Φαντάζομαι τα μέλη της σουηδικής ακαδημίας να γελούν κάτω από τα μουστάκια τους (κανείς δεν έχει, άρα ενδέχεται και να χαμογελούσαν εμφανώς), όταν αποφάσιζαν για το φετινό Νόμπελ λογοτεχνίας. Σαν τα παιδιά που προετοιμάζουν την σκανδαλιά τους. Και πράγματι, το Νόμπελ στον Μπομπ Ντύλαν, παρ’ ότι φερόταν ως υποψήφιος ήδη από το 1996, φάνηκε σε πολλούς μια κίνηση στα όρια του ανεκτού, θαρρείς και οι ίδιοι οι αμύντορες ενός τόσο prestigious θεσμού να συναίνεσαν στη συμβολική αποξήλωσή του. Από άλλους, ωστόσο, ερμηνεύθηκε ως μια χειρονομία γενναιόδωρη που διαπλατύνει την έννοια της λογοτεχνίας, μια χειρονομία που οι προθέσεις της είχαν ήδη διαφανεί από την περσινή βράβευση της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς.
Εκείνος που μάλλον χάρηκε περισσότερο απ’ όλους με το Νόμπελ του Ντύλαν είναι ο Κρίστοφερ Ρικς, o ογδοντάχρονος σήμερα κριτικός και καθηγητής λογοτεχνίας (στην Οξφόρδη και στο Μπρίστολ, στο Καίμπριτζ και στην Βοστώνη), εδώ και πολλές δεκαετίες θαυμαστής και μελετητής του ντυλανικού έργου. Mε κορυφαία τη μελέτη του Dylan’s Visions of Sin (2004) – όπου ανακαλύπτει στα τραγούδια του Ντύλαν μια θεολογικού τύπου διαπραγμάτευση των, κατά τον καθολικισμό, επτά θανάσιμων αμαρτημάτων (οκνηρία, αλαζονεία, λαιμαργία, λαγνεία, απληστία, οργή, ζηλοφθονία), των τεσσάρων θεμελιωδών αρετών (φρόνησις, δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία) και των τριών ουράνιων χαρίτων (πίστις, ελπίδα, ευσπλαχνία) – ο Ρικς έχει θέσει την αναλυτική του οξύνοια στην υπηρεσία του έργου του Ντύλαν, μη διστάζοντας να τον συμπεριλάβει στο εικονοστάσι των αγίων του, στο «προσωπικό του πάνθεον», πλάι στον Έμπσον, τον Έλιοτ, τον Μπέκετ, τον Λάρκιν, τον Λόουελ και τον Χιλ. Για χρόνια υποστηρίζει ότι ο Ντύλαν διακονεί την ποίηση – και δεν είναι γιατί υιοθετεί τη γνωστή διάκριση ανάμεσα στην ποίηση και το ποίημα που διατυπώνει ο Οκτάβιο Πας στο βιβλίο του Το τόξο και η λύρα, όπου «ποίημα» είναι η υλοποίηση της ιδέας του δημιουργού, καταγραμμένη και οργανωμένη σε στίχους, ενώ η «ποίηση» θα μπορούσε να εκδηλώνεται σε ένα ποίημα, όπως και σε έναν πίνακα, ένα βάζο της δυναστείας των Μινγκ ή σε ένα τραγούδι. Για τον Ρικς, ο Ντύλαν είναι ποιητής, χωρίς αστερίσκους και επιφυλάξεις, και μάλιστα ικανός να συγκριθεί με τους μεγαλύτερους της αγγλοσαξωνικής παράδοσης. Εξ ου και έχει συγκρίνει το “Lay Lady Lay” με το ποίημα του Τζων Νταν “To His mistress going to bed”, το “Not dark yet” με την “Ωδή σε ένα αηδόνι» του Κητς και το “A hard rain's a-gonna fall” με τη σκωτσέζικη μπαλάντα “Lord Randal”.
