Σύνδεση συνδρομητών

«…σαν τη σπίθα κρυμμένος στη στάχτη…» *

Κυριακή, 23 Οκτωβρίου 2016 11:42
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης από τον Αλέκο Παπαδάτο.
Αλέκος Παπαδάτος / The Books' Journal
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης από τον Αλέκο Παπαδάτο.

Στο άκουσμα του θανάτου του, σημείωνα μουδιασμένη (εφ. Τα Νέα, 13 Ιουλίου 2016) ότι «δυσκολεύομαι να χρησιμοποιήσω χρόνο παρατατικό για κάποιον που ήταν η προσωποποίηση της δράσης και της μαχητικότητας». Το πράγμα δεν έχει αλλάξει, βέβαια, καμιά εικοσαριά μέρες αργότερα. Ο Μαρωνίτης «θα μας λείπει εξακολουθητικά» για πολλούς λόγους, που πολλοί (φίλοι εγκάρδιοι, αλλά και άσπονδοι, μαθητές, συνάδελφοι και συνοδοιπόροι) κατέγραψαν και σχολίασαν, ο καθένας με τον ιδιοσυγκρασιακό του τρόπο.

Του οφείλουμε έναν ψύχραιμο και νηφάλιο αποχαιρετισμό, δίχως αταίριαστους συναισθηματισμούς· προφανώς, δεν είναι ακόμη της παρούσης: για την ώρα, θυμόμαστε τον άνθρωπο, τον δάσκαλο, τον φίλο, προσπαθώντας να αραιώσουμε το μαύρο της απώλειας σε καιρούς που σπανίζουν οι δυναμικές, διεγερτικές προσωπικότητες όπως η δική του.

Θαρρώ πως, παρά τη μελαγχολία και τη βαρυθυμία του τα τελευταία χρόνια, στο βάθος πρέπει να ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή που του δόθηκε: κατόρθωσε να βγει έξω από τον περίφρακτο χώρο που του προόριζε μάλλον η ταξική του καταγωγή και να πετάξει με τα δικά του φτερά στους κόσμους της λογιοσύνης, να φανατιστεί με τη γλώσσα και να την κυριεύσει στήνοντας το «μπαρόκ της στέρησής του»[1], όπως του άρεσε να λέει. Ευτύχησε να δημιουργήσει μια σφιχτοδεμένη, πυρηνική οικογένεια, με την Ανθή και τις δυο θυγατέρες του, αλλά και μιαν ευρύτερη με αναρίθμητους φίλους που τους ήξερε αφοσιωμένους και ας γκρίνιαζε συχνά πως τον ξεχνούν. Ασκήθηκε στα έδρανα της γραφής και της ανάγνωσης και με το ίδιο πάθος άσκησε γενιές φοιτητών σε αυτά τα μετερίζια, θεωρώντας τα υποχρεωτική θητεία για τον εαυτό του και για τους άλλους – όσοι θέλουν να λογίζονται «γραμματιζούμενοι». Ισορρόπησε σύμμετρα ανάμεσα στην ασφάλεια του δοκιμασμένου και στην ανασφάλεια του αδοκίμαστου, γυμνάζοντας συνεχώς την ευαισθησία και τη γνώση του, περνώντας από το πείραμα στο πόρισμα με μέθοδο, διαμορφώνοντας λόγο εύχυμο και αποδεικτικό. Δεν βρέθηκε ποτέ αποκομμένος από την καθημερινή ζωή, από τα κοινά, διέσωσε με το κύρος του, όταν χρειάστηκε, την ακαδημαϊκή αξιοπρέπεια και τίμησε την έννοια της ελευθεροφροσύνης σε καιρούς ζόρικους. Όλα τούτα λίγα δεν είναι, μήτε αυτονόητα.

Τα βιογραφικά-εργογραφικά στοιχεία, τους αναβαθμούς μιας λαμπρής πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας, τα ζωηρά ίχνη μιας έντονης, δημόσιας παρουσίας θα τα βρει αναλυτικά ο φιλοπερίεργος αναγνώστης σε όσα γράφονται τούτες τις μέρες. Βρίσκονται άλλωστε κωδικοποιημένα και ισομερισμένα (ο βίος, το έργο) σε έναν τιμητικό τόμο που εκδόθηκε με αφορμή τα ογδοντάχρονα του Δ. Ν. Μαρωνίτη και είναι, ίσως η καλύτερη πύλη για να μάθει κανείς τα απαραίτητα γι’ αυτόν τον αθλητή του λόγου, προφορικού και γραπτού[2].

