Ο Βασίλης Αμανατίδης είναι ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και περφόρμερ. Γεννήθηκε το 1970 στην Έδεσσα και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. έχει εκδώσει από το 1999 οκτώ βιβλία ποίησης με προτελευταίο το εσύ: τα στοιχεία (2017) για το οποίο του απονεμήθηκε το Βραβείο Ποίησης ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης, έχει συγγράψει το μ_otherpoem. μόνο λόγος (2014) και το 7: ποίηση για video games (2011). Εκτός αυτού, το 2019 επανεκδόθηκαν τα διηγήματά του στον συγκεντρωτικό τόμο με τίτλο Πλαγκτόν: οι ιστορίες. Τελευταίο ποιητικό βιβλίο του είναι το ∞: αποκατάσταση (2022), το οποίο εντέλει προηγήθηκε του D: ο άνθρωπος που αγαπώ, η έκδοση του οποίου αναμένεται.
Τα βιβλία του Βασίλη Αμανατίδη χαρακτηρίζονται από τη διάθεση πειραματισμού, από το υβριδικό στοιχείο, από μια διακαλλιτεχνική ματιά, από το επιτελεστικό στοιχείο, από τη σύνθεση φανταστικών και ρεαλιστικών στοιχείων και από μια μεταμοντέρνα προσέγγιση. Ο ίδιος αντιμετωπίζει τα βιβλία του ως μορφές αναπαράστασης του εαυτού, ως προέκταση της ζωής, ως ανασύνθεση του βιώματος και της εμπειρίας σε μετουσιωμένο λόγο. Σχεδόν το σύνολο των βιβλίων του συγκροτούν κάθε φορά εκτενείς σπονδυλωτές ποιητικές συνθέσεις, ενώ τα ίδια τα βιβλία ως υλικά αντικείμενα αντιμετωπίζονται ως έργα τέχνης. Τα έργα του διακρίνονται από το πνεύμα αναζήτησης, την έγνοια για τη μορφική συγκρότηση των ποιημάτων, από τη γλωσσική τους ετερογένεια και ποικιλία καθώς και τη σύνθεσή τους κάθε φορά σε ένα οργανικό όλο.
Το βιβλίο ποίησης ως έργο τέχνης
Ο Αμανατίδης προσεγγίζει τα βιβλία του ως έργα τέχνης, ως υλικά αισθητικά αντικείμενα που, πέρα από κείμενο, έχουν την αξία αντικειμένου-φετίχ,
θα έλεγε κανείς. Όπως σημειώνει, για παράδειγμα, πολύ εύστοχα η Ραπατζίκου (2013) μιλώντας για το βιβλίο του 7: ποίηση για videogames, αλλά σημειώνοντας στοιχεία που ισχύουν για τα περισσότερα βιβλία του Αμανατίδη, «ο γραφιστικός σχεδιασμός, οι γραμματοσειρές που χρησιμοποιούνται, η στοιχειοθεσία, το εξώφυλλο, η ποιότητα του χαρτιού, η οργάνωση των σελίδων, οι σημειώσεις ή υποσημειώσεις που εμφανίζονται σε διαφορετικά σημεία του βιβλίου αποτελούν μαζί με τα ίδια τα κείμενα μια ποιητική ενορχήστρωση που χαρακτηρίζεται –όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας– από αφαιρέσεις, συμπυκνώσεις, μετατοπίσεις». Έτσι, κατανοεί κανείς ότι η μορφή του βιβλίου δεν διαδραματίζει κάποιον διακοσμητικό ρόλο αλλά αποτελεί λειτουργικό στοιχείο της ίδιας της ποιητικής σύνθεσης. Η έγνοια για την υλική διάσταση των βιβλίων του οδηγεί σε γραφιστικές καινοτομίες και πειραματισμούς, γεγονός ασυνήθιστο σε βιβλία ποίησης στην ελληνική εκδοτική πραγματικότητα. Η προσέγγιση του βιβλίου ως έργου τέχνης φέρνει κάποιες φορές στο μυαλό το έργο της Ann Carson και του πολυδιάστατου τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει εκείνη την ποίησή της.
Το μητρικό στοιχείο στο έργο του Βασίλη Αμανατίδη και το ζήτημα της αναπηρίας
Η ∞: αποκατάσταση είναι ένα βιβλίο με κεντρικό θέμα τη μητέρα, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια εκτενώς, ένα θέμα που απασχολεί διαχρονικά τον ποιητή, τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά. Το μητρικό σύνδρομο, το οποίο αναγνώρισε ο ποιητής κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας του, αποτέλεσε συνειδητή και διαρκή αναφορά στο έργο του, ενώ η ψυχοθεραπευτική διαδικασία αποτέλεσε σημείο τομής στη δημιουργική πορεία του. Η μητέρα ως ξεκάθαρο ποιητικό μοτίβο εκφράστηκε για πρώτη φορά στο μ_otherpoem: μόνο λόγος, κομβικό έργο για τον ποιητή, καθώς σε αυτό παύει να χρησιμοποιεί ποιητικές περσόνες στα ποιήματά του και τολμά να εκθέτει και να αποκαλύπτει μεγαλύτερο μέρος του εαυτού. Το μ_otherpoem αποτελεί μια προσπάθεια ανασκαφής των θεμελίων της αγίας ελληνικής οικογένειας, ανάδειξης των δυσλειτουργιών της, κατάδειξης του ισχυρού ρόλου της μάνας στην ανατροφή των παιδιών. Επίσης, είναι ένα βιβλίο που θέτει ως θέμα το πένθος αποχωρισμού από τη μητέρα, ένα βιβλίο που αναγνωρίζει την παντοδυναμία της μητέρας, αλλά και υπογείως θέλει να την προκαλέσει και να την αμφισβητήσει. Ένα βιβλίο όπου σκιαγραφείται μια μητριαρχική οικογένεια, όπου τα αρσενικά της οικογένειας καθορίζονται από τη μητρική επιθυμία, ψαύοντας τρόπους να αυτονομηθούν από τον κάποτε ασφυκτικό της εναγκαλισμό. Το μ_otherpoem είναι μια ποιητική σύνθεση που, από τη μία, συγκατανεύει στη μητρική εξουσία και, από την άλλη, εκφέρει μια οργή σχεδόν εφηβικής διάθεσης επανάστασης απέναντι στην (μητρική) εξουσία.
Το εσύ: τα στοιχεία, που ακολούθησε, εστιάζει στο ζήτημα του ετερόδοξου, όπως τον αποκαλεί ο ποιητής, έρωτα και του ερωτικού αποχωρισμού, ένα βιβλίο για το πένθος που επιφέρει το τέλος μιας σχέσης. Είναι μια ποιητική σύνθεση όπου το ερωτικό υποκείμενο μετατρέπεται σε στοιχείο συγκρότησης του κόσμου ανάμεσα στη γη, το νερό, τη φωτιά και τον αέρα. Παρά τον ερωτικό χαρακτήρα του βιβλίου, ή ίσως εξαιτίας αυτού, ο ποιητής ενσωματώνει συνειδητά σε αυτό, σε διάφορα ποιήματα, το μητρικό στοιχείο. Ποιήματα όπως το «{το σπίτι] διαμέρισμα 5: η μητέρα μας εκεί, υπέροχα μόνη» ανακαλούν ευθέως το μ_otherpoem.
Το ποίημα «[μαμά, μπαμπά, ηλία]» αναφέρεται στην οικογένεια του ποιητή. Στο δε ποίημα «[μητέρες]», ο ποιητής διαπιστώνει, σχεδόν ειρωνικά αλλά και με τρυφερότητα, πως οι μητέρες δεν έχουν ακόμη εξοριστεί από το βιβλίο. Έτσι λοιπόν, στο εσύ: τα στοιχεία, το μητρικό στοιχείο επανέρχεται και στοιχειώνει τα ποιήματα με την υποβόσκουσα έντασή του, και αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται τελικά το στοιχείο του έρωτα.
Ωστόσο, πρώιμες αναφορές στη μητέρα και στην οικογένεια συναντά κανείς και στο πρώτο βιβλίο του ποιητή, Υπνωτήριο. Το ποίημα «Της οικογένειας. Με τα πόδια σαν κύκλο.» αναφέρεται σε μια τριμελή οικογένεια που περιμένει τον Προκρούστη να χτυπήσει το κουδούνι το πρωί, έμμεση αναφορά σε μια δυσλειτουργική οικογένεια που πιέζει τα μέλη της για προσαρμογή σε κανόνες και νόρμες, πολλές φορές καταπιεστικές. Το ποίημα «Του τελευταίου μου παιχνιδιού αναφέρεται στη σχέση μητέρας-γιου και αφιερώνεται από τον ποιητή στη μητέρα του Αλκμήνη. Το ποίημα αναφέρεται σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας μεταξύ μητέρας-γιου. Τέλος, στο ποίημα που αφιερώνεται στον πατέρα του ποιητή, «Του βυθού», δεν παραλείπεται η αναφορά και στο πρόσωπο της μητέρας.
Αναφορές στη μητέρα υπάρχουν, εκτός από το ποιητικό έργο του Αμανατίδη, και στην πεζογραφία του. Στη συγκεντρωτική συλλογή διηγημάτων Πλαγκτόν: οι ιστορίες, το θέμα της μητέρας συναντάται σε διάφορα διηγήματα. Στο διήγημα «παπάκι», υπάρχει άμεση αναφορά στη μητέρα. Επίσης, σε αρκετά διηγήματα του βιβλίου γίνεται λόγος για δυσλειτουργικές οικογένειες, και υπονοούνται αιμομικτικές σχέσεις· ο δημιουργός θέλει σαφώς να σκιαγραφήσει το πολλές φορές στρεβλό πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν οι μελλοντικοί ενήλικες. Μέρος, τέλος, του διηγήματος «Παρά μόνο αν αρρωστήσει ο θεός» έχει ενσωματωθεί στην ∞: αποκατάσταση με πολύ λειτουργικό τρόπο.
Ένα άλλο ζήτημα που φαίνεται να απασχολεί τον ποιητή στο έργο του, εκτός από το μητρικό σύνδρομο, είναι το ζήτημα της αναπηρίας, το οποίο επανέρχεται στην ∞: αποκατάσταση με ένταση. Προηγουμένως, στο εσύ: τα στοιχεία, για παράδειγμα, διαβάζει κανείς τους στίχους «ένα καλό κι ένα κακό: όλοι τείνουμε στο αν άπειρο», όπου γίνεται λογοπαίγνιο μεταξύ της κατάστασης του πεπερασμένου, του «αν[-]άπειρου» και της αναπηρίας. Το ίδιο ζήτημα εντοπίζεται και στη συλλογή διηγημάτων Πλαγκτόν. Στο διήγημα «Οι σκέψεις θείου με σκλήρυνση κατά πλάκας», η αναφορά στην ασθένεια είναι σαφής, ενώ στο διήγημα «Χάρυβδη», τονίζεται η κατάσταση του εγκλεισμού στο σπίτι για δεκαετίες, πιθανόν ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας ασθένειας ή αναπηρίας. Επίσης, σαφής είναι η αναφορά στο διήγημα «το κομμένο πόδι», στο ζήτημα κινητικών προβλημάτων και καθήλωσης. Τέλος, στο διήγημα «Το κορίτσι μας μιλάει στο θείο», παρακολουθούμε την ιστορία ενός άνδρα σε αναπηρικό καροτσάκι που είναι δέσμιος της ανιψιάς του.
Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει πως τα δύο αυτά μεγα-θέματα της ποίησης και της πεζογραφίας του Αμανατίδη, η αναπηρία και το μητρικό στοιχείο, σχετίζονται στενά, όπως άλλωστε φαίνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια στην ∞: αποκατάσταση. Ίσως η αναπηρία να είναι μια κατάσταση που μετατρέπει το υποκείμενο σε παιδί, καθιστώντας το τελικά υπόλογο και εξαρτώμενο από μια μητέρα. Ίσως η μητέρα, η υπερβολική της έλλειψη ή η υπερβολική της παρουσία στη ζωή του παιδιού, να είναι η υποβόσκουσα αιτία μιας ψυχικής αναπηρίας του παιδιού που εκφράζεται ως νευρωτική εξάρτηση από την επιθυμία του Άλλου. Η αναπηρία, από την άλλη, ίσως αποτελεί μια αλληγορία για να απεικονιστούν δυσλειτουργικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια που οδηγεί τα μέλη της στην παραγνώριση των ρόλων τους και τη σύγχυση των ορίων.
