Αναζητώντας τις ιδεολογικές προϋποθέσεις του εθνολαϊκισμού, ο Ανδρέας Πανταζόπουλος εντοπίζει τις απαρχές του στο πολιτισμικό κίνημα του δημοτικισμού και στη λεγόμενη λογοτεχνική «γενιά του ’30». Ο συγγραφέας επιχειρεί μια παράλληλη ανάγνωση βασικών κειμένων των Γιάννη Ψυχάρη, Κωστή Παλαμά, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Περικλή Γιαννόπουλου, Ίωνος Δραγούμη, Γιώργου Θεοτοκά, Γιώργου Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη και Γιάννη Ρίτσου οι οποίοι αναφέρονται στο «λαό» με τρόπο που νοηματοδοτεί και σφραγίζει την πολιτισμική ταυτότητα του εικοστού αιώνα και βρίσκεται σε σύγκρουση με τη νεωτερική του εκδοχή.
Το φαινόμενο ήταν οριζόντιο, λέει ο Πανταζόπουλος. Συντηρητικοί διανοούμενοι όπως ο Π. Γιαννόπουλος και ο Ι. Δραγούμης, οι «νεοκαντιανοί» Κ. Τσάτσος, Π. Κανελλόπουλος, Ι. Θεοδωρακόπουλος αλλά και προοδευτικοί, κεντρώοι, δημοτικιστές, φιλελεύθεροι και κομμουνιστές, όπως ο Ψυχάρης, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης, ο Θεοτοκάς, ο Ρίτσος αναπλαισίωσαν τις ψευδαισθήσεις του πολιτισμικού δημοτικισμού, την κουλτούρα της αυθεντικότητας, τη μεταφυσική του φωτός, τη λατρεία του λαού, τον πολιτισμικό κοινοτισμό, ώστε με τη διαμεσολάβησή τους να γίνουν εντέλει κοινοί πολιτισμικοί τόποι και, υπερβαίνοντας τις πολιτικές διαιρέσεις, κυρίαρχη ιδεολογία του εικοστού αιώνα.
Πρόκειται για μια ελληνοκεντρική βιωματική ανθρωπολογία που κυνηγά μια φαντασιακή αυθεντικότητα, δηλαδή το γηγενές κοινοτικό ήθος, άχρονο και αξεπέραστο, που παραμένει πάντα αγκυρωμένο στην Ιστορία, καταδικασμένο να ανακυκλώνει αενάως το παρελθόν, εχθρικό απέναντι στη Δύση και τις «ξένες δυνάμεις», υπονομεύοντας τη διάνοιξη και τη δημιουργία της νέας προοπτικής.
Η αναγωγή της γλώσσας του λαού σε κεντρικό πολιτικό και πολιτισμικό διακύβευμα θα ενοποιήσει διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα στη μεγάλη κοίτη ενός πλατιού κινήματος. Έτσι, ο δημοτικισμός θα κυριαρχήσει ανασημασιοδοτώντας τη νεοελληνική ταυτότητα και επιβάλλοντας την ιδεολογική του ηγεμονία. Ο Ψυχάρης, με τον αέρα και τις προσωπικές φιλίες της γαλλικής διανόησης, θα αναδειχθεί με το Ταξίδι του σε ηγετική μορφή και κεντρικό διανοούμενο αυτής της περιόδου, συνοψίζοντας την εικόνα του αγνού και μυθοποιημένου λαού: «Οι λαοί δε φταίνε ποτέ. Φταίνε τα κεφάλια». Ποιους πολεμούμε, αναρωτιέται στις τελευταίες σελίδες του Ταξιδιού του, για να απαντήσει ο ίδιος: «Τους Τούρκους και τους δασκάλους». Είναι χαρακτηριστική, όπως αναφέρει ο Πανταζόπουλος, η πρόσληψη των ιδεών του Ψυχάρη από την Ακρόπολι, την εφημερίδα του Βλάση Γαβριηλίδη τον Ιούλιο του 1888, με ένα «άτυπο μανιφέστο προοδευτικού λαϊκισμού». Πολεμικό ύφος, «επανεπινόηση» του έθνους, με τη σημερινή ορολογία «αντισυστημισμός» και στιγματισμός της διανοούμενης ελίτ.
