Αυτό που είναι χαρά για τον έναν είναι εφιάλτης για τον άλλον.
Μπέρτολτ Μπρεχτ
I.
Η αρχή είναι το τέλος. Το τέλος του Χανς, που το μαθαίνει, μαζί με τον αναγνώστη, και μια μεσόκοπη γυναίκα στη πρώτη σελίδα του βιβλίου. «Τι μουσική να έπαιξαν στην κηδεία του;» αναρωτιέται. Πεθαίνοντας ο Χανς αφήνει μια τελευταία παραγγελία: να της παραδοθούν δύο μεγάλες κούτες, γεμάτες αναμνήσεις από μία εποχή μακρινή, τότε που οι τροχιές της ζωής τους είχαν συγκλίνει. Τότε που τους είχε αγγίξει ο Καιρός, ο αρχαίος Θεός της Ευτυχούς Στιγμής.
Τα δύο τμήματα του βιβλίου ονομάζονται Κούτα Ι και Κούτα ΙΙ. Τις ανοίγει η Καταρίνα, η οποία ήταν μόλις 19 χρονών όταν συνάντησε τον Χανς. Εκείνος 53, παντρεμένος, βολεμένος με ένα παιδί, συγγραφέας και με εκπομπή στο ραδιόφωνο — ένας πολυτεχνίτης της τέχνης. Και κατά συρροή μοιχός. Δεν είναι η πρώτη φορά που μας διηγούνται μία ιστορία όπου εκείνη είναι είκοσι χρονών, το αίμα της βράζει, η ζωή ανοίγεται διάπλατα μπροστά της, ενώ εκείνος είναι «στο παρά πέντε», έστω και συμβολικά. Ο Καιρός, ωστόσο, είναι διαφορετικός. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, στο Ανατολικό Βερολίνο. Και ο καιρός, η εποχή, είναι μερικά χρόνια πριν από την πτώση του Τείχους που χώριζε στα δύο το Βερολίνο. Το Τείχος του Αίσχους, όπως το αποκαλούσαν τότε, μα που σήμερα δεν σημαίνει και πολλά για τις νέες γενιές. Ούτε το Σιδηρούν Παραπέτασμα τους λέει πολλά. Για τους ανθρώπους που ζούσαν στην Ανατολική Γερμανία εκείνη την εποχή, ωστόσο, όριζε την ζωή τους. Όπως πάντοτε, η ιστορική περίοδος που ζούμε ορίζει τις ζωές μας, είτε το κατανοούμε είτε όχι. Γιατί, καθώς έχει πει ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, είμαστε σαν τα ψάρια. Το νερό που κολυμπούν δεν το νιώθουν ως κάτι διαφορετικό, ξεχωριστό. Αυτός είναι ο κόσμος τους. Δεν ξέρουν κάποιον άλλον.
Η συνάντησή τους γίνεται τυχαία όταν, ένα βροχερό βράδυ του Ιουλίου του 1986, κατεβαίνουν από το λεωφορείο στην ίδια στάση. Πρώτη συνάντηση με ένα ποτό και μετά μια δεύτερη: η σύζυγος λείπει σε ταξίδι, το σπίτι είναι διαθέσιμο, το πικάπ παίζει κλασική μουσική, η εξέλιξη προβλέψιμη. Αναπτύσσεται ένας θυελλώδης έρωτας, μια φυσαλίδα μέσα στην οποία ζουν (όταν μπορούν), εξιδανικεύοντας τα πάντα και γιορτάζοντας την παραμικρή επέτειο, τότε που πρωτοπήγαν σε ένα μπαρ, ή μια ασήμαντη συμβολική σύμπτωση. «Τα χρόνια γέννησής μας αθροίζουν στο 100!» αποθαυμάζει εκστατικά η Καταρίνα. «Μας αρέσει η ίδια μουσική, πάμε να πιούμε το ίδιο ποτό στο ίδιο μπαρ όπου συναντηθήκαμε», θα πουν. Αυτός είπε· αυτή είπε· αυτός σκέφτεται· αυτή σκέφτεται· αυτός θυμάται τι είπε εκείνη· αυτή θυμάται τι είπε εκείνος. Μια σύμπτωση του φαντασιακού. Και μία πραγματική σύμπτωση: η μουσική που έπαιξαν στην κηδεία του Χανς ήταν όντως αυτή που είχε φανταστεί. Τόσα χρόνια μετά και οι ήχοι της μουσικής είναι ακόμη βαθιά εντυπωμένοι στις αύλακες της μνήμης, ειδικά αν έχουν συνδεθεί με ισχυρή συναισθηματική φόρτιση.
