Έτσι ξεκινά την εισαγωγή του ο Τόμας Λαξ, επιμελητής της επιλογής ποιημάτων από όλο το εύρος του έργου του Νοττ: από το 1960 ώς το 2014. Ο δε ποιητής Τσαρλς Σίμιτς έγραψε για την πρώτη του συνάντηση με τον Νοττ:
Ζώντες και τεθνεώτες
«Τον γνώρισα στο Σικάγο το 1965 μέσω ενός φίλου, που μου μίλησε γι’ αυτόν τον εκπληκτικό ποιητή που δούλευε νυχτερινή βάρδια στο νοσοκομείο αδειάζοντας πάπιες. Μια Κυριακή απόγευμα, με πήγε να δω τον Μπιλ σ’ ένα σπίτι όπου νοίκιαζε δωμάτιο. Χτυπούσαμε ώρα πολλή μέχρι να μας ανοίξει και να μπούμε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, άδεια μπουκάλια Πέπσι κι ένα τεράστιο πόστερ με τη Μόνικα Βίττι [...] πάνω απ’ το κρεβάτι του. Μας πρόσφερε από μία Πέπσι και μείναμε ώρες να μιλάμε για ποίηση.
[... Κ]ρατήσαμε επικοινωνία δι’ αλληλογραφίας αφού επέστρεψα στη Νέα Υόρκη. Και μια μέρα [ήταν το 1966] ακούω ότι κυκλοφορεί, σε αντίγραφα του πολύγραφου, ένα γράμμα που υποτίθεται ότι είχε γράψει ένας φίλος του Μπιλ. Λέγεται πως ανήγγελλε ότι ο Μπιλλ είχε αυτοκτονήσει επειδή ήταν ορφανός και παρθένος κι επειδή δεν άντεχε πια να μην τον αγαπά κανείς. Δεν ήξερα τι να πιστέψω, μιας κι ένα δικό μου γράμμα μού είχε επιστραφεί νωρίτερα την ίδια βδομάδα με τη λέξη «θανών» γραμμένη στο φάκελο με τον απαραγνώριστο γραφικό χαρακτήρα του Μπιλ, και φαντάστηκα ότι μάλλον ήθελε απλώς να τον αφήσουμε ήσυχο για λίγο. Όχι πολύ αργότερα, το πρώτο του βιβλίο, Τα Ποιήματα της Ναομί: Βιβλίο Πρώτο: Πτώμα και φασόλια, εκδόθηκε υπό το όνομα Σαιντ Ζερώ (1940-1966) κι η εισαγωγή εξηγούσε ότι το όνομα ήταν ψευδώνυμο ενός νέου ποιητή που όχι μόνο ζούσε και παραζούσε, αλλά έγραφε κιόλας. Φυσικά, όταν έφτασε το αντίτυπό μου με το ταχυδρομείο, ήταν υπογεγραμμένο: «Νοττ (1940-1966)» και η φράση, στην εισαγωγή, περί του ακόμη ζώντος συγγραφέως, ήταν διεγραμμένη.
Το θεωρώ ακόμα ένα απίστευτα καλό βιβλίο ποιημάτων. Ο Νοττ δεν έμοιαζε με κανέναν αμερικανό ποιητή του καιρού του, γιατί ήταν επηρεασμένος απείρως περισσότερο από την ευρωπαϊκή και τη λατινοαμερικάνικη ποίηση απ’ ό,τι απ’ τη δική μας, με εξαίρεση τον James Wright και τον W.S. Merwin. Τον θυμάμαι να μου μιλά για τον Ρεμπώ, τον Τρακλ, τον Σαρ, τον Βαγιέχο, τον Ντεσνός και τον Λόρκα, κι υπάρχουν ίχνη όλων αυτών στα Ποιήματα της Ναομί. Όπως και τα κατοπινά βιβλία του, έχει ερωτικά ποιήματα, οργισμένα πολιτικά ποιήματα, ποιήματα για παιδιά δυστυχισμένα, κωμικά ποιήματα, και πολλά ποιήματα για το θάνατο».
