Σύνδεση συνδρομητών

Μελαγχολική ή τραγική αριστερά;

Τρίτη, 08 Ιουνίου 2021 11:44
Μάρτιος 2015, Βερολίνο. Ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, πλαισιωμένος από τους στενούς συνεργάτες του Νίκο Παππά και Δημήτρη Τζανακόπουλο, συναντάται με την καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ. Το σύνθημα «Go back κυρία Μέρκελ» συνήγειρε ακόμα τους περισσότερους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, που πίστευαν ότι οι διαπραγματεύσεις για τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους συνεχίζονταν.
Αρχείο The Books’ Journal
Μάρτιος 2015, Βερολίνο. Ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, πλαισιωμένος από τους στενούς συνεργάτες του Νίκο Παππά και Δημήτρη Τζανακόπουλο, συναντάται με την καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ. Το σύνθημα «Go back κυρία Μέρκελ» συνήγειρε ακόμα τους περισσότερους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, που πίστευαν ότι οι διαπραγματεύσεις για τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους συνεχίζονταν.

T. J. Clark – Alberto Toscano, H αριστερά ως τραγωδίa, μετάφραση από τα αγγλικά: Γιώργος Καράμπελας, Ηριδανός, Αθήνα 2020, 90 σελ.

 Γιώργος Ν. Πολίτης, Εξουσιαστική αριστερά και η κρυφή γοητεία της ανοησίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2019, 315 σελ.

Δύο πρόσφατες εκδόσεις (ανα)τέμνουν τα μείζονα ζητήματα της αριστεράς, ως ιδεολογία και πολιτική, και προσδιορίζουν με ενάργεια τον εκφυλισμό ενός κινήματος, οι καλύτερες προθέσεις του οποίου « οδήγησαν στην κόλαση». Καλές προθέσεις επικαλούνταν και οι εκπρόσωποι της ελληνικής εκδοχής «αριστερής κυβερνησιμότητας».

 

Η αριστερά είναι ένας όρος που δηλώνει μια απουσία

T. J. Clark, Για μια αριστερά χωρίς μέλλον

 

Στρατηγική της σύγκρουσης, σε κοινωνικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, πρακτικές κατάφωρα αντισυνταγματικές (δημοψήφισμα, απόπειρα ελέγχου των θεσμών, χειραγώγηση των ΜΜΕ), καταστροφική διαχείριση κρίσεων (capital control, Μάνδρα, Μάτι κ.ά.), παλινωδίες και αστοχίες σε ζητήματα διακυβέρνησης, από την οικονομία μέχρι το «προσφυγικό», ανεπαρκής στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, φρασεολογία «φραπεδιάρικη», παντελής απουσία αριστερής ρεαλιστικής πρότασης, είναι λίγα μόνο από τα «κατορθώματα» ενός πολιτικο-ιδεολογικού μορφώματος, στη λαϊκιστική εκδοχή της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς, που εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την απόγνωση ενός ταλαιπωρημένου από την οικονομική κρίση έθνους, επιρρεπούς όμως στη ρητορική του λαϊκισμού και του διχασμού, φέρνοντάς τη χώρα ξανά στο φάσμα της χρεοκοπίας. Γιατί ήρθαν έτσι τα πράγματα;

 

Η αριστερά ως τραγωδία

Το 1931, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν δημοσιεύει μια κριτική για την έκδοση των ποιημάτων του Έριχ Καίστνερ, με τον τίτλο «Αριστερή μελαγχολία». Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο «πρωταγωνιστής» των Παιδικών χρόνων στο Βερολίνο το 1900 δεν (πρέπει να) γοητεύτηκε από τον συγγραφέα του Έμιλ και των ντετέκτιβ, αν κρίνει κανείς από τη λυσσώδη πολεμική που ασκεί στους στίχους τού (και) ποιητή Καίστνερ. Όσο όμως κι αν το κείμενο αδικεί τον σημαντικό συγγραφέα, ο τίτλος του θα αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στη μαρξιστική κριτική θεώρηση του κόσμου, κυρίως στην απαισιόδοξη και μελαγχολική ενατένιση του Άγγελου της Ιστορίας, ως προς το ανεκπλήρωτο (μεσσιανικό) όραμα της παγκόσμιας απελευθέρωσης και χειραφέτησης, όπου η έννοια της τραγωδίας παίζει κυρίαρχο ρόλο τόσο στις ήττες του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος όσο και στο σοβιετικό όραμα του Νέου Ανθρώπου (αρχικά, υπό τη σκιά της Τσεκά και της Γκε-Πε-Ου, για να μην ξεχνιόμαστε!).

