Σύνδεση συνδρομητών

Με τη δημοκρατία και τη Δύση

Τρίτη, 12 Ιουλίου 2022 22:48
Η Ανν Απλμπάουμ από τον Αλέκο Παπαδάτο.
Αλέκος Παπαδάτος
Η Ανν Απλμπάουμ από τον Αλέκο Παπαδάτο.

Anne Applebaum, To λυκόφως της δημοκρατίας. Η σαγήνη του απολυταρχισμού, μετάφραση από τα αγγλικά: Μενέλαος Αστερίου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022, 220 σελ.

 Ζούμε σε δύσκολους καιρούς για τον δυτικό κόσμο και για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, με δημοκρατικές εκλογές, διεκδικούν ή έχουν κερδίσει την εξουσία κυβερνήσεις με καθεστωτική αντίληψη και αυταρχική ατζέντα. Η Αμερική δοκίμασε κάτι αντίστοιχο στην προεδρία Τραμπ, τις επιπτώσεις της οποίας ακόμα πληρώνουμε. Ο Πούτιν μιας όλο και πιο αυταρχικής Ρωσίας επιτίθεται κατά της Ουκρανίας, ο προσανατολισμός της οποίας είναι η Δύση και η δημοκρατία. Η Ανν Απλμπάουμ αναρωτιέται: υπάρχει κίνδυνος για τις ανοιχτές κοινωνίες; Είναι αναπόφευκτη η σύγκρουση με μια οπισθοχώρηση προς τον απολυταρχισμό; Μπορούμε να νικήσουμε;

1.

Το νέο βιβλίο της αμερικανοπολωνής δημοσιογράφου και ιστορικού του κομμουνισμού Ανν Απλμπάουμ (τα βιβλία της κυκλοφορούν και έχουν απήχηση στην Ελλάδα: Γκουλάγκ: Η αληθινή ιστορία, Ιωλκός, 2009, Σιδηρούν παραπέτασμα. Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη, 1944-1956, Αλεξάνδρεια, 2016, Ο κόκκινος λιμός. Ο πόλεμος του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας, Αλεξάνδρεια, 2019) ξεκινά με την εξιστόρηση ενός πάρτι που διοργάνωσαν εκείνη και ο σύζυγός της, ο Ράντεκ Σικόρσκι, που τότε, επί προεδρίας Αλεξάντερ Κβασνιέφσκι, ήταν αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών σε κεντροδεξιά κυβέρνηση. Το πάρτι με κρασιά και πυροτεχνήματα έγινε στο Χόμπιελιν, «μια μικρή έπαυλη στη βορειοδυτική Πολωνία» ιδιοκτησίας της οικογένειας του συζύγου της, στις 31 Δεκεμβρίου 1999, για να υποδεχτούν τον νέο αιώνα. Κάλεσαν φίλους από διάφορα σημεία του πλανήτη με τους οποίους είχαν σχετιστεί στις διάφορες διαδρομές της ζωής τους («δημοσιογράφους από το Λονδίνο και τη Μόσχα, μερικούς κατώτερους διπλωμάτες με έδρα τη Βαρσοβία, δυο φίλους που είχαν έρθει από τη Νέα Υόρκη») και πολλούς Πολωνούς – καθηγητές, δημοσιογράφους, πολιτικούς και αρκετούς συγγενείς.

Ήταν, λέει η Ανν Απλμπάουμ, μια ωραία γιορτή. Οι άνθρωποι ήταν αισιόδοξοι, οι οιωνοί ήταν θετικοί – κι άλλωστε, οι περισσότεροι μοιράζονταν μια κοινή αντίληψη για το μέλλον:

Θα μπορούσατε να κατατάξετε τους περισσότερους από εμάς στη γενική κατηγορία της Δεξιάς, όπως την αποκαλούν οι Πολωνοί, στους συντηρητικούς, τους αντικομμουνιστές. Όμως εκείνη τη στιγμή της ιστορίας θα μπορούσατε επίσης να χαρακτηρίσετε φιλελεύθερους τους περισσότερους από εμάς. Φιλελεύθερους υπέρ της ελεύθερης αγοράς, κλασικούς φιλελεύθερους, μπορεί και θατσερικούς. Ακόμη και όσοι μπορεί να μην είχαν σαφή άποψη για την οικονομία πίστευαν στη δημοκρατία, στο κράτος δικαίου, σε ένα σύστημα ελέγχων και εξισορροπήσεων και σε μια Πολωνία που ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και ετοιμαζόταν να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια Πολωνία συστατικό στοιχείο της σύγχρονης Ευρώπης. Τη δεκαετία του 1990, όλα αυτά σήμαιναν πως ήσουν «δεξιός». (σ. 10)

Ήταν μια αξέχαστη βραδιά που κύλησε ευχάριστα – και συνεχίστηκε ευχάριστα και την επόμενη μέρα. Η μοναδική σοβαρή πολιτιστική γραμμή διαίρεσης στη γιορτή ήταν η μουσική: «τα τραγούδια που θυμούνταν οι Αμερικανοί φίλοι μου από τα φοιτητικά τους χρόνια δεν ήταν τα ίδια με τα τραγούδια που θυμούνταν από τα φοιτητικά τους χρόνια οι Πολωνοί, οπότε ήταν δύσκολο να χορεύουν όλοι ταυτόχρονα» (σ. 11). Κατά τα άλλα, όλοι αισθάνονταν στην ίδια ομάδα: φιλελεύθεροι δημοκράτες και Ευρωπαίοι, οπαδοί της προόδου και της μεγάλης, ενωμένης Ευρώπης.

