Seamus Kearney
Η Α. Σ. Μπάιατ (1936-2023).
Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Η εισαγωγική φράση της Άννας Καρένινα (1878) του Τολστόι εκφράζει άψογα τη συναισθηματική κατάσταση του Μπιλ, πάτερ φαμίλια των Πότερ, στην έναρξη της οικογενειακής σάγκα που δημιούργησε η χαρισματική πένα της Α. Σ. Μπάιατ. Ο φιλελεύθερος αλλά κατά βάση αυστηρός και άτεγκτος καθηγητής βλέπει την ισορροπία της οικογένειάς του να καταρρέει και τα τρία τέκνα του να παίρνουν δρόμους διαφορετικούς από εκείνους που ο ίδιος, ο αρχηγός του σπιτιού(!), υπολόγιζε (ή και προγραμμάτιζε) πως θα ακολουθούσαν. Τα ίδια τα μέλη της δυσλειτουργικής οικογένειάς του, ωστόσο, δεν συμμερίζονται στο ελάχιστο την αντίληψή του γι’ αυτό που εκείνος αντιλαμβάνεται ως «δυστυχία». Το πολυσέλιδο και πολυφωνικό έργο Η Παρθένος στον κήπο (The Virgin in the Garden, 1978) αποτελεί το πρώτο μέρος του γνωστού και ως Κουαρτέτου της (κεντρικής ηρωίδας) Φρεντερίκα Πότερ, μιας μυθιστορηματικής τετραλογίας που ακολουθεί την οικογένεια Πότερ, τους φίλους τους, τη χώρα και ειδικότερα τους διανοούμενούς της κατά τη μακρά περίοδο προσαρμογής σε μια μεταπολεμική εποχή, όπου οι ρόλοι και οι κανόνες αναδιαμορφώνονται και δεν είναι πλέον ξεκάθαροι. Η τετραλογία, έργο ζωής της Μπάιατ, περιλαμβάνει τα έργα Still Life (1985), Babel Tower (1996)[i] και A Whistling Woman (2002) και εστιάζει στη σεξουαλική αφύπνιση, στο διανοητικό ταξίδι και στη διόλου εύκολη πορεία προς τη χειραφέτηση της δευτερότοκης κόρης του Μπιλ Πότερ, Φρεντερίκα, από το 1953 ώς το 1970.
Σε αυτό το πυκνό, πληθωρικό, εξακοσίων και άνω σελίδων μυθιστόρημα, εμπλουτισμένο με ελκυστικές διακειμενικές αναφορές και παραπομπές στην ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας και στην ιστορία της χώρας, που της έφερε την αναγνώριση, η Μπάιατ, βραβευμένη αργότερα με Booker για την εξαιρετική Εμμονή[ii] (1990) της, το έργο που την καθιέρωσε ως εξέχουσα μορφή των σύγχρονων αγγλικών γραμμάτων, επιχειρεί με μεγάλη επιτυχία να αποτυπώσει τη ζωή των μικροαστών και μεσοαστών διανοούμενων στη Βρετανία, μια περίοδο επιταχυνόμενης προόδου και αλλαγών. Η δράση του έργου τοποθετείται στο 1953, έτος στέψης της Βασίλισσας Ελισάβετ Β΄, ενόψει της οποίας πρόκειται να πραγματοποιηθεί το πλούσιο καλλιτεχνικό φεστιβάλ που θα αναζωογονήσει τη ζωή της κοινότητας του Μπλέσφορντ στο Βόρειο Γιορκσάιρ. Η ανάπτυξη της, μάλλον χαλαρής, πλοκής του έργου ακολουθεί σχετικά αργούς ρυθμούς και, παρότι από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα η αφήγηση παραμένει τριτοπρόσωπη, η συγγραφέας επέλεξε εύστοχα να εστιάζει σε κάθε κεφάλαιο σε διαφορετικό ήρωα, έτσι ώστε καθώς η πλοκή εξελίσσεται γραμμικά, βήμα βήμα, μέσα από την εναλλαγή της οπτικής της αφήγησης να ευνοούνται οι παραλληλισμοί μεταξύ των ποικίλων ειδών αφυπνίσεων των ηρώων της.
