Η συγγραφική προσφορά του Θανάση Μαρκόπουλου είναι διττή, τόσο ποιητική όσο και φιλολογική. Τη φιλολογική παρουσία του συγκροτούν εύστοχες βιβλιοκρισίες για τη σύγχρονη λογοτεχνική και κριτική εξέλιξη (Η λέξη της λέξης – 2021), διαυγείς και λειτουργικές συνεισφορές, ερευνητικές και ερμηνευτικές, για το έργο του Μάριου Χάκκα, του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, του Ανέστη Ευαγγέλου, του Μιχάλη Γκανά, αλλά και μειζόνων μεταπολεμικών ποιητών, εκπροσώπων τόσο της πρώτης, όσο και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.
Η μακρά ποιητική πορεία του Θανάση Μαρκόπουλου συνεχίζεται με τις Βροχές Βερμίου, την ένατη ποιητική του συλλογή. Προηγήθηκαν οι ποιητικές καταθέσεις Απόπειρα εξόδου 1975-1981 (1982), Του ανταποκριτή μας (1985), Μοντέλο σώματος (1988), Ανοιγμένη φλέβα (1991), Το περίστροφο της σιωπής (1996), Τεστ κοπώσεως (2002), Μικρές ανάσες (2010) και Χαμηλά ποτάμια (2015).
Λόγος ρυθμικός
Η ποιητική έκφραση του Θανάση Μαρκόπουλου ήταν και είναι νεωτερική, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και στη συνέχεια, απλώς ο τόνος της ποίησής του έχει εν πορεία εξελιχθεί και μετασχηματιστεί: από τον υψηλότερο τόνο με καταγγελτικές αποχρώσεις των πρώτων συλλογών, φτάνουμε σε έναν τόνο χαμηλότερο, περισσότερο εξομολογητικό και βαθύτατα υπαρξιακό. Άλλωστε, στον θεματικό πυρήνα της αξιόλογης ποίησης, διαχρονικά και υπερτοπικά, εμφωλεύουν, σε ποικίλες, βέβαια, διαβαθμίσεις, ο έρωτας, ο χρόνος, ο θάνατος, η αγωνία για το πώς η ανθρώπινη υπόσταση θα μπορέσει υπαρξιακά να δικαιωθεί. Η ποιητική ματιά του Θανάση Μαρκόπουλου σε όλη του τη λογοτεχνική πορεία ενσωματώνει το ατομικό βίωμα, αλλά διανοίγεται σε αίσθηση κοινωνίας, σε άξονες μέθεξης του ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κατά τούτο, η συγκεκριμένη ποίηση δεν εξαντλείται στην ομφαλοσκόπηση και σε έναν στείρο υποκειμενισμό. Ξεκινά από το «εγώ» και εκτείνεται στο «εμείς», αλλά και στο «όλες και όλοι». Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, είναι μια ποίηση, που αξίζει να γραφτεί, αλλά και να διαβαστεί, έχοντας τη δυναμική να λειτουργήσει δραστικά και να προκαλέσει τη συγκινησιακή δόνηση, που περιμένουμε από τον ποιητικό λόγο.
Πέρα από θεματικές περιγραφές, που αναντίρρητα βοηθούν στην προσέγγιση του ποιητικού λόγου, αλλά δεν στοιχειοθετούν με ακρίβεια την καλλιτεχνική ιδιοτυπία του, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ορισμένα στοιχεία της νεωτερικής, της μοντερνιστικής, ποιητικής ταυτότητας του Θανάση Μαρκόπουλου. Καταρχάς, ας θυμηθούμε το παλαιότατο, αλλά και σε κάθε εποχή ισχύον, αξίωμα, ότι η ποίηση είναι λόγος ρυθμικός. Οι παλαιοί αλλά και ορισμένοι σύγχρονοι, θεράποντες της ποίησης οικοδομούν το ρυθμό με βασικά, όχι βέβαια αποκλειστικά, εργαλεία την έμμετρη έκφραση και τις ομοιοκαταληξίες. Ωστόσο, ο ελεύθερος στίχος, που ήταν και είναι ένα διαδεδομένο ποιητικό όχημα από τον Μεσοπόλεμο και εξής, χρειάζεται, για να λειτουργήσει, και έναν ρυθμό εσωτερικής καύσεως, θα λέγαμε, που θα προικίζει ρυθμικά τον ποιητικό ιστό. Γι’ αυτό ακριβώς, αρκετοί άνθρωποι, καλής πίστεως και αξιοσημείωτης ευαισθησίας, γράφουν τις σκέψεις τους, με όρους γλαφυρότητας και καλλιλογίας, υπό μορφήν ελεύθερου στίχου, νομίζοντας ότι γράφουν ποιήματα, αλλά δίνοντας στην ουσία άρρυθμα λεκτικά σχήματα, που δεν συγκινούν ούτε ενδιαφέρουν, τελικά, τους αναγνώστες. Κάτι τέτοιο, φυσικά και δεν αφορά την ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου. Γιατί ο ποιητής επιλέγει κατά κανόνα ελεύθερο στίχο, αλλά τον ντύνει με έναν ρυθμό εσωτερικό, ο οποίος αποκτά την ορμή του με τρεις κυρίως τρόπους:
1) Με απλό, καθημερινό λεξιλόγιο, που εκδιώκει τους λεκτικούς ακκισμούς και τη λογοτεχνική πόζα, και κατακτά έναν τόνο φυσικό, εξομολογητικό και οικείο, που αγγίζει τον τόνο της φυσικής καθημερινής επικοινωνίας.
