Ας θυμηθούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, όταν εξηγεί ότι η δυνατότητα μετάφρασης δεν είναι συγκυριακή ιδιότητα αλλά ουσιώδης διάσταση κάθε λογοτεχνικού έργου[1]. Το λογοτεχνικό έργο, μας λέει, συνεχίζει να ζει τη δική του ζωή πέρα από εκείνη της εποχής του ή και της όποιας εποχής· μια ζωή, τρόπον τινά μεταθανάτια, μπλεγμένη στα πόδια κάθε επόμενου παρόντος· ζωή ιστορική, πέρα από κάθε μεταφορική ή και μεταφυσική θεώρηση του πράγματος – εκτός τόπου ή από τόπο σε τόπο και με το χρόνο εντός της. Και οι μεταφράσεις δεν προσαρτώνται καταχρηστικά ή από ανάγκη στο πρωτότυπο, αλλά είναι στιγμές ή εκδηλώσεις αυτής της ζωής.
Άρα η ποίηση δεν είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση – όπως λέει το κλισέ που επαναλαμβάνουμε κάπως αβασάνιστα. Κάθε άλλο· είναι το κατεξοχήν μεταφράσιμο έργο· καθότι η δυνατότητα της μετάφρασης κάνει τη μεγάλη ποίηση να είναι αυτό που είναι, δηλαδή να διαπερνά τους καιρούς. Κι αν αισθανόμαστε ότι μια τέτοια μετάφραση είναι ανέφικτη, μάλλον σκεφτόμαστε σφαλερά τη μετάφραση και τη λειτουργία της: η δυσκολία, όσο μεγάλη και αν είναι –και είναι πολύ μεγάλη– δεν είναι ανυπέρβλητη. Σε τι ακριβώς έγκειται η δυσκολία αυτή;
Το λογοτεχνικό έργο στην αρχική του μορφή, ως πρωτότυπο δηλαδή, δεν είναι παρά μια πρώτη αλλά καθοριστική εικόνα ενός ζητουμένου – μια εκδοχή που έχει την καίρια επιβολή της ιστορικής προτεραιότητας. Έχει πρώτο δείξει κάτι, μα δεν το έχει εξαντλήσει· έχει θέσει τους βασικούς του όρους, μα όχι και τα όριά του. Μπορούμε, πρόχειρα, να το πούμε αναπτυγμένη ιδέα – ή, αν το προτιμάμε, αφηρημένη μηχανή. Οι λέξεις και οι τρόποι του δεν παραπέμπουν σε μυστικά κρυμμένα στο νου του συγγραφέα ή σε άλλα στοιχεία της προέλευσής του· γίνονται εναύσματα μιας διαχρονικής ζήτησης όπου μετέχουν νέοι άνθρωποι, νέων καιρών – σπρώχνουν στο μέλλον. Με άλλα λόγια, το λογοτεχνικό πρωτότυπο ανοίγει στην ιστορία τη ρωγμή μιας εμμένουσας ζήτησης – ή και απορίας. Και στη ρωγμή αυτή ανακύπτουν, μεταξύ άλλων, οι μεταφράσεις: ποικιλόμορφες εκφάνσεις συνεχιζόμενης ζωής μιας ιδεατής μηχανής.
Αυτό το νιώθεις καθαρά όταν διαβάζεις πολλές μεταφράσεις του ίδιου έργου, και μάλιστα όταν το έργο αυτό, όπως η ποίηση του Μπωντλαίρ, είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα και συνεχίζει να προκαλεί νέες μεταφραστικές μορφές. Ασφαλώς εντυπωσιάζουν οι διαφορές μεταξύ των μεταφράσεων, τόσο χαρακτηριστικές αναγνωρίσιμων δεξιοτήτων, συνηθειών, αξιών της μιας ή της άλλης λογοτεχνικής ροπής. Όμως, αν επιμείνεις στη συνολική εικόνα των πολλαπλών μεταφράσεων, εντυπωσιάζεσαι ακόμη περισσότερο από την αίσθηση ότι μέσα από τις διαφορές αυτές κάτι μένει το ίδιο κι ας μην είναι καθόλου όμοιο – μένει το ίδιο επειδή ακριβώς διαφέρει. Σαν κάθε φορά, με κάθε ουσιαστικά νέα μετάφραση, να βλέπουμε μια νέα πλευρά ενός και του αυτού πρίσματος που δεν παύει να πολλαπλασιάζει τις στρεφόμενες πλευρές του – και που ποτέ κανείς, ούτε καν το πρωτότυπο, δεν το έχει πλήρες, σταθερό, οριστικό[2].
