Nam patriam ego ipse oculis meis vidi in ampulla pendere,
et cum illi pueri dicerent: πατρίς τί θέλεις; respondebat
illa: ἀποθανεῖν θέλω.
Ι. H αφή των νεκρών
Ο Απρίλης είναι ο πιο σκληρός μήνας, στέλνοντας
μυρωδιά αντηλιακού απ’ την πισίνα, σμίγοντας
περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις, αναδεύοντας,
γκαζόν και ποτιστικά.
Καλά ήταν το χειμώνα, είχε ζέστη
δε χρειαζόμασταν αδιάβροχα
και υπήρχε άφθονο ψάρι.
Το καλοκαίρι μας ξάφνιασε, καθώς ήρθε απ’ το Φεβρουάριο
παρακάμπτοντας το κρύο. Σταματήσαμε στο Βυζαντινό
και πήγαμε περίπατο στον Εθνικό Κήπο.
Ήπιαμε καφέ στο Ζάππειο, ανάμεσα σε καμιά πενηνταριά σωματοφύλακες.
Bin gar keine Russin stamm’ aus Rumänien, echt deutsch.
Kι όταν σπουδάζαμε, επί Τσαουσέσκου,
Τον θείο μου τον έπιασε η Σεκουριτάτε.
Φοβήθηκα. Αλλά τώρα πάνε αυτά. Ντέλια,
Ντέλια, κρατήσου. Θα πάμε με αυτοκίνητο.
Στη Ουάσιγκτον τώρα είναι τόσο όμορφα.
Τη μέρα διαβάζω αναφορές και το βράδυ τσακώνομαι με υφυπουργούς.
Τι είναι αυτοί οι κοριοί, γιατί βγαίνουν σύρματα απ το τραπέζι,
Τι βόμβος είναι αυτός πίσω από τη γύψινη καρυάτιδα. Ρεσεψιόν,
Θα πρέπει να μας ξαναλλάξετε δωμάτιο, όχι για τον ήλιο,
Μια χαρά είναι ο ήλιος, και τα τζιτζίκια καλά είναι,
Δεν ακούγονται στον δωδέκατο όροφο. Μόνο αυτά
Τα μικρόφωνα πάλι.
(Πάρτε τα τα μικρόφωνα σας παρακάλεσα)
Θα σας ζητήσω κάτι πάρα πολύ απλό
Τόσο απλό που δε μπορεί να είναι δύσκολο να το πετύχετε
Θα σας ζητήσω ένα δωμάτιο κάπως διακριτικό.
Frisch Weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein GriechischKind
Wo weillest du?
«Mε έρανες γαρδένιες όταν πρωτόρθα πέρσι.
Με φώναξες τότε Άντζελα.» Δεν κατάλαβα γιατί.
Μα όταν γυρίσαμε από τη βόλτα στην παραλία
Έβγαλα τα μαύρα γυαλιά και την ξανθιά περούκα
Έπρεπε πάλι να αρχίσω να διαπραγματεύομαι
Και να ακούω τα ίδια και τα ίδια.
Öd’ und leer das Hotel.
H κυρία Γωγώ, η διάσημη καφετζού,
Είχε αλλεργική ρινίτιδα, παρ’όλα αυτά
Είναι η πιο καλή στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
Και λέει τον καφέ μοναδικά. Να, είπε,
Βλέπω εδώ, τον πνιγμένο Υπουργό Οικονομικών
(Πέντε οργιές βαθιά είναι το πέτσινο σακκάκι του. Κοίτα!)
Από εδώ είναι η Πεντάμορφη, η Τασία των Βράχων,
Η κυρά των ψευδαισθήσεων.
Εδώ είναι ο Αλληλέγγυος και εδώ η Παγκοσμιοποίηση,
Εδώ αυτός με την ποσέτ και το χαμόγελο,
Και ο άλλος με το σακίδιο που δε μας δείχνει ποτέ
Τι έχει μέσα. Δεν ξέρω πού είναι το Γουδί.
Να μην κάνετε μπάνιο φαγωμένοι.
Βλέπω απολυμένους χιλιάδες στους τροχούς,
Όλοι τους του ιδιωτικού τομέα. Αν δείτε τον κ. Μάνο,
Πείτε του ότι ο καφές τον επιβεβαίωσε.
Πρέπει να προσέχουμε τι λέμε γιατί μας ακούν.
Φοβερή πόλη,
Την ώρα που ξημέρωνε ντάλα λιακάδα, καταχείμωνο,
Γέμισε η Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας πλήθη
Ήταν τόσο πολλοί, δεν ήξερα ότι ο ιδιωτικός τομέας είχε τόσο πολλούς
Όλοι περπατούσαν κοιτώντας τις αγγελίες
στα κινητά τους. Ανέβηκαν στο Κολωνάκι
πήγαν στον Άη Γιώργη, στο Λυκαβηττό, και από εκεί
αναλήφθηκαν. Τότε είδα κάποιον που τον γνώρισα
και του φώναξα «Παπάζογλου,
εσύ που διαπραγματεύθηκες μαζί μου στο Παιδείας!
