Σύνδεση συνδρομητών

Η γενοκτονία των Εβραίων δεν ήταν «γερμανικά αντίποινα»

Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2013 02:00
Η γενοκτονία των Εβραίων δεν ήταν «γερμανικά αντίποινα»

Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, β΄ έκδ. επαυξημένη, Αθήνα 2013

Απέναντι στη, μάλλον αναπόφευκτη εκ των πραγμάτων, «επιθετικότητα» των αμερικάνικων μουσείων του «Ολοκαυτώματος», που αποβλέπουν στη συναισθηματική «αναδημιουργία» της τραγωδίας των Εβραίων και στο συγκινησιακό σοκ, ιδίως για τις νέες γενιές που δεν έζησαν τον πόλεμο, η Βαρών-Βασάρ αντιπαραθέτει την πολύπλευρη κατανόηση και τον αναστοχασμό των γεγονότων. «Ο ίλιγγος του Άουσβιτς πρέπει πάση θυσία να καταλήγει στη γνώση», λέει ο ιστορικός Φρανσουά Μπενταριντά.

Παράξενος τίτλος, θα σκεφτεί ο γνώστης ή ο ειδικός επί του ζητήματος, ένα σχεδόν παράδοξο σχήμα λόγου, ίσως και ένας προκλητικός αποφατικός ισχυρισμός. Μα εννοείται ότι δεν ήταν κάτι τέτοιο, θα αντιτείνει, απορημένος, ο επαρκής αναγνώστης. Γιατί λοιπόν προτάσσω εδώ μια τέτοια βεβαιότητα, σπεύδοντας να υπογραμμίσω το αυτονόητο, προκειμένου να συζητήσω και να παραθέσω τις σκέψεις μου για το βιβλίο της Οντέτ Βαρών-Βασάρ, συγκεντρωτικό τόμο κειμένων της συγγραφέως με θέμα την εξόντωση των Εβραίων στην Ελλάδα και την Ευρώπη κατά τον χιτλερικό πόλεμο; Σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα θα ήταν μάλλον πλεονασμός αυτή η διατύπωση. Απευθυνόμενη όμως στην ελληνική κοινωνία, θεωρώ ακόμη αναγκαία τη διευκρίνιση, την αποσαφήνιση, την υπενθύμιση, αν θέλετε την ανάκληση της μνήμης και της εμπρόθετης εστίασης στα τρία ταυτόχρονα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα του  ̓40: την Κατοχή, την Αντίσταση και τον εκτοπισμό των Ελλήνων Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου.

Δύο είναι οι λόγοι που το «απερίγραπτο», το «ακατονόμαστο», το «ανείπωτο» (όροι της γαλλικής βιβλιογραφίας, σ. 159), έγκλημα του «Ολοκαυτώματος» (η Σοά, στα εβραϊκά, που σημαίνει ολοσχερής καταστροφή, απώλεια, συμφορά)  στην ελληνική γλώσσα νιώθω ότι είναι χρήσιμο να ονομαστεί καταρχάς ως αυτό ακριβώς που δεν ήταν. Δηλαδή, αυτό που οι ίδιοι οι Έλληνες γνώρισαν καλύτερα από κάθε άλλο λαό της Ευρώπης κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: τα «γερμανικά αντίποινα». Η Σοά, η γενοκτονία των Εβραίων, δεν ήταν «γερμανικά αντίποινα», δεν ήταν Καλάβρυτα, Δίστομο, Χορτιάτης, Κάνδανος, Μονοδέντρι, ήταν κάτι διαφορετικό, κι αν αυτό που ήταν γίνει κατανοητό στην ελληνική κοινωνία, το ιστορικό ετούτο γεγονός θα καταστεί ευρέως γνωστό και αποδεκτό (στην πραγματική του διάσταση) αλλά και μέρος της ιστορίας της χώρας μας ˗όσον αφορά τους Έλληνες Εβραίους˗,  η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής ιστορίας.  Και αντίστροφα, η ουσιαστική κατανόηση της μαζικής εξόντωσης των Εβραίων θα φωτίσει καλύτερα τα αίτια και τη λογική των αποτρόπαιων «γερμανικών αντιποίνων» που έπληξαν την Ελλάδα στα χρόνια του πολέμου.

Ποιοι είναι αυτοί οι δύο παραπάνω λόγοι; Πρώτον: Ο «μοιραίος», στα μάτια της πλειονότητας των ορθόδοξων Ελλήνων (θρησκευόμενων ή μη), εκτοπισμός των Εβραίων συμπατριωτών τους προς άγνωστη, αρχικά, κατεύθυνση, με στόχο την κατοπινή θανάτωσή τους στα ναζιστικά στρατόπεδα, μοιραίος σαν αρχέγονη, σιωπηρή επιταγή τιμωρίας απέναντι σε έναν λαό μυθοπλαστικά και τελετουργικά ενοχοποιημένο – το μύθευμα εδώ είναι πιο ισχυρό από το πολιτικό αντισημιτικό μίσος. Αλλά και οι επίσης «μοιραίες» ˗στα μάτια των λεγόμενων «ανταρτόπληκτων» Ελλήνων˗ μαζικές εκτελέσεις εκατοντάδων θυμάτων άμαχου πληθυσμού σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας, αυτής της εκατόμβης μάταιων ανθρωποθυσιών στο βωμό των αντιποίνων της κατοχικής δύναμης, όταν οι Γερμανοί απαντούσαν ανταποδοτικά στις επιθέσεις της ένοπλης αντίστασης με, συχνά θεαματικές και τελετουργικές, τιμωρίες εξιλασμού. Δεύτερον: Η ανάγκη συσχετισμού της διπλής ετούτης λογικής, της παράλληλης στρατηγικής των Ναζί μέσα στον ίδιο πόλεμο: από τη μια η γενοκτονία των Εβραίων, από την άλλη ο εξολοθρευτικός πόλεμος των αντιποίνων, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη, εναντίον κατώτερων φυλετικά λαών και εναντίον των κομμουνιστών, με στόχο την παγκόσμια κυριαρχία..

Ποια είναι τα κοινά και τα διαφορετικά σημεία μεταξύ των δύο ετούτων ναζιστικών στόχων, που τίποτα «μοιραίο» ωστόσο δεν τους χαρακτηρίζει; Ο ένας, η γενοκτονία, μυστικός, δόλιος, παραπλανητικός, που οδηγούσε από κάθε γωνιά της Ευρώπης τα θύματά του στα τρένα του θανάτου εξαπατώντας τους˙ ο άλλος, η στρατηγική των αντιποίνων, απροκάλυπτα και βάναυσα κυριαρχικός στα πεδία των μαχών (μέχρι τη μεγάλη ήττα των Γερμανών στη μάχη του Στάλινγκραντ τον Φλεβάρη του ’43, αφού μετά από αυτήν τα αντίποινα καθιερώθηκαν ως αποκλειστική μορφή πολέμου ακόμη και χωρίς διεξαγωγή μαχών).

Οι αποσιωπήσεις

Η διπλή ετούτη κατανόηση φωτίζει τη μοναδικότητα της Σοά ως του κατεξοχήν και χωρίς προηγούμενο εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, αλλά και την πρωτοφανή σκληρότητα των εγκληματικών γερμανικών αντιποίνων στις κατεχόμενες χώρες, ιδίως στην Ελλάδα. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, καμιά μετουσιωμένη «θυσία» αθώων αμάχων (των «μαρτύρων», όπως τους αποκαλούν οι συμπατριώτες τους) δεν ελαφρύνει την απόλυτη υπαιτιότητα των εκτελεστών της Βέρμαχτ, μετακυλώντας μάλιστα το ενοχικό βάρος του εγκλήματος πολέμου στη δράση και την ευθύνη των ανταρτών, σε ενδεχόμενα λάθη των τελευταίων ή σε μεροληπτικές πολιτικές φιλοδοξίες των κομμουνιστών (μολονότι αυτά, όπως είναι φυσικό, δεν έλειψαν στον πόλεμο, συχνά μάλιστα κυριαρχούσαν).