Το ζητούμενο των λέξεων και των τρόπων, των τόνων και των ρυθμών του πρωτοτύπου, άλλο δεν είναι, τελικά, παρά θύσανος που σχηματίζει το πρωτότυπο μαζί με τις μεταφράσεις του. Κι όταν κανείς ζητά τι θέλει να πει η μία ή η άλλη φράση του πρωτοτύπου, ίσως το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να μαζέψει όσες μπορεί από τις φράσεις που τις έχουν ξαναπεί σε διάφορες γλώσσες και να τις ακούσει με προσοχή. Εν ολίγοις, σε μια κοινωνία όπου οι αναγνώστες θα είχαν χρόνο και οικονομική δυνατότητα, ο τρόπος να διαβάζουμε λογοτεχνία θα ήταν να διαβάζουμε το πρωτότυπο (ίσως σε διάφορες εκδόσεις ή μορφές, τυπωμένες ή ψηφιακές ή και προφορικές) μαζί με κάμποσες γερές μεταφράσεις του (και μάλιστα σε διάφορες γλώσσες που γνωρίζουμε, έστω λίγο).
Είμαστε ίσως στον κόσμο του Sol LeWitt, του αμερικανού εικαστικού καλλιτέχνη τα έργα του οποίου συνθέτουν αλλεπάλληλες παραλλαγές σχηματισμών που μοιάζουν όλες μαζί να παραπέμπουν σε ένα κοινό τύπο δίχως καμιά να τον συλλαμβάνει ολοκληρωμένο. Στην επανάληψη αυτή πρέπει να δει κανείς και την ανεξέλεγκτη ποικιλία αλλά και τη μονοτονία της· και την επιμονή του υποτιθέμενου τύπου αλλά και την απροσδιοριστία του.
Ο κόσμος της μετάφρασης ζαλίζει. Όμως, δεν είναι ισάξιες όλες οι μεταφράσεις: έχουμε περισσότερο και λιγότερο καλές ή κακές, ενδιαφέρουσες ή αδιάφορες. Προτιμώ να λέω δυνατές ή αδύναμες, ανάλογα με το πόσο γόνιμα καθοριστικές είναι για τη ζωή της ζητούμενης ιδεατής μηχανής μέσα στη γλώσσα της μετάφρασης – άρα για την αντίστοιχη λογοτεχνία και την εξέλιξή της. Το έχει διατυπώσει αξεπέραστα ο Τζωρτζ Στάινερ μιλώντας για την «αποκαλυπτική παραδοξότητα» της προσεγμένης μετάφρασης η οποία υπερβαίνει τους πόλους του οικείου και του ξένου, της οικειοποίησης και της πρόκλησης του ανοίκειου καθώς με τη γραφή της «η διαλεκτική της ερμητικότητας και της εισόδου, της ατίθασης αλλοτριότητας και της αισθητής οικειότητας, παραμένει ανεπίλυτη αλλά εκφραστική»[3]. Τίποτα –καμιά στρατηγική ή κανόνας, καμιά πίστη ή δημιουργικότητα, καμιά συγγένεια με πνεύμα συγγραφέα ή εντρύφηση σε κουλτούρα εποχής– δεν εγγυάται ότι την έχεις πετύχει την εκφραστικότητα αυτή είτε από την άποψη της σχέσης με το πρωτότυπο είτε από πλευράς επίδρασης στο λογοτεχνικό παρόν.
Πιστότητα
Ο κάθε μεταφραστής μπορεί να σκέφτεται και να αισθάνεται τη σχέση του με το πρωτότυπο και τη δουλειά του με χίλιους δυο παρήγορους όρους. Όμως ένα παραμένει γεγονός: ποτέ δε βρίσκεσαι μόνος με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας και των ροπών του, αντικρύ σε ένα πρωτότυπο με δεδομένα τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του συγγραφέα του. Βρίσκεσαι σε ανοιχτό πεδίο με μπροστά σου ή δίπλα σου τις λέξεις και τους τρόπους του πρωτοτύπου καθώς και άλλες λέξεις και τρόπους που έχουν ξεφυτρώσει γύρω του, από