Νέα Ελισαβετιανή Εποχή
Η Μπάιατ, που είχε στο μυαλό της ένα Κουαρτέτο, μια τετραλογία «ρεαλιστικών μυθιστορημάτων για τη δική [της] εποχή και τον δικό [της] πολιτισμό», έχει στήσει προσεκτικά τη δομή του έργου και, μαζί με τις προσωπικές περιπέτειες των ηρώων της, απολαμβάνουμε τις ρεαλιστικές απεικονίσεις μιας συναρπαστικής περιόδου της αγγλικής κοινωνικής και πολιτιστικής ιστορίας. Μιας περιόδου που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την άνοδο των νέων πανεπιστημίων (στην οποία τόσο αντιτίθεται ο Μπιλ Πότερ), την κυριαρχία της τηλεόρασης και την αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στην Olga Kenyon, η συγγραφέας σχολίασε πως με την Παρθένο στον κήπο ήθελε «να γράψ[ει] ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Η στέψη επέτρεπε τη σύγκριση με την Ελισάβετ Α’ [1533-1603] και τη μεταφορά της ζωής της».[iii] Αργότερα, σε μια διάλεξή της, θα αναφέρει πως η παρόρμηση που την οδήγησε στο Κουαρτέτο αυτό ήταν η συνειδητοποίηση πως είχε ζήσει αρκετά και πως μπορούσε να γράψει για την ιστορία εκείνης της εποχής που «ονομαζόταν Νέα Ελισαβετιανή Εποχή και κουβαλούσε μαζί της το φάντασμα της πρώτης Ελισαβετιανής Εποχής, με την αγγλική λογοτεχνία της Χρυσής Εποχής».[iv] Στην πορεία της συγγραφικής της καριέρας, πράγματι, η Μπάιατ έγραψε έργα που κατατάσσονται σαφέστερα στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος, με την Παρθένο στον κήπο να αποτελεί μάλλον ένα αναστοχαστικό χρονικό της ζωής στην επαρχία όπως τη γνώρισε στα νιάτα της, αλλά και σχόλιο για την ίδια τη λογοτεχνία. Η Παρθένος στον Κήπο είναι πρωτίστως ένα μυθιστόρημα για την ιστορία, ή μάλλον ένα «μυθιστόρημα για το χρόνο» όπως το εννοεί ο Τόμας Μαν:[v] είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα στο βαθμό που αποσκοπεί να ανακαλέσει την εσωτερική εικόνα μιας ιστορικής εποχής και, επιπλέον, επειδή τοποθετεί το χρόνο ως αντικείμενο της θεματικής του που προσεγγίζεται και μέσα από τις εμπειρίες των ηρώων του.
Μια από τις γοητευτικότερες φυσιογνωμίες του μυθιστορήματος είναι ο προαναφερθείς Μπιλ Πότερ, πατέρας της Στέφανι, της Φρεντερίκα και του Μάρκους, καθηγητής λογοτεχνίας στο προοδευτικό σχολείο της περιοχής, λάτρης της ποίησης και ένθερμος άθεος που ενώ ισχυρίζεται ότι πιστεύει στην ελευθερία της σκέψης, την ίδια στιγμή απαγορεύει στα παιδιά και στη χαμηλών τόνων σύζυγό του Γουίνιφρεντ να διαβάζουν οτιδήποτε δεν τον βρίσκει σύμφωνο ή να συναναστρέφονται αυτούς που ο ίδιος αποδοκιμάζει. Αυτός ο μισαλλόδοξος και αυταρχικός πατέρας που χλευάζει ανελέητα τη θρησκεία τρέφει μεγάλες φιλοδοξίες για τα παιδιά του. Φιλοδοξίες που εκείνα δεν δείχνουν διατεθειμένα να εκπληρώσουν. Ο Μπιλ δέχεται το μεγαλύτερο πλήγμα όταν η πρωτότοκη κόρη του Στέφανι, η ευφυέστερη στα μάτια του εκ των τριών τέκνων, απόφοιτη του Κέιμπριτζ και εκπαιδευτικός, αποφασίζει να εγκαταλείψει τα πάντα και να γίνει πρεσβυτέρα ως σύζυγος του απλοϊκού και ευτραφούς αλλά καλόκαρδου εφημέριου Ντάνιελ, τον οποίο ο πατέρας της χαρακτηρίζει άξεστο ζωντόβολο. Σε μια ειρωνική αντιστροφή ενός κλισέ λογοτεχνικού θέματος, ο μνηστήρας εδώ είναι αξιοσέβαστος κληρικός, ενώ ο πατέρας της νύφης ένας άθεος.[vi]
Η πιο προβληματική όμως συναισθηματική σχέση που θα εξοργίσει τον κύριο Πότερ είναι αυτή του μοναχογιού του, του στερνού παιδιού της οικογένειας. Ο απομονωμένος και τρομοκρατημένος έφηβος Μάρκους, που βασανίζεται από φαντασιώσεις και οράματα και φαίνεται να πάσχει από ένα είδος ψυχικής διαταραχής χάρη στην οποία λύνει μαθηματικά προβλήματα «βλέποντάς τα» σωματικά σε έναν νοητικό «κήπο» αλλά και πέφτοντας μετά σε ένα είδος καταληψίας, προξενεί το ενδιαφέρον ενός φαινομενικά ήσυχου αλλά ψυχωτικού δασκάλου ονόματι Λούκας Σίμοντς. Τα μεταφυσικά τους πειράματα, που σήμερα θα τοποθετούσαμε στη σφαίρα του παραφυσικού, γρήγορα οδηγούν στην ανάπτυξη μιας ομοφυλοφιλικής σχέσης και στη θλιβερή κατάρρευση και των δύο.