Εκείνο το νομοσχέδιο που φύτεψες πέρσι έφερε καρπούς;
Ανέβηκαν τα ΑΕΙ στις διεθνείς κληματαριές;
Ή έκατσε πάνω του ο καινούργιος υπουργός και το έλιωσε;
Φαίνεται να ’χε το θεριό δόντι φαρμακεμένο
Και την πνοή του έχασε κι ακόμη περιμένω.
Εσύ, hypocrite lecteur!—mon semblable,—mon frère!»
ΙΙ. Μια παρτίδα τάβλι
Η Καρέκλα όπου καθόταν, σα θρόνος
Άστραφτε. Μάρμαρο πεντελικό, γυαλί βενετσιάνικο εισαγωγής,
Φλάμπουρα γύρω πλουμισμένα με κλήματα και ελιές από όπου καλοκοίταζε
Ένας μικρούλης Έρωτας, επίχρυσος
(Ο άλλος κρυβόταν πίσω απ᾽το φτερό του, τρομαγμένος)
Τρεμόπαιζαν οι φλογίτσες στα κηροπήγια
Καθώς περνούσε χαϊδεύοντας η αύρα του αιρ-κοντίσιον
Ανταύγαζαν στο τραπεζάκι αφημένα τα πιο καλά έθνικ σκουλαρίκια Εκείνης
Αγορασμένα στη Βομβάη στην Μπογκοτά στο Μαρόκο στο Παρίσι δε θυμόταν πια
Μοσχοβολούσαν αρώματα από duty free; γιασεμί, υάκινθος, cuir de Russie
Κέδρος, δενδρολίβανο, μουστάρδα και σκόρδο από το μεσημεριανό πιτόγυρο
Ανακατωμένα όλα όλα με το αντηλιακό από την πισίνα.
Σα μνήμη ονείρου (αχ νιότη που ’λεγες πως θα γινόμουν άλλος)
Μνήμες από ξενοδοχεία πέντε αστέρων, Business Class
Αθήνα-Σίδνεϋ, Αθήνα-Λονδίνο, Παρίσι-Τέξας, αστράφτοντας στο ταβάνι
Του Mylos ωμός σολομός, ωμό χέλι, ωμή γαρίδα, μπρικ, σούσι
Οδοντογλυφίδα, τουαλέτα, πούδρα, φερμουάρ,
Αντηχούσαν έξω στην άδεια πισίνα γέλια, μουσικές, αριθμοί,
Στο κεφάλι των Υπερβορείων αριθμοί, excel, στατιστικές
Γκιων γκιων γκιων πού και πού η μελαγχολική φωνή του τοπικού πουλιού.
Ήλθε ήλθε χελιδών
Quid platanon opacissimus, ο ύπνος με τύλιξε.
«Θέλω wake-up call τους λέω.
Μα τι ξενοδοχείο είναι αυτό, αγάπη μου, σου λένε να το κάνεις μόνος σου
Με ένα αυτόματο μηχάνημα που πρέπει να έχεις διδακτορικό
Για να το ξεδιαλύνεις. Μα εσύ έχεις, ε; Δεν έχεις αγάπη; Γιατί δε μιλάς;»
Έχω τα νεύρα μου, Δανάη. «Μείνε μαζί μου απόψε.
Γιατί δε μένεις, θα περάσουμε καλά;» Μείνετε σκιές, μείνετε κορίτσια,
Συντρόφισσες ενός τσούρμου χαμένου
Η Κατερίνα η Ζωή το Αντιγονάκι η Ζηνοβία
Η Τασία η Θεοδώρα η Ραχήλ
Μείνετε, είσαστε πολλές, είσαστε Ελληνίδες.
«Δε μιλάς; Τι σκέφτεσαι, αγάπη;»
Έχω κλείσει μασάζ στις εξίμιση, πριν τη βραδινή φωτογράφιση,
Το πρόσωπο πιάνει καλύτερα το φως, σα μαλακώσει.
Nαι, ποιος είναι; Yes, room service, sir.
Έλληνας είμαι, τι room service, sir!
Σόρι, κύριε υπουργέ, νόμιζα ότι το δωμάτιο ήταν άδειο.
«Eσείς εσείς νεαρέ
Ξέρετε τίποτε; Βλέπετε; Θυμάστε;
Καταλαβαίνετε τίποτε; Θα βγει το πρόγραμμα;
Εκείνο το πτώμα που φυτέψαμε πέρσι άνθισε, αγάπη μου;
Ξέρεις;»
Ξέρω μόνο
Ότι είδα μάτια πολλά γαλανά στη ζωή μου.
Kύριε υπουργέ, συγχωρέστε μας, από τη ρεσεψιόν ανησυχήσαμε.
Δεν απαντούσατε.
«Kάναμε έρωτα, ναι. Toν βοηθά στη σκέψη.»
Α εντάξει
Νόμιζα ότι ήταν το παιδί με τα μικρόφωνα
Τακ τακ τίκι τίκι τακ κάνει η καρδιά μου
Είναι τόσο έξυπνος
Και τόσο όμορφος Θεέ μου
Τόσο όμορφος...
Γινόσαστε μελαγχολική, Μαργαρίτα.
«Δε με λένε Μαργαρίτα, Δανάη με λένε.»
Αχ, ετούτο το τοπίο, όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Κοίτα.
Μου θυμίζει λίγο Ινδονησία.