Ακόμα και όταν ο Νοττ δημοσίευσε το τέταρτο βιβλίο του, Ερωτικά εις εαυτόν, το 1974, εγκαταλείποντας το ψευδώνυμο Σαιντ Ζερώ, εξακολούθησε να αναγράφει τις ίδιες χρονολογίες γέννησης και θανάτου του: 1940-1966 – σαν όλα του τα βιβλία να ήσαν μεταθανάτια. Σίγουρα δεν ήταν σύμπτωση που το δεύτερο λεγόταν Αυτο-νεκροφιλία (1971). «Γνώριζε, από την αρχή της σταδιοδρομίας του, ότι συχνά ο μόνος τρόπος να επιβιώσεις είναι να παριστάνεις τον νεκρό», θα γράψει, το 2017, ο Νταν Τσαίησσιν.
Ο Νοττ είχε όντως γεννηθεί το 1940, στις 17 Φεβρουαρίου, στο Κάρσον Σίτυ του Μίσιγκαν – αλλά θα πέθαινε 74 χρόνια αργότερα, το 2014. Όταν ήταν επτά χρονών, η μητέρα του πέθανε στη γέννα. Τρία χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας του αυτοκτόνησε με δηλητήριο, ο Νοττ βρισκόταν ήδη στο ορφανοτροφείο, μαζί με την αδελφή του. Θεωρούσε πως τα στομαχικά προβλήματα που τον ταλαιπωρούσαν μια ζωή οφείλονταν στον τρόπο θανάτου του πατέρα του. Στο ορφανοτροφείο υπέστη εκφοβισμό και κακοποίηση – το ίδιο και στο ψυχιατρείο όπου πέρασε το 15ο έτος της ζωής του. Τον έβγαλε από κει ένας θείος του, στο αγρόκτημα του οποίου έζησε μέχρι να καταταγεί στο στρατό, τέλη της δεκαετίας του 1950, όπου και υπηρέτησε για δύο χρόνια. Κατόπιν, έπιασε δουλειά ως νοσοκόμος στο Σικάγο. Εκεί άρχισε να ασχολείται με την ποίηση – και γνώρισε, μεταξύ πολλών άλλων, και τον ποιητή Τσαρλς Σίμιτς.
Στην εκτενή του νεκρολογία, ο Σίμιτς θα γράψει:
[Πέθανε] αφήνοντάς μας πολλά πρωτότυπα και αξιομνημόνευτα ποιήματα και πολλούς αφοσιωμένους αναγνώστες, παρότι κρατούσε αποστάσεις από τη λογοτεχνική σκηνή. Όποιος είχε την καλή τύχη να [τον] ακούσει να διαβάζει ποιήματά του [...] είναι απίθανο να έχει ξεχάσει αυτή την εμπειρία [...]: είχε πάντα κάποιο εκκεντρικό κόλπο για να καταπλήξει και να τέρψει [το κοινό του], όπως εκείνη τη φορά που εμφανίστηκε στη σκηνή του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ κρατώντας μια χαρτοσακούλα, απ’ όπου αποσπούσε ένα ποίημα γραμμένο σ’ ένα χαρτάκι τετραδίου, το έστρεφε στο φως, διάβαζε δυο τρεις υπέροχους στίχους κι ύστερα σταμάταγε, λέγοντας στον κόσμο πως αυτό το ποίημα ήταν σκέτα σκατά – και μετά ξανάρχιζε την ίδια διαδικασία, πάλι και πάλι, μέχρι να καταδεχτεί να διαβάσει ένα ποίημα ολόκληρο.