H συγγραφέας και η ηρωίδα της
Ο κεντρικός χαρακτήρας που δίνει το όνομά του στον τίτλο της τετραλογίας είναι γυναικείος. Πρόκειται για τη δεκαεπτάχρονη Φρεντερίκα, το μεσαίο παιδί της οικογένειας Πότερ, η οποία ενώ πασχίζει να χειραφετηθεί για να υλοποιήσει τις προσωπικές της φιλοδοξίες, ταυτόχρονα επιδιώκει διακαώς να τη διακορεύσει ο Αλεξάντερ Γουέντερμπερν. Ο Αλεξάντερ είναι νεαρός και όμορφος δάσκαλος και έγραψε ένα θεατρικό έργο σε γλώσσα έντονα επηρεασμένη από τον T. Σ. Έλιοτ. Το έργο θα ανεβεί και η κοπέλα πρόκειται να πρωταγωνιστήσει στο ρόλο της Ελισάβετ Α΄. Υπό μία έννοια –και με το θεατρικό έργο να λειτουργεί συχνά ως μεταφορά– τα κεφάλαια που αναφέρονται στις περιπέτειες της Φρεντερίκα συνθέτουν ένα είδος bildungsroman της χαρισματικής ηρωίδας που οδηγείται μέσα από πολύπλοκα μονοπάτια στην ενηλικίωση, στην ατομική εξέλιξή της που οδηγεί στην ανεξαρτησία αλλά και στην ανάληψη ευθυνών, ακριβώς όπως συνέβη και με τη νεοεστεμμένη Ελισάβετ Β΄. Έτσι η Φρεντερίκα, αλλά και η ίδια η Βρετανία, απομακρύνονται από τις κυρίαρχες νοοτροπίες με τις οποίες γαλουχήθηκαν οι παλαιότερες γενιές, τις νοοτροπίες που ωθούσαν τις γυναίκες προς το γάμο και τη μητρότητα. Ο δρόμος της Φρεντερίκα είναι η πορεία προς τη χειραφέτηση.[vii]
Η Μπάιατ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι τα αρχικά της σχέδια δεν ήταν η Φρεντερίκα να βρεθεί στο επίκεντρο των ιστοριών της, δεν είχε σκοπό να είναι αυτή η κεντρική ηρωίδα. Αυτό προέκυψε στην πορεία. Φαίνεται ότι η προσωπική ιδιοσυγκρασία της συγγραφέα έπαιξε το ρόλο της και, σε μεγάλο βαθμό (αλλά όχι εντελώς) ο χαρακτήρας της Φρεντερίκα μοιάζει πολύ στον δικό της χαρακτήρα. Βέβαια, όπως έλεγε συχνά η Μπάιατ, υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες ανάμεσα στην πατρογονική της οικογένεια και την οικογένεια των Πότερ. Υπάρχουν όμως και ευκρινείς διαφορές: η ίδια ήταν η πρωτότοκος της οικογένειας και το να σκοτώσει (σε επόμενο βιβλίο) την πρωτότοκο Στέφανι ήταν «ένα είδος αυτοκτονίας» (εικάζεται πάντως ότι, η Μπάιατ, στη Στέφανι έβαλε στοιχεία του χαρακτήρα της αδερφής της, κάτι που αναζωπύρωσε μια υφέρπουσα σύγκρουση ανάμεσά τους). Η συγγραφέας, επίσης, έχει επισημάνει τις ομοιότητές της με τον Μάρκους.