∞: αποκατάσταση
Το βιβλίο ∞: αποκατάσταση εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 και έκλεισε πρόσφατα τον έναν χρόνο από την πρώτη του κυκλοφορία αλλά και την παρουσίασή του με τη μορφή περφόρμανς από τον ποιητή. Στο δελτίο τύπου του βιβλίου του, ο ποιητής ορίζει την ∞: αποκατάσταση ως εξής: «Ένα βιβλίο και μία περφόρμανς ποίησης (για τους χαμένους και τους ζωντανούς μας, την Τιτανομαχία με τους προγόνους, την γλωσσική καταγωγή μας, μια μητέρα-γλώσσα, και την αποκατάσταση της αγάπης), που υψώνουν το μεσαίο δάχτυλο στον θάνατο. Στόχος: ο στοχαστικός και σωματικός τρόπος του προσωπικού και του πολιτικού, η ποίηση ως βιωματικό και ως πληθυντικό γεγονός».
Το διάστημα του ενός έτους από την κυκλοφορία και την παρουσίαση της ∞: αποκατάστασης με τη μορφή περφόρμανς αφήνει στον αναγνώστη τον απαραίτητο χρόνο για μια ψύχραιμη αποτίμηση και αναστοχασμό γύρω από το βιβλίο, τη σημασία του για την ευρύτερη συγγραφική πορεία του Αμανατίδη, αλλά και τον κεντρικό ρόλο του ποιητή στη σύγχρονη νεοελληνική ποιητική παραγωγή. Μάλιστα, η συμπερίληψη της ∞: αποκατάστασης τελική λίστα των βραβείων του ηλεκτρονικού περιοδικού «Χάρτης», δείχνει το σημαντικό ίχνος που άφησε το βιβλίο στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή του 2022. Η κριτική –από τη Βάγια Κάλφα (2023), τον Σάββα Κοκκινίδη (2022), την Αυγή Λίλλη (2022), τη Βαρβάρα Ρούσσου (2022) και από την Μαρία Τοπάλη (2022)– έχει αναδείξει ποικίλες και σημαντικές πλευρές της ∞: αποκατάστασης.
Η Βάγια Κάλφα (2023) επικεντρώνεται στην έννοια της νόσου και της αναπηρίας, όπως σκιαγραφούνται στο βιβλίο. Τονίζει τον συχνά «παραβατικό» χαρακτήρα μέσα από τον οποίο προσεγγίζεται το ανάπηρο σώμα της ηλικιωμένης μητέρας, κυρίως μέσα από το χιούμορ αλλά και την ανάδειξη της σωματικής έλξης που μπορεί να νιώθουν τα ηλικιωμένα άτομα. Ο Σάββας Κοκκινίδης (2022), από την άλλη, τονίζει τη σημασία των σολωμικών αποσπασμάτων από τον «Ύμνο στην ελευθερία» και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» ως βάση ανάδειξης μιας λυρικής στερεότητας που διαπερνά το βιβλίο, ανάμικτη με τον αγωνιώντα λόγο του βιώματος. Η Αυγή Λίλλη (2022) σημειώνει ότι ο ποιητής μετατρέπει μέσα από το βιβλίο του την ασθένεια σε τέχνη παραστατική, μέσα από έναν θραυσματικό, προφορικό λόγο που δημιουργεί μια γοητευτική ανοικείωση. Η Βαρβάρα Ρούσσου (2022) διακρίνει τον υβριδικό χαρακτήρα και την επιτελεστικότητα του έργου ως μερικά από τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το βιβλίο, ενώ διακρίνει τη σημασία της έννοιας της «μετατόπισης» για τον ποιητή. Η Μαρία Τοπάλη (2022) διαπιστώνει ότι στην ∞: αποκατάσταση οι τάσεις και οι δυνατότητες που είχαν διαφανεί στα προηγούμενα βιβλία του ποιητή ολοκληρώνονται με λαμπρό τρόπο. Επίσης, σημειώνει ότι οι αναφορές στον Σολωμό και τον Μπέκετ αλλά και άλλες λιγότερο βασικές, όπως στίχοι από ένα τραγούδι της Μοσχολιού, χωνεύονται με φυσικότητα δημιουργώντας ένα τραγούδι-ποταμό. Το παρόν άρθρο κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί στα παραπάνω κείμενα, ίσως με μια διάθεση συγκεφαλαίωσης της αξίας ενός από τα πιο σημαντικά βιβλία του Αμανατίδη.
Τέλος, η Όλγα Παπακώστα (2023), στο κείμενό της, «Η ποίηση ως θρίλερ», επιχειρεί με έναν παιγνιώδη και συνειρμικό τρόπο να συνδέσει το βιβλίο του Αμανατίδη με την ταινία Ψυχώ, του Άλφρεντ Χίτσκοκ και τον ήρωά της, Norman Bates. Η Παπακώστα υποστηρίζει ότι μάνα και γιός συγχωνεύονται στα ποιήματα, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που συμβαίνει στην ταινία. Τα ποιήματα δεν παρουσιάζουν τη συνομιλία μεταξύ δύο προσώπων, της μητέρας και του γιου, αλλά τον λόγο και αντίλογο του ίδιου του ποιητή που ενσαρκώνει διαδοχικά τα διάφορα πρόσωπα της αποκατάστασης, όπως πράττει και ο ήρωας Norman Bates στην ταινία Ψυχώ. Το βιβλίο, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, είναι η ποιητική αναπαράσταση μιας ψυχωτικής πραγματικότητας όπου ο θάνατος γεννά ζωή και η ζωή χαρίζει αθανασία στους αγαπημένους.
Η ∞: αποκατάσταση ως περφόρμανς
Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος (2022) παρατηρεί ότι, από το 2010 και μετά, όλο και περισσότεροι ποιητές παρουσιάζουν τα ποιήματά τους με τη μορφή περφόρμανς. Μάλιστα, αναφέρει κάποιους ποιητές που διακρίνονται για αυτή την πρακτική, μεταξύ των οποίων οι sam albatros, Βασίλης Αμανατίδης, Φοίβη Γιαννίση, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Πατρίτσια Κολαΐτη, Παυλίνα Μάρβιν, Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Μάριος Χατζηπροκοπίου και Θεόδωρος Χιώτης. Ο Αμανατίδης παρουσιάζει επιτελεστικές αναγνώσεις των ποιημάτων του από το 2010. Έκτοτε, έχει παρουσιάσει πέντε βιβλία και έξι ξεχωριστές περφόρμανς/επιτελέσεις/ επιτελεστικές αναγνώσεις. Αυτές είναι οι εξής:
1. «Τρικυμία: ένα video game», 2010-2012 (περφόρμανς πάνω στο 7: ποίηση για video games, Νεφέλη, 2011).
2. «μ_otherpoem: μόνο λόγος», 2014-2020 κ.ε. (περφόρμανς πάνω στο ομώνυμο βιβλίο, Νεφέλη, 2014).
3. «εσύ: τα στοιχεία», 2017-2018 (περφόρμανς πάνω στο ομώνυμο βιβλίο, Νεφέλη, 2017).
4. «_μ_otherlands_», 2019 κ.ε. (περφόρμανς πάνω στο μ_otherpoem καθώς και σε ποίηση των Άλις Όσβαλντ, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Μπρέντα Σόνεσι, Κλαρίσε Λισπέκτορ).
5. «πλαγκτόν: παπάκι», 2020 (video performance πάνω σε διήγημα του Πλαγκτόν: οι ιστορίες, Νεφέλη, 2019).
6. «∞: αποκατάσταση», 2022 (περφόρμανς πάνω στο ομώνυμο βιβλίο, Νεφέλη, 2022).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο ποιητής-περφόρμερ θεωρεί τις επιτελεστικές αναγνώσεις του μια εν εξελίξει εργασία, αντιμετωπίζοντάς τες ως καλλιτεχνικό γεγονός που μπορεί να αναμορφωθεί μέσα από την εμπειρία και την τριβή με το υλικό, και δουλεύοντας κάθε περφόρμανς του σε διάφορες εκδοχές,.
Η περφόρμανς της ∞: αποκατάσταση παρουσιάστηκε δύο φορές (24/2 και 26/2) το 2022 στην αποθήκη Β1, στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης με πρόσκληση και υπό την αιγίδα του MOMus - Πειραματικό κέντρο τεχνών. Αποτελεί το ‘σχεδίασμα Α’, αφιερωμένο στους γονείς του ποιητή (τη βιντεοσκοπημένη περφόρμανς μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=OKJKa-0dCWk).
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της περφόρμανς έγιναν με τη συνεργασία της σκηνοθέτιδας Σοφίας Καρακάτζα, της ομάδας «Μαύρος Γάντζος», της μουσικού και σκηνοθέτιδας Μαριάνας Βογιατζή και της εικαστικού Ράνιας Εμμανουηλίδου. Στην περφόρμανς, αξιοποιήθηκαν χειροποίητα υλικά και οι σύγχρονες τεχνολογίες μαζί με τη συνέργεια των υπόλοιπων τεχνών. Στην περφόρμανς της ∞: αποκατάσταση, όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής, «το βασικό σκηνικό αντικείμενο - κι ουσιαστικά αναπόσπαστο από την αίσθηση μιας πανταχού παρούσας απουσίας … είναι το εκπληκτικό Διπλό Νοσοκομειακό Κρεβάτι: έργο του αρχιτέκτονα και εικαστικού Δημήτρη Φράγκου ("Άτιτλο", 2002)». Για τα ηχητικά τοπία της περφόρμανς, χρησιμοποιήθηκαν θραύσματα από το έργο «Έξι τραγούδια σε ποίηση του T. S. Eliot» («Death by Water») του Γιάννη Χρήστου και από τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Το ποίημα «Death by Water» αποτελεί τμήμα της ποιητικής σύνθεσης Έρημη χώρα και μιλά για τον θάνατο του Φληβά του Φοίνικα από πνιγμό.
Ο τίτλος του βιβλίου και το εξώφυλλο
Το εξώφυλλο του βιβλίου αναπαριστά τον ποιητή κατά την παιδική του ηλικία, συγκεκριμένα κατά τη φοίτησή του στο νηπιαγωγείο το έτος 1974-75. Η φωτογραφία του ποιητή συνοδεύεται από το σύμβολο του απείρου, το οποίο αποτελεί μέρος του τίτλου. Ο όρος «αποκατάσταση», σύμφωνα με το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (1998) που φιλοξενείται στην ηλεκτρονική, Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα, μπορεί να σημαίνει μεταξύ άλλων: «1. Η επαναφορά, η επάνοδος στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική), κατάσταση, θέση· 2. Οι ενέργειες για να αποδοθεί κάτι σε κάποιον που του στερήθηκε, που του αφαιρέθηκε προηγουμένως.» Στο βιβλίο του Αμανατίδη, η αποκατάσταση αναφέρεται κυρίως στην αποκατάσταση της υγείας της μητέρας του, μετά από ένα ζήτημα υγείας που συνδέθηκε με τη δημιουργία κινητικών προβλημάτων και προβλημάτων ομιλίας. Η αποκατάσταση σε αυτή την περίπτωση είναι μια πάλη για επιβίωση, για ζωή, είναι η ενεργοποίηση του δίπολου ζωής και θανάτου κατά τον Φρόιντ. Ταυτόχρονα, η αποκατάσταση αναφέρεται στην αποκατάσταση της σχέσης μάνας και γιου, στην αποκατάσταση συναισθημάτων, σκέψεων, στη δημιουργία μιας ενωτικής γέφυρας που αποκαθιστά την επικοινωνία και την ανθρώπινη επαφή.
