Η επιστροφή των νεότερων ποιητών στην παλιά μουσική της ποίησης έχει ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1980 και από τις νεαρές τότε ποιητικές γενιές. Σήμερα οι διάδοχοι εκείνων των γενεών, όσοι εν πάση περιπτώσει από τους διαδόχους τους πορεύτηκαν με ανάλογο βηματισμό, έχουν μεγαλώσει με τη σειρά τους, χωρίς να παραγνωρίζουν ή και να εγκαταλείπουν την παλιά μουσική, όπως αποδεικνύεται και από την πρόσφατη ποιητική σύνθεση του Γιώργου Βαρθαλίτη Θαλασσινό ποίημα.
Πρέπει προεισαγωγικά να σημειώσω πως η αναμέτρηση με την παλιά μουσική της ποίησης, ανεξαρτήτως ποιητικής γενεάς, δεν αποτελεί ούτε προκαταβολική εγγύηση για το εντελές ποιητικό αποτέλεσμα ούτε εκ των προτέρων όρο για την ποιητική αποτυχία: αφενός επειδή το σύγχρονο ελευθερόστιχο τοπίο δεν αποτελεί έτσι κι αλλιώς τοπίο σύγχυσης και αμορφίας όπως μια προφανώς σχηματική αντίληψη έχει θεωρήσει, αφετέρου διότι το σύγχρονο πάλι έμμετρο τοπίο δεν σώζει έτσι κι αλλιώς την ποίηση από την όποια αμορφία και σύγχυση οδηγώντας κατ’ ανάγκην σε έναν κόσμο ολοκληρωμένων ποιητικών μορφών. Κι αν και οι δύο παρατηρήσεις μοιάζουν αυτονόητες, τις κάνω γιατί πολλές από τις συζητήσεις των τελευταίων σαράντα ετών δεν έχουν αποφύγει να πέσουν σε παγίδες που κοιτάζουν είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση.
Σικελιανός, Καρυωτάκης, συμβολισμός, λυρισμός
Όπως κι αν έχει, μιλώντας για την παλιά μουσική της ποίησης, εκείνο που χρειάζεται να έχουμε κατά νου, αν θέλουμε εξαρχής να συνεννοηθούμε, δεν είναι τόσο η παλιά όσο η ξανατονισμένη μουσική της ποίησης, για να το πω παλαμικά. Καλωσορίζοντας εν έτει 2007 μια από τις πρώτες ποιητικές δοκιμές του Βαρθαλίτη, τη Νουμηνία, είχα εικάσει ως λογοτεχνικό περιβάλλον της τον Σικελιανό, τον Ουράνη, τον Καρυωτάκη, τον Παπατσώνη, τον Καβάφη, τον Φλωμπέρ, τους Ομηρικούς ύμνους, τον Μαλλαρμέ και τον Μπόρχες, κάνοντας λόγο για σπασμένη προσωδία, αλλά και για έναν συγκερασμό αρχετυπικής και νεωτερικής εικονογραφίας σε μια όχι συναισθηματική ή βιωματική αλλά διακειμενική σπουδή θανάτου (αν και ο χαρακτηρισμός «βιωματική» είναι ήδη προβληματικός προκειμένου περί σπουδής θανάτου). Βλέπουμε κιόλας σε αυτό το σημείο τους περιορισμούς μα και την ελευθερία του έμμετρου στίχου, τους καταναγκασμούς των παλαιών κανόνων, αλλά και το φάσμα των πιθανών αποκλίσεων από την πειθαρχία τους. Παρακολουθώντας τη διαδρομή του Βαρθαλίτη από το 2007 ώς τις ημέρες μας, τόσο ως ποιητή όσο και ως μεταφραστή και δοκιμιογράφου, μπορώ ανεμπόδιστα να επιβεβαιώσω, τουλάχιστον κατά τον μεγαλύτερο βαθμό, τον τοτινό κειμενικό του περίγυρο, φανερό και στο Θαλασσινό ποίημα, όπου τον αισθάνομαι να ενισχύεται από τη θητεία, κατά το ενδιάμεσο διάστημα, στον συμβολισμό και στον λυρισμό.
