Εν δυνάμει πραγματικότητα (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2016) τιτλοφορείται η πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Λάτσαρη. Ποιητικός λόγος στέρεος και νεωτερικά ρυθμικός, συγκροτεί μία κατάθεση με υπαρξιακούς αναπαλμούς και ταλαντώσεις ιδεολογικής και καλλιτεχνικής ευαισθησίας. Δείγμα γραφής:
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Απ' το μίσχο έκοψα
το πορφυρό κεφάλι
αίμα χύθηκε μελάνι
παπαρούνα αειθαλής
ανθίζει μες στις λέξεις
με τρεις - τέσσερις έρωτες ακόμη
η νοσταλγία τούς μαζεύει
στα κλεφτά
με τα λεπτά της δάχτυλα.
Η πορεία της ποιήτριας συνεχίζεται με τη σύνθεση Εμείς η Αντιγόνη, μία ποιητική συνεισφορά πολυσύνθετη που δείχνει δημιουργική μετεξέλιξη της ποιητικής έκφρασης της Μαρίας Λάτσαρη, η οποία κατορθώνει να συγκεράσει τις επιμέρους διακριτές παραμέτρους του ποιητικού λόγου σε ένα λειτουργικό όλον με οργανική ενότητα και πολυπρισματικό βάθος. Η Αντιγόνη στο πλαίσιο της ποιητικής σύνθεσης μιλά, μεταλλάσσεται και μετασχηματίζεται ως έμφυλο διαχρονικό σύμβολο, που διατηρεί όμως στον πυρήνα του την υπαρξιακή περιπέτεια της ανθρώπινης υπόστασης, πέρα από τα επιφανειακά δεσμά του φύλου, της εθνοτικής ταυτότητας και του κοινωνικού προσδιορισμού. Η αξιοποίηση της μυθικής μεθόδου από την ποιήτρια καθίσταται όχι απλώς λειτουργική, αλλά και σχεδόν παραδειγματική, αφού το κάθε ποίημα δεν εξαντλείται στην περιγραφή του μυθικού προσώπου:
MY HEART BELONGS TO OEDIPUS
Τις μπλε τις νύχτες του χειμώνα
ο Οιδίποδας μιλάει για το παρελθόν,
πώς τό ’ριξαν επάνω του σαν ξένο ρούχο,
στα πόδια του το οίδημα
στα μάτια του άσπρο πόνο
πώς σφράγισαν
σημάδι της καταγωγής.
πώς λέξη-λέξη έφτιαξε εμάς
από σκοτάδι κι ενοχή.
Ίδια στιγμή που γεννηθήκαμε,
πεθάναμε.
Δεν έχουμε πια μάτια, πρόσωπα και χείλη.
Ιστορίες είμαστε και λαϊκά τραγούδια.
Ούτε θεός ούτε οιωνός
ο νους που το αίνιγμα έλυσε,
τώρα σπαθάκι που σκουριάζει,
την κόψη του απίθωσε στο χέρι μου,
τάμα ατίμητο,
οδύνη και ταπείνωση.
Καθαρμένος χώνεται στην αγκαλιά της Ιοκάστης
απ’ την ντροπή της να θηλάσει
-Πώς βλέπεις όνειρα τυφλός;
-Δεν θέλουν μάτια οι εφιάλτες, κοριτσάκι.
Η ποιήτρια εκκινεί από το μυθικό στοιχείο, ωστόσο δεν αρκείται στη γνωστή και παρωχημένη περιγραφή του. Το χρησιμοποιεί σαν όχημα, ώστε η φιλοσοφική αναρώτηση για τον έρωτα, τον χρόνο, τον θάνατο και τον κοινωνικό παλμό, να συσσωματώνει το μυθικό «χτες», εκτείνοντάς το στο «σήμερα» και στο «πάντα»: «Κι εσύ, αφοσιωμένε ποιητή, σε κύκλους ταξιδεύεις. Έρχονται περισσότερες φωνές. Σύρε να τις ανοίξεις, η Ιστορία της γυναίκας να ξεκινήσει πάλι».