Το άπειρο συμβολίζει ότι η πορεία προς την αποκατάσταση είναι ένας ανοιχτός ορίζοντας χωρίς προδιαγεγραμμένο τέλος, αποτελεί έναν διαρκή αγώνα που ποτέ δεν τερματίζεται. Μάλιστα, σημειωμένο πάνω στα χείλη του ποιητή, ίσως το άπειρο να έχει διπλή σημασία. Από τη μία, ο ποιητής προσπαθεί να μιλήσει για το άρρητο της ασθένειας και την πορεία προς τον θάνατο. Από την άλλη, το άπειρο σφραγίζει τα χείλη του ποιητή, συμβολίζοντας την αδύνατη προσπάθεια να εκφέρει νόημα σε έναν κόσμο εκκενωμένο από κάθε είδους νόημα. Είναι σημαντικό να αναφέρει κανείς ότι ο ποιητής αποδίδει και από έναν αριθμό σε κάθε βιβλίο του, με προσωπικό, σχεδόν αριθμολογικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, το πρώτο βιβλίο με τίτλο Υπνωτήριο. Εννιά νυχτικές παραβολές ταυτίζεται με τον αριθμό 9, ενώ το Σπίτι από πάγο όλο, 11 διπλές ή τριπλές ιστορίες ταυτίζεται με τον αριθμό 1 (και όχι με το 11 που εμφανίζεται στον τίτλο). Η ∞: αποκατάσταση ταυτίζεται με τον αριθμό 8. Ο τίτλος «∞: αποκατάσταση» εμπεριέχει τον αριθμό 8 στραμμένο κατά 90 μοίρες.
Η δομή του βιβλίου
Το βιβλίο διακρίνεται σε οκτώ μέρη («εκεί», «εδώ», «άλλοτε», «αλλού», «άλλοτε», «αλλού», «πουθενά», «παντού»), όπου η ιστορία της αποκατάστασης διαδραματίζεται στο κέντρο αποκατάστασης, στο σπίτι, στο (παιδικό) παρελθόν του ποιητή και στον άχρονο χωροχρόνο της λογοτεχνίας. Το βιβλίο ξεκινά με τον μονόλογο της μάνας του ποιητή ενώ τηλεφωνεί στον γιο της από το κέντρο αποκατάστασης. Στη συνέχεια, η μητέρα μεταβαίνει στο σπίτι και η προσπάθεια αποκατάστασης της υγείας της συνεχίζεται εκεί με τη στήριξη διάφορων προσώπων τα οποία έχουν αναλάβει τη φροντίδα της. Ο μονόλογος της μάνας σταδιακά εξελίσσεται σε διάλογο με τον γιο, έναν διάλογο άλλοτε σπαρακτικό, άλλοτε χιουμοριστικό, άλλοτε στα όρια μιας βαθιάς αλληλοκατανόησης και αλληλοαποδοχής. Σταδιακά, τα ποιήματα οδηγούνται από το ειδικό προς το γενικό, η μητέρα μετατοπίζεται από μητέρα του ποιητή σε μητέρα-Χώρα. Η μητέρα μετατρέπεται προς το τέλος του βιβλίου σε σύμβολο μιας απουσίας που την κενή της θέση μπορεί να πληρώσει μόνο η αγάπη. Ο χρόνος κατά τον οποίο διαδραματίζεται το βιβλίο –με εξαίρεση τις τελευταίες ενότητες που θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ανήκουν στο άχρονο– τοποθετείται στην περίοδο της λεγόμενης ανθρωπόπαυσης, της υποχρεωτικής απαγόρευσης κίνησης των ανθρώπων και της ζωντανής επικοινωνίας στα πλαίσια αντιμετώπισης της πρόσφατης πανδημίας κορωνοϊού. Το άγχος θανάτου που διέπει το βιβλίο επιτείνεται ακριβώς από αυτή τη συνθήκη, την αδυναμία να προσεγγίσει εύκολα το σπίτι της μητέρας του ο ποιητής για να την επισκεφθεί, από το άγχος αν έχει πλύνει τα χέρια του ώστε να μη μεταδώσει τον ιό στην άρρωστη μάνα του, την αγωνία για το πότε θα είναι διαθέσιμο το εμβόλιο. Ο ποιητής τοποθετεί τα ποιήματα της ∞: αποκατάστασης μέσα σε κοινωνικό συγκείμενο, καθώς ένα από τα ζητήματα που πραγματεύεται είναι το πώς αντιμετωπίζει κανείς την αναγκαστική απομόνωση από τους ανθρώπους που αγαπά, τη στιγμή που η επαφή μαζί τους είναι σημαντικότερη από ποτέ. Όπως σημειώνει ο ποιητής στις σημειώσεις του βιβλίου, τα ποιήματα ακολουθούν τη γραμμική πορεία συγγραφής τους, εκτός από τα δύο τελευταία μέρη. Ο ποιητής μάς εισάγει σταδιακά στο ζήτημα της αποκατάστασης, όπου η σύνθεση γίνεται όλο και πιο πυκνή και περίπλοκη, για να καταλήξει σε ένας είδος συνομιλίας με τις έννοιες της πατρίδας, της καταγωγής, της προέλευσης, της απουσίας, του θανάτου. Η πορεία από το ατομικό στο συλλογικό, από το ειδικό και συγκεκριμένο στο αφηρημένο και γενικό, δείχνουν την πρόθεση του ποιητή να δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη σύνθεση όπου το βίωμα συνομιλεί σταθερά με τον αναστοχασμό και υπόκειται σε συνειδητή ποιητική επεξεργασία.
Η ∞: αποκατάσταση και το μ_otherpoem ως δίπτυχο του μητρικού
Το νέο βιβλίο του Βασίλη Αμανατίδη αποτελεί οργανική συνέχεια του βιβλίου με τίτλο μ_otherpoem: μόνο λόγος, ένα βιβλίο που αντιμετωπίζει τη μητέρα ως τραύμα, ως γλώσσα, ως καταγωγή. Αν πρωταγωνιστής σε αυτό το βιβλίο ήταν ο λώρος που συνέδεε τη μητέρα με το γιο, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του, στην ∞: αποκατάσταση, πρωταγωνιστής είναι η ίδια η μητέρα.
Αν στο πρώτο βιβλίο επικρατούσε μια ανάγκη του δημιουργού να ψαύσει το τραύμα και να βιώσει τον αποχωρισμό από τη μητρική αγάπη ως πένθος, σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, η μητέρα προσεγγίζεται ως μια ευκαιρία επανένωσης με τη μητρική μορφή μέσω μιας αγάπης αντι-εξουσιαστικής, που δεν οικειοποιείται αλλά δωρίζει, μιας αγάπης που δεν αντιμάχεται αλλά παραδίδεται δίχως όρους στον άλλο.
Σε αυτό το νέο βιβλίο του, ο Βασίλης Αμανατίδης δημιουργεί μια γλώσσα που προσπαθεί να προσεγγίσει την άβυσσο της ασθένειας και του επικείμενου θανάτου, μια γλώσσα που ανασκάπτει την αλήθεια του ανθρώπινου πόνου και της ανημπόριας. Μα πάνω από όλα, ο Αμανατίδης δημιουργεί μια γλώσσα όπου το μητρικό στοιχείο μετατρέπεται το ίδιο σε μια γλώσσα μελωδική, παιγνιώδη, κάποτε ρυθμική, μια γλώσσα που επουλώνει και καθησυχάζει ακόμη και όταν εκφέρει τον μεγαλύτερο τρόμο.
Η αποκατάσταση –η διαδικασία γενικά, αλλά και το συγκεκριμένο βιβλίο– δεν είναι απλά μια πορεία προς την ίαση, αλλά ένας διαρκής αγώνας εναντίον του φθοροποιού χρόνου και εναντίον του αμετάκλητου θανάτου. Πρόκειται για την αποκατάσταση του ανθρώπινου δεσμού και την επισφράγιση της άδολης αγάπης· ένας αγώνας που προεκτείνεται χρονικά στο άπειρο. Πότε ο μονόλογος της μάνας, πότε ο διάλογος με τον γιο, συγκροτούν τα δομικά υλικά ενός έργου που ξεπερνά την επιφάνεια μιας απλής ανάγνωσης και αποκτά το βάθος μιας σκηνικής αναπαράστασης. Το έργο αρθρώνει έναν μετα-μπεκετικό λόγο που, μέσα στην υπαρξιακή αγωνία, την ασθένεια, την κατάρρευση του νοήματος, αφήνει πόρους για να αναδυθεί ένα αίσθημα λύτρωσης, ένα αποτύπωμα αγάπης.
Μορφική ποικιλία
Σταθερή είναι η έγνοια του ποιητή να εκφράσει την μορφική ποικιλία και την ανανέωση μέσα από το έργο του, γεγονός που επιβεβαιώνεται και στην ∞: αποκατάσταση η οποία ανακεφαλαιώνει όλες τις κατακτήσεις του ποιητή στο ζήτημα της ποιητικής μορφής. Τα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου δεν φέρουν τίτλο, με τον πρώτο στίχο να επέχει θέση τίτλου, όπως φανερώνουν ο πίνακας περιεχομένων. Μορφικά, τα περισσότερα ποιήματα παρουσιάζουν μια κατακόρυφη μορφή, με έντονη στίξη, εισαγωγικά, παρενθέσεις, αποσιωπητικά, παύλες, αγκύλες, με λίγες λέξεις να αποτελούν κάθε στίχο. Η χρήση της έντονης στίξης ίσως στοχεύει στο να βοηθήσει τον αναγνώστη να προσεγγίσει το κείμενο επιτελεστικά, σημειώνοντας τις παύσεις, τα κενά και τις σιωπές στα ποιήματα του βιβλίου. Άλλωστε, ο ποιητής, περφόρμερ ο ίδιος, πάντοτε προσέγγιζε και προσεγγίζει το κείμενό του σαν παρτιτούρα όπου σημειώνεται ο ρυθμός και ο τόνος της ανάγνωσης, χωρίς βέβαια μια τέτοια έγνοια για ακρίβεια να περιορίζει την αμφισημία του κειμένου και το συναισθηματικό του βάθος. Τα «κατακόρυφα» ποιήματα του βιβλίου, συνυπάρχουν μορφικά με ποιήματα πεζά, με ποιήματα με υποσημειώσεις, με ποιήματα που θυμίζουν θεατρικούς διαλόγους, με ποιήματα όπου παρατίθενται στίχοι κατ’ αντιπαράθεση. Ο ποιητής φροντίζει τόσο για τη συνοχή και την ενότητα του εγχειρήματός του όσο και για τη μορφική ποικιλία του βιβλίου, έτσι ώστε ο αναγνώστης να κινείται μεταξύ σιγουριάς και έκπληξης, μεταξύ αναζήτησης του καινούργιου και κατακτημένης μορφής.
