«Ω περιττά όλα μην κλαίτε.
Στον κόσμο αυτόν μονάχα σεις ζείτε αιώνια.»
Κ.Δ.
Η ποιήτρια Κική Δημουλά (1931-2020)[i] εντάσσεται από τους γραμματολόγους στη λεγόμενη «δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά», τη γενιά του ’60, των απόηχων, του άγχους, τη χαμένη γενιά[ii] και, παρά τους κινδύνους που εγκυμονεί «η ανα δεκαετίες περιοδολόγηση οποιουδήποτε δημιουργικού γίγνεσθαι, άρα και του λογοτεχνικού»,[iii] αυτή είναι αναπόφευκτη «προκειμένου να πραγματοποιηθούν μερικές μεμονωμένες και με την επιδίωξη ενός απολύτως συγκεκριμένου αποτελέσματος, διεισδύσεις σε κάποιον ευρύ –έως και αχανή– χώρο, όπως είναι λ.χ. ο χώρος της λογοτεχνίας».[iv]
Οι ποιητές της γενιάς γεννήθηκαν και έζησαν σε μια περίοδο όπου συνέβησαν συγκλονιστικά γεγονότα με «υπέρογκο και κυρίως τραυματικό ιστορικό και κοινωνικό εκτόπισμα και οπωσδήποτε καθοριστικότερο από το αντίστοιχο εκτόπισμα μιας υπερδιπλάσιας, πλην, όμως, «φυσιολογικής» χρονικής περιόδου».[v] Τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την περίοδο 1929-1940, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και ο εμφύλιος σπαραγμός επέδρασαν στη διαμόρφωση του ψυχισμού των ποιητών. Η επίδραση εξαρτάται από την ηλικία και την ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα του καθενός και επομένως από τη δυνατότητα πρόσληψης και δημιουργικής αφομοίωσης των γεγονότων και απορρόφησής τους ως προ-ποιητικού υλικού.[vi]
Η κριτική έχει επισημάνει πως οι ποιητές αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας «αμφίρροπης και συνάμα πολιορκημένης εποχής» που τους οδήγησε «στη διερεύνηση του εσωτερικού χώρου τους», όπου κυριαρχούν τα στοιχεία ενός μετέωρου ιδεολογικά ανθρώπου. Μη μπορώντας να εκφραστούν με «ηρωικές μνήμες» ή με «οδηγητικές πινακίδες» προσαρμόζονται στο αντιηρωικό κλίμα της εποχής.[vii] Έτσι, στρέφονται σε παραδοσιακά λογοτεχνικά θέματα όπως η μοναξιά, ο θάνατος, η αλλοτρίωση, ο έρωτας, ο χρόνος και η ανθρώπινη ευθύνη, «σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια να εκφράσουν και να περισώσουν την οδύνη του μεταπολεμικού ανθρώπου».[viii] Η φυσιογνωμία των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς «σφραγίζεται καθοριστικά από το στοιχείο της στέρησης». Πρόκειται για μια στέρηση πολύπλευρη: «του έρωτα, των συντρόφων, της μητέρας–πατρίδας, […] κάθε στέγης και καταφυγής, σ’ έναν εχθρικό και άξενο κόσμο», με αποτέλεσμα να οδηγηθούν «σε έντονες τάσεις απομόνωσης, στο «τελευταίο καταφύγιο» του κλειστού ιδιωτικού χώρου, στον σκεπτικισμό και σε μια πρώιμη αίσθηση της ματαιότητας των πάντων, ακόμα και της ίδιας κάποτε της πράξης της γραφής».[ix]
Ο πεσιμισμός, ο μηδενισμός αλλά και η διαβρωτική αίσθηση της διάψευσης, ακόμα και της ενοχής, αποτελούν το κύριο ψυχικό κλίμα των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.[x] Αυτό το ψυχικό κλίμα φορτίζει τον ποιητικό τους λόγο συγκινησιακά και τους οδηγεί στην άμεση καταγραφή των συναισθημάτων τους, όπως τα υπαγορεύει η μνήμη. Οι ποιητές κατόρθωσαν να αποδώσουν τις κοινωνικές καταστάσεις με έναν τρόπο «ιδιωτικοποιημένο», εκφράζοντας σύνδρομα φόβου και αγωνίας υπαρξιακών διαστάσεων.[xi]
Η ποιητική της Κικής Δημουλά
