Ποίηση
Μάρια Μπαχά, Μια ιστορία για τον Διονύσιο Σολωμό, Καλειδοσκόπιο 2021, 88 σελ.
Δεν πρόκειται για φιλολογική μελέτη ή δοκίμιο. Δεν είναι βιογραφία ούτε βεβαίως vie romancée, αλλά μια εντελώς προσωπική εκδοχή, μια ιδιωτική κατάθεση αγάπης και τιμής, «με το χέρι στην καρδιά», για τον γενάρχη του σύγχρονου ποιητικού λόγου μας. Ένα βιβλίο μύησης στον Σολωμό – και όχι μόνο. [ΤΒJ]
Βασίλης Μακρυδήμας, Στον αστερισμό των αντιθέσεων. Ο κριτικός και δοκιμιογράφος Τ.Κ. Παπατσώνης, Gutenberg, Αθήνα 2021, 499 σελ.
Είναι ευτύχημα που ο Τάκης Παπατσώνης έρχεται στις ημέρες μας να βγει από την πολύχρονη αφάνειά του διά χειρός ενός νέου ερευνητή ο οποίος έχει μελετήσει επισταμένως όχι μόνο το δοκιμιογραφικό, αλλά και το ποιητικό του έργο. Το αραιό ακόμη τοπίο των παπατσωνικών σπουδών εμπλουτίζεται έτσι με ένα σημαντικό κεφάλαιο, που εντάσσει οργανικά τον λησμονημένο ποιητή και κριτικό της γενιάς του 1930 στην ιστορία της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.
Μαρία Λαϊνά, Θυμάσαι τι είναι ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας, Πατάκη, Αθήνα 2018, 345 σελ.
Μαρία Λαϊνά, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, Πατάκη, Αθήνα 2020, 56 σελ.
Καθ’ όλη την πορεία της στην ποίηση, που διαρκεί πενήντα και πλέον χρόνια, η Λαϊνά εργάζεται με μοναδική σοβαρότητα πάνω στην ακρίβεια της γλώσσας, την πυκνότητα του νοήματος, και την απόδοση της προσωπικής της αλήθειας. Έχει τη γοητεία των ποιητών που αποθεώνουν το ελάχιστο, που μοιάζουν να έχουν λίγες λέξεις στη διάθεσή τους –μολονότι, ασφαλώς, γνωρίζουν πλήθος– και γυρνούν γύρω από τις ίδιες. Δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να βρουν νέες και να τις βάλουν ως τρόπαια. Κι η γοητεία αυτή δεν παύει να δεσπόζει ούτε όταν γράφει πεζά που μπορούν να λειτουργήσουν ως το σημείο εισόδου στο ποιητικό έργο, να μας προσφέρουν την ευκαιρία να εξοικειωθούμε με τη φωνή, τον αισθητικό κόσμο, τις ιδέες και τις ιδιαιτερότητες της ποιητικής φωνής της. (τεύχος 123)
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ξεδιάλεγμα. Ποιήματα, στοχασμοί, αφηγήματα, συνεντεύξεις, ανθολόγηση: Τάκης Σπετσιώτης, Τύρφη, Θεσσαλονίκη 2021, 226 σελ.
Ενώ άλλοι ποιητές καλύπτονται από τη σκόνη του χρόνου και το έργο τους λησμονιέται, υπάρχουν και εκείνοι που διαρκώς επανέρχονται, ζητώντας να μιλήσουν στον σύγχρονο αναγνώστη. Τέτοια είναι η περίπτωση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ο οποίος ζητά ξανά την προσοχή μας μέσω της ανθολόγησής του από τον Τάκη Σπετσιώτη.
Μαθιός Πασχάλης, Τα Εντεψίζικα, φιλολογική επιμέλεια: Γ.Π. Ευτυχίδης, Λέσχη, Αθήνα 1989, 74 σελ.
Τον Νοέμβριο του 1989, ως τμήμα του ψευδώνυμου συλλεκτικού τόμου άσεμνων ποιημάτων με τον τίτλο Εντεψίζικα, ο Γ.Π. Σαββίδης έκανε γνωστά 16 σκανδαλώδη «λιμερίκια» ή «ληρολογήματα» (αγγλιστί limerick) του διπλωμάτη-ποιητή Σεφέρη, τα οποία σχολιάζω στο κείμενο που ακολουθεί.[1]
Γιώργος Σεφέρης, Επιστολές στην αδελφή του Ιωάννα (1934-1939), επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παναγιώτου, Μελάνι, Αθήνα 2019, 220 σελ.
Πριν από πολλά χρόνια, κάποια στιγμή στον περασμένο αιώνα, είχα την τύχη να πιάσω στα χέρια μου για λίγη ώρα επιστολές της Ιωάννας Τσάτσου προς τον αδελφό της Γιώργο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση και συγκράτησα ήταν ο βαθύς δεσμός αγάπης που είχε με αυτόν... Εδώ όλα επαληθεύονται.