ερμηνεία σε ερμηνεία, από εκδοχή σε εκδοχή, στο πεδίο της δικής του γλώσσας μα και της δικής σου. Όλες κάπως να μοιάζουν αλλά και να διαφέρουν, να ταιριάζουν αλλά και να απωθούνται. Αλλού να συλλογίζεσαι πριν αποφασίσεις κι αλλού να μην το σκέφτεσαι, άλλα να τεμαχίζεις κι άλλα να συναρμολογείς, εδώ να αγκιστρώνεσαι κι εκεί να αφήνεις, αυτά να χαράζεις κι εκείνα να λειαίνεις. Ολοένα να γλιστράς και να κοντοστέκεσαι, να αλλάζεις γνώμη και οπτική, να μπερδεύεις καιρούς και φωνές, μεταφράσεις και πρωτότυπα, άλλοτε να οικειοποιείσαι παραλλάσσοντας το πρωτότυπο, άλλοτε να μη φοβάσαι να ξενίσεις τους αναγνώστες σου με ιδιορρυθμίες, γλωσσικές και λογοτεχνικές. Δύσκολο να μην έρθεις και μπροστά στο φάσμα του αδιάφορου της μεταφραστικής διαφοράς· καθώς, το ξέρεις, θα μπορούσες κάλλιστα να διαλέξεις κάποια άλλη παραπλήσια εκδοχή – ίσως αυτή ακριβώς που την επόμενη φορά που θα δεις το κείμενο θα προτιμήσεις ή που, όταν το έχεις πια τυπωμένο και τρόπον τινά οριστικό, θα μετανιώσεις που δεν προτίμησες. Και η γραφή σου θα έχει έτσι αναπότρεπτα κάτι το αβέβαιο παρ’ όλη την προσοχή, κάτι το ασυνεπές παρ’ όλη τη συστηματικότητα, κάτι το αμέθοδο παρ’ όλα τα εγχειρίδια, κάτι το ανεξέλεγκτο παρ’ όλη την πειθαρχία – μα και κάτι το προδιαγεγραμμένο παρ’ όλη τη δημιουργικότητα. Και πάντα το πρωτότυπο θα φαντάζει πρώτο, να δίνει την αίσθηση πως η κάθε λογοτεχνική ιδέα μιλά μόνο τη γλώσσα που πρώτη τη λέει· και θα θυμίζει συνάμα πώς πάντα κάτι θα λείπει από την κάθε γλώσσα.
Με άλλα λόγια, δεν νοείται μετάφραση μία: η μετάφραση, ιδίως η λογοτεχνική, είναι από τη φύση και τη θέση της επαναλαμβανόμενη μορφοποίηση. Πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν ενδιαφέρει τόσο ο προσδιορισμός της καλύτερης μετάφρασης. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει χειρότερος τρόπος αποτίμησης ή κριτικής της μεταφραστικής δουλειάς από μια τέτοια ιεράρχηση. Ούτε και είναι τόσο σημαντικό να ελέγχουμε λεξικολογικά σημασιολογικές ταυτίσεις ή αποστάσεις επισημαίνοντας αναπόφευκτες ή και αναγκαίες απώλειες ή παραστρατήματα. Καθότι η λογοτεχνική μετάφραση δεν προϋποθέτει δυνατότητα μεταφοράς ακριβούς και πλήρους σημασίας· αναγνωρίζει ότι, κατά κανόνα, τέτοια σημασία δεν υφίσταται, ευτυχώς, και άρα ούτε μπορούμε ούτε και θέλουμε να έχουμε, ει μη μόνον κατ’ εξαίρεσιν – οι λέξεις και οι φράσεις είναι και σαν περιγράμματα ή σωληνώσεις όπου νοήματα τρέχουν και ολοένα διαρρέουν.
Για να έχουμε όμως μετάφραση, με την αυστηρή του όρου έννοια, χρειάζεται ασφαλώς αυτό που λέμε, με εύστοχη ασάφεια, ισοδυναμία· ή, με λιγότερο εύστοχες ηθικές συνδηλώσεις, πιστότητα. Δηλαδή, αν μεταφράζεις ποίημα πρέπει, πρωτίστως, να δώσεις ποίημα: να μεταφέρεις στη γλώσσα σου και στη λογοτεχνία της τη συγκεκριμένη δύναμη ποιητικότητας που διαφεντεύει το πρωτότυπό σου.
