Το βιβλίο Κεντρικές τράπεζες, σύντομο και πλήρες, διαβάζεται απνευστί – άλλωστε αυτός είναι και ο στόχος της σειράς των «Μικρών Εισαγωγών» των εκδόσεων Παπαδόπουλου: «να δώσουν έγκυρη και σε βάθος πληροφόρηση σε γραφή απλή αλλά όχι απλουστευτική, για θέματα άμεσου ενδιαφέροντος»[1]. Στο πνεύμα αυτό, οι συγγραφείς εξετάζουν πολλά σημαντικά ιστορικά επεισόδια αλλά και την εξέλιξη του θεσμού των κεντρικών τραπεζών.
Ο θεσμός των κεντρικών τραπεζών έχει μακρά ιστορία, από τον 17ο αιώνα τουλάχιστον, έως τις ημέρες μας. Στο διάστημα αυτό, οι κεντρικές τράπεζες ανέλαβαν ποικίλους ρόλους που συνέκλιναν στη θεσμική υποχρέωση και ευθύνη να προειδοποιούν εγκαίρως και να αντιμετωπίζουν κινδύνους που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη νομισματική και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Πολλές φορές οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν στον πυρήνα έντονης κριτικής, δίκαιης ή άδικης, καλυμμένης ή απροκάλυπτης, θεμελιωμένης ή αυθαίρετης. Και ακριβώς αυτό το γεγονός καταδεικνύει όχι μόνο τη σημασία τους ως θεσμικά όργανα μιας συντεταγμένης οικονομικά κοινωνίας, αλλά και την έκταση της επίδρασής τους στο οικονομικό γίγνεσθαι.
Πάνω απ’ όλα, όμως, οι κεντρικές τράπεζες είναι ένας θεσμός που εξελίσσεται, καθώς μεταβάλλονται οι περιρρέουσες οικονομικές συνθήκες και οι κοινωνικές αξίες. Και στη βάση αυτή θα συμφωνήσω με τους συγγραφείς – δεν έχουμε φθάσει «στο τέλος της ιστορίας» ούτε για τις κεντρικές τράπεζες.
Από μια λίγο διαφορετική οπτική γωνία, οι συγγραφείς αποσκοπούν να ρίξουν φως στο ερώτημα πώς μπορεί μια νομισματική ένωση να εξελίσσεται και να ολοκληρώνεται, παραμένοντας ένωση σταθερότητας και ανάπτυξης.
Στην επιδίωξη αυτή, οι κεντρικές τράπεζες έχουν διαδραματίσει διακριτό ρόλο: έχουν, θα έλεγα, «περιηγηθεί» μεταξύ εναλλακτικών στόχων πολιτικής και εργαλείων επίτευξής τους, με παράλληλες προσαρμογές στο πλαίσιο λειτουργίας τους και στο εύρος της εντολής τους. Ενόψει των πρωτοφανών προκλήσεων που έχουν αντιμετωπίσει διαχρονικά, έχουν υιοθετήσει καινοτόμα μέτρα νομισματικής πολιτικής με εφευρετικό και αποφασιστικό τρόπο.
Θα λέγαμε λοιπόν, ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν μετασχηματιστεί ως θεσμός κατά τη μακρά ιστορία τους. Και αυτό ακριβώς είναι στο επίκεντρο του βιβλίου, το οποίο, παραφράζοντας τον Francis Bacon, «διασχίζει σαν πλοίο τον απέραντο ωκεανό του χρόνου»[2] αντλώντας διδάγματα από το παρελθόν που μπορούν να μετουσιωθούν σε παραινέσεις για το μέλλον.