Η Φρεντερίκα ακολουθεί μια πορεία που σε κάποια σημεία μοιάζει με την πορεία της δημιουργού της, ωστόσο δεν «είναι» η ίδια η Μπάιατ, ακόμα κι αν στα επόμενα μυθιστορήματα της τετραλογίας τη βλέπουμε να παρατάει τη διατριβή της και να διδάσκει στο Λονδίνο λογοτεχνία σε φοιτητές όπως η δημιουργός της. Ακριβώς όπως η Μπάιατ (γεννήθηκε το 1936 στο Σέφιλντ και πέθανε το 2023), το 1953 η Φρεντερίκα ήταν κι εκείνη 17 ετών, φανατική αναγνώστρια λογοτεχνίας που αντιλαμβάνεται τη ζωή της ως εξιστόρηση ενός αφηγήματος. Η Φρεντερίκα, με έναν τρόπο, φέρει την ταυτότητα της συγγραφέα της, με τον τρόπο που το ορίζει ο Πωλ Ρικαίρ όταν, αναφερόμενος στον Σκωτσέζο φιλόσοφο Άλασντερ Μακιντάιρ, μιλά για την «αφηγηματική ενότητα μιας ζωής»[viii]. Η Φρεντερίκα έχει τα βιώματα και τις εμπειρίες της Μπάιατ, επιβεβαιώνοντας έτσι τον πολιτικό φιλόσοφο από το Μόντρεαλ, Τσαρλς Τέιλορ, που αντιλαμβάνεται την αφήγηση ως «βασική προϋπόθεση για την κατανόηση του εαυτού μας».[ix]
Είναι παραπάνω από εμφανές δηλαδή πως η συγγραφέας αντλεί από τα προσωπικά της βιώματα για να φιλοτεχνήσει τα πορτρέτα της Φρεντερίκα και της Στέφανι, που είναι αδελφές. Η Μπάιατ, όπως και η Φρεντερίκα, σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ (μια εποχή που οι γυναίκες ήταν πολύ περισσότερες από τους άνδρες), της Πενσυλβάνιας και της Οξφόρδης και δίδαξε στο University College του Λονδίνου από το 1972 έως το 1983, οπότε και αποχώρησε για να γίνει συγγραφέας πλήρους απασχόλησης.
Η τετραλογία ακολουθεί τη ζωή και την πνευματική εξέλιξη της Φρεντερίκα Πότερ από την τρυφερή ηλικία των δεκαεπτά ετών ως τα τριάντα της, όταν πια, στο κλείσιμο του τελευταίου βιβλίου, είναι μητέρα και εργαζόμενη. Αντίθετα από τη συγγραφέα, που απέκτησε τρεις κόρες με τους συζύγους της και έχασε σε δυστύχημα το μοναχογιό της, στον οποίο και αφιερώνει το βιβλίο, όταν ήταν έντεκα χρονών, η ηρωίδα στα επόμενα βιβλία έχει πάρει διαζύγιο, είναι μητέρα ενός μικρού γιου και ξεκινά μια νέα ζωή στο Λονδίνο, θυμίζοντας ελάχιστα τη Φρεντερίκα του Γιορκσάιρ. Η Μπάιατ έχει επισημάνει ότι ορισμένοι από τους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων της αντιπροσωπεύουν τον «μεγαλύτερο τρόμο της, που είναι η απλή οικογενειακή ζωή».[x]
Στο Λονδίνο, πάντως, η Φρεντερίκα, έχοντας απαλλαγεί από τον αυταρχικό σύζυγό της, καταφέρνει να ξεφύγει από την κατάθλιψη, την πνευματική αδράνεια και την αυτοακύρωση, για τα οποία είχε προειδοποιηθεί από την ερωμένη του Αλεξάντερ ότι «πηγαίνουν πακέτο» με τον περιορισμό μιας γυναίκας στο ρόλο της συζύγου και της μητέρας. Στο τέλος του τέταρτου βιβλίου του Κουαρτέτου, η Φρεντερίκα γίνεται μεσήλικας ενώ εργάζεται στην εκπαίδευση και στην τηλεόραση, ως παρουσιάστρια. Ποτέ δεν θα μάθουμε αν υπήρχε περίπτωση να εξελιχθεί, όπως η γυναίκα που τη δημιούργησε, σε συγγραφέα με διαδρομή έξι δεκαετιών και έργο που περιλαμβάνει βραβευμένα μυθιστορήματα, διηγήματα και λογοτεχνική κριτική.[xi]
Ρομαντικό σεξ; Όχι βέβαια