Ποίημα είναι κάτι που πασχίζει (και καταφέρνει στον έναν ή τον άλλο βαθμό) να υλοποιήσει με τον εκάστοτε τρόπο του αυτό που τόσο εύστοχα υπέδειξε ο Βαλερύ ορίζοντας την λυρική ποίηση ως «hésitation prolongée entre le son et le sens» – «παρατεταμένο δισταγμό ανάμεσα στον ήχο και το νόημα»[4]. Εδώ ίσως βρίσκεται και το κλειδί της διαχρονικότητας της ποίησης: και ό ήχος και το νόημα εξαρτώνται προφανώς απολύτως από στοιχεία κουλτούρας εποχής – αλλά ο δισταγμός ανάμεσα στα δύο είναι ρίγος που νιώθεται από κάθε άνθρωπο. Και αυτό είναι που κάνει τη μετάφραση της ποίησης και απολύτως εφικτή και απολύτως δύσκολη: έχεις να επαναλάβεις έναν συγκεκριμένο ποιητικό δισταγμό. Διακρίσεις όπως αυτές ανάμεσα σε πνεύμα και γράμμα, έννοια και αίσθημα, περιεχόμενο και μορφή μετράνε, αλλά μετράνε μόνο σαν εργαλεία, όσο σε βοηθάνε να ψηλαφήσεις, να μυριστείς, να νιώσεις το ζητούμενο. Ζυγίζεις διαρκώς ή παίζεις ασταμάτητα με το ένα και με το άλλο. Αν μεταφράσεις μόνο λέξεις, όσο και αν οι φράσεις ομονοούν, μεταφράζεις κάτι που δεν υπάρχει (γιατί οι λέξεις του ποιήματος δεν υπάρχουν δίχως τον συγκεκριμένο τρόπο εντατικής συνάρθρωσής τους). Όπως δεν υπάρχουν και μόνοι τους οι τρόποι, ας πούμε το μέτρο ή η ρίμα, όσο και αν κάπως μοιάζουν (γιατί οι τρόποι του ποιήματος συναρθρώνουν συγκεκριμένους ήχους και νοήματα).
Correspondances
Με τον Μπωντλαίρ η ποίηση κάνει το δισταγμό ορμή της – με τη ζεύξη της στο παράταιρο, την αναστάτωση του λυρισμού της, τους τριγμούς του μοντερνισμού της. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για δυϊσμό ανάμεσα σε ευδιάκριτα άκρα. Τα όποια αντίθετα συνευρίσκονται σε ασίγαστη ένταση δίχως λύτρωση ή δικλίδα ασφαλείας. Ούτε αρμονία ούτε σύγκρουση, ένταση μόνο. Όλα μπαίνουν μέσα σε άλλα και βγαίνουν αλλοιωμένα, έχοντας χάσει κάθε απόλυτο πρόσημο. Η μιζέρια έχει μεγαλείο και το μεγαλείο είναι μίζερο, ο έρωτας μυρίζει θανατίλα και ο θάνατος είναι ερωτισμός, το φως σκοτεινιάζει και το σκοτάδι φέγγει – η μελαγχολία έχει γίνει σπλήνα και το ιδανικό σπληνιάζει. Ο κήπος δεν είναι περιφραγμένος, έχει την απεραντοσύνη του «vaste» – αγαπημένη λέξη των Ανθέων. Και οι σχέσεις που αναφαίνονται έτσι, αστήριχτες όσο και αδήριτες, είναι οι περίφημες «Correspondances»: αλληλουχίες, ανταποκρίσεις, αντιστοιχήσεις ή ό,τι άλλο μπορεί να δίνει ένα λεξικό κι έχουν κατά καιρούς διαλέξει οι μεταφραστές μας για τον τίτλο του γνωστού ποιήματος – τίτλο που θέλει και πρέπει να μένει αίνιγμα που άλλη λύση δεν έχει παρά το ίδιο το ποίημα. Ας θυμηθούμε ο Σημηριώτης έδωσε το «αντιμιλήματα» –έξω από κάθε λεξικό, να μεταφράζει αξεπέραστα το αίνιγμα με άλλο τόσο αίνιγμα. Κι αν θέλουμε κάτι πιο αναλυτικό, ο Καβάφης, στο νεανικό ποίημα του με τίτλο «Αλληλουχία κατά Βωδελαίρον» όπου μεταφράζει και σχολιάζει μιλώντας, νομίζω, για το πώς ανταποκρίνεται η ποίηση του Μπωντλαίρ στους δρόμους των ανθρώπων:
Κι η μόνη λάμψις ήτις κάποτ’ ως σπινθήρ
εφήμερος φωτίζει της πορείας των
την νύκτα, είναι σύντομός τις αίσθησις
μαγνητικής τυχαίας γειτνιάσεως —
βραχεία νοσταλγία, ρίγος μιας στιγμής,
όνειρον ώρας της ανατολής, χαρά
αναίτιός τις αιφνιδίως ρέουσα
εν τη καρδία κι αιφνιδίως φεύγουσα.
Κάτι τέτοιο καλούμαστε να μεταφράσουμε· έχοντας βεβαίως διαβεί και τους μπωντλαιρικούς δρόμους του Καρυωτάκη, του Καββαδία, του Φιλύρα – πολύ διαφορετικούς από τη θολή ατμόσφαιρα δυσανεξίας που μόνη κράτησαν τόσοι άλλοι ποιητές μας, επικαλούμενοι τον Μπωντλαίρ αλλά ελάχιστα ανταποκρινόμενοι στην πρόκλησή του.
