Σύνδεση συνδρομητών

Ο Όμηρος του Καζαντζάκη και του Κακριδή

Τετάρτη, 29 Μαρτίου 2023 14:33
Kαλοκαίρι του 1945, Κακόπετρος Χανίων. Ο Ιωάννης Κακριδής (αριστερά) και ο Νίκος Καζαντζάκης (δεξιά), μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων από τις δυνάμεις κατοχής του Άξονα, σε σπίτι όπου συλλέγουν μαρτυρίες ναζιστικών βιαιοτήτων (η αποστολή συμπληρωνόταν από τον καθηγητή Ιωάννη Καλιτσουνάκη και τον φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουτουλάκη, ο οποίος έχει τραβήξει τη φωτογραφία).
Μουσείο Καζαντζάκη
Kαλοκαίρι του 1945, Κακόπετρος Χανίων. Ο Ιωάννης Κακριδής (αριστερά) και ο Νίκος Καζαντζάκης (δεξιά), μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων από τις δυνάμεις κατοχής του Άξονα, σε σπίτι όπου συλλέγουν μαρτυρίες ναζιστικών βιαιοτήτων (η αποστολή συμπληρωνόταν από τον καθηγητή Ιωάννη Καλιτσουνάκη και τον φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουτουλάκη, ο οποίος έχει τραβήξει τη φωτογραφία).

Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ι. Θ. Κακριδής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2015, 406 σελ.

Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ι. Θ. Κακριδής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2015, 330 σελ. 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ξεκίνησε η συνεργασία του Νίκου Καζαντζάκη με τον κορυφαίο κλασικό φιλόλογο Ι. Θ. Κακριδή, η οποία απέληξε στη μετάφραση αρχικά της Ιλιάδας[1] και μετέπειτα της ομηρικής Οδύσσειας.[2]

Οι μεταφράσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας[3] γίνονται υπό την ισχυρή και ιδιότυπη ρυθμική αλλά και γλωσσική δυναμική, που είχε ήδη διαμορφώσει ο Καζαντζάκης και στη δική του Οδύσσεια (1938): πλατύς στίχος δεκαεπτά συλλαβών, με ιαμβικό βάδισμα στο οποίο ενσωματώνονται συχνά, χωρίς ριζικά να το διαταράσσουν, και ίχνη ποικίλων άλλων μετρικών σχηματισμών, άφθονοι δημοτικογενείς νεολογισμοί, κυρίως στην αποτύπωση σύνθετων ως λέξεων επιθέτων και ρημάτων, καθώς και πολλοί ιδιωματισμοί. Ο δεκαεπτασύλλαβος στίχος δεν είναι επινόηση του Καζαντζάκη –ο Στυλιανός Αλεξίου μάς υπενθύμισε  πως τον είχε παλαιότερα από τον Καζαντζάκη αξιοποιήσει «ο Πολυλάς, για να αποδώσει τον ομηρικό εξάμετρο»[4]–, στον Καζαντζάκη όμως οφείλεται η όποια δυναμική ανέπτυξε ο συγκεκριμένος στίχος, τουλάχιστον σε επίπεδο ευρύτερης εξοικείωσης με την αναγνωστική κοινότητα: είναι ο στίχος της καζαντζακικής Οδύσσειας, αλλά και ο στίχος της μεταφρασμένης Ιλιάδας, η οποία επί σειρά ετών διδάχτηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, συμβάλλοντας σε επίπεδο επιφανείας στην ανάπτυξη μιας κάποιας αρχαιογνωσίας των εκπαιδευομένων και σε επίπεδο βάθους στο βίωμα από μέρους τους μιας αίσθησης ποιητικού ρυθμού, έστω και πειθαναγκαστικά μεταδομένης διά της διδασκαλίας και της σε τακτά χρονικά διαστήματα  ανάγνωσης και απαγγελίας (η καθηγήτρια, ο καθηγητής ή κάποια από τα παιδιά διάβαζαν μεγαλόφωνα και συστηματικά μέσα στην τάξη στίχους από τη μετάφραση των Καζαντζάκη – Κακριδή).

