Σύνδεση συνδρομητών

Ένα κείμενο γεμάτο ραφές ή κοπές

Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024 22:58
Πρώτα απ’ όλα, ο Μισέλ Φάις κομματιάζει την αφήγηση. Κομμάτια είναι το κείμενό του, άλλα πιο μεγάλα και συνήθως πιο μυθοπλαστικά, άλλα πολύ μικρά, πολλές φορές αφοριστικά. Ένα κείμενο γεμάτο ραφές ή κοπές, όπως το δεις. Αργείς να καταλάβεις ότι αυτή είναι η συνέχεια, ότι η ασυνέχεια είναι η συνέχεια.
Μισέλ Φάις
Πρώτα απ’ όλα, ο Μισέλ Φάις κομματιάζει την αφήγηση. Κομμάτια είναι το κείμενό του, άλλα πιο μεγάλα και συνήθως πιο μυθοπλαστικά, άλλα πολύ μικρά, πολλές φορές αφοριστικά. Ένα κείμενο γεμάτο ραφές ή κοπές, όπως το δεις. Αργείς να καταλάβεις ότι αυτή είναι η συνέχεια, ότι η ασυνέχεια είναι η συνέχεια.

Μισέλ Φάις, Αμήν. Προσευχές στο Κενό. Διηγήματα, Πατάκη, Aθήνα 2024, 168 σελ.

Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Μισέλ Φάις όλο πάει να διηγηθεί μια ιστορία και όλο σκοντάφτει πάνω στο χρόνο που χάθηκε και σ’ αυτόν που μας απομένει, σκοντάφτει πάνω στο θάνατο. Είναι όμως ένα βιβλίο για το θάνατο;

Ο κόσμος του Φάις  σε  πολλούς είναι γνώριμος, τουλάχιστον αναγνωρίσιμος, δύσκολα όμως περιγράφεται.

Κάτι που εγώ διακρίνω στο έργο του συγγραφέα, όσο το γνωρίζω, γιατί είναι  ευρύ, είναι ένα ακούραστο πήγαιν’-έλα μεταξύ αποκάλυψης, ξεγυμνώματος και  αναδίπλωσης,  κλεισίματος. Ο έρωτας, η ένωση, η σύνδεση, η  ζωή. Ο θάνατος, η ρήξη, ο  χωρισμός, η αποσύνδεση. Μ’ αγαπάς-Δε μ’ αγαπάς. Μια ιλιγγιώδης εναλλαγή, πάντοτε καλογυμνασμένη.

Κάποτε οδηγούμαστε στη «μείξη των ενορμήσεων», στη σύνθεση: έρως και θάνατος χεράκι-χεράκι. Η σύνθεση, αυτός ο ευνουχιστικός συμβιβασμός, δεν σηκώνει απολυτότητες. Είναι κεντρώα! Και δεν κρατάει πολύ, δεν ησυχάζει. Εν ολίγοις, ο συγγραφέας, ενώ μας απευθύνεται, όλο μας ξεφεύγει. Όπως η  φοβερή ζωγράφος του που δεν θέλει να την αγγίζει κανείς και που μόνο η ζωγραφική την αντέχει. Σκαντζόχοιρος η ζωγράφος του Μισέλ Φάις.

Εκεί που λες, αθώε αναγνώστη, «εδώ είμαστε», εκείνος έχει ήδη φύγει, λογοτεχνικά πάντοτε,  περιγράφω ένα έργο, όχι  βέβαια έναν άνθρωπο.

Όταν ο Μισέλ Φάις μιλάει για Προσευχές στο Κενό, τι μας λέει: αποκαλύπτω επιθυμίες και ελπίδες, τις απευθύνω και αυτές πέφτουν στο κενό. Πού πάνε; Τις παίρνει πίσω; Τις αποσύρει; Διατυπώνει κάτι που το ονομάζει «Προσευχή» και αμέσως μετά φεύγει. Ποτέ οριστικά. Επανέρχεται στην επόμενη σελίδα, επίμονα, εδώ είμαι, κου-κου, συχνά με απόγνωση. Με γέλια, παιχνίδια ή με οδυρμό, πεθαίνω, ακούστε με!