Ένα μέρος της δύναμης του ποιητικού δισταγμού του Μπωντλαίρ (και ίσως το σημαντικότερο) είναι το ότι καλλιεργεί με ιδιαίτερη οξύτητα την ένταση ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο. Στο πεδίο των ποιητικών του αναφορών, αυτό τον τοποθετεί ανάμεσα σε Γκωτιέ και Ουγκώ – να προβάλλει όχι δυνατότητα συνδυασμού αλλά ρήξη τοπίου. Η ίδια η ποίησή του κυλάει ανάμεσα στην τεταμένη ευταξία ενός επίμονου ομοιοκατάληκτου αλεξανδρινού στίχου, σημαδεμένου από πολλαπλές παρασπονδίες, και σε μια ρέουσα περιγραφική ή αφηγηματική γλώσσα, που άλλο δε λέει από την αταξία των ανθρώπινων πραγμάτων – ανάμεσα σε έναν ήχο που μελοποιεί παράφωνα και ένα νόημα που τραγουδάει ανησυχαστικά.
Για πιο συγκεκριμένες οδηγίες γραφής, που αφορούν τόσο το πρωτότυπο όσο και τη μετάφραση, δε χρειάζεται να πάμε και πολύ μακριά. Έχουμε σχόλια του ίδιου του ποιητή στα περικείμενα των Ανθέων. Μας λέει, σε έναν σχεδιαζόμενο αλλά αδημοσίευτο πρόλογο της συλλογής, ότι σκοπός του «αχρείαστου και εξόχως αθώου» βιβλίου του δεν είναι άλλος από το «να διασκεδάσ[ει] και να ασκήσ[ει] την παθιασμένη [τ]ου αγάπη για το εμπόδισμα». Ειδικά για το ζήτημα του μέτρου τονίζει «ότι η γαλλική προσωδία έχει μια μυστηριώδη προσωδία σαν την αγγλική και τη λατινική γλώσσα» – και το πλησίασμα αγγλικού και λατινικού στοιχείου είναι νομίζω ιδιαζόντως χαρακτηριστικό. Και μιλά μετά για μια ποιητική φράση που «μπορεί να μιμείται (και να πλησιάζει έτσι τη μουσική τέχνη και τη μαθηματική επιστήμη) την οριζόντια γραμμή, την ανοδική ευθεία, την κατωφερή ευθεία· να τραβάει ίσα στα ουράνια, δίχως να λαχανιάζει, ή να ρίχνεται κάθετα στην κόλαση με την ταχύτητα κάθε βαρύτητας· να ακολουθεί τη σπείρα, να σχεδιάζει παραβολές ή ένα ζιγκ-ζαγκ σειράς γωνιών που επικαλύπτουν η μια την άλλη». Σημειώνοντας ότι «η ποίηση συνδέεται με τις τέχνες της ζωγραφικής, της μαγειρικής και της αρωματοποιίας, καθώς μπορεί να εκφράζει την κάθε αίσθηση γλύκας και πικρίας, ευδαιμονίας και φρίκης, ζευγαρώνοντας ένα ουσιαστικό με ένα επίθετο είτε ανάλογο είτε παράταιρο»[5].
Τα παραπάνω είναι, θαρρώ, βασικά στοιχεία της μπωντλαιρικής ιδεατής μηχανής – την κάνουν να μοιάζει με πολύ λεπτή μεταλλική δαντέλα που δεν φοβάται ούτε τη μονοτονία μα ούτε και την έκπληξη, ούτε το περίτεχνο μα ούτε και το ακατέργαστο ή το αδέξιο.
Ελληνικές μεταφράσεις
Δεν είναι η ώρα της ιστορίας (θα ήταν συνοπτική και μάλλον πρόχειρη) ή της αναλυτικής κριτικής (θα ήταν επιλεκτική σε βαθμό μεροληψίας) των ελληνικών μεταφράσεων από την εποχή του νεαρού Καβάφη μέχρι σήμερα.
Επειδή, πάντως, η μετάφραση Σοφρά είναι ασφαλώς μια πολύ ξεχωριστή συμβολή
στη συνέχεια της ζωής των Ανθέων στον καιρό μας και στη γλώσσα μας, αξίζει, πιστεύω, όχι να την (ξανα)διαβάσουμε για να ψηλαφίσουμε συνάμα την τέχνη της, δοκιμάζοντας να την τοποθετήσουμε με κάποια σαφήνεια δίπλα στο πρωτότυπο και, κυρίως, δίπλα σε άλλες σημαίνουσες ελληνικές μεταφράσεις του.