Η Κική Δημουλά αποτελεί μια ιδιαίτερη φωνή στο χώρο της νεότερης ποίησης εξαιτίας του τόσο έντονα ενεργοποιημένου στοχασμού της πάνω στο εφήμερο της ύπαρξης και την ειρωνική θεώρηση της πραγματικότητας. Ο Άρης Δικταίος δεν δίστασε να τη χαρακτηρίσει το «σημαντικώτατο κέρδος της νεοελληνικής ποιήσεως», επισημαίνοντας πως επρόκειτο για ένα ταλέντο που μαρτυρά τη γνησιότητά του και τις σπάνιες αρετές της αποφυγής του τετριμμένου, του εύκολου ή του μελοδραματικού λόγου, συλλαμβάνοντας φευγαλέες σχεδόν ψυχικές στιγμές.[xii]
Η ποιήτρια εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1950, ως Κική Χρ. Ράδου, δημοσιεύοντας στο περιοδικό Νέα Εστία το ποίημα με τίτλο «Σκιά».[xiii] Το 1952 τυπώθηκε με πρωτοβουλία του θείου της Παναγιώτη Ι. Καλαμαριώτη η πρώτη της ποιητική συλλογή, Κικής Χρ. Ράδου, Ποιήματα, την οποία η ποιήτρια αργότερα απέσυρε από την κυκλοφορία. Η Κική Δημουλά φώτισε το ποιητικό στερέωμα με δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές: Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (1963), Το Λίγο του Κόσμου (1971), Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρε Ποτέ (1988), Η εφηβεία της λήθης (1994), Ενός λεπτού μαζί (1998), Ήχος απομακρύνσεων (2001), Χλόη θερμοκηπίου (2005), Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007), Τα εύρετρα (2010), Δημόσιος καιρός (2014), Άνω τελεία (2016) και πλήθος πεζών κειμένων που πρωτοδημοσίευσε στο περιοδικό της Τράπεζας της Ελλάδος, Ο Κύκλος.
Οι πολλές και σημαντικές βραβεύσεις με τις οποίες τιμήθηκε αποτελούν απτή απόδειξη της αναγνώρισης της αξίας του έργου της, όπως –ενδεικτικά αναφέρουμε– το β΄ κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου (1972), το α΄ κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ (1989), το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης (1995), το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της (2001). Στις 28 Φεβρουαρίου 2002 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην Τάξη των Γραμμάτων. Το 2010 της απονεμήθηκε το κρατικό Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, καθώς και το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Ο θάνατος, το κενό που προκαλείται από την απώλεια, η αίσθηση πως «ο χρόνος εξαντλείται»,[xiv] πως «η αυλαία δεν θα αργήσει να πέσει»[xv] κατέχουν σημαντική θέση στο έργο της Κικής Δημουλά. Η ποιήτρια «μοιάζει συμφιλιωμένη με την αγωνία του ανείπωτου, την απουσία».[xvi] Το υποκείμενο της ποιητικής αφήγησης ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος: τους αγαπημένους που χάθηκαν, τις ελπίδες που διαψεύσθηκαν, την οδύνη του ματαιωμένου έρωτα. Η επιμονή αυτή ενισχύει την άποψη πως τα ποιήματα της Δημουλά δίνουν την εντύπωση πως χαρακτηρίζονται από την «εφιαλτική υποκειμενικοποίηση της ζωής ενός μοναχικού ατόμου που βασανίζεται από το πρόβλημα του υπάρχειν. Από το γεγονός του υπάρχειν».[xvii] Ο θάνατος αποτελεί ένα από τα κορυφαία υπαρξιακά προβλήματα που τίθενται στο έργο της και «αποκτά μια παράξενη υλική ποιότητα ύπαρξης. Δεν ακυρώνει τη ζωή, αλλά της δίνει την αίσθηση του πραγματικού, την εξοικειώνει με το λίγο του κόσμου».[xviii]
Η τύχη των ανθρώπων είναι κοινή, γι’ αυτό όσο και να προσπαθήσει κανείς να διαφυλάξει το μέλλον του, όσο και να επιδιώξει να το προστατεύσει από τον θάνατο, αποδεικνύεται πως αυτό που τελικά θα επικρατήσει πάνω σε όλα –τα όνειρα, τους όρκους, τη μνήμη, το εγώ, το εσύ, την πίστη, την αγωνία, την ανία, την καθημερινότητα, τις λέξεις, τη σιωπή– είναι ένα: «Το ανώφελο», όπως διαβάζουμε στο ποίημα με τίτλο «Τύχη κοινή» από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου:[xix]
Οι δρόμοι μου,
οι δρόμοι σας
κι αυτό.