 

Η δυσκολία μιας προσευχής στο κενό

«Προσεύχομαι στο Κενό» είναι ένα αξίωμα. Ετσι είναι. Αμήν.  Ότι αυτό που εμφανίζεται ως αξίωμα συνιστά μια πρόκληση, ένα αίτημα προς τον αναγνώστη, τον  όμοιο, τον πλησίον,  l’objet secourable που λέει ο Φρόυντ, δεν μπορώ να μην το σκεφτώ. Αλλά ο συγγραφέας μάς το κάνει δύσκολο. Αναπόφευκτα.

Πρώτα απ’ όλα κομματιάζοντας την αφήγηση. Κομμάτια είναι το κείμενό του, άλλα πιο μεγάλα και συνήθως πιο μυθοπλαστικά, άλλα πολύ μικρά, πολλές φορές αφοριστικά. Ένα κείμενο γεμάτο ραφές ή κοπές, όπως το δεις. Αργείς να καταλάβεις ότι αυτή είναι η συνέχεια, ότι η ασυνέχεια είναι η συνέχεια.

Στην πρώτη σελίδα λέει: κάποιες φορές θέλεις βοήθεια, κάποιες άλλες επείγει να περάσεις σε πράξεις. Κάποιες φορές χρειάζεσαι τον άλλον, κάποιες άλλες θέλεις να φύγεις μόνος σου. Μας προειδοποιεί, θα έρχομαι και θα φεύγω. Βοήθειά μας! Αμήν.

Τι κάνει ο αναγνώστης που  θέλει να συνδεθεί με αυτό το έργο; Όσο με αφορά επιλέγω να αγνοώ την αποσύνδεση, τα «φεύγω», ώσπου να μπορέσω να τα δω ως μέρος μιας διακοπτόμενης συνέχειας. Αυτό που  κάνει με τον δικό του τρόπο,  πιστεύω, και ο συγγραφέας. Είναι μια πολύ ενεργός ανάγνωση αυτή που μού ζητιέται.

Ένα παράδειγμα. Όταν στους διαλόγους μάς περιγράφει ακατάπαυστα τις ιδιότητες-χαρακτηριστικά των συνομιλητών, δεν είναι για να μην ξεχάσουμε ποιος μιλάει κάθε φορά, αλλά για να τους χωρίσει εκατό φορές. Ενώ ο διάλογος, η απεύθυνση του ενός στον άλλον,  τους ενώνει. Μην ξεχνιόμαστε, μας λέει, δύο μόνοι είναι, μη σας μπερδεύει ότι μιλάνε μεταξύ τους. Αμήν. Το Αμήν εδώ είναι τελεία. Είπα και ελάλησα. Στοπ, όπως στα τηλεγραφήματα.

Κάθε φορά αρχίζει με την ίδια φράση «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου». Τι είναι αυτή η φράση; Για μένα είναι ένα schibboleth.

To schibboleth, στα εβραϊκά, είναι μια φράση ή μια ειδική λέξη, ή η προφορά μιας λέξης,  που  μόνο τα μέλη μιας ομάδας μπορούν να προφέρουν σωστά. Αποκαλύπτει την ένταξη σ’ αυτή την ομάδα, εθνική ομάδα, συντεχνία, ή άλλη. Με άλλα λόγια, το schibboleth είναι ένα σημάδι αναγνώρισης, ένα συνθηματικό.

Ο Φρόυντ, το 1932, θεωρεί ότι η κατανόηση των μηχανισμών του ονείρου, απαραίτητοι για την ερμηνεία του, είναι το schibboleth που διαφοροποιεί τον αληθινό ψυχαναλυτή από οποιονδήποτε άλλον διατείνεται ότι είναι ψυχαναλυτής.

Κωδικός, σύμβολο, σουσάμι. Αρκεί να πεις τη λέξη σουσάμι για  ν’ ανοίξει η σπηλιά του Αλή Μπαμπά με τους 40 κλέφτες. 