Τραυματίες ανήθικου πολέμου
Ο Λαξ πιθανολογεί πως η επιμονή του Νοττ να συνοδεύεται το όνομά του από τις χρονολογίες «1940-1966» οφείλεται στην πεποίθησή του πως όλοι οι Αμερικανοί ήσαν θύματα του Πολέμου του Βιετνάμ, μοιράζονταν την ευθύνη, ήσαν όλοι τραυματίες αυτού του άνομου και ανήθικου πολέμου – και ακόμα περισσότερο: θα έπρεπε όλοι να δηλώνονται νεκροί· να ζουν και να γράφουν μετά θάνατον. Κάτι σαν «νούφαρα με πατερίτσες», όπως έγραψε σε κάποιο ποίημά του.
Το 1964, όταν ο Κένεθ Ρέξροθ, ηγετική μορφή της αμερικανικής ποίησης, έγραψε στον ποιητή Τζαίημς Ράιτ ρωτώντας τον αν είχε να του συστήσει κάποιον νεότερο ποιητή, έλαβε την εξής απάντηση: «έναν το δίχως άλλο ωραίο, βαθιά γόνιμο, δίχως μανιέρα, θαυμάσιο ποιητή, [...] έναν νέο περί τα 25 που φέρει το απίστευτα αντιποιητικό όνομα Μπιλ Νοττ».
Όταν ο Λαξ με τον συνεργάτη του πήγαν στον Νοττ το τρίτο βιβλίο του που είχαν κυκλοφορήσει από τον μικρό εκδοτικό τους οίκο, τυπώνοντας και δένοντάς το με περισσή φροντίδα, τον βρήκαν με κομμένο και τηλέφωνο και ρεύμα, στην κουζίνα, με αναμμένα και τα τέσσερα μάτια της γκαζιέρας για να ζεσταίνεται, κι ένα στρώμα στο πάτωμα, για τον ύπνο. Ξεφύλλισε λιγάκι το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του, κι ύστερα το εκσφενδόνισε σ’ έναν σωρό σκουπίδια που είχαν μαζευτεί γύρω απ’ το σκουπιδοντενεκέ, προφασιζόμενος ότι έπρεπε να δουλέψει. Κάποιες μέρες αργότερα, θα εξηγούσε στον Λαξ ότι δεν περίμενε παρά μια μίζερη έκδοση του πολύγραφου και αδυνατούσε να πιστέψει ότι εκτιμούσαν τόσο τα ποιήματά του. Ωστόσο, όταν του πήγαν το τέταρτο βιβλίο του, έσπευσε να βρει δικηγόρο για να τους μηνύσει· ο δικηγόρος τον ρώτησε: «μήνυση για ποιο πράγμα;» Αυτά τα συμβάντα, μαζί με άλλα, συνέβαλαν στην εντύπωση του Λαξ πως ο Νοττ έπασχε από κατάθλιψη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Όπως θα φανεί πιο κάτω, η ποίηση του Νοττ κυμαίνεται από τον ακραιφνή υπερρεαλισμό ώς τον πιο άμεσο λυρισμό, περνώντας από έναν ρομαντικά χρωματισμένο εξπρεσιονισμό – και πολλά άλλα ύφη ενδιαμέσως. Το χιούμορ, νοηματικό και λεκτικό, σε όλες τις αποχρώσεις του –μέχρι τον μελανότερο σαρκασμό– είναι επίσης βασικό συστατικό της, μαζί με άφθονα λογοπαίγνια και νεολογισμούς. Έγραψε και σε ελεύθερο στίχο και σε παραδοσιακές μορφές, όπως το σονέτο, η βιλλανέλλα ή η σεστίνα – σε κάθε περίπτωση, όμως, με την ίδια έντονη, ιδιάζουσα μουσικότητα. Επέμενε πως «η ποίηση είναι μαστορική».