Διακειμενικές αναφορές
Το βιβλίο του Βασίλη Αμανατίδη περιέχει πλήθος διακειμενικών αναφορών, οι οποίες δηλώνονται στο τέλος του βιβλίου με τη μορφή σημειώματος. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στη Γουίνι, το κεντρικό πρόσωπο στις Ευτυχισμένες μέρες του Μπέκετ. Η Γουίνι, θαμμένη μέχρι το λαιμό, μετατρέπεται σε ένα κεφάλι αποσπασμένο από το σώμα, μια φωνή που με ιλαροτραγικό τρόπο διηγείται μια ζωή καθήλωσης, μια αλληγορία, ίσως, για την ασθένεια και τα γηρατειά. Η Γουίνι ίσως αποτελεί πρότυπο για την προσέγγιση της αναπηρίας, της ασθένειας και των γηρατειών από τον ποιητή. Από την άλλη, αξιοσημείωτη αναφορά είναι αυτή στη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονύσιου Σολωμού. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» αποτελεί ένα από τα ιδρυτικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ένα υβριδικό κείμενο όπου το στοιχείο του φανταστικού σμίγει με το ρεαλιστικό. Τα στοιχεία αυτά είναι που προκαλούν τη συνομιλία του Αμανατίδη με τον εθνικό ποιητή, με ένα κείμενο που μέχρι πρότινος θεωρούνταν εκτός του κανόνα, εξαιτίας του ιδιαίτερου χαρακτήρα του. Επίσης, η αναφορά στον εθνικό ύμνο μεταποιημένο από την ανοϊκή μητέρα έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Αμανατίδης στο βιβλίο του αναζητά έναν άλλο ορισμό της πατρίδας, του έθνους, μέσα από την έννοια της μητέρας ως χώρας. Η αναφορά στον σαιξπηρικό Άμλετ έχει επίσης ενδιαφέρον, καθώς στο έργο αυτό, η επιθυμία της μητέρας του Άμλετ τον καθιστά ανίκανο να ασκήσει αυτό που θεωρεί καθήκον του, να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του. Ο Άμλετ εμφανίζεται ως δέσμιος της οιδιπόδειας επιθυμίας του για τη μητέρα. Γενικά, οι αναφορές του βιβλίου χαρακτηρίζονται από ετερογένεια και ευρύτητα, δείχνοντας την αγάπη του ποιητή για το θέατρο, την ποίηση, την πεζογραφία αλλά και το λαϊκό τραγούδι. Ο ποιητής δεν κάνει διαχωρισμούς μεταξύ «υψηλής» και «χαμηλής» κουλτούρας, ενώ οι αναφορές του ενσωματώνονται γόνιμα μέσα στα ποιήματα, δείχνοντας τη βαθιά συνομιλία του με τα έργα και τους δημιουργούς στους οποίους αναφέρεται. Σαφείς ή και δηλωμένες είναι επίσης οι αναφορές σε στίχους του Καβάφη, στο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας του Τόμας Πύντσον, στο Σπίτι της Γερτρτούδης του Γιώργου Χειμωνά, το οποίο θεωρείται έργο χαμένο ή και ανύπαρκτο, καθώς και στο λαϊκό τραγούδι. Οι αναφορές αυτές οικοδομούν άτυπα ίσως ένα προσωπικό εικονοστάσι αγίων της λογοτεχνίας.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η ενσωμάτωση στο βιβλίο κειμένων από προηγούμενα βιβλία του ποιητή: συγκεκριμένα από το Τριαντατρία (2003), από το 4-D : ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων (2006) και από την συλλογή διηγημάτων Πλαγκτόν: οι ιστορίες (2019). Τα κείμενα αυτά μπολιάζονται σε ένα νέο κειμενικό περιβάλλον με τρόπο τέτοιο που ανα-νοηματοδοτούνται, δείχνοντας ίσως την ικανότητα της γλώσσας να λειτουργεί σε νέα συμφραζόμενα με νέα δύναμη. Ταυτόχρονα, αυτή η επιλογή του κειμενικού μπολιάσματος, του παλιού με το νέο υλικό, δείχνει την κεντρική θέση που κατέχει το μητρικό στοιχείο στην ποιητική του Αμανατίδη, τόσο στο πεζογραφικό όσο και στο ποιητικό του έργο. Η ∞: αποκατάσταση έτσι μετατρέπεται σε σημείο συνάντησης πολλαπλών νημάτων γύρω από την μητέρα και την καταγωγή, μετατρέπεται σε κιβωτό όπου εγκιβωτίζεται παλιότερο υλικό και αγαπημένοι δημιουργοί του ποιητή μαζί με μια νέα οπτική, αυτή που έχει επιφέρει μια ορισμένη «μετατόπιση» στον τρόπο θέασης του κόσμου και της κατασκευής του νοήματος.
Η μητέρα ως τραύμα
Όπως ειπώθηκε πιο πάνω, ο Βασίλης Αμανατίδης στο προηγούμενο βιβλίο του για τη μητέρα, μ_otherpoem , προσεγγίζει την έννοια του μητρικού μέσα από το τραύμα του αποχωρισμού. Στο νέο του βιβλίο, η έννοια του τραύματος σε σχέση με τη μητέρα συνεχίζει να υπάρχει, όμως εδώ αναδεικνύονται άλλα χαρακτηριστικά του. Στην ∞: αποκατάσταση, το τραύμα σχετίζεται με την ασθένεια, την άνοια, την προοπτική του θανάτου της μητέρας· είναι δηλαδή πιο έντονο και ενεργό. Το τραύμα γίνεται ακόμη πιο βαθύ και οξύ λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει ο ποιητής, λόγω του προηγηθέντος θανάτου του πατέρα, αλλά και λόγω της κατάστασης φόβου, απομόνωσης και μοναξιάς που έχει επιβάλει η πανδημία. Το τραύμα γίνεται στην ∞: αποκατάσταση πιο απτό σε σχέση με το μ_otherpoem, περιγράφεται ως μια σχάση της πραγματικότητας, ως διατάραξη της κανονικότητας, που αλλάζει ισορροπίες στην οικογένεια και γκρεμίζει βεβαιότητες. Το τραύμα έχει πλέον και φανερές υλικές προεκτάσεις αφού σχετίζεται με το σώμα, τη σωματική ικανότητα, την ικανότητα ομιλίας και σκέψης, όμως εμπλέκει και λιγότερο ορατές πλευρές. Η κατάσταση του τραύματος απαιτεί από τα μέλη της οικογένειας να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση, να τροποποιήσουν ρόλους και συμπεριφορές. Η μητέρα πρέπει να αποδεχθεί τις δυσκολίες που έχουν προκύψει από τις νέες συνθήκες. Επίσης, ο γιος καλείται να συντροφεύσει ψυχικά και συναισθηματικά την άρρωστη μητέρα του στην πορεία της στην ασθένεια, να φροντίσει για τις ανάγκες της, να τη στηρίξει, να προσφέρει τον εαυτό του ως παρουσία δίπλα της, έστω και τηλεφωνικά. Αυτή η σταδιακή αλλαγή στις σχέσεις και τις οικογενειακές νόρμες, και η ανάληψη νέων ευθυνών απέναντι στη μητέρα, αποκαλείται στην ∞: αποκατάσταση με τον όρο «μετατόπιση» και αποτελεί κεντρική έννοια για την κατανόηση της ποιητικής σύνθεσης.
Το τραύμα οδηγεί σε μια αλλαγή στη σχέση μητέρας-γιου. Η μητέρα, καθηλωμένη στο κρεβάτι, αποκτά μια σχέση ειρήνευσης με τον γιο και παραδίδεται άνευ όρων στην αγάπη του. Δεν τον αντιμάχεται, αλλά τον συμπεριλαμβάνει ως προέκτασή της στην ψυχική της οικονομία. Από την άλλη, το τραύμα καθίσταται η αφορμή για τον ποιητή να αποκαταστήσει την εικόνα της μητέρας μέσα του. Ο ποιητής-γιος αποδέχεται το τραύμα με την σύνεση και την ωριμότητα που έχει αποκτήσει από την επαφή με τη σκληρότητα της ζωής. Το τραύμα επανερμηνεύεται ως ευκαιρία αλλαγής και μετατοπίζει οριακά μητέρα και γιο από μια θέση άλγους σε κατάσταση εσωτερικής λύτρωσης και αποδοχής.
Η μητέρα ως γλώσσα
Η μητέρα στην ∞: αποκατάσταση μιλά η ίδια, σε αντίθεση με το μ_otherpoem, όπου μιλά μέσα από το στόμα του ποιητή. Η ταύτιση μάνας και γιου είναι αυτό που τελικά απελευθερώνει τη φωνή της στην ∞: αποκατάσταση. Ο λόγος της μάνας στο νέο βιβλίο είναι μια προσπάθεια να αποδοθεί ένας μετα-μπεκετικός λόγος έτσι όπως συναντάται κυρίως στα μονόπρακτα του Μπέκετ. Ο λόγος της μητέρας είναι μια προσπάθεια να προσεγγιστεί εκ νέου η γλώσσα, μια μετάπλαση και επαναπροσέγγιση της γλώσσας ως γλώσσας που πηγάζει από τον Άλλο: από τη μητέρα. Η γλώσσα στην ∞: αποκατάσταση είναι μια γλώσσα αποδομημένη στα ελάχιστα στοιχεία της. Η γλώσσα του βιβλίου φορτίζεται από τον Αμανατίδη με ένα ιλαροτραγικό αίσθημα για τη ζωή που ίσως ταυτίζεται με τη δυσκολία του ποιητή να εκφωνήσει το άρρητο, να μιλήσει για το νόημα όταν αυτό καταρρέει, όταν ο θάνατος εγγίζει το σώμα ως απτή δυνατότητα. Ο λόγος της μητέρας γλιστρά στην αδυναμία του λόγου να εκφράσει το κενό και το μη νόημα.
Η μητέρα-γλώσσα χαρακτηρίζεται από τη συχνή χρήση επαναλήψεων, τη συχνή χρήση αποσιωπητικών, από την κάποτε έντονη ρυθμικότητα και μουσικότητα των ποιητικών φράσεων, από τη θραυσματικότητα και την συνειρμική λειτουργία του λόγου. Η συχνή χρήση επαναλήψεων, συνήθης στο μπεκετικό σύμπαν, δημιουργεί μια αίσθηση ακινησίας, παθητικότητας και απραξίας επιτείνοντας την αίσθηση εγκλεισμού της ανάπηρης μητέρας. Επίσης, η χρήση επαναλήψεων αλλά και επανερχόμενων μοτίβων στην ∞: αποκατάσταση εντείνει μια αίσθηση έντασης που υπάρχει υπόρρητα σε πολλά ποιήματα, και η οποία επιλύεται με ένα είδος σιωπηλής αποδοχής του τραύματος. Σημαντική είναι και η συχνή χρήση αποσιωπητικών στο ποιητικό κείμενο, η οποία αποδίδει τη δυσκολία της μητέρας να αρθρώσει λόγο ή το ότι δεν επαρκεί η ανάσα της ώστε να ολοκληρώσει μια πρόταση. Έτσι, η πρόταση τεμαχίζεται σε σύντομες φράσεις που μαζί με τις πολλαπλές παύσεις δημιουργούν μια αίσθηση ενός αποσπασματικού και ασθμαίνοντος λόγου. Συχνά, ο ειρμός του λόγου διακόπτεται, ενώ εισάγονται θραυσματικές αναμνήσεις και περιστατικά που ίσως αναφέρονται και σε κάποια επινοημένα από τη μητέρα ή φανταστικά γεγονότα. Ταυτόχρονα, η σύγχυση μεταξύ προσώπων, η λανθασμένη χρήση των προσωπικών αντωνυμιών, οι κάποιες στιγμές αναλαμπής, δημιουργούν έναν μητρικό λόγο που κινείται στις παρυφές της γλώσσας ως συμβολικής τάξης. Βασικά χαρακτηριστικά του μητρικού λόγου, επίσης, είναι η ρυθμικότητα του λόγου, η οποία υποστηρίζεται μέσα από τη χρήση αποσιωπητικών, καθώς με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η αίσθηση μιας ρυθμικής αναπνοής, στοιχείο που θα αναλυθεί στην επόμενη ενότητα.
Ο ποιητής, αξιοποιώντας όλα τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω, επιδιώκει να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ενός ψευδο-ανοϊκού λόγου μιας ηλικιωμένης γυναίκας με αναπηρία. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι ο σχεδόν παραληρηματικός, ασυνεχής και χαώδης λόγος της μητέρας μόνο επιφανειακά μπορεί να προσεγγιστεί ως τέτοιος. Ο Αμανατίδης έχει φροντίσει πολύ προσεκτικά τη μικρο-δομή των κειμένων του. Κάθε ποίημα της σπονδυλωτής σύνθεσης αποτελεί μια στέρεη και συνεκτική κατασκευή, όπου η επιφανειακή αίσθηση του συνειρμικού λόγου ισορροπεί με μια βαθιά αίσθηση δομής. Μέσα από τον ψευδο-ανοϊκό αλλά πολύ καλά σκηνοθετημένο μητρικό λόγο της ανάπηρης μητέρας, ο Αμανατίδης καταφέρνει να αξιοποιήσει αυτή την κατασκευασμένη γλώσσα για να δώσει λογοπαίγνια, να προσδώσει χιουμοριστικό τόνο σε μια εκ των πραγμάτων τραγική κατάσταση για τη ζωή, να εκμεταλλευτεί ηχητικές συγγένειες μεταξύ λέξεων, να οικοδομήσει αμφισημίες, να εκμεταλλευτεί παρηχήσεις, να σκηνοθετήσει εκπλήξεις και να εντάξει έναν φαινομενικά καθημερινό λόγο στην ποιητική συνθήκη.