Εκείνος,
Εγώ
Κι αυτό.
Οι νυμφίοι Μάιοι,
το κατάλληλο ένδυμα
κι αυτό.
Το άμαχο αίσθημα,
το κρυμμένο μαχαίρι
κι αυτό.
Η οδεύουσα δίψα
η καλή Σαμαρείτις
κι αυτό.
Η μακροζωία των ονείρων,
η εργατικότης των ελπίδων
κι αυτό.
Οι άλτες όρκοι πάνω από το χρόνο,
η φυλλοβόλος μνήμη
κι αυτό.
Ο απαραίτητος ήλιος,
η ξαφνική ωραία διάθεση
κι αυτό.
Η άμιλλα των κίτρινων φύλλων
για μια ψύχραιμη πτώση,
η ποίηση που τα εμψυχώνει
κι αυτό.
Η ανομβρία,
η βροχή
κι αυτό.
Η αγωνία σας,
η αγωνία μου
κι αυτό.
Η μύηση των αγαλμάτων
στις δικές μας μεθόδους ανίας,
η θυσία όλο και κάποιας Ιφιγένειας
για ένα ψωροφύσημα ανέμου
κι αυτό.
Η εκγύμναση των λέξεων
να περνούν μέσ’ απ’ τη σιωπή,
η εκγύμναση της σιωπής
να περνά μέσ’ απ’ τις λέξεις
κι αυτό.
Το αυστηρώς φρουρούμενο μέλλον
κι η αρπαγή του στο τέλος
απ’ αυτό:
Το ανώφελο.
Η Νανά Ησαΐα καίρια επισήμανε πως στο έργο της Κικής Δημουλά «παίρνει τη θέση της μία σαν από μακριά λύπη για τα πράγματα και τα πρόσωπα που ήταν κάποτε η πραγματικότητά μας και δεν είναι πια τίποτα άλλο, παρά μόνο μία ευκαιρία επισημάνσεως του λίγου του κόσμου. Η ποιήτρια μεταδίνει απόλυτα αυτή την απομακρυσμένη της λύπη, για ό,τι χάθηκε, αγγίζοντας έτσι τη ζωή και σε ό,τι ήταν, και σε ό,τι θα μπορούσε να είναι, και σε ό,τι δεν μπορεί εύκολα πια, μέσα στην αναπόφευκτη διάψευση να είναι».[xx]
Η αποδόμηση της αξίας των νεκρικών τελετουργικών, η πίστη πως το σώμα σε αντίθεση με την ψυχή είναι το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, τα ξερά και παγωμένα γηρατειά, η ματαίωση του ερωτικού βιώματος, η κυριαρχία της θλίψης και της μελαγχολίας, η τοπιογραφία της φθοράς και του θανάτου, η καταλυτική επίδραση του χρόνου, η αμφισβήτηση της σωτηριολογικής διάστασης του χριστιανικού μύθου, η οικειοποίηση του αρχαιοελληνικού μύθου είναι κάποια από τα θεματικά μοτίβα που διακρίνουν την ποιητική της και τονίζουν τον προβληματισμό της ποιήτριας πάνω στα ανθρώπινα. Ο προβληματισμός της Κικής Δημουλά πάνω σε θεμελιώδη ερωτήματα που βασανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη βαθαίνει μέσω του διαλόγου της με την τέχνη της φωτογραφίας, της γλυπτικής και της ζωγραφικής, ενώ τα μυστικά της ποίησής της μας τα αποκαλύπτει στα πολυάριθμα ποιητικά αυτοσχόλια.