Το schibboleth «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου» μπορούμε να το ακούσουμε επίσης ως ένα  «Λοιπόν» στην αρχή μιας αφήγησης. «Λοιπόν, τι λέγαμε; ». Η ως, «Εν αρχή». Εν αρχή είναι ο Θάνατος. Και μόνο αφού το πεις ανοίγει η Ζωή. Κουτσά στραβά, αλλά παίρνει μπρος.  Στο βιβλίο είναι ο όρος, το νόμισμα στο τζουκ-μποξ για να ξεκινήσει η αφήγηση, να ξεκινήσουν οι ιστορίες. Η καλημέρα πριν αρχίσεις  να μιλάς.  Ένα περιέχον και λιγότερο ένα περιεχόμενο.

Δηλώνεις το θάνατο που είναι κάτι βουβό και μετά είσαι ελεύθερος να μπεις στη ζωή και στις αναπαραστάσεις της. Οι αναπαραστάσεις, το ξέρουν αυτό οι ψυχαναλυτές, είναι παράγωγα της ενόρμησης ζωής, όσο δυσάρεστες κι αν είναι κάποιες φορές. Η επαναληπτικότητα, πανομοιότυπη, καταναγκαστική, το  «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου» στην αρχή κάθε κεφαλαίου είναι από τη μεριά του θανάτου.  Εδώ όμως η καταναγκαστική αυτή φράση έχει (και) άλλη λειτουργία. Απενοχοποιεί, ξεκλειδώνει τις αναπαραστάσεις και τα νόηματα. Πηγαίνοντας από το ανόργανο στο οργανικό, και όχι αντιστρόφως όπως ορίζουν οι νόμοι της φύσης. Ο θάνατος εδώ είναι στην υπηρεσία της ζωής.

Ο χωρισμός, που είναι η ραχοκοκαλιά του Αμήν, είναι ένας θάνατος όπως συνηθίζουμε να  λέμε. Μπορεί να σε τινάξει στον αέρα αλλά παίρνεις και μια ανάσα. Επιτέλους, παύση! Το Αμήν επίσης είναι μια παύση. Βρισκόμαστε ανάμεσα σε δυο παύσεις. «Κάποιες φορές νιώθω…» στην αρχή και «Αμήν» στο τέλος.

Το να πεθαίνεις στη θέση του άλλου, το θάνατο του άλλου,  να ταυτίζεσαι με τον άλλον, να γίνεσαι ο άλλος για να μην τον χάσεις είναι ο ορισμός της μελαγχολίας, όπου μαζί με τον άλλον χάνεσαι κι εσύ. Έτσι μένεις για πάντα μαζί του. «Στο πένθος είναι ο κόσμος που έχει γίνει πιο φτωχός και πιο άδειος», γράφει ο Φρόυντ, «στη μελαγχολία είναι το ίδιο το εγώ».

Να πεθαίνεις στη θέση του άλλου είναι και ένας τρόπος να μην πεθάνεις κάνοντας τον ψόφιο κοριό, αφού είναι αδύνατο να γίνεις ένα με τον άλλον. Αν πρόκειται όντως για έναν άλλο, και όχι για την εικόνα σου που καθρεφτίζεται επικινδύνως στη λίμνη. Δυο σώματα όσο και να τα ενώσεις ποτέ δεν γίνονται ένα, λέει ο Α. Green. Είναι  ένας τρόπος να το βάλεις στα πόδια το να πεθαίνεις στη θέση κάποιου άλλου. Να ξεγλιστρήσεις από το θάνατό σου. «Από πού κι ώς πού θα πεθάνω εγώ στη θέση του άλλου…»

Πάμε πάλι! «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου». Δεν πεθαίνεις από αυτοθυσία, όπως ο πυροσβέστης, ή ο πατριώτης. Ίσως πεθαίνεις για να σε σκεφτούν οι άλλοι, έστω στο παραπέντε της ταφής σου. Ποιος δεν έχει φανταστεί την κηδεία του; Το να πεθάνεις στο θέση ενός άλλου είναι μια πρόβα θανάτου. Λες:  στο τέλος θα το συνηθίσω το νυφικό. Αλλά αυτό το νυφικό είναι σαν τον αργαλειό της Πηνελόπης, ράβε-ξήλωνε.

