Η κρίση του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα είναι πολυπαραγοντική: οικονομική, ιδεολογική, κοινωνική, πολιτισμική και αξιακή. Δεν είναι, δηλαδή, απλώς, σύστημα παροχής συντάξεων. «Το ασφαλιστικό είναι υποσύστημα της συνολικής πολιτικής και θεσμικής συγκρότησης μιας κοινωνίας», παρατηρεί ο Τάσος Γιαννίτσης στο νέο βιβλίο του, συμφωνώντας ότι «συνδέεται στενά με την κοινωνική πολιτική, αλλά είναι δέκτης και ταυτόχρονα πομπός σημαντικών και πολύμορφων επιδράσεων, που συναρτώνται με την οικονομική ανάπτυξη και με ειδικότερα μεγέθη της (μεγέθυνση, απασχόληση-ανεργία, δημοσιονομικά ελλείμματα, ανταγωνιστικότητα, αποταμίευση, επενδύσεις)» (σ. 19).
Βασισμένος και στη δική του εμπειρία, όταν, το 2001, ως υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της κυβέρνησης Κώστα Σημίτη, προσπάθησε να προλάβει ώστε το ασφαλιστικό να μη γίνει «ο πιο αποφασιστικός παράγοντας» της δημοσιονομικής εκτροπής, αναφέρεται σ’ ένα σύμπλεγμα ιδεών, ψευδαισθήσεων, συμφεροντολογικών ιδεολογιών και άγνοιας που διαμόρφωσαν τις αντιστάσεις κατά μιας μεταρρύθμισης που θα μπορούσε να έχει αποτρέψει τον εκτροχιασμό του 2009 ή, τουλάχιστον, να τον έχει μετριάσει. Κατηγορήθηκε ότι είχε προτείνει μέτρα το 2001 για πρόβλημα που θα εμφανιζόταν 15-20 χρόνια αργότερα. Τότε όμως η χώρα βρισκόταν σε φάση εισόδου σε κινδύνους, ενώ σήμερα βρίσκεται σε φάση κινδύνων που έχουν επέλθει, επειδή από τότε λίγα πράγματα έγιναν προς την επίλυση του ασφαλιστικού. Και το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η διαχείριση των κινδύνων, αλλά η διαχείριση των φόβων που δημιουργεί ο υπάρχων κίνδυνος. Κι ένας από τους φόβους οφείλεται στην απειλή μιας νέας ανόδου των ακραίων ιδεολογικών και πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για εξουσία και κυριαρχία.
Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε και συνεχίζει να αντιμετωπίζεται το ασφαλιστικό οδήγησε σε μια τριπλή αποτυχία: μείωσε το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, οδήγησε στον εκτροχιασμό του και στον εκτροχιασμό της κοινωνικής πολιτικής και, μολονότι, αυξήθηκαν οι δαπάνες μειώθηκαν δραστικά οι ασφαλιστικές παροχές. Στο όνομα της προάσπισης των κεκτημένων ειδικών ομάδων και κατηγοριών, στο όνομα της αντιμετώπισης του ασφαλιστικού ως προβλήματος κατανομής εισοδήματος αλλ’ όχι και ως ζήτημα παραγωγής εισοδήματος, προέκυψε φτωχοποίηση ευρύτερων κοινωνικών ομάδων.
Χαμένα χρόνια; Ναι, αλλά δυστυχώς συντάσσουν τη διαθήκη χρεών που το παρελθόν κληροδοτεί στο παρόν και στο μέλλον. Ο συγγραφέας δεν συντάσσεται με την ευκολία με την οποία ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, ύστερα από δέκα χρόνια, θα εισέλθουμε στις προ κρίσης συνθήκες. Στο βιβλίο του ο Γιαννίτσης δεν επιλέγει ρόλο Κασσάνδρας, ως υπεύθυνος επιστήμονας ωστόσο, αναδεικνύοντας τις διαστάσεις του προβλήματος, προοικονομεί και τις λύσεις που απαιτούνται. Δεν μιλάει για «μεταρρυθμίσεις» σαν αυτές που ψηφίστηκαν και εφαρμόστηκαν από το 2003 έως το 2020, αλλά για συνολική λύση. Την περίοδο 2003-2020, «όλες οι αλλαγές που έγιναν, πέρα από τις περικοπές που επέβαλε η τρόικα και ορισμένες ακόμα, εστίασαν σε εσωτερικές ισορροπίες του ασφαλιστικού, αλλάζοντας επιμέρους ρυθμίσεις για διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες, διορθώνοντας προβληματικές σχέσεις ή και κάποιες αδικίες, αλλά και δημιουργώντας νέες» (σ. 79). Έτσι όμως συνεχίστηκε η μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων, είτε με την αύξηση των εισφορών είτε με την επιβολή νέων φόρων. Και με σημαία την κοινωνική ευαισθησία συνεχίστηκε το μπλοκάρισμα οποιασδήποτε αλλαγής. Αυτό προετοίμασε την κατάρρευση.