Η στιγμή εκείνη ήταν μοναδική αλλά ανήκει στο παρελθόν, εξομολογείται η Απλμπάουμ. «Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, θα περνούσα στο απέναντι πεζοδρόμιο για να αποφύγω μερικούς καλεσμένους μας σε εκείνη τη γιορτή για την Πρωτοχρονιά. Και αυτοί όχι μόνο θα αρνούνταν σήμερα να μπουν στο σπίτι μου, αλλά και θα ένιωθαν αμήχανα αν θα έπρεπε να παραδεχθούν πως είχαν έρθει κάποτε» (σ. 11). Μετά είκοσι έτη, ανάμεσα στην τότε ενιαία κοινότητα φιλελεύθερων ευρωπαϊστών έχει υψωθεί τείχος αποξένωσης. Μιας αποξένωσης «που δεν είναι προσωπική, είναι πολιτική». Μιας αποξένωσης που, στον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς, έχει δημιουργήσει δυο διακριτά στρατόπεδα. Από τη μια, οι φιλοευρωπαίοι φιλελεύθεροι που έρχονται από τα παλιά, οπαδοί της ελεύθερης αγοράς και του κράτους δικαίου. Απέναντι, όμως, στην Πολωνία, βρίσκεται το εθνικιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη, τους οπαδούς του οποίου η Απλμπάουμ τους χαρακτηρίζει οπαδούς απόψεων «όχι μόνο ξενοφοβικών και παρανοϊκών, αλλά και ανοιχτά αυταρχικών». Τέτοια κόμματα δεξιάς προέλευσης που βρέθηκαν στην κυβέρνηση ή ανέπτυξαν και αναπτύσσουν κυβερνητική δυναμική δεν συναντά κανείς μόνο στην Πολωνία αλλά και στην Ουγγαρία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, αλλά και (με διαφορές) στην Αγγλία και στις ΗΠΑ.

Στην Πολωνία, που χρησιμοποιείται ως μοντέλο για την παρουσίαση του τρόπου και των ιδεών πάνω στις οποίες χτίζεται το αυταρχικό πολιτικό μοντέλο που, μοιραία, θα έλθει σε σύγκρουση με τις ευρωπαϊκές αρχές, η μετατόπιση στελεχών και διανοούμενων του παλαιού ευρωπαϊστικού στρατοπέδου προκύπτει με σαφήνεια μετά το 2015, όταν το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη κέρδισε με μικρή πλειοψηφία τις εκλογές του 2015. Τότε,

ο ριζοσπαστισμός του έγινε αμέσως εμφανής. Η νέα κυβέρνηση παραβίασε το σύνταγμα διορίζοντας παράτυπα νέους δικαστές και συνταγματικό δικαστήριο. Αργότερα χρησιμοποίησε εξίσου αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις για να ελέγχει τις αποφάσεις του δικαστηρίου και υιοθέτησε έναν νόμο που στόχο είχε να τιμωρούνται οι δικαστές των οποίων οι ετυμηγορίες θα ήταν εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη απέκτησε τον έλεγχο του δημόσιου τηλεοπτικού δικτύου –και πάλι παραβιάζοντας το σύνταγμα– απολύοντας δημοφιλείς παρουσιαστές και έμπειρους δημοσιογράφους. Οι αντικαταστάτες τους, οι οποίοι στρατολογήθηκαν από την άκρα Δεξιά των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, άρχισαν αμέσως με χρήματα των φορολογουμένων να προπαγανδίζουν τις θέσεις του κυβερνώντος κόμματος διανθισμένες με ψέματα που μπορούσαν εύκολα να αποκαλυφθούν. Οι δημόσιοι θεσμοί ήταν ένας άλλος στόχος αυτού του κόμματος. Μόλις ανήλθε στην εξουσία, απέλυσε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους και τους αντικατέστησε με κομματόσκυλα, ξαδέλφια και άλλους συγγενείς κομματόσκυλων. Απομάκρυνε στρατηγούς με χρόνια εκπαίδευσης σε ακαδημίες της Δύσης. Έδιωξε γλωσσομαθείς και έμπειρους διπλωμάτες. Διέλυσε το ένα μετά το άλλο όλα τα πολιτιστικά ιδρύματα. Το Εθνικό Μουσείο έχασε τον εξαιρετικό και διεθνούς κύρους διευθυντή του. Τη θέση του πήρε ένας άγνωστος ακαδημαϊκός χωρίς καμιά προηγούμενη πείρα στη διοίκηση μουσείων, του οποίου η πρώτη σημαντική απόφαση ήταν να διαλύσει το τμήμα σύγχρονης τέχνης του μουσείου. […] (σ. 13-14)