Στη β΄ έκδοση της Ανάδυσης  δύο επιπλέον κείμενα βρήκαν τη θέση τους, το ένα για τον «διανοούμενο του Άουσβιτς» Ζαν Αμερύ, το άλλο με θέμα την κινηματογραφική μαρτυρία για τα κρυμμένα Εβραιόπουλα στην Κατοχή, Φιλιά εις τα παιδιά, του Βασίλη Λουλέ. Από τα 19 κείμενα του τόμου, τα 10 αφορούν τους Ελληνοεβραίους (ιδίως της Θεσσαλονίκης) και τα υπόλοιπα 9 πραγματεύονται τις ευρύτερες διεθνείς πλευρές της γενοκτονίας. Νομίζω ότι τα «ελληνοεβραϊκά κείμενα», μεταξύ άλλων, στοχεύουν, ρητά ή άρρητα, και προς την κατεύθυνση που μόλις περιέγραψα, δηλαδή τη σχέση του διωγμού των Εβραίων με την Αντίσταση στην κατεχόμενη Ελλάδα.  Διαβάζοντάς τα κατανοώ όλο και περισσότερο γιατί ένας τέτοιος συσχετισμός είναι χρήσιμος και αναγκαίος για την ιστορική μας συνείδηση της τρομερής δεκαετίας 1940-1950, και ίσως ακόμη και για τη σημερινή εποχή που διανύουμε, της σύγχυσης και της ντροπής, αλλά και το πώς η ερευνήτρια ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ, με μια πρωτότυπη, εντατική και αφοπλιστική έμφαση, τον επιδιώκει, είτε ξεκάθαρα και τεκμηριωμένα είτε με έμμεσες, πλην επίμονες, νύξεις και αναφορές, καθώς το βασικό και καίριο θέμα της είναι η ιστοριογραφία της γενοκτονίας και τα ζητήματα μνήμης και αναπαράστασης του «Ολοκαυτώματος» (η στρατοπεδική λογοτεχνία, με κύριους εκπροσώπους τον Πρίμο Λέβι, τον Χόρχε Σεμπρούν, τον Ρομπέρ Αντέλμ και τον Ζαν Αμερύ, οι μνημονικοί τόποι και τα σύγχρονα Μουσεία της Γενοκτονίας σε Αμερική και Ευρώπη, η σημασία της μαρτυρίας των επιζώντων, το πέρασμα από την καταγραφή της μνήμης των μαρτύρων στην ιστορική έρευνα και την ιστορικοποίηση της Σοά, το γαλλικό παράδειγμα ιστοριογραφίας του Άουσβιτς…).

Τα κείμενα του τόμου γράφτηκαν την περίοδο 1994 έως 2013, μια εικοσαετία που αντιστοιχεί αφενός στην ωρίμανση της δουλειάς της συγγραφέως, αφετέρου στο χρονικό διάστημα της συνειδητοποίησης, αποδοχής και δραστικής πλέον αναμέτρησης εκ μέρους των ελλήνων ιστορικών με τη σιωπή γύρω από τον εκτοπισμό των Ελληνοεβραίων και τη γενοκτονία και συγχρόνως, διόλου τυχαία, με τον Εμφύλιο στην Ελλάδα. Δύο σιωπές που σκέπαζαν την ελληνική κοινωνία επί τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες, για λόγους που έχουν πλέον εκφραστεί και ζυμωθεί στη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας, αν μη τι άλλο η αρχή έχει γίνει. 

Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, ωστόσο, νωρίτερα ακόμη, και μέσα από την προσωπική της διαδρομή ως ιστορικού (ξέρουμε ότι δεν υπάρχει σκέψη χωρίς ατομική εμπειρία) ασχολήθηκε με το «Ολοκαύτωμα»,1 παράλληλα με την πρωτοπόρα στην εν λόγω έρευνα νεοελληνίστρια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η οποία μελέτησε εκτενώς την παρουσία του Εβραίου στο δικό της πεδίο, τη λογοτεχνία, και πραγματεύτηκε ενδελεχώς και παραδειγματικά τη γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης συσχετίζοντας σε βάθος ζητήματα της μυθοπλασίας και της ιστορίας.2 Την ίδια εποχή, άλλωστε, η Βαρών-Βασάρ συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος στην  Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, η οποία έδωσε γενναία ώθηση στην έρευνα για τη γενοκτονία.

Στο εναρκτήριο κείμενο της Ανάδυσης η ιστορικός  παραθέτει με ρηξικέλευθο και αποστομωτικό τρόπο το ζήτημα της «σιωπής των πηγών» (και όχι εν γένει τη σιωπή της ελληνικής κοινωνίας). Μελετά και ερευνά εξαντλητικά τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο της ελληνικής νεολαίας στην Κατοχή. Ο αριθμός αναφορών στο θέμα του εκτοπισμού των Ελληνοεβραίων «είναι σχεδόν μηδενικός», με μια εξαίρεση, στην εφημερίδα Δόξα της αθηναϊκής αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ, προσκείμενης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (σ. 20). Η απορηματική κατάπληξη της Βαρών-Βασάρ για τη σιωπή και την αποσιώπηση, που έρχεται και επανέρχεται ως επωδός στα κείμενά της, δεν θα καταλαγιάσει ποτέ, αντίθετα θα οξύνει την ανάγκη για περισσότερη έρευνα, ερμηνεία και άντληση συμπερασμάτων, κυρίως όμως η πρόθεση είναι να κατατίθεται το ερώτημα, θαρρείς και η επανάληψή του συνιστά την άβολη απάντηση:

Στα έντυπα της ΕΠΟΝ το γεγονός του διωγμού των Ελλήνων Εβραίων αποσιωπάται εντελώς. Αντίθετα, αυτά τα έντυπα καταγγέλλουν πάντα όποιο έγκλημα των κατακτητών συμβαίνει στην περιοχή τους και επιχειρούν να συμβάλουν στην ανόρθωση του ηθικού του πληθυσμού […] Πουθενά, ούτε σ’ έναν υπαινιγμό, δεν περνάει το γεγονός ότι Έλληνες πολίτες εβραϊκού θρησκεύματος το ’43-’44 υπήρξαν θύματα ενός ιδιότυπου διωγμού. (σ. 20-21)

Η ερευνήτρια, ωστόσο, εντοπίζει εκατοντάδες αναφορές σε εγκλήματα του στρατού κατοχής, που περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια «για να δοθεί απτή η εικόνα τού τι σήμαινε γερμανικά αντίποινα». Στη γερμανική θηριωδία, επομένως, που έζησαν οι κάτοικοι της Ελλάδας, αγωνιστές και άμαθος πληθυσμός, δεν συμπεριλαμβάνεται ο διωγμός των Εβραίων συμπολιτών τους. Το ότι μετά την Απελευθέρωση δεν επέστρεψαν, οπότε και έγινε γνωστή η μαύρη τύχη τους, επίσης δεν αναφέρεται πουθενά. «Αυτό που συμβαίνει στους Εβραίους δεν ανήκει στις συμφορές» (σ. 23). Δεν καταγγέλθηκε, δεν επισημάνθηκε, δεν υπήρξε διαμαρτυρία, ούτε καν από την πλευρά των κομμουνιστών, κάτι που παραδοσιακά δεν τους ταιριάζει. Ήταν λοιπόν μοιραίο «τα ανθισμένα νιάτα να χαθούν στους απαίσιους φούρνους των χιτλερικών στρατοπέδων» (σ. 27), όπως λέει συγκαταβατικά η Αύρα Παρτσαλίδου, στέλεχος του ΚΚΕ, για τους Ισραηλίτες που προπολεμικά συμμετείχαν στην οργάνωση της ΟΚΝΕ Θεσσαλονίκης. Κι αν ο διωγμός των Ελληνοεβραίων δεν ήταν εντέλει «γερμανικά αντίποινα», δεν ήταν Κομμένο ή Κοντομαρί, ώστε να τον καταγγείλει η ελληνική κοινωνία ή να τιμήσει τα θύματά του ως «μάρτυρες» αμάχους, τότε τι ήταν;