«Και τώρα τι να κάνω; Γιατί μ’ αφήνεις μόνη;
Γιατί με παρατάς; Θες να βγω έξω, στη Βασιλίσσης Σοφίας
Σαν την τρελή, αναμαλλιάρα. Θα σε δω αύριο;
Τι έχεις Γιάνη;»
Tι είχα πάντα.
Έκλεισα μασάζ στις εξίμιση σου είπα. Σούσι μετά.
Ναι, αμέσως μετά το μασάζ φωτογράφηση, σωστά.
Και μετά το μασάζ και τη φωτογράφηση σούσι.
Όχι, όχι, μη φοβάσαι. Όχι με το Paris-Match.
Και μετά θα παίξουμε τάβλι (αλήθεια ξέρεις τάβλι, Ελληνίδα πράμα;)
Θα παίξουμε πόρτες πλακωτό φεύγα
Όχι μη φύγεις, έτσι λένε το παιχνίδι
Μέχρι θα έρθει αυτή η μνήμη της Σεκουριτάτε
Μετά από μένα, που κουβαλάει το τραύμα της Ιστορίας
Να τους πάρει από το χεράκι
ΣΥΝΤΟΜΕΥΕΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΡΟΧΩΡΕΙΤΕ ΟΙ ΜΠΡΟΣΤΙΝΟΙ
— Θα ρθει όπου να ναι ο Θοδωρής, καπετάνιε, θα ρωτήσει τι έκανες
Με τη σύνταξη του ΝΑΤ. Έφτιαξες τη μασέλα σου;
— Α, όχι, δεν είμαι τέτοιος καπετάνιος εγώ.
— Γεια, Φωτεινή, γεια Τασία, γεια Θεανώ, γεια Μπέτη,
—Την έφτιαξα σου λέω.
Σκέφτομαι και τον καημένο τον Πάνο
Τόσες μέρες στην άσκηση του ΝΑΤΟ
Με αυτή τη στολή τέσσερα νούμερα πιο κάτω απ’ το δικό του
Θα πεταχτεί κανά κουμπί, θα βγάλει κανά μάτι.
(Πρέπει να αρχίσει να γυμνάζεται, του το είπα.)
— Κάτσε του γιατί θα του κάτσει άλλη, girl.
— Ναι σιγά, του είπα. Έχει κι αλλού πορτοκαλιές. Το μοναστήρι να ’ν’ καλά.
MΗΝ KΑΘΥΣΤΕΡΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΟΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΥΝΤΟΜΕΥΕΤΕ
— Κοίτα τη εκεί, στο λόμπι, την Αμερικάνα ή Σουηδή
Κοίτα τη, έχει γίνει σα μούμια απ’ τις πλαστικές.
— Καλύτερα εγώ με τις πλαστικές σα μούμια
Παρά η άλλη χωρίς, την είδες; Σαν κροκόδειλος γερασμένος ή αρμαδίλλος.
(Πήγε λένε στον Πιταγκί, στη Βραζιλία, αλλά την έδιωξε, δε γίνεται της είπε είναι αργά.)
Ο φαρμακοποιός λέει τέλειωσαν τα ταβόρ, τα ζανάξ επίσης, κύριε υπουργέ.
Εντάξει, δεν είναι για μένα είναι για Εκείνη, εγώ παίρνω ενδορφίνες
Λυπάμαι αν έχετε φωτογράφηση αλλά οι συναλλαγματικοί έλεγχοι βλέπετε
ΠΡΟΧΩΡΑΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΥΝΤΟΜΕΥΕΤΕ
Πιείτε χαμομήλι σε μεγάλες δόσεις είπε ο γιατρός.
Τι να σου κάνει το χαμομήλι, καπετάνιε
Του είπα. Τι να σου κάνει.
Να χαμε τουλάχιστον μονοκοτυλήδονα.
Βλάκα.
Be patient. Patience is a virtue. Αγάπη μου, I closed the banks.
La de da
—Καλά, παιδιά δεν έχετε; Αμα δε θέλατε παιδιά γιατί παντρευτήκατε;
—Ήταν η επανάσταση. Μικροί νομίζαμε ότι τα παιδιά θα μας κλέβουν
Χρόνο από την επανάσταση.
ΣΥΝΤΟΜΕΥΕΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΦΤΑΝΟΥΜΕ
—Καλά εντάξει αλλά μετά, που δε γινόταν επανάσταση και είσασταν στη Βουλή
Καταλαβαίνω πριν, αλλά μετά γιατί όχι;
—Ε, μετά ήτανε μπελάς, παιδιά, φασαρίες, πάνες, σχολεία, άσε καλύτερα.
ΣΥΝΤΟΜΕΥΕΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ
ΣΥΝΤΟΜΕΥΕΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ
Αντε φεύγω, πάω Βρυξέλλες. Αντε γεια. Γεια darling. Γεια.
Τσάο, παίδες. Τσάο. Τσάο. Τσάο Αριστείδη, Μπέτη, Θεοδώρα, Θεανώ.
Καληνύχτα κορίτσια. Τσάο. Κορίτσια, τσάο είπα σας μιλάω.
