Ο κύβος του Ρούμπικ είναι ένα τρισδιάστατο παζλ με 26 κυβάκια σε 6 χρώματα, σε αρθρωτή διάταξη. Περιστρέφοντάς τον κατάλληλα, τα κυβάκια ευθυγραμμίζονται σιγά σιγά και το παζλ λύνεται όταν κάθε πλευρά του κύβου έχει μόνο ένα χρώμα.
Ο Dr. Strangelove (S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα) είναι μία σύντομη (94’) ασπρόμαυρη ταινία του 1964, του μετρ Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Αν στην ταινία όλα τα γεγονότα, οι συγκυρίες και η ανθρώπινη παράνοια ευθυγραμμιστούν, τότε θα εμφανιστεί μια εκτυφλωτική λάμψη στα χρώματα του ήλιου: ένα πυρηνικός πόλεμος, μια θλιβερή coda για την ανθρωπότητα.
Σήμερα, με τις απειλές για πυρηνική σύρραξη να εκτοξεύονται αλόγιστα και ακαταλόγιστα, η ταινία αυτή –που δεν γέρασε ποτέ– ξαναμπαίνει σε πρώτο πλάνο. Αλλά πριν τη δούμε, μια σύντομη περιήγηση στις ΗΠΑ, τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, είναι διαφωτιστική.
Η λάμψη της παράνοιας
Η δεκαετία του 1950 ήταν σχετικά ήσυχη στις ΗΠΑ, με τα κοπάδια των ευχαριστημένων καταναλωτών σε καταστολή. Ελάχιστοι αμφισβητούσαν τη «φιλελεύθερη συναίνεση». Φωνές όπως του κοινωνιολόγου Τσαρλς Ράιτ-Μιλς, που το 1956 επιτέθηκε στις ισχυρές ελίτ κατηγορώντας τες για τον «παλαβό ρεαλισμό τους», ακούγονταν παράφωνες. Μόνη διαφαινόμενη απειλή ήταν ο «κομμουνιστικός κίνδυνος», δηλαδή η Σοβιετική Ένωση – η Αυτοκρατορία του Κακού. Ο «Ελεύθερος Κόσμος», υπό την αδιαμφισβήτητη ηγεσία των ΗΠΑ, έπρεπε να προετοιμαστεί για μακρά πάλη με τον κομμουνισμό φτιάχνοντας ένα πανίσχυρο αμυντικό (και συνάμα επιθετικό) σύστημα, γιατί «η γλώσσα της ισχύος ήταν η μόνη γλώσσα που καταλάβαιναν οι κομμουνιστές» — ακόμη και αν βρίσκονταν σε υποδεέστερη οικονομική και στρατιωτική κατάσταση. Αυτή η αίσθηση της απειλής χτύπησε κόκκινο όταν και οι Σοβιετικοί απέκτησαν πυρηνική τεχνολογία. Οι ΗΠΑ, έχοντας από το 1945 την πρωτοπορία με την ατομική βόμβα, προχώρησαν στην κατασκευή της υδρογονοβόμβας· το 1952 δοκίμασαν μια βόμβα 700 φορές ισχυρότερη από τη βόμβα που είχαν ρίξει στη Χιροσίμα (εκείνη την «παιδική» ατομική βόμβα με 80.000 ακαριαίους νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες). Μερικούς μήνες αργότερα, οι Σοβιετικοί ανακοίνωσαν ότι και εκείνοι διέθεταν υδρογονοβόμβα. Ο Ψυχρός Πόλεμος, που είχε αρχίσει με το Δόγμα Τρούμαν, δυο χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, εντατικοποιήθηκε. Και μαζί η κούρσα των εξοπλισμών, η οποία –με διάφορες μορφές– συνεχίζεται ώς σήμερα.