Τα μοτίβα αυτά αισθητοποιούνται μέσω της προσωδίας θανάτου: στίχοι με αποφθεγματικό χαρακτήρα, επανάληψη, παράφραση γνωστών λαϊκών φράσεων, ομόηχα, αντιθετικές έννοιες, όπως ύπαρξη-ανυπαρξία, ελπίδα-απελπισία, άγνοια-γνώση, ανατροπή των καθιερωμένων κανόνων της γραμματικής και της σύνταξης, μετωνυμία, και κυρίως ειρωνεία. Το ποιητικό υποκείμενο είναι ο θύτης και το θύμα της ειρωνείας, καθώς παρουσιάζει το φαινόμενο της πάλης για τη συνέχεια της ζωής και ταυτόχρονα υποκρίνεται πως αγνοεί τον θάνατο.[xxi]
Η ειρωνεία στη φωνή του υποκειμένου της ποιητικής αφήγησης βρίσκει θαυμαστή κορύφωση στο ομώνυμο της συλλογής ποίημα «Χαίρε ποτέ».[xxii] Γράφει η Κική Δημουλά:
Τελευταίοι Χαιρετισμοί απόψε
ατελείωτοι οι δικοί μου που σου στέλνω
και χαίρε χαίρε του αποκλείεται
η θεία προθυμία να σ’ τους δώσει.
Λιπόθυμα σωριάζονται βιολέτες
από το σφιχταγκάλιασμα του χλιαρού
καιρού το δικαιολογημένο
έχει από πέρσι να τις δει.
Χαίρε συνέπεια λουλουδιών
προς την τακτήν επιστροφή σας
χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου
τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς.
Χαίρε του σκοταδιού το σφιχταγκάλιασμα
που δέχεσαι το δικαιολογημένο
έχει να σε δει πριν τη γέννησή σου.
Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία
χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου
πως βλέμμα σου θα ξεθαρρέψει πάλι κάποτε
να ξανοιχτεί προς έντρομο δικό μου.
Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία
–της μνήμης το «ελευθέρας» να πηγαίνει
όποτε θέλει να τα βλέπει
αυγή χαμένης μέρας.
Όσο για σένα κόσμε
που καταδέχεσαι να ζεις
όσο έχει την ανάγκη σου η τύχη
για να καρπούνται τα δεινά
την εύφορη αντοχή σου,
που εξευτελίζεσαι να ζεις
για να σου πει μια καλησπέρα το πολύ
κατά του διάπλου
ένα εγγαστρίμυθα ολόγιομο φεγγάρι
τι να σου πω
χαίρε κι εσύ.
Η ποιήτρια μέσα από τη λοξή της ματιά σε πράγματα και βεβαιότητες αμφισβητεί το υπαρκτό, αυτό που φαίνεται αληθινό και τονίζει εμφατικά την ακραία ασυνέχεια του θανάτου. Επαναλαμβάνοντας τη φράση «Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία» αισθητοποιεί «έναν υπερρεαλισμό του καθημερινού ρεαλισμού ο οποίος δεν αποτελεί αισθητική επιλογή, αλλά επιβάλλεται στην ποιητική της Δημουλά, από τη στιγμή που συνεχώς πίσω από την πολύχρωμη επιφάνεια της καθημερινής πραγματικότητας, σταθερά διακρίνει μια φασματική υπόσταση, το κενό, το “ποτέ”, την απουσία».[xxiii]
Ο αέναος προβληματισμός της πάνω στο εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης αποτυπώθηκε με λιτότητα και αφοπλιστική ειλικρίνεια, όταν η ποιήτρια οραματίστηκε ποιητικά τον δικό της θάνατο, το χρονικό σημείο που η ζωή συνδέεται μαζί του:
Να βρέχει θέλω όταν.
Όχι δυνατά.