Αντωνούσα Καμπουράκη, Ποιήματα Τραγικά, εισαγωγή-επίμετρο: Βαρβάρα Ρούσσου, Στιγμός, Αθήνα 2021, 220 σελ.
Πώς βίωσε άραγε ο άμαχος πληθυσμός την Ελληνική Επανάσταση; Πώς και από ποιον γνωρίζουμε σήμερα τη συμβολή των Κρητικών στον Αγώνα; Πώς η ιστορία συνδέεται με την ποίηση; Πώς η ποίηση συνδέθηκε με το έθνος και το φύλο είκοσι χρόνια μετά την κήρυξη της Επανάστασης; Γιατί σήμερα το ευρύ κοινό αγνοεί την πρώτη ελληνίδα ποιήτρια; Τα Ποιήματα Τραγικά της Αντωνούσας Καμπουράκη έρχονται ως μια πολύτιμη μαρτυρία από το παρελθόν για να μιλήσουν στο παρόν μας.
Ρενάτα Λαβανίνι, Γύρω στον Καβάφη. Άρθρα και μελέτες (1974-2008), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2020, 256 σελ.
Συναγωγή μελετών της ομότιμης καθηγήτριας νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο, Ρενάτας Λαβανίνι, για τον Καβάφη, που έρχεται να μας θυμίσει τη θαυμαστή ισορροπία μιας φιλολογίας αναλλοίωτης στο χρόνο – κι αυτό γιατί παραμένει πιστή στο ίδιο το ποιητικό κείμενο.
Emily Jane Brontë, 41 ποιήματα, δίγλωσση έκδοση, μετάφραση από τα αγγλικά: Βασιλική Σιαφάκα, ΑΩ, Αθήνα 2020, 216 σελ.
«Κανένα αστέρι τη νύχτα μου δε θα φωτίσει / Ούτε και της ελπίδας η αυγή για μένα θ’ ανατείλει / Δε θλίβομαι για τ’ ουρανού το θαύμα / Ποτέ δεν πρόσμενα τις θείες εντολές». Η Έμιλυ Μπροντέ (1818-1848)πέρα από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη.
O Mπομπ Ντύλαν είχε εμφανισθεί στο φεστιβάλ του Νιούπορτ και το 1963 και το 1964, και είχε κάνει πολύ καλή εντύπωση. Ήταν άλλωστε το ετήσιο φεστιβάλ της folk μουσικής και αυτός ήταν το ανερχόμενο αστέρι της. Αυτόκλητος μαθητής και μιμητής του Γούντι Γκάθρι, φίλος με τους άσημους και τους διάσημους τραγουδιστές της, το αγαπημένο παιδί της Τζόαν Μπαέζ. Όταν λοιπόν εμφανίστηκε στο ίδιο φεστιβάλ και το 1965, το κοινό περίμενε με ανυπομονησία να τον ακούσει. Στο πρώτο μέρος της εμφάνισής του έπαιξε τρία τραγούδια με την ακουστική του κιθάρα και τη φυσαρμόνικα και όλα πήγαν καλά. Όταν όμως βγήκε στη σκηνή για το δεύτερο μέρος της παράτασης κρατούσε μια ηλεκτρική κιθάρα, κάτι που εξέπληξε και μπέρδεψε τους ακροατές του. Και όταν τη συνέδεσε στον ενισχυτή, η έκπληξη έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Στη συνέχεια ο Ντύλαν έπαιξε με ηλεκτρικό ήχο το τραγούδι Maggies Farm και το τραγούδι Like a Rolling Stone, το οποίο είχε γράψει και ηχογραφήσει πρόσφατα. Η συνέχεια της αντίδρασης του κοινού ήταν όμως μάλλον δυσάρεστη και αρνητική. Κάποιοι επευφήμησαν αλλά οι περισσότεροι άρχισαν να φωνάζουν, να γιουχάρουν. Ο Ντύλαν έπαιξε και το τρίτο του τραγούδι, το Phantom Engineer, και ταραγμένος κατέβηκε από τη σκηνή. Ο παρουσιαστής του φεστιβάλ, Πήτερ Γιάρροου, δεν ήξερε τι να κάνει. Φώναξε πάλι τον Ντύλαν στη σκηνή και αυτός ανέβηκε με ακουστική κιθάρα αυτή τη φορά και φυσαρμόνικα. Έπαιξε δύο τραγούδια, το It’s All Over Now Baby Blue και το Mr Tambourine Man και κέρδισε τις ανεπιφύλακτες τώρα επευφημίες των ακροατών του.