Λάτρευε την ποίηση της Ντίκινσον και της Τσβετάγεβα – με τις οποίες μοιράζεται την έγνοια για το μεστό και πυκνό, και τη φροντίδα για την ηχητική μορφή των ποιημάτων. Γνώριζε όμως επίσης άριστα όλη την αγγλική και την αμερικανική ποίηση, καθώς και εντυπωσιακό αριθμό ξένων ποιητών. Συχνά θέματά του: η θνητότητα και ο θάνατος –πράγμα που ουδόλως μάς εκπλήσσει–, ο ύπνος, ο πόθος, η αγάπη, η μοναξιά, η ήττα (είχε και μια εμμονή με τον αρνητικό ήχο τού επιθέτου του: “Νοτ”), το μίσος για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Συγχρόνως, όπως γράφει η Κάθλιν Ρούνι, «το έργο του διατρέχεται από την ηδονή να κάνεις σκέψεις που σε διασκεδάζουν, και χρωματίζεται από την πρωτοτυπία και τη λυρική σπιρτάδα που καθιστούν αυτές τις σκέψεις διασκεδαστικές και για τους άλλους». Ωστόσο, τόσο υφολογικά όσο και θεματικά, η ποικιλομορφία της ποίησής του ζαλίζει. Όπως έγραψε σχετικά ο Μάρβιν Μπελ, «κάθε ποίημα του Νοττ είναι μια έκπληξη γιατί ο ίδιος μελετούσε διαρκώς διάφορα μέσα. Ο Νοττ μπορεί να τραγουδά σαν γλυκόλαλο αηδόνι ή να στραγγαλίζει τη σύνταξη μέχρι να μπλαβιάσει».
Ο ίδιος ο Νοττ είχε δηλώσει για την ποίησή του:
Θεωρώ πως το έργο μου εντάσσεται στη μινιμαλιστική ή την εικονιστική παράδοση. Τα ποιήματά μου σπανίως υπερβαίνουν τους δέκα με είκοσι στίχους. Οι ερμητικοί ποιητές –Μαλαρμέ, Ουνγκαρέτι, Μπονφουά, κ.ά.– υπήρξαν σταθερές επιρροές. Η Παλατινή Ανθολογία και οι ιάπωνες ποιητές χάικου, σαν τον Ίσα και τον Μπασό, είναι πηγές μου. Στα αγγλικά, σέβομαι απεριόριστα τον Μίλτον, τον Μάθιου Άρνολντ και τον Χάρντυ. Ο Λάρκιν είναι καλύτερος από οποιονδήποτε σύγχρονό του Αμερικανό και θαυμάζω ποιητές σαν την Κάρολ Ανν Ντάφφυ και τον Ρόμπερτ Γουέλς. Θα προτιμούσα να είμαι Βρετανός. Απεχθάνομαι αυτό που ο Χάρολντ Μπλουμ αποκαλεί αμερικανική θρησκεία, τουτέστιν την εμερσονιανή αναζήτηση.
Παρότι έλαβε το Iowa Poetry Prize το 1988, ένα βραβείο Guggenheim το 2003 και άλλες διακρίσεις, ουδέποτε υπήρξε ακριβώς δημοφιλής, ή ακριβώς «αναγνωρισμένος». Δίδαξε επίσης επί 25 και πλέον έτη στο Emerson College, όπου, σύμφωνα με συνάδελφό του, «οι φοιτητές του ευδοκιμούσαν [...], οι αξιολογήσεις, οι επιστολές και οι μαρτυρίες τους τον χαρακτήριζαν ως έναν από τους εξέχοντες δασκάλους του αντικειμένου του, στο Έμερσον και αλλού».