 

Γλωσσική εκζήτηση

Ας ψηλαφίσουμε ένα ελάχιστο μεταφραστικό ίχνος, που στοιχειοθετείται από τους εναρκτήριους στίχους των δύο επών:

ΙΛΙΑΔΑ

Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που ’δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε ―έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας―
απ' τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.

Ποιος τάχα απ' τους θεούς τούς έσπρωξε να μπούνε σ' έτοια

αμάχη;
Του Δία και της Λητώς τούς έσπρωξεν ο γιος, που με το ρήγα
χολιάζοντας κακιά εξεσήκωσεν αρρώστια και πεθαίναν
στρατός πολύς· τι δε σεβάστηκεν ο γιος του Ατρέα το Χρύση,
του θεού το λειτουργό· στ' Αργίτικα γοργά καράβια είχε έρθει
με λύτρα αρίφνητα, την κόρη του να ξαγοράσει πίσω,
του μακροσαγιτάρη Απόλλωνα κρατώντας τα στεφάνια
πα στο χρυσό ραβδί, και πρόσπεφτε μπρος στους Αργίτες όλους,
ξεχωριστά στους δυο πολέμαρχους υγιούς του Ατρέα γυρνώντας:
«Του Ατρέα βλαστάρια κι αποδέλοιποι καλαντρειωμένοι Αργίτες,
σε σας οι θεοί που ζουν στον Όλυμπο να δώσουν να πατήστε
του Πρίαμου το καστρί, με το καλό να γύρτε στην πατρίδα·
λυτρώστε όμως κι εμέ την κόρη μου, την ξαγορά δεχτείτε 
κι ευλαβηθείτε τον Απόλλωνα το μακροσαγιτάρη».
[…]

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος

διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο,

και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων,

κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του,

για να σωθεί κι αυτός παλεύοντας και πίσω τους συντρόφους

να φέρει . κι όμως δεν τους γλίτωσε, κι ας το ποθούσε τόσο .

 τι από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι —

οι ανέμυαλοι, που τ᾿ ουρανόδρομου τα βόδια έφαγαν Ήλιου,

κι αυτός τη μέρα τους αρνήστηκε του γυρισμού. Για τούτα

και μας για λέγε, κάπου αρχίζοντας, κόρη θεϊκιά του Δία.

Όσοι Αχαιοί είχαν απ᾿ το θάνατο τον άξαφνο γλιτώσει

βρίσκονταν σπίτια τους, του πέλαγου και της σφαγής σωσμένοι .

 μονάχα αυτόν που τη γυναίκα του ποθούσε και τη γη του,

η Καλυψώ η θεά, η πανέμνοστη τον έκρυβε νεράιδα

στις θολωτές σπηλιές της, θέλοντας να τον κρατήσει γι᾿ άντρα.

Όμως τα χρόνια πια σα γύρισαν κι ήρθε ο καιρός που του 'χαν

 κλώσει οι θεοί να ιδεί το σπίτι του φτασμένος στην Ιθάκη,

ουδέ κι εκεί μαθές του απόλειψαν οι αγώνες, κι ας βρισκόταν

 μες στους δικούς του πια. Κι οι αθάνατοι τον συμπονούσαν όλοι,

εξόν τον Ποσειδώνα, που άπαυτα του θεϊκού Οδυσσέα

θυμό κρατούσε, στην πατρίδα του πριχού διαγείρει πίσω.[…]