Το μυθιστόρημα που για πολλούς αποτελεί το magnum opus της Μπάιατ αποτελείται από 44 τιτλοφορημένα και αριθμημένα κεφάλαια που εντάσσονται σε τρεις μεγάλες ενότητες, συν έναν πρόλογο που αναφέρεται σε γεγονότα μεταγενέστερα του 1968. Η συγγραφέας υφαίνει με μαεστρία το γαϊτανάκι των παράλληλων βίων των ηρώων της και προσεγγίζει πληθώρα θεμάτων που απασχόλησαν τη γενιά της, όπως οι περιορισμοί, τα ήθη, η σύγκρουση της παράδοσης με τη νεωτερικότητα, οι φιλοδοξίες και ο φόβος της ματαίωσής τους, οι προκαταλήψεις, η οικογενειακή ζωή, ο έρωτας, το πάθος, οι πνευματικές απολαύσεις και η επιθυμία, η ποίηση, το ελισαβετιανό δράμα και η σύγχρονη κωμωδία, η αξία των σπουδών, της ευφυΐας, της αγάπης της ανάγνωσης, η τρέλα και οι ψυχονοητικές διαταραχές, οι ταυτότητες και η ρευστότητά τους («Ήταν μήπως η Ελισάβετ Α΄ άνδρας; Ή μήπως ήταν ο ίδιος ο Σαίξπηρ;», διαβάζουμε στις πρώτες σελίδες, όπου γίνεται αναφορά σε διάσημες για χρόνια θεωρίες συνωμοσίας), τα μαθηματικά και η αλχημεία, το μεταφυσικό, ο ψευδοεπιστημονικός μυστικισμός και η θρησκεία, ο φόβος του θανάτου, οι πνευματικές αναζητήσεις και η αυτονομία. Οι ιδέες της Μπάιατ αναπτύσσονται σε συνομιλίες και σε επιστολές, αλλά και στις σκέψεις και τους αναστοχασμούς των χαρακτήρων, χάρη στην έξοχη χρήση του παντογνώστη αφηγητή.
Σημαντικό μέρος της αφήγησής της, η Μπάιατ το αφιερώνει στο θεατρικό έργο του πολλά υποσχόμενου Αλεξάντερ, Αστραία, για τη βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ και την πρώιμη περίοδο της ζωής της, πριν από την άνοδό της στο θρόνο. Εκεί άλλωστε παραπέμπει και ο τίτλος του μυθιστορήματος σε πρώτο επίπεδο, στην Παρθένο Βασίλισσα –αν και πολλοί, ιστορικοί και μη, αμφιβάλλουν για το κατά πόσον παρέμεινε παρθένα εφ’ όρου ζωής–, με τους συμβολισμούς και τη μυθολογία γύρω από την έννοια της παρθενίας να αποτελούν κυρίαρχο μοτίβο: Παρθένος Βασίλισσα, Σύνθια, Άρτεμις, Αστραία. Σε δεύτερο επίπεδο, η παρθένος στον κήπο είναι η ίδια η Φρεντερίκα που, από τον κήπο του Καλού, επιδιώκει να αποδράσει στον κήπο της αμαρτίας: η Φρεντερίκα είναι η παρθένα που θέλει να αμαρτήσει, η Εύα στον κήπο του Καλού που ψάχνει απεγνωσμένα τον όφι και η έντονη περιέργειά της για το σεξ την οδηγεί σε μια σειρά αποτυχημένες απόπειρες με μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες, προτού ο σκοπός της επιτευχθεί με τη συνδρομή ενός από τους λιγότερο πιθανούς χαρακτήρες. Από ερωτική επιθυμία δονούνται και τα άτομα του περίγυρού της. Προβληματισμένη εμφανίζεται και η αδερφή της, η οποία αναρωτιέται αν οι άνδρες την αντιμετωπίζουν ως περισσότερο κατάλληλη υποψήφια για γάμο παρά για το κρεβάτι τους, ενώ ο αδερφός τους, ο Μάρκους, χάνει την παρθενιά του στη σύντομη ομοφυλοφιλική σχέση που αναπτύσσει με τον καθηγητή του, Λούκας Σίμοντς, μια σχέση με καταστροφικές συνέπειες και για τους δύο. Γενικώς, έχει κάτι αυτοκαταστροφικό η εμμονή του Λούκας να διαφύγει «από το υλικό του σώμα», όπως ακριβώς επιθυμεί να διαφύγει από τη σεξουαλικότητά του. Εξίσου χαώδης, αν όχι προβληματική, είναι και η σχέση του Αλεξάντερ με την παντρεμένη και εσχάτως μητέρα Τζένι, ενώ η σύντομη απόδρασή του με τη Φρεντερίκα δεν θα ικανοποιήσει ούτε εκείνον ούτε εκείνη.