Η ποίηση του Αμανατίδη διακρίνεται για τα γλωσσικά παιχνίδια, για τον πειραματισμό με το γλωσσικό υλικό, με τρόπο που ανακαλεί συχνά στο μυαλό τον e.e.. cummings. Το σπάσιμο της λέξης σε κομμάτια, οι λέξεις που μένουν ανολοκλήρωτες και ανοιχτές στο νόημα, οι διασκελισμοί μεταξύ των στίχων, οι λέξεις που επαναλαμβάνονται παραλλαγμένες, τα λογοπαίγνια, δείχνουν την απόλαυση της γλώσσας με την έννοια που της δίνει ο Μπαρτ. Η δυσκολία κατανόησης, η προσπάθεια που απαιτεί η ανάγνωση, συνδέονται με την απόλαυση της γραφής, η οποία συχνά συνυπάρχει με την ηδονή του ποιητικού λόγου. Ο Αμανατίδης όπως και σε άλλα παλιότερα βιβλία του, όπως το μ_otherpoem. μόνο λόγος και το εσύ: τα στοιχεία, μετατρέπεται στο παιδί που παίζει με το σώμα της μητέρας-γλώσσας, απολαμβάνοντας το παιχνίδι των σημαινόντων.
Η μητέρα ως χώρα
Όπως σημειώνει η Κατερίνα Ηλιοπούλου (2014) για το μ_otherpoem. μόνο λόγος, το βιβλίο ξεπερνά το θέμα και την ειδική του τοπολογία, «εξού και ο όρος «μητέρα-χώρα» και η διακριτική και υπαινικτική εξάπλωση προς το κοινωνικό». Στο μ_otherpoem. μόνο λόγος, ο ποιητής περιγράφει μια μητέρα-χώρα που μας φροντίζει και, από την άλλη, μας χειραγωγεί, που μας παρέχει ασφάλεια και αγάπη, και ,από την άλλη, ασκεί εξουσία πάνω μας. Μια χώρα που ο εναγκαλισμός της είναι αποπνιχτικός και, από την άλλη, μας παρέχει στήριξη. Η αναφορά στη μητέρα-χώρα επανέρχεται στην ∞: αποκατάσταση για να τονίσει ακριβώς την κοινωνική και πολιτική διάσταση του βιβλίου που ξεπερνά το ατομικό βίωμα και αναφέρεται στην πληθυντική εμπειρία. Οι κοινωνικές αναφορές του βιβλίου είναι έμμεσες και χαμηλόφωνες, ωστόσο σημαντικές. Ο ποιητής δεν αρκείται στην αναψηλάφιση του προσωπικού τραύματος αλλά προσεγγίζει τη σχέση με τη μητέρα ως μια ακόμη διάσταση της συλλογικής εμπειρίας. Η μητέρα-χώρα στην ∞: αποκατάσταση παρουσιάζεται αυτή τη φορά ως ανάπηρη, στην μεθόριο του θανάτου, ίσως παραπέμποντας έμμεσα στον θάνατο του έθνους ή της πατρίδας.
Ο ποιητής αναζητά, μέσα από την έννοια της μητέρας-χώρας, μια επιστροφή στην έννοια της καταγωγής, χωρίς όμως αρχή, χωρίς την αναζήτηση μιας αυθεντικής και φυσικής εξουσίας. Ο εθνικός ύμνος παρωδείται έξυπνα από τον ποιητή· η μητέρα-χώρα καθηλωμένη στην ακινησία της αρθρώνει μια νέα διάσταση της πατρίδας.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι ο ποιητής προσεγγίζει την έννοια της πατρίδας, του έθνουτηςτης φυλής, με έναν τρόπο που αποδομεί πατριαρχικά πρότυπα κληρονομιάς, που αμφισβητεί την αρρενωπότητα ως βασικό θεμέλιο της χώρας, που μετατρέπει την έννοια της χώρας ή του έθνους σε κατηγορία συμπεριληπτική και πολυσυλλεκτική χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς.
Ωστόσο, πέρα από αυτή την προσέγγιση της μητέρας ως χώρας ως μεταφοράς για το έθνος, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι ο ποιητής συγκροτεί έναν κειμενικό και ψυχικό χώρο, μια σημειωτική χώρα για να μιλήσει για το μητρικό, για τη θηλυκότητα και τη διαφυγή από τον πατριαρχικό λόγο.
Η έννοια της μητέρας-χώρας συναντάται για πρώτη φορά στον διάλογο Τίμαιος του Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε τους όρους «δοχείο» και «χώρα» για να περιγράψει έναν χώρο όπου ενυπάρχει το σύμπαν. Το δοχείο μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα παθητικό διάστημα, ωστόσο ο Πλάτων δε φαίνεται να εννοεί αυτό. Η χώρα δεν είναι απλά ένα δοχείο για όλο το γίγνεσθαι, είναι η τροφός του και για αυτό παρομοιάζεται από τον Πλάτωνα με μια μητέρα. Διάφοροι διανοητές προσέγγισαν με τον δικό τους τρόπο την έννοια της μητέρας-χώρας, μεταξύ των οποίων ο Χάιντεγκερ, ο Ντεριντά και η Κρίστεβα.
Στη συνέχεια, θα αναλυθεί η έννοιας της μητέρας ως χώρας σύμφωνα με τη θεώρηση της Τζούλιας Κρίστεβα. Η Κρίστεβα υποστηρίζει ότι δανείζεται τον όρο «χώρα» από τον Πλάτωνα, αλλά δεν τον υιοθετεί εξ ολοκλήρου. Υποβαθμίζει την πλατωνική έννοια της χώρας ως άμορφης και τελείως εύπλαστης από οτιδήποτε τη γεμίζει, για να τονίσει την πλατωνική οπτική της χώρας ως τροφού του γίγνεσθαι. Η Κρίστεβα αποδίδει στη μητέρα-χώρα μια ψυχαναλυτική διάσταση, συνομιλώντας με το έργο του Ζακ Λακάν.
Έτσι, μπορεί να υποστηριχθεί η πεποίθηση ότι η μητρική χώρα, όπως κατασκευάζεται μέσα στην ∞: αποκατάσταση, είναι ένας μη-τόπος, ένα διάστημα που αναπαρίσταται ως τροφός του γίγνεσθαι, της δημιουργίας, της μεταμόρφωσης, της διαρκούς κινητικότητας και ρευστότητας. Η μητρική χώρα του ποιητή, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, δεν ταυτίζεται τελικά με το έθνος, την πατρίδα ή τη μήτρα της γυναίκας, αλλά αποτελεί εξαϋλωμένη μορφή της δημιουργίας, είναι προϋπόθεση του λόγου και της ομιλίας. Η μητρική χώρα σταματά να αποτελεί εικόνα μιας αρχετυπικής μητέρας αλλά διεκδικεί μια οντολογική εκδήλωση του αρνητικού μέσα στη γλώσσα. Η μητέρα-χώρα στην ποίηση του Αμανατίδη είναι ο χώρος των ενορμήσεων, των θραυσματικών μνημών, των συναισθημάτων, του σώματος ως πεδίου λιβιδινικών επενδύσεων. Η μητέρα-χώρα, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση της ∞: αποκατάστασης , είναι ο χώρος που επιτρέπει την ταύτιση, που επιτρέπει στην ταυτότητα και στη διαφορά να λάβουν χώρα και να θεμελιώσουν το υποκείμενο.
Η Κρίστεβα εισήγαγε την έννοια της σημειωτικής χώρας για να μιλήσει για την προ-οιδιπόδεια κατάσταση. Η σημειωτική χώρα αντιστοιχεί στη στιγμή όπου το βρέφος δεν αντιλαμβάνεται τη μητέρα ως κάτι διαφορετικό από το ίδιο. Υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ τους, γεγονός που οδηγεί σε μια αίσθηση απόλυτης ικανοποίησης των αναγκών του βρέφους. Η σημειωτική χώρα αναφέρεται λοιπόν σε αυτή τη συμβιωτική σχέση μητέρας-βρέφους. Η χώρα ως έννοια προηγείται, σύμφωνα με την Κρίστεβα, από την εισαγωγή του βρέφους στη συμβολική τάξη, δηλαδή στη γλώσσα και τον πολιτισμό. Η σημειωτική χώρα αντιστοιχεί σε μια κατάσταση εκτός αναπαράστασης, όπου η γλώσσα δεν έχει ακόμη κατακτηθεί. Σε αυτή την συμβιωτική σχέση μητέρας-βρέφους, αντί για γλωσσικά σημεία, επικρατούν στοιχεία όπως ο ρυθμός της αναπνοής, η χροιά της μητρικής φωνής, τα συναισθήματα, οι ορμές. Η σημειωτική χώρα, μετά την είσοδο του βρέφους στη γλώσσα, δεν εξαφανίζεται, σύμφωνα με την Κρίστεβα, αλλά συνεχίζει να υπάρχει ταυτόχρονα με αυτή. Η σημειωτική χώρα είναι το στοιχείο που επιτρέπει στα υποκείμενα να διαφύγουν, έστω μερικώς, της πατριαρχικής τάξης της γλώσσας και του πολιτισμού.
Ο Αμανατίδης, μέσα από την περιγραφή της μητέρας, προσεγγίζει την έννοια της σημειωτικής χώρας. Η μητέρα και ο γιος ταυτίζονται στο βιβλίο. Περιγράφεται ένα είδος συμβιωτικής σχέσης μεταξύ τους, όπου υποκείμενο και αντικείμενο είναι αδιαχώριστα, όπως στην προ-οιδιπόδεια κατάσταση που περιγράφει η Κρίστεβα. Ο ποιητής βιώνει, όπως και η μητέρα, κάποια αναπηρία, όπως αναφέρεται μέσα στο κείμενο: δυσκολεύεται να κινήσει το πόδι του. Από την άλλη, η μητέρα μετατρέπεται σε ποιήτρια μέσα από τον πρωτότυπο, ψευδο-ανοϊκό της λόγο. Η μητέρα και ο γιος συγκροτούν μια κοινή επικράτεια που ανάγεται στη σημειωτική χώρα.
Εκτός από την σχέση ταύτισης μητέρας-γιου, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που συγκλίνουν προς την έννοια της σημειωτικής χώρας. Η σημειωτική χώρα αντιστοιχεί σε μια προ-συμβολική κατάσταση, όπως ήδη ειπώθηκε. Στην ∞: αποκατάσταση, η γλωσσική τάξη συχνά καταρρέει μέσα στα ποιήματα, καθώς εκτοπίζεται από στοιχεία που αντιστοιχούν στη μητρική χώρα. Ο λόγος κάποιες φορές αγγίζει τα όρια της άναρθρης κραυγής, ενώ μεγάλη σημασία έχουν μη λεκτικά στοιχεία, προγλωσσικά στοιχεία όπως οι αναπνοές, οι παύσεις, τα κενά στον λόγο της μητέρας. Επίσης, η έμφαση στις ενορμήσεις της μητέρας, στο μητρικό σώμα και τις λειτουργίες του, παραπέμπουν σε αυτό το προγλωσσικό στοιχείο που συγκροτεί τη σημειωτική χώρα. Ο ποιητής κατασκευάζει έναν κειμενικό τόπο για να αναπαραστήσει την αρχέγονη μητρική χώρα. Έναν τόπο που ταυτίζεται με το θηλυκό/μητρικό, έναν τόπο που ενυπάρχει στη γλώσσα αλλά αντιστέκεται σε αυτή ως τάξης θεμελιωμένης στον πατρικό νόμο. Έτσι ιδωμένη, η ∞: αποκατάσταση μεταμορφώνεται σε ένα ταξίδι στα ακρότατα όρια της σημειωτικής χώρας, στη διερεύνηση μιας μητρικής κοσμογονίας.
Το ανάπηρο σώμα
Έχοντας προσεγγίσει την αποκατάσταση ως μια προσπάθεια αναδημιουργίας μιας μητρικής γλώσσας, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας σε ένα άλλο πεδίο ώστε να οι αναφορές μας στο βιβλίο να είναι πλήρεις. Η αποκατάσταση δεν είναι μόνο ένα βιβλίο για τη μητέρα ως γλώσσα αλλά και για τη μητέρα ως ενσώματη ύπαρξη. Όπως ήδη έχουμε τονίσει, η αποκατάσταση είναι ένα βιβλίο στο οποίο η αναπηρία έχει κεντρικό ρόλο. Το βιβλίο περιέχει πολλαπλές αναφορές στο μητρικό, ανάπηρο σώμα, οι οποίες κάνουν ξεκάθαρο στον αναγνώστη ότι η μητέρα δεν αποτελεί μόνο ροή σημαινόντων αλλά και σώμα με υλικές προεκτάσεις.