Δύο εξαιρετικά κείμενα, του Τίμοθι Τζέιμς Κλαρκ («Για μια αριστερά χωρίς μέλλον», New Left Review, τ. 74, Απρίλιος-Μάιος 2012), και του Αλμπέρτο Τοσκάνο («Η πολιτική ως τραγωδία», Radical Philosophy,  τ. 180, Ιούλιος-Αύγουστος 2013), συστεγάζονται σε μία λιτή όσο και σημαντική έκδοση και έρχονται να υπενθυμίσουν, μαζί με την Αριστερή Μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης, του Έντζο Τραβέρσο, την τραγικότητα του εγχειρήματος μιας παγκόσμιας κομμουνιστικής εξέγερσης, αυτής δηλαδή της συνθήκης που αποκλήθηκε «έφοδος στον ουρανό».

Ουσιαστικά, ο Κλαρκ και ο Τοσκάνο έρχονται σε ανοιχτή, νηφάλια όμως, αντιπαράθεση, διατυπωμένη πάντως με όλους τους κανόνες της διαμάχης, με κοινές μεν αφετηρίες, πρωτίστως αναφορικά με την «αριστερά της εποχής μας», την αριστερά της Ευρώπης (Κλαρκ). Διαφορετικά συμπεράσματα εξάγουν απαντώντας στο ερώτημα «Θα μπορούσε η αριστερή πολιτική να πάρει τραγικό τόνο;», που θέτει πειστικά και πιεστικά ο Τοσκάνο. Τόσο στον Κλαρκ όσο και στον Τοσκάνο, η έννοια της τραγικότητας, είτε με τα χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είτε ως ανθρώπινη κατάσταση ή συστατικό της ανθρώπινης φύσης εν γένει, υποκρύπτει και το στοιχείο της μελαγχολίας, ακόμα κι αν δεν προσεγγίζεται από τους δύο διανοητές.

Ο Κλαρκ, αναζητώντας «μία αριστερά που θα μπορεί να κοιτάζει τον κόσμο κατάματα», εστιάζει την κριτική του ως προς την τραγικότητα, τον «τραγικό τόνο» (Κλαρκ) του αριστερού εγχειρήματος, κινούμενος πρωτίστως στο εποικοδόμημα, άρα ασκεί μία πολιτισμική κριτική (με νιτσεϊκές πινελιές), εξίσου αναγκαία όσο και η κριτική στην πολιτική θεωρία και ιδεολογία ενός κινήματος, που ουσιαστικά δεν αποδεσμεύτηκε ποτέ από τον οικονομισμό.

Αντίθετα, ο Τοσκάνο, κινούμενος με σαφείς φιλοσοφικούς προσανατολισμούς (Χέγκελ, Ένγκελς, Λούκατς, Γουίλλιαμς κ.ά.) πάνω στον άξονα «τραγωδία-μετάβαση», ασκεί κριτική στη μάλλον απαισιόδοξη κριτική του Κλαρκ (Kulturpessimismus), διεισδύοντας στον χώρο της τραγωδία ως πολιτικής και ιστορικής μορφής της νεοτερικότητας, ως μία ανοιχτή «σύγκρουση ανάμεσα στο ιδεώδες και το πραγματικό», αλλά και ως προϋπόθεση για «τη δράση και τη σύγκρουση», και όχι απλώς ως έκφραση «οδύνης ή δυστυχίας» (διακρίνοντας την αισχύλεια από τη σοφόκλεια τραγωδία), η οποία θα μπορέσει να ωθήσει τα πράγματα σε μία «συντακτική ρήξη», άρα να νοηματοδοτήσει εκ νέου την αναγκαιότητα της επανάστασης.

 

Η αριστερά ως εμμονή

Η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε αναφανδόν σε μία άκρως αντιφατική σύμπραξη των άκρων, αφού ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να συμπορευτεί με την ακραία δεξιά εκδοχή του λαϊκισμού (ΑΝΕΛ). Είχε ξεκινήσει, μην το ξεχνάμε, με μία άκρως συμβολική επίσκεψη του Τσίπρα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής! Αυτή η κίνηση είχε διπλό αποδέκτη: αφενός η «γενιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο» απέτιε για πρώτη φορά πρωθυπουργικές τιμές και φόρο τιμής στη «γενιά της Αντίστασης» (με τις αναγκαίες, στρεβλές και διαστρεβλωμένες προβολές στις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί από την πολυετή οικονομική και κοινωνική κρίση), αφετέρου, ως «κυβέρνηση του ελληνικού λαού», διεκδικούσε από τον «ιστορικό κληρονόμο», ήγουν το ΚΚΕ, την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία του κινήματος. Αυτά, ως προς τη στρατηγική «ανίερη συμμαχία» και τη σκηνοθεσία της εγκαθίδρυσης στην εξουσία.

