Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός –
ιδιότητα δεν έχ' η ανθρωπότης τιμιοτέραν
Κωνσταντίνος Καβάφης, «Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής»
Το ογκώδες έργο της Κατερίνας Κωστίου κλείνει κοντά έναν αιώνα μελέτης της ποίησης και της ποιητικής του Κ. Π. Καβάφη, αρχής γενομένης με τις κριτικές των Άγρα, Βρισιμιτζάκη, Σαρεγιάννη, Δημαρά, Κάλας κ.ά., που συνεχίζουν με τις δικές τους μελέτες οι Σεφέρης, Σαββίδης, Δάλλας, Μαρωνίτης, Πιερής, Μερακλής, Keeley, Haas, Lavagnini, Mackridge, Χρυσανθόπουλος, Δασκαλόπουλος, Ρηγόπουλος, Κatsaouni και λοιποί Έλληνες, Ιταλοί, Γάλλοι και Αγγλοσάξονες κριτικοί και μελετητές, μεταξύ των οποίων μνημονεύω τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ για το έργο της Présentation critique de Constantin Cavafy 1863-1933, suivie d'une traduction intégrale de ses Poèmes, που εκπόνησε σε συνεργασία με τον Δημαρά (1958). Πρόκειται, επομένως, για ένα έργο - επιτομή, που επανεξετάζει, ελέγχει, συμπληρώνει ερμηνευτικές προσεγγίσεις μέρους ή μερών του καβαφικού έργου, σε έναν επισταμένο διάλογο, τον οποίο κινεί η βλέψη της συγγραφέως να συμβάλει στην πιο ολοκληρωμένη δυνατή πρόσληψη του Καβάφη από τους νεότερους αναγνώστες και επίδοξους μελετητές αυτού του αιώνα, στους οποίους η Κωστίου (ισότιμα με τους δασκάλους της) γενναιόδωρα αφιερώνει το έργο της.
Με όλα τα παραπάνω, είναι εξαρχής σαφές ότι για την επιτέλεσή του, η Κατερίνα Κωστίου χρειάστηκε να σηκώσει βαρύτατο φορτίο στους ώμους της, το οποίο, ωστόσο, σε ευτυχείς περιπτώσεις γνήσιου ενδιαφέροντος, όπως είναι η περίπτωση αυτού του βιβλίου, αντί να κάμψει ενισχύει το πάθος της έρευνας.
Το βιβλίο αποτελείται από Πρόλογο, Εισαγωγή, μέρος πρώτο αποτελούμενο από οκτώ κεφάλαια (σ. 61-172), αφιερωμένα στα ερωτικά προσωπεία, μέρος δεύτερο αποτελούμενο από τις επιμέρους ενότητες τριών κεφαλαίων (σ. 173-286), αφιερωμένο στα προσωπεία καλλιτεχνών και φιλότεχνων, και από ένα τρίτο μέρος αποτελούμενο από τρία κεφάλαια (σ. 307-480), αφιερωμένο στα ιστορικά προσωπεία, Επίλογο, Παράρτημα αποτελούμενο από οκτώ Πίνακες (σ. 502-549), Πρώτες Δημοσιεύσεις, Βιβλιογραφία, Ευρετήριο τίτλων των καβαφικών έργων και Ευρετήριο προσώπων.
Ποιητική και ποίηση
Με την ενδελεχή προσέγγιση της σύνολης βιβλιογραφικής διαδρομής που διανύθηκε από τις αρχές του μεσοπολέμου ώς τις δυο πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα, η Κατερίνα Κωστίου εξυφαίνει, με τον καταλληλότερο σε ένταση φωτισμό, τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας μιας βασικής έννοιας στην ποίηση όχι μόνο του Κ. Π. Καβαφη αλλά και όλων των μεγάλων δραματικών ποιητών· την έννοια του προσωπείου, έννοια - κλειδί που εισάγει τη συγγραφέα στο πολυστρωματικό υπέδαφος της καβαφικής ποίησης, και την καλεί, περνώντας από το ένα στρώμα στο άλλο, να φέρει στο φως το πώς συναρτώνται και γίνονται ένα η εν εξελίξει ποίηση και η εν εξελίξει ποιητική, στο έργο του Καβάφη, με τον τρόπο που στη φιλοσοφία γίνονται ένα μεταφυσική ή οντολογία με τη γνωσιοθεωρία, ή στην επιστήμη, η μέθοδος με το αντικείμενο.