Αρχικά, οφείλει κανείς να διευκρινίσει ότι το μητρικό σώμα δεν παρουσιάζεται από τον Αμανατίδη εξαϋλωμένο ή μετουσιωμένο, αλλά ως σώμα γήινο και χοϊκό. Αυτό, ακριβώς το γήινο και χοϊκό σώμα είναι τελικά εκείνο που εξυψώνεται μέσα από την ποίηση του Αμανατίδη, αντιστρέφοντας έτσι την ιεράρχηση του υψηλού/ουράνιο με το χαμηλό/γήινο.
Το σώμα της μητέρας είναι ένα σώμα έμφυλο, σώμα που διαπερνάται από σεξουαλικότητα, ένα σώμα που, εκτός από σώμα μητέρας, είναι και σώμα γυναίκας. Η μητέρα, εκφράζοντας τον θαυμασμό της για τον νεαρό φυσιοθεραπευτή Κωνσταντινίδη, δεν παρουσιάζεται από τον ποιητή ως άμωμος παρθένα όπως η Παναγία, αλλά ως σώμα που επιθυμεί και απολαμβάνει, ακόμη και μέσα από την κατανάλωση ενός κομματιού σοκολάτας, του χριστουγεννιάτικου γεύματος, ή την παρακολούθηση ενός προγράμματος της τηλεόρασης. Έτσι, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι ο ποιητής μετατοπίζεται σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία του: από μια σύνδεση της μητέρας με την άφθαρτη εικόνα της Παναγίας, σε μια αποδοχή της μητέρας ως ανθρώπινης και φθαρτής. Η Παναγία σταματά να αποτελεί το αρχέτυπο της μητέρας που συνδράμει όταν κάποιος τη χρειαστεί, συντρέχοντας τον γιο ή όποιον την επικαλεστεί. Η μητέρα σταματά να προσεγγίζεται ως η ακάματη γυναίκα που αποδέχεται τους εναρμονισμένους με αυτή κοινωνικούς ρόλους και αφιερώνεται αποκλειστικά στις ανάγκες της οικογένειας και της οικιακής ζωής· σταματά να παρουσιάζεται ως σταυρωμένη ή ως κλαίουσα, όπως ίσως να την περιέγραφε η Κρίστεβα. Το μητρικό σώμα επανεπενδύεται ναρκισσιστικά, μέσα από την ασθένεια και την αναπηρία, με λίμπιντο· και επανα-νοηματοδοτείται. Μετατρέπεται σε σώμα που αντιστέκεται στην ενόρμηση του θανάτου και διεκδικεί τη ζωή.
Εκτός από τις αναφορές στο μητρικό σώμα ως σώμα που επιθυμεί και απολαμβάνει, βασικές είναι οι αναφορές του ποιητή στο ζήτημα της αναπηρίας. Η αναπηρία προσεγγίζεται μέσα από ένα πρίσμα που στοχεύει στην ανάδειξη ενός λεπτού και ευαίσθητου κοινωνικού ζητήματος.
Ωστόσο, το ανάπηρο σώμα δεν παρουσιάζεται μέσα από μια ματιά ανθρωπιστικής συμπόνιας ή υπεροχής. Η αναπηρία δεν παρουσιάζεται ως έλλειμα, βασισμένο σε ένα παρωχημένο ιατρικό μοντέλο προσέγγισής της. Επίσης, δεν παρουσιάζεται με τρόπο που σκοπεύει να συγκαλύψει την πραγματικότητα ή να την εξημερώσει και τελικά να την καταστήσει αόρατη. Αντίθετα, προσεγγίζεται μέσα από την υιοθέτηση ενός γκροτέσκου ρεαλισμού ο οποίος κυριαρχείται, σύμφωνα με τον Μπαχτίν (2017) όπως αναφέρει στο έργο του Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, από την υλικο-σωματική αρχή της ζωής: των εικόνων του σώματος, του φαγητού, των κοπράνων, της σεξουαλικής ζωής· όπου το τρομακτικό και απωθητικό του θανάτου ή της ασθένειας συνυπάρχει με μια σχεδόν εορταστική / καρναβαλική ατμόσφαιρα εξύμνησης της ζωής.
Το μητρικό σώμα παρουσιάζεται με τρόπο που άλλοτε δημιουργεί αγωνιώδη συναισθήματα στον αναγνώστη και άλλοτε μια ανάλαφρη αίσθηση συνοδευόμενη από σκοτεινό χιούμορ. Ας παρουσιάσουμε πρώτα τις πιο ανάλαφρες / καρναβαλικές όψεις του ανάπηρου σώματος. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο ανάπηρο πόδι της μητέρας: «το πόδι μου παιδί μου μάζεψέ το έφυγε/ ποιο λες το αριστερό;/ναι το αρσενικό/ που κινείται ακόμη/ εκεί είναι μαμά/ πού εκεί παρ’ το από κει». Το ανάπηρο πόδι παρουσιάζεται σχεδόν αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα με ένα γκροτέσκο τρόπο από τον οποίο δε λείπει το σχεδόν σατιρικό / χιουμοριστικό στοιχείο. Η αναφορά στον κανιβαλισμό του ασθενούς σωματικού μέλους, έστω και ως παραληρηματική δήλωση της μητέρας, επιτείνει την αίσθηση του γκροτέσκου που συνυπάρχει με το σατιρικό στοιχείο: «η/ θεότητα μου είπε/ ότι θα σου κόψω σήμερα/ άκου βασίλη τι μου είπε/ τα πόδια και θα/τα μαγειρέψω/ να τα φάμε/ να τα φας εσύ της είπα». Αλλού, η αναφορά σε ένα γεύμα εορταστικής ευωχίας παίρνει πιο ανάλαφρο χαρακτήρα: «αλλά γαλοπούλα και φέτος/ τα χριστούγεννα/ όπως και πάντα/ και γέμιση/ ξέρεις από γέμιση; Μαρία θεά/ να με βάλετε/ στο καροτσάκι/ στην κουζίνα/ να σου δείξω πώς/ τη φτιάχνουμε/ όπως και πάντα». Το γεύμα ευωχίας, όμως, έχει άσχημη κατάληξη: «όχι εμετός/ μπούκωμα/ μπούκωμα/ ήταν από την ωραία/ γαλοπούλα μπούκωμα συ/γνώμη».
Η ούρηση περιγράφεται με μάλλον κωμικό τρόπο: «και όταν έρχεσαι με λες και κατρουλού/ εγώ φταίω που σου/ το είπα σου έμαθα/ τη λέξη τώρα τη λες». Η αφόδευση αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς στο γκροτέσκο σώμα, μέσα από έναν καρναβαλικό, όμως, τόνο: «η τρίτη μας είναι αυτή/ η συγκάτοικος/ μόλις τώρα ε τι χες/τηκε/ κυρία συνάδελφε/ ανοίξτε λίγο ναι/ το παράθυρο». Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά στον ιδρώτα, αλλά και στο ανάπηρο πόδι με χιουμοριστικό τόνο: «σήμερα από πάνω μου ο φυσιοδαμαστής/ μύριζε τόσο πολύ ιδρώτα, μπορεί γι’αυτό/ είπα αρσενικό το αριστερό μου πόδι». Και στον εμετό: «και τι είναι αυτό σήμερα/ τι χείμαρος εμετός επάνω/ στη γαλάζια νυχτιακιά της».
Βέβαια, εκτός από τις εικόνες όπου συνυπάρχει το χιουμοριστικό με το τρομώδες, υπάρχουν στο βιβλίο του Αμανατίδη, εικόνες όπου υπερισχύει μάλλον ένα στοιχείο τερατωδίας ή φρικίασης, το οποίο θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε αφού πρώτα παρουσιάσουμε τις αντίστοιχες αναφορές. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου, τονίζεται η αίσθηση του πόνου και η αναμονή του τέλους: «μη μου πειράζετε/ άλλο το πόδι/ στο θηριοτροφείο/ μου το ξετύλιγαν το/ ξετύλιγαν και ήταν αυτός/ ένας πόνος/ σαν το τέλος του κόσμου». Παραπλήσια είναι η αναφορά στο χέρι της μητέρας που φαίνεται να έχει χάσει την κινητικότητά του, ίσως εξαιτίας κάποιου εγκεφαλικού, γεγονός που συνδέεται με μια προόριση του θανάτου της: «το χέρι της/ που μπορεί/ μεταφέρει το χέρι της/που δεν μπορεί/ από εδώ εκεί/ σαν βαρύ σάκο/ με χώμα». Η αίσθηση ανημποριάς εξαιτίας της μειωμένης κινητικότητας, αλλά και ένας διάχυτος θυμός, είναι διαρκής: «γιατί φαγώθηκαν εδώ άνοια άνοια/ αμάν πια και συ με την άνοια/ τους λέω κι ούτε μ’ αφήνουνε/ να σηκωθώ να πάω/ στην τουαλέτα». Σε άλλα σημεία τονίζονται οι σωματικές εκκρίσεις: «λερώθηκα/ λερώθηκα/ με αφήσανε ώρες/ λερωμένη παιδί μου/ σκουπίδια είμαστε», ώστε να καταδειχθεί η πλήρης εξάρτηση του ανάπηρου ατόμου από τους άλλους και την αφαίρεση της αυτονομίας του από τη νόσο χωρίς προσπάθεια καλλωπισμού. Το ανάπηρο μητρικό σώμα κάνει πλέον τις ανάγκες του στο φως: «κι εγώ που κάποτε για σένα έγραφα μέχρι/ και τις ανάγκες της/ τις κάνει στο σκοτάδι… εκεί όπου τώρα/ όπου μόνο εκεί τώρα/ τις ανάγκες σου κάνεις στο φως». Οι γκροτέσκες αναφορές στο μητρικό/ανάπηρο σώμα συμπληρώνονται από περιγραφές κατάποσης: «… σήμερα πατάτες/ μέσα σε ζουμί από κρέας/ μας είπαν έχει βιταμίνες/ ήταν απαίσιο το έφαγα/… το κριθαράκι εχθές/ δεν καταπινόταν/ ήταν σκληρό αδύνατον/ όχι/ εγώ καταπίνω/ αυτό δεν καταπίνεται».
Είναι σημαντικό να τονίσουμε σε αυτό το σημείο ότι. μέσα από τη μπαχτινική προσέγγιση του γκροτέσκου,στο βιβλίο του Αμανατίδη, το ανάπηρο σώμα αναδεικνύεται ως ένα σώμα που επιθυμεί και απολαμβάνει, ένα σώμα που υποφέρει αλλά δεν ξεχνά να γελά, ένα ερωτικοποιημένο σώμα, ένα σώμα που διασχίζεται από τις ενορμήσεις της ζωής, ένα σώμα που βρίσκει απόλαυση στο φαγητό και την ανθρώπινη επαφή, ένα σώμα που δε σταματά να γιορτάζει πανηγυρικά τη νίκη ενάντια στο θάνατο.
Όμως δεν είναι όλες οι αναφορές του Αμανατίδη ανάλαφρες και χιουμοριστικές· είναι, συχνά, αναφορές σκληρές και απωθητικές. Η αναφορά στα ανάπηρα σωματικά μέλη σχεδόν ως αποσπασμένα από το σώμα, η αναφορά στα κόπρανα, τα ούρα και τον ιδρώτα, ή στη δυσκολία κατάποσης, ίσως κάνουν κάποιον/αν αναγνώστη/στρια να νιώσει άβολα. Αυτή η αίσθηση του ανοίκειου ή της αποστροφής που δημιουργεί η γκροτέσκα εικονοποιία του βιβλίου, όπως θα δείξουμε παρακάτω, δεν είναι τυχαία στο έργο του Αμανατίδη. Οι γκροτέσκες αναφορές με τερατώδη/φρικιαστικό χαρακτήρα φαίνεται να αποτελούν μέρος της δημιουργικής ιδιοφωνίας του Αμανατίδη, καθώς συναντώνται διάσπαρτα τόσο στο ποιητικό όσο και στο πεζογραφικό του έργο, φανερώνοντας ίσως μια ασυνείδητη επιθυμία επιστροφής σε μια προσυμβολική κατάσταση συμβίωσης του βρέφους με τη μητέρα, πριν αυτό εισαχθεί στη γλώσσα και την έλλειψη.