Ο όρος «κυβερνώσα αριστερά», ελληνικής κοπής, υποκρύπτει πολλά περισσότερα απ’ όσα στόχευε, στην προσπάθεια των κρατούντων να δικαιολογήσουν ουσιαστικά τα αδικαιολόγητα: την προσπάθειά τους να κάνουν πράξη και «νόμο του κράτους» την αλλοπρόσαλλη πολιτική τους αλλά και να υλοποιήσουν την αντιφατική ιδεολογία τους στο όνομα πάντα «των αγώνων του ελληνικού λαού». Ο Γιώργος Ν. Πολίτης αποδίδει σε αυτό το συνονθύλευμα τα ουσιαστικά, δομικά θα λέγαμε, χαρακτηριστικά ενός πολιτικού σχηματισμού που κυνήγησε ανεμόμυλους, αλλά και τη χλιδή της εξουσίας, ενώ διαφήμισε το «καινούργιο» και πούλησε το «παλιό» με μόνο επιχείρημα, κι αυτό ψευδεπίγραφο, το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα, που γρήγορα πάντως αποκαλύφθηκε ως η «πλεονεξία της ανηθικότητας»: όμως, «αν κι αυτό είναι μια τρέλα, υπάρχει μία μέθοδος σ’ αυτό» (Σαίξπηρ, Άμλετ).

Ας δούμε, λοιπόν, με οδηγό την ενδελεχή χαρτογράφηση του πολιτικο-ιδεολογικού τοπίου από τον συγγραφέα, όπως αυτό αναδείχθηκε μέσα από την αλλοπρόσαλλη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, τα δομικά χαρακτηριστικά της, τη στρατηγική και την τακτική του «επιτελείου στο Μαξίμου», καθώς και τα εν γένει στοιχεία που επικαθόρισαν τις πολιτικές του. Καταρχάς, επιχειρήθηκε με αρκετή επιτυχία να προβληθούν «φαντασιακές κοινωνικές σημασίες» και να εφαρμοστεί ένας αποτελεσματικός «έλεγχος του εποικοδομήματος», με αποδέκτη τον «αλάνθαστο λαό» (Γ.Ν. Πολίτης), ως προέκταση της πασοκικής κατασκευής του «κυρίαρχου λαού» (σ. 171-194). Ο Πολίτης σωστά συναρμόζει τα στοιχεία αυτά μαζί με τα απαραίτητα «τεχνάσματα», πρωτίστως τη «σταλινική μεταφυσική» που εκδιπλώνεται στο σχήμα «Άρνηση-Περισπασμός-Καταδολίευση», όπως αυτή καταφάνηκε κυρίως στο χειρισμό του ζητήματος του ελληνικού χρέους. Ειδικά στο πρώτο σκέλος, το υλικό που επενδύει στην άρνηση απαρτίζεται από τέσσερα συστατικά: θράσος («Εμείς θα βαράμε το νταούλι κι οι αγορές θα χορεύουν»), κυνισμός («Οι τράπεζες θ’ ανοίξουν κανονικά την Τρίτη»), αποφασιστικότητα («Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν») και αμοραλισμός («Δεν είναι πρέπον για μένα να σταθώ μαζί με τους συνταξιούχους», Γ. Βαρουφάκης αμέσως μετά τα  capital control).

Σε ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό επίπεδο της εργαλειοποίησης του πολιτικού λόγου, επιστρατεύεται ακόμα ένα τρίπτυχο: Μεταφυσική-Βολονταρισμός-Διχαστικός λόγος (σ. 215 κ. επ.). Με άλλα λόγια, «θρησκευτική πίστη» στην ορθότητα της θεωρίας (των κλασσικών του μαρξισμού), προφανής σύγχυση μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας, συγκρουσιακό γλωσσικό οπλοστάσιο – όλα σε συνδυασμό με ένα ελληνικής πατέντας new speak («δημιουργική ασάφεια», «ορθολογισμός στο τοπίο των ΜΜΕ» κ.ά.) και με την παρεμβολή ψευδών ειδήσεων (fake news), αφενός στο κεντρικό επικοινωνιακό δίκτυο των κρατικών ΜΜΕ, αφετέρου στο ρευστό διαδικτυακό περιβάλλον. Ορθώς ο συγγραφέας οδηγείται στο συμπέρασμα ενός «εργαλειακού ανορθολογισμού» (σ. 233 κ. επ.) ως παραλλαγή ή/και προέκταση της εργαλειοποίησης του Λόγου (instrumentelle Vernunft), στην οποία, υπενθυμίζουμε, διακρίθηκαν τα μαζικά κινήματα του Μεσοπολέμου, από τη Ρώμη και το Βερολίνο μέχρι τη Μόσχα, αν και, αυτονόητα, επ’ ουδενί δεν μπορεί να τεθεί θέμα σύγκρισης με αυτά.