Το παρελθόν του Χανς βαραίνει πολύ στις πλάτες του, τον στοιχειώνει. Ο πατέρας του, συνειδητοποιημένος ναζιστής, ατόφιος χιτλερικός. Ο ίδιος σε μικρή ηλικία γραμμένος στη νεολαία του Χίτλερ (κάτι που δεν τον κάνει αναγκαστικά ναζιστή, όπως δεν έκανε φασίστες τους πατεράδες μας το ότι γράφτηκαν καταναγκαστικά στην ΕΟΝ του Μεταξά). Η συμπεριφορά του, ο τρόπος που κολυμπάει μέσα στην πνευματική ζωή της Ανατολικής Γερμανίας, δείχνει μια τάση αντιστάθμισης αυτού του παρελθόντος, ένα δεκανίκι φτιαγμένο από σοσιαλισμό σοβιετικού τύπου, μαζί με μια αμφισβήτηση του καθεστώτος που παραμένει μέσα από τα δόντια του και εξαντλείται σε ιδεολογικές συζητήσεις. Ο Χανς προσκολλάται στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τον οποίο νιώθει μια πολύ εγγύτερη σχέση από εκείνη με τον βιολογικό πατέρα του. Ταυτίζεται με αυτόν με διάφορους τρόπους – όπως όταν κλείνει τα 58 και σκέφτεται ότι «σε αυτή την ηλικία πέθανε ο Μπρεχτ».
Ο Χανς είναι ένας Πυγμαλίωνας κομμουνιστικής κοπής, που θα δώσει στην Καταρίνα τα βιβλία του να τα διαβάσει, καινούργια μουσική να ακούσει και θα λειτουργήσει ως ιδιότυπος ινστρούχτορας. Όσο προχωράει η σχέση, θα γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτική και κτητική. Ιδιαίτερα όταν πέφτουν οι πρώτες καμτσικιές με τη δερμάτινη λουρίδα στα γυμνά καπούλια της Καταρίνα, κάτι που είναι λιγότερο σαδομαχιστικό και περισσότερο μία εκδήλωση απόλυτης εξουσίας και υποταγής, και που το κορίτσι αποδέχεται αγόγγυστα. Όπως και ότι ο Χανς δεν θέλει να αφήσει τη γυναίκα του. Όσο δεν τον πετά έξω από το σπίτι αυτός θα ζει εκεί. Το κλίμα θα βαρύνει ανυπόφορα όταν η Καταρίνα κάνει μία (και μοναδική) περιστασιακή απιστία με έναν συνομήλικό της και ο Χανς απαιτεί πλήρη αναφορά –και μάλιστα δακτυλογραφημένη– για όλα τα πεπραγμένα της. Και όλο αυτό θα γίνει μία κουραστική, άνιση, καταδικασμένη ιστορία. Από ένα σημείο και μετά αδημονούμε να πέσει το Τείχος για να προχωρήσει η πλοκή.
Σε κάθε περίπτωση, είτε μας αρέσει είτε όχι, η ζωή στα σπίτια όπου οι άνθρωποι ζουν, κοιμούνται, τρώνε και ερωτεύονται προχωράει. Όπως προχωράει και έξω απ’ αυτά, όπου «της ιστορίας ο χοντρός ο κινητής» έχει πάρει το δρόμο του και δεν σταματάει πλέον. Αυτή η αίσθηση υποφώσκει παντού στον Καιρό.
Bundesarchiv, Bild 183-1989-1007-402 / Franke, Klaus / CC-BY-SA
7 Oκτωβρίου 1989, Βερολίνο. Μόλις ένα μήνα και δυο μέρες πριν από την πτώση του Τείχους, έγινε στο ανατολικό τμήμα της πόλης επιβλητική παρέλαση για την 40ή επέτειο από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Την παρακολούθησαν οι: Έριχ Χόνεκερ, γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας, Νικολάι Τσαουσέσκου, πρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου, γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρουμανίας, στρατηγός Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι, Πρόεδρος της Πολωνίας, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ και πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης με τη σύζυγό του Ραΐσα, Μίλος Τζέικς, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας και πολλοί άλλοι.
II.