Ποιητική και ποίηση, στη δυναμική τους συγκρότηση, συστήνουν τις δυο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος ή τις δυο σκηνές που αντικριστά η μια στην άλλη αντικατοπτρίζουν: η μια –η ποιητική– τον τρόπο εργασίας που ενδογενώς προϋποθέτει η ποιητική δημιουργία και η άλλη –η ποίηση– τον τρόπο της δημουργίας εν είδει δέσμευσης όσον αφορά την εφαρμογή των αρχών, των κανόνων και των προταγμάτων που, υπό συνεχή εξέταση τα ίδια, κατευθύνουν αυτοβούλως τον ποιητή στο ρόλο ενορχηστρωτή και μαέστρου των ποιητικών του συνθέσεων.
Με εξαίρεση τον Σολωμό, ο Καβάφης είναι ίσως ο μόνος από τους σύγχρονους έλληνες ποιητές που μας άφησε, ανάμεσα στα πεζά έργα του, κείμενα όπως «Αι σκέψεις ενός γέροντος καλλιτέχνου», τα Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής και έναν, γραμμένο στα αγγλικά, «Φιλοσοφικό Ελεγχο» (Philosophical Scrutiny), κείμενα που συστήνουν ένα είδος ποιητικών Τοπικών που γράφει ο Κ. Π. Καβάφης εν είδει Οδηγού, τον οποίο συντάσσει, επεξεργάζεται και τελειοποιεί ταυτόχρονα με τη δημιουργία, την επεξεργασία και την τελειοποίηση των ποιημάτων του.
Του χρωστούμε, επομένως, ένα σύνθετο κοπιώδες και παραδειγματικό εγχείρημα που επιτελείται στη βάση μιας αμοιβαίας συνεπαγωγής, στο άνυσμα της οποίας, η ποιητική ως τόπος ή σύνοψη κανόνων δικής του έμπνευσης χαράσσει το δρόμο της δημιουργίας της ποίησης του Καβάφη, λειτουργώντας σαν μια πυξίδα δικής του επινόησης που ελέγχει, σε επάλληλους κύκλους, την ποίησή του ως εντεταλμένη να αποτρέψει ένα ενδεχόμενο και μονίμως πιθανολογούμενο ναυάγιο στην επικίνδυνα τρικυμιώδη περιπέτεια της μεγάλης ποίησης .
Με τη δική του υπογραφή, οι δύο αυτές παράλληλες και ενδογενείς η μια της άλλης προϋποθέσεις του έργου του συναντώνται στις δυο κατηγορίες στις οποίες η Κατερίνα Κωστίου τοποθετεί τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη· στην κατηγορία των ιστοριογενών και στην κατηγορία των ιστορικοφανών ποιημάτων του.
Με το σχόλιο του Καβάφη για την ίδια την ποίησή του, το οποίο παραθέτει στη μελέτη της η μελετήτρια,
η ποίησή μου ανήκει στις γενιές του μέλλοντος ωθούμενες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και την εκλέπτυνση της εγκεφαλικής λειτουργίας τους, σε έναν κόσμο πού θα σκέπτεται πολύ περισσότερα από σήμερα (σ. 227 -228)
ο Καβάφης διακηρύσσει την άρρηκτη σχέση του καλλιτέχνη και, εν προκειμένω, του ποιητή, με τη φιλοσοφία· σχέση που επιτρέπει στην ποίηση να γίνει σκεπτόμενη και στην παραγωγική σκέψη να γίνει ποιητική: εργασίες και οι δύο προσωπικής και ενυπόγραφης αναζήτησης άγνωστων μέχρι τότε κανόνων που συνάγονται από την ίδια την ποιητική δημιουργία, στο χρόνο που αυτή συντελείται, και οι οποίοι πιστοποιούνται μόνο μετά την ολοκλήρωση της ποιητικής σύνθεσης που τους εφάρμοσε . Γι’ αυτό η Κατερίνα Κωστίου επισημαίνει ότι η ποιητική του Καβάφη είναι δημιούργημα της ίδιας της ποίησής του, που χωρίς αυτήν θα ήταν αδύνατο να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει, με τον ίδιο τρόπο που η καβαφική ποίηση είναι εξύφανση της ποιητικής του που θα ήταν αδύνατο να συγκροτήσει ένας άμεσα λυρικός αλλά μη σκεπτόμενος ποιητής.