Να θυμίσω πρόχειρα μόνον μεταφράσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί σε βιβλία που περιλαμβάνουν σεβαστό αριθμό των Ανθέων – αν και δεν ξεχνιούνται, βεβαίως, τα μεμονωμένα πρότυπα ενός Καβάφη ή ενός Καρυωτάκη. Νομίζω ότι δεν θα υπεραπλούστευα τα πράγματα αν έλεγα ότι η ελληνική ζωή των Ανθέων χωρίζεται σε δύο αστερισμούς με βάση τη στιχουργική τεχνική. Ο πρώτος θα ήταν αυτός του 15σύλλαβου (στη συνήθη του εναλλαγή με 14σύλλαβους) που κυριαρχείται από την μοναδικά δυνατή τέχνη του Γιώργη Σημηριώτη που δούλεψε σταδιακά επί σειράν ετών τα δικά του Άνθη βάζοντας τον πήχη παρά πολύ ψηλά[6]. Το εκτόπισμά του δεν άφησε πολύ χώρο για να προσέξουμε παράλληλες συμβολές· όπως εκείνη του Μανώλη Κανελλή, ανεύρετη σήμερα[7] και ουσιαστικά πρώτη πλήρη απόδοση, με πολλές λογοτεχνικές ιδιορρυθμίες· ή εκείνη του Αντώνη Πρωτοπάτση, με τον αισθητά ανανεωτικό αέρα της, που έχουμε την τύχη να ξαναβρίσκουμε σήμερα σε πρόσφατη ολοκληρωμένη έκδοση[8]. Όμως, ο 15σύλλαβος, είναι μεν ο κυρίαρχος στίχος της νεοελληνικής ποίησης, όπως περίπου και ο αλεξανδρινός της γαλλικής (και παραπλήσιος σε έκταση με τις λίγες συλλαβές παραπάνω που χρειάζεται η ελληνική μορφολογία) αλλά απηχεί πολύ έντονα την παράδοση του δημοτικού μας τραγουδιού· ενώ ο αλεξανδρινός στίχος (εκτός του ότι μπορεί να τρέξει πολύ πιο γοργά) είναι θεμελιώδες στοιχείο της λόγιας γαλλικής και δη κλασικιστικής παράδοσης. Κατά συνέπεια, ο ελληνικός 15σύλλαβος μετατοπίζει κάπως την αιχμή της μπωντλαιρικής ρήξης[9]. Οι εκλογές των Ανθέων του Κλέωνα Παράσχου[10] και του Αλέξανδρου Μπάρα[11] εκφράζουν προσπάθειες να ακουστεί ο Μπωντλαίρ σε τόνους πιο νεωτερικούς. Και πιο πρόσφατα, μαζί με τις πρώτες πλήρεις και δίγλωσσες εκδόσεις των Ανθέων, έχουμε μεταφραστικούς δρόμους που χαρακτηρίζονται από τη διάθεση δραστικού περιορισμού, αν όχι υπέρβασης του 15σύλλαβου. Μετά την εκλογή του Γιώργου Σπανού, με την ελευθέρωση του στίχου και την άτακτη ή και άναρχη ρίμα[12], η Δέσπω Καρούσου δίνει τα πρώτα πλήρη και δίγλωσσα Άνθη σε στίχο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελεύθερος αν δεν ήταν σχεδόν πεζός[13]. Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου, είκοσι χρόνια μετά, ελευθερώνει εκλεκτικά το στίχο της, επιμένοντας στη ρίμα μάλλον παρά στη μετρική πειθαρχία και γυρεύοντας μουσικότητα παράλληλα με μια ακριβή αποτύπωση της λέξης του πρωτοτύπου[14].
