομία είναι αξιοσημείωτα φρέσκια. Παραμένει μακριά από τυποποιημένες, κλισέ προτάσεις για την ανάκαμψη και προσφέρει μία σειρά νέων, άρτια θεωρητικά τεκμηριωμένων προτάσεων που είτε έχουν δοκιμαστεί σε κάποιο βαθμό είτε μοιάζουν εξαιρετικά λογικές και λειτουργικές. Η πρόταση για την αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει στόχο όχι μόνο την ενεργειακή ασφάλεια, αλλά, μέσα από την καθετοποίηση της βιομηχανίας αυτής, την αύξηση της απασχόλησης και των κερδών. Η εμμονή στο δείκτη του ΑΕΠ κατακρίνεται σφόδρα ως ανεπαρκής, παρελκυστική και αποπροσανατολιστική, και στη θέση της προτείνεται μία σειρά δεικτών μέτρησης της οικονομικής ευρωστίας, της βιωσιμότητας και της επίτευξης κοινωνικών στόχων. Σε ένα πλαίσιο οικονομικής κρίσης, η αλλαγή των επιχειρηματικών δομών και προτύπων αποτελεί απαραίτητο βήμα, και στο βιβλίο παρουσιάζεται σειρά από προτάσεις με σημαντικότερη ίσως αυτή για τη διαφορετική λειτουργία της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Επιπλέον, σε μία εποχή όπου η φορολογία έχει καταστεί κομβικό σημείο της δημόσιας συζήτησης, διαβάζουμε ότι

τα σημερινά φορολογικά συστήματα υποτιμολογούν τους φυσικούς πόρους, παρά την προϊούσα σπάνη τους και τις αρνητικές επιπτώσεις της χρήσης τους, την ίδια στιγμή που υπερτιμολογούν τόσο το εισόδημα, δημιουργώντας κίνητρα για φοροδιαφυγή, όσο και την εργασία με αποτέλεσμα οι προσλήψεις να είναι ασύμφορες, οι μορφές ευέλικτης εργασίας να έχουν αυξηθεί σημαντικά και η ανεργία όχι μόνο να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις να κλιμακώνεται επικίνδυνα, υποσκάπτοντας το ίδιο το οικονομικό σύστημα και τη βιωσιμότητά του, καθώς και την κοινωνική συνοχή […] Η οικολογική φορολογική μεταρρύθμιση (ecological tax reform) συνοψίζεται στο δόγμα “tax bads, not goods”. Συνίσταται στη μείωση της φορολογίας σε θετικές παραμέτρους όπως το εισόδημα, το κέρδος και η εργασία, και στην υψηλή φορολόγηση αρνητικών παραμέτρων, όπως η εξάντληση των φυσικών πόρων και η ρύπανση. Πρέπει, με άλλα λόγια, να φορολογούμε λιγότερο αυτό που θέλουμε περισσότερο (εργασία και εισόδημα) και περισσότερο αυτό που θέλουμε λιγότερο (μόλυνση και εξάντληση φυσικών πόρων). Μία τέτοια διαφοροποιημένη φορολογική βάση αφ’ ενός θα ενθάρρυνε την προστιθέμενη αξία και την ποιοτική βελτίωση και αναβάθμιση, και αφ’ ετέρου θα οδηγούσε σε βελτιωμένη χρήση και αποδοτικότητα των φυσικών πόρων. Θα έθετε την κοινωνία προς μία πραγματικά βιώσιμη κατεύθυνση καθώς θα έστρεφε τις τεχνολογικές καινοτομίες δραστικά προς την εξοικονόμηση ενέργειας και φυσικών πόρων. (σελ. 117-119)

Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως μία κριτική στη σύγχρονη οικονομική σκέψη, ως μία ρήξη με πρότερα ιδεολογικά θέσφατα και ως ένα άλμα, όχι απονενοημένο αλλά εξαιρετικά τολμηρό και θεωρητικά τεκμηριωμένο, στο μέλλον. Ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σημερινού κόσμου, και προσπαθεί να προσφέρει τόσο ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο που θα κατευθύνει τη σκέψη μας, όσο και σαφείς, απτές, πρακτικές προτάσεις πολιτικής. Τα χρειαζόμαστε όλα. Ειδικά σήμερα.  


 

[1]Norgaard, R. 1994. Development Betrayed. The End of Progress and a Coevolutionary Revisioning of the Future. London: Routledge.

[2]Daly, H. and Farley, J. 2004. Ecological Economics. Principles and Applications. Washington: Island Press.

[3]Ροζάκης, Χ. 2013. Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και το Διεθνές Δίκαιο. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση; Tzimitras, H. 2012. The Prospects for Exploration and Exploitation of Oil and Gas in the Aegean and the Eastern Mediterranean: Some Observations, in H. Faustmann κ.ά. (eds), Cyprus Offshore Hydrocarbons. Regional Politics and Wealth Distribution. Nicosia: Friedrich Ebert Stiftung and the PRIO Cyprus Centre, PCC Report 1/2012, 29-39.

[4]Κοτζιάς, Ν. 2010. Η Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδας στον 21ο Αιώνα. Για μια Νέα, Ενεργητική, Δημοκρατική, Πατριωτική Στρατηγική στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη; Heraclides, A. 2010. The Greek-Turkish Conflict in the Aegean. Imagined Enemies. London: Palgrave McMillan; Frangonikolopoulos, C. 2012. Public Diplomacy: How to Think about and Improve Greece’s ‘Neglected’ Component of Foreign Policy in Times of Economic Crisis. Place Branding and Public Diplomacy, 8: 3,185-193.

[5]Patomaki, H. 2013. Η Μεγάλη Αποτυχία της Ευρωζώνης. Από την Κρίση σε ένα Παγκόσμιο Νιου Ντιλ. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος

Kαθηγητής διεθνών σχέσεων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κάτοχος έδρας Jean Monnet European Union Public Diplomacy. Βιβλία του: Ο παγκόσμιος ρόλος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (2007), Ο εκδημοκρατισμός της παγκόσμιας διακυβέρνησης: Μια εισαγωγή στην Κοσμοπολιτική Δημοκρατία (μαζί με τον Φ. Προέδρου, 2010), Τα «εθνικά θέματα» στη δίνη των ΜΜΕ (μαζί με τον Γ. Πλειό (2011), Διεθνείς Διενέξεις: Αντιμετώπιση και Επίλυση (μαζί με Α. Ηρακλείδη και Γ. Κωστάκο, 2004).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.