2) Με αυξημένη δραματικότητα, υπό την έννοια της εναλλαγής εικόνων και σκέψεων στο εσωτερικό του ίδιου ποιήματος. Εδώ μία διευκρίνιση: ο όρος «δραματικότητα», ενταγμένος σε κριτικά και φιλολογικά συμφραζόμενα, σημαίνει «κινητικότητα» (άλλωστε προέρχεται από το δρά-ω, που σημαίνει πράττω, κινούμαι), εκφεύγοντας από το στενό πλαίσιο της καθημερινής κουβέντας, στο οποίο το δραματικό συμπίπτει με το τραγικό. Ένα παράδειγμα:
ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΜΗ
Οικοτροφείον “οι 40 Μάρτυρες”
Μέρες του 1960 / κι εγώ να βολοδέρνω / σε ορθόδοξο ενυδρείο /
Σάββατο σήμερα / και αναμένω τη μάνα // Με σκάβει βαθιά / τη σκάβω βαθύτερα / κι ανάμεσα / αναβλύζουν τα λόγια της // Δεν ακούω πια τη φωνή της / Πως πέφτει χιόνι και δεν τ’ ακούς // Φεύγει / μα δε θυμάμαι χάδι / φιλί δε θυμάμαι / μονάχα μια χειραψία // Εξού και τα σημάδια / που βλέπετε στην παλάμη μου.
Η διαδοχική παράθεση συναισθηματικά φορτισμένων εικόνων, με τρόπο υπαινικτικό αλλά συγκινησιακά εναργέστατο, χτίζει μία ιστορία με αρχή, μέση, κορύφωση και τέλος, η οποία δείχνει πάρα πολύ καλά τι σημαίνει δραματική ποιητική συμπύκνωση, προικισμένη με εσωτερικό ρυθμό. Ας σκεφτούμε πόσες παραγράφους ή και σελίδες θα χρειαζόταν ένας πεζογράφος – και το σημειώνουμε χωρίς καμία διάθεση υποβιβασμού της αφηγηματικού πεζού λόγου – για να αναπτύξει αυτό που εδώ μας δίνει ο Θανάσης Μαρκόπουλος με εβδομήντα μόνο λέξεις.
3) Ο τρίτος, τέλος, τρόπος, που αξιοποιεί ο ποιητής, για να δώσει στον ελεύθερο στίχο του εσωτερικό ρυθμό, είναι η σποραδική υπέρβαση των κανόνων της λογικής και ρεαλιστικής αλληλουχίας:
«[…] κάποια στιγμή / το δάσος μπούκαρε απ’ το παράθυρο / κι άστραψαν τα δόντια του λύκου / στο σούρουπο των ματιών της».
«Θα βρέχει ήδη / λυπημένα μάτια / θα σε αποθέτουν κρύσταλλο / στο βαθύ τους πυθμένα».
«Γέρνει το κεφάλι μεστωμένο στάχυ / κι ακουμπά στην κουπαστή τα φτερά της / Πίσω της επέρχεται η άνοιξη / εκπυρσοκροτώντας».
«Ρόδια που σπάνε / τα μισάνοιχτα χείλη / στο βλέμμα τους / παραλίες του θέρους / και μονάχα εκείνος βαστούσε / την παγωνιά του χειμώνα / στα ξάστερα μάτια του / γιατί μονάχα εκείνος έβλεπε / πίσω απ’ το φακό / τη σκοτεινή σκανδάλη».
«Κι έπεφταν οι πέτρες βροχή από τον ουρανό ώσπου καράβι πέτρινο υψώνονταν στα μάτια μας το τσακισμένο σώμα».
«Οι στίχοι του καιρού σου δε μυρίζουν μπαρούτι αποφαίνεται ο γνωστός στραβοκάνης και βγάζει απ’ το σακάκι του εκείνο το περίστροφο που κάπνιζε ακόμα.
Πάρ’ το λέει κι απάνω σ’ αυτό να κοιμάσαι αν θέλεις να γράφεις
Προς στιγμήν διστάζω
Πάρ’ το επιμένει και δε θα μετανιώσεις».
Εικόνες έλλογες, υπό την έννοια ότι δεν είναι ακατανόητες αλλά είναι διανοητικά συλληπτές, οι οποίες όμως ρυθμοποιούν εσωτερικά το ποιητικό σώμα, αφού λειτουργούν μόνον ποιητικά, δηλαδή δεν επιβεβαιώνονται με όρους αισθητηριακούς και ρεαλιστικούς.