Δεν είναι και πολύ πρωτότυπα, δηλαδή, όσα έκανε η ακροδεξιά κυβέρνηση της Πολωνίας μετά το 2015. Το ίδιο πάνω-κάτω διάστημα, σε ένα άλλο σημείο της Ευρώπης, στην Ελλάδα, μια κυβέρνηση αριστερή (με την κοινοβουλευτική στήριξη ενός ακροδεξιού εταίρου) έκανε, πάνω-κάτω, τα ίδια. Πρώτα προσπάθησε να εκβιάσει την Ευρώπη, αναζητώντας εταίρους και χρηματοδότες σε αποδεδειγμένα αυταρχικά καθεστώτα και οργανώνοντας ένα παρανοϊκό δημοψήφισμα που αν οι ευρωπαίο εταίροι το είχαν πάρει στα σοβαρά θα είχαν αφήσει τη χώρα να αυτοχειριαστεί. Και στη συνέχεια, επιδίωξε να το κάνει όπως οι Πολωνοί, επιχειρώντας να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη και τον Τύπο, να ελέγξει το (ούτως ή άλλως προϊόν πελατειακών σχέσεων) Δημόσιο, να ηγεμονεύσει στους καθοριστικούς αρμούς της εξουσίας και να επιβάλει ηγεσίες στους θεσμούς του πολιτισμού όπου κυκλοφορούσε η ψευδαίσθηση ότι η τέχνη είναι κοντινή στις ιδέες της Αριστεράς. Από άλλη κατεύθυνση, ο στόχος ήταν (και παραμένει, αν δει κανείς τις τωρινές δηλώσεις του προέδρου και στελεχών της ελληνικής αξιωματικής αντιπολίτευσης – όχι μόνο του ιδιότυπου και βίαιου Παύλου Πολάκη) η χειραγώγηση και οι αυταρχικές λύσεις που όχι μόνο θα έδιναν στην Αριστερά την κυβέρνηση αλλά και την εξουσία. Και όλα αυτά, ενώ οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εφάρμοζαν δουλικά το μνημόνιο που αυτοί προκάλεσαν και αυτοί διαχειρίστηκαν, υποσχόμενοι το αντίθετο – ότι θα σκίσουν τα προηγούμενα μνημόνια.

Αν η Απλμπάουμ είχε υπόψη της τον τρόπο με τον οποίο ανέβηκε στην εξουσία ο αριστερός λαϊκισμός στην Ελλάδα είμαι βέβαιος ότι θα είχε συμπεριλάβει στο βιβλίο της και το ελληνικό παράδειγμα. Ο αντιδημοκρατικός αντιευρωπαϊσμός δεν είναι προνόμιο μόνο μιας εθνικιστικής Ακροδεξιάς, ταιριάζει εξίσου και σε μια αντιευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά. Τι είναι αυτό που κάνει τον Όρμπαν στην Ουγγαρία, τον Κατσίνσκι στην Πολωνία και τον Τσίπρα στην Ελλάδα ανάλογες περιπτώσεις; Η προβολή ενός πολιτικού εχθρού. Για χώρες που προέρχονται από τον κομμουνισμό, ο εχθρός έχει τα υποκριτικά χαρακτηριστικά μιας αντικομμουνιστικής εκστρατείας: υποτίθεται ότι ούτε ο Κατσίνσκι ούτε ο Όρμπαν θέλουν να παραδώσουν τη χώρα στους κομμουνιστές. Στην Ελλάδα, αντιστοίχως, όπου έχει μεγάλη διάδοση η ιδέα του αυταρχικού μετεμφυλιακού κράτους, η αριστερή δημαγωγία φιλοτεχνεί την εικόνα του άτεγκτου αντιδεξιού μετώπου (κι ας χτίστηκε αυτό με τη συμβολή του Καμμένου, κι ας συνεχίζει να χτίζεται αυτό με τη συμβολή παλαιών στελεχών του Καμμένου, που πήραν μέσα σε μια μέρα την αριστερή ταυτότητα).

Ο ριζοσπαστικός αντιευρωπαϊσμός και η χειραγώγηση της δημοκρατίας είναι κοινά συστατικά της λαϊκιστικής πολιτικής. Και είναι η σύγχρονη πληγή της δημοκρατικής Δύσης, επειδή χρησιμοποιούν τα δημοκρατικά όπλα που τους παρέχει η εξέλιξη (π.χ. την εύκολη και μαζική πρόσβαση στο διαδίκτυο που εύκολα με ψέματα, μισές αλήθειες και συλλογικές υστερίες μετατρέπεται σε μηχανή χειραγώγησης) εξίσου με τα παραδοσιακά όπλα μιας δημοκρατίας: τη δημαγωγία, την παρέλκυση, τον κοινοβουλευτισμό.

 

2.

«Από τον Όργουελ μέχρι τον Καίσλερ», λέει η Απλμπάουμ, «οι Ευρωπαίοι συγγραφείς του εικοστού αιώνα είχαν εμμονή με την ιδέα του Μεγάλου Ψέματος, των ιδεολογικών κατασκευών που ήταν ο κομμουνισμός και ο φασισμός». Τα καθεστώτα αυτά χρειάστηκαν παρατεταμένη βία για να επιβληθούν και την απειλή της βίας για να διατηρηθούν: «Απαιτούσαν την εξαναγκαστική παιδεία, τον πλήρη έλεγχο του πολιτισμού, την πολιτικοποίηση της δημοσιογραφίας, του αθλητισμού, της λογοτεχνίας και των τεχνών».