Το ασφαλιστικό αντιμετωπιζόταν, και σε άλλες χώρες, όχι μόνο στην Ελλάδα, ως πρόβλημα κοινωνικής πολιτικής. Αυτό όμως έχει μια μακροοικονομική, μια διακυβερνητική και μια ηθική διάσταση, πτυχές που δεν ελήφθησαν υπόψη – και στην Ελλάδα «έφτασε να γίνει» παγίδα για την οικονομία και την κοινωνία. Αλλά το «έφτασε να γίνει» δεν ήταν αποτελεσμα τύχης αλλά συντεχνιακών πολιτικών και απουσίας βούλησης μεταρρυθμίσεων υπέρ του κοινωνικού συνόλου και του δημόσιου συμφέροντος. Βεβαίως υπάρχει και το πρόβλημα της γήρανσης και της υπογεννητικότητας. Αλλά ακόμη και η γήρανση του πληθυσμού δεν είναι μόνο βιολογική, αλλά και συνέπεια των πρόωρων συντάξεων που δίνονταν πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης, με σκοπό τη μείωση των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα. Επιβαρύνθηκαν έτσι και τα ταμεία αλλά και η ανάπτυξη, αφού άνθρωποι με πείρα και γνώσεις τέθηκαν εκτός εργασίας. Και συνεχίστηκε να αποθεώνεται ο κατακερματισμός της παραγωγής σε μικρές μονάδες που διευκολύνουν την κατανάλωση και τη φοροδιαφυγή, όχι όμως συνολικά την οικονομία.
Αλλά αντί αυτά τα προβλήματα να κινητοποιήσουν το πολιτικό προσωπικό, το οδήγησαν στην αναβολή αποφάσεων, για να τις λάβουν οι επόμενοι και οι μεθεπόμενοι.
Το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης είναι δημόσιο αγαθό – αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι και κρατικά χρηματοδοτούμενο αγαθό. Το κράτος δημιουργεί και παρακολουθεί τον θεσμό, αλλά το ασφαλιστικό στηρίζεται στις εισφορές των εργαζομένων, και αν δεν υπάρχει ανάπτυξη αυτές μειώνονται. Τα ίδια ισχύουν και για την κοινωνική ασφάλιση ως τμήμα της κοινωνικής πολιτικής. Οι κοινωνικές δαπάνες, αντιθέτως, κινήθηκαν για πολλά χρόνια σε χαμηλό επίπεδο. Το πρόβλημα ήταν οξύ: οι πόροι για τις συντάξεις αντιπροσώπευαν πολύ μεγάλο τμήμα των δαπανών κοινωνικής προστασίας. Αυτό το συγκριτικά μεγάλο μερίδιο των συντάξεων στις δαπάνες κοινωνικής προστασίας σχετίζεται με το ύψος των κρατικών επιχορηγήσεων προς το ασφαλιστικό σύστημα. Η πρακτική της επιχορήγησης πολλές φορές συνδέθηκε με καθαρά πελατειακές και κομματικές επιλογές.
Ο Γιαννίτσης δεν αμφισβητεί τη δημόσια διάσταση του ασφαλιστικού. Το αντίθετο. Είναι το πελατειοκεντρικό σύστημα που την αμφισβητεί και την ακυρώνει. Με απλά λόγια, κατά τον συγγραφέα, στο ασφαλιστικό «είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη κοινωνικά κριτήρια, αλλά ο κεντρικός μηχανισμός αναδιανομής παραμένει η φορολογία» (σ. 62). Για πολλούς, ωστόσο, η φορολογία είναι έλασσον ζήτημα – κι αυτό είναι όντως συντηρητική σκέψη.
Αλλά τότε ποιες πρέπει να είναι οι αρχές του ασφαλιστικού συστήματος ώστε να καλύπτεται ο ρόλος του, χωρίς να επιβαρύνει ορισμένους προς όφελος άλλων; α) Η αρχή της ισότητας των ασφαλισμένων στη σχέση μεταξύ εισφορών και συνταξιοδοτικών απολαβών. β) Η αναλογικότητα μεταξύ εισοδήματος από εργασία και εισοδήματος από σύνταξη. γ) Η αναλογικότητα εισφορών και σύνταξης. δ) Η αρχή της διπλής βιωσιμότητας των δαπανών εσωτερικά και εξωτερικά, για μια συνταξιοδότηση που δεν θα υπονομεύει την οικονομία. Και ε) Η προσαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης των γενεών στις συνθήκες που αλλάζουν, ώστε να μην υπάρχουν αδικημένοι, ιδίως να μην αδικηθούν οι νέες γενιές. Στην Ελλάδα όλες αυτές οι αρχές παραβιάστηκαν – και ιδίως η πρώτη.