Και δεν είναι ο μόνος. Οι στίχοι από το τραγούδι “Mr. Tambourine Man” έχουν συμπεριληφθεί στην έγκυρη Norton Introduction to Literature, οι κριτικές με τις οποίες έγινε δεκτό το βιβλίο του Tarantula (όπου συνυπάρχουν ποιήματα και πεζά) ήταν σε μεγάλο βαθμό θετικές, ενώ οι New York Times, παρουσιάζοντας τον πρώτο τόμο της Αυτοβιογραφίας του Chronicles, Volume I (2004), σημείωναν ότι το βιβλίο «είναι διαυγές χωρίς να είναι γραμμικό και στροβιλίζεται στο χρόνο χωρίς να χάνει το νήμα της αφήγησης». Ο ίδιος θα έλεγε αργότερα ότι πολλές από τις κριτικές τον έκαναν να κλάψει από συγκίνηση. «Ποτέ δεν ένιωσα έτσι διαβάζοντας μια κριτική για την μουσική μου». Ίσως γιατί το πεδίο της λογοτεχνίας γεννούσε ανέκαθεν στον Ντύλαν έναν κατακτητικό πόθο.
Η πρώτη, ωστόσο, εργασία που φιλοδόξησε να προσεγγίσει επιστημονικά την πρώτη δημιουργική εικοσαετία του Ντύλαν ήταν το Performed Literature, της μεσαιωνολόγου Betsy Bowden, που εκδόθηκε το 1982. Και μόνο ο τίτλος φανερώνει τον προσανατολισμό της έρευνας: η λογοτεχνία του Ντύλαν είναι προορισμένη για την από σκηνής παρουσίαση – ή, άλλως, είναι «επιτελεστική» ή «παραστασιακή». Η Μπόουντεν τονίζει στο βιβλίο της ότι οι στίχοι του Ντύλαν «δεν είναι ποιήματα, αλλά τραγούδια – λέξεις και μουσική συνδυασμένα για μια προφορική επιτέλεση». Δεν απευθύνονται, με δυο λόγια, στο μάτι που διαβάζει, αλλά στο αυτί που ακούει – και αν τους αποσπάσεις από τη μουσική τους, και βέβαια από την ιδιότυπη, ντυλανική, εκφορά τους, χάνουν την δύναμή τους. Τα ίδια υποστήριξε πρόσφατα και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου σε ένα κείμενό του στον Αναγνώστη: «Όποιος θέλει, ας δοκιμάσει το πείραμα: να διαβάσει τους στίχους του αποσπασμένους από το ακουστικό τους περιβάλλον (τη μουσική που παράγεται από τα όργανα και από τη φωνή του τραγουδιστή). Το αποτέλεσμα μοιάζει απείρως ισχνότερο από όταν ακούμε τα τραγούδια του – που μας κινητοποιούν συγκινησιακά όσο παραμένουν τραγούδια. Πρόκειται για κάτι που είπε σε ανύποπτο χρόνο ο Φίλιπ Λάρκιν (όχι μόνο ποιητής, αλλά και κριτικός της τζαζ), σχολιάζοντας τα τραγούδια του Ντύλαν: αν βγάλουμε τον στίχο τους από τον μουσικό του περίγυρο, η ποίησή τους δείχνει half-baked. Τουτέστιν ημιτελής και ανολοκλήρωτη, μισοψημένη, χωρίς τη θερμότητα και τη δύναμη που είναι αναγκαίες για να την απογειώσουν».