Έχουμε, λοιπόν, δυο όψεις ενός και μόνου νομίσματος που, ως μη αντιγραφέας, πλην όμως στέρεα πεπαιδευμένος τεχνίτης, θέτει σε κυκλοφορία ο ίδιος ο δημιουργός του. Ίσως πιο παραστατικό θα ήταν να φανταστούμε τις δυο σκηνές που στήνει αντικριστά ο Καβάφης ώστε η μια να αντικατοπτρίζει την άλλη, ή η μια να ρίχνει τη σκιά της πάνω στην άλλη – που προβάλλουν η μια την ποίησή του ως εφαρμογή της ποιητικής του, και η άλλη την ποιητική ως πλοηγό και ενορχηστρωτή των δημιουργικών διεργασιών από τις οποίες προέκυψε.
Επέμεινα σε αυτή τη θεμελιώδη και ζωτικής σημασίας διαλεκτική σχέση της αμοιβαίας συνεπαγωγής ποίησης και ποιητικής, που εκθέτει με ενάργεια η συγγραφέας σε όλη τη διαδρομή του βιβλίου της, γιατί παίζει κρίσιμο ρόλο στην κατανόηση της καβαφικής ποίησης όπως και κάθε μεγάλης ποίησης/ποιητικής που προϋποθέτει και συνεπάγεται, γιατί εμπνέουν και, κατά κάποιον τρόπο, εξυφαίνουν η μια στην άλλη. Επέμεινα επίσης και για το λόγο ότι αυτή η διαλεκτική αρχή αλληλεπιδράσεων, αλληλοδράσεων, συμπληρωματικοτήτων, είναι ένα μεγάλο μάθημα για τους επίδοξους ποιητές μας, ώστε να μπορέσουν οι πιο ευαίσθητοι και οι πιο θαρραλέοι, με όση κριτική δύναμη (δύναμη δημιουργίας) διαθέτουν, να αναμετρηθούν με τη διακινδύνευση μιας μεγάλης ποίησης.
Ο κόσμος του Καβάφη
Λίγοι όσο ο Καβάφης Ελληνες ποιητές μας δίνουν ένα τόσο ξεκάθαρο μάθημα- καρπό της έμφυτης γενναιοδωρίας των μεγάλων δημιουργών. Μάθημα αποκαλυπτικό, στην περίπτωση της καβαφικής ποίησης, αφού, έτσι και το διδαχθεί ο αναγνώστης της, του γεννιέται σωρεία σκέψεων που ξεκλειδώνουν απορίες και μυστικά, σχετικά με το τι πίστευε ο Αλεξανδρινός για τον Ελληνισμό και την ιστορία του, για το καταγωγικό σημείο της γενεαλόγησής του στους ελληνιστικούς και στους κατοπινούς χρόνους, σε όλη τη μακρά διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, της ρωμαϊκής εποχής και της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· ζήτημα για το οποίο φαίνεται να ασπάζεται την άποψη του Droysen, όπως πριν από τον Καβάφη είχε υιοθετήσει και ο Περικλής Γιαννόπουλος. Άποψη που εξηγεί το αίσθημα της αποτυχίας που διαπνέει τα ποιήματα του Καβάφη, όπως σωστά επεσήμανε ο Νικόλας Κάλας, μια και το αίσθημα της συντριβής που του γεννά η διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας (146 π.Χ.) διαπερνά τα προσωπεία που πλάθει, στα ιστορικογενή ποιήματά του, αντιμέτωπος με συνεχείς αναμετρήσεις, από την εποχή ακόμη των Μακεδονικών βασιλείων, του Σελευκίδη ή του ευνοούμενου Αλέξανδρου Βάλα κ.ά., έως τους βυζαντινούς βασιλείς και Κύρηδες, μέσα και έξω από ένα Βυζάντιο εκτεθειμένο στις κατισχυτικές διαθέσεις της Δύσης. Αυτό το αίσθημα αποτυχίας –που αντιδρώντας, θαρρείς, στον Γίββωνα δοκιμάζει ολόκληρος ο ελληνισμός, ελλαδικός και της διασποράς, με το τέλος του κλασικού αρχαιοελληνικού πολιτισμού– γεννά τι άλλο από απογοήτευση, που είναι η ψυχική, διανοητική και συναισθηματική στάση του ίδιου του Καβάφη για την τύχη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ενός κόσμου στραμμένου στο εσωτερικό του παρά στους σκληρούς ανταγωνισμούς που ξεσηκώνουν τη Δύση εναντίον του. Σ’ αυτόν τον κόσμο χτυπά η καρδιά του Αλεξανδρινού.