Η Βαρών-Βασάρ κατανοεί, διασταυρώνει διαφορετικές προσεγγίσεις, εξετάζει τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα, εξηγεί στην ιστορικότητά του το φαινόμενο της αποσιώπησης, όμως δεν συμφιλιώνεται μαζί της ούτε βέβαια τη δικαιολογεί. Όπως και ο Δημήτρης Χατζής στο διήγημά του «Σαμπεθάι Καμπιλής», όταν έγραφε ότι «τα πράματα ήταν λίγο μπερδεμένα με τους εβραίους» της πόλης του, ότι οι συμπατριώτες του τούς «φόρτωναν ένα σωρό κουσούρια, κακίες κι αδυναμίες, που τάχα εμείς δεν είχαμε […] τους παρασταίνανε σαν ανθρώπους παρακατιανούς», αλλά «όσο και να τους καταφρονούσαν, είχαν όλοι τους καλά νταραβέρια μαζί τους […] και μ’ όσα κακά κι αν τους φόρτωναν, κανένας ποτέ δεν ακούστηκε να πειράξει εβραίο μόνο και μόνο γιατί είναι οβριός».3 Εδώ ο λογοτέχνης, ακροβατώντας πάνω στις αντιφάσεις, μπορεί να βεβαιώνει ότι οι Εβραίοι συμπολίτες του «δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν από μας», η ιστορικός, ωστόσο, οφείλει να κρατήσει το ερώτημα ανοιχτό: γιατί αποσιωπήθηκε ο διωγμός ενός ολόκληρου λαού; Ερώτημα που παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανό στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, μαζί με τον, λανθάνοντα ή, αλίμονο, κραυγαλέο,  αντισημιτισμό και τα αρχαία μυθεύματα για τους  φονιάδες του Χριστού, με εξαίρεση βέβαια την κοινότητα των ιστορικών και των διανοουμένων και τις επίσημες, πλην τραγικά αργοπορημένες, αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες του κράτους.   

Στα κείμενά της, καθώς και στην ογκώδη, πρόσφατα δημοσιευμένη, μελέτη της για την ελληνική Αντίσταση με τίτλο Η ενηλικίωση μιας γενιάς,4 η Βαρών-Βασάρ θίγει εκτενώς, εκτός από το διφορούμενο, διεθνώς πολυσυζητημένο θέμα της «μοναδικότητας» της Σοά ως ιδιότυπου διωγμού (σσ. 129, 159-160), το ζήτημα της «παθητικότητας» των Εβραίων (σσ. 171, 178, 218) απέναντι στη μοίρα τους ως κατατρεγμένου λαού (επίσης ένας μύθος ευρέως διαδεδομένος στη χώρα μας, εξαιτίας των προκαταλήψεων ή από παντελή άγνοια των ιστορικών γεγονότων), αλλά και την, έστω και μικρή, συμμετοχή τους στην Αντίσταση, που ανατρέπει το μύθο της γενικευμένης «παθητικότητας» («συνολικά περίπου 650 Έλληνες Εβραίοι κατετάγησαν στον ΕΛΑΣ»), καθώς και τους ποικίλους τρόπους διάσωσής τους («το ΕΑΜ κατάφερε να σώσει 3.000 Εβραίους», με κρύψιμο, με οργάνωση καταφυγίων και δρόμων διαφυγής ή με βοήθεια που οι διωκόμενοι έλαβαν από ˗μη μοιρολάτρες˗  Έλληνες συμπατριώτες τους, πάνω από όλα όμως χάρη στην ετοιμότητα και τη στάση ορισμένων τοπικών εβραϊκών συμβουλίων και ραβίνων  που αντιλήφθηκαν εγκαίρως την εξαπάτηση των Γερμανών περί μετεγκατάστασης – κάτι που καταρρίπτει τον εύχρηστο μύθο μιας αυθαίρετα γενικευμένης «συνεργασίας» των Εβραίων πνευματικών ηγετών με τους Ναζί). Τέλος, σημαντική θέση στις μελέτες της συγγραφέως κατέχει η, με έμφαση, διάκριση ανάμεσα  στην ανοιχτή, κοσμοπολίτικη ευρωπαϊκή ταυτότητα της Διασποράς (βλ. το κείμενο για τον Μ.Μ. Μπουρλά, σ. 83-85, και ιδίως αυτό για τον Ζαν Αμερύ, σ. 225-239) και την ισραηλινή ταυτότητα, που είναι κλειστή, εθνική, και πολιτικά περιχαρακώνεται στο κράτος του Ισραήλ, με προφανές το ενδιαφέρον της και το πεδίο έρευνάς της στην πρώτη (το «Ολοκαύτωμα» μοιάζει να συναρτάται εδώ με τις απαρχές του εβραϊσμού στη Διασπορά και όχι με την κατάληξή του στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ). Διάκριση που ακόμα και στη σημερινή, πόσο μάλλον, εποχή, στη χώρα μας, δεν λαμβάνεται υπόψη στη δημόσια συζήτηση πολιτικής επικαιρότητας.

Οι «τιμωρίες εξιλασμού»

Προσωπικά πιστεύω, κι όχι μόνο από διαίσθηση, αφού έτσι κι αλλιώς δεν είμαι ιστορικός, ότι ο εκτοπισμός των Ελληνοεβραίων στους θαλάμους αερίων και η ισχυρή Αντίσταση  (αντίθετα με άλλα ευρωπαϊκά κράτη) κατά των Γερμανών στη χώρα μας είναι μεν δύο παράλληλοι δρόμοι, που ωστόσο συμπλέκονται, όπως ευθαρσώς υποστηρίζει η Βαρών-Βασάρ, διαπιστώνοντας ότι δεν έχουν ακόμη μελετηθεί τα σημεία συμπλοκής.5 Παρασιωπήσεις, παρερμηνείες και παραστρατήματα συναντάμε και στους δύο δρόμους, θα πρόσθετα, και, αν εντοπίσουμε κάποιες κοινές υπαιτιότητες, ίσως τα δύο αυτά διαφορετικά και παράλληλα γεγονότα αλληλοφωτιστούν σε σημεία που επί δεκαετίες μας κρατούν διχασμένους ή εθελοτυφλούντες ή απλώς ανενημέρωτους. Αν όχι σε πρώτο επίπεδο, πάντως σε μια δεύτερη ˗προπάντων μετεμφυλιακή˗ ανάγνωση των γεγονότων της Κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα, η «σιωπή των πηγών» αφορά τόσο το διωγμό των Ελληνοεβραίων όσο και τα «γερμανικά αντίποινα» σε δεκάδες περιοχές της χώρας μας.