Ας θυμίσουμε απλώς επιλεκτικά, ακόμη μια φορά, ότι δεν ήθελε να ανήκει στους «ασφαλισμένους λόγιους (όσοι μαδώντας τα βιβλία παίζουν τη μαργαρίτα)» – δικά του τα λόγια· θα βολευόταν μάλλον καλύτερα με τον σαρτρικό ορισμό: «διανοούμενος είναι αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν». Πολέμιος της πνευματικής ραθυμίας, έτρεμε την απολίθωση σε όλες τις μορφές της: τη στομωμένη γλώσσα και ευαισθησία, την αδράνεια του νου, την ετοιμοπαράδοτη διδαχή, τη χωνευτική λογοτεχνία, το βόλεμα σε μια λαϊκότροπη αφέλεια, γραφικότητα. Απαιτητικός, για τον εαυτό του και για τους άλλους, πάσχισε για μια γλώσσα οικονομημένη, πυκνή, σταγονομετρώντας προσεκτικά την κάθε λέξη ώστε να στοχεύει αλάθητα στο καίριον· αναζήτησε και όρισε εμμονικά το θεματολόγιό του στα αρχαία και στα νεότερα μνημεία του λόγου και επέστρεφε τακτικά στις ίδιες αυτές πηγές, σφυγμομετρώντας τις πρόδηλες ή αδιόρατες αλλαγές. Συντόνιζε διαρκώς τον εμπράγματο και αισθητηριακό χαρακτήρα της δημοτικής με το αφαιρετικό, εννοιολογικό, στοχαστικό ήθος της φιλόλογης ματιάς τείνοντας σε μια καθαρτική ευφορία ανάγνωσης/γραφής. Πέραν της κειμενοφιλίας του, αγαπούσε με πάθος το θέατρο και τον κινηματογράφο, τις ατέρμονες συζητήσεις για βιβλία, παραστάσεις, ταινίες που τον ερέθιζαν, τον ενθουσίαζαν ή τον αποκαρδίωναν, γυρεύοντας την πλήρη, αιτιολογημένη επιχειρηματολογία για τον έπαινο ή τον ψόγο του. Τρυφερός, πίσω από μιαν αγκαθωτή προφάνεια, (αυτο)σαρκαστικός, ειρωνικός, φιλέορτος και εξωστρεφής, αλλά και μονήρης, ασκητικός, σημάδεψε όσους τον γνώρισαν και άφησε ένα ισχυρό στίγμα στον καιρό και στον τόπο του.

Για όλα τούτα και πολλά άλλα που θα εκλογικευτούν και θα καταμετρηθούν προσεχώς, από πιο ακριβοδίκαιους ίσως παρατηρητές, έμοιαζε αμήχανη και ορφανεμένη η ομήγυρη, παρά τον καταιγισμό των χειροκροτημάτων εκείνο το μεσημέρι του καυτού Ιουλίου στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας – «πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια»…


* Δ. Ν. Μαρωνίτης, Επί του περιεχομένου, Άγρα, 2016, σ. 9. Πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο του με 24 μικρές παραγράφους που παραπέμπουν σε 24 παρομοιώσεις της ομηρικής Οδύσσειας· είχαν παλαιότερα εκδοθεί ως επίμετρο βιβλιοφιλικού τόμου από τις εκδόσεις Διάττων (2003).

[1]Βλ. συνέντευξή του στη Μαρία Στασινοπούλου, Διαβάζω, 130 (6/11/1985) και Λίζυ Τσιριμώκου, «Παράθυρα στον μέσα χώρο», Εσωτερική ταχύτητα, Άγρα, 2000: «Μέσα από αυτή την αίσθηση στέρησης, από την οποία δεν έχω απαλλαγεί ώς τώρα, θα πρέπει κανείς να αναγνωρίσει και αυτό που μοιάζει στο ύφος μου με μπαρόκ. Προς εξήγηση θα έλεγα ότι δεν πρόκειται για μπαρόκ άνεσης (διότι υπάρχει και μπαρόκ άνεσης), είναι –επιμένω– μπαρόκ στέρησης, και πρέπει στο σημείο αυτό να μη χρειάζονται πολλές εξηγήσεις».

[2]Επέτειος. Κρίσεις και σχόλια για το έργο του Δ. Ν. Μαρωνίτη (επιμ. Νάσος Βαγενάς), Μικρή Άρκτος, 2010.

Λίζυ Τσιριμώκου

Ομότιμη καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας του Τμήματος Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Έχει εκδώσει τη Λογοτεχνία της πόλης (1988), τον συγκεντρωτικό τόμο δοκιμίων Εσωτερική ταχύτητα (2000), τη σχολιασμένη αλληλογραφία του Γιάννη Ρίτσου με την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου, Τροχιές σε διασταύρωση (2008).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.