Το «κατέχον» Βυζάντιο, με την ανασχετική δύναμή του, τελευταίο καταφύγιο της ελληνικής παιδείας, πριν σαρωθεί από το πνεύμα της κυριάρχησης Δυτικών και Οθωμανών, το ενσαρκώνουν ιστορικογενή προσωπεία που περισσότερο διαφέρουν παρά μοιάζουν με τα ιστορικογενή προσωπεία του Ριχάρδου Β΄ ή του Γ’, αλλά και τα ιστορικοφανή του Τίμωνα Αθηναίου, του Οθέλλου, του Μάκβεθ ή του Άμλετ, που πλάθει ο Σαίξπηρ, με την πρόθεση να μεταδώσει στους θεατές αλλά και στους επιγόνους του το πνεύμα του imperium της Αγγλίας της εποχής του, η οποία, με τις νικηφόρες ναυμαχίες των ιστιοφόρων της, εξελίχθηκε σε κοσμοκρατορία. Ο Σαίξπηρ δεν ξεχνά ότι είχε προηγηθεί η ναυτική δύναμη της Δημοκρατίας της Βενετίας που συμβόλιζε την κυριαρχία των θαλασσών και τον πλούτο του θαλάσσιου εμπορίου, πολύ πριν από την Αγγλία. Γι’ αυτό πλάθει και ιστορικοφανή προσωπεία, όπως του Τίμωνα του Αθηναίου ή του βασιλιά Ληρ, για να θυμίσει την απληστία που γεννά η κληρονομιά ή η αρπαγή του θρόνου.
Αυτό το πνεύμα, που διαμορφώνει η καθαρή θέληση για κατίσχυση, είναι ξένο στην ποίηση του Καβάφη και στα θέματα που δραματοποιεί, φωτίζοντας την κρυμμένη ηθική διάστασή τους. Γνώστης της δυτικής παράδοσης όπως και των συγκρούσεων της Δύσης με την Ανατολή, έχει διαβάσει τον Σαίξπηρ και μνημονεύει τους ήρωές του στον «Φιλοσοφικό Έλεγχο». Αλλά, για να εκφράσει το πολιτικό ήθος της εποχής στην οποία ανήκει, τα ποιητικά προσωπεία που φτιάχνει, σε πέντε ποιήματά του της ώριμης και ύστερης περιόδου της ποίησής του, τα συναρτά με ένα αποστασιοποιημένο, αφηγηματικό, αυτή τη φορά, προσωπείο, που δεν είναι ηγεμόνας ή ευνοούμενος ή παρατρεχάμενος της εξουσίας, αλλά ένας ανώνυμος πολίτης, στον οποίο ο Καβάφης αναθέτει να κρίνει και να δώσει λόγο για στιγμές εμφύλιων σπαραγμών, ραδιουργιών, αγριοτήτων, παραδίδοντάς του την τύχη των ηρώων του. Ή στο λαό, ή ακόμη και στον όχλο, ως σειρά ρημάτων χωρίς υποκείμενο ή ως αντικείμενα παρατήρησης του ίδιου του ποιητή που τους εισάγει μαζί και τις αντιδράσεις τους στα ποιήματά του. Τρόποι ειρωνείας και αποστασιοποίησης που επιτρέπουν στον αναγνώστη των καβαφικών ποιημάτων να αναλογισθεί το κενό ρήμα της εξουσίας ή την απουσία πολιτικής δύναμης ή πολιτικής διαίσθησης, ή τη ματαιόδοξη αίσθηση της επιτυχίας βασιλικών ή αρχιερατικών οικογενειών όπως οι Μακκαβαίοι, οι Ασαμωναίοι ή άλλοι ελληνίζοντες πρίγκιπες και πριγκηπέσσες – σαν την πριγκηπέσσα Αλεξάνδρα, που, φρενιασμένη με την εξουσία, κλαίει για το θεαθήναι το χαμό του γιου της, Αριστόβουλου.