Καθώς η μνήμη και η γνώση αποτελούν το υπόβαθρο της ευθύνης, θα ήθελα να αναφερθώ στην συνέχεια σε μερικά από τα πιο πρόσφατα αυτά διδάγματα, επιλέγοντας να επικεντρωθώ στις εμπειρίες μας στο Ευρωσύστημα και στην Τράπεζα της Ελλάδος:
*πρώτον, στην τολμηρή και πολυδιάστατη αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στην Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση, και του Ευρωσυστήματος ειδικότερα στην επακόλουθη κρίση χρέους στη ζώνη του ευρώ, και
*δεύτερον, στην άνοδο και την πτώση των νομισματικών συστημάτων του περασμένου αιώνα, που άνοιξαν ουσιαστικά το δρόμο προς το ευρώ.
Τα διδάγματα των τελευταίων δεκαετιών
Το πολύ ενδιαφέρον πρώτο μέρος του βιβλίου περιγράφει συνοπτικά τη διαχρονική πορεία των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως, και τη θεσμική μετεξέλιξή τους από τη γέννησή τους μέχρι και σήμερα.
Βασική επιδίωξη των σύγχρονων κεντρικών τραπεζών είναι να συμβάλλουν στην οικονομική ευημερία της κοινωνίας διατηρώντας μεσοπρόθεσμα τη σταθερότητα των τιμών.
Καθώς το μακροοικονομικό περιβάλλον σπάνια μένει αμετάβλητο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, συχνά σημειώνονται απρόβλεπτες διαταραχές στη λειτουργία της οικονομίας και των χρηματοπιστωτικών αγορών, που κάποιες φορές οδηγούν σε σοβαρές οικονομικές κρίσεις. Σε αυτές τις περιστάσεις οι κεντρικές τράπεζες χρειάζεται να παρεμβαίνουν για να διασφαλίζουν τη σταθερότητα της αξίας του νομίσματος, την ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, τελικά, την οικονομική ανάπτυξη.
Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, στις αρχές του 21ου αιώνα υπήρχε η πεποίθηση ότι η νομισματική πολιτική είχε φθάσει σε ένα «τέλειο» στάδιο καθώς το οικονομικό περιβάλλον χαρακτηριζόταν από χαμηλό και σχετικά σταθερό πληθωρισμό και εύρωστη ανάπτυξη.
Ωστόσο, το 2008 συνέβη «το απροσδόκητο» με την έξαρση της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης. Σε ένα οικονομικό περιβάλλον με έντονες αποπληθωριστικές πιέσεις και με επιτόκια κοντά στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες έλαβαν δραστικά, μη συμβατικά, μέτρα για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το κυριότερο εργαλείο που, την περίοδο αυτή, χρησιμοποιήθηκε από τις κεντρικές τράπεζες με σκοπό να διαμορφώσουν ευνοϊκές χρηματοοικονομικές συνθήκες και να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη ροή χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία έχει μακρά παράδοση στην κεντρική τραπεζική. Πρόκειται για την ποσοτική χαλάρωση ή, όπως συχνά αναφέρεται, το quantitative easing.
Στη ζώνη του ευρώ, η ΕΚΤ προέβη σε μεγάλης κλίμακας αγορές ομολόγων, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες συνεχίζονται έως και σήμερα. Με το πρόγραμμα αγοράς τίτλων, σε συνδυασμό με τις έκτακτες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, ο πληθωρισμός συνέκλινε σε επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης ενισχύθηκε έναντι των πολύ χαμηλών (ακόμη και αρνητικών) επίπεδων που επικράτησαν στη διάρκεια των δίδυμων κρίσεων.
Πιο πρόσφατα, την περίοδο της πανδημίας, οι κεντρικές τράπεζες κατέφυγαν πάλι σε έκτακτα μέτρα με σκοπό να εξομαλυνθεί το κλίμα έντονης αβεβαιότητας και να περιοριστεί η οικονομική ύφεση. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ ενεργοποίησε άμεσα ένα έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, το ευρέως γνωστό PEPP, το οποίο, χάρη στην ευελιξία που το χαρακτηρίζει, κατάφερε να διασφαλίσει ομαλές χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε όλες τις οικονομίες, οδηγώντας σε περιορισμό του κινδύνου κατακερματισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών και συντελώντας στην ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε κάθε γωνιά της ζώνης του ευρώ.