Μίζερα να βρέχει, αποτυχημένα
όχι παραπάνω από σταγόνες
σαν εκείνες που συμπαραστάθηκαν
σε κάθε λιγοστό σημείο της ζωής μου
σταγόνες θέλω να μεταφέρουν
στον ώμο τους με ευλάβεια
όλων μαζί των μεγάλων θλίψεων
τη μικροσκοπική σορό
αντί λουλούδια άγριες σταγόνες του αγρού
θέλω να με οδηγούν προφυλαγμένη
απ’ τις θανατηφόρες λακκούβες
της μακαρίας οδού
όπως προφύλαξα κι εγώ τη μικρότητά τους
μην πνιγεί
σε μεγάλο ονείρων κατακλυσμό
μία σταγόνα, η τελευταία όμως, θέλω να μου δώσει
τον δίδυμό της ασπασμό.[xxiv]
Κική Δημουλά: η πεζογράφος
Η Κική Δημουλά υπήρξε εκτός από χαρισματική ποιήτρια και ευρηματική πεζογράφος.[xxv] Τα «οκτώ από τα “ευδόκιμα” είκοσι πέντε χρόνια» [xxvi] που εργάστηκε «στην Τράπεζα της Ελλάδος τότε και όχι Ελλάδας σήμερα»,[xxvii] ευνοήθηκε –όπως δήλωσε– να τα περάσει αποσπασμένη στο περιοδικό των υπαλλήλων της Τράπεζας, στον Κύκλο, το οποίο άρχισε να εκδίδεται τον Ιούλιο του 1961. Η έκδοσή του «ήταν θέλημα θερμό της τότε Διοικήσεως της Τραπέζης υπό τους Ξ. Ζολώτα και Γ. Πεσμαζόγλου».[xxviii] Το στίγμα του περιοδικού τίθεται ήδη από τον τίτλο του, ενώ η έκδοσή του έρχεται να καλύψει ένα κενό επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης ανάμεσα «στις τρεις χιλιάδες μέλη του κύκλου μας»,[xxix] τους υπαλλήλους της Τράπεζας. Τα καθήκοντά της Κικής Δημουλά είχαν οριστεί από τον υπεύθυνο του περιοδικού, τον Νάσο Δετζώρτζη, και ήταν να καλύπτει τις στήλες «Κυκλογραφήματα», «Παρακυκλικές διασημότητες», «Με το Κυκλοσκόπιο» ενώ, παράλληλα, δημοσίευε ποιήματα και διηγήματα σε αυτό.
Τα πεζά κείμενά της ανήκουν σε μια ποικιλία μορφών και ειδών: ταξιδιωτικά κείμενα, inmemoriam, στιγμιότυπα από την προσωπική αλλά και την εργασιακή καθημερινότητα της ποιήτριας με τη μορφή χρονογραφήματος ή σελίδας ημερολογίου ή ακόμη και έκθεσης πεπραγμένων, συνεντεύξεις από συναδέλφους ή προσωπικότητες της εποχής, εντυπώσεις από μουσικές ή θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής, αμιγώς λογοτεχνικά κείμενα, όπως διηγήματα, που αποτυπώνουν τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της χαράσσοντας οδούς αυτοσυνείδησης. Η Δημουλά αναγνώρισε ως δάσκαλό της τον Δετζώρτζη, που είχε τεθεί «υπό την καθοδήγηση της εκτυφλωτικής παιδείας του»,[xxx] και δεν δίστασε να παραδεχτεί τη δυσκολία του εγχειρήματος, καθώς
[σ]την υποχρέωσή μου αυτή να γράφω, έμπαινε σφήνα ο άγραφος μεν αλλά εποπτεύων όρος, η γλώσσα που χρησιμοποιούσα και το νόημα που έδινα να είναι γλώσσα και νόημα ελαφρού περιπάτου και όχι εκτίναξη σε εξωφρενισμούς που τους φοβάται η αντίληψη.[xxxi]
Είναι άγνωστο αν θα μονολογούσε ακόμα πιο τολμηρά, αφού ο πεζός λόγος δεν την ενδιέφερε, «ήταν πρόσκαιρος», μιας και νοιαζόταν μόνο στρατιωτάκια-στίχους να στείλει στον πόλεμο της γραφής.[xxxii] Ωστόσο, αν και το ενδιαφέρον αυτό ήταν εφήμερο, η ποικιλία των ειδών και η ενδιαφέρουσα ανομοιομορφία των κειμένων αποδεικνύουν περίτρανα το σπουδαίο συγγραφικό της τάλαντο, τη δεινότητα της γραφής, την οξυδέρκεια στην απόδοση των συναισθημάτων και των εντυπώσεων που της προκαλούσε η περιρρέουσα πραγματικότητα. Η ματιά της χιουμοριστικά λοξή, στα όρια της ειρωνείας, αναδεικνύει και στον πεζό λόγο τον διαρκή προβληματισμό της Κικής Δημουλά για το εφήμερο της ανθρώπινης φύσης, την αθανασία ή μη της τέχνης, τη φθορά των συναισθημάτων, αλλά και την ευγένεια του ήθους της, αφού δεν δίστασε να αναγνωρίσει, να θαυμάσει και να σεβαστεί τα επιτεύγματα των τότε συναδέλφων της, όσο φαινομενικά ασήμαντα και αν είναι αυτά μέσα στην ακατάπαυστη ροή του χρόνου.