Τα πυρηνικά όπλα (για τα οποία, μετά τη Χιροσίμα, όλοι εν χορώ έλεγαν ότι δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ποτέ ξανά) έφεραν την πυρηνική στρατηγική, μια άσκηση που θολώνει τον νου, ιδιαίτερα αν υφίστανται σε χιλιάδες. Το βασικό δόγμα, της αποτροπής ή της Αμοιβαίας Βέβαιης Καταστροφής, υπέθετε ότι η βιβλική εξόντωση που θα προκαλούσε ένας πυρηνικός πόλεμος έκανε τη χρήση αυτών των όπλων αδιανόητη. Ωστόσο, ένας από τους πρώτους θεωρητικούς του πυρηνικού πολέμου, ο Χένρι Κίσινγκερ, υποστήριξε το 1957 ότι τα πυρηνικά έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και ως τακτικά όπλα, δηλαδή στο πεδίο της μάχης. Ένας άλλος «διανοητής της Αποκάλυψης», ο Χέρμαν Καν, επιχειρηματολόγησε λίγο αργότερα ότι, για να είναι αποτελεσματικά ως όπλα αποτροπής, τα πυρηνικά όπλα έπρεπε να είναι τρομακτικά, αδυσώπητα, πειστικά, φθηνά, να μην υπόκεινται σε ατυχήματα στη χρήση τους και να είναι ελέγξιμα από την ιεραρχία. Οι δυο τελευταίες προϋποθέσεις, εντούτοις, παρέβλεπαν την ανθρώπινη φύση.
Αυτή την παράλογη λογική, στις ΗΠΑ, τη διαστρέβλωναν ακόμη περισσότερο τα ΜΜΕ, κάνοντας τις μάζες να νομίζουν ότι ένας πυρηνικός πόλεμος μπορεί να είναι αποδεκτός —στο κάτω κάτω δεν είναι δα και κάτι τρομερό. Άρθρα στο περιοδικό U.S. News and World Report, τον Σεπτέμβριο του 1961, με τίτλους όπως «Αν όντως πέσουν οι βόμβες», διαβεβαίωναν τους αναγνώστες ότι έχουν ληφθεί επαρκή μέτρα έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα τσεκ τους ακόμη και όταν οι τράπεζες που τα είχαν εκδώσει έχουν κονιορτοποιηθεί από μια πυρηνική επίθεση. Παραδίπλα, ένα αρθράκι περιέγραφε το πόσο καλά ανάρρωναν οι «χιμπακούσα», οι επιζήσαντες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Το περιοδικό Life του ίδιου μήνα απεικόνιζε στο εξώφυλλό του έναν άνδρα μέσα σε μια γελοία κοκκινωπή στολή, κάτω από τον τίτλο «Πώς μπορείτε να επιβιώσετε από τα ραδιενεργά κατάλοιπα. 97 στους 100 μπορούν να σωθούν». Στο τεύχος υπήρχαν αναλυτικά σχέδια για πυρηνικά καταφύγια και συμβουλές για την καλύτερη θεραπεία για όσους προσβληθούν από τη ραδιενεργό ακτινοβολία: «πιείτε ένα καυτό τσάι ή ένα διάλυμα μαγειρικής σόδας». Παραπλεύρως, φιγουράριζε η διαφήμιση ενός πυρηνικού καταφυγίου προκάτ (πού να το φτιάχνεις από την αρχή!), πλήρως εξοπλισμένου και εφοδιασμένου με όλα τα χρειώδη, για μόνον 700 δολάρια. Η φωτογραφία μιας πενταμελούς οικογένειας που δεν θα μπορούσε να είναι ευτυχέστερη από τη διαβίωση στο καταφύγιο έκανε προφανή την ευκαιρία που έπρεπε να αδράξουν οι καταναλωτές. Η επιστολή του προέδρου Κένεντι στο ίδιο τεύχος, που άρχιζε με τη φράση «Συμπατριώτες μου Αμερικανοί: Τα πυρηνικά όπλα και η πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου είναι μία πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε σήμερα να αγνοούμε», έβαζε την σφραγίδα της αυθεντίας στην αποδοχή της παράνοιας. Όπως έγραψε ο ριζοσπάστης δημοσιογράφος I. Φ. Στόουν μόλις διάβασε το τεύχος του Life, τα ΜΜΕ ήταν αποφασισμένα να πείσουν τους Αμερικανούς ότι ο θερμοπυρηνικός πόλεμος ήταν «σχεδόν τόσο ασφαλής, όσο και το σαπούνι Ivory είναι αγνό».
Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα διαταράχτηκε βίαια τον Οκτώβριο του 1962, με την κρίση της Κούβας –όταν ο κόσμος βρέθηκε κοντύτερα από ποτέ να ατενίζει την άβυσσο ενός πυρηνικού ολέθρου– όπου για δυο εβδομάδες ο πόλεμος μπορεί να ξεσπούσε από στιγμή σε στιγμή. Ο συγγραφές Έντμουντ Γουίλσον αναρωτήθηκε τότε αν «οι δαπάνες μας σε πυρηνικούς εξοπλισμούς είναι μια από τις τελευταίες πράξεις της ανθρωπότητας».
Ένα ξεκούρδιστο πορτοκάλι
Παθιασμένος από τα νιάτα του με το σκάκι, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ καταλάβαινε καλά τα αδιέξοδα και τον παραλογισμό της πυρηνικής στρατηγικής ήδη από τη δεκαετία του 1950. Ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για το θέμα και, με τη συστηματικότητα που τον χαρακτήριζε, μελέτησε 80 περίπου τεχνικά βιβλία για τα πυρηνικά, ενώ έγινε συνδρομητής ακόμη και σε περιοδικά για αμυντικά θέματα. «Εντυπωσιάστηκα από τις παραδοξότητες κάθε βαριάντας από το ένα άκρο στο άλλο – από τις παραδοξότητες του πυρηνικού αφοπλισμού έως το πρώτο πλήγμα» έγραψε λίγο πριν προβληθεί το Dr. Strangelove. «Και μου φάνηκε ότι […] ήταν πολύ σημαντικό να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα δραματουργικά, γιατί είναι το μόνο κοινωνικό πρόβλημα όπου δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση οι άνθρωποι να διδαχθούν το παραμικρό από την εμπειρία τους».
Αποφάσισε έτσι, γύρω στο 1960, να κάνει μια ταινία για τον πυρηνικό εφιάλτη. Όταν όμως άρχισε να επεξεργάζεται το σενάριο εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα. Έλεγε σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του:
Ξεκίνησα να δουλεύω το σενάριο με κάθε πρόθεση να φτιάξω μια ταινία που αντιμετωπίζει με σοβαρότητα το πρόβλημα ενός πυρηνικού πολέμου από ατύχημα. Και καθώς προσπαθούσα να φανταστώ τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα θα συνέβαιναν στην πραγματικότητα, είχα συνεχώς ιδέες που απέρριπτα, γιατί παραήταν γελοίες. Έλεγα διαρκώς στον εαυτό μου: «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ο κόσμος θα γελάει». Αλλά ύστερα από ένα μήνα άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά τα κομμάτια που πέταγα ήταν ακριβώς εκείνα που ήταν τα πιο αληθινά.
Η δυσκολία ήταν ότι, προσπαθώντας να κάνει ένα σοβαρό δράμα, ο Κιούμπρικ αποδεχόταν το «καθιερωμένο πρότυπο», το κυρίαρχο παράδειγμα· η προσέγγιση όμως ήταν λανθασμένη. Κατ’ αναλογία με την «αλλαγή παραδείγματος» του Τόμας Κουν, ο Κιούμπρικ έπρεπε να υπερβεί τη συμβατική σκέψη: «Ο μόνος τρόπος να διηγηθώ την ιστορία ήταν ως μαύρη κωμωδία, ή –καλύτερα– ως εφιαλτική κωμωδία, όπου τα πράγματα με τα οποία γελάς πιο πολύ βρίσκονται στην καρδιά των παράδοξων θέσεων που κάνουν πιθανό τον πυρηνικό πόλεμο». Με τον Dr. Strangelove θα έφτανε τη μαύρη κωμωδία στο όριό της, εκεί όπου διαπιστώνεις με πικρία ή τρόμο ότι το μόνο που σου απομένει είναι να γελάσεις. Τότε που μπορείς να αναφωνήσεις μαζί με τον πλαγιότιτλο της ταινίας: «Πώς έμαθα να πάψω να ανησυχώ και να αγαπώ τη βόμβα!».