Στην πράξη, η ευελιξία αυτή εφαρμόστηκε με τη δυνατότητα η κατανομή των αγορών των τίτλων του δημόσιου τομέα να αποκλίνει προσωρινά από την κλείδα συμμετοχής κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ. Μάλιστα, στο έκτακτο αυτό πρόγραμμα, χορηγήθηκε στους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου παρέκκλιση από τις απαιτήσεις ελάχιστης πιστοληπτικής διαβάθμισης, που ισχύουν στο τακτικό πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (PSPP), πράγμα που συντέλεσε στον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας στις χρηματοπιστωτικές συνθήκες στην ελληνική οικονομία. Η ευελιξία αυτή διατηρείται και κατά την περίοδο των επανεπενδύσεων των τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά τη λήξη τους.
Σύμφωνα με την πρόσφατη αναθεώρηση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, τα εξαιρετικά αποτελεσματικά αυτά εργαλεία νομισματικής πολιτικής μπορούν, στις περιπτώσεις που οι συνθήκες το επιτάσσουν, να χρησιμοποιούνται με ευέλικτο τρόπο όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο δυνατό όριο των ονομαστικών επιτοκίων. Έτσι, αυτά τα μέτρα, αν και μη συμβατικά, παραμένουν στην εργαλειοθήκη των κεντρικών τραπεζών, και ειδικότερα του Ευρωσυστήματος, εμπλουτίζοντάς την σημαντικά.
Ωστόσο, η ευρηματικότητα και η ευελιξία των κεντρικών τραπεζών δεν εξαντλείται εδώ. Έγινε φανερή και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν δυσλειτουργίες στην παροχή και στην κατανομή της ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα κατά τη διάρκεια των δίδυμων κρίσεων.
Σε αυτή την περίσταση, η ΕΚΤ επέλεξε την παροχή ρευστότητας μέσω πράξεων σταθερού επιτοκίου χωρίς ποσοτικό περιορισμό, έναντι εξασφαλίσεων (fixed rate full allotment operations), παρέχοντας ένα δίχτυ ασφαλείας στο τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του και την προστασία των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Η λειτουργία των κεντρικών τράπεζων ως δανειστών ύστατης καταφυγής για το τραπεζικό σύστημα εδράζεται στο δόγμα Bagehot, που διατυπώθηκε το 1873 στην Αγγλία και επηρέασε σημαντικά την οικονομική σκέψη. Διαγιγνώσκοντας ορθά τη σημασία του, οι συγγραφείς αναφέρονται εκτεταμένα στο θέμα αυτό.
Στο πλαίσιο αυτό, οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια των κρίσεων ένα ακόμη διαχρονικό εργαλείο νομισματικής πολιτικής – την έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα εύρωστων τραπεζών (με ένα υψηλότερο τίμημα και έναντι εξασφαλίσεων), που στην περίπτωση του Ευρωσυστήματος είναι γνωστός ως «μηχανισμός ELA».
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ συγκεκριμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία, έχοντας και τη θετική αξιολόγηση από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, κατάφερε, μέσω της παροχής ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες με το μηχανισμό ELA, να διασφαλίσει τη ροή χρηματοδότησης προς όλους τους τομείς της οικονομίας. Η επιτυχής ενεργοποίηση του μηχανισμού αυτού συνέβαλε σημαντικά στην εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε συνθήκες οξείας κρίσης και, τελικά, στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος.
Ένα ακόμη παράδειγμα για την εξέλιξη της κεντρικής τραπεζικής αποτελεί η εμπειρία του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970, οπότε οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με οικονομικές συνθήκες που περιλάμβαναν ταυτόχρονα ασθενικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και υψηλό πληθωρισμό.