Το Τείχος θα κομματιαστεί (Το «First we take Manhattan, then we take Berlin» του 1987 θα αποδειχθεί προφητικό ως προς το δεύτερο σκέλος του), θα πέσει και λίγο αργότερα θα πουλιέται ως σουβενίρ σε πλαστικά σακουλάκια στο ebay. Όλα θα αλλάξουν στη ζωή των πρώην περίκλειστων κατοίκων στο περιβόλι του σοσιαλισμού. Οι δρόμοι του Βερολίνου που έζεχναν από «τη συνηθισμένη μυρωδιά από βρασμένο κραμπί που έβγαινε από τα διαμερίσματα», όπως στο 1984 του Τζόρτζ Οργουελ, θα αρχίζουν να μυρίζουν από Channel No. 5 και άλλες ακριβές πρώην απαγορευμένες ευωδιές. Αλλά το κυριότερο θα είναι άλλο: οι άνθρωποι θα βρεθούν χωρίς χώρα. Όλη τους η ζωή, οι αναμνήσεις τους θα αναφέρονται σε μια χώρα που δεν υπάρχει πια, και της οποίας το μέλλον, το δικό τους μέλλον, είναι άγνωστο. Στο μυαλό τους θα υπάρχει το πριν – που όσο κακό ή στερημένο και να ήταν συνιστούσε τη ζωή τους και τώρα έχει μπει στο μουσείο· και το μετά, στη δίνη του οποίου βρίσκονται. Ύστερα από λίγο, στον νέο Καιρό, θα αρχίσουν να πετάνε τα έπιπλά τους έξω από τα διαμερίσματα. Γιατί; Για να υποδεχθούν το νέο, ή να ξεφορτωθούν το παλιό, ή –όπως λέει η συγγραφέας στη συνέντευξή της που δημοσιεύεται μερικές σελίδες πριν–, επειδή οι κανόνες τώρα άλλαξαν, πρέπει να κάνουν χώρο στον καπιταλισμό, με ισχυρότερο ίσως σύμβολο την Coca-Cola «που κατάφερε ό,τι δεν κατάφερε η μαρξιστική φιλοσοφία, ένωσε τους προλετάριους όλων των χωρών κάτω από το σήμα της». «Αυτή είναι η νέα πατρίδα;» αναρωτιέται η Καταρίνα, υπονοώντας ότι οι προλετάριοι παραμένουν προλετάριοι – απλώς τώρα έχουν κατακτήσει το προνόμιο να πίνουν ζαχαρωμένο νερό με μπουρμπουλήθρες.
Ένα τσιγάρο δρόμος είναι το Τείχος από το σπίτι της Καταρίνα. «Ένα ρυπαρό, άσχημο κατασκεύασμα από τσιμεντόλιθους και γιρλάντες από αγκαθωτά συρματοπλέγματα, φωτισμένο με ένα αρρωστιάρικο κίτρινο φως, όμοιο με σκηνικό στρατοπέδου συγκέντρωσης» και όπου το βράδυ «καπνός ή σκόνη φαινόταν να αιωρείται στις δέσμες των προβολέων, σαν ένα πέπλο που μετακινείται διαρκώς ανάμεσα στα όρια του φωτός», όπως το περιγράφει γλαφυρά ο Τζον Λε Καρέ στον Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο. Είναι ο αφανής πρωταγωνιστής του βιβλίου: όσο στέκεται καθορίζει τις σχέσεις με τη Δύση, τις φαντασιώσεις των Ανατολικών γι’ αυτήν, τις μικρές δόσεις ελευθερίας όταν το περνούν για ολιγοήμερη παραμονή στο Δυτικό Βερολίνο, όπου ζουν συγγενείς τους· και όταν πέφτει, όπου η αίσθηση του περίκλειστου –εγκλεισμός και ασφάλεια ταυτόχρονα– καταρρέουν μαζί με τη χώρα και πολλοί κάτοικοι της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποκτούν ένα ιδιότυπο σύνδρομο της Στοκχόλμης. Κάποιοι απ’ αυτούς δεν θα το αποχωριστούν ποτέ, γιατί δεν μπορούν να απεμπολήσουν το παρελθόν τους. Το μυαλό τους χωρίζεται στα δύο: ένα κομμάτι περιέχει το πριν και τις αναμνήσεις απ’ αυτό· και ένα άλλο το μετά, με την κατακλυσμιαία αβεβαιότητα και την παράδοξη νοσταλγία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακόμη και η συγγραφέας διακατέχεται αδιόρατα απ’ αυτήν.