«Το σχέδιο της εξόντωσης των Εβραίων», γράφει η Β.Β., «περιείχε δυνάμει και την εξάλειψη της ανάμνησής του. Όλα ήταν σχεδιασμένα ώστε να μην υπάρχει επιζών που να μιλήσει γι’ αυτό. Η σιωπή ήταν μέσα στις συνιστώσες της τελικής λύσης» (σ. 27). Θα έλεγα ότι και η στρατηγική των «αντιποίνων», από το Κοντομαρί της Κρήτηςτον Ιούνιο του ’41 έως τον Χορτιάτη τον Σεπτέμβριο του ’44 (στις περισσότερες από τις 90 μαρτυρικές πόλεις και χωριά), και μολονότι οι Ναζί δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι θα επακολουθούσε εμφύλιος στην Ελλάδα μετά από μια νίκη των Συμμάχων, ήταν έτσι σχεδιασμένη -ακόμα κι όταν οι διοικητές των μεραρχιών αυτοσχεδίαζαν κατά την κρίση τους ή τη διάθεσή τους- ώστε το αίμα που χυνόταν ως «τιμωρία εξιλασμού» του άμαχου πληθυσμού να είναι περισσότερο κι από των αγωνιστών της Αντίστασης. Αυτό γινόταν άραγε μόνο για να καμφθεί το σθένος των ανταρτών, ή  για να τρομοκρατηθούν οι άμαχοι κάτοικοι που τους βοηθούσαν; Η αναλογία 50 ή 100 όμηροι  εκτελεσμένοιγια κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη ήταν μήπως απλώς ζήτημα κοινόχρηστης στρατηγικής πολέμου;

Στον ρατσιστικό χιτλερικό πόλεμο το αίμα των αμάχων κρατούσε όμηρους τους αντάρτες ηθικά, δεν τους αποδυνάμωνε μόνον υλικά ή στρατηγικά. Έπρεπε ωστόσο να πολεμάνε, έστω και ως αόρατος αντίπαλος, πισώπλατα ή με ενέδρες. Αλλά το ίδιο αίμα έπνιγε στη σιωπή το πραγματικό κίνητρο των αντιποίνων, που δεν ήταν τόσο η τάδε ή η δείνα αφορμή που έδιναν στον εχθρό οι επιθέσεις των ανταρτών (λ.χ., η θανάτωση των Γερμανών αιχμαλώτων από τη μάχη της Κερπινής στα Καλάβρυτα,  ή οι αλεξιπτωτιστές Γερμανοί καταδρομείς που βρέθηκαν σκοτωμένοι στην Κρήτη), όσο η εξοικείωση της Βέρμαχτ με το έγκλημα στο όνομα της ανώτερης αρίας φυλής: ποιος Γερμανός στρατιώτης αγνοούσε έστω και τους απόηχους από την πρώτη φάση της γενοκτονίας των Εβραίων στο Ανατολικό Μέτωπο το 1941-1942, που διαπράχθηκε από τα Ειδικά Τάγματα Θανάτου των Ες-Ες σε συνεργασία με τον στρατό κατοχής, όχι σε μυστικά οργανωμένους θαλάμους αερίων και κρεματόρια αλλά με εκτελέσεις στην ύπαιθρο εν ψυχρώ και ενταφιασμό των θυμάτων σε μαζικούς τάφους που είχαν μόνοι τους ανοίξει (στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου 1941 στη χαράδρα του Μπάμπι Γιαρ, στο Κίεβο, εκτελέστηκαν με σφαίρες μέσα σε τριάντα έξι ώρες 34.000 Εβραίοι, ως «αντίποινα» για την ανατίναξη του γερμανικού επιτελείου στρατού που βρισκόταν μέσα στην πόλη). Θα λέγαμε ποτέ ότι η «Νύχτα των Κρυστάλλων», τον Νοέμβριο του 1938, ήταν «αντίποινα» για τη δολοφονία του ακολούθου της γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι από γιο διωκόμενων Εβραίων, όπως τουλάχιστον προσχηματικά παρουσιάστηκε; Ως «αντίποινα» πάλι, για τη δολοφονία σε σαμποτάζ τού στελέχους των Ες-Ες Ράινχαρντ Χάιντριχ από Τσέχους αντιστασιακούς τον Μάιο του 1942, διατάχθηκε η εκτέλεση 3.000 Εβραίων από το γκέτο του Τερεζίενσταντ και 152 από το Βερολίνο, η ολοσχερής καταστροφή της πόλης Λίντιτσε και του γειτονικού χωριού Λέζακι μαζί με όλους τους κατοίκους τους, καθώς και η θανάτωση 242 κρατουμένων από το Μαουτχάουζεν, που ήταν φίλοι και συγγενείς των κατοίκων του Λίντιτσε (!)

Υπάρχουν Έλληνες (μοιρολάτρες!) που έλεγαν – και λένε ακόμα: «Τον Γερμανό αν δεν τον πείραζες, δεν σε πείραζε» ή «Για τα γερμανικά αντίποινα στο χωριό μου έφταιγαν οι αντάρτες». Και άλλοι που, μυθοποιώντας αφελώς την πόλη και τη χώρα τους, δηλώνουν περήφανοι: «Οι Γερμανοί ήθελαν να σβήσουν τα Καλάβρυτα από το χάρτη επειδή από εκεί ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821» (αυτό ακούγεται από τα μεγάφωνα στο τοπικό μνημείο της μαζικής εκτέλεσης). Ο Εμφύλιος ενοχοποίησε αργότερα επισήμως και απροκάλυπτα τους Έλληνες αντιστασιακούς, αφήνοντας για τους πραγματικούς δράστες τη σβάστικα, τη φωτιά, το σίδερο και τη «μοιραία», αμήχανη σιωπή, αυτή που είχε συνοδέψει στα τρένα τους Εβραίους συμπατριώτες. Αν σήμερα οι Έλληνες πολίτες, ορθόδοξοι θρησκευόμενοι στην πλειονότητά τους, δεν συνδέσουν τα θύματα των «γερμανικών αντιποίνων» που υπέστη η χώρα τους επί Κατοχής με την παράλληλη θανάτωση  των «60.000 Ελλήνων πολιτών εβραϊκής καταγωγής και θρησκεύματος» (σ. 160-161) που εκτοπίστηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα, η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της δεν θα συλλάβει ποτέ το μέγεθος καταστροφής που επέφερε ο χιτλερικός πόλεμος σε ολόκληρη την Ευρώπη της χριστιανοσύνης (και των τριών δογμάτων), και δεν θα καταφέρει να αποβάλει τις παράλογες και επικίνδυνες άμυνές της ως του κατεξοχήν θύματος, που εκφράζονται με αχαλίνωτες αντισταθμιστικές εξιδανικεύσεις ή με οπισθοδρομική εθνικιστική και αυτοκαταστροφική ρητορική. Και η ιστορική ετούτη αναγνώριση δεν πρέπει να συνδέεται με τη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων.

Το πολιτικό και ιδεολογικό σκέλος της ναζιστικής επέλασης και το όραμα της παγκόσμιας κυριαρχίας του Χίτλερ έφεραν στην Ελλάδα τον Εμφύλιο· η βιολογική ρητορική των Ναζί όμως έσπειρε ύπουλα και διαχρονικά τον ρατσιστικό φόβο, που οδηγεί στη σιωπή, την εσωστρέφεια και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σήμερα ο ρατσισμός αναδύθηκε με τη μορφή φαντασμάτων πολέμου στην πληγωμένη οικονομικά (και όχι μόνο) ελληνική κοινωνία, μολονότι οι ευθύνες για τις πληγές της εναποτίθενται πρωτίστως στους κυβερνώντες τη χώρα επί τέσσερις δεκαετίες, κοινοβουλευτικά και εν ειρήνη (για να μην πω δημοκρατικά).