Επιτέλους, η ταινία
Ερχόμαστε τώρα στην ταινία. Αυτή εδώ δεν είναι κριτική κινηματογράφου, ωστόσο επιτρέψτε μου να απαριθμήσω μερικές από τις αρετές της:
- Το Dr. Strangelove θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα πολιτικής σάτιρας που έχουν φτιαχτεί. Παρότι ο ανταγωνισμός από άλλες ταινίες του Κιούμπρικ είναι ισχυρότατος (Λολίτα, Η Λάμψη, Μπάρι Λύντον, 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος είναι μερικές απ’ αυτές), πρόκειται για την πιο δημοφιλή ταινία του.
- Η ταινία, γυρισμένη στον απόηχο της πυρηνικής κρίσης της Κούβας του 1962, δείχνει την παράνοια των πυρηνικών εξοπλισμών, την τεράστια σημασία του αστάθμητου ανθρώπινου παράγοντα που μας βολεύει να αγνοούμε και την ευκολία με την οποία η ανθρωπότητα μπορεί να παραπατήσει στον πυρηνικό όλεθρο, τον χειροποίητο Άδη, από τον οποίο δεν υπάρχει επιστροφή. Και είναι μεν μια εφιαλτική κωμωδία, όμως το μήνυμα είναι καθαρό, ηχηρό και παραμένει τραγικά επίκαιρο όλον αυτό τον καιρό που μεσολάβησε —και ιδιαίτερα σήμερα.
- Οι ταινίες του Κιούμπρικ είναι ένα ελβετικό ρολόι ακριβείας και αυτό αντικατοπτρίζει τη γόνιμη τελειοθηρία του σκηνοθέτη. Ο Κιούμπρικ γύριζε κάθε πλάνο ξανά και ξανά, μέχρι να αποτυπωθεί ακριβώς αυτό που είχε στο μυαλό του. Είναι επίσης ο άνθρωπος που τηλεφωνούσε στους μηχανικούς προβολής στα σινεμά όπου παίζονταν οι ταινίες του και τους απαιτούσε να νετάρουν τη μηχανή τους καλύτερα. Στο Dr. Strangelove οι διάλογοι και οι κινήσεις των ηθοποιών χαρακτηρίζονται από τέτοια οικονομία που τίποτε δεν είναι περιττό. Ούτε ένα πλάνο δεν περισσεύει.
- Ο Κιούμπρικ, ωστόσο, έκανε μία μόνο εξαίρεση στην τελειοθηρία και στον απόλυτο έλεγχο που ήθελε να έχει πάνω στους ηθοποιούς του. Το παίξιμο του Τζορτζ Κ. Σκοτ (ίσως τον θυμάστε από τον Patton), στο ρόλο ενός αλλοπρόσαλλου στρατηγού με μάτι που γυαλίζει, είναι τόσο καλό, οι γκριμάτσες και οι κινήσεις του τόσο εναρμονισμένες, που είναι φανερό (όπως παρατηρεί ο κριτικός Ρότζερ Έμπερτ) ότι ο Κιούμπρικ άφησε τον Σκοτ να αυτοσχεδιάσει. Το αποτέλεσμα είναι χαραγμένο στο πάνθεον της έβδομης Τέχνης. Αυτός ο ζωηρός ενθουσιασμός του στρατιωτικού που αδημονεί να ξεκινήσει ο πυρηνικός αφανισμός θα μείνει πολύ βαθιά χαραγμένος στη μνήμη μας.