Κληρονόμος της ελληνικής παράδοσης μέσω του Βυζαντίου, που τη μεθερμηνεύει, όταν ο Καβάφης πλάθει τα δικά του ιστορικά προσωπεία τα αντιμετωπίζει ως φέροντα μια ψυχολογία που, κοιταγμένη από κοντά, μας φανερώνει τις μεταπτώσεις της και το ηθικό αποτύπωμα που, αδιόρατο ή αόρατο, μαγνητίζει το βλέμμα μας και, ανυποψίαστα, τη συνείδησή μας.
Ποιητής όλων των εποχών
Η Κατερίνα Κωστίου αφιερώνει τις τελευταίες εκατό και παραπάνω σελίδες του έργου στα πρόσωπα της εξουσίας –πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσους– και γεννά στον αναγνώστη σκέψεις σαν αυτές που διατυπώνω εδώ, πλάθοντας στις δικές της σελίδες, με τον πιο γόνιμο τρόπο, την persona του ποιητή Καβάφη. Κι αυτό γιατί ρίχνει φως στις μυστικές περιοχές της σύνολης καβαφικής δημιουργίας, διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο η εν προόδω επεξεργασία, η εφαρμογή και η τελειοποίηση ποίησης/ποιητικής είναι καρπός της πνευματικής αυτοσυνειδησίας που επίπονα κατακτά ο Καβάφης, εντρυφώντας στην Ιστορία, ανατρέχοντας στις πηγές της και σε δοκίμια που μεταπλάθουν την ιστορική εμπειρία σε βίωμα, ώστε να σταθεί ικανός να εκφράσει σε όλο το βάθος του το βαρύ συναίσθημα που τον κατακλύζει, αναλογιζόμενος τον ελληνισμό και την τύχη του.
Σημαδεμένος από την αποτυχία και την απογοήτευση, ζωντανεύει στην ποίησή του στιγμές λεπτών ψυχικών, νοητικών, συναισθηματικών καταστάσεων μιας συγκρατημένης, κατά κανόνα, δυστυχίας, σαν αυτή που γεννά σε έναν ιερέα του Σεραπίου, ή στον Ιουλιανό, ή στον εραστή του Μύρη, ή σε έναν εθνικό στην αυστηρή χριστιανική Αλεξάνδρεια του 6ου αιώνα, ο διχασμός που βιώνει αυτός ή άλλα επιφανή ή αφανή, πραγματικά ή φανταστικά, πρόσωπα σε διάφορες φάσεις της μακράς Ιστορίας του Ελληνισμού. Πρόσωπα που δεν παύουν να είναι τα ποιητικά υποκείμενα στα οποία ενσαρκώνει ο Καβάφης και τη δική του διάθεση ή κατάσταση, που τον φέρνει, μέσω της πραγματικής (βιωματικής) και της υποθετικής (αισθητικής) εμπειρίας του, αντιμέτωπο με τη μνήμη κρίσιμων ιστορικών γεγονότων τα οποία επιμένουν να στέλνουν τα ζωντανά σήματά τους στο δικό του παρόν.