Στον αναγνώστη δίνονται πολλές ευκαιρίες να παρατηρήσει τις μεταπολεμικές συμπεριφορές και τα ήθη. Και σίγουρα θα μειδιάσει συνωμοτικά με τον τρόπο που η Μπάιατ, συνειδητά και σχεδόν προγραμματικά, ειρωνεύεται τον πολυδιαβασμένο στην εποχή της Ντ. Χ. Λόρενς (1885-1930), συγγραφέα μεταξύ άλλων του Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι, οι απόψεις του οποίου για «τις παρθένες στους κήπους» ήταν δημοφιλές θέμα συζήτησης στην Αγγλία τη δεκαετία του 1950. Συνολικά, η Μπάιατ σατιρίζει τη ρομαντική αντιμετώπιση της σεξουαλικότητας, σκιαγραφώντας μια μυθιστορηματική σχέση αμοιβαίας αποπλάνησης. Η συγγραφέας δεν εξιδανικεύει κίνητρα και καταστάσεις αλλά ενδιαφέρεται για όλα τα κοινωνικά εμπόδια και τα ψυχολογικά διλήμματα γύρω από το προσφιλές της θέμα, το σεξ, εμπόδια και διλήμματα που το κάνουν δύσκολο, άβολο και ενίοτε επώδυνο, όσο επιθυμητό κι αν είναι.
Η συγγραφέας δεν κρύβει ότι η Παρθένος στον κήπο γράφτηκε ως απάντηση στον Λόρενς και στα μυθιστορηματικά μοτίβα του. Το έργο της, έχει επίσης δηλώσει, αποτελεί μια προσπάθεια να καταλάβει τι θα πετύχαινε αν το Μίντλμαρτς (1871) της Τζορτζ Έλιοτ (1819-1880) είχε γραφτεί στα μέσα του 20ού αιώνα.[xii] Το βιβλίο, όντως, παραπέμπει συχνά και αντλεί πολλά από τον Λόρενς. Όχι μόνο από τον Εραστή της λαίδης Τσάτερλι (1928), που είναι το διασημότερο έργο του, αλλά κι από τις Ερωτευμένες γυναίκες (1920) ή από Το ουράνιο τόξο (1915). Αναπόφευκτοι είναι οι παραλληλισμοί και με το διήγημά του «Η Παρθένα και ο Τσιγγάνος» (1930). Άλλωστε, ο Μπιλ, που είναι υπεύθυνος για την ανατροφή των τριών παιδιών, αφού η σύζυγός του εμφανίζεται πλήρως υποταγμένη στις προσταγές του, έχει αντικαταστήσει τη Βίβλο και τον χριστιανισμό με τους ρομαντικούς και τον Λόρενς (θεωρεί πως οι Ερωτευμένες γυναίκες θα έπρεπε να αποτελεί τον απόλυτο ηθικό οδηγό για τις κόρες του). Και η ίδια η Φρεντερίκα, παρότι έχει ξεστρατίσει προγραμματικά από την πατρική επιρροή, φτάνει να αναρωτιέται μήπως είναι η Γκούντρουν (ηρωίδα του Λόρενς στο εν λόγω μυθιστόρημα)[xiii] και, όπως θα ομολογήσει σε ένα άλλο σημείο, η σχέση τους είναι μια σχέση πάθους και μίσους, σε πλήρη αντιστοιχία με τη σχέση της συγγραφέα προς το δημιουργό της Λαίδης Τσάτερλι. Δεν της αρέσει αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από την επιρροή του: «Λατρεύω τον Λώρενς και ταυτόχρονα τον μισώ, τον παραδέχομαι και ταυτόχρονα τον απορρίπτω τελείως, όλα μαζί, όλη την ώρα. Είναι κουραστικό», θα πει η Φρεντερίκα στον Αλεξάντερ (σ. 506). Αναπόφευκτοι είναι επίσης και οι παραλληλισμοί της σκηνής όπου η Φρεντερίκα, ως Παρθένος Βασίλισσα σε νεαρή ηλικία (υποδύεται το ρόλο της Μπες στην Αστραία του Αλεξάντερ), προσπαθεί να ξεφύγει από τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τον Τόμας Σέιμουρ και τη μητριά της Κάθριν Παρ με αντίστοιχες σκηνές σε έργα του Λόρενς.