ΙΙΙ. Το τραγούδι της φωτιάς
Το αντίσκηνο σκίστηκε. Κάτι σκοινάκια μόνο το κρατάνε
Για να μην πέσει να μας πλακώσει. Ο άνεμος
Έρχεται παγωμένος βαρδάρης ανηλεής από την Ακατονόμαστη Χώρα
Τα κορίτσια της ΜΚΟ πήγανε για σάντουιτς στο χωριό
Ήτανε κρύο στη Λέσβο, μελαγχολήσαμε κοιτάζοντας τη θάλασσα
Γλυκέ Λουδία, κάνε μου παρέα όσο φορτώνω το iPad μου
Σβήσε τις μνήμες σου που κατεβάζεις, τα τενεκέδια, τα προφυλακτικά,
Τα κουτιά από τα τσιγάρα
Φύγανε σου λέω τα κορίτσια
Τώρα θα 'ρθουνε οι σταρ του σινεμά, οι μεγάλοι εικαστικοί, οι ιεράρχες
Θα προσκυνήσουν τις ζωές των άλλων.
Σωκράτη εσύ σουπερστάρ μίλα μου μίλα μου
Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική
Ενθυμού και μη λησμόνει ω παι
Αυτός ο τόπος δεν είναι δικός μας, κύριε, είναι του Ομήρου
Για σας, παρακαλώ πολύ, δε θέλω οικειότητες
Ήσυχα Rex, είναι φίλος ο κύριος. Όχι φίλος ακριβώς δηλαδή αλλά
Φοβερή.
Γλυκέ Λουδία, κάνε μου παρέα όσο φορτώνω το iPad μου
Γλυκέ Λουδία, κάνε μου παρέα
— Το μαντήλι του αυτουνού το 'πλεναν πέντε ποτάμια.
Και βάψαν και τα πέντε, χα χα.
— Σας άκουσα, τον έπιασα τον υπαινιγμό σας
Δεν είναι αστείο πράμα αυτό πια να γελάτε με έναν άρρωστο άνθρωπο
Eίδε το πρόσωπό του στην επιφάνεια του νερού και ερωτεύτηκε, τι να έκανε δηλαδή;
Γράφτηκε ολόκληρος μύθος γι´ αυτόν, πέθανε, φτάνει πια.
Ηρεμήστε.
Και τότε εκεί παραδίπλα ακούστηκε ο αρουραίος
Γλοιώδης και χοντρός στην όχθη
Ενώ εγώ τι ήθελα, να πιάσω ένα ψάρι ήθελα, να φτιάξω σούσι à la Macédoine
Τώρα που χειμώνιασε και είμαστε ακόμη εδώ
Σκεφτόμουν τις δόξες υπουργών
Let us sit upon the ground and tell sad stories of the death of ministers
Του υπουργού πατέρα του ενός
Του υπουργού θείου του άλλου
Της υπουργού ξαδέλφης του παράλλου
Εγώ ταξικός αποστάτης γιατρός χωρίς σύνορα
Και όλοι αυτοί οι σκοτεινοί που γρυλλίζουν παραπέρα (οληνύχτα ένα ρόγχο ακούω)
Ένα μουρμουρητό μαύρο και πιο πέρα η εθνική οδός
Που θα μας φέρει το καλοκαίρι
Το Μιμίκο και τη Μαίρη, να υποβάλλουν κι αυτοί τα σέβη τους
Μαζί με την Αντζελίνα και την Τσιτσιολίνα και την Παπαβερίνα
Papaveri papaveri son alti alti alti
E tu sei picolina
Pappare i papaveri, come si fa?
Non puoi tu pappare i papaveri
Ο Papa
Θα έρθουν εδώ στο ποτάμι να αναβαπτισθούν,
Et, O ces voix d’enfants, chantant dans la coupole!
Let’s twist again like we did last summer
Let’s twist again
One hundred and eighty degrees
Three hundred and sixty degrees, better even
Τσιπτσιπτσίπ
Co co ri co Co co ri co
Κου-κου κου-κου κου-κου
Ελελεύ
Φοβερή πόλη
Γυρίσαμε την ώρα που ξημέρωνε ντάλα λιακάδα παιδί μου
Και στο γραφείο ήρθε αυτός ο τύπος ο Ερντογρούλ πώς-τον-λένε από απέναντι
Με κάτι λουκούμια φρέσκα τριαντάφυλλο
Ένα κουτί για μένα ένα συστημένα για Βερολίνο
Με κάλεσε με τσάτρα-πάτρα εγγλέζικα
Να πάμε να φάμε λέει στο Χίλτον στο Galaxy
Και μετά να μείνω μαζί του το Σαββατοκύριακο στον Αστέρα
Θα περάσουμε καλά, είπε.
Eντελώς ξεδιάντροπος για ποιον με πέρασε. Δεν κατάλαβα!