Έτσι την ακολουθούμε στα ταξιδιωτικά της κείμενα να μας μεταφέρει μέσω της μνημονικής αφήγησης στους πραγματικούς ή ιδεατούς τόπους των καλοκαιρινών και όχι μόνο διακοπών, της ανάπαυλας από την καθημερινότητα της Τράπεζας. Ναύπλιο, Άνδρος, Δήλος, Βόρεια Εύβοια, Σκιάθος, αλλά και η κοντινή Καισαριανή, ή η μακρινή Βιέννη ή ακόμα μακρύτερα το θρυλικό ταξίδι του GordonCooper (1963) με το διαστημόπλοιο Mercury 7 κατά την ιστορική πτήση Faith 7 με τις 22 περιστροφές γύρω από τη Γη, είναι κάποιοι από τους τόπους στους οποίους περιηγείται η αφηγήτρια των κειμένων αυτών. Ξεχωρίζουν, επίσης, οι συνεντεύξεις που έπαιρνε από πρόσωπα που άμεσα ή έμμεσα συνδέονταν με τον Κύκλο της Τράπεζας: τη Νέλλη Θεοδώρου, συγγραφέα, κόρη του τμηματάρχου του Τμήματος Αξιών,[xxxiii] ή τη Ντόρα Κανακάρη, μητέρα του μουσικοσυνθέτη Σταύρου Ξαρχάκου.[xxxiv]
Στις σελίδες του περιοδικού διαβάζουμε συγκινημένα inmemoriam, όπως αυτό στην Κούλα Αρβανιτοπούλου, που ώθησε την Κική Δημουλά να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά τη βεβαιότητα πως
πόσο συχνά, και πόσο ταχτικά, είμαστε αναγκασμένοι να βρισκόμαστε μ’ έναν άνθρωπο λιγότερο, μ’ έναν φίλο λιγότερο, μ’ έναν συνάδελφο λιγότερο, είτε έτσι το θέλει η ζωή, είτε έτσι το θέλει ο θάνατος – όπως το θέλησε σε τούτη την περίπτωση και αφαίρεσε με τον απόλυτο τρόπο του την Κούλα Αρβανιτοπούλου από τους δικούς της, από τους φίλους της, από μας τους συναδέλφους της, κι από τα όνειρά της.[xxxv]
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνα τα κείμενα στα οποία η Δημουλά περιγράφει ποικίλου περιεχομένου καλλιτεχνικές εκθέσεις, όπως για παράδειγμα αυτή στο Μουσείο Μπενάκη για τον Κ.Π. Καβάφη, Δεκέμβριος του 1963, μιας και μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν την τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της:
Ευτυχώς δεν φεύγουν ολοσχερώς οι σπουδαίοι και οι αγαπημένοι. Υπάρχουν, και μπορείς να τους δεις, μέσα στο έργο τους, μέσα στο κενό που άφησαν, στους μιμητές τους, και στις εκθέσεις. Εγώ, σε μια έκθεση είδα χτες τον Καβάφη. Μια μικρή αίθουσα στο Μουσείο Μπενάκη, με λίγα πράγματα του ποιητή, βαλμένα όμως με τόση υποστήριξη ζωής, που να αισθάνεσαι, θαρρείς, σαν ακόμα να αναδύεται ο αέρας, από άνθρωπο που μόλις τώρα βγήκε από κει, να ιδεί
ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών.[xxxvi]
Η δική της παρουσία και προσφορά στο πνευματικό και πολιτιστικό έργο του Κύκλου της Τράπεζας της Ελλάδος δεν πέρασε απαρατήρητη, αλλά απαθανατίστηκε μέσα από τον φακό των Κυκλοφωτογραφιών, ο οποίος συνέλαβε τη μορφή της με καθαρότητα και ευαισθησία:
Είναι καθισμένη στο γραφείο της, έχει σκορπισμένα εμπρός της κάτι μισογραμμένα χαρτιά, ένα μολύβι στο ένα χέρι, που είναι μπλεγμένο στα μαλλιά της –έτσι κάνει πάντα όταν σκέπτεται– κι’ ένα τσιγάρο στο άλλο. Και τώρα, κλεφτά πάντα, ας δω κάπως περισσότερο το πρόσωπό της. Μήπως δεν είναι το πρόσωπο όλο το είναι του ανθρώπου; […]
Μάτια έγινε όλο της το πρόσωπο. Κι αυτά τα μάτια έπαψαν να κοιτάζουν έξω και χάθηκαν στης ψυχής της τα βάθη. Με ξέχασαν, κι’ όλο μεγάλωναν από λογισμό και γλύκαιναν από πόνο, κι’ έγιναν πιο μαύρα, σαν την άβυσσο της ανθρώπινης καρδιάς. Την ακολουθώ στο απόμακρο κι’ απόκοσμο αυτό ταξίδι της. Κι’ εκεί μου αποκαλύπτεται μια ψυχή ανικανοποίητη, ευγενική και λεπτή, που δεν μπορούν καλά–καλά μήτε οι δικοί της να την καταλάβουν, πόσο μάλλον οι άλλοι…[xxxvii]