Κι έρχομαι τελικά σε δύο πολύ ιδιόμορφες αναπλάσεις του μπωντλαιρικού λυρικού δισταγμού, όπου θα ήθελα να στρέψω την προσοχή μας. Είναι οι στιχουργικά αυστηρότερες αλλά κινούνται σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις, σχεδόν στον αντίποδα η μια της άλλης. Ο Γιώργος Κεντρωτής, στα πλήρη δικά του Άνθη[15], δίνει πολύ κεντρικό ρόλο σε έναν 17σύλλαβο δίχως έντονες ή τακτικές τομές – στίχο με μικρή παράδοση στα ελληνικά πράγματα και σημαντικότερο ίσως προηγούμενο την Οδύ(σ)σεια του Καζαντζάκη. Η ρίμα είναι συστηματική αλλά ο εκτενής στίχος απαλύνει την παρουσία της. Πολλαπλασιάζονται συνάμα οι δυνατότητες ρυθμικής ποικιλίας ή και αρρυθμίας έτσι ώστε η όλη ροή γίνεται πεδίο πολύ εκφραστικών, κατά τόπους, εντάσεων (χαρακτηριστικών και του πρωτοτύπου). Ο Σοφράς, στη δική του νέα εκλογή[16], επιλέγει, αντιθέτως, ως βασικό άξονα έναν σχετικά ολιγοσύλλαβο στίχο που παίρνει, κατά κανόνα, τη μορφή 13σύλλαβου – ενός στίχου με μεγάλη παράδοση, μετά τον Άμλετ του Πολυλά, ως μεταφραστική μέση λύση, ανάμεσα στον ελληνικό 15σύλλαβο και στον 11σύλλαβο του ιταλικού σονέτου ή τον 10σύλλαβο του αγγλικού πεντάμετρου. Η τήρηση της στιχουργικής δομής του πρωτοτύπου καθώς και η ευέλικτα αισθητή ρίμα κάνουν το εγχείρημα ιδιαίτερα απαιτητικό. Οι παρεκβάσεις ρυθμών και μελωδικότητας ελέγχουν εδώ διαρκώς μιαν ελλοχεύουσα μονοτονία (όπως εξάλλου και στο πρωτότυπο). Οι παραπάνω διαφορές συνεπιφέρουν διαφορετικές επιλογές και σε επίπεδο λεξιλογίου ή φρασεολογίας, καθώς και σύνταξης ή ρητορικής. Ο Κεντρωτής έχει όλη την άνεση (συχνά την υποχρέωση) να χειριστεί μεγάλο αριθμό λέξεων σε περίπλοκους μαιάνδρους, ενώ ο Σοφράς προσδίδει (εκ των πραγμάτων) βαρύτητα σε σχεδόν κάθε του λέξη ή φραστικό ελιγμό.
Κλείνοντας δίνω, εντελώς ενδεικτικά, παραδείγματα διαφορετικών μεταφραστικών προσεγγίσεων της πρώτης στροφής των «Petites vieilles» – τίτλος που οι μεταφραστές αποδίδουν με το «Γριούλες». Το αλεξανδρινό μέτρο του πρωτοτύπου είναι παντού αυστηρό, ακόμα και στον 2ο, αισθητά μακροσκελή στίχο. Μόνο το ρήμα που περιγράφει τη στάση του ποιητή, στην αρχή του 3ου στίχου («Je guette,») προκαλεί παράτυπη ρυθμική τομή, ποιητικά λειτουργικότατη:
Dans les plis sinueux des vieilles capitales,
Où tout, même l'horreur, tourne aux enchantements,
Je guette, obéissant à mes humeurs fatales,
Des êtres singuliers, décrépits et charmants.
Οι όποιες σημασιολογικές αποκλίσεις από το πρωτότυπο αυτό μπορούν να αποτιμηθούν μόνο μέσα στο πλαίσιο της λειτουργίας του συνολικού ποιητικού μηχανισμού της κάθε μετάφρασης. Ο 15σύλλαβος του Σημηριώτη χρωματίζει τα πάντα με τον τρόπο του αλλά ακολουθεί κατά πόδας το πρωτότυπο, ακόμα και με τον δύσβατο ρυθμικά 3ο στίχο και τον διασκελισμό ανάμεσα στον 3ο και τον 4ο στίχο:
Μες των παλιών πρωτευουσών τα δαιδαλώδη πλάτη,
που όλα, ως κι η φρίκη εκεί, μοιάζουν σα μαγεμένα,
παραμονεύω εγώ από μια μοιραία μου κλίση, κάτι
παράξενα σαράβαλα, όντα χαριτωμένα.
Η σχεδόν κατά λέξη και σχεδόν πεζή μετάφραση της Καρούσου ρέει με μάλλον συμβατική αφηγηματική κανονικότητα:
Μες στα ελικοειδή στενά των παλιών πρωτευουσών,
Όπου όλα, ακόμη κι η φρίκη, γίνεται μαγεία,
Παραμονεύω, πειθαρχώντας στις μοιραίες συνήθειές μου,
Όντα μοναδικά, παραγερασμένα και γοητευτικά.
Ο μακρόσυρτος Κεντρωτής κρατάει τα προκλητικότατα «σαράβαλα» του Σημηριώτη αλλά προβάλλει και το αινιγματικό «humeurs» του 3ου στίχου προσδίδοντας στη λέξη την παλαιά αλλά και κυριολεκτική της σημασία:
Στων γηραιών πρωτευουσών τις φιδωτές και δαιδαλώδεις
οδούς, όπου όλα (και ο τρόμος!) καταλήγουν μαγεμένα,
παραμονεύω, υπάκουος σε χυμούς μοιραίους και ζοφώδεις,
όντα μοναδικά που, αν και σαράβαλα, είν’ χαριτωμένα
Και ο Σοφράς ακούγεται με το στακάτο μιας αυστηρής στιχουργικής οικονομίας που υπογραμμίζει μια-μια, όλες τις εμπλεκόμενες λέξεις:
Στων γηραιών πρωτευουσών τους λαβυρίνθους,
Όπου και η φρίκη ακόμα γίνεται μαγεία,
Παραμονεύω, από μια μοιραία κλίση,
Αλλόκοτα όντα, ερείπια, όλο γοητεία.