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Μια απόπειρα αντίκρουσης στο (σεβαστό) αυτό επιχείρημα, ίσως μπορεί να γίνει με ένα-δυο παραδείγματα, τα οποία θα μεταφράσω ελεύθερα προς χάριν του νοήματος, αφού δύσκολα μεταφέρεται στα ελληνικά η εσωτερική μουσική του κειμένου – η μουσική, δηλαδή, ως εγγενής ιδιότητα του στίχου, ως ενδόμυχος, ζωοποιός παλμός του, που δεν μπορεί ούτε πρέπει να συγχέεται με την εξωγενή συνοδό του, την ενόργανη μουσική:
Today Medgar Evers was buried
From the bullet he caught
They lowered him down as a king
But when the shadowy sun
Sets on the one
That fired the gun
He'll see by his grave
On the stone that remains
Carved next to his name
His epitaph plain:
“Only a pawn in their game”[1]
Το τραγούδι γράφτηκε μετά την δολοφονία του μαύρου ακτιβιστή Μέντγκαρ Έβερς και τραγουδήθηκε στην Πορεία προς την Ουάσινγκτον του 1963, όπου και εκφώνησε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον περίφημο λόγο του “I have a dream”. Οι στίχοι είναι απλοί∙ το ρεφραίν «Δεν ήταν παρά ένα πιόνι στο παιχνίδι τους», που επαναλαμβάνεται στο τέλος κάθε στροφής από τις πέντε του ποιήματος, συνοψίζει βίαια το περιεχόμενο. H ρυθμική δομή είναι αυστηρή∙ η ρίμα –με τις επαναλήψεις των φθόγγων a και u– επιβάλλει τη στακάτη της αφηγηματικότητα: «σαν πρόκες καρφώνονται οι λέξεις».
Μέρος του άλμπουμ The times are a-changing του 1964, συνυπάρχει με το ηπιότερο “When the ship comes in”:
Oh the time will come up
When the winds will stop
And the breeze will cease to be breathing
Like the stillness in the wind
Before the hurricane begins
The hour that the ship comes in.[2]
Και εδώ υπάρχει σαφής ρυθμική δομή: ο πρώτος και ο δεύτερος στίχος ομοιοκαταληκτούν στο –up, και οι υπόλοιποι στο –in. Εικονοποιία ευκρινής, φρασεολογία απλή, ένα ποιητικό «εγώ» που ανακαλεί τον Γουίτμαν και απευθύνει, ηχηρό, το μήνυμά του, σαν ένας προφήτης που κραυγάζει μέσα στην ερημιά. Ένας preacher, ένας ιεροκήρυκας. Η μουσική λειτουργεί συμπληρωματικά αλλά όχι αναγκαία, συχνά είναι απλή συνοδεία, ένα είδος “ακολούθου” που φέρνει στο νου τα Προβηγκιανά canzon, ή, σε άλλες περιπτώσεις, ενός “καθοδηγητή του τόνου”, που παρεμφαίνει την ποιητική απόχρωση. Και επειδή ακριβώς αναλαμβάνει αυτό το ρόλο, είναι τόσο λειτουργική η ντυλανική μουσική.
Η ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΥΨΗΣ
Ολόκληρο το έργο του Μπομπ Ντύλαν, από τα πρώτα του κιόλας βήματα, ορίζεται από την συστηματική αναζήτηση μιας νέας γλώσσας και την ιδιοφυή χρήση της μεταφοράς. Μήπως η μεταφορά, το να λες ένα πράγμα και να εννοείς ένα άλλο, το να λες ένα πράγμα με τους όρους ενός άλλου, δεν είναι ό,τι συγκροτεί την ποίηση – «την απόλαυση της απόκρυψης», με τα λόγια του Ρόμπερτ Φροστ; Μέγας τεχνίτης της ρίμας θα την υποτάξει στην εκτυφλωτική τόλμη των συνειρμών και των μεταφορικών του αλμάτων:
Idiot wind, blowing like a circle around my skull,
From the Grand Coulee Dam to the Capitol.[3]
Και καθώς αντιδιαστέλλει το κεφάλι του ποιητή με την κεφαλή του κράτους, το Καπιτώλιο, ενώ εκείνος βαδίζει κόντρα στην «ηλίθιο άνεμο» που πνέει από την Ουάσινγκτον, θα προκαλέσει τον θαυμασμό του Άλαν Γκίνσμπεργκ: «Έμμετρο εθνικό αποτύπωμα της απομάκρυνσης από τις αυταπάτες», θα αποκαλέσει τον στίχο.