Ο ποιητής ως καλλιτέχνης φτιάχνει, έτσι, ένα μωσαϊκό από μερικές αλήθειες που προκύπτουν, όμως, από την αναζήτηση της αλήθειας in toto· αυτή του επιβάλλει να μην ξεχνά την ιδιοσυγκρασιακή ροή του χρόνου που δίνει στις μερικές αλήθειες την αχλύ εντυπώσεων οι οποίες υπογείως επενεργούν και σημαδεύουν τον παραλήπτη των ποιημάτων του. Αυτή η ιδιαιτερότητα της δραματικής καβαφικής ποίησης εξηγεί γιατί ο Νικόλας Κάλας, στο κριτικό δοκίμιό του (1932), μιλά για τον εικαστικό ιμπρεσιονισμό που μεταφέρει ο Καβάφης στην ποίησή του, για να ακινητοποιήσει εν συνεχεία μια μεμονωμένη, κάθε φορά, κρίσιμη ή μη, στιγμή της αδιάπτωτης ανθρώπινης φθοράς, βγάζοντάς την, ποιητικά, από το χρόνο.
Όπως εναργώς μας ειδοποιεί η Κατερίνα Κωστίου ότι, για την ποιητική μέθοδο με την οποία πλάθει τα ιστοριογενή ή ιστορικοφανή αφηγηματικά ή δραματικά προσωπεία του, ο Καβάφης χρειάστηκε να «μηρυκάσει» (καταπώς έλεγε ο Νίτσε και επανέλαβε ο Mορίς Μπλανσό) την Ποιητική του Αριστοτέλη, ώστε εντελώς να κατανοήσει το νόημα και τη σημασία που δίνει στο αθηναϊκό δράμα η μίμησις, αλλά και τη Ρητορική· και τα δύο έργα, κληρονομιές του Αριστοτέλη σε δασκάλους και μαθητές της ρητορικής τέχνης, στη Βυζαντινή Αναγέννηση του 12ου μ.Χ. αιώνα. Η εμβριθής σπουδή συγγραμμάτων με αντικείμενο την πνευματική κριτική δύναμη που διαυγάζει ο δάσκαλος της φιλοσοφίας και δάσκαλος της ρητορικής Αριστοτέλης επιτρέπει στον Καβάφη να επεμβαίνει επανειλημμένα στα ποιήματά του, διορθωτικά και ανασημασιοδοτικά, μέχρι την τελική δημοσίευσή τους.
Η φιλοσοφική κριτική, που διενεργεί υπό τύπον αριστοτελικού διαλεκτικού τεχνάζειν, του διδάσκει την ειρωνεία ως μια μορφή λογοτεχνικής κριτικής η οποία του επιτρέπει να ανεβάσει στην ποιητική του σκηνή σωρεία φωνών και προσώπων διαφόρων εποχών, ιδιοτήτων, ηλικιών, που φωτίζουν ένα θέμα και την ψυχολογική - ηθική του υφή από πολλαπλές οπτικές γωνίες, μετατρέποντας έτσι την ποίηση από μονολογικό σε πολυφωνικό είδος, όπως είναι το θέατρο και το μυθιστόρημα, με την αποστασιοποίηση που κρύβεται στον πυρήνα τους.
Εδώ, πάλι, διαλεκτικά, με όργανο τον αναστοχαστικό λόγο, ποίηση και θέατρο, ή ποίηση και μυθιστόρημα αναδεικνύονται σε πεδία πλαστικότητας και ποιητικότητας που, ποιητική και μυθιστορηματική τέχνη, υπογείως διασυνδεόμενες, μαθαίνουν η μια στην άλλη.
Ο Καβάφης, ο οποίος δοκίμασε να γράψει και πεζά, επενδύει όλες του τις δυνάμεις στην ποιητικότητα ως την ύψιστη αξία του έντεχνου λόγου. Δεν παύει, ωστόσο, να αναζητά τις κρυμμένες διασυνδέσεις που έχει ανάγκη η ποιητική δημιουργία για να τελεσφορήσει, αφού αυτές εξηγούν το τεράστιο βάρος που σηκώνει η δραματική ποίηση συνομιλώντας με άλλες τέχνες, όπως η ζωγραφική, μια και ο λόγος δεν αρχίζει με λέξεις αλλά με εικόνες και σύμβολα, ή το βάρος που σηκώνει η υποκριτική η οποία μετατρέπει αφηρημένα σχήματα χαρακτήρων σε ζωντανά πρόσωπα με ήθος, έθος, φωνή, ή το βάρος που σηκώνει η ιστορία – και ειδικά η ιστορία του ελληνισμού, μέσα στο κλίμα του ιστορικισμού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Αυτή η κρίσιμη συνομιλία, που διεξάγεται σε πολλά επίπεδα τα οποία καθιστούν πολυστρωματική την εξέταση της Κατερίνας Κωστίου, επιτρέπει στον Καβάφη να μετατρέψει ιστορικά καθέκαστα και συμβάντα σε εκφάνσεις του καθ’ όλου που μας φανερώνουν, στην οικουμενικότητά του, τον καβαφικό ποιητικό κόσμο ως μάγμα μαγμάτων ταυτότητας και διαφοράς. Την ίδια υπόγεια διασύνδεση διατηρεί, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η καβαφική ποίηση με την ψυχολογία, προσδίδοντας στις στιχικές ενότητες των ποιημάτων της μοναδική οικονομία και πύκνωση.