Αντίθετα, τα πολιτικά κινήματα που σήμερα στην Ευρώπη και ευρύτερα στον δυτικό κόσμο προκαλούν πόλωση απαιτούν πολύ λιγότερα πράγματα. Καταρχήν, δεν απαιτούν υποχρεωτικά βία ούτε δουλικούς γραφιάδες που να υπερασπίζονται την «αληθεια» των δυνάμεων του αυταρχισμού.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους γραφιάδες δεν κάνουν προπαγάνδα που έρχεται σε σύγκρουση με την καθημερινή πραγματικότητα. Εντούτοις, όλοι τους εξαρτώνται, αν όχι από ένα Μεγάλο Ψέμα, από ένα Μεσαίου Μεγέθους Ψέμα, όπως μου είπε ότι θα πρέπει να το αποκαλούμε ο ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ. Με άλλα λόγια, όλοι αυτοί οι γραφιάδες ενθαρρύνουν τους οπαδούς τους να συμμετέχουν, τουλάχιστον για μέρος του χρόνου τους, σε μια εναλλακτική πραγματικότητα. Μερικές φορές αυτή η εναλλακτική πραγματικότητα έχει αναπτυχθεί οργανικά, τις περισσότερες φορές έχει διαμορφωθεί προσεκτικά με τη βοήθεια των σύγχρονων τεχνικών του μάρκετινγκ, του κατακερματισμού του κοινού και των εκστρατειών στα μέσα ενημέρωσης.

Η Απλμπάουμ χρησιμοποιεί διάφορα παραδείγματα τέτοιων Μεσαίου Μεγέθους Ψεμάτων με τα οποία κέρδισε έδαφος η λαϊκιστική πολιτική πετυχημένων λαϊκιστών. Για τις ΗΠΑ, επικαλείται το παράδειγμα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος βγήκε στην πολιτική χρησιμοποιώντας ένα ψέμα, που το σέρβιρε ως θεωρία συνωμοσίας, δημοφιλή λόγο για όσους θεωρούν ότι η πολιτική είναι έκφραση ανώτερων συμφερόντων για να κρατούν δούλους τους ανθρώπους κι ότι όλα προετοιμάζονται σε αόρατα κέντρα, που χρησιμοποιούν τις δομές και τους θεσμούς κάθε πολιτείας για να κυριαρχήσουν. Απευθυνόμενος σε αυτού του τύπου το κοινό, ο Τραμπ ισχυρίστηκε ψευδώς ότι ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν είχε γεννηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δήλωση εκείνη είχε υποτιμηθεί, ώσπου οι Δημοκρατικοί βρήκαν απέναντί τους τη δυναμική της – που πολλαπλασιάστηκε προστιθέμενη σε μια ρητορική υποτίθεται της ανάκτησης της Αμερικής από τους αποκλεισμένους, οι οποίοι φοβούνται «όλα αυτά που θα γίνουν για εκείνους, χωρίς εκείνους».

Ένα ανάλογο Μικρού Μεγέθους Ψέμα διακίνησαν και η ριζοσπαστική Αριστερά και η ακραία και βίαιη ριζοσπαστική Δεξιά, όταν η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου υπέγραψε μνημόνιο, με την υποχρέωση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διασωθεί η Ελλάδα από τη χρεοκοπία. Είπαν ότι «το παλιό πολιτικό σύστημα» διά του μνημονίου εκχωρεί τη χώρα στους ξένους, ουσιαστικά την παραδίδει, για να νέμονται αυτοί τα αγαθά της, ενώ οι γηγενείς θα μείνουν υποτακτικοί και δούλοι των Ευρωπαίων, που αρνήθηκαν να δείξουν αλληλεγγύη σε μια ανάγκη ενός εταίρου τους. Διαστρεβλώνοντας το νόημα και του μνημονίου και της αλληλεγγύης, καλλιέργησαν ένα κλίμα ανατροπής και του δημοκρατικού και του ευρωπαϊκού στάτους της χώρας. Από το κλίμα αυτό επωφελήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη βοήθεια του Καμμένου, αλλά όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ναζιστική Χρυσή Αυγή ήταν, επίσης, μεγάλη αντιμνημονιακή δύναμη διαμαρτυρίας που κατάφερε να μετατρέψει ένα περιθωριακό κόμμα λούμπεν τραμπούκων να το μετατρέψει σε έκτη κοινοβουλευτική δύναμη τον Μάιο του 2012, που με ποσοστό 6,97% εξέλεξε 21 βουλευτές…

Αντίστοιχα Μικρού Μεγέθους Ψέματα, επισημαίνει η Απλμπάουμ, χρησιμοποιήθηκαν στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, από τον Κατσίνσκι και τον Όρμπαν. Η τακτική όσων χρησιμοποιούν τέτοια ψέματα είναι απλή. Πρώτα, ένα Μεσαίου Μεγέθους Ψέμα, δηλαδή μια θεωρία συνωμοσίας, προωθείται από ένα κόμμα ως κεντρικό στοιχείο της πολιτικής εκστρατείας του και, κατόπιν, από ένα κυβερνητικό κόμμα που για να το κάνει πιστευτό χρησιμοποιεί τις δομές του κράτους. Ένα παράδειγμα:

Στην Ουγγαρία, το ψέμα δεν είναι πρωτότυπο. Είναι η πίστη, την οποία προωθούν η ρωσική κυβέρνηση και πολλοί άλλοι, στις υπεράνθρωπες δυνάμεις του Τζορτζ Σόρος, του Ούγγρου Εβραίου δισεκατομμυριούχου, ο οποίος συνωμοτεί για να καταστρέψει την Ουγγαρία μέσω της σχεδιασμένης εισαγωγής μεταναστών. Αυτή η θεωρία, όπως πολλές επιτυχημένες θεωρίες συνωμοσίας, έχει κτιστεί πάνω σε έναν κόκκο αλήθειας. Πράγματι ο Σόρος πρότεινε κάποτε ότι η πλούσια Ευρώπη θα μπορούσε να κάνει μια ανθρωπιστική πράξη και να δεχτεί περισσότερους Σύριους, προκειμένου να βοηθήσει τα φτωχότερα έθνη της Μέσης Ανατολής να αντιμετωπίσουν την προσφυγική κρίση. Όμως η προπαγάνδα στην Ουγγαρία […] προχωρά πολύ πέρα από αυτή την πρόταση. Υποστηρίζει ότι ο Σόρος είναι ο κύριος υποκινητής μιας σχεδιασμένης εβραϊκής συνωμοσίας που στοχεύει να αντικαταστήσει τους λευκούς χριστιανούς, και ιδίως τους Ούγγρους, με σκουρόχρωμους μουσουλμάνους. Αυτά τα κινήματα δεν αντιμετωπίζουν τους μετανάστες απλώς ως οικονομικό βάρος ή τρομοκρατική απειλή αλλά ως υπαρξιακή απειλή για το ίδιο το έθνος. (σ. 47-48)

Η θεωρία αυτή είχε μεγάλη απήχηση. Οι Ούγγροι όντως ένιωσαν την απειλή να έρχεται κατά πάνω τους. Μάλιστα, η τόσο απλοϊκή αυτή θεωρία δημιούργησε μια μαζική υστερία: οι Ούγγροι με οργή απαιτούσαν να κοπούν οι μεταναστευτικές ροές, οι οποίες όμως δεν υπήρξαν ποτέ. Και συντάχθηκαν πίσω από τον Ορμπαν, ο οποίος σήκωσε τη σημαία της εθνικής καθαρότητας, μια περίοδο που οι μετανάστες χρησιμοποιούσαν χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Ισπανία για να μπουν στην Ευρώπη, ενώ στόχος τους ήταν, κυρίως, η Γερμανία.

«Η συναισθηματική απλοϊκότητα μιας θεωρίας συνωμοσίας είναι η ίδια η απλότητά της», γράφει η Απλμπάουμ. «Απορρίπτει τα πολύπλοκα φαινόμενα, τα τυχαία συμβάντα και τα ατυχήματα, ενώ προσφέρει στον πιστό το αίσθημα της ικανοποίησης ότι έχει προνομιούχα πρόσβαση στην αλήθεια. Σε όλους όσοι γίνονται οι φύλακες του μονοκομματικού κράτους, η επανάληψη των θεωριών συνωμοσίας παρέχει και μια άλλη ανταμοιβή: δύναμη» (σ. 54)

 

3.

Οι έως τώρα αναφορές της Απλμπάουμ σε φαινόμενα κυβερνητικού αυταρχισμού είναι σε πρώην κομμουνιστικές χώρες, την Πολωνία και την Ουγγαρία – που μάλιστα η συνθήκη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα διαφοροποιήσει αρκετά, αφού για τη μεν Πολωνία η επανασύνδεσή της με τη Δύση και τις αξίες της είναι εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να διατηρήσει το στάτους της ελεύθερης χώρας απέναντι στη Ρωσία, ενώ η Ουγγαρία φλερτάρει επικίνδυνα με έναν καλυμμένο προς ώρας πουτινισμό και τα συμφέροντα της Ρωσίας.

Ισχύουν με την ίδια ένταση οι ίδιες παρατηρήσεις και στη Δύση; Η Απλμπάουμ δεν έχει αμφιβολίες, γι’ αυτό αφιερώνει ένα κεφάλαιο του βιβλίου της στο Brexit, στις εκφάνσεις του αγγλικού αντιδημοκρατικού λαϊκισμού και, κυρίως, στις πολιτικές επιλογές του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον. Ενός ανθρώπου που, όπως η Απλμπάουμ τεκμηριώνει, επίσης χρησιμοποίησε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής του τη στρατηγική του Μεσαίου Μεγέθους Ψέματος. Μια στρατηγική που είχε δοκιμαστεί όταν ακόμα ο Τζόνσον εργαζόταν ως ανταποκριτής της συντηρητικής εφημερίδας Daily Telegraph στις Βρυξέλλες. Ο Τζόνσον, λέει η Απλμπάουμ, ήταν ο δημοσιογράφος που λάνσαρε μια πολύ δημοφιλή λαϊκή δημοσιογραφία που βρήκε αμέσως μιμητές στη Βρετανία: από έναν κόκκο αλήθειας (ή και λιγότερο από έναν κόκκο) επινοούσε ιστορίες οι οποίες «διακωμωδούσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζοντας την σταθερά ως αστείρευτη πηγή κανονιστικής τρέλας». Τα άρθρα του είχαν τίτλους όπως «Απειλούνται τα βρετανικά ροζ λουκάνικα», επαναλάμβαναν (ψευδείς) φήμες «ότι οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών θα απαγόρευαν τα διώροφα λεωφορεία ή τα πατατάκια με διάφορες γεύσεις». Δημοσιογραφία του χαβαλέ, ελάχιστα πιστευτή, που όμως δημιούργησε ρεύμα και συνέβαλε στην ενίσχυση της επιφυλακτικότητας ενός λαϊκού κοινού προς τις «γκρίζες και γραφειοκρατικές» Βρυξέλλες. Αποτιμώντας αργότερα ο Μπόρις Τζόνσον εκείνα τα κατορθώματα, έλεγε σε συνέντευξή του στο BBC: «Πετούσα πέτρες πάνω από τον τοίχο του κήπου και από το διπλανό θερμοκήπιο στην Αγγλία άκουγα τον εκπληκτικό κρότο που έκαναν».