Δήλωνε ότι ήταν παρίας και «δεν είχε δικαίωμα να γράφει ποίηση» – αλλά εξέδιδε ο ίδιος συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του. Οπωσδήποτε, πάντως, οι σχέσεις του με το ποιητικό κατεστημένο δεν ήσαν αγαθές: είτε σε σατιρικά ποιήματά του είτε σε συνεντεύξεις του, έχει ειρωνευτεί καταξιωμένες μορφές όπως τον Άσμπερι, τον Γουάλλας Στήβενς, τον Στραντ και τον C.K. Williams. Περιφρόνηση και ανασφάλεια: όταν, πριν από την έκδοση του βιβλίου του The Unsubscriber, το 2004, ο εκδοτικός του οίκος, ο λίαν σεβαστός Farrar, Strauss and Giroux, κανόνισε μια προδημοσίευση στο επίσης καταξιωμένο περιοδικό Poetry, ο Νοττ έγραψε στο μπλογκ του: «“Δέχτηκαν” ποιήματα από τον FSG, αλλά όχι από μένα, από μένα, ποτέ, και μην πιστέψετε αυτούς τους γαμο-υποκριτές αν σας πουν κάτι άλλο». Ούτε και παρέμεινε σ’ αυτόν τον εκδοτικό οίκο· όταν τον εγκατέλειψε, ο εκδότης του δήλωσε: «Ήταν σαφές πως, για τον Μπιλ, το να τον εκδίδουμε εμείς δεν του έκανε καλό, ψυχικά».
Η, κάποτε φοιτήτριά του και αργότερα φίλη, συνεργάτις και ενίοτε σύντροφός του, ποιήτρια Σταρ Μπλακ έγραψε γι’ αυτόν: «Ο Μπιλ ήταν άνετος και ευτυχής στο σπίτι, όσο προσηλωνόταν στις δραστηριότητές του: να γράφει και να αναθεωρεί, να τακτοποιεί ποιήματα, να τυπώνει ποιήματα, να φτιάχνει ο ίδιος χαρτί ή ζωγραφιές ή σχέδια ή καλλιτεχνικά βιβλία. Συνέχεια μού έλεγε, όταν μου μάθαινε πώς να σταχώνω και να δένω στο χέρι ένα βιβλίο με τον ιαπωνικό τρόπο [...], ότι το να φτιάχνεις οτιδήποτε “είναι χίλιες δυο μικρές λεπτομέρειες” και ότι “τα λαθάκια είναι κομμάτι αυτού”».
Σε μια συνέντευξη, το 2005, ο Άνταμ Τράβις τον ρώτησε:
«Ποιον ποιητή, απ’ όλη την Ιστορία, θαυμάζετε περισσότερο;»
«Ε, κάθε ποιητής που επιτυγχάνει είναι αξιοθαύμαστος. [...] Αλλά ιστορικά, σ’ όλη την Ιστορία; Έναν ποιητή; Τόσοι πολλοί εξοντώθηκαν από την Ιστορία: ο Μαγιακόβσκι, η Τσβετάγεβα, ατελείωτος ο κατάλογος. Οποιονδήποτε ποιητή που το έργο του επιβιώνει των κατακλυσμών. Και τον Μπρεχτ και το μαύρο πρόβατο άλτερ έγκο του, τον Μπεν. Και πώς να μη θαυμάζεις την Πλαθ; Αν θα ’πρεπε να διαλέξω έναν, θα ήταν κατ’ ανάγκην η Σύλβια Πλαθ».
«Ποιος είναι ο χειρότερος “κακός” σ’ όλη την Ιστορία;»
«Κακοί, στον πληθυντικό: οι αρσενικοί: το χρωμόσωμα Υ. Ο Θεός. Και όλοι Του οι κλώνοι».
«Ποιος είναι ο χειρότερος “κακός” σ’ όλη την Ποίηση;»
«Εγώ. (Χα!)».
«Τι, στο έργο σας, έχει μεγαλύτερη σημασία: ο ήχος ή το νόημα;»
«Ο Πωλ Βαλερύ είπε ότι η ποίηση είναι ένας παρατεταμένος δισταγμός μεταξύ ήχου και νοήματος. [...] Ταλαντευόμαστε (κατά τον Παζ) μεταξύ “θρησκευτικού πειρασμού” και “επαναστατικού πειρασμού”».