Η Έρπενμπεκ κατηγορήθηκε ότι, στο βιβλίο της, ωραιοποιεί το απολυταρχικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Συζητώντας μαζί της, ο καλοπροαίρετος συνομιλητής θα διαπιστώσει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Στο βιβλίο βλέπει κανείς αρκετές άσχημες και σκοτεινές πτυχές της ζωής πίσω από το Παραπέτασμα. Η συγγραφέας τονίζει, ωστόσο, τα θετικά στοιχεία της σοσιαλιστικής κοινωνίας του τότε, τα οποία μπορεί μεν να μην αμφισβητούνται, πλην όμως είναι αναμφισβήτητο το μεγάλο κόστος με το οποίο οικοδομήθηκαν.
Και η Στάζι, η πανταχού παρούσα στην Ανατολική Γερμανία Στάζι, η οποία τα πανθ’ ορά, πού είναι; Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι αθέατη, το πολύ πολύ την διακρίνουμε «στο νυσταλέο βλέμμα ενός γκαρσονιού», ενός πληροφοριοδότη χαμηλής σημασίας που τους σερβίρει στο μπαρ. Όμως όταν το Τείχος πέφτει και τρία χρόνια μετά οι φάκελοι της Στάζι ανοίγουν, πολλοί θέλουν να μάθουν την αλήθεια: τους παρακολουθούσε και τους κάρφωνε ο γείτονας, ο χασάπης, η σύζυγος; Και όπου το έγκλημά τους δεν είναι στιγμιαίο, αλλά διαρκές – κάθε έγγραφο και μία προδοσία.
Η Καταρίνα πηγαίνει και αυτή να μάθει σε εκείνη την αίθουσα όπου «μέσα στην απόλυτη σιωπή ανοίγουν εδώ τους θόλους των κρανίων όλων των πολιτών μιας χώρας που δεν υπάρχει πια και μπορείς να κοιτάξεις μέσα τους». Την προσοχή της τραβά ο φάκελος ενός πληροφοριοδότη που έχει πάρει το κωδικό όνομα Γκαλιλέι. Από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Μπρεχτ; Μάλλον, μια και όπως δείχνουν τα κιτρινισμένα έγγραφα, ο άνθρωπος αυτός κινείται στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Ανατολικής Γερμανίας. Όπως ο Γαλιλαίος, έτσι και αυτός, «χάριν της μακροπρόθεσμης αλήθειας κάνει βραχυπρόθεσμους συμβιβασμούς». Μόνο που δεν κάνει για πράκτορας. Στις 13/5/1988 ο φάκελός του αρχειοθετείται με την αιτιολογία ότι «η συνεργασία είναι άνευ προοπτικής». Τι κάναμε αλήθεια στις 13/5/1988; αναρωτιέται συνειρμικά η Καταρίνα.
III.
O Καιρός είναι ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, αλλά μάλλον υπερτιμημένο. Υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος είναι η διάπλατη θέα που μας αποκαλύπτει η Έρπενμπεκ στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, συμπληρωματική εκείνης που μας προσέφερε η ταινία Οι ζωές των άλλων τo 2006 την οποία η Δύση ρούφηξε αχόρταγα, ως ηδονοβλεψίας της σοσιαλιστικής δυστοπίας. Δεύτερον, είναι η πράγματι ιδιοφυής συνύφανση (όπως επισημαίνει η συγγραφέας στη συνέντευξή της, η λέξη Καιρός σημαίνει τη σαΐτα που περνάει από το στημόνι του αργαλειού) μεταξύ της προσωπικής ιστορίας του παράνομου (παράτυπου σήμερα;) ζευγαριού και της ιστορίας της Ανατολικής Γερμανίας. Τρίτον, το ύφος της συγγραφέως είναι συχνά συναρπαστικό, σε ιστορικό ενεστώτα και με γρήγορες, αναπάντεχες και συχνά συμπληρωματικές ή ταυτόσημες εναλλαγές οπτικής γωνίας της αφήγησης, θυμίζοντας δεξιοτέχνες του είδους, όπως τον Ντέιμον Γκάλγκουτ, και μάλιστα χωρίς να παίρνει ηθικολογική θέση για τα όσα συμβαίνουν. Και τέλος, είναι το κύμα ενθουσιωδών κριτικών στον δυτικό Τύπο, το οποίο φούσκωσε όταν το βιβλίο κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ – μάλιστα ένας κριτικός ανέφερε ότι η Έρπενμπεκ είναι ένα πιθανό μελλοντικό Νόμπελ λογοτεχνίας. Μπορεί να έρθει ο καιρός της, όπως ήρθε και σε πολλές περιπτώσεις που δεν φανταζόμασταν καν, αλλά μάλλον προηγούνται άλλοι και άλλες.