Το Θαλασσινό ποίημα συνιστά, όπως το λέει ευθέως και ο ποιητής, έναν ύμνο προς τη θάλασσα – μια ωδή για την απεραντοσύνη και τη σκοτεινιά της, μια ελεγεία για το απύθμενο χάος και την άπιαστη επιφάνειά της, ένα τραγούδι για τις μεγαλειώδεις υποσχέσεις και τους θανάσιμους τρόμους της. Όσο για την ξανατονισμένη μουσική του Θαλασσινού ποιήματος, διακρίνω, στο επίπεδο της προσωδίας, την πυκνή ανάμειξη τροχαίων και ιάμβων, σε μια συνεχή ανακίνηση της συστέγασης και της συλλειτουργίας τους, αλλά και την επίδραση, για να περάσουμε στο πεδίο του λογοτεχνικού συγκρητισμού, του Βαλερύ, του Πόε και του Στέφαν Γκεόργκε. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο πως ο Βαρθαλίτης έχει μεταφράσει και τους τρεις, ούτε πως από τα αποθέματά τους αρδεύονται οι δεσμοί του στο Θαλασσινό ποίημα με τη γλώσσα του λυρισμού, των συμβολιστών και της καθαρής ποίησης.
Μυθολογίες και θαλασσογραφίες
Συνδυασμένα τα προηγούμενα με τη θαλασσινή μυθολογία της Ατλαντίδας, της Κολχίδας, των Νηρηίδων, των Ωκεανίδων, του Πρωτέα, της Ίσιδας και των Κυκλώπων, με την ηρωική μυθογραφία του Ομήρου, με τις ταξιδιωτικές θαλασσογραφίες του Νίκου Καββαδία, με τη μυστική τοπιογραφία του Ελύτη, όπως και με τις εκκλήσεις του ελληνικού ποιητικού Μεσοπολέμου για άμεση φυγή από το παρόν και από την πραγματικότητα, εκβάλλουν σε μια ποιητική γραφή ή, μάλλον, σε ένα ποιητικό παλίμψηστο το οποίο μέσα από τις αλλεπάλληλες και διαδοχικές του στρώσεις, την ποικιλία των τονισμών, αλλά και τις αδιάκοπες μεταμορφώσεις του εξασφαλίζει στο τέλος τα δικά του αποκλειστικά ποιητικά κέρδη και τη δική του αποκλειστικά φωνή. Κι ας είναι αυτή η φωνή μεταστοιχειωμένη, πολλώ δε μάλλον που η μεταστοιχείωση ορίζει εν κατακλείδι όλη την ποίηση και την ποιητική του Βαρθαλίτη:
Πρώτα πάνω απ’ τη θάλασσα τα πεύκα σκοτεινιάζουν,
π’ ακόμα φέγγει νήνεμη με φως γλαυκό κι αχνό,
του παραδείσου τα πουλιά στα σύδεντρα κουρνιάζουν
κι απλώνεται υακίνθινη σιωπή στον ουρανό.
Και πάνω απ’ τους απόκρυφους, βαθείς κυπαρισσώνες
–σκόρπια από λόγχες σκοταδιών τριγύρω σου φρουρά–
ανθίζουν άστρα μονομιάς οι ουρανικοί λειμώνες,
που την εσθήτα επικοσμούν της νύχτας λαμπερά.
Κι ενώ κοιμάται γύρω μας ησυχασμένη η μέρα
θαρρείς πως κάποιος αγρυπνά με μυστική στοργή:
η Θεοτόκος, άμωμη κι ακοίμητη μητέρα,
σκεπάζει με το βλέμμα της ολόκληρη τη γη.