Τέτοιες αναφορές βρίσκουμε τόσο στα πιο πρόσφατα έργα του όπως τη συλλογή διηγημάτων του Πλαγκτόν, ή το Εσύ: τα στοιχεία, αλλά και παλιότερα ποιητικά έργα του, γεγονός που ίσως να απαιτούσε μια συνολική αποτίμησή τους. Ωστόσο, στην παρούσα μελέτη, θα εστιάσουμε στη σχέση του γκροτέσκου με το ζήτημα της αναπηρίας.
Μια επιφανειακή ψυχαναλυτική ερμηνεία θα εξηγούσε την χρήση γκροτέσκων στοιχείων, όπου κυριαρχεί ο τρόμος, ως μια προβολή των βίαιων παρορμήσεων ενός σαδιστικού εγώ πάνω στον αναγνώστη. Η θέση που αναπτύσσεται εδώ δεν συμμερίζεται μια τέτοια απλοϊκή προσέγγιση του φρικιώδους γκροτέσκου, αλλά βασίζεται σε οπτική που σκοπό έχει να φωτίσει έναν λόγο που αντιτίθεται στον μισαναπηρικό, και ενέχει χειραφετικές δυνατότητες.
Θα υποστηρίξουμε, στη συνέχεια, ότι οι γκροτέσκες αναφορές στο μητρικό/ανάπηρο σώμα μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητές μέσα από την έννοια του αποκείμενου (abject), έτσι όπως την έχει αναπτύξει η Τζούλια Κρίστεβα (1982) στην ψυχαναλυτική της προσέγγιση. Οι φρικιαστικές/ απωθητικές εικόνες δεν μπορούν να ερμηνευτούν με βάση τη θεώρηση του Μπαχτίν (2017), καθώς αυτός αναγνωρίζει έναν απελευθερωτικό χαρακτήρα μόνο στις καρναβαλικές αναφορές με τις οποίες συνδέεται το γκροτέσκο. Έτσι, ο Μπαχτίν ερμηνεύει το φρικώδες στοιχείο του γκροτέσκου αποκλειστικά ως έκφραση υπαρξιακής αγωνίας ή άγχους κατάρρευσης.
Αντιθέτως, η προσέγγιση της Κρίστεβα (1982) για το αποκείμενο θα μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε τις απωθητικές εικόνες του ανάπηρου σώματος και να αναγνωρίσουμε σε αυτές ένα χειραφετικό στοιχείο για το ανάπηρο υποκείμενο. Σύμφωνα με την Κρίστεβα, το βρέφος και η μητέρα αρχικά αποτελούν μια αδιαφοροποίητη οντότητα που συνιστά τη μητρική χώρα. Στη συνέχεια όμως, υπάρχει (ψυχικός) αποχωρισμός του βρέφους από τη μητέρα, και διαφοροποίηση. Στο βιβλίο της Powers of horror: An essay on abjection (1982), η Κρίστεβα υποστηρίζει ότι ο αποχωρισμός αυτός γίνεται πριν από τον σχηματισμό ενός σταθερού υποκειμένου και των αντικειμένων του. Το βρέφος (το όχι-ακόμη-υποκείμενο) για να γίνει υποκείμενο, πρέπει να διαχωριστεί από τη μάνα του, η οποία όμως δεν αποτελεί ακόμη πλήρως ξεχωριστή οντότητα, είναι ένα όχι-ακόμη-αντικείμενο. Η μητέρα ως όχι-ακόμη-αντικείμενο γίνεται αντιληπτή από το βρέφος ως απειλή για την ναρκισσιστική του ακεραιότητα (για να υπάρξει ως υποκείμενο) και απωθείται. Όμως, έτσι, το βρέφος απωθεί ένα μέρος του εαυτού του, αφού ο αποχωρισμός από τη μητέρα δεν έχει περατωθεί ακόμη. Η διαδικασία διαχωρισμού του βρέφους από τη μάνα ονομάζεται «αποκειμενοποίηση», και το μητρικό στοιχείο που απωθείται, «αποκείμενο». Το αποκείμενο επανέρχεται στη ζωή του υποκειμένου σε περιπτώσεις που τα όρια μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου είναι ρευστά. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί φρίκη και αποτροπιασμό στο υποκείμενο, καθώς αυτό νιώθει ότι το αποκείμενο απειλεί τη ναρκισσιστική του συγκρότηση.
Το αποκείμενο βρίσκει έκφραση στην προσβολή της ανθρώπινης κατάστασης, στην ασθένεια, στη μόλυνση, στα απόβλητα του σώματος, όλες τις ουσίες και τα υγρά που μπορούν να περάσουν από το εσωτερικό στο εξωτερικό του σώματος και έχουν την ικανότητα να δημιουργούν αίσθημα αηδίας και απώθησης (Hughes, 2009).
Το ανάπηρο σώμα, σύμφωνα με την Κρίστεβα, μπορεί να προσεγγιστεί ως αποκείμενο. Η συνάντηση μεταξύ ενός ανάπηρου και ενός μη ανάπηρου σώματος προκαλεί ένα ναρκισσιστικό τραύμα στην ταυτότητα του μη ανάπηρου. Όπως επισημαίνει η Κρίστεβα, το ανάπηρο υποκείμενο αποτελεί μια απειλή φυσικού ή ψυχικού θανάτου, φόβου κατάρρευσης· και, πέρα από αυτά, το άγχος του να βλέπει κάποιος τα ακρότατα όρια του ανθρώπινου είδους να εκρήγνυνται (Preston, 2014).
Η έννοια του αποκείμενου καθρεφτίζει τον τρόπο με τον οποίο οι μη ανάπηροι έρχονται αντιμέτωποι με το ζήτημα της αναπηρίας. Το ανάπηρο σώμα αποτελεί για τους μη ανάπηρους την υπενθύμιση του αρνητικού σώματος, εκείνου που οι σωματικά ικανοί προσπαθούν να αποφύγουν, να ξεχάσουν και να αγνοήσουν (Hughes, 2009).
Η αξιοποίηση της έννοιας του αποκείμενου για προσεγγίσει κανείς την αναπηρία είναι πολύ σημαντική. Η έννοια του αποκείμενου της Κρίστεβα αμφισβητεί τις κανονιστικές και κυρίαρχες αναπαραστάσεις του σώματος. Επίσης, η αναπαράσταση του αποκείμενου, μέσα από την τέχνη ή τη λογοτεχνία, βοηθά να κατανοήσουμε ότι η υποκειμενική θέση του μη ανάπηρου ως «κανονικού» είναι μύθος, και ότι τα σώματά μας είναι το ίδιο ευάλωτα σε τραυματισμούς και φθορά. Η έννοια της ευαλωτότητας είναι σημαντική για την Κρίστεβα στην προσέγγιση της αναπηρίας.
Η Κρίστεβα προτείνει έναν ουμανισμό με βάση την ευαλωτότητα, μια κουλτούρα στην οποία ο κοινωνικο-πολιτικός δεσμός κατανοείται με όρους ευαλωτότητας και μια οπτική των ανάπηρων ατόμων ως μοναδικών υποκειμένων και όχι ως προσώπων που στερούνται συγκεκριμένες ποιότητες. Η ευαλωτότητα, για την Κρίστεβα, συνδέεται με την αποδοχή την μοναδικότητας του κάθε ατόμου αλλά και της αποδοχής του ότι το ανθρώπινο σώμα είναι υλικό και πεπερασμένο. Η αναπηρία μας κάνει να αποδεχθούμε την ετερογένεια των σωμάτων, τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο κάθε άνθρωπος ενσαρκώνεται (Bunch, 2017).
Ελπίζουμε ότι έτσι, μέσα από την έννοια του αποκείμενου, οι γκροτέσκες αναφορές του Αμανατίδη στο ανάπηρο/μητρικό σώμα γίνονται τώρα καλύτερα κατανοητές. Ο ποιητής, μέσα από συχνά απωθητικές εικόνες κοπράνων, ούρων, ιδρώτα, ανάπηρων μελών, επιχειρεί να αναπαραστήσει το μητρικό/ανάπηρο σώμα που έχει αποκλειστεί από τον κυρίαρχο, ανδρικό λόγο. Ο Αμανατίδης επιδιώκει να καταστήσει ορατό εκείνο που είναι απαγορευμένο από τον κυρίαρχο λόγο, και να καταστήσει τις σταθερές ταυτότητές μας ξανά υπό διαπραγμάτευση. Οι άβολες και ανοίκειες εικόνες προκαλούν την ικανότητά μας να υποδεχθούμε την ετερότητα, όταν αυτή εισβάλλει στην ψυχική μας οργάνωση ως απειλή διάλυσης ή κατάρρευσης. Ο Αμανατίδης, μέσα από το ανάπηρο σώμα ως αποκείμενο, καταφέρνει να μας φέρει αντιμέτωπους με το άγχος κατάρρευσης, προκαλώντας μας να άρουμε την απώθηση· και να μας κάνει να αποκτήσουμε επίγνωση της αστάθειας και μεταβλητότητας των υποκειμενικών μας ταυτίσεων. Μέσα από την αναπαράσταση του ανάπηρου σώματος, τολμά να αντιταχθεί σε μια κίβδηλη αισθητική της αρμονίας και της ισορροπίας, και να μιλήσει για τα σώματα που έχουν αποκλειστεί από την πατριαρχική τάξη ως μη κανονικά, ως τερατώδη. Ο ποιητής καταφέρνει να παρουσιάσει ένα σώμα αντικανονικό, ένα σώμα που η ύπαρξή του αποσιωπάται και αντιμετωπίζεται συχνά υποτιμητικά. Αναπαριστώντας το ανάπηρο/μητρικό σώμα ως αποκείμενο, θέλει να τονίσει τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου σώματος, να νομιμοποιήσει όλους τους τρόπους ενσάρκωσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Από την άλλη, ο ποιητής καταφέρνει να μας φέρει αντιμέτωπους με τη θνητή φύση μας και την αποδοχή της ευαλωτότητάς μας. Ο Αμανατίδης τολμά να μιλήσει για το τερατώδες όχι τελικά ως απάνθρωπο, αλλά ως συγκροτητικό της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασής μας. Το αποκείμενο είναι ό,τι θέλουμε να ξεχάσουμε, αλλά βρίσκεται πάντα εκεί για να μας θυμίζει ότι είμαστε διαρκώς ευάλωτοι σε αυτό που αποκαλείται ζωή, δηλαδή στη φθορά και την περατότητα.
Η ανεστραμμένη θεολογία της «αποκατάστασης»
Ο Βασίλης Αμανατίδης δείχνει να κατασκευάζει στην ∞: αποκατάσταση ένα είδος ανεστραμμένης θεολογίας. Μπορεί κανείς να μιλήσει για μια προσπάθεια που ξεκίνησε ήδη από το μ_otherpoem: μόνο λόγος όπου το μητρικό στοιχείο αντιμετωπίζεται μέσα από την χριστιανική έννοια της σταυρικής θυσίας και της αποκαθήλωσης, με ένα όμως «λοξό» τρόπο σε σχέση με τον επίσημο βιβλικό λόγο. Στην ∞: αποκατάσταση, ο Αμανατίδης προσπαθεί να προσεγγίσει για άλλη μια φορά την έννοια της θεότητας, τολμώντας να εκφέρει έναν «βέβηλο» λόγο πτηςμως εμπνέεται βαθιά από την τηςοια της αγάπης. Η μητέρα στην ∞: αποκατάσταση, παρά την αναπηρία της, παραμένει η θεά που θέτει σε κίνηση την αφήγηση του βιβλίου. Θεά όμως είναι και η Ρία που παρέχει μητρική φροντίδα, θα έλεγε κανείς, στην ανάπηρη μητέρα. Επίσης, ο γιος στα μάτια της μάνας του είναι ισάξιος με θεό. Η θεολογία που θεμελιώνεται στην ∞: αποκατάσταση» χαμηλόφωνα και διακριτικά είναι στην ουσία της μια ανθρωπολογία. Ο θεός της θρησκείας μετενσαρκώνεται στον άνθρωπο, αποκαθηλώνεται μέσα από την ασθένεια, ταπεινώνεται μέσα από τη νόσο. Η θρησκεία του Αμανατίδη είναι ένας ύμνος για την αγάπη που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος, για τη δύναμη να αντιπαρέρχεται τα δεινά, για την ικανότητα να προσαρμόζεται και να μετατοπίζεται διακριτικά. Ο Αμανατίδης μετατοπίζει την έννοια της θεότητας από τις αρσενικές της υποδηλώσεις σε μια θηλυκή δύναμη, σε μητέρα-θεά. Η μητέρα-θεά δεν φέρει το βλοσυρό πρόσωπο ενός εκδικητικού ή σκληρού πατέρα-θεού αλλά είναι η μητέρα όλων των ανθρώπων, είναι η προσωποποίηση της έγνοιας, της φροντίδας και της άδολης και απροϋπόθετης αγάπης. Η ανεστραμμένη θεολογία που κατασκευάζεται στην ∞: αποκατάσταση ολοκληρώνει τη μετατόπιση και την αντιστροφή της τριάδας «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια». Η πατρίδα μετατρέπεται στο βιβλίο σε μητέρα-χώρα, η οικογένεια μετατρέπεται σε γέφυρα αγάπης, ενώ η χριστιανική αγάπη ταυτίζεται με τη μητρική μέριμνα για τον άλλο. Η ∞: αποκατάσταση, μέσα από αυτή την οπτική, διαυγάζεται ως μια αποδομητική κίνηση που στοχεύει στην αμφισβήτηση ιεραρχιών, αξιών και σχέσεων, διανοίγοντας μια πύλη διαφυγής από τον εθνικιστικό λόγο, τον σεξισμό και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία.