Η μετάφραση από τα γερμανικά είναι του Αλέξανδρου Κυπριώτη, σταθερού μεταφραστή της Έρμπενμπεκ. Είναι εξαιρετική. Οι δυσκολίες του ιστορικού ενεστώτα του πρωτότυπου, και οι ιδιωματικές εκφράσεις αποδίδονται με μαεστρικό τρόπο, υπάρχουν δε αναλυτικές υποσημειώσεις. Σε γενικές γραμμές είναι καλύτερη, πιο ζωντανή από τη μετάφραση στα αγγλικά του Στάνλεϊ Χόφμαν, ένα επίτευγμα που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι το Διεθνές Μπούκερ απονέμεται και στον συγγραφέα και στον μεταφραστή.
IV.
Το ύφος του Καιρού, αλλά και η γενικότερη πικρία της Έρπενμπεκ, όπως φαίνεται και στις συνεντεύξεις της, βοηθούν την κατανόηση των σύγχρονων εξελίξεων στη Γερμανία. Στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, το ακροδεξιό κόμμα της Εναλλακτικής (ποιας εναλλακτικής;) για τη Γερμανία (AfD) σάρωσε στα ομόσπονδα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Η υπεραισιόδοξη ευφορία της επανένωσης διαλύθηκε και τα πραγματικά προβλήματα –όπως άλλωστε φαίνονται ανάγλυφα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου– βγήκαν στο εκτυφλωτικό φως, θέτοντας κρίσιμα ερωτήματα για τη σημερινή πολιτική ταυτότητα της Γερμανίας.
Η βασική πολιτική παραδοχή ήταν ότι μόλις τα ανατολικά κρατίδια καλύψουν το οικονομικό χάσμα που τα χώριζε από τα δυτικά, τότε η πολιτική ευθυγράμμιση θα γινόταν (σχεδόν) αυτόματα. Σε μεγάλο βαθμό η οικονομική ψαλίδα έχει κλείσει. Ακόμη και η ανεργία δεν είναι σημαντικά υψηλότερη στη Ανατολή απ’ ό,τι στη Δύση. Είναι λοιπόν η ψήφος για το AfD μία ψήφος διαμαρτυρίας; Και αν ναι, για ποια πράγματα διαμαρτύρονται;
Πολλοί ψηφοφόροι μεγαλύτερης ηλικίας νιώθουν ακόμη ότι τους έχουν αφήσει πίσω. Άλλα αυτοί είναι μειοψηφία. Υπάρχουν επίσης οι γνήσιοι φασίστες. Αλλά και αυτοί είναι λίγοι. Οι περισσότεροι, σύμφωνα με γερμανούς κοινωνιολόγους, φαίνεται ότι ψηφίζουν ακροδεξιούς γιατί τώρα που έχουν εξισωθεί οικονομικά θέλουν να διεκδικήσουν την δική τους αυτόνομη πολιτική ταυτότητα. Ακόμη και η έννοια της δημοκρατίας φαίνεται να είναι διαφορετική εκεί. Αιωρείται η αίσθηση πως οι μαζικές κινητοποιήσεις, όπως εκείνες που γκρέμισαν τον Τείχος 35 χρόνια πριν, και αυτές που οργανώνει το AfD σήμερα, είναι πιο αποτελεσματικές από άλλες, λιγότερο θορυβώδεις, μορφές συμμετοχής στα κοινά. Και ότι παραδόξως οι Ανατολικοί είναι, κατά κάποιον τρόπο, «πιο Γερμανοί» – επειδή αντιστάθηκαν για τόσα χρόνια στις σειρήνες του καπιταλισμού και της πολυπολιτισμικότητας που διάβρωσαν τους Δυτικούς, κάτι που καλλιεργεί υπόρρητα το AfD. Και αν αυτό δεν είναι άρειος ρατσισμός, τότε τι είναι;
Σημείωση: Ο τίτλος του κειμένου είναι δάνειος από την ελληνική απόδοση του τίτλου της ταινίας του Άλφρεντ Χίτσκοκ, Tοrn Curtain (1966)