Η ποίηση του Ντύλαν αποπνέει τεχνική, οργάνωση και ζωή ολότελα δική της, αντανακλά μεγαλειωδώς την κουλτούρα από όπου αντλεί την καταγωγή της (την ποίηση των μπήτνικ, πρωτίστως, αλλά και τους μεγάλους πατέρες της αγγλοσαξωνικής παράδοσης, από τον Τζων Νταν ώς τον Κητς και τον Σέλλεϋ), και μεταφέρει έναν δαντικό απόηχο, ή μάλλον ανασκευάζει και εκσυγχρονίζει τον δαντικό ορισμό για την ποίηση:
Ποίηση είναι σύνθεση λέξεων αρμοσμένη σε μουσική.
Και καθώς ανάγεται στο παρελθόν των τροβαδούρων, συναντιέται με τον άλλο στοιχειωμένο από τη μουσική ποιητή που, φλογισμένος από το ιδεώδες της ενότητας ποίησης και μουσικής, παρότρυνε τους ομοτέχνους του να «γράφουν για να τραγουδηθούν […] να προσέχουν την ακολουθία, ή κλίμακα, των φωνηέντων στο στίχο», βέβαιος ότι «η ιδέα πως η μουσική και η ποίηση μπορούν να διαχωριστούν ευδοκιμεί σε εποχές κατάπτωσης και παρακμής, όταν και οι δύο τέχνες βρίσκονται στα χέρια τεμπέληδων ηλίθιων»: τον Έζρα Πάουντ.
«Αν, ωστόσο, ο στίχος προορίζεται να απαγγελθεί, πρέπει να εμπεριέχει εκείνο το είδος του ρυθμού, που όχι μόνο καθιστά τη μουσική περιττή, αλλά που την αποστρέφεται∙ ή ίσως έχει ένα ρυθμό ο οποίος μπορεί, μέσα από κάποιο απώτερο μυστήριο, να μεταφραστεί σε μια μουσική λεπτότερη και υπαινικτικότερη απ’ αυτήν που θα μπορούσαν να πετύχουν από μόνες τους είτε η ποίηση είτε η μουσική», έγραφε ο Πάουντ στην ενότητα «Περί μουσικής» στο δοκίμιό του I gather the limbs of Osiris. «Ή ο ποιητής μπορεί να έχει νιώσει ένα ανάκρουσμα εγχόρδων ή ένα ξέσπασμα ενόργανης μουσικής να συνοδεύει τις λέξεις του και να ’ναι ανίκανος να το καταγράψει, όντας απόλυτα εξαρτημένος από τον μουσικό για τη συμπλήρωση του έργου του. Και εκεί μπορεί να πλανάται στις λέξεις του κάποιο σημάδι και ίχνος μιας πείνας για αυτήν την ολοκλήρωση».
Αυτή την «πείνα για ολοκλήρωση» ο Ντύλαν βρήκε τον τρόπο να τη χορτάσει με ίδια μέσα.
[1] Σήμερα θάφτηκε ο Μέντγκαρ Έβερς / από τη σφαίρα που δέχτηκε / τον κατέβασαν σαν Βασιλιά / μα καθώς ο θολός ήλιος / πέφτει πάνω σ’ εκείνον / που τράβηξε τη σκανδάλη / βλέπουμε πλάι στον τάφο του / στην πλάκα που απομένει / πλάι στο όνομά του χαραγμένο / απλό, το επιτύμβιο: Δεν ήταν/ παρά ένα πιόνι στο παιχνίδι τους
[2] Ω, θα έρθει ο καιρός / που οι άνεμοι θα σταματήσουν / και ο αέρας θα πάψει να πνέει / σαν την ακινησία του ανέμου / προτού ξεσπάσει ο τυφώνας / καθώς το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι.
[3] “Idiot Wind”, από το άλμπουμ Blood on the tracks του 1975: «Ηλίθιος άνεμος / πνέει κυκλωτικά γύρω από το κρανίο μου / από το φράγμα Γκραν Κουλί ώς το Καπιτώλιο».