Κι άλλες επιρροές
Πέρα από την έμφαση στην αλλαγή των σεξουαλικών ηθών στη Βρετανία και το «διάλογο» με τον Λόρενς και την Έλιοτ, βασική επιρροή της Μπάιατ είναι, και σε αυτό το έργο, η μεγαλύτερη φίλη και μέντοράς της ‘Αιρις Μέρντοχ (1919-1999), καταξιωμένη συγγραφέας και φιλόσοφος, στο έργο της οποίας αφιέρωσε δύο μελέτες – αρκεί κανείς να διαβάσει τη συνέντευξή της Μπάιατ στην Paris Review, όπου αναφέρει τη Μέρντοχ σε κάθε ευκαιρία, για να καταλάβει πόσο την είχε επηρεάσει η συναναστροφή τους. Εύστοχα η κριτικός Ruth Bernard Yeazell έχει επισημάνει την επίδραση της Mέρντοχ στο έργο της νεότερης φίλης της.[xiv] Η Μπάιατ χρησιμοποιεί ως σκελετό ένα μοτίβο που συναντάμε σε έργα της Mέρντοχ, τοποθετεί δηλαδή στο επίκεντρο τις ιδέες που παράγουν τόσο οι ανόητοι όσοι και οι εξαιρετικά προικισμένοι πνευματικά άνθρωποι σε κατά βάση κλειστά κοινωνικά περιβάλλοντα καθώς και τις διαπροσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους, και βελτιώνει την πλοκή των ιστοριών της προσθέτοντας μια νότα από το ύφος του Χένρι Τζέιμς (1843-1916), τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει τη συνείδηση και την αντίληψη των ατόμων. Παράλληλα, η Μπάιατ καταφέρνει και συνδυάζει τον ηθικό ρεαλισμό με τον ανήσυχο αισθητισμό. Καθώς εξελίσσεται λοιπόν η ιστορία της Φρεντερίκα, έχει κανείς την αίσθηση ότι το Μίντλμαρτς της Τζορτζ Έλιοτ συναντά Το χρυσό σημειωματάριο (1962) της Ντόρις Λέσινγκ.
Η Μπάιατ αποδεικνύεται και εδώ, στο τρίτο της μυθιστόρημα, όταν ακόμη δεν είχε γνωρίσει μεγάλη καταξίωση και ήταν περισσότερο γνωστή ως η αδερφή της συγγραφέως Margaret Drabble (με την οποία είχαν μια πολύπλοκη, ανταγωνιστική σχέση), πως είναι μια σπουδαία, ιδιαίτερα οξυδερκής απέναντι στην ανθρώπινη φύση, συγγραφέας. Παραδοσιακός ρεαλισμός και λογοτεχνικές καινοτομίες και πειραματισμοί συμπλέκονται με παραγωγικό τρόπο σε μια περίεργη συμβιωτική σχέση στην πρόζα της, η οποία αστράφτει από μαθηματική ευφυΐα, ενώ οι χαρακτήρες της καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της βρετανικής ταξικής δομής και σκιαγραφούνται τόσο αριστοτεχνικά που τους νιώθουμε σαν να ζουν και να αναπνέουν ανάμεσά μας. Η πένα της Μπάιατ πλάθει χαρακτήρες «ελαττωματικούς» και περίεργους, ευχάριστα εκκεντρικούς αλλά χωρίς ποτέ να γίνονται γκροτέσκο. Αν και το ύφος της γίνεται ενίοτε αστείο, δεν είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε ανάλαφρο∙ είναι καλοδουλεμένο, όμορφα διακοσμημένο και ανάγλυφο. Συνολικά, η Μπάιατ συνθέτει ένα συναρπαστικό κείμενο με πληθώρα πληροφοριών και λεπτομερειών που αποδεικνύουν την πολυμάθειά της, χωρίς όμως να γίνεται (τις περισσότερες φορές) κουραστική, ενώ δεν δείχνει να φοβάται να καθυστερήσει για μεγάλες χρονικές περιόδους την εξέλιξη της μιας ή της άλλης παράλληλης ιστορίας. Ευανάγνωστη, ενδιαφέρουσα υφολογικά, με μεταφορές και αφορισμούς, η γραφή της είναι ενορατική, αλληγορική, πυκνή, πολυεπίπεδη και βρίθει λογοτεχνικών υπαινιγμών.