Οι τότε δεσμεύσεις των κεντρικών τραπεζών για τον έλεγχο του πληθωρισμού δεν είχαν την απαραίτητη αξιοπιστία, με αποτέλεσμα οι προσδοκίες για ακόμα υψηλότερο πληθωρισμό να εμπεδωθούν σε όλο το εύρος της οικονομίας. Έτσι, προκειμένου να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, οι κεντρικές τράπεζες χρειάστηκε να προβούν σε έντονα περιοριστική νομισματική πολιτική με αρνητικό αντίκτυπο στα οικονομικά μεγέθη.
Από τότε, οι κεντρικές τράπεζες έχουν κατορθώσει να εδραιώσουν την ανεξαρτησία τους και να κατακτήσουν την εμπιστοσύνη των αγορών και του ευρύτερου κοινού, με αποτέλεσμα να μπορούν να αντιμετωπίζουν πληθωριστικούς κινδύνους πολύ πιο άμεσα και αποτελεσματικά. [Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη συνεχή προσπάθεια που καταβάλλουν οι κεντρικές τράπεζες στον τομέα της επικοινωνίας, στον οποίο έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος.]
Κατά την τρέχουσα περίοδο, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν ενταθεί παγκοσμίως. Καθώς οι επιπτώσεις της πανδημίας άρχισαν να ατονούν, σημειώθηκε ταχεία επανεκκίνηση της οικονομίας, προκαλώντας ανισορροπίες προσφοράς - ζήτησης μέχρι να μπορέσουν να αποκατασταθούν οι εφοδιαστικές αλυσίδες που είχαν πληγεί. Παράλληλα, οι τιμές της ενέργειας και άλλων αγαθών σημείωσαν σημαντική άνοδο, η οποία επιταχύνθηκε με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Συγκεκριμένα, στη ζώνη του ευρώ, ο πληθωρισμός έχει διαμορφωθεί στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών και υπερβαίνει κατά πολύ το στόχο της ΕΚΤ.
Ωστόσο, η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε διαταραχές που συνδέονται με την προσφορά, ενώ η παραγωγή παραμένει κάτω από το δυνητικό επίπεδο και η αβεβαιότητα εξακολουθεί να είναι υψηλή.
Για το λόγο αυτό, στη ζώνη του ευρώ προχωρούμε με σταδιακά βήματα προς την εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής, αξιολογώντας προσεκτικά τις προοπτικές και τους κινδύνους για τον πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα. Παρότι οι καθαρές αγορές τίτλων αναμένεται να ολοκληρωθούν εντός των επόμενων μηνών, συνεχίζουμε τις επανεπενδύσεις των ποσών των τίτλων που έχουν αποκτηθεί κατά τη λήξη τους, διατηρώντας ευνοϊκές τις συνθήκες χρηματοδότησης. Όσον αφορά τα επιτόκια πολιτικής, η αύξησή τους πρέπει να είναι βαθμιαία, ώστε να αποφευχθούν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και ενδεχόμενος κατακερματισμός στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Καθώς η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη προς την κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) έχουν εμπεδωθεί, επιδιώκουμε την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών με ήπια και προοδευτική εξομάλυνση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής, ώστε να μη διακοπεί η ανάκαμψη της οικονομίας στη ζώνη του ευρώ.
Η «νομισματική ειρήνη»
Το πρώτο μέρος του βιβλίου με άγγιξε πολύ στο ρόλο μου ως διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, απ΄ όπου κλήθηκα να αντιμετωπίσω τη μεγάλη πρόκληση της κρίσης χρέους για το τραπεζικό σύστημα στη χώρα μας. Το δεύτερο μέρος του, με κέρδισε καθώς βρίσκεται στην καρδιά των ενδιαφερόντων μου ως καθηγητή. Στο μέρος αυτό, περιγράφεται η διαδοχική άνοδος και πτώση νομισματικών συστημάτων από τα τέλη του 19ου αιώνα ώς σήμερα, στο δρόμο προς την κατάκτηση της «νομισματικής ειρήνης» που, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, περιγράφει τη σύγχρονη διεθνή συνεργασία στον τομέα της νομισματικής πολιτικής.