Το μίσος

Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ καταφέρνει να απαντήσει με λογική, με τεκμήρια, με συναίσθημα διαυγές στο βασανιστικό ερώτημα: γιατί αυτή η σιωπή; Και τούτο το ερώτημα, για μένα, κρύβει ένα άλλο, εφιαλτικό, όσο και ο τρόπος εξόντωσής τους από τους Ναζί στην καρδιά της πολιτισμένης Ευρώπης: γιατί  αυτό το μίσος για τους Εβραίους; Μίσος στέρεο, ριζωμένο, διαχρονικό. Τη σιωπή την κατανοούμε ώς ένα βαθμό, την ανιχνεύουμε ιστορικά, την ερμηνεύουμε κοινωνικοπολιτικά, ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε χώρας, την κάνουμε να μιλήσει, μολονότι μας εξοργίζει ή μας θλίβει. Επιδρούμε κάποτε στην ανατροπή της. Η σιωπή είναι μέρος του εβραϊκού διωγμού στην αρχική του σύλληψη, αλλά και της ντροπής και ενοχής των επιζώντων. Αλλά είναι και το ιστορικό πένθος του ορθόδοξου ελληνικού λαού για τα δεινά της χώρας του, ιστορικό και θρησκευτικό συγχρόνως, που δεν συμπεριλαμβάνει τον «ξένο» συμπολίτη του, ακόμη και όταν δεν τον εχθρεύεται. Το μίσος όμως; Αυτή η «παντοδυναμία ενός ανεπιθύμητου αισθήματος», όπως το αποκαλούσε ο Γκύντερ Άντερς;6 Το μίσος μάς παγώνει σαν θάνατος. Δεν επανορθώνεται.

Η μοναδικότητα του διωγμού των Ευρωπαίων Εβραίων, γράφει η Βαρών-Βασάρ, που τον διαφοροποιεί από όλους τους προγενέστερους, προσδιορίστηκε κυρίως από την απαγόρευση κάθε μετανάστευσης Εβραίου, με τη διαταγή της 23ης Οκτωβρίου 1941 (σ. 21). Κανείς δεν μπορούσε να φύγει με νόμιμο τρόπο, αλλά και κανείς δεν υποψιαζόταν τότε τι σήμαινε αυτή η «αιχμαλωσία». Ο ιστορικός Ραούλ Χίλμπεργκ (Raul Hilberg)7 έλεγε ότι οι Γερμανοί στην πραγματικότητα δεν είχαν επινοήσει τίποτα καινούριο ως προς τον διωκτικό μηχανισμό εναντίον του εβραϊκού στοιχείου της Ευρώπης, ώς τη στιγμή που τέθηκε η εν λόγω απαγόρευση, που, τρεις μήνες αργότερα, στη Διάσκεψη της Βάνζεε (20/1/1942), μετατράπηκε στην εσχάτη «εδαφική» λύση του προβλήματος της εξάλειψης των Εβραίων, δηλαδή στην τελική λύση. Ο αποκλεισμός από δημόσιες υπηρεσίες, η απαγόρευση μεικτών γάμων, η σημείωση με κίτρινο άστρο, το υποχρεωτικό γκέτο ήταν όλα μέτρα που είχαν τεθεί σε ισχύ ήδη από τον 16ο αιώνα. Στον προσηλυτισμό ο Εβραίος μπορούσε να κρατήσει κρυφή τη θρησκεία του, η απέλαση σήμαινε ότι μπορούσε κάποτε να επιστρέψει, η «εδαφική» λύση όμως ήταν η οριστικότερη και η ασφαλέστερη. Οι χριστιανοί του 2ου αιώνα είχαν δηλώσει στους Εβραίους: «Δεν μπορείτε να ζείτε μαζί μας». Οι Γερμανοί, δεκαοκτώ αιώνες αργότερα, είπαν: «Θα πάψετε να ζείτε. Θα πεθάνετε. Θα σας κάψουμε». 

Πριν από την τελική λύση, το είπαμε ήδη, στο Ανατολικό Μέτωπο και σε άλλες ανατολικές χώρες της Ευρώπης είχαν πυροβοληθεί εξ επαφής (ή πεθάνει, αιχμαλωτισμένοι μέσα σε καμιόνια, από ασφυξιογόνα αέρια) περί το 1,5 εκατομμύριο Εβραίοι. Η γενοκτονία δεν ήταν «γερμανικά αντίποινα». Τι ήταν; Γιατί πάρθηκε αυτή η απόφαση «τιμωρίας» με την εσχάτη των ποινών, και μάλιστα με συγκαλυμμένες μεθόδους; Η θανάτωση, όπως και σε αντίστοιχες ιστορικές εξολοθρεύσεις ενός λαού από έναν άλλο λαό, απαιτούσε νέες, εξελιγμένες επινοήσεις ως προς τα μέσα μαζικής εξόντωσης: πώς θα τους σκοτώσουμε πιο εύκολα, τι θα κάνουμε τις περιουσίες τους, πώς θα το αποκρύψουμε από τον κόσμο; Η ναζιστική Γερμανία είναι αλήθεια ότι υπερέβη τον εαυτό της προκειμένου να επισπεύσει και να πραγματοποιήσει την τελική λύση, τη στιγμή που το Γ’ Ράιχ κινδύνευε, έχανε τον πόλεμο. Τα κατάφερε να εξολοθρεύσει 6 εκατομμύρια Εβραίους πολίτες της Ευρώπης με τίμημα την ολοσχερή καταστροφή της χώρας. Το μίσος εναντίον τους ήταν προφανώς πιο δυνατό από την αγάπη των Γερμανών για την πατρίδα τους. Και η σιωπή των Συμμάχων; Που ασφαλώς, ώς ένα βαθμό, γνώριζαν τι συνέβαινε στους Εβραίους;

Ο Τζωρτζ Στάινερ στο κείμενό του «ThelonglifeofMetaphor»,8 λέει ότι το μίσος εναντίον των Εβραίων δεν εξηγείται, αν και τα οικονομικά, πολιτικά αίτια φωτίζουν αρκετά τα βαθύτερα κίνητρα των εθνικών κρατών στις αρχές του 20ού αιώνα. Ωστόσο, μόνο ως προς τη συμβολική και μεταφυσική-θεολογική του διάσταση ίσως μπορεί να κατανοηθεί.  Οι Εβραίοι δεν μισήθηκαν ως θεοκτόνοι, υποστηρίζει ο Στάινερ, αλλά ως επινοητές του ενός και μοναδικού Θεού, παντοδύναμου, παντογνώστη, που απαιτούσε την απόλυτη αυτοθυσία, και του οποίου όμως ο μεσσιανισμός διαψεύστηκε επί είκοσι αιώνες, όσο δηλαδή κυριαρχεί στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Στο μεταξύ η εικόνα αυτού του Θεού, καθώς περνάει στο ατομικό ή συλλογικό ασυνείδητο ως σύμβολο ή μεταφορά, μετατρέπεται σε ψυχική εμμονή, και η εμμονή ετούτη, όσο περισσότερο απομακρύνεται από το ιδεόληπτο είδωλό της τόσο γίνεται όλο και πιο φαρμακερή, απλώνεται σαν μολυσματική νόσος. Το Άουσβιτς, λέει ο Στάινερ, γεννήθηκε από τις ασυνείδητες εμμονές μιας κοινωνίας ενός καλπάζοντος αγνωστικισμού, ίσως ενός καθαρού αντιχριστιανισμού που εγκαινίαζε ήδη τη μεταχριστιανική εποχή. Τα μυθεύματα (σύμβολα και μεταφορές) που συνοδεύουν την επινόηση του Θεού και το «φόνο» του από τους Εβραίους έγιναν με τη σειρά τους φονικά. Οι Γερμανοί, στο πρόσωπο του Εβραίου, σκότωσαν τη δική τους ματαιωμένη υπόσταση, αφού το μίσος για τον άλλο αναδύεται μέσα από το βαθιά απωθημένο μίσος για τον εαυτό μας.