Η ποίηση είναι λόγος ρυθμικός και η παγίδα του ελεύθερου στίχου είναι η πεζολογία, η οποία στις πλείστες των περιπτώσεων εκπηγάζει από την αναγραφή σκέψεων με στερεοτυπική καλολογία υπό μορφήν ελεύθερου στίχου. Η Μαρία Λάτσαρη δεν πέφτει στην παγίδα. Προικίζει τα ποιήματά της και με σποραδικούς έμμετρους υποτονισμούς (βλ., για παράδειγμα, τον πρώτο, τον τρίτο, τον πέμπτο και τον έβδομο στίχο τού «my heart belongs to oedipus»), αλλά κυρίως με έναν ρυθμό εσωτερικής καύσεως που αρτιώνεται με την αξιοποίηση δύο βασικών στρατηγικών της νεωτερικής έκφρασης. Η πρώτη αφορά την οικοδόμηση εικόνων που είναι μεν διανοητικά συλληπτές, αλλά μόνον ποιητικά λειτουργούσες, υπερβαίνοντας το λογικά αναμενόμενο και ρεαλιστικά διακριβωμένο και επιβεβαιώσιμο:
[…] Πενθώ γιορτάζοντας τη σάρκα μου,
φεγγάρι μες στα σκέλια μου βυθίζεται,
η νύχτα (ε)ξημερώνεται στο πάτωμα
και το κρεβάτι στα παλιατζίδικα του Μπιτ Παζάρ. […]
ή αλλού:
[…] Σε κοιτάζω
όπως τη θάλασσα τυλίγεις
σ’ ένα φύλλο από χαρτί.
Οι παύλες σου κατάρτια
καρφώνονται στην άμμο. […]
Η δεύτερη στρατηγική έκλυσης εσωτερικού ρυθμού εδράζεται στην αυξημένη δραματικότητα, υπό την έννοια της πυκνής διαδοχής εικόνων, συναισθημάτων και ποικίλων σκέψεων στο εσωτερικό του κάθε ποιήματος, γνώρισμα που, ενδυναμωμένο και από τη συχνή εναλλαγή φωνών (πέραν της φωνής του ποιητικού υποκειμένου), φορτίζει ρυθμικά τους στίχους της ποιητικής σύνθεσης. Δείγμα υψηλόβαθμης δραματικότητας:
Η ΛΑΤΡΕΜΕΝΗ ΜΑΣ
Εσύ,
απρόσιτη στις ψηλές κορφές
για τους θεούς μη-άνθρωπος,
θεά για τους ανθρώπους.
γυναίκα μάρμαρο το χιόνι σμιλεύει,
αίμα στα μαλλιά κρύβει ο χαλκός
κι οι λάσπες στ’ άρβυλα
να μαρτυρούν πως πάτησες
τάφους οικογενειακούς.
Κι εγώ
-η τελευταία των Λαβδακιδών-
σκεβρή από την οστεοπόρωση
γάλα αλείφω στο κορμί
κάτω απ’ τη φούστα γιασεμί
στα άσπρα χέρια κρόκους
αγριοκέρασα στα χείλη τρίβω
για προδοσία ή έρωτα.
Έτοιμη σαν φιλί.
Για την κηδεία σου,
που, όπως αναμενότανε,
έγινε sold out
Περσεφόνη, Χρυσόθεμις, Ελένη, Ισμήνη, Ιφιγένεια, Φαίδρα...
Οι σπαρακτικές φωνές, ιδίως των αρχετυπικών πλέον ηρωίδων της Τέταρτης Διάστασης (1956-1975) του Γιάννη Ρίτσου (η γυναίκα με τα μαύρα της Σονάτας του σεληνόφωτος, αλλά και η Περσεφόνη, η Χρυσόθεμις, η Ελένη, η Ισμήνη, η Ιφιγένεια και η Φαίδρα) συμπυκνώνονται δημιουργικά στη σύνθετη και πολύμορφη φωνή τής Αντιγόνης της Μαρίας Λάτσαρη. Η ποιήτρια δεν μιμήθηκε μέχρι κεραίας (και σωστά!) το δομικό καλούπι των περισσοτέρων συνθέσεων της Τέταρτης Διάστασης: κράτησε ως σκηνικό εκτύλιξης της ποιητικής πλοκής τον πεζόμορφο πρόλογο και ως συγκινησιακό συμπύκνωμα τον πεζόμορφο επίλογο, ωστόσο ο εξομολογητικός ποιητικός λόγος δεν εκφέρεται από ένα μόνο πρόσωπο αλλά από πολλαπλές ποιητικά μεταστοιχειωμένες φωνές, ενώ το βουβό πρόσωπο, που σκηνικά δεσπόζει στον Ρίτσο, εδώ σε επίπεδο επιφανείας απουσιάζει, ενώ σε επίπεδο βαθύτερου πυρήνα θα μπορούσε να υποκατασταθεί από την καθεμία και τον καθένα μας.