Ακούστε: Το απόβραδο, όταν μαβίζει ο ουρανός στον Υμηττό
Όταν οι άλλοι αφήνουν τη δουλειά κι άλλοι την πιάνουν
Για δεκαεπτά ώρες νυχτέρι
Εγώ ο Κάρολος, αν και νεκρός, κατάνεκρος τώρα εικοσιεφτά χρόνια
Ζαρωμένος σα χίλιοι τόνοι σταφίδα κορινθιακή, βλέπω
Όταν μαβίζει ο ουρανός στον Υμηττό, να γυρνούνε στα σπίτια τους
Οι απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα ένα ποτάμι
Γλυκέ Λουδία
Και μια μικρή, πτυχιούχος ΤΕΙ, με τριακόσια ευρώ το μήνα σε call-center
Ανάβει το γκάζι, βγάζει μια κονσέρβα να τη ζεστάνει
Γλυκέ Λουδία κάνε μου παρέα
Πάνω στον καναπέ-που-γίνεται-κρεβάτι ανακατωμένα
Βρακιά, μπλουζάκια, καλτσόν, σουτιέν
Κι εγώ, ο Κάρολος, ο γέρος ο σταφιδιασμένος από την πολλή Ιστορία,
Τα είδα όλα και σας τα λέω τώρα:
Πως περίμενα κι εγώ μαζί της τον επισκέπτη
Πως ήρθε αυτός μόνος, αδύνατος, κιτρινιάρης, άχαρος,
Πως μπήκε μουλωχτά κρυφά-κρυφά γιατί είναι δημόσιο πρόσωπο λέει
Τρέχα-γύρευε δηλαδή είναι σύμβουλος σε ένα γραφείο στην Ηρώδου Αττικού λέει
Δούλευε μπάρμπαν παλιά λέει
Με ύφος ανάμεσα σε κεραυνόπληκτο και τσογλάνι
Πώς τρώνε. Κι έπειτα
Πώς αυτός αρχίζει να την μπαλαμουτιάζει. (Βιάζεται λέει.)
Πώς αυτή κάθεται, δε λέει λέξη
Πώς αυτός έχει ανάψει, πώς εφορμά
Τη βουτάει από δω, τη βουτάει από εκεί
Σιγά μη σταματήσει αυτός σιγά μη χολοσκάσει που αυτή
δε συμμετέχει ψυχολογικά.
Όχι, δε χολοσκάει. Καθόλου. Τελειώνει, της αφήνει είκοσι ευρώ
Κι ούτε κουβέντα για εκείνο το διορισμό που λέγαμε
Βγαίνει στα σκοτεινά, γιατί το φως είναι σβηστό
Τι να σου κάνουν τριακόσια ευρώ — άντε τετρακόσα με κάτι μικροβίζιτες.
Εκείνη κοιτάζεται μια στιγμή στον καθρέφτη
Ούτε που το κατάλαβε ότι είναι μόνη
Όπως δεν κατάλαβε πριν ότι δεν ήταν
Ο νους της ανοίγει μια στιγμή ν᾽αφήσει μια σκέψη να περάσει:
"Τη βγάλαμε και σήμερα."
Κρίμα ωστόσο κι είναι ωραίο κορίτσι, να χαραμίζεται έτσι.
Βάζει στο στόμα της μια τσίκλα και ανάβει την ταμπλέτα της
Να δει τι κάνουνε οι φιλενάδες της στο φέισμπουκ.
Εγώ, ο Κάρολος, όλα αυτά τα έχω έχω δει, τα έχω προβλέψει
Εγώ ο Κάρολος όλα αυτά τα έχω πάθει, Νυμφίος
Δια την υμετέραν σωτηρίαν,
εγώ ο ίδιος τα έχω πάθει,
εμένα τον ίδιο μπαλαμούτιασε
εμένα του ίδιου άνοιξε τα πόδια
εμένα μου έπιασε τα σταφιδιασμένα στήθη
εμένα που έγραψα την 18η Μπρυμαίρ
εμένα που είδα το πορτρέτο μου
σε τόσα εκατομύρια γραφεία βαρυεστημένων δημοσίων υπαλλήλων
στη Μόσχα στην Πράγα στο Πεκίνο στο Ανόι στην Αθήνα
στον Περισσό στην Κουμουνδούρου.
Ναι, με εμένα, σύντροφοι της Τρίτης Διεθνούς, συνουσιάστηκε ο κιτρινιάρης
Άλλη μια προαναγγελθείσα αντίφαση του καπιταλισμού.
Πάμε στο Φάληρο, έϊβαλα, είναι αστροφεγγιά, έϊβαλα.
Και κάτω, κατεβαίνοντας Μητροπόλεως, προς Μοναστηράκι
Ω Πόλη Πόλη, ακούω καμιά φορά
Εκεί, σε μία πάροδο, σε ένα γυράδικο, Καπνικαρέας,
όχι πιο χαμηλά Αιόλου
Να παίζει ένα μαντολίνο
Για να δείτε πώς πονώ
πώς υποφέρω
Πηγαίναν Έλληνες παλιά, μετά Αλβανοί, μετά Πακιστανοί,
Τώρα ποιος ξέρει τι
Τώρα ποιος ξέρει αν θα με σκέφτεσαι όπως κι εγώ
Μικρή μου αγκάπη ποτέ δε φεύγκεις απ᾽ το μυαλό
Το καλοκαίρι μαζί πηγκαίναμε στην αμμουντιά
Στη Μύκονο
Στη Σέριφο
Στη Νιο
Στη Σαντορίνη
Κάποτε. Αλλά τότε ήταν αλλιώς βέβαια. Διαβάζαμε Ελύτη, Γκάτσο.
Τώρα πρέπει να φύγουμε
Να πάμε στην πολιτεία με τα αντίσκηνα
Εκεί που καίνε οι φωτιές.