Δεν νομίζω ότι η παραπάνω συλλογιστική του Στάινερ τον καθιστά υπέρμαχο μιας «μοναδικότητας» της Σοά που «πριμοδοτεί τη μεταφυσική διάσταση του γεγονότος έναντι της ιστορικής». Μια τέτοια, μάλλον θεολογικού χαρακτήρα, προσέγγιση, ισχυρίζεται η Βαρών-Βασάρ (σ. 160), τη συναντάμε στο έργο του επιζώντος από το «Ολοκαύτωμα» Ελί Βιζέλ. Αντίθετα, για τον Στάινερ, θα έλεγα ότι η παραδειγματική λειτουργία της γενοκτονίας  ως ιστορικοποιημένου γεγονότος (και όχι βέβαια μυθοποιημένου) είναι συγχρόνως  στοχασμός και πράξη, όπως άλλωστε φαίνεται να πιστεύει και η ελληνίδα ιστορικός μαζί με τον Τσβετάν Τοντόροφ. Η σκέψη της γενοκτονίας φέρνει στο φως ζητήματα ηθικής και μνήμης, ενώ η ιστορική της διάσταση αναδεικνύει το σκοτεινό πρόβλημα της ταυτότητας.  Το κακό όμως δεν είναι έννοια. Το ριζικό κακό είναι πραγματικότητα, υποστασιακή, προσωποποιημένη, δραστική. Η μοναδικότητα τής Σοά ιστορικά καταχωρίζεται ανάμεσα στους λαούς που διώχθηκαν και αφανίστηκαν. Ο συμβολισμός της, ωστόσο, ανέτρεψε εκ βάθρων το πνευματικό υπόστρωμα του δυτικού πολιτισμού και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης στην εποχή της νεωτερικότητας. 

Εβραϊκή ταυτότητα και Διασπορά

Γι’ αυτόν που προσεγγίζει, με οδύνη, δέος και νηφαλιότητα, τη γενοκτονία των Εβραίων,  οι παραπάνω σκέψεις και προβληματισμοί δεν έχουν μεταφυσική διάσταση, αλλά διαπνέονται από ρεαλισμό. Τα βήματα του ερευνητή ιστορικού, ωστόσο, πατάνε πάντοτε σε πιο στέρεα εδάφη. Η Βαρών-Βασάρ συμπεριέλαβε εγκαίρως σε αυτά τα εδάφη την προφορική μαρτυρία των επιζώντων προσδίδοντας στις μελέτες της ανθρωπολογικό (και ανθρωποκεντρικό) χαρακτήρα. Εδώ θα λέγαμε ότι συμφωνεί και πάλι με τον Τζωρτζ Στάινερ στην απάντηση όχι ως προς το ερώτημα «Τι είναι το μίσος εναντίον του Εβραίου;»  αλλά ως προς την ερωτηματική απορία «Ποιος είναι ο Εβραίος;». Η απάντηση αποτελεί από μόνη της ένα νέο ερώτημα, που προκύπτει από την εύθραυστη και περίπλοκη ιδιοσυστασία της εβραϊκής ταυτότητας της Διασποράς (στον αντίποδα της μονοδιάστατης ισραηλινής εθνικής ταυτότητας). «Το να είσαι Εβραίος», έγραφε ο Στάινερ το 1987, «στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, σημαίνει ότι είσαι ένας επιζών, ένας επιζών που ξέρει ότι αυτή η επιβίωση μπορεί ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθεί [..] Είμαστε ένας τραυματισμένος λαός […], και είναι ακριβώς ετούτο το τραύμα που μας προστατεύει από την οριστική μας εξαφάνιση».

Για τον απάτριδα γερμανόφωνο Ζαν Αμερύ, που, νεαρός Βιεννέζος, βίωνε την εβραϊκή του καταγωγή ως «υπαρξιακή δυσφορία» και «αρνητικό φορτίο» (σ. 227), που συνελήφθη ως αντιστασιακός στο Βέλγιο, τόπο της εξορίας του, και εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς ως Εβραίος, η εβραϊκή διάσταση της ταυτότητάς του ως επιζώντος του «Ολοκαυτώματος» «δεν είναι κάτι το περίκλειστο, αντίθετα, τον ανοίγει στον κόσμο» (σ. 231). Ο ναζισμός τον έκανε Εβραίο, αλλά και συγχρόνως πολίτη του κόσμου. Ο Στάινερ έλεγε ότι το «τραύμα» προστατεύει τον Εβραίο, ενώ ο Αμερύ, με την ίδια έννοια και με την ηθική του διανοούμενου, πίστευε ότι, από αλληλεγγύη προς «τους απειλούμενους» και εξαιτίας του αντισημιτισμού, συνδέεται με τους Εβραίους, θρησκευόμενους ή αφομοιωμένους.

Οι προφορικές μαρτυρίες που συνέλεξε η ιστορικός κατά τις έρευνές της (στην  Ανάδυση,αλλά και στην Ενηλικίωση) προέρχονται από τον λαό των επιζώντων Εβραίων, από τους αντιστασιακούς που επέζησαν του πολέμου και του Εμφυλίου, από την πένα των λογοτεχνών (ή ανθρώπων που έγιναν λογοτέχνες επειδή αφηγήθηκαν με τον γραπτό λόγο την επιβίωσή τους), ακολουθώντας συστηματικά τους τρεις παράλληλους δρόμους και ενοποιώντας τους: γενοκτονία, Αντίσταση, αφήγηση/μνήμη. Η πολυσύνθετη, προπολεμικά, εβραϊκή ταυτότητα συνδέεται εδώ με το όραμα της ελευθερίας (άρνηση του κατακτητή και αντίσταση στον καθολικό αφανισμό), αλλά και με την απελευθερωτική (με όποιο τίμημα!) πράξη της αφήγησης του προσωπικού βιώματος, γράφοντας μια ιστορία οδυνηρής χειραφέτησης.

Από την άλλη, στις εν λόγω μαρτυρίες, η ώριμη πλέον Βαρών-Βασάρ, Ελληνίδα και γαλλόφωνος Εβραία, μετά από είκοσι πέντε χρόνια ενασχόλησής της με την εβραϊκή μνήμη και την ιστορία της Σοά, συναντά την αρχή της πνευματικής της διαδρομής μάλλον με ανακούφιση, πλάι στα βασανιστικά ερωτήματα και το ηθικό χρέος που γέννησε η τραγωδία των Εβραίων. Σε εκείνη την «αρχή», τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, μελετούσε και μετέφραζε (διόλου τυχαία) τον Ελβετό και γαλλόφωνο Ελληνοεβραίο συγγραφέα AlbertCohen (Αλμπέρ Κοέν, 1895-1981), και συγκεκριμένα τα «αυτοβιογραφικά» μυθιστορήματά του Σολάλ (1930) και Ο Καρφοχάφτης (1938). «Η εβραϊκότητα του συγγραφέα», λέει η μεταφράστρια στην εισαγωγή του Καρφοχάφτη,9 «όπως αυτός θα τη βιώσει και θα την εκφράσει στο έργο του, γίνεται δεσπόζουσα τόσο του έργου όσο και της προσωπικής του ταυτότητας. Μια εβραϊκότητα σαν αυτή του ήρωά του, του Σολάλ, σπαραγμένη ανάμεσα στην επιθυμία του να ανήκει ολοκληρωτικά στον δυτικό κόσμο και στις ενοχές που του προκαλεί κάθε φορά η απομάκρυνση από την καταγωγή του. Η αμφιθυμία αυτή, που ορίζει όλη τη μοίρα του Σολάλ, ταλάνισε φυσικά και τον ίδιο τον συγγραφέα στη ζωή του». Ο διχασμένος, προπολεμικός Κοέν/Σολάλ δεν είναι βέβαια ο επιζών Εβραίος της Σοά. Οι ήρωές του είναι ταπεινοί Ανατολίτες με όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, που διασώζουν την εικόνα του αυθεντικού ανθρώπου και αφοπλίζουν όλα τα μίση και τα πάθη, ενώ η τρυφερότητα, ο οίκτος και η αθωότητα του κωμικού στοιχείου του λογοτέχνη αυτού οξύνουν το διχασμό του δυτικότροπου αφομοιωμένου Εβραίου. Η εσωτερική σύγκρουση εδώ είναι αναπόφευκτη και αδιέξοδη. Ο Αλμπέρ Κοέν προφήτεψε την εξόντωση των Εβραίων που θα γινόταν στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, δεν θέλησε όμως να την περιγράψει, δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτήν, σιώπησε και το έργο του αποσιωπήθηκε αργότερα για πολλά χρόνια. Για τον επιζώντα μεταπολεμικό Εβραίο του «Ολοκαυτώματος», ο πολιτισμικός διχασμός καταργήθηκε. Αυτός, είτε ενστερνίστηκε το νεοϊδρυθέν εθνικό του κράτος στην Ανατολή, το Ισραήλ, είτε έγινε ο απενοχοποιημένος φορέας δύο ή τριών ταυτοτήτων και γλωσσικών παραδόσεων (Γάλλος, Ιταλός, Αμερικανός κ.ά), βιώνοντας την ελευθερία, τον πλούτο και τη γονιμότητα του αμετάκλητα ανέστιου χαρακτήρα της Διασποράς, καλλιεργώντας μια  σύνθετη «ταυτότητα που δεν απειλείται από το “ξένο” στοιχείο και έχει τη δυνατότητα να συμβιβάσει πολλά στρώματα» από διαφορετικές εθνικές κουλτούρες, σημειώνει με άλλη ευκαιρία η Βαρών-Βασάρ. 10