Η ρυθμική, δομική και θεματική συνθετότητα της συγκεκριμένης ποιητικής κατάθεσης επαυξάνεται και ολοκληρώνεται από μία ακόμη καλλιτεχνικά λειτουργική παράμετρο: το τελευταίο τμήμα της κάθε σελίδας, που βρίσκεται σε ικανή τυπογραφική απόσταση από τον τελευταίο στίχο του εκάστοτε ποιήματος, καταλαμβάνεται από μία εγγραφή, ποιητικά εκφρασμένη, αλλά διαχρονικά και υπαρξιακά παλλόμενη, απαλλαγμένη κατά το μάλλον ή ήττον από το γόνιμο βάρος του αρχαίου μύθου:
[…] Όταν καδράρεις
παραλείπεις,
[…]
Τρομακτικοί θα ’ταν οι εφιάλτες
χωρίς του σκοταδιού την προστασία […]
Το τέλος βρίσκεται ανάμεσα
στις άκοπες του σώματος σελίδες […]
Το αίμα δεν ξέρει μόνο να ενώνει […]
Η ήσυχη θάλασσα
τους νεκρούς της φανερώνει
Στο τυφλό σημείο του χρόνου
φέγγει η μνήμη
Κάποιες ζωές τις περιέχει ο χρόνος,
ο θάνατος ποτέ.
Αυτές οι εγγραφές, λεκτικά συμπυκνωμένες και συναισθηματικά άμεσες, εάν διαβαστούν συνεχόμενα, αναδίνουν την αίσθηση ενός ποιήματος μέσα στο ποίημα, θεματικά ομόλογο (η φθορά του χρόνου και η υπαρξιακή δικαίωση πρωτεύουν και εδώ ως θεματικές συνιστώσες), αλλά τεχνικά διαφορετικό από το κύριο ποιητικό σύνθεμα, του οποίου η μυθική μέθοδος αποτελεί τον βασικό συγκινησιακό μοχλό. Κατά τούτο, και η ποιητική σύνθεση Εμείς η Αντιγόνη μπορεί να εγγραφεί σε μία λειτουργική, αλλά φιλολογικά όχι ιδιαίτερα διερευνημένη, παράδοση, αυτήν μιας ποιητικής mise en abyme, δηλαδή ενός «ποιήματος μέσα στο ποίημα». Αυτή η παράδοση, ακόμη και στο στενό πλαίσιο του νεοελληνικού λογοτεχνικού πεδίου, δεν είναι αμελητέα, αφού συνέβαλαν στη διαμόρφωσή της μείζονες λογοτέχνες μας, σαν τον Γιώργο Ιωάννου («Μουρμουρητό» από την Ομόνοια 1980 – εκδόσεις Οδυσσέας, 1980 και εκδόσεις Κέδρος, 21987), καθώς και ορισμένοι από τους νεότερους, από τους οποίους δειγματοληπτικά αναφέρουμε τον Δημήτρη Μίγγα (Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα – εκδόσεις Εντευκτηρίου, 1995), την Ελένη Μερκενίδου (Νύχτες μέσα στη νύχτα – εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2009), τον Δημήτρη Αθηνάκη (Χωρίσεμεις – εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, 2009) τη Βικτωρία Καπλάνη (Λευκές συνομιλίες, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010), τη Γιώτα Αργυροπούλου (για ορισμένα ποιητικά στιγμιότυπα από το Ποιητών και Αγίων Πάντων – εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013), τον Λεωνίδα Κεφαλά (Το Ημερολόγιο του Βασίλη – εκδόσεις Εκάτη, 2018), τον Δημήτρη Κοσμόπουλο (για ορισμένα σημεία από το Έθνος εξαιρετικά – εκδόσεις Περισπωμένη, 2023), τον Δημήτρη Αγγελή (για αρκετά σημεία από τα Σκίτσα δρόμων κι έναστρης νύχτας – εκδόσεις Πόλις, 2024).
Η ποιητική συλλογή Εμείς η Αντιγόνη συσσωματώνει έναν δυναμικό ποιητικό λόγο που κατορθώνει με τη νεωτερική του ορμή και με τη συγκινησιακή του δραστικότητα να αναγάγει το έμφυλο, τοπικά προσδιορισμένο και χρονικά συγκεκριμένο, σε υπερτοπικό, διαχρονικό και τελικά πανανθρώπινο. Και αυτό δεν είναι λίγο!