- Στην ταινία ξεδιπλώνεται το σπάνιο ταλέντο του Πίτερ Σέλερς που παίζει τρεις (!) ρόλους: τον επιφανειακά λογικό, υπέρμετρα ήπιο και αφελή πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών· τον ταγματάρχη Μαντρέικ, φλεγματική βρετανική μορφή που υπηρετεί προσωρινά σε μια αμερικανική βάση πυρηνικών βομβαρδιστικών, ως υπασπιστής ενός γνήσια τρελού στρατηγού, διοικητή της βάσης· και τον Dr Strangelove, έναν λανθάνοντα ναζί (αλλά ενθυμού: άπαξ ναζί, πάντα ναζί), επιστημονικό σύμβουλο του πρόεδρου των ΗΠΑ, σαν και εκείνους που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αμερικανοί τσακώνονταν με τους Ρώσους ποιος θα τους πρωτοπάρει για «μεταφορά τεχνολογίας»: πυρηνικής, πυραυλικής και άλλης. Ο Dr Strangelove είναι ένα αμάλγαμα του Χένρι Κίσινγκερ, του Χέρμαν Καν και του πυρηνικού επιστήμονα Έντουαρντ Τέλερ, στερείται δε παντελώς ενσυναίσθησης. Ενώ η καταστροφή ζυγώνει, δίνει συμβουλές ευγονικής στον πρόεδρο, εκεί στα πυρηνικά καταφύγια όπου θα ανθήσει η νέα γενιά μετά τον πόλεμο – αρκεί η αναλογία να είναι ένας άνδρας για δέκα γυναίκες.
- Και εδώ βλέπουμε το επίμονο θέμα του Κιούμπρικ, τις μηχανές που πάνε ενάντια στους σχεδιαστές και τους χρήστες τους. Στο άλλο αριστούργημά του, το 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος, ο υπολογιστής του διαστημοπλοίου, ο Hall 9000, αρχικά παίζει ειρηνικά σκάκι με τους αστροναύτες, όταν όμως αυτονομείται τους δηλώνει αγέρωχα ότι «αυτή η αποστολή είναι πολύ σημαντική για να σας επιτρέψω να τη θέσετε σε κίνδυνο», και τους θανατώνει έναν έναν. Στο Strangelove, το διακύβευμα είναι απείρως κρισιμότερο: οι δύο υπερδυνάμεις έχουν φτιάξει τεράστια πυρηνικά οπλοστάσια στα οποία έχουν ενσωματώσει αυτοματισμούς που τα αυτονομούν, αποκαλώντας τα ωστόσο δυνάμεις «αποτροπής», λόγω της αμοιβαίας βέβαιης καταστροφής σε περίπτωση πολέμου. Στο Dr. Strangelove, όταν οι «Μηχανές της Ημέρας της Αποκάλυψης», με τη βοήθεια της παράνοιας και των λανθασμένων υποθέσεων των σχεδιαστών τους δυσλειτουργήσουν, αυτή η «αποτροπή» θα φαντάζει κωμικά επικίνδυνη. Ένας λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση μπορεί να ακυρώσει το τέλειο σχέδιο «αποτροπής». Και όταν αρχίσει ο πόλεμος, το κουρδιστό πορτοκάλι των επιτελικών σχεδίων τινάζεται στον αέρα με την πρώτη κανονιά (ή την πρώτη εκτόξευση), όπως προσφυώς έχει παρατηρήσει, ήδη από τον 19ο αιώνα, ο θεωρητικός του πολέμου Καρλ φον Κλαούζεβιτς – ο οποίος είναι πάντοτε πίσω από την κουίντα του Dr. Strangelove. Είναι τότε που κατεβαίνει «η καταχνιά του πολέμου», όπως έλεγε ο Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, και μεταμελημένος τεχνοκράτης.
- Ο μακαρίτης μουσικός της ροκ Φρανκ Ζάππα είχε πει το 1987 (ίσως όχι ακριβώς έτσι) ότι «η πολιτική είναι το τμήμα ψυχαγωγίας του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος», αλλά η ρήση θα μπορούσε να είναι ένας ακόμη πλαγιότιτλος της ταινίας. Οι πολιτικοί –και των δύο υπερδυνάμεων– είναι κωμικές μαζορέτες που δεν κατανοούν την κρισιμότητα της κατάστασης, δηλώνουν άγνοια σε αποφάσεις που έχουν πάρει οι ίδιοι, ασχολούνται με μικρολεπτομέρειες ενώ ο κόσμος καίγεται ή διασκεδάζουν στην ντάτσα τους αποχαυνωμένοι από τη βότκα. Ακόμη και οι διπλωμάτες, λίγο πριν από το ολοκαύτωμα που επελαύνει, έχουν μόνη έγνοια να βγάλουν κρυφά, ως κατάσκοποι, μια φωτογραφία από την Αίθουσα Επιχειρήσεων. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι.