Πάμε. Θα έρθουν κι εκείνοι. Είναι σημαντική μέρα. Έρχεστε;
Το ποτάμι φουσκώνει
Πίσσα και λάδια
Οι μαούνες ανεβαίνουν
Με πανιά κόκκινα
Μεγάλα κόκκινα πανιά
Ανεβαίνουμε θριαμβικά
Weialalaleia
Wallalaleialala
Όλη η συντροφιά
Η Μπέτη ο μπαρμπα-Aλέκος κατασυναχωμένος
Και πάνω φτερουγίζει η σκιά του νεκρού συντρόφου
με τα μαλλιά όπου ανεμίζουν ελατόδασα
Κοιτάμε όλοι μια εδώ μια εκεί
Τα κόκκινα πανιά
Μας πάει ο άνεμος
Ακούγονται καμπάνες θριαμβικές
Weialalaleia
Wallalaleialala
(Εδώ παρεμβάλλεται μια υποσημείωση του Ποιητή, σωστότερα ένα σχόλιο, γραμμένο στο περιθώριο βιαστικά προς τον εκδότη, όπου του εκφράζει την αγωνία του μήπως οι αναγνώστες δεν καταλάβουν τις αναφορές του και τον πάρουν για τρελό, μήπως δεν ξέρουν, για παράδειγμα, ότι ετούτο το τελευταίο τραλαλαρό είναι από το βαγκνερικό Λυκόφως των Θεών, μια λεπτομέρεια που ο Ποιητής εκφράζει τη βεβαιότητα ότι είναι σημαντική για την κατανόηση του όλου ποιήματος.)
Ναι ναι μας πήγε σύντροφοι ο άνεμος
Όπως πήγε τον Μάο στο Πεκίνο
Όπως πήγε τον Φιντέλ στην Αβάνα
Αχ αχ γιατί να μην προλάβω να αγκαλιάσω τον Φιντέλ
Να τον ρωτήσω πώς είναι να μπαίνεις θριαμβευτής στην Αβάνα;
(Εγώ έχω πάει μόνο με την ΚΝΕ.)
Έτσι που έγινε τώρα ο Φιντέλ, βέβαια,
χούφταλο, σάψαλο, με φόρμα και παντούφλες, μούμια
τι να τον αγκαλιάσω,
μπορεί να μου μείνει στα χέρια, να σπάσει, να γίνει κομμάτια — φαντάζεστε;
ή χειρότερα να με καταγγείλει δημόσια
που μου δόθηκε η εξουσία και δεν επέβαλα αμέσως δικτατορία του προλεταριάτου
ως όφειλα κατά πως ορίζουν οι Γραφές.
Αχ γιατί να μαραίνονται έτσι οι μεγάλοι επαναστάτες αχ γιατί
Ο Λένιν με εγκεφαλικό
Ο Τσάβες με καρκίνο
(Κι αυτός πάλι να κλαίει σα μωρό να μην πεθάνει
Τί είναι ένας θάνατος μπροστά στην παγκόσμια επανάσταση)
Ο Φιντέλ ένα τσουβάλι κόκαλα με φόρμα Adidas.
Μας πήγε ο νοτιάς σύντροφοι
Ναι, μας πήγε, όπως δεν πήγε τον Άρη τον Μάρκο τον Νίκο
Εμάς μας πήγε
Όμως μόνο για λίγο
Πολύ λίγο
“Στο περιγιάλι το κρυφό
Κι άσπρο σαν περιστέρι"
Ναι, τι είπες Μπέτη; Γύρισαν τα παιδιά από το σχολείο πιο νωρίς;
Άλλαξε η ώρα του πάρτι;
Καλά εντάξει μην κάνεις έτσι, έτσι είναι τα πάρτις
Ας τα πάει η μάνα σου σε τελική
Ε, τι, στην Εκάλη είναι το πάρτι δε θέλει και καμιά φοβερή ασφάλεια
Έχουν ασφάλεια οι γείτονες
Δε μένουν δα και βιομηχανικοί εργάτες στην Εκάλη
“Πήραμε τη ζωή μας λάθος."
Βάλτε μια άνω τελεία.
Δεν σας διέκοψα εγώ
Θα με αφήσετε να ολοκληρώσω.
“Δε θέλω να περιαυτολογήσω αλλά
Καταλήξτε επιτέλους.
Εδώ στην Παιανία στο στούντιο κατάλαβα ότι
Δεν μπορώ να καταλήξω πουθενά.
Χρειάζεται ένας νέος φορέας; Απαντήστε!
Αφήστε με σας παρακαλώ είμαι κουρασμένος.
Δεν το βλέπετε. Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.”
lala
lalala
σία κι αράξαμε
Πυρκαγιά πυρκαγιά μέσ᾽ στο μυαλό μου πυρκαγιά
Σύντροφε Θεέ δοξάρι είμαι στα χέρια σου
Μη με παρατεντώσεις γιατί θα σπάσω
Σύντροφε Θεέ δοξάρι είμαι
Το όργανο της Ιστορίας είμαι
Γλυκέ Λουδία πες κι εσύ κάτι
Κάρολε Φιντέλ Μάρκο Παναγιώτατε Άρη Χούγκο Μακαριώτατε Σλάβοϊ
Δοξάρι είμαι
πυρκαγιά
IV. Άνδρας πλέων
Ο σύντροφος Παναγιώτης, που πέθανε το καλοκαίρι,
Ξέχασε τις ντουντούκες και τις λαοθάλασσες
Και τη Θεωρία της Υπεραξίας.