Αυτές οι διασυνδέσεις παράγουν γνώση και όλες μαζί, μέσα από τις μεταξύ τους σχέσεις, παράγουν αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία που κάνουν τον Καβάφη, ξεπερνώντας εφήμερες ή μη ιδεολογίες, ποιητή όλων των εποχών.
Το μεγάλο καβαφικό επίτευγμα θα ήταν αδύνατο χωρίς τη στέρεη και πλούσια παιδεία του Καβάφη που του επέτρεψε να ενώνει τις φωνές των προσωπείων που έπλαθε με τη δική του φωνή, δίνοντας στο ατομικό στοιχείο τον οικουμενικό χαρακτήρα του, συγκινώντας μας αδιακρίτως, χωρίς τις ξιπασμένες αντιδράσεις όσων, έχοντας δει τον τίτλο και το οπισθόφυλλο βιβλίων, θορυβούν σαν να τα έχουν διαβάσει.
Εξαιρετική κατάθεση της Κατερίνας Κωστίου αποτελεί και το παράρτημα (σ. 500-554), στο τέλος του βιβλίου, που επιτρέπει στον ερευνητή της καβαφικής ποίησης όπως και στον αναγνώστη του βιβλίου της να αποκτήσουν μια καθαρή εικόνα του εν προόδω καβαφικού έργου, με πίνακες που καταχωρίζουν στις ξεχωριστές στήλες τους το χρόνο της γραφής και το χρόνο της δημοσίευσης των εκατόν πενήντα τεσσάρων (154) ποιημάτων, με τον τίτλο του το καθένα και το είδος του προσωπείου που πλάθει, αφηγηματικό ή/και δραματικό, και το γραμματικό πρόσωπο (πρώτο, δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού αριθμού) που ενσαρκώνει η αφηγηματική ή μη δραματοποίησή του.
Η καβαφική μεθοδολογία
Εν κατακλείδι, το έργο της Κατερίνας Κωστίου, με τη σύνθεσή του, ενισχύει και διευρύνει αποφασιστικά το πεδίο της φιλολογικής έρευνας της καβαφικής ποίησης, με μια ολική προσέγγισή της και με την προβληματική που επεξεργάσθηκε για την εκπόνησή του, με το μέλημα να υπερβεί την αισθητική πρόσληψή του από τον αναγνώστη, εξετάζοντας τα συμπεράσματα επιμέρους ερευνητικών προσεγγίσεων, χωρίς a priori να συνομολογεί με τον κυρίαρχο Κανόνα και την ισχύουσα τάξη του λόγου που τον συντηρεί αναλλοίωτο, συνεχώς αντικρούοντας ή ακυρώνοντας εγχειρήματα ώριμης ανασυγκρότησής του.
Σκοπός του έργου, τον οποίο πετυχαίνει η συγγραφέας του, είναι, προσεγγίζοντας το ζήτημα από τις διάφορες πτυχές του, να φωτίσει τη συγκρότηση και τη λειτουργία της καβαφικής μεθοδολογίας και εννοιολογίας που συνέτρεξαν μια ποίηση μεγάλης πνοής, η οποία, παρά την παρακμή και την κατάπτωση της εποχής, παραμένει ολοζώντανη, επιμένοντας να καλεί τους νεότερους, όπως και τους επίδοξους ποιητές, να προστρέξουν στον μεγάλο μας κλασικό: τον Καβάφη.