Για την Απλμπάουμ, η πλειοψηφία που οδήγησε στο Brexit, πριν σε συνθήκη πόλωσης καταλάβει στρατόπεδο, είχε πειστεί ότι η Ευρώπη δεν ταιριάζει στην Αγγλία για λόγους πολιτισμικούς, επειδή πιστεύουν ότι «ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους» και, πάντως, χωρίς να έχει υπολογίσει τις συνέπειες. Όσο για τον Τζόνσον, συνέχιζε να λέει ανέκδοτα και ιστορίες. Και με την ίδια ευκολία που όσο ήταν δήμαρχος του Λονδίνου μιλούσε για τη δημοκρατία, την ανοχή και την ανοιχτή κοινωνία ενώ επικαλούνταν τη λογική: «Οι επιχειρήσεις δεν το θέλουν, το Σίτυ δεν το θέλει. Δεν θα συμβεί».

Εντούτοις, στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα ο Τζόνσον τάχθηκε υπέρ του Brexit. Και υποστήριξε το Brexit με την ίδια χαρούμενη ανεμελιά και την ίδια αδιαφορία για τις συνέπειες τις οποίες είχε επιδείξει για πολύ καιρό στη δημοσιογραφική σταδιοδρομία και στην προσωπική του ζωή. Συνέχισε να λέει ανέκδοτα και ιστορίες. (σ. 80)  

Αν στην Αγγλία τις εξελίξεις όρισε ο πολιτισμός, στη Γαλλία η πρόσφατη άνοδος των ακραίων, ακροδεξιών και ακροαριστερών, οφείλεται στην εγγενή ριζοσπαστικότητα της γαλλικής πολιτικής μυθολογίας. Η μυθοποίηση της ανατροπής, συνδυασμένη με μια ρητορική περί κοινωνικών διακρίσεων και κατά των ανισοτήτων. Η ρητορική αυτή ρίχνει τις ευθύνες για την καθήλωση των εισοδημάτων των μεσαίων στρωμάτων στον Μακρόν και στην Ευρώπη, που υποτίθεται χειραγωγεί τη Γαλλία. Έως πρόσφατα, οι όποιες κοινωνικές αντιδράσεις χωνεύονταν σε κόμματα «του συστήματος», σε ένα δεξιό γκωλικό κόμμα και στους σοσιαλδημοκράτες. Η ακραία Δεξιά ήταν στιγματισμένη από τη ρατσιστική ρητορική του Λεπέν ενώ η ακραία Αριστερά ήταν περιθωριακή και αναλωνόταν στις ενδοκομμουνιστικές έριδες μιας πληθυντικής πολυδιάσπασης. Η υποχώρηση των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών, όμως, επέτρεψε στα άκρα την αντεπίθεση. Η Μαρίν Λεπέν πιο πολύ χάρη στην εξοικείωση των πολιτών με την εικόνα της κατάφερε να κανονικοποιηθεί στις νέες συνθήκες ενώ ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν μπόρεσε να εμφανιστεί ως η ενοποιός φωνή των διαφόρων πληθυντικών συνιστωσών. Οι δυο αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, σε μια κρίσιμη φάση για τη Γαλλία και για την Ευρώπη, έκαναν αισθητή την παρουσία τους απέναντι στον Μακρόν προτάσσοντας όχι μόνο ένα κοινωνικό πρόσωπο που θα πολεμήσει τον κοινωνικό αποκλεισμό αλλά και μια εικόνα επιστροφής στης εσωστρέφεια και στην εθνική αυτάρκεια, που την εμφανίζουν ως ανασυγκρότηση.

Αναφερόμενη στην άνοδο του ακροδεξιού και ακροαριστερού λαϊκισμού στη Γαλλία, η Απλμπάουμ το αναζητεί πολύ πίσω, στα τέλη του 19ου αιώνα. Αναφέρεται στην υπόθεση Ντρέιφους. Η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών ισχυρίστηκε ότι στο πρόσωπο του νεαρού λοχαγού Άλφρεντ Ντρέιφους είχε βρει τον πληροφοριοδότη ο οποίος κάρφωνε στην εχθρά Γερμανία, που κατείχε τις πρώην γαλλικές περιοχές της Αλσατίας και της Λωρραίνης, απόρρητες στρατιωτικές πληροφορίες. Ο Ντρέιφους ήταν Αλσατός, μιλούσε τα γαλλικά με γερμανική προφορά, ήταν και Εβραίος, οπότε για πολλούς δεν ήταν πραγματικός Γάλλος. Ο αντισημιτισμός, μια φανατική έκδοση του πατριωτισμού, σε συνδυασμό με ένα κλίμα που το εκμεταλλεύτηκε ο κίτρινος Τύπος οδήγησε στην καταδίκη του Ντρέιφους, στη δημόσια ατιμωτική έκπτωση από το στρατιωτικό του αξίωμα και στη φυλάκισή του.