Τον πήρε μια σπηλιάδα
Ψιθυρίζοντας, πήρε τα οστά του. Όπως τον πήγαινε
Ξανάζησε μια μια τις μέρες της νιότης του
Ανεμισμένος.
Ορθόδοξοι και ρεβιζιονιστές
Εσείς που γυρνάτε τον Τροχό της Ιστορίας
Να θυμάστε τον Παναγιώτη, που ήταν κάποτε νέος κι αλάνθαστος
σαν κι εσάς.
V. Τι είπε η λιακάδα
Μετά τις πλατείες όπου άστραψαν τα πρόσωπα κόκκινα
Μετά τον Κήπο με τους νεκρούς πρόχειρα παραχωμένους
στο κρύο δεκεμβριάτικο χώμα
Μετά την Καισαριανή
Μετά το προσκύνημα (παρακάλεσα να μείνω για λίγο μόνος με τους νεκρούς)
Φυλακές κάμποι λιβάδια πόλεις χωριά βουνά
Ήχος βροντής στα βουνά
Ποιος και τι τα βουνά;
Οι άλλοτε ζωντανοί είναι τώρα νεκροί
Κι εμείς οι ζωντανοί θα πεθάνουμε κάποτε
δειλοί, μοιραίοι
Δεν υπάρχει νερό μονάχα φως
Φως χωρίς νερό κι ένας δρόμος στην άμμο
Δρόμος που οδηγεί στα βουνά
Βουνά από πέτρα και φως
Όμως
Τι τα βουνά;
Αν είχε νερό θα πίναμε
Αλλά έχει μόνο φως και μέσα στο φως δε γίναμε
Τίποτε τίποτε
άβουλοι αντάμα
Δε μπορείς παιδί μου να σκεφτείς καθαρά στο φως
(το έλεγα τις προάλλες σε ένα Βέλγο)
Τα πόδια υγρά από ιδρώτα στην άμμο
Αν είχε νερό θα πίναμε
Στόμα ξερό σαν κόκαλο χωρίς σάλιο στόμα
Κάθησε κοντά μου λίγο ακόμα
Αλλά εδώ δεν έχει ησυχία
Βροντά συνέχεια από κάπου, βόρεια νομίζω — Όχι, δεν είναι βροντές.
Βρέχει — Όχι. Είναι αργά.
Με ενοχλούν όλα αυτά τα πρόσωπα
Μέσα από τα αντίσκηνα του Ερυθρού Σταυρού
Αν είχαμε νερό
προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα
Αν είχαμε νερό
Νερό νερό
Μια πηγή
Μια λίμνη
Αν ακούγαμε μόνο το σιντριβάνι του Pool Bar και τα ποτιστικά
Αντί το εκνευριστικό τζιτζίκι
Αν είχε νερό αντί φως
Άντε να ακουγόταν και κανά πουλί
Τσίχλα ή σουσουράδα
πλιτς πλιτς πλιτς πλιτς το σιντριβάνι
τσίου τσίου το πουλάκι
το κοκοράκι κικιρικικί
Αλλά δεν έχει νερό.
Δε μου λες ρε μεγάλε εκείνος εκεί στη γωνία ο τριχωτός ποιος είναι;
Ασφάλεια; Ποιανού ασφάλεια;
Όλο τον βλέπω κοντά μου και δε γουστάρω καθόλου...
Τι λες; Δική μου ασφάλεια; Μπα, δε νομίζω
Τους ξέρω όλους στη δική μου ασφάλεια — έτσι λέω. Όχι;
Και επιπλέον γιατί φοράει κουκούλα;
—Ε, μικρέ, γκαρσόν, μήπως ξέρεις τον κύριο εκεί στη γωνία;
Τι είναι αυτός ο ήχος ρε παιδιά; Ελικόπτερο;
Κλάμα είπες, τι κλάμα — παιδιού; Μεγάλου;
Ωχ, αυτοί όλοι εκεί έξω πάλι ποιοι είναι;
Τι λες; Απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα;
μα ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει απολυμένους
δεν έχει μονιμότητα για να έχει απολύσεις
έρχονται και φεύγουν κινούνται
είναι φυσικό
σαν την άμμο
πάνε κι έρχονται
Αγάπη μου, γιατί κουνάνε τα κτίρια; Σεισμός;
Άκου: ήταν μια τύπα πριν από λίγο στη ρεσεψιόν με μαύρα
κρατούσε ένα μαντολίνο κι έπαιζε
είχε γύρω της νυχτερίδες
κι έπειτα άρχισε ξαφνικά —ακούς;— να σκαρφαλώνει στους τοίχους
σαν αράχνη, ανάποδα
σκιάχτηκα, της είπα
λίγο συμμάζωξε το σάβανό σου
σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου
Χαμομήλι είπε ο γιατρός, σε μεγάλες δόσεις
Ακούω καμπάνες, πλησιάζει καμιά γιορτή; Της Υπαπαντής; Πάσχα μήπως;
Η πισίνα — απόψε λέει θα την αδειάσουν, μην κάνουμε το λάθος και βουτήξουμε
τη νύχτα χωρίς να κοιτάμε
κυρίως πιωμένοι μη βουτήξουμε
ή μάλλον μη βουτήξουμε καθόλου
Τη βάψαμε, γιατί όμως; Αρχίσαμε καλά πολύ καλά
στο Παρίσι σε ένα γήπεδο χαιρέτισαν τον νέο Τσε
στο Βερολίνο, τον Τσάβες της Ευρώπης
στο Βόλο, τον ήρωα
στο Ηράκλειο, τον Θεό
Τώρα που νύχτωσε ακούω πάλι το ποτιστικό στο γκαζόν
αυτό είναι ή πολυβόλο;
Εδώ μέσα είμαστε ασφαλείς νομίζω, ε δεν είμαστε;
Έχει και παρεκκλήσι λέει, στο υπόγειο
(Μα τι το θες το παρεκκλήσι; Δεν ξέρω — έγινες τελευταία πολύ θρήσκος.