Στην τέρψη της ανάγνωσης του μυθιστορήματος συμβάλλει η εξαιρετική, ως συνήθως, καθαρή, προσεγμένη και υφολογικά πιστή στο πρωτότυπο κείμενο μετάφραση της Κατερίνας Σχινά∙ ευελπιστούμε να ολοκληρώσει σύντομα το κοπιαστικό, αλλά σίγουρα απολαυστικό, έργο της μετάφρασης ολόκληρου του Κουαρτέτου στα ελληνικά.
[i] Ο Πύργος της Βαβέλ, μτφρ. Λίλη Ιωαννίδου, Αθήνα: εκδόσεις Λιβάνη, 1998.
[ii] Κυκλοφορεί επίσης στα ελληνικά σε νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Πόλις (2022), ενώ το 2007 είχε μεταφραστεί από την Έφη Τσιρώνη ως Αιχμάλωτα Πάθη, για τις εκδόσεις Λιβάνη.
[iii] Olga Kenyon, Women Novelists Today: A Survey of English Writing in the Seventies and Eighties, Brighton: Harvester, 1988, σελ. 75.
[iv] A. S. Byatt, “Fathers”, στο On Histories and Stories: Selected essays, Massachusetts: Harvard University Press, 2000, σελ. 12.
[v] Thomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2016, σελ. 13-14.
[vi] Alexa Alfer & Amy J. Edwards de Campos, A. S. Byatt: Critical Storytelling, Manchester & New York: Manchester University Press, 2010, σελ. 46.
[vii] Βλ. και Ruth P. Feingold, “Every Little Girl Can Grow Up to Be Queen: The Coronation and The Virgin in the Garden”, Literature & History 22/2 (Autumn 2013), σελ. 73-90.
[viii] Paul Ricœur, Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, μτφρ. Β. Ιακώβου, Αθήνα: Πόλις, 2008, σελ. 211 και, συνολικά για την αφηγηματική ταυτότητα, σελ. 158-266.
[ix] Charles Taylor, Πηγές του εαυτού: Η γένεση της νεωτερικής ταυτότητας, μτφρ. Ξ. Κομνηνός, Αθήνα: Ίνδικτος, 2007, σελ. 84-85.
[x] Sam Leith, “Writing in terms of pleasure” [συνέντευξη με την Byatt], The Guardian (25/4/2009), <https://www.theguardian.com/books/2009/apr/25/as-byatt-interview>.
[xi] Για το ζήτημα της γυναικείας αυτονομίας στα έργα της Byatt, βλ. και τα σχετικά κεφάλαια στη μονογραφία της Lena Steveker, Identity and Cultural Memory in the Fiction of A.S. Byatt: Knitting the Net of Culture, London: Palgrave MacMillan, 2009.
[xii] Philip Hensher, “A. S. Byatt, The Art of Fiction No. 168” [συνέντευξη με την Byatt], The Paris Review 159 (Fall 2001), <https://www.theparisreview.org/interviews/481/the-art-of-fiction-no-168-a-s-byatt>.
[xiii] Για την παραπάνω από έντονη παρουσία του D. H. Lawrence στο έργο της Byatt, βλ. και Renata Janktova, “Reshaping meanings: D. H. Lawrence and the 'Lady Chatterley trial' in A.S. Byatt's Babel Tower”, Brno Studies in English Volume 41/2 (2015), σελ. 43-56· Peter Preston, “I am in a Novel: D. H. Lawrence in Recent British Fiction”, στο: K. Cushman & E. G. Ingersoll (επιμ.), D. H. Lawrence: New Worlds, Madison: Fairleigh Dickinson University Press, 2003, σελ. 25-49· Peter Preston, “‘Myths of Desire’: D. H. Lawrence, Language and Ethics in A. S. Byatt’s Fiction”, στο: D. James (επιμ.), The Legacies of Modernism: Historicising Postwar and Contemporary Fiction, Cambridge: Cambridge University Press, 2011, σελ. 187-202· Jack Stewart, “Lawrence Through the Lens of A. S. Byatt: The Shadow of the Sun and The Virgin in the Garden”, D. H. Lawrence Review 38/2 (2013), σελ. 21-44.
[xiv] Ruth Bernard Yeazell, “Overindulgence” [βιβλιοκρισία του A Whistling Woman], London Review of Books 24/23 (28/11/ 2002), <https://www.lrb.co.uk/the-paper/v24/n23/ruth-bernard-yeazell/overindulgence>.