Ο Νοττ δημοσίευσε, σε έντυπη μορφή, 12 βιβλία από το 1968 ώς το 2004, από μικρούς και μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Ενίοτε, μάλιστα, τα εικονογραφούσε ο ίδιος. Περί το 2005, όμως, αποφάσισε να διαθέσει όλα τα ποιήματά του δωρεάν στο διαδίκτυο: μέσω των διαφόρων μπλογκ του, αλλά και με τη μορφή pdf που μπορούσε κανείς να «κατεβάσει» – αυτοεκδόσεις που ο Τζων Κόττερ ονόμασε «εξαίσια τέχνη με βάναυσο περιτύλιγμα». Μέχρι που διέγραψε τα μπλογκ του. Όπως διέγραψε και το προφίλ του στο facebook, αφού το είχε χρησιμοποιήσει για να επαινέσει το έργο διαφόρων νεότερων ποιητών.
Εξέδιδε και βιβλία του μέσω της Amazon, στην τιμή των τυπογραφικών και του κόστους αποστολής – αυτοανθολογήσεις με τίτλους όπως Αετοί ας φυλάττουν το μνήμα σας – και άλλα ποιήματα για κοιμητήρια· Ποιήματα για κτίρια· ή Βήτα: Ποιήματα για πράγματα που αρχίζουν με το γράμμα Β. Η δε συγκεντρωτική έκδοση που ετοίμασε λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει αριθμούσε 964 ποιήματα. Για τη σειρά τους εκεί, έγραψε: «σκοπίμως είναι τυχαία, ούτε χρονική ούτε θεματική, καίτοι ενδεχομένως απέτυχα να κατορθώσω αυτή μου την πρόθεση σε όλες τις περιπτώσεις». Αυτή τη σειρά ακολούθησε και η παρουσίαση των 38 ποιημάτων του στις σελίδες που ακολουθούν – με προφανή εξαίρεση την αρχή και το τέλος, όπου μεταφράζεται το ίδιο ποίημα.
Όπως έγραψε ο Τζον Κότερ, ο Νοττ «επιχειρεί τα πάντα, αποτυγχάνει ως προς το ιδανικό του και δραματοποιεί αυτήν την ομολογημένη αποτυχία με γλώσσα πιο ζώσα απ’ αυτήν που θα βρείτε σε βιβλία των καλύτερων εκδοτικών οίκων, των πιο επιτυχημένων συγκαιρινών του». Και κατά τον Τόμας Λαξ, ο Νοττ είναι μοναδικός στην αμερικανική ποίηση: μέλος μιας σχολής με έναν μόνον εκπρόσωπο.
Πηγές
Robert P. Baird, “Remembering Bill Knott”, The New Yorker, 17/3/2014
Dan Chiasson, “Bill Knott’s Anti-Career of Guerrilla Poetry”, The New Yorker, 27/3/2017
John Cotter, “Let it lack”, https://www.poetryfoundation.org/articles/70090/let-it-lack
https://www.encyclopedia.com/arts/culture-magazines/knott-bill
Cindra Halm, “Knowing Knott: Essays on an American poet”, https://www.raintaxi.com/knowing-knott-essays-on-an-american-poet/
Bill Knott, I am flying into myself – Selected Poems, 1960-2014, edited and with an introduction by Thomas Lux, Farrar, Strauss and Giroux, 2017
“Bill Knott / knott goodbye”, http://coldfrontmag.com/rip-bill-knott-1940-2014/ , 13/3/2014
Tony Leuzzi, “Knott Knowing”, https://brooklynrail.org/2017/05/books/Knott-Knowing
https://www.poetryfoundation.org/poets/bill-knott
https://poets.org/poet/bill-knott
Kathleen Rooney, “An Outsider Poet Who Courted Contradictions», The New York Times, 7/4/2017
Charles Simic, “The poets in the distance”, The New York Review of Books, 28/5/2014
Adam Travis, “An interview with Bill Knott”, Φεβρουάριος 2005, http://www.bookslut.com/features/2005_02_004302.php