Αυτή η «Νέα Μεταφυσική», παρά τις εγγενείς αντιφάσεις της στην άσκηση της «αριστερής πολιτικής» (σύγκρουση με το κατεστημένο, αλλά και σύγκλιση με την Εκκλησία ή με τον Οίκο Ρότσιλντ), δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος, καθώς εκτεινόταν από μια «πολιτική χωρίς ηθική» (στο εσωτερικό μέτωπο, απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους, πρωτίστως της «επάρατης δεξιάς») έως έναν ψευδεπίγραφο «ουτοπικό ανθρωπισμό» (σσ. 251 κ. επ.), κυρίως στο ζήτημα των προσφύγων, καθώς άφηναν τις «συλλογικότητες» και τους «αλληλέγγυους» να ασκούν «μεταναστευτική πολιτική», στοιβάζοντας ανθρώπινες ψυχές σε εγκαταλελειμμένα κτήρια, όπως το παλιό σχολικό συγκρότημα του Ε΄ Γυμνασίου ή το κτίριο Γκίνη.

Η εκτενής εργασία του Γιώργου Ν. Πολίτη, εμπεριστατωμένη, διεισδυτική, μαχητική, σίγουρα αδικείται στην προκρούστεια κλίνη μιας αποσπασματικής παρουσίασης ορισμένων μόνο, αλλά βασικών σημείων, ως προς τη φυσιογνωμία της «κυβερνώσας αριστεράς», αφού παραλείπεται εδώ το, εξίσου σημαντικό, θεωρητικό μέρος γύρω από τις «περιπέτειες» της μαρξιστικής σκέψης και τα πολιτικά, οικονομικά, καθώς και ηθικά ζητήματα που εγείρει, αλλά, επί έναν αιώνα αδυνατεί να επιλύσει πειστικά σε πρακτικό επίπεδο. Όμως, εξίσου σημαντικό και αναγκαίο είναι να διαβάζει κανείς το βιβλίο (αντι)παραβάλλοντας τα δεδομένα με μία πραγματικότητα (και τα πρόσωπα που τη διαμόρφωσαν), η οποία λίγο έλειψε να προκαλέσει το Μεγάλο Ατύχημα στη χώρα, αφού αυτή η «κρυφή γοητεία της ανοησίας» κόστισε ακριβά στον τόπο.

 

Τι απέμεινε;

Η «αριστερά», όπως η νοσταλγία (της), για να θυμηθούμε και το ομότιτλο βιβλίο της Σιμόν Σινιορέ, δεν είναι αυτό που ήταν. Αυτή η άκρως μελαγχολική διαπίστωση, που συνδέεται άμεσα με το φαινόμενο της «αριστερής μελαγχολίας», από τον Μπένγιαμιν μέχρι τον Τραβέρσο, δεν επιβεβαιώνει μόνο τον εκφυλισμό της σε ένα αντιφατικό «καθεστωτικό μόρφωμα», τόσο επί αλήστου μνήμης «υπαρκτού σοσιαλισμού» όσο και επί κυβερνητικής θητείας σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον πλέον, αλλά πρωτίστως επαληθεύει τα αδιέξοδά της: την τραγωδία της και όχι την τραγικότητά της.

Το ερώτημα, στην αγγλική διατύπωσή του, παραμένει επίκαιρο, αλλά και μοιραία αμφίσημο, σαν δελφικός χρησμός: Τι είναι αριστερά; Αλλά και τι απέμεινε;

ΛΕΖΑΝΤΕΣ

26 Ιανουαρίου 2015. Ο Αλέξης Τσίπρας, μετά την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργός, αφήνει τριαντάφυλλα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.

Flickr

Μάρτιος 2015, Βερολίνο. Ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, πλαισιωμένος από τους στενούς συνεργάτες του Νίκο Παππά και Δημήτρη Τζανακόπουλο, συναντάται με την καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ. Το σύνθημα «Go back κυρία Μέρκελ» συνήγειρε ακόμα τους περισσότερους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, που πίστευαν ότι οι διαπραγματεύσεις για τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους συνεχίζονταν.

Αρχείο The Books’ Journal

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Βιβλία του: Στην εποχή της περιπλάνησης (2000), Tilt! Δοκίμιο για το φλίππερ (2005), Far from the RAF. 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο»(2007), Καφέ Λούκατς. Budapest Noir (2008), Ένα παράξενο καλοκαίρι (2011), Καρέ-καρέ και άλλα διηγήματα (2013), Φλίππερ (2016). Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία του, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (με τον Άγη Πετάλα) και Ένα φέρετρο για τη Σόφια (με τον Ανδρέα Αποστολίδη), Multiball (επιμ.).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.