Γύρω από τον Ντρέιφους η γαλλική κοινωνία διχάστηκε βαθύτατα. Η Απλμπάουμ παραπέμπει στους τελευταίους τόμους του Αναζητώντας το χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ, για να περιγράψει αυτόν το διχασμό:

Στην ιστορία του Προυστ, μια κυρία που ακολουθούσε την κυρίαρχη τάση τάσσεται κατά του Ντρέιφους προκειμένου να μπει στα σαλόνια της αριστοκρατίας, στα οποία τη θεωρούν «διπλά αξιέπαινη», επειδή είναι παντρεμένη με Εβραίο. Κάποια άλλη, η οποία επιδίωκε να κερδίσει την εύνοια μιας οικοδέσποινας που υποστήριζε τον Ντρέιφους, «δήλωνε πως όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο της ήταν ηλίθιοι». (σ. 189-190)

Η δικαίωση των οπαδών του Ντρέιφους, της δικαιοσύνης και της λογικής και η επικράτηση ενός διαφορετικού οράματος για τη Γαλλία, βασισμένου στην ορθολογική σκέψη, στο κράτος δικαίου και στην ενσωμάτωση στην Ευρώπη, έφεραν κάποια στιγμή, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ισορροπία στη Γαλλία. Όμως, υποστηρίζει η Απλμπάουμ, «επιβιώνει το πνεύμα των γραφιάδων που επιδίωξαν να σπιλώσουν τον Ντρέιφους, υποστήριξαν το καθεστώς του Βισύ και πολέμησαν για το “Πρώτα η Γαλλία”. […] Μερικές φορές, η πάλη γίνεται βίαιη. Την άνοιξη του 2019 τα gilets jaunes (κίτρινα γιλέκα), αναρχικοί κατά του κατεστημένου, προκάλεσαν βίαια επεισόδια στο Παρίσι, που στη διάρκειά τους κατέστρεψαν ένα άγαλμα της Μαριάν, του γυναικείου συμβόλου της Δημοκρατίας, της ενσάρκωσης του κράτους ως έννοιας».

Για μια σειρά αναλυτές, υποτίθεται ότι τα επεισόδια αυτά τα γέννησε η αδιαφορία για την εργατική τάξη, για τους τραυματισμένους της παγκοσμιοποίησης, η αίσθηση μιας διεύρυνσης της κοινωνικής ψαλίδας (που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους). Η Απλμπάουμ αποκρούει αυτή την ερμηνεία: στον δυτικό κόσμο, λέει, «η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δεν πεινά. Έχει φαγητό και στέγη. Είναι εγγράμματη. Αν χαρακτηρίζουμε κάποιους “φτωχούς” ή “στερημένους” μερικές φορές αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν πράγματα που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν ούτε να τα ονειρευτούν πριν από έναν αιώνα, όπως κλιματιστικό ή wi-fi».

Η διαμαρτυρία, κατά συνέπεια, δεν έχει να κάνει τόσο με κάποια υλική διεκδίκηση που θα καλυτερεύσει τις ζωές των ανθρώπων αλλά, περισσότερο, με αυτό που η Απλμπάουμ αποκαλεί «αυταρχική προδιάθεση». «Οι άνθρωποι», εξηγεί, «προσελκύονται συχνά από τις ιδέες του αυταρχισμού επειδή τους ενοχλεί η πολυπλοκότητα. Απεχθάνονται τις διαιρέσεις. Προτιμούν την ενότητα. Επομένως, η ξαφνική εμφάνιση ποικιλομορφίας –ποικίλων απόψεων, ποικίλων εμπειριών– τους εξοργίζει. Αναζητούν λύσεις σε μια νέα πολιτική φρασεολογία η οποία τους κάνει να νιώθουν πιο ασφαλείς». Η φρασεολογία αυτή είναι η ταυτότητα, πρωτίστως η εθνική ταυτότητα. Μια εσωστρεφής κατάδυση στους εαυτούς μας, η αναζήτηση των λίγων και καλών ομοίων μας. Η Γαλλία και η «γαλλικότητα» είναι αρκετά σοβαρός λόγος δημιουργίας συνθήκης ρήξης στη Γαλλία. Ομοίως, η Πολωνία και η «πολωνικότητα», η Γαλλία και η «γαλλικότητα»… Γράφει η Απλμπάουμ:

Πριν από την εκλογή του Τραμπ υπήρχαν διαφορετικοί ορισμοί του τι σημαίνει να είσαι «Αμερικανός». Παρά τον εμφύλιο πόλεμο ο οποίος επέφερε ισχυρό πλήγμα στον εθνοτικό ορισμό τού τι σημαίνει να είσαι Αμερικανός, αυτός ο ορισμός επιβίωσε για να επανενσαρκωθεί το 2016. Η ψήφος υπέρ του Brexit και οι χαοτικές αντιπαραθέσεις που ακολούθησαν αποδεικνύουν πως κάποιες παλιότερες ιδέες για την Αγγλία και την αγγλικότητα, οι οποίες είχαν καλυφθεί από τον ευρύτερο ορισμό της «Βρετανίας», διατηρούν ισχυρή ελκτική δύναμη. Η ξαφνική άνοδος της υποστήριξης στο Vox είναι σημάδι ότι ο ισπανικός εθνικισμός δεν εξαφανίστηκε με τον θάνατο του Φράνκο. Απλώς είχε πέσει σε χειμερία νάρκη. […] Πώς ορίζουμε ένα έθνος; Ποιος το ορίζει; Ποιοι είμαστε; Για πολύ καιρό νομίζαμε ότι αυτά τα ερωτήματα είχαν λυθεί. Όμως γιατί θα έπρεπε να λυθούν; (σ. 192-193)

 

4.