Σάτιρα και παιδική ηλικία
Επισημαίνουμε δύο ακόμη χαρακτηριστικά στοιχεία της ποίησης του Θανάση Μαρκόπουλου. Το πρώτο, που εμφιλοχωρεί κατά τακτά διαστήματα στους στίχους αλλά και σε ολόκληρα ποιήματα είναι η σάτιρα, που ενίοτε εκτείνεται και σε σαρκασμό, που δεν διστάζει να γίνει και αυτοσαρκασμός, καταλύοντας την πομπώδη σοβαροφάνεια, από την οποία πάσχουν αρκετά δείγματα της παλαιότερης και σύγχρονης ποίησής μας, όχι πάντως τα ποιήματα του Θανάση Μαρκόπουλου:
ΚΙ ΕΓΩ ΑΚΟΜΑ
Ο Μποντλέρ στα 46 / ο Τσέχοφ στα 44 / ο Κάφκα στα 41 / Στα 40 ο Πόε / στα 40 κι ο Λένον / Ο Λόρκα στα 38 / ο Μαγιακόφσκι στα 37 / στα 37 ο Ρεμπό / στα 37 κι ο Βαν Γκογκ / Η Μονρόε στα 36 / ο Μότσαρτ στα 35 / στα 35 ο Μότσαρτ / κι εγώ ακόμα ζω.
Το δεύτερο γνώρισμα είναι η αγάπη που αναδύεται για την παιδική αθωότητα, η άκρας ευαισθησίας ποιητική δικαίωση της παιδικής ηλικίας. Το παρακάτω ποίημα δεν στοιχειοθετεί μόνο μία γόνιμη ποιητική συνομιλία με τις ρίζες του Δημοτικού Τραγουδιού, αλλά και μία ωδή στο παιδί που δεν έχει ακόμη αλλοτριωθεί από την αναπόδραστη ενήλικη αστικοποίηση και από τον καθωσπρεπισμό :
37 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Τρεις πιτσιρίκοι χτίζουν λόγια στην άμμο / -Πότε φεύγετε / -Στις 17 Αυγούστου / -Εμείς στις 27 Αυγούστου / εσείς / -Εμείς κραυγάζει θριαμβευτικά ο τρίτος ο μικρότερος στις 37 Αυγούστου / Γελάνε οι άλλοι ποτήρια που σπάνε κι ο Μικροκωνσταντίνος γάλα χυμένο / -Την ίδια μέρα φεύγουμε παρεμβαίνει από μηχανής ευπαθής κυρία / Αρπάζει ο μικρός το κλωνάρι ανθίζει / -Ορίστε ορίστε το λέει και το κοριτσάκι / Κι ευθύς η κυρία πέφτει στο κύμα κι επιστρέφει νεράιδα με το φεγγάρι στα χέρια.
Κλείνουμε με έναν συλλογισμό, θεμελιωμένο στο άνυσμα του χρόνου: Σαράντα χρόνια δεν είναι λίγα και, αν ρίξουμε στο έργο του Θανάση Μαρκόπουλου μία συνολική ματιά, θα διαπιστώσουμε ότι με τις Βροχές Βερμίου επιστέφεται μία ποιητική πορεία, που εκδοτικά ξεκίνησε το 1982 με την Απόπειρα εξόδου, ποιητική συλλογή που ενσωματώνει και ποιήματα, τα οποία γράφτηκαν ακόμη νωρίτερα. Κατά μία έννοια, και το αξιοσημείωτο φιλολογικό και κριτικό έργο του Θανάση Μαρκόπουλου είναι λειτουργική προέκταση, ένας ειδολογικός μετασχηματισμός, της ποιητικής του ιδιότητας, γιατί και σε αυτό φωτίζει και ερμηνεύει με ευαισθησία και αγάπη τις συγγραφικές καταθέσεις ομοτέχνων του, τόσο λογοτεχνών όσο και φιλολόγων. Κατά τούτο, ο Θανάσης Μαρκόπουλος συνεχίζει τη λαμπρή παράδοση των ποιητών-φιλολόγων, ευάριθμων αλλά και τόσο δημιουργικών, των ανθρώπων που ξέρουν την ποίηση και επιστημονικά και θεωρητικά, αλλά την ξέρουν και από μέσα, φωτίζοντας τα σκοτεινά και ελκυστικά της μονοπάτια, ενώ ταυτόχρονα καταθέτουν τα βιώματα και την ευαισθησία τους, σφραγίζοντας τον ποιητικό λόγο και με την προσωπική καλλιτεχνική τους ταυτότητα.
Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Σήμερα βγήκα στο πάρκο να κλέψω ήλιο / Κλέψ’ τον μου είπες και κράτα τον εντός / για τη δική σου άνοιξη / Τι ήταν να σ’ ακούσω; // Ανοίγω το παράθυρο πίσσα σκοτάδι / Κοιτάζω μέσα μου πάμφωτη μέρα / Τι έκανα λέω / Έσβησα τους ανθρώπους / Και τώρα πώς θα ζήσω μονάχος με τον ίσκιο μου / Κι ευθύς αμόλησα τον ήλιο στον ουρανό του // Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα / κι ένα σμάρι πουλιά φτερούγισαν / μέσ’ από το κεφάλι μου.