Το «χολιάζω» ως «οργίζομαι», το «να γύρτε» ως «να γυρίσετε», το «τυράννιο» ως «τυραννία» και το «αρνήστηκε» ως «αρνήθηκε» συνυπάρχουν με τον «μακροσαγιτάρη» και τον «ουρανοδρόμο», δηλαδή με λέξεις σπάνιες οι οποίες αξιοποιούνται ως προσδιορισμοί θεϊκών μορφών, επιβεβαιώνοντας την εξεζητημένη ποιητική γλώσσα του Καζαντζάκη. Ο Ι. Θ. Κακριδής εξέθεσε λεπτομερώς την αγωνία, τον αγώνα και πτυχές της μεθοδολογίας των δύο μεταφραστών.[5] Η αγάπη τους προς τη γλώσσα του λαού φορτίζει με ισχυρή ροπή εκδημοτικισμού και με ικανό πλήθος ιδιωματικών εκφράσεων το μεταφραστικό αποτέλεσμα, το οποίο έχουν πλήρη συναίσθηση ότι με όρους υψηλόβαθμης μεταφραστικής λειτουργικότητας πρέπει να λειτουργεί σαν πρωτότυπο:

[…] ο αναγνώστης ξέρει τώρα πόσα χρόνια και πόσους κόπους χρειάστηκε για να πάρει, προσωρινά, τελική μορφή η μετάφραση τούτη, μπορεί λοιπόν να φανταστεί πόσες γραφές απαιτήθηκε να γίνουν, πόσες φορές ο κάθε στίχος να χυθεί και να ξαναχυθεί. Εκείνο ωστόσο που ευχόμαστε είναι από το μόχθο αυτό, καθώς θα διαβάζει τη μετάφραση, να μην καταλάβει τίποτα· μοναχά αν νιώσει τους στίχους να κυλούν άνετα και αβίαστα, σαν να πρωτοχύθηκαν από τον ποιητή τον ίδιο κάτω από την ένθεη πνοή της Μούσας, μοναχά τότε θα πει, θα πούμε κι εμείς μαζί του, πως η μετάφραση έχει πετύχει.[6]

Η αντιπαραβολή πρωτοτύπου - μετάφρασης δείχνει [7] ότι οι μεταφραστές κατάφεραν να αποδώσουν τους ομηρικούς στίχους με υψηλόβαθμη σημασιολογική ακρίβεια, ενταγμένη σε έμμετρα συμφραζόμενα, και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο να επιτευχθεί. Από την άλλη, κάνουν αισθητή την παρουσία τους οι γλωσσικά αδόκιμοι δημοτικογενείς τύποι, ενώ ο δεκαεπτασύλλαβος στίχος, που επιτρέπει στους μεταφραστές να διατηρήσουν μία ισορροπία πρωτοτύπου – μετάφρασης ως προς το πλήθος των στίχων, είναι ρυθμικά δύσκαμπτος. Η νεοελληνική είναι αναλυτικότερη συντακτικά και ηχοφθογγολογικά από την αρχαία ελληνική, γι’ αυτό και οι νεοελληνικές μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων συνήθως εκτείνονται σε μεγαλύτερο λεκτικό και συλλαβικό πλήθος από τα πρωτότυπά τους. Οι Καζαντζάκης και Κακριδής κατόρθωσαν να λύσουν το πρόβλημα σημασιολογικά, αλλά το μετέφεραν στη ρυθμική αίσθηση της μεταφραστικής κατάθεσής τους, γιατί στο πλαίσιο της νεοελληνικής ποίησης ο αργόσυρτος δεκαεπτασύλλαβος στίχος αδυνατεί να μεταδώσει τη ρυθμικά λειτουργική ανάσα, που ο δεκαπεντασύλλαβος και οι μικρότεροί του σε συλλαβικό πλήθος στίχοι αναδίνουν. Ο Κακριδής ασπαζόταν την αντίληψη των γερμανών, κυρίως, ομηριστών του 19ου αιώνα περί «τεχνητής ομηρικής γλώσσας»[8] και αυτό το γεγονός, όπως έχει επισημανθεί, καθόρισε «τη μεταφραστική πράξη των δύο συνεργατών, Καζαντζάκη - Κακριδή, στη νεοελληνική απόδοση της “Ιλιάδας”»,[9] των οποίων οι λεκτικές αποδόσεις είναι μεν σημασιολογικά ακριβείς, αλλά συχνά βασίζονται σε νεόπλαστες, και γι’ αυτό γλωσσικά αδόκιμες, λέξεις και εκφράσεις