Ο Έντουαρντ Σαΐντ,11 μελετώντας την άβολη σχέση τού επίσης προπολεμικού Ζίγκμουντ Φρόυντ με την ορθοδοξία της δικής του κοινότητας, τονίζει ότι αυτό δεν είναι αποκλειστικά εβραϊκό γνώρισμα. «Στην εποχή των μεγάλων μετακινήσεων πληθυσμών, των προσφύγων, των εξορίστων, των εκπατρισμένων και των μεταναστών μπορεί κανείς να το εντοπίσει στην περιπλανώμενη, αξεδιάλυτη, κοσμοπολίτικη συνείδηση της Διασποράς που έχει κάποιος ο οποίος βρίσκεται  εκτός και εντός της κοινότητάς του».  Οι στοχασμοί και η επιμονή του Φρόυντ, λέει ο Σαΐντ,  να δει τους μη Ευρωπαίους από μια εβραϊκή σκοπιά μάς δείχνει με παραδειγματικό τρόπο τι σημαίνει να αρνείται κανείς να αναγάγει την ταυτότητά του σε κάποια από τις εθνικιστικές ή θρησκευτικές αγέλες στις οποίες τόσοι και τόσοι άνθρωποι τρέχουν να καταφύγουν. Η Βαρών-Βασάρ θα συμφωνούσε, πιστεύω, με τον Σαΐντ, όταν εκείνος υπογραμμίζει την τολμηρή και βαθυστόχαστη στάση του Φρόυντ, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν εγγενή όρια που εμποδίζουν τον εβραϊσμό –αδιάλλακτη πνευματική παράδοση, κοινοτική και αυστηρά καθορισμένη– να ενσωματωθεί σε μία και μόνον ταυτότητα.

Στην υπεράσπιση της πολύπλευρης, ανοιχτής ταυτότητας της Διασποράς, καθώς και στην επίγνωση της ανάγκης συσχέτισης της γενοκτονίας με την Αντίσταση (ακόμη κι όταν ένας τέτοιος συσχετισμός οδηγεί σε δυσπρόσιτα και οδυνηρά συμπεράσματα, από τα οποία, πάντως, σήμερα μόνο θετικά διδάγματα αντλούμε), διαφαίνεται το ήθος της Βαρών-Βασάρ. Ήθος που προσδιορίζει και τη στάση της ιστορικού απέναντι στο  ζήτημα της λογοτεχνικής αναπαράστασης της Σοά (από Εβραίους ή/και αντιστασιακούς συγγραφείς), αλλά και της αναπαράστασής της σε αφιερωματικά μουσεία του «Ολοκαυτώματος», σε μνημονικούς τόπους ή κινηματογραφικές μαρτυρίες. Η ιστορικός, με σκεπτικισμό, προκρίνει εδώ το γαλλικό (ευρωπαϊκό) μοντέλο μουσείων που στη θεματική τους συνδυάζουν την Αντίσταση και την Εκτόπιση, όπως το σύγχρονο Κέντρο Αντίστασης και Εκτόπισης της Λυών (σσ. 66-67), το οποίο λειτουργεί και ως κέντρο τεκμηρίωσης και έρευνας για τον πόλεμο και την Κατοχή, και κάνει μνεία όλων των ανθρώπινων ομάδων που εκτοπίστηκαν, αντιστάθηκαν και εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα (Εβραίων, Τσιγγάνων, αντιστασιακών, κομμουνιστών, ομοφυλόφιλων). Απέναντι στη, μάλλον αναπόφευκτη εκ των πραγμάτων, «επιθετικότητα» των αμερικάνικων μουσείων του «Ολοκαυτώματος», που αποβλέπουν στη συναισθηματική «αναδημιουργία» της τραγωδίας των Εβραίων και στο συγκινησιακό σοκ, ιδίως για τις νέες γενιές που δεν έζησαν τον πόλεμο, η Βαρών-Βασάρ αντιπαραθέτει την πολύπλευρη κατανόηση και τον αναστοχασμό των γεγονότων («ο ίλιγγος του Άουσβιτς πρέπει πάση θυσία να καταλήγει στη γνώση», λέει ο ιστορικός Φρανσουά Μπενταριντά, σ. 61, 73)  παράλληλα με τη σύνθετη ταυτότητα των Εβραίων της Διασποράς και τη γόνιμη προσφορά τους.

Η λογοτεχνική αναπαράσταση του Κακού και το ήθος

Για το πολυβραβευμένο και πολυσυζητημένο γαλλικό μυθιστόρημα Οι Ευμενίδες του αμερικανού Τζόναθαν Λίττελ (2006, ελλην. μτφρ. 2007), με θέμα τα ναζιστικά εγκλήματα πολέμου από τη σκοπιά ενός Ναζί που αφηγείται τη δράση του ως αξιωματικού των Ες-Ες στο Ανατολικό Μέτωπο και στο Άουσβιτς, υπήρξαν στην Ελλάδα δύο (απ’ όσο γνωρίζω) πολύ επιφυλακτικές έως αρνητικές, και δικαίως, κριτικές: της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου και του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Σίγουρα όμως χρειάστηκε μεγάλη τόλμη, ηθικό σθένος και βαθιά γνώση του θέματος προκειμένου ο φιλόσοφος Μισέλ Τερενσεκό (MichelTerestchenko)και ο ιστορικός Εντουάρ Χουσόν (EdouardHusson) να δημοσιεύσουν το αναλυτικό δοκίμιό τους Lescomplaisantes. JonathanLitteletl’écrituredumal(έκδ. François-XavierdeGuibert, Παρίσι 2007), καταγγέλλοντας, μέσα απ’ αυτό, το βιβλίο του Λίττελ και, συγχρόνως, τη Γαλλική Ακαδημία και την Επιτροπή του μεγάλου βραβείου Γκονκούρ, που εγκωμίασαν, βράβευσαν και επέτρεψαν την τεράστια εμπορική επιτυχία ενός απαράδεκτου, κυνικού έργου μέτριας λογοτεχνικότητας, η μόνη επιδίωξη του οποίου είναι η ακατάσχετη ηδονοβλεψία, η αυτάρεσκη γοητεία μπροστά στη φρίκη και η ανυπόφορη αισθητικοποίηση της ναζιστικής βίας. Αφαιρώντας κάθε ανθρώπινη διάσταση από τα θύματα της γενοκτονίας και της βαρβαρότητας, ο συγγραφέας των (αινιγματικών και ακατανόητων) Ευμενίδων παραδίδει τα πτώματα αυτών των «μαρτύρων» τροφή στο αδηφάγο βλέμμα των αναγνωστών (καταναλωτών), δίχως να γίνεται ούτε στο ελάχιστο αντιληπτό τι ήταν εκείνο που οδήγησε τους δήμιους των Ες-Ες να συμμετέχουν στην εξόντωση έξι εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης.