Κάνεις πως πεθαίνεις το θάνατο ενός άλλου ενώ είναι ο δικός σου, ο επικείμενος, τον οποίο αποφεύγεις μέχρι εξαντλήσεως… του θανάτου.

Μερικές φορές το schibboleth «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου»  δεν φέρνει παράγωγα και τότε τα πράγματα είναι στο όριο της επιβίωσης.

 

Η ευτυχία να μην έχεις γεννηθεί

Ο Louis Wolfson, ένας παράξενος σχιζοφρενής, που υπήρξε κάποτε μια πολύ σημαντική αναφορά στη γαλλική διανόηση (καθώς είχε επινοήσει μια δική του γλώσσα για να μη μιλάει την μισητή μητρική του), έγραφε στην αρχή  ενός  βιβλίου του: «Οι Ελληνες έλεγαν ότι η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορεί να τύχει σ’ έναν άνθρωπο είναι να μην έχει γεννηθεί. Είμαστε άτυχοι, γκαντέμηδες!» Πολεμάει κι αυτός το θάνατο με τα δικά του εργαλεία : αν δεν έχεις γεννηθεί δεν θα πεθάνεις. Τη γλιτώνεις! Αμήν!

Σιγά σιγά αρχίζει να συγκροτείται μια αφήγηση, ο θάνατος δεν αντέχει πια τη μοναξιά του και πιάνεται σφιχτά, απεγνωσμένα, από τη ζωή. Ουφ! Αναφωνεί ο αναγνώστης. Στην αρχή είναι πιο μοναχικές αφηγήσεις, σύντομα θα μπει κάποιος άλλος, ή άλλη, πολλοί άλλοι, το οικογενειακό τρίο, οι ιστορίες πλουτίζουν. 

Και μετά ο θάνατος μένει πάλι για λίγο μόνος. Χωρίς τις απαιτήσεις της ζωής, αφού όλα είναι παρελθόν για τον πεθαμένο. Ο πεθαμένος λουφάζει. Ώς πότε θα κάνεις τον πεθαμένο για να μην πεθάνεις;

Και πάλι ιστορίες, με τον ιδιαίτερο τρόπο του Μισέλ Φάις.

Αρχίζει να παίρνει μορφή ένα  ορισμένο οικογενειακό περιβάλλον. Ο Θεός που δεν ήξερε τι να κάνει την Κυριακή αφού μας  έπλασε και  βαριόταν τη ζωή του. Οι ωραίες, νοσταλγικές,  οικογενειακές Κυριακές  που γρήγορα τινάζονται στον αέρα, διώχνονται πιο πέρα κι από τη λησμονιά.

Φτιάχνονται συναρπαστικές ιστορίες που είναι πάντα ατελείς ιστορίες. Λες και θα μπορούσαν να μην είναι ατελείς. Αν δεν ήταν ατελείς θα ήταν τελειωμένες. Θα κατέληγαν στο θάνατο. Αυτόν με τον οποίο παίζουμε κρυφτό σ’ όλο το βιβλίο.  Σώμα με σώμα με το θάνατο, ή εσύ ή εγώ.

Στο τέλος, ο συγγραφέας μάς θυμίζει  ότι μόνο αν  ξεχάσεις θα μπορέσει να αναδυθεί η  μνήμη. Μνήμη χωρίς λήθη δεν γίνεται. Και όταν φτιάχνουμε μνήμη, προσθέτω εγώ, φτιάχνουμε ανάχωμα, και ο θάνατος δεν τα κάνει όλα λίμπα.

Στη σελιδα 45, παιδί και μάνα είναι μια σφιχτοδεμένη δυάδα – και ο πατέρας στην απ’ έξω, αποκλεισμένος. Φοβερή περιγραφή, πικρό σενάριο. Ακολουθεί η αυτοκαταστροφή μιας γυναικείας μορφής. Φύγε από δω!

Αυτή η ιστορία των τριών, «μάνα πατέρας παιδί», εξελίσσεται στα επόμενα κεφάλαια, διαρκώς μεταβαλλόμενη και σταθερά εναλλασσόμενη με άλλες αφηγήσεις. Υπέροχη θεατρική γραφή. Μέχρι που το παιδί γίνεται μύγα (κλείσιμο ματιού στον Κάφκα), δεν ξέρει πια τι να κάνει για να ησυχάσει τους γονείς του. Όταν τους τσιμπάει, επιτέλους, εκείνοι ηρεμούν.