Από τα αγγλικά μπορούμε, πολύ πρόχειρα, να πάρουμε μια γεύση ιαμβικού 10σύλλαβου με τη μετάφραση της Joanna Richardson σε σχετικά πρόσφατη έκδοση[17] όπου το πεντάμετρο διανθίζεται από συστηματική αλλά διακριτικά ατελή ρίμα:
In winding folds of ancient capitals,
Where all things have enchantment, even fear,
I wait, obeying humours whimsical,
To see frail creatures sweet and singular.
Η λογοτεχνική ζάλη που λέγαμε… Για να ολοκληρώσουμε με καθαρότερη ποιητική ανάγνωση, θα πρότεινα να ακούσουμε σκέτο τον Σοφρά στο δυνατό ξεκίνημα του πρώτου ποιήματος του Μπωντλαίρ του – «Τοπίο»:
Στίχο αγνό για να ’χουν τα ειδύλλιά μου,
Σαν αστρολόγος, με τον ουρανό κοντά μου,
Θέλω να κοιμηθώ· και στις καμπάνες πλάι
Ύμνους λαμπρούς ν’ ακούω, που ο άνεμος φυσάει.
Δεν χάνεται η ποίηση –κι ας έχει αλλάξει ολάκερη γλώσσα– ή ακριβώς γι’ αυτό.
[1] Πρβλ. Walter Benjamin, «Το έργο του μεταφραστή» στο: Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας, μτφρ.. Φώτης Τερζάκης, Νήσος, Αθήνα 1999, σ. 59-78 (και κυρίως σ. 60-61).
[2] Το έχουν πει ή υποδείξει με τρόπους ποικίλους το παράδοξο αυτό: ἓν διαφέρον ἑαυτῶ, μας μεταφέρει ο Χαίλντερλιν, ποιητής μα και μεταφραστής, από τον Ηράκλειτο· για ισοδυναμία μέσα από τη διαφορά, μιλούσε ο γλωσσολόγος Γιάκομπσον αναφερόμενος σε μια βασική διάσταση κάθε γλώσσας· και ίσως δεν απέχει ριζωματικές συναρθρώσεις που δεν έχουν άλλη ταυτότητα από την επαναλαμβανόμενη διαφορά τους, όπως προτείνουν οι Ντελέζ και Γκαταρί με τη δική τους θεωρητική σκευή.
[3] Βλ. George Steiner, Μετὰ τὴ Βαβέλ, Scripta, Ἀθήνα 2004, σ. 630.
[4] Βλ. Paul Valéry, Paul Valéry, Rhumbs στὸ: Œuvres II, Gallimard, coll. «Bibliothèque de la Pléiade», 1960, σ. 636.
[5] Βλ. Charles Baudelaire, «Préface des Fleurs» στο: Les Fleurs du Mal, Gallimard, Paris 1972, σ. 243 και 244.
[6] Πρώτη έκδοση Αγκύρας, Αθήνα 1917 με επόμενη σημαντική επανέκδοση εκδ. Χρυσή Δάφνη, Αθήνα, 1949 και συνεχείς επανεκδόσεις μέχρι σήμερα.
[7] Σαρλ Μπωντλαίρ, Τα Ανθη του Κακού, εκδ. Ζηκάκη, Αθήνα 1928.
[8] Πρώτη μορφή, Μυτιλήνη 1948 – και πληρέστερη επανέκδοση εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2019.
[9] Ας σημειωθεί ότι ο Καβάφης, στη μετάφραση των «Correspondances» όπου αναφερθήκαμε (γραμμένη στα 1891), επιχειρεί να δώσει έναν πολύ ελκυστικό ελληνικό 12σύλλαβο που τον υποχρεώνει, όμως, να υπερβεί τη φόρμα του σονέτου η οποία χαρακτηρίζει το πρωτότυπο.
[10] Εικοσιοχτώ ποιήματα , εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1940 και εκδ. Γαβριηλίδη 1992.
[11] Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση, εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα 1986.
[12] Μπωντλαίρ, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1996.
[13] Εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1992 (;).
[14] Εκδ. Κουκούτσι, Αθήνα 2019.
[15] Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1918.
[16] Η πρόσφατη έκδοση του 2021 έρχεται ως συμπλήρωση της εξαντλημένης πρώτης, με τίτλο Τα Άνθη του Κακού: τα απαγορευμένα ποιήματα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
[17] Εκδ. Penguin Classics, Λονδίνο 1976.