Στον απόηχο του περίφημου «σοκ του Νίξον», που οδήγησε στην αποσύνδεση του δολαρίου από το χρυσό και την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods, η προτίμηση των οικονομιών άρχισε να κατευθύνεται προς την ελεύθερη διακύμανση συναλλαγματικών ισοτιμιών, που θεωρήθηκε ότι προσέφερε καλύτερες προοπτικές σταθεροποίησης των οικονομιών σε περιπτώσεις μακροοικονομικών διαταραχών.
Στο σημείο αυτό, το ερώτημα που θέτουν οι συγγραφείς, ερώτημα που κέντρισε και το δικό μου ενδιαφέρον, αφορά τις προϋποθέσεις για τη σταθεροποίηση σε περιπτώσεις διαταραχών υπό διάφορα καθεστώτα συναλλαγματικών ισοτιμιών και την ανάγκη για συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών προκειμένου να επιτευχθεί η μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Παράλληλα, οι συγγραφείς αναφέρονται στο ρόλο των κεντρικών τραπεζών σε σχέση με τα ζητήματα αυτά.
Αφετηρία για τις απαντήσεις αυτές αποτελεί το μοντέλο των Mundell-Fleming, το οποίο επιτρέπει τη μελέτη της αποτελεσματικότητας της μακροοικονομικής πολιτικής (νομισματικής ή δημοσιονομικής) σε συνάρτηση με τα καθεστώτα συναλλαγματικών ισοτιμιών και κινητικότητας κεφαλαίων. Απόρροια του μοντέλου αυτού είναι το «αδύνατο τρίλημμα», ότι δηλαδή μια ομάδα χωρών δεν μπορεί ταυτόχρονα 1) να διατηρήσει σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, 2) να ακολουθήσει αυτόνομες νομισματικές πολιτικές και 3) να διατηρήσει την πλήρη ελευθερία κίνησης κεφαλαίου: μπορεί να επιδιώξει δύο οποιουσδήποτε από τους στόχους αυτούς, αλλά πρέπει αναγκαστικά να παραιτηθεί από τον τρίτο.
Το τρίλημμα αυτό έθεσε μεγάλες προκλήσεις για τις ευρωπαϊκές χώρες που προσπαθούσαν να ενισχύσουν την οικονομική συνεργασία τους μετά την κατάρρευση του Bretton Woods. Ολόκληρη σχεδόν η ιστορία της ευρωπαϊκής νομισματικής συνεργασίας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 χαρακτηρίζεται από προσπάθειες διατήρησης κάποιας μορφής σταθερότητας στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αυτές οι απόπειρες υπονομεύονταν από μεγάλες εντάσεις μεταξύ των εθνικών νομισμάτων κάθε φορά που μια χώρα αναγκαζόταν (ή υπέκυπτε στον πειρασμό) να υποτιμήσει το νόμισμά της, ή ακόμα και να εγκαταλείψει τον κοινό συναλλαγματικό κανόνα.2
Η βέλτιστη προσέγγιση για την επίλυση του «αδύνατου τριλήμματος» για την Ευρώπη, της συμφιλίωσης δηλαδή της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων με τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, ήταν να υιοθετήσουν οι ευρωπαϊκές χώρες μια ενιαία νομισματική πολιτική και, επομένως, ένα ενιαίο νόμισμα έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Με τον τρόπο αυτό έγινε πραγματικότητα το όραμα του ευρώ που έχει καθορίσει την ιστορία της ηπείρου μας.[3]
Η ιστορία αυτή εμπεριέχει όμως και ένα σημαντικό δίδαγμα: η υιοθέτηση αμετάκλητων συναλλαγματικών ισοτιμιών και η άσκηση ενιαίας νομισματικής πολιτικής πρέπει να παράσχει τα περιθώρια για την αποτελεσματική προσαρμογή σε διαταραχές των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ.