- Στην ταινία βρέχει ευφυή σεξουαλικά υπονοούμενα και αναφορές, κάτι που έχει παραδεχτεί ανοιχτά ο σκηνοθέτης. Το στίγμα δίνεται από την πρώτη σκηνή, όπου ένα βομβαρδιστικό Β-52 ζευγαρώνει εν πτήσει με ένα αεροπλάνο τάνκερ, προκειμένου να ανεφοδιαστεί, ενώ ακούγεται το τραγουδάκι «Try a Little Tenderness». Αυτό από μόνο του δεν θα ήταν τόσο ξεχωριστό αν το ένστικτο του θανάτου δεν συμπλεκόταν τόσο σφιχτά με το ένστικτο της αναπαραγωγής μέχρι το τέλος της ταινίας, «τον τελευταίο σπασμό», όπως λέει ο Κιούμπρικ.
- Τα σκηνικά της ταινίας έγραψαν ιστορία. Η Αίθουσα Επιχειρήσεων του Πενταγώνου ήταν ένα θεόρατο τριγωνικό κατασκεύασμα με ένα μεγάλο κυκλικό τραπέζι στο κέντρο που θύμιζε την αίθουσα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, μαύρο λακαριστό πάτωμα που έφερνε στο νου ταινίες του Φρεντ Ασταίρ και τεράστιους στρατηγικούς χάρτες που έδειχναν την πορεία των βομβαρδιστικών προς τους στόχους τους. Το ότι το τραπέζι και τα φώτα από επάνω του έμοιαζαν με τραπέζι του πόκερ δεν ήταν απλή σύμπτωση: αν και στην ασπρόμαυρη ταινία το χρώμα δεν θα ξεχώριζε, ο Κιούμπρικ επέμενε το τραπέζι να καλύπτεται από την πράσινη τσόχα του πόκερ, έτσι ώστε οι ηθοποιοί να έχουν την αίσθηση ότι παίζουν με τις τύχες του πλανήτη. Επίσης, όταν το Πεντάγωνο αρνήθηκε κάθε συνεργασία με τον Κιούμπρικ, ο σκηνογράφος αναγκάστηκε να κατασκευάσει από το μηδέν το κόκπιτ του βομβαρδιστικού Β-52 από μια μοναδική φωτογραφία που είχε διαρρεύσει. Ήταν τόσο πειστικό, όπως είπαν αργότερα οι τεχνικοί της αεροπορίας οι οποίοι το επισκέφθηκαν, που ο Κιούμπρικ ανησύχησε μήπως ο σκηνογράφος του είχε κάνει κάτι παράνομο.
- Το τέλος βέβαια είναι όλα ή τίποτα. Κυριολεκτικά. Δεν πρόκειται για μια περίπτωση του «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» ούτε για τη στυφή γεύση μιας κακής κατάληξης. Φυσικά δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω, να μη σας χαλάσω την έκπληξη – αν δηλαδή τελικά θα πρυτανεύσει η λογική και θα αποφευχθεί το αναπόφευκτο ή αν θα γίνουν όλα στάχτη και μπούρμπερη. Ή, όπως το περιέγραψε παραστατικά ο Νικήτα Χρουστσόφ, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και ηγέτης της χώρας, σε επιστολή του προς τον πρόεδρο Κένεντι, στο αποκορύφωμα της κρίσης της Κούβας: «Αν οι άνθρωπο δεν δείξουν σωφροσύνη, τότε σε τελική ανάλυση θα έρθουν σε σύγκρουση, σαν τυφλοπόντικες, και τότε θα ξεκινήσει η αμοιβαία εξόντωση».
Είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια, εξόχως παιδευτική. Καλή διασκέδαση (στο μέτρο του δυνατού), και καλή συνέχεια (στο μέτρο της ειμαρμένης)!