 Στην πραγματικότητα  την ίδια ιστορία αφηγείται ο Μισέλ Φάις από την αρχή, εμείς όμως αργούμε να το καταλάβουμε, γιατί όλο ξεστρατίζει, ξελογιάζεται από τη ζωή και από τους ανθρώπους. Διακόπτει τη συνέχεια, αλλά ξαναπιάνει το νήμα, ή τη μελωδία. Το «Τελειώσαμε» του Τάκη Σούκα ηχεί στ’ αυτιά μας.

Παρακολουθούμε το θάνατο μιας σχέσης, που ξυπνάει άλλους χωρισμούς και τη ζωή μετά. Ακούμε το βαρύ διαγενεαλογικό πένθος, το εβραϊκό πένθος. Το να πεθάνεις στη θέση ενός άλλου σε απαλλάσσει από το ερώτημα «γιατί εγώ να ζω ενώ οι άλλοι έχουν χαθεί». Ο Πρίμο Λέβι απαντάει στη σελίδα 102 του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος (εκδ. Άγρα): «επιζούσαν οι χειρότεροι, δηλαδή αυτοί που προσαρμόζονταν, οι καλύτεροι χάθηκαν όλοι». Επιζούσαν οι οπορτουνιστές;

Διαβάζουμε και άλλες πολλές απίθανες ιστορίες. Σουρεαλιστικές. Ορισμένες θυμίζουν διηγήματα της γιαπωνέζας συγγραφέα Γιόκο Ογκάουα.

Έτσι κι αλλιώς είμαστε φτιαγμένοι από πολλούς, μόνο το εγώ [έχει την αλαζονεία να] διατείνεται ότι είναι ένας, λέει ο (ψυχαναλυτής) Jean-Bertrand Pontalis.

Η ιστορία με τους πέντε άντρες με τις φόρμες στις φυλακές, για παράδειγμα.  Η ιστορία της ζωγράφου που «Μόνο η Ζωγραφική την αντέχει». Η Ζωγραφική, μοναδική σύντροφος στη ζωή αυτής της μοναχικής γυναίκας που δεν θέλει να την αντέχει κανείς άλλος.

Ακόμη μια ιστορία, από τις αγαπημένες μου, είναι αυτή της πρωταγωνίστριας μυθιστορημάτων που τη χρησιμοποιούν συγγραφείς όπως οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν μια ηθοποιό. Σαν ο Πολ όστερ, για παράδειγμα, να παίρνει την Άννα Καρένινα από τον ατζέντη της και να τη βάζει να παίξει έναν άλλο ρόλο σ’ ένα δικό του βιβλίο.

Στο τέλος, ο συγγραφέας δίνει κάποιες συμβουλές ζωής. Γίνεται  στοργικός, βοηθητικός. Βέβαια δεν ησυχάζει. Πώς να ησυχάσεις όταν ξέρεις ότι θα πεθάνεις;  Δεν θέλω να πεθάνω. Ούτε εγώ.

Το βιβλίο αυτό πάει να διηγηθεί μια ιστορία και όλο σκοντάφτει, πάνω στο χρόνο που χάθηκε και σ’ αυτόν που μας απομένει, σκοντάφτει πάνω στο θάνατο. Η μόνη απάντηση σ’ αυτό μοιάζει να είναι η εργασία. Κάπως το λέει και ο Τσέχωφ στον Θείο Βάνια.  Φτού κι απ’ την αρχή. Παραφράζοντας ελαφρώς τις Γραφές: είμαστε καταδικασμένοι να εργαζόμαστε, όπως είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε και να ελπίζουμε. Αμήν.

 

Κείμενο που εκφωνήθηκε  κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει (2 / 12 / 2024). Μαζί με την Αριέλλα Άσερ, ομιλητές ήταν η Λίζυ Τσιριμώκου και ο Παναγής Παναγιωτόπουλος. 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.