Έτσι, προκειμένου να διασφαλίζεται η επιστροφή της οικονομίας στη σταθερότητα, απαιτείται συνεργασία, συστημική προσαρμογή και συντονισμένη δράση μεταξύ των θεσμών και των φορέων λήψης αποφάσεων, καθώς και ένας μηχανισμός αντιμετώπισης των ανισορροπιών. Όπως είδαμε κατά την περίοδο της πανδημίας, η διατήρηση της «νομισματικής ειρήνης» ευνοήθηκε από τον συντονισμό των κατάλληλων πολιτικών σε όλα τα επίπεδα, περιλαμβανομένων αυτών της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και της εποπτικής πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, η ζώνη του ευρώ θα ωφεληθεί σημαντικά από περαιτέρω βήματα ολοκλήρωσης: η προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και της Τραπεζικής Ένωσης με τη θέση σε λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων, αλλά και η ενίσχυση πρωτοβουλιών για την ενοποίηση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων είναι θεμελιώδεις για την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης και πιο ανθεκτικής τραπεζικής και οικονομικής ένωσης.
Μελλοντικές προκλήσεις
Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές της δραστηριότητας των κεντρικών τραπεζών, όπως για τη σινοαμερικανική αλληλεπίδραση που εύσχημα καλείται Κιμερική (Chimerica) ή τη δύναμη της επικοινωνίας των κεντρικών τραπεζών με το ευρύτερο κοινό, αλλά θα προτιμήσω να σας παροτρύνω να περιηγηθείτε στην ιστορία των κεντρικών τραπεζών μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού.
Σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ, όποιος δεν θυμάται το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει[4]. Βιβλία οικονομικής ιστορίας σαν αυτό μας βοηθούν να διδαχθούμε από το παρελθόν, ώστε να σχεδιάσουμε καλύτερα το μέλλον.
Αναμφίβολα οι κεντρικές τράπεζες, ως θεματοφύλακες του νομίσματος, πρέπει να συνεχίσουν να είναι προσηλωμένες στον στόχο της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Με τον τρόπο αυτόν συντελούν σε μια υγιή και σταθερή οικονομία, και συνεπώς στην ευημερία πολιτών και χωρών. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο θεσμός της κεντρικής τραπεζικής θα παραμείνει αμετάβλητος. Οι συγγραφείς ήδη καταδεικνύουν πολύ σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το παρελθόν σε όλα τα επίπεδα.
Εξελίξεις όπως η κλιματική αλλαγή, η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιοποίηση, η ενδεχόμενη εισαγωγή ψηφιακών νομισμάτων επηρεάζουν τη λειτουργία των αγορών και της οικονομίας και τη διαμόρφωση των τιμών, θέτοντας νέες προκλήσεις για τις κεντρικές τράπεζες που πρέπει να απαντηθούν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Συνεπώς, oι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν να μετεξελίσσονται σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Γιατί όπως αναφέρει ο Νέλσον Μαντέλα στην αυτοβιογραφία του, «ανακάλυψα ένα μυστικό: αφού σκαρφαλώσει κάποιος σε ένα βουνό, ανακαλύπτει ότι υπάρχουν πολλά ακόμη βουνά για να ανεβεί».[5]
*Κείμενο ομιλίας του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στην παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
[1] Βλ. οπισθόφυλλο.
[2] Francis Bacon: “books are ships which pass through the vast sea of time”.
2,[3] Βλ. Ομιλία του Lorenzo Bini Smaghi με τίτλο “Tommaso Padoa-Schioppa – economist, policy-maker, citizen in search of European Unity”, European University Institute, Badia Fiesolana, 28 Ιανουαρίου 2011.
[4] Winston Churchill: “Those that fail to learn from history are doomed to repeat it.”
[5] Nelson Mandela, 1994, "Long Walk to Freedom": "But I have discovered the secret that after climbing a great hill, one only finds that there are many more hills to climb. I have taken a moment here to rest, to steal a view of the glorious vista that surrounds me, to look back on the distance I have come.”