Αντί επιλόγου
Η ποίηση, για την Κική Δημουλά, έχει «το άτυχο χάρισμα να προαισθάνεται, να προβλέπει τις δύσκολες καταστάσεις γύρω μας»,[xxxviii] τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος, το κενό ανάμεσα στη ζωή και το αβίωτο, το αναπότρεπτο του θανάτου, την αγωνία της ματαίωσης του έρωτα, την απόγνωση της μοναξιάς, «με τη μοναδική όμως ιδιαιτερότητα ότι τα συμφέροντά της αποβαίνουν να είναι και συμφέροντα του ανθρώπου, επειδή το είναι της συμπίπτει με ό,τι είναι ο άνθρωπος και με τα όσα πάσχει».[xxxix] Η Κική Δημουλά ορίζει τον ποιητή ως αχθοφόρο μελαγχολίας,[xl] με κύρια αποστολή την έκφραση της θλίψης του ανθρώπου για την αδυναμία του να υπερβεί τη μοίρα της φθαρτής υπόστασής του, εξηγώντας, έτσι, την αμετανόητη επιλογή θεμάτων «μιας χαμηλοτάβανης εσωτερικής/ πατριδογνωσίας»,[xli] τα οποία της έδωσαν την κεντρικότερη θέση στην καρδιά των αναγνωστών, μιας και τους δίδαξε με τη γραφή της την πλέον αδίδακτη ύλη, το θάνατο.
[i] Για την ποίηση και την ποιητική της Κικής Δημουλά μπορεί κανείς να δει: Δέσποινα Παπαστάθη, Κική Δημουλά «αχθοφόρος μελαγχολίας». Ποίηση και ποιητική του πένθους, Gutenberg, Αθήνα 2018.
[ii] Για τους ποικίλους χαρακτηρισμούς της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς μπορεί κανείς να δει, ενδεικτικά: Δημήτρης Γιακουμάκης, Βαγγέλης Κάσσος, Ηλίας Κεφάλας, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η γενιά των απόηχων (χαρτογράφηση της περιοχής των ποιητών της β΄ μεταπολεμικής γενιάς)», Νέες Τομές, τχ. 1. Άνοιξη 1985, σ. 3.
[iii] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Εισαγωγή. Η λογοτεχνική δεκαετία του 1960», στον τόμο: Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία - Γραμματολογία, επιμέλεια: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Σοκόλης, Αθήνα 2002, σ. 11. Σχετικά με το ζήτημα της «νομιμότητας» των όρων «γενιά», «λογοτεχνική γενιά», «ποιητική γενιά» μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μια συνοπτική αλλά διαφωτιστική ανάπτυξη της σχετικής επιχειρηματολογίας και σύντομη κριτική αυτής στο: Ευριπίδης Γαραντούδης, «Εισαγωγή», στον τόμο: Η ελληνική ποίηση του 20ού αι. Μια συγχρονική ανθολογία, επιμέλεια - ανθολόγηση: Ευριπίδης Γαραντούδης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006, σ. xi-xvii. Επίσης, εξαιρετικά διαφωτιστική για την εξέλιξη και το περιεχόμενο του όρου είναι η μελέτη: Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Η έννοια της «γενιάς», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019.
[iv] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 11.
[v] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 24.
[vi] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ό.π. σ. 27.
[vii] Αλέξης Ζήρας, «Εισαγωγή», στο: Νεώτερη Ελληνική Ποίηση 1965-1980, Γραφή, Αθήνα 1979, σ. 20-21.
[viii] Αντώνης Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση. Ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009, σ. 396.
[ix] Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970), Ανθολογία, πρόλογος: Ανέστης Ευαγγέλου, εισαγωγή: Γιώργος Αράγης, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 11.
[x] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 32.
[xi] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 46.