Κλείνοντας το βιβλίο της, η Ανν Αμπλμπάουμ περιγράφει ένα δεύτερο πάρτι, σε συνθήκες πολιτικής αβεβαιότητας, τον Αύγουστο του 2019. Η σύνθεση βεβαίως ήταν διαφορετική, είχαν προσκληθεί μέχρι και αριστεροί, αλλά δεν ήταν χειρότερα από το πάρτι της παραμονής του 2000. Τώρα, υπήρχε αφθονία, τα ταξίδια ήταν ευκολότερα, κάποιες παλαιές διαιρέσεις (εκείνοι που μένουν σε έναν τόπο κι εκείνοι που ταξιδεύουν, οι επαρχιώτες και οι κοσμοπολίτες) είχαν καταρρεύσει. Κάποιες νέες ταυτότητες που έχουν αντικαταστήσει τις παλαιές είναι πιο πολύπλοκες, π.χ. Πολωνός και Ευρωπαίος. Τα ενδιαφέροντα πολλών στη δημόσια σφαίρα είναι διευρυμένα, η κομματική παραδοσιοκρατία αμφισβητείται από κύκλους ζωηρών και δραστήριων ανθρώπων. Ωστόσο, παραμένει το πρόβλημα του αυταρχισμού και της ελκυστικότητάς του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να απειλεί να τινάξει στον αέρα τις κατακτήσεις των κοινωνιών των πολιτών στην παγκοσμιοποίηση.  

Η Απλμπάουμ δεν ξέρει πού θα γείρει η ζυγαριά. Μπορεί να υπερισχύσει ένα αίσθημα παγκόσμιας αλληλεγγύης, γράφει, δεν αποκλείεται. Αλλά είναι πιθανό και το αντίθετο, να έλθουν τα πάνω κάτω, μπορεί ο πολιτισμός μας να οδηγείται στην αναρχία ή στην τυραννία, μπορεί να κυριαρχήσουν οι αντιφιλελεύθερες ιδέες, μπορεί η νέα τεχνολογία της πληροφορίας να συνεχίσει να υπονομεύει τη συναίνεση, μπορεί η βία να είναι ο μελλοντικός τρόπος επίλυσης διαφορών (το βιβλίο γράφτηκε πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά οι όποιες αναφορές στη μετακομμουνιστική Ρωσία είναι ακριβείς ως προς τη φύση του καθεστώτος και τις προσδοκίες απ’ αυτό).

Ας το παραδεχτούμε. Όλες οι προοπτικές είναι ανοιχτές, όλα είναι πιθανά. Καμία πολιτική νίκη δεν είναι ποτέ μόνιμη, τέλος της ιστορίας δεν υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι. Η Άνν Απλμπάουμ καταλήγει:

Ο φιλελευθερισμός του Τζον Στιούαρτ Μιλ, του Τόμας Τζέφερσον ή του Βάτσλαβ Χάβελ δεν υποσχέθηκε ποτέ κάτι μόνιμο. Το σύστημα των ελέγχων και των εξισορροπήσεων που υπάρχει στις δυτικές συνταγματικές δημοκρατίες δεν ήταν ποτέ εγγύηση σταθερότητας. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες απαιτούσαν πάντα πράγματα από τους πολίτες: συμμετοχή, διάλογο με λογικά επιχειρήματα, προσπάθεια, αγώνα. Απαιτούσαν κάποια ανεκτικότητα απέναντι στην κακοφωνία και στο χάος, καθώς και κάποια προθυμία για αντίσταση στους ανθρώπους που δημιουργούν κακοφωνία και χάος. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αποδέχονταν πάντα την πιθανότητα αποτυχίας […]. Γνωρίζαμε πάντα ή οφείλαμε να γνωρίζουμε ότι εναλλακτικά οράματα για το έθνος μας θα προσπαθούσαν να μας προσελκύσουν. Όμως, επιλέγοντας τον δρόμο μας στο σκοτάδι, ίσως θα ανακαλύψουμε ότι μαζί μπορούμε να αντισταθούμε σε αυτά τα οράματα. (σελ. 203)

 

.  

 

Ηλίας Κανέλλης

Δημοσιογράφος, εκδότης του περιοδικού Books' Journal. Σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες και κινηματογράφο. Εξέδωσε και διεύθυνε το περιοδικό Κάμερα, υπήρξε κριτικός κινηματογράφου και αρχισυντάκτης του περιοδικού Αντί, εργάστηκε ως επιφυλλιδογράφος στην Εποχή, στην Ελευθεροτυπία, στην Εξουσία, στην Athens Voice, στο Βήμα, στο Protagon.gr και, τα τελευταία χρόνια, στα Νέα. Για πολλά χρόνια έκανε καθημερινή εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84 ενώ συνεργάστηκε ως πολιτικός αναλυτής με την τηλεόραση της ΕΡΤ. Ίδρυσε και διεύθυνε την εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών εφ. Έχει γράψει το βιβλίο Εθνοχουλιγκανισμός: Εκφράσεις της νεοελληνικής ιδεολογίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 της Αθήνας (εκδόσεις Οξύ) και έχει επιμεληθεί τις κινηματογραφικές μονογραφίες Σταύρος Τορνές (με τον Σταύρο Καπλανίδη και, για την ιταλική έκδοση, με την επιπλέον συνεργασία του Sergio Grmek Germani), Κώστας Γαβράς και Σταύρος Τσιώλης. Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του, Το κιτς του ΣΥΡΙΖΑ.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.