Ο έτερος θεμελιωτής του εθνικολαϊκού πνεύματος και του «λογοτεχνικού λαϊκισμού» θεωρείται ο Παλαμάς. Ο Πανταζόπουλος μάλιστα παραθέτει τη θετική χρήση του όρου «λαϊκισμός» («populisme») από τον ίδιο τον Παλαμά σχετίζοντάς τον με τον ελληνικό λαό, τη γλώσσα και τα ήθη του, σε αντιδιαστολή με τις υπερβολές του αστικού μυθιστορήματος και την παθολογική του ψυχολογία. Η εν λόγω διατύπωση περιλαμβάνεται στην απάντηση του ποιητή στην έρευνα της παρισινής επιθεώρησης La Grande Revue για τον λογοτεχνικό λαϊκισμό. Με την αποκατάσταση του «αληθινού Παλαμά», «που εκφράζει στο τραγούδι του την ψυχή του λαού του», από τον Νίκο Ζαχαριάδη το 1937, θα αποκτήσει εθνική αποδοχή και θα γίνει ο εκφραστής της Μεγάλης Ιδέας που υποστυλώνει με τα δυο του χέρια, ταυτόχρονα, το «έθνος» και τη «λαοκρατία».
Είναι, βεβαίως, έξω από το πεδίο έρευνας του συγγραφέα, όπως ρητά περιγράφεται στον υπότιτλο του βιβλίου (Σημειώσεις για το λαϊκισμό των διανοουμένων και τη νεοελληνική ταυτότητα στον 20ό αιώνα), αλλά πιστεύω πως αν διευρύναμε το χρονικό άνυσμα ώστε να περιλάβει και τον 19ο αιώνα, ο ανάπλους της καταγωγής του εθνικολαϊκισμού και η ολοκληρωμένη γενεαλογία του θα μας οδηγούσε στην πρόσληψη των ιδεών του Χέρντερ από τους διανοούμενους της εποχής. Οι ιδέες του Χέρντερ –θεμελιωτή του λαϊκισμού όπως τον θεωρούσε ο Αϊζάια Μπερλίν, με το «πνεύμα» της φυλής (Volksgeist)–, η ιστοριοκρατία και ο λαογραφισμός είναι η κόκκινη κλωστή που ενώνει τις ποικίλες εκδοχές της κυρίαρχης νεοελληνικής εθνορομαντικής ιδεολογίας στη διάρκεια των δυο τελευταίων αιώνων. Αν και εμφανίζονται πολύ νωρίτερα, κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους με τον Ζαμπέλιο και την ιστοριογραφία του Παπαρρηγόπουλου, συνεχίζονται με τον λαογραφισμό του Νικολάου Πολίτη και τον διαγωνισμό της Εστίας, τον δημοτικισμό στη λογοτεχνία με τον Ψυχάρη και τον Παλαμά, για να πάρει τη σκυτάλη η «γενιά του ’30» με τον μακρυγιαννισμό και η Αριστερά με το μύθο της «λαϊκής ψυχής».
Σατραπισμός
Ο εθνικολαϊκισμός παρέμενε ισχυρός χωρίς να κλονίζεται από τον κατά καιρούς ρηχό εκσυγχρονισμό και τον εργαλειακό ορθολογισμό που είχε σημαία και στόχο κυρίως την καταναλωτική εξομοίωση με τη Δύση. Γιατί το κρίσιμο σημείο είναι η έλλειψη των νεωτερικών προϋποθέσεων στη συγκρότηση του κράτους. Κάτω από τα οικονομικά προβλήματα και τις χρεοκοπίες διακρίνεται η πολιτική υστέρηση, η ιδεολογική ηγεμονία της εθνικολαϊκιστικής νοοτροπίας, το αφόρητο βάρος των πατέρων, η απουσία της ώριμης ατομικότητας και της θεώρησης του κράτους ως προϊόντος ενός πολιτικού συμβολαίου. Ο πολιτισμικός κοινοτισμός και ο μυθοποιημένος ρομαντικός λαός επισκιάζουν το πολιτικό το οποίο χάνει την αυτονομία του από το κοινοτιστικό πεπρωμένο. Όπως το διατυπώνει ο Πανταζόπουλος:
Οι καλύτεροι χορηγοί του λαϊκισμού είναι εκείνοι οι εκσυγχρονιστές οι οποίοι θεωρούν ότι η νεωτερικότητα εξαντλείται στον εργαλειακό «ορθολογισμό», τις ελεύθερες αγορές, την «ανοιχτή κοινωνία», την ενωμένη Ευρώπη, ομνύοντας εσχάτως στην «ψηφιοποίηση του κράτους» και τον λυτρωτικό σταρταπισμό, ο οποίος με τη βοήθεια μια κρισιακής συγκυρίας κάλλιστα θα μπορούσε να μεταβληθεί σε λυτρωτικό σατραπισμό.
Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια, η πανδημία, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανέδειξαν κάτω από την επιφάνεια της πολιτικής κοινά μοτίβα, διχοτομίες, ρεύματα «σκέψης» και συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται διαχρονικά. Τα βιβλία και οι ιδέες του Ανδρέα Πανταζόπουλου για τον εθνικολαϊκισμό, οι μεταφράσεις του και η δεξίωση του έργου του Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, συνιστούν ένα συστηματικό και πολύτιμο “work in progress” για την κατανόηση της πολιτικής και της πολιτισμικής μας ταυτότητας.