 

Καζαντζακική μετάφραση

Η κριτική πρόσληψη, ιδίως της μετάφρασης της Ιλιάδας, υπήρξε σε γενικές γραμμές θετική, κατά την εποχή της έκδοσής της,[10] ενώ σε προοπτική χρόνου απέσπασε και μελέτες που αφορούσαν το κείμενο ως διδακτικό υλικό,[11] εξαιτίας της ένταξής του στην εκπαιδευτική διαδικασία. Το ποιητικό έργο του Καζαντζάκη, γενικότερα και πέραν των ποιητικών μεταφράσεών του, διαθέτει χαρακτήρα προσωπικό και ιδιότυπο. Σε ορισμένες πτυχές του διαβάστηκε αρκετά, ενώ ερέθισε το ενδιαφέρον και των κριτικών και των φιλολόγων, αλλά είναι γεγονός ότι ο Καζαντζάκης ως ποιητής, δεν έκανε «σχολή στο γράψιμο», ώστε να επηρεάσει τους ομοτέχνους του, οπότε στερείται ενός βασικού και προσμετρήσιμου κριτηρίου, για να χαρακτηριστεί μεγάλος ποιητής. Προφανώς είναι ποιητής επανακτιμητέος και προδήλως ενδιαφέρων. Το ότι η επιδραστικότητά του υπήρξε χαμηλόβαθμη οφείλεται και στον παραδοσιακής κοπής ποιητικό του τρόπο (υψηλότονα ρητορικός και ρυθμολογικά έμμετρος), που δεν συμβάδιζε με τον τρόπο που γραφόταν η ποίηση από τη δεκαετία του 1930 και εξής, αλλά και στη μεσσιανικής προέλευσης θεματολογία του που συνδέεται με συμπαγή φιλοσοφικά μορφώματα, τα οποία δεν συνέπλεαν με την αίσθηση ενός κόσμου θρυμματισμένου, χαώδους και αντιφατικού, εκπεφρασμένου από το κύριο μέρος της μεταπολεμικής ποιητικής παραγωγής (και όχι μόνον της ελληνικής). Όπως και να έχει, η συμβολή του Καζαντζάκη στην ποιητική διαμόρφωση των μεταφράσεων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας υπήρξε κεφαλαιώδης: η αρχαιομάθεια του Ι. Θ. Κακριδή δεν επέτρεψε την αποκόλληση των μεταφράσεων από τη σημασιολογική σκευή του πρωτοτύπου αλλά η ποιητική τους δραστικότητα είναι απολύτως καζαντζακική, χυμένη στο ρυθμικό και γλωσσικό καλούπι της Οδύσσειας του Καζαντζάκη, της οποίας η έκδοση είχε προηγηθεί (1938) της έκδοσης των δύο ομηρικών μεταφράσεων.

 

[1] Ομήρου Ιλιάδα, μτφ. Νίκος Καζαντζάκης - Ι. Θ. Κακριδής, Αθήνα, Τυπογραφείο Γερ. Σ. Χρήστου & Υιού, 1955. Αθήνα, Λιθογραφείο Βασιλ. & Μιχ. Ρόδη, 21962. Σε πολλαπλές επανεκδόσεις από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας και από τον ΟΕΔΒ. Η πλέον πρόσφατη έκδοση: Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2015.

[2] Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Νίκος Καζαντζάκης - Ι. Θ. Κακριδής, Αθήνα, Τυπογραφείο Βασ. & Μιχ. Ρόδη, 1965, 21968. Βλ. και Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2015.

[3] Για τις  ποιητικές μεταφράσεις του Καζαντζάκη γενικότερα, βλ. Δημήτρης Κόκορης, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη, Αθήνα, Πεδίο, 2020, σ. 137-175.