Στη μνήμη της Βικτώριας Κ. και στις ώρες που ακούσαμε Ντύλαν μαζί
Αθήνα, 27 Σεπτεμβρίου 1997. Με ένα σακίδιο στον ώμο –εποχή που ακόμη στα σακίδια έβαζες τα ρούχα σου και δεν ήταν σύμβολα ψευτοαντικομφορμισμού– φεύγω βιαστικά από τα γραφεία της εφημερίδας που δούλευα, για να προλάβω μια φτηνή πτήση για τη Βενετία. Στο διάδρομο, συναντώ τον τότε διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας. «Πού τρέχεις έτσι;» «Πρέπει να προλάβω μια πτήση για τη Βενετία και από κει να πάω οδικώς στην Μπολόνια. Ο Μπομπ Ντύλαν θα τραγουδήσει για τον πάπα και, χάρη σε ένα φίλο μου, κατάφερα να βρω διαπίστευση». «Ο Ντύλαν! Μα αυτός είναι old-timer!», μου αντιτείνει ο συνομιλητής μου με σνομπ ύφος που δεν σηκώνει κουβέντα. Διάνα! Ορθή άποψη για έναν δημιουργό που είχε ήδη συμπληρώσει 35 χρόνια αλλάζοντας τον κόσμο. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Ντύλαν είχε κυκλοφορήσει έναν αριστουργηματικό δίσκο με τίτλο Time Out of Mind, ο οποίος είχε λάβει διθυραμβικές κριτικές από τον διεθνή Τύπο. Αλλά στην Ελλάδα, τη χρονιά όπου η Θεσσαλονίκη μεγαλουργούσε ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, ο Μπομπ Ντύλαν εθεωρείτο παρωχημένος...
Συνέχισα να τρέχω. Έφτασα κάποτε στην Μπολόνια. Σε μια αχανή έκταση έξω από την πόλη, ο “old timer”, 56 ετών τότε, τραγούδησε μπροστά σε μισό εκατομμύριο κόσμο, σε καθολικούς νέους που είχαν έρθει από παντού, σε θεοσεβούμενες καλόγριες που συνόδευαν χωλούς και παραπληγικούς σε αμαξίδια. Στην άκρη της τεράστιας σκηνής, καθισμένοι σε σειρές, οι καρδινάλιοι, και ανάμεσά τους, λευκοντυμένος, ο πάπας Ιωάννης Παύλος ΙΙ, με γερμένο το κεφάλι στο πλάι, κάπως σαν να κοιμόταν. Το σκηνικό ήταν απόκοσμο, αλλόκοτο. Τελειώνοντας το “Knocking οn Heaven's Door”, o Ντύλαν διασχίζει τη σκηνή, βγάζει το γκρίζο στέτσον καπέλο του και υποβάλλει τα σέβη του στον πάπα. Ο Εβραίος Ντύλαν είχε ζητήσει ο ίδιος να συμμετάσχει στη γιορτή που ο τότε προκαθήμενος της καθολικής εκκλησίας είχε οργανώσει για να φέρει τους νέους πιο κοντά στον Ιησού. Ο τότε πάπας όμως δεν ήταν τυχαία περίπτωση. 'Ηταν ο πρώτος Πολωνός, ο πρώτος ανατολικοευρωπαίος πάπας, που έγραψε ιστορία στηρίζοντας την εναντίωση στον κομμουνισμό και στην ανελευθερία. Αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα για τον περισπούδαστο διευθυντή σύνταξης της ελληνικής εφημερίδας. Αλήθεια, πώς θα τού φαίνεται τώρα που ο “old timer”, ο “τελειωμένος” και ξεπερασμένος Ντύλαν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2016; Θα είναι μάλλον ένας από αυτούς τους ξινούς που υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να δίνεται το Νόμπελ σε στιχουργό, ότι οι στίχοι – και δη ενός τόσο εμπορικού καλλιτέχνη!– δεν είναι ποίηση, δεν είναι υψηλή λογοτεχνία, όπως τα γραπτά της αυστριακής Ελφρίντε Γέλινεκ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2004) και του σουηδού ποιητή Τόμας Τρανστρέμερ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2011). Διότι τόσο το έργο του Ντύλαν, όπως και της Γέλινεκ και του Τρανστρέμερ, τα παίζουν οι έλληνες νομπελολόγοι στα δάχτυλα...
ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ
Από τότε που άκουσα για πρώτη φορά τον Ντύλαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, θυμάμαι μονίμως αντιπαραθέσεις για τον ίδιο, την τέχνη του, τη ζωή του. Ακόμη και στην κοιμισμένη επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωνα υπήρχαν συνομήλικά μου παιδιά που κάτι είχαν ακούσει και θεωρούσαν τον Ντύλαν “πουλημένο”, ο οποίος από την “επανάσταση” της δεκαετίας του 1960, το είχε ρίξει στο χριστιανισμό – ήταν η εποχή που ο Ντύλαν είχε κυκλοφορήσει τρεις δίσκους με στίχους “θεολογικού” περιεχομένου.