Ασφαλιστικό και ελλείμματα
Ο Τάσος Γιαννίτσης παρακολουθεί τις δαπάνες για συντάξεις από το 2000 έως το 2019, τη σχέση τους προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα και στην ΕΕ και καταδεικνύει με μεθοδικό τρόπο το πώς τα ελλείμματα του ασφαλιστικού μετατράπηκαν σε δημοσιονομικά ελλείμματα και τα δημοσιονομικά ελλείματα σε δημόσιο χρέος. Μέσα στο πλήθος των στοιχείων κρατώ το ότι οι δαπάνες του Δημοσίου το διάστημα 2000-2009 έφτασαν τα 125,6 δισ. ευρώ και αντιπροσώπευαν το 73% του δημόσιου χρέους (173 δισ. ευρώ). Ενώ τη μνημονιακή περίοδο 2001-2019 έφτασαν τα 162,7 δισ. ευρώ και το χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 38 δισ. ευρώ. Οι δαπάνες για το ασφαλιστικό ήταν δηλαδή πολλαπλάσιες της αύξησης του χρέους. Αν και ο συγγραφέας δεν υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική εκτροπή οφείλεται μόνο στο ασφαλιστικό, καταδεικνύει ότι τα ασφαλιστικά ελλείμματα ήταν ο πιο καθοριστικός παράγων των ελλειμμάτων και της δημοσιονομικής εκτροπής. Αν «τα ελλείμματα του ασφαλιστικού είχαν συγκρατηθεί στο 5% - 6% του ΑΕΠ, όσο δηλαδή και τα χρόνια 2000-2007, ο προϋπολογισμός από το 2014 και μετά θα είχε πρωτογενές πλεόνασμα, δεν θα υπήρχε καν σοβαρό θέμα εξυπηρέτησης του χρέους» (σ. 95).
Οι διαδοχικές μικρομεταρρυθμίσεις δεν έλυσαν το πρόβλημα. Πέτυχαν να συγκρατήσουν σταδιακά τις δαπάνες μετά το 2011, αλλά δεν απέτρεψαν τη μεγάλη διόγκωσή τους σε σχέση με αυτές της δεκαετίας του 2000. Ο Γιαννίτσης δεν μεροληπτεί. Δεν εξαιρεί τις μεταρρυθμίσεις του ΣΥΡΙΖΑ από τη γενικότερη προσπάθεια μείωσης των δαπανών. Δεν χωρούν στην επιστημονική μέθοδο αναλύσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, φαιοκόκκινα μπλοκ κ.λπ. Το πρόβλημα όμως, παρά τις μειώσεις, παρέμενε επειδή, ενώ μειωνόταν η κατά κεφαλή σύνταξη, η διεύρυνση του αριθμού των συνταξιούχων συνεπαγόταν αύξηση της συνολικής δαπάνης για συντάξεις. Ο αριθμός των συνταξιούχων από το 2008 έως το 2012 αυξήθηκε κατά 48,5% στον δημόσιο και κατά 14,1% στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά η μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού, δεν οφείλεται στο ύψος των συντάξεων. Μη βιώσιμο το έκανε, καταρχήν, ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των αδικαιολόγητων συντάξεων, συνέβαλαν όμως και τρεις ακόμη παράγοντες: η αδυναμία χάραξης μιας μακροπρόθεσμα διατηρήσιμης ανάπτυξης, το υπερβολικά υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης σε ειδικές ομάδες (κυρίως, αλλά όχι μόνο) και οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και την, έως και σήμερα, συμβολή των «υπερασπιστών του λαού» στα πρωινάδικα, που «μεταφέρουν» πόρους από τη φορολογία των εργαζομένων. Η ασύμμετρη εξέλιξη των εισοδημάτων και η εκτόπιση των κοινωνικών δαπανών από τις συνταξιοδοτικές δαπάνες οξύνουν τις ανισότητες και τη φτώχεια[1]. Η ομάδα που πλήττεται περισσότερο απ’ αυτές τις διαδικασίες αναδιανομής στην κατανομή του εισοδήματος είναι κυρίως οι νέοι. Αλλ’ όπως λέει ο Γιαννίτσης, «η φτώχεια δεν είναι ατομικό ζήτημα».