[4] Στυλιανός Αλεξίου, Από το ποιητικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Αθήνα, Εκδόσεις Καζαντζάκη, 22010, σ. 17. Ο δεκαεπτασύλλαβος έχει αξιοποιηθεί και από τον Θεόδωρο Ορφανίδη στο Χίος δούλη (Αθήναι, εκ του Τυπογραφείου της Λακωνίας, 1858), ωστόσο, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί (Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1996, σ. 166, σημ. 100), ο δεκαεπτασύλλαβος του Ορφανίδη «ακολουθεί διαφορετικό σύστημα τονισμού από το μέτρο του Καζαντζάκη»: στον δεκαεπτασύλλαβο του Ορφανίδη χρησιμοποιήθηκε ως μετρική τονική βάση ο ανάπαιστος, ενώ σε αυτόν του Καζαντζάκη ο ίαμβος.

[5] Ιωάννης Θ. Κακριδής, «Η μετάφραση της Ιλιάδας», Καινούργια Εποχή, (Χειμώνας) 1956, σ. 17-64 και «Το χρονικό μιας συνεργασίας», Νέα Εστία, τχ. 779, (25.12.) 1959, σ. 115-120.

[6] «Πρόλογος» στο Ομήρου Ιλιάδα, μτφρ. Νίκος Καζαντζάκης - Ι. Θ. Κακριδής, Αθήνα, Τυπογραφείο Γερ. Σ. Χρήστου & Υιού, 1955, σ. 13.

[7] Σε αυτήν την παράγραφο αντλούνται στοιχεία από το Δημήτρης Κόκορης, Μεταφρασμένη ποίηση. Διδακτικές και κριτικές προτάσεις, Θεσσαλονίκη, Εργαστήριο Συγκριτικής Γραμματολογίας ΑΠΘ & Εκδόσεις Σφακιανάκη, 2007, σ. 25-26.

[8] Βλ. Ι. Θ. Κακριδής, «Μεταφραστικά προβλήματα στον Όμηρο», Πρωτότυπο και Μετάφραση (Πρακτικά Συνεδρίου, 11-15.09.1978), Αθήνα, Σπουδαστήριο Κλασικής Φιλολογίας / Δ΄ Έδρα Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, 1980, σ. 91-98. Βλ. και Α. – Ε. Πεπονή, Η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας από μετάφραση στη Μέση Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998,  σ. 100-101 (σημ. 12, 15).

[9] Πεπονή, ό.π., σ. 101 (σημ. 15).

[10] Βλ., δείγματος χάριν, Robert Flacelière, «Ομήρου Ιλιάδα, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή, Athènes, 1955, In – 80 carré, 404 p.», Revue des Études Grecques, τχ. 329-330,  (Ιανουάριος - Ιούνιος) 1957, σ. 293-294 / André Mirambel, «Sur une traduction  récente de l’ “Iliade” en grec moderne», Revue des Études Grecques, τχ. 331-333, (Ιούλιος - Δεκέμβριος) 1957, σ. 387-426 / Γιάννης Δάλλας, «Η Ιλιάδα δοκίμιν του Νεοελληνισμού», στον τόμο Υπερβατική συντεχνία, Αθήνα [χ. ε,] 1958, σ. 32-49 / Θρασύβουλος Σταύρου, «Ομήρου Ιλιάδα», Νέα Εστία, τχ. 779, (25.12.) 1959, σ. 120-125 / Γιάννης Χατζίνης, «Η νέα μετάφραση της Ιλιάδας», Νέα Εστία, τχ. 779, (25.12.) 1959, σ. 125-129.

[11] Βλ. ενδεικτικά, Δήμητρα Αγγελίδου, «Λεξιλόγιο των σπάνιων λέξεων της Ιλιάδας στη μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή», Φιλόλογος, τχ. 31, (Άνοιξη) 1983, σ. 51-72.

Δημήτρης Κόκορης

Kαθηγητής νεοελληνικής γραμματείας στο τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόσφατα επιμελήθηκε τη χρηστική επανέκδοση του μυθιστορήματος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (2022), καθώς και της Ασκητικής του Νίκου Καζαντζάκη (2023). Τελευταίο βιβλίο του: Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.