Ανησυχητικό.)
Στο παρεκκλήσι υπάρχει άσυλο, εκεί δεν μπορεί κανείς να σε πιάσει
είναι σαν πρεσβεία το παρεκκλήσι
(Το πρωί θα πρέπει να φύγουμε όμως.)
κού-κου τζα κού-κου τζα κού-κου τζα
Τι πουλί είναι αυτό;
Δεν είναι πουλί παιδάκι ίσως
Είδες την αστραπή;
Πάνω από τον Υμηττό, ήρθε και σκέπασε το ξενοδοχείο
με φως
Το παρεκκλήσι μού λένε είναι ήσυχο, έχει και οστεοφυλάκιο
Εκεί αναπαύονται οι παλαιοί
Έπιασε αέρας
να φύγουμε από τον βρωμότοπο να ταξιδέψουμε
να γυρίσουμε τον κόσμο
(Ωραία ταξίδια
Αγία Πετρούπολη, Τεχεράνη
φοβερές πόλεις
Η Ουάσινγκτον ασήμαντη.)
Ωχ κοίτα πάλι αστραπή
Πάλι
Δε γίνεται να κάνεις ομελέτα αν δε σπάσεις αυγά, το είπε
νομίζω ο Ηράκλειτος.
Да, товарищ
Τι; Ε; Παραμιλάς;
Σύντροφε, αιμορραγείς
Relax: χαλαρώστε πάρτε μια βαθιά ανάσα
Τους το ’χα πει εγώ, το πουλί σας εδώ το ’χετε μόνο για να κατουράτε
(καλά το δικό μου, αφήστε το το δικό μου)
Κι ύστερα διαμαρτύρεται το κάθε τσουλάκι
Σιγά τα τριακόσια-τετρακόσια ευρώ το μήνα, λέω
μην τα χάσει. Και τι έγινε;
Αυτά δε γράφονται καν στην Ιστορία, λέω
ούτε υποσημειώσεις σε αραχνιασμένα κομματικά υπόγεια γίνονται
ούτε οι ημέτεροι γράφονται
ούτε οι μετακλητοί, λέω
δε μετράνε αυτά
Μη συνεχίζεις. Μη. Θα πάμε ταξίδι.
Да
Enjoy: Όλοι μας είμαστε εδώ για την ίδια δουλειά
Κι εσείς κι εμείς
Μην κοιτάτε που εμείς αποφασίζουμε
Αποφασίζουμε για όλους αφού όλοι είμαστε ένα
το ποτάμι δε γυρίζει πίσω
τα σκυλιά ουρλιάζουνε αλλά το καραβάνι προχωράει
Μόνο το βράδυ καθρεφτίζεται καμιά φορά
στον ουρανό ένας μακρινός Αλκιβιάδης
Θα πάμε μακριά.
Да
Jack Daniels: Η μαούνα ξεκόλλησε από τη λάσπη αναστενάζοντας,
Αισιόδοξα, ζωηρά, υπακούει στο χέρι του γερο-καπετάνιου
Το ποτάμι, ορμητικό
Μας πάει όπου θέλουμε
Κάποτε
Έκατσα εκεί, στην κουπαστή, ψαρεύοντας
Περνώντας από όχθες κατάξερες
Θα φτιάξουμε επιτέλους κτηματολόγιο;
Λόντρα Παρίσι Νιου Γιορκ Βουδαπέστη και Βιέννη
Μπρος στην Αθήνα καμιά μα καμιά σας δε βγαίνειειειειει
Come on baby light my fire
Blackbird singing in the dead of night—από πάνω σαν τηγάνι από κάτω σα βαμβάκι
Στ’ άρματα στ’ άρματα
Μου τα παίρνεις και μου λες φταίει η ντάμα κι ο βαλές
Έβαλα ένα κεραμίδι πάνω απ᾽ κεφάλι μου
Στον αγώνα ενωμένοι
Οίμοι, τάλαινα
Έτσι τελειώνει ο κόσμος. Όχι με μια σφαγή
Αλλά με έξι μπουκάλια άδεια μπέρμπον στη σουίτα του ξενοδοχείου
στις Βρυξέλλες
Οίμοι. Πάει ο καημένος.
Αυγά σπάσαμε, σύντροφοι, ομελέτα δε βλέπω
Relax. Enjoy. Jack Daniels.
Σούσι σούσι σούσι