Αν η χώρα παραμείνει δέσμια του σημερινού αντιαναπτυξιακού μοντέλου, κάθε νέα γενιά είτε θα έχει χαμηλότερες συντάξεις είτε θα συνταξιοδοτείται σε μεγαλύτερη ηλικία, είτε το πιο πιθανό να συμβαίνουν και τα δυο. Το ασφαλιστικό όμως δεν επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη, αυτό συμβαίνει μόνο όταν δημιουργεί ελλείμματα. Την επηρεάζει και όταν τα μεγέθη του, ανεξαρτήτως αν είναι ελλειμματικά ή όχι, αποκτούν μεγάλο βάρος στην οικονομία. Αν και τα πράγματα είναι πλέον πάρα πολύ δύσκολα, υπάρχει διέξοδος. Αυτή βρίσκεται στο μοντέλο ανάπτυξης. Το έως σήμερα αναπτυξιακό μοντέλο «μετατράπηκε σε πολιτική παροχών, κατανάλωσης, αναδιανομής, αποεπένδυσης, φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής ή παραοικονομίας» (σ. 151). Οι τρεις παράγοντες (επενδύσεις, κατανάλωση, αποταμίευση) κάθε αναπτυξιακής πολιτικής πάσχουν σοβαρά. Οι επενδύσεις όλο και μειώνονται, η σχέση κατανάλωσης/ΑΕΠ όλο και αυξάνεται ενώ η σχέση αποταμίευσης/ΑΕΠ μειώνεται – είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ.
Και με ανάπτυξη και χωρίς ανάπτυξη, το ασφαλιστικό, λόγω της πολιτικής της αδράνειας που τα τελευταία χρόνια επικράτησε κατά κράτος έναντι της πολιτικής της πρόληψης, έχει φτάσει σε δύσκολο σημείο: η παραμικρή προσπάθεια παρέμβασης έχει δυσανάλογα μεγάλες επιπτώσεις σε πολλές κοινωνικές ομάδες. Η αύξηση της απασχόλησης, η πάταξη της εισφοροδιαφυγής, η ανάπτυξη, αλλά και το πολύ ευρύτερο θέμα του συνδυασμού του διανεμητικού με το κεφαλοποιητικό σύστημα, αν και είναι αναγκαία βήματα, δεν μπορούν να δημιουργήσουν συνθήκες προκειμένου να μην υπάρξουν «θύματα». Εξαρτάται όμως από τη βούληση για την πάταξη του πελατειακού κράτους και των δομών του αλλά και από το μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος για το αν οι θυσίες θα είναι αναλογικές.
Το πλέγμα πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, αντιφάσεων και λύσεων που αναλύει ο Γιαννίτσης, δεν προσφέρεται για εφησυχασμό και εύκολες αποφάσεις. Μοναδική μου ένσταση, η αναφορά του συγγραφέα στην «κουλτούρα της εύκολης ευμάρειας», της αύξησης εισοδήματος μέσω κράτους: είναι μεν σωστή, αλλά θα έπρεπε να συνοδεύεται με την παραδοχή ότι αυτή δεν «διανεμόταν» ίσα σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Δεν ωφελήθηκαν όλοι αναλογικά το ίδιο από την πολιτική της ευμάρειας. Δεν τα έφαγαν δηλαδή όλοι μαζί.
Αναγκαία η μεταρρύθμιση
Το ασφαλιστικό είναι σαν το Κυπριακό. Όσο αναβάλλεται κάθε προτεινόμενη σοβαρή μεταρρύθμιση του, τόσο λιγοστεύουν οι ευκαιρίες βιωσιμότητάς του. Ευτυχώς, δεν έγινε το ίδιο με το Μακεδονικό.
Σ' ένα παλιότερο σημείωμά μου (Ελευθεροτυπία, 6/4/2007), υποστήριζα ότι στον πυρήνα των προτάσεων Γιαννίτση του 2001 για το Ασφαλιστικό «βρισκόταν η βασική αρχή της νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού. Πως δηλαδή, αν θέλεις να σωθεί το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να πείσεις όλες τις συνιστώσες του να κάνουν υποχωρήσεις από κάποια συμφέροντά τους, ώστε να διατηρηθεί η ολότητα». Διαβάζοντας και αυτό το βιβλίο του διαπιστώνω πως συνεχίζει στον ίδιο δρόμο, το δρόμο της υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος.
[1] Τα θέματα αυτά αναλυτικά πραγματεύεται ο Τάσος Γιαννίτσης, μαζί με τον Σταύρο Θωμαδάκη, στο βιβλίο τους, Ανισότητες, φτώχεια, κοινωνικές ανατροπές στα χρόνια της κρίσης (Πόλις, 2016).