Τι ήξεραν για τον Ντύλαν εκείνα τα παιδιά; Ελάχιστα. Και δεν μπορώ να τα αδικήσω γιατί για να κατανοήσεις τι έλεγε ο Ντύλαν έπρεπε να κολλήσεις το αυτί σου στα ηχεία, να ακούσεις ξανά και ξανά τα τραγούδια και, όταν κατάφερνες να ξεπεράσεις το εμπόδιο της βραχνάδας και της έρρινης φωνής του, ήσουν αντιμέτωπος με αγγλικά που ήταν αδύνατον να γνωρίζεις από τα μαθήματα του σχολείου ή του φροντιστηρίου. Και αν υποθέσουμε ότι ξεπερνούσες και αυτό το εμπόδιο, ή είχες την τύχη να βρεις ένα αντίτυπο μερικών στίχων του Ντύλαν στα αγγλικά, σε ένα βιβλιαράκι που είχε επιμεληθεί ο σπουδαίος Τάσος Φαληρέας, τότε άρχιζαν οι εικόνες και οι γρίφοι.
Χιλιάδες γρίφοι.
Ποια ήταν η Μο Ρέινι, τι σήμαινε το υπόγειο νοσταλγικό μπλουζ, τι ήταν το Μόμπιλ και τα μπλουζ του Μέμφις, ποιος ήταν ο Τζων Γουέσλυ Χάρντινγκ, τι συνέβη τη Μέρα των Ακρίδων, τι έκανε η οργάνωση του Τζων Μπερτς, ποια ήταν η Χάτι Κάρολ και πώς συνέβη ο μοναχικός της θάνατος; Ποια ήταν η “Δεσποινίς Μοναξιά”; Ή ο κύριος Τζόουνς; Ή η Βασίλισσα Τζαίην;
Ο Ντύλαν ήθελε, και θέλει, κόπο. Πολύ κόπο. Η μουσική του σε διευκολύνει να μπεις στον κόσμο του. Πρέπει όμως να βρεις μόνος σου την πυξίδα. Και η πυξίδα είναι πρωτίστως τα γραπτά του.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, τα γραπτά του Ντύλαν ατύχησαν. Οι μεταφραστικές απόπειρες των στίχων του προκαλούν από θυμηδία μέχρι οργή. Ο μόνος, νομίζω, που κατάφερε να αποδώσει το πνεύμα του Ντύλαν, γιατί ασχολήθηκε επί της ουσίας μαζί του, είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ποιητής και μουσικός και ο ίδιος. Το μυθικό “All Along the Watchtower” έγινε ο “Παλιάτσος και ο Ληστής”. Και πάω στοίχημα ότι αν ο Ντύλαν καταλάβαινε ελληνικά θα συμφωνούσε μαζί του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η πρόσβαση στο έργο του Ντύλαν αφορά μόνο τους βαθείς γνώστες της αγγλικής γλώσσας. Αν ίσχυε αυτό, δεν θα είχαν επηρεαστεί από τον Ντύλαν εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο. Ούτε η μουσική του θα εξακολουθούσε να ακούγεται και να τραγουδιέται χωρίς να έχει χάσει την δύναμή της.
Η Σουηδική Ακαδημία ίσως εκτίμησε ακριβώς αυτό: ότι ο Ντύλαν είναι σπάνια περίπτωση που η τέχνη ενός δημιουργού ξεπερνά τα όρια και της γλώσσας και της εποχής του.
Ο ΝΤΥΛΑΝ ΣΤΟΝ ΤΕΝΝΥΣΟΝ
Μη νομίζετε ότι είναι αυτονόητο. Το 1969, όταν ο Ντύλαν εμφανίστηκε σε συναυλία στην Νήσο Ουάιτ, στη Μάγχη, την πρώτη συναυλία που έδωσε σε επτάμισι χρόνια, ζήτησε από τις τοπικές αρχές άδεια να επισκεφθεί το σπίτι του βρετανού ποιητή του 19ου αιώνα, Αλφρεντ Τέννυσον. Οι βρετανικές αρχές αρνήθηκαν.
Ούτε τότε ο Ντύλαν θεωρήθηκε αρκετά ποιητής...
Άραγε οι στίχοι του Μπομπ Ντύλαν “λειτουργούν μόνο υποστηριζόμενοι από τα συρματόπλεχτα ρουθούνια του”, όπως έγραψε ο κριτικός Ίαν Χάμιλτον; Ή είναι σπουδαίοι και στο χαρτί; “Yippee! I' m a poet and I know it / Hope I don' t blow it”, όπως μας τραγούδησε και ο ίδιος στο “I shall be free No. 10”. Αναδημοσίευση από το τεύχος #71 του Books' Journal, Nοέμβριος 2016.