[xii] Άρης Δικταίος, «Εγεννήθη ημίν ποιήτρια…(Η Κική Δημουλά)», στον τόμο: Αναζητητές προσώπου, Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, Αθήναι 1963, σ. 109.
[xiii] Κική Χρ. Ράδου, «Σκιά», Νέα Εστία, τχ. 551, 1950, σ. 800.
[xiv] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ο ανορθόγραφος κόσμος. Κικής Δημουλά, «Χαίρε ποτέ», Αθήνα, Στιγμή 1988», Εντευκτήριο, τχ. 6, Απρίλιος 1989, σ. 119.
[xv] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 119.
[xvi] Χρήστος Ηλιόπουλος, «Κική Δημουλά, Η εφηβεία της λήθης, Εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα 1994, σελ. 96», Μανδραγόρας, τχ. 8-9, Ιούλιος – Δεκέμβριος 1995, σ. 76.
[xvii] Ανδρέας Καραντώνης, «Κικής Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου», Νέα Εστία, τχ. 1299, 1981, σ. 1107.
[xviii] Διονύσης Καρατζάς, «Κική Δημουλά, Χαίρε ποτέ, Στιγμή, Αθήνα 1988, σ. 120», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 57, Ιανουάριος - Μάρτιος 1989, σ. 25.
[xix] Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 2009, σ. 198 - 200.
[xx] Νανά Ησαΐα, «Κική Δημουλά: Το λίγο του κόσμου, Ποιήματα - Αθήνα 1971», Νέα Σύνορα, τχ. 14, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1971, σ. 266.
[xxi]D.C. Muecke, Ειρωνεία, μτφρ.: Κώστας Πύρζας, Ερμής 20012, σ. 21 και σ. 49.
[xxii] Κική Δημουλά, Ποιήματα, ό.π., σ. 331-332.
[xxiii] Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ού αώνα., τ. Γ΄, Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σ. 639.
[xxiv] Κική Δημουλά, «Αλλήλων τα βάρη», στο: Τα εύρετρα, Ίκαρος, Αθήνα 2010, σ. 73.
[xxv] Για τα πεζά της Κικής Δημουλά βλ.: Δέσποινα Παπαστάθη «Τα Κυκλογραφήματα της Κικής Δημουλά» στο: https://www.oanagnostis.gr, 07/06/2019.
[xxvi] Κική Δημουλά, «Επίλογος», στο: Εκτός σχεδίου, Ίκαρος, Αθήνα 2005, σ. 10.
[xxvii] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 10.
[xxviii] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 10.
[xxix] Συντακτική επιτροπή, «Το Περιοδικό μας», Ο Κύκλος, τχ. 1, Ιούλιος 1961, σ. 1.
[xxx] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 10.
[xxxi] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 10-11.
[xxxii] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 11.
[xxxiii] Κική Δημουλά, «Νέλλη Θεοδώρου», Ο Κύκλος, τχ. 11, τ. Β΄, Μάιος 1962, σ. 153.
[xxxiv] Κική Δημουλά, «Σταύρος Ξαρχάκος», Ο Κύκλος, τχ. 44, τ. Ε΄, Φεβρουάριος 1965, σ. 157-59.
[xxxv] Κική Δημουλά, «Κούλα Αρβανιτοπούλου, Ο Κύκλος, τχ. 17, τ. Β΄, Νοέμβριος 1962, σ. 842.
[xxxvi] Κική Δημουλά, «Μουσείο Μπενάκη: Κ.Π. Καβάφης», Ο Κύκλος, τχ. 30, τ. Γ΄, Δεκέμβριος 1963, σ. 375.
[xxxvii] Χαρίκλεια Απαλάκη, «Κυκλοφωτογραφίες. Κική Δημουλά», Ο Κύκλος, τχ. 69, τ. Ζ΄, Μάρτιος 1967, σ, 86.
[xxxviii] Όλγα Σελλά, «Η ποίηση είναι διά βίου διαδηλώτρια. Η Κική Δημουλά μοιράζεται τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της μετά το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας», στο ένθετο Τέχνες και Γράμματα, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 16 Μαΐου 2010, σ. 3.
[xxxix] Όλγα Σελλά, ό.π., σ. 3.
[xl] Κική Δημουλά, Ποιήματα, ό.π., σ. 48.
[xli] Κική Δημουλά, Χλόη θερμοκηπίου, Ίκαρος, Αθήνα 2006, σ. 7-8.