«Υπάρχουν τόποι στους οποίους η φαντασία είναι αδύνατον να διεισδύσει δίχως την αίσθηση κινδύνου. Λόγου χάρη, τα στρατόπεδα του θανάτου», γράφει ο Μισέλ Τερεσενκό (σ.14). Η διαφορά ανάμεσα στην αφήγηση του επιζώντος μάρτυρα και στη μυθοπλασία του συγγραφέα είναι τεράστια. Στη δεύτερη περίπτωση, όταν ο μυθιστοριογράφος βγάζει το «πνεύμα του κακού» απ’ το μπουκάλι, το κακό ξαναγεννιέται χάρη στη φαντασία και τις ιστορικές γνώσεις, έρχεται στο φως του κόσμου με τη μορφή πραγματικής παρουσίας, που δεν έχει όμως καμιά σχέση με την ανάμνηση αυτού που στ’ αλήθεια συνέβη και παραμένει πάντοτε στο παρελθόν. «Βιβλία σαν τις Ευμενίδες μάς υποχρεώνουν να βλέπουμε αυτό από το οποίο πρέπει να αποστρέψουμε το βλέμμα, ξαναδίνουν ζωή σε ένα Κακό που, άπαξ και εμφανιστεί, πρέπει να επιστρέψει στο “μπουκάλι”, όχι της λήθης, αλλά της ανάμνησης. Η μνημόνευση του παρελθόντος, ναι, η αναβίωσή του, όχι. Όλοι, θύματα και μάρτυρες, ας αναπαύονται εν ειρήνη» (σ. 249).

Μίλησα παραπάνω για το ήθος της Βαρών-Βασάρ. Αυτό φαίνεται και στην επιλογή της να στηρίξει τις έρευνές της στη μαρτυρία των επιζώντων και στη στρατοπεδική λογοτεχνία. Η μυθοπλασία με θέμα τη γενοκτονία είναι πολύ αυστηρά κρινόμενο πεδίο˙ σήμερα δε, με την απόσταση του χρόνου που μυθοποιεί, γίνεται ναρκοπέδιο. Από την άλλη, η αναφορά στο κακό δεν θα έπρεπε να αποκλείει την παρουσία του καλού. Την «κοινοτοπία του καλού» εξετάζει ο Μισέλ Τερεσενκό,12 καθόλου αυτονόητο,  όπως πιστεύουν πολλοί (αφού τις κοινωνίες μας τις εντυπωσιάζουν μόνον οι εκρήξεις από τις νάρκες του κακού).

Ο τόμος της Ανάδυσης κλείνει με το κείμενο για τη διάσωση των κρυμμένων εβραιόπουλων, όπως τη διηγείται η ταινία Φιλιά εις τα παιδιά. Οι ριψοκίνδυνοι χριστιανοί που προστάτευσαν Εβραίους και οι απείθαρχοι Εβραίοι που τους εμπιστεύθηκαν δίνουν εδώ ένα μάθημα για «την αρετή της ανυπακοής και της αντίστασης, όταν ο νόμος δεν είναι πια νόμος και δεν συμπλέει με καμιά ηθική» (σ. 249).


 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Το 1989 εκδόθηκε σε δική της επιμέλεια η μαρτυρία της επιζήσασας του «Ολοκαυτώματος»  Μπέρρυς Ναχμία, Κραυγή για το αύριο, εκδόσεις Κάκτος.
  2. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου: Το Ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993˙ Ο άλλος εν διωγμώ, Θεμέλιο, Αθήνα 1998˙ Η λογοτεχνία ως μαρτυρία. Έλληνες πεζογράφοι για τη γενοκτονία των Εβραίων, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998˙ Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Πατάκης, Αθήνα 2000.
  3. Δημήτρης Χατζής, Το τέλος της μικρής μας πόλης, Πλειάς, Αθήνα 1974, σσ. 44-45.
  4. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Η ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009, σσ. 374-377.
  5. Στο ίδιο, σ. 377.
  6. Günther Anders, La Haine, Rivages, Παρίσι 2009, σ. 9.
  7. Συνέντευξη στον κινηματογραφιστή Κλωντ Λανζμάν (ClaudeLanzmann), στην ταινία του Shoah
  8. Βλ. γαλλικήμετάφραση: George Steiner, «La longue vie de la métaphore. Une approche de la Shoah», μτφρ. Marie Moscovici, L’Écrit du temps, 14-15 (1987), Minuit, Παρίσι.
  9. Αλμπέρ Κοέν, Ο Καρφοχάφτης, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Οντέτ Βαρών, Ηριδανός, Αθήνα 1994, σ. 9.
  10. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, «Ζητήματα ταυτότητας στους ήρωες του Αλμπέρ Κοέν», Ο ελληνικός εβραϊσμός, Πρακτικά Συμποσίου 3-4 Απριλίου 1998, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1999, σσ. 263-276 [274].
  11. EdwardW. Said, Ο Φρόυντ και οι μη Ευρωπαίοι, μτφρ. Σάββας Μιχαήλ, Άγρα, Αθήνα 2004, σ. 74-75.
  12. Ο Μισέλ Τερενσεκό είναι συγγραφέας έργων πολιτικής φιλοσοφίας. Το 2005 δημοσίευσε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο με θέμα τα ναζιστικά εγκλήματα, που συμπληρώνει, κατά κάποιο τρόπο, τη σκέψη της Χάννα Άρεντ, με τίτλο Unsifragilevernisdhumanité. Banalité du mal, banalité du bien, εκδ. La Découverte, Παρίσι. Υποστηρίζει ότι, όπως δεν είναι μόνον τα τέρατα που διαπράττουν φρικαλεότητες αλλά και οι συνηθισμένοι άνθρωποι, οι πολύ κοινοί άνθρωποι, έτσι δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος άγιος για να πράξει το δίκαιο και να βοηθήσει θύματα συνανθρώπους του με κίνδυνο της ζωής του. Δεν είναι από «συμφέρον» που σκοτώνει ή βασανίζει ο άνθρωπος άλλους ανθρώπους. Ούτε αρνείται να συμμετέχει σε ελεεινές πράξεις από καθαρό αλτρουισμό. Ιστορικά παραδείγματα: η περίπτωση του Φραντς Στανγκλ, διοικητή της Τρεμπλίνκα, και, στον αντίποδα, οι ηρωικές πράξεις του ιερέα Αντρέ Τροκμέ και της συζύγου του Μάγδας στην περιοχή Σαμπόν-συρ-Λινιόν, όπου έκρυψαν και διέσωσαν χιλιάδες Εβραίους, ιδίως παιδιά,  στήνοντας ένα αντιναζιστικό οχυρό μέσα στην πόλη τους, στην κατεχόμενη Γαλλία.  Ο συγγραφέας προτείνει να σκεφτούμε την ανθρώπινη συμπεριφορά ενώπιον του κακού σύμφωνα με ένα νέο αξίωμα: την απουσία ή την παρουσία εαυτού. 
Μαρία Στεφανοπούλου

Συγγραφέας και μεταφράστρια. Πιο πρόσφατα βιβλία της: Το θέατρο των πηγών και η νοσταλγία της καταγωγής (2011), Η επιστροφή της σκιάς (2015), Άθος, ο δασονόμος (2015), Ήμασταν τέσσερις.Τσβετάγιεβα, Παστερνάκ, Μαντελστάμ, Αχμάτοβα: Δοκίμιο για τη φιλοσοφία του πόνου (2018), Τιμή στον Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) (2022).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.