Τελικές επισημάνσεις
Η ∞: αποκατάσταση είναι ένα βιβλίο που κατασκευάζει προσεκτικά ένα είδος προφορικότητας, προσεγγίζοντας τη θεατρική πρόζα αλλά και την ποίηση. Τα γλωσσικά παιχνίδια γίνονται όχημα για μια κατάδυση στην αλήθεια του θανάτου και της ασθένειας που δεν μπορεί να ειπωθεί παρά μόνο με μισόλογα. Το βιβλίο επίσης είναι μια καταβύθιση στις έννοιες της ταυτότητας και της ετερότητας, όπου επιδεικνύονται τα πάντα ρευστά τους όρια. Ταυτόχρονα, η γλώσσα λαμβάνει φορές τη μορφή ενός τραυλίσματος, μιας θραύσης που δείχνει, εκτός από τα όρια μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, τα όρια της έκφρασης της γλώσσας ως αναπαράστασης. Ο Βασίλης Αμανατίδης εξερευνά την έννοια του μητρικού με νέους και διευρυμένους τρόπους στο νέο του βιβλίο, διαφεύγοντας τη συναισθηματολογία αλλά και τον σκόπελο της προσωπικής εξομολόγησης. Η ποίησή του διερευνά τη σχέση μητέρας-γιου υπό μια νέα οπτική που μετατοπίζει τα υποκείμενα όσο και τη μεταξύ τους σχέση προς μια νέα προοπτική λύτρωσης. Η αγαπητική σχέση που αναπτύσσεται δείχνει το πώς η ασθένεια μπορεί να αποτελέσει αφορμή για την οικοδόμηση μιας νέας σχέσης αλληλοαποδοχής και αλληλοκατανόησης. Η συμβιωτική σχέση του ποιητή με τη μητέρα, εκδίπλωση μιας προ-οιδιπόδειας φαντασίωσης, αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά της μητρικής χώρας. Ο Αμανατίδης ανατέμνει τις οικογενειακές σχέσεις με ακρίβεια ακτινογράφου, ενώ καταφέρνει να εξακτινώσει την προσωπική μαρτυρία και εμπειρία σε συλλογικό βίωμα. Εκτός από τη μητέρα, η ασθένεια, η αναπηρία, η ιδρυματική περίθαλψη και η υποστήριξη και βοήθεια στο σπίτι, η δυσκολία αυτοεξυπηρέτησης και οι σχέσεις εξάρτησης που αναπτύσσει η ανάπηρη μητέρα, αποτελούν βασικές θεματικές του βιβλίου. Ωστόσο, ο Αμανατίδης καταφέρνει να μην εξιδανικεύσει την αναπηρία παρουσιάζοντας μια εικόνα υπερηρωίδας ή παθητικού θύματος για τη μητέρα. Τολμά να επιχειρήσει μια αυθεντική αναπαράσταση της αναπηρίας, σκιαγραφώντας ακόμη και το άγχος θανάτου που κάποτε κατακλύζει τη μητέρα και τους οικείους της. Πάντα όμως ο ποιητής διανοίγει μέσα από τον λόγο του σημεία διαφυγής μέσα από το χιούμορ, τον σαρκασμό, τη λεπτή ειρωνεία, την απόλαυση του παιχνιδιού με τη γλώσσα. Ο ποιητής, μέσα από την πάλη του με το ακατονόμαστο, με τον σκληρό πυρήνα της ίδιας της γλώσσας, έρχεται να επιβεβαιώσει την ανάγκη για ελπίδα, να εκφράσει ένα αίτημα αγάπης, να καταθέσει μια μαρτυρία ζωής.
Ο εαυτός ως έργο τέχνης
Μια έννοια κλειδί για να κατανοήσει κανείς το έργο του Αμανατίδη είναι η φουκωική έννοια του εαυτού ως έργου τέχνης. Η κατασκευή του εαυτού ως έργου τέχνης συνδέεται στενά στον Φουκώ με την έννοια της επιμέλειας του εαυτού (εαυτού επιμελήσθαι).
Ο Φουκώ αναπτύσσει την ηθική της επιμέλειας του εαυτού η οποία σχετίζεται με τον αυτό-μετασχηματισμό μέσα από κειμενικές και σωματικές πρακτικές. Ο Φουκώ περιγράφει πώς οι φιλόσοφοι από την αρχαιότητα μέχρι τη νεωτερικότητα ανέπτυξαν την πρακτική της επιμέλειας του εαυτού μέσα από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη: διατηρώντας σημειωματάρια με χρήσιμους στοχασμούς και αναφορές, ανταλλάσσοντας γράμματα αυτο-αποκάλυψης και ανταλλαγής συμβουλών μεταξύ φίλων, συνθέτοντας κείμενα αυτοεξέτασης και εξομολόγησης, γράφοντας κείμενα αναστοχαστικά και διερευνητικά. Το γράψιμο του εαυτού δεν αποτελεί απλά έναν τρόπο να ανακαλύψει κάποιος ποιος είναι αλλά μια προσπάθεια να τροποποιήσει κανείς τον τρόπο ύπαρξής του μέσα από την «άσκηση» όπως την ονομάζει ο Φουκώ, κάποιου στην σκέψη ως δραστηριότητα (Schusterman, 1997) .
Το έργο του Αμανατίδη μπορεί να κατανοηθεί ως μια προσπάθεια κατασκευής του εαυτού ως έργου τέχνης μέσα από τη γραφή. Η ποιητική του Αμανατίδη αποτελεί μέρος μιας «άσκησης» στη σκέψη, όπως την εννοεί ο Φουκώ. Ο Φουκώ επιδιώκει μέσα από την έννοια της άσκησης να αμφισβητήσει την έννοια της αυτονομίας της τέχνης, να απορρίψει το σχίσμα μεταξύ καθημερινής ζωής και έργου τέχνης μέσα από την έννοια της επιμέλειας του εαυτού. Έτσι, η ίδια η ζωή του ατόμου μπορεί να μετατραπεί και να αποτελέσει έργο τέχνης (Thacker, 1993). Η επιμέλεια του εαυτού τονίζει ακριβώς την ικανότητα αυτοδημιουργίας αλλά και εσωτερικής μετατόπισης, όπως την ονομάζει ο Αμανατίδης, δηλαδή τροποποίησης του τρόπου ύπαρξης του ατόμου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αμανατίδης, Β. (1999). Υπνωτήριο. Εννιά νυχτικές παραβολές. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Εντευκτηρίου
Αμανατίδης, Β. (2001). Σπίτι από πάγο όλο, 11 διπλές ή τριπλές ιστορίες. Αθήνα: Κέδρος
Αμανατίδης, Β. (2003). Τριαντατρία. Αθήνα: Γαβριηλίδης.
Αμανατίδης, Β. (2004). Καλοκαίρι στο σπίτι + έξι αποδείξεις ικανοτήτων. Αθήνα: Μπιλιέτο.
Αμανατίδης, Β. (2006). 4-D : ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων. Αθήνα: Γαβριηλίδης
Αμανατίδης, Β. (2011). 7: ποίηση για video games. Αθήνα: Νεφέλη.
Αμανατίδης, Β. (2014). μ_otherpoem: μόνο λόγος. Αθήνα: Νεφέλη.
Αμανατίδης, Β. (2017). εσύ: τα στοιχεία. Αθήνα: Νεφέλη.
Αμανατίδης, Β. (2019). Πλαγκτόν: οι ιστορίες. Αθήνα: Νεφέλη.
Αμανατίδης, Β. (2022). ∞: αποκατάσταση. Αθήνα: Νεφέλη.
Αμανατίδης, Β. (Υπό έκδοση). D: ο άνθρωπος που αγαπώ. Αθήνα: Νεφέλη.
Ηλιοπούλου, Κ. (2014). Το πάθος της καταγωγής. Ανάκτηση από https://frmk.gr/2014/12/16/katamanat/
Thacker, A. (1993). Foucault’s aesthetics of existence. Radical Philosophy, 63, 13-21.
Κάλφα, Β. (2023). Σκέψεις για την αποκατάσταση του Βασίλη Αμανατίδη. Ανάκτηση από το https://www.poeticanet.gr/skepseis-apokatastasi-basili-amanatidi-a-2387.html?category_id=840
Κοκκινίδης, Σ. (2022). Οκτάτοπος ομοφωνία: Για το «∞: αποκατάσταση» του Βασίλη Αμανατίδη. Ανάκτηση από το https://frear.gr/?p=33341
Kristeva, J. (1982). Powers of horror: An essay on abjection. New York: Columbia University Press.
Λαμπρόπουλος, Β. (2022). Γιατί η ποιητική περφόρμανς δεν παράγει κριτικά κείμενα; Ανάκτηση από το https://www.hartismag.gr/hartis-37/klimakes/ston-asterismo-ths-aristerhs-melagxolias-5
Λίλλη, Α. (2022). Ένα βιβλίο «τρόπαιο» εις/για το διηνεκές. Ανάκτηση από το https://neoplanodion.gr/2022/11/16/apokatastase-amanatides/
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. (1998). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του ΑΠΘ. Ανάκτηση από https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7&sin=all
Bunch, M. (2017). Julia Kristeva, disability, and the singularity of vulnerability. Journal of Literary & Cultural Disability Studies, 11(2), 133- 150.
Μπαχτίν, Μ. (2017). Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Παπακώστα, Ο. (2023). Η ποίηση ως θρίλερ. Ποιητική, 31, 279-281.
Preston, J. M. (2014). Fantasizing Disability: Representation of loss and limitation in Popular Television and Film. Unpublished doctoral dissertation. Ανάκτηση από https://ir.lib.uwo.ca/etd/2386/
Ραπατζίκου, Τ. Γ. (2013). Τυπογραφικοί πειραματισμοί και η υλική διάσταση της ποιητικής γραφής. Ανάκτηση από https://frmk.gr/2013/06/09/amanrapatzik/
Ρούσσου, Β. (2022). Ποίηση και επιτελεστικότητα στο πρόσωπο της μητέρας. Ανάκτηση από το https://www.oanagnostis.gr/poiisi-kai-epitelestikotita-sto-prosopo-tis-miteras-tis-varvaras-royssoy/
Schusterman, R. (1997). The self as a work of art. Ανάκτηση από https://www.academia.edu/6694587/The_Self_as_a_Work_of_Art
Τοπάλη, Μ. (2022). Η ποίηση σαν κοινός δεσμός αγάπης. Ανάκτηση από το https://www.kathimerini.gr/culture/books/561894604/i-poiisi-san-koinos-desmos-agapis/
Hughes, B. (2009). Wounded/monstrous/abject: a critique of the disabled body in the sociological imaginary. Disability & Society, 24(4), 399-410.