Σύνδεση συνδρομητών

Ένας ορμητικός που παραιτήθηκε

Σάββατο, 19 Οκτωβρίου 2024 12:19
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, στα γυρίσματα της ταινίας Όλγα Ρόμπαρντς, που σκηνοθέτησε το 1989 και στην οποία επιπλέον έπαιξε και ως ηθοποιός.
Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, στα γυρίσματα της ταινίας Όλγα Ρόμπαρντς, που σκηνοθέτησε το 1989 και στην οποία επιπλέον έπαιξε και ως ηθοποιός.

Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος. Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2024 (α΄ έκδοση: 1991), 168 σελ.

Χρήστος Βακαλόπουλος, Οι πτυχιούχοι. Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2024 (α΄ έκδοση 1984), 224 σελ.

Η επιτυχία δυο λογοτεχνικών βιβλίων του Χρήστου Βακαλόπουλου, ενός θρύλου της κινηματογραφικής κριτικής και του παρεμβατικού λόγου που πέθανε νωρίς, υποχρεώνει την επανανάγνωση. Και την απορία. Πώς είναι δυνατόν μέσα σε λίγα χρόνια, από τη νεανική ορμή των Πτυχιούχων, ο συγγραφέας να οδηγηθεί στην παραίτηση και στην επανάπαυση μιας δήθεν δοξασμένης ελληνικής παλαιότητας – την οποία διεκδικεί η Ρέα Φραντζή, ηρωίδα στη Γραμμή του ορίζοντος;

Έχει αφήσει πίσω του ένα μυθικό ίχνος ο Χρήστος Βακαλόπουλος – ήταν ίσως ο πρόωρος θάνατός του, μόλις στα 37 του το 1993, ήταν το πολυσχιδές του, ή η υπογραφή του (από κοινού με τον Σταύρο Τσιώλη) στην ταινία Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε, που με τον καιρό απέκτησε μυθική υπόσταση (η πιο μυθική ταινία του Τσιώλη, Ας περιμένουν οι γυναίκες, γυρίστηκε μετά το θάνατο του Βακαλόπουλου, κατά τις αναφορές του σκηνοθέτη ο Βακαλόπουλος είχε προλάβει να  συνεισφέρει σε αυτή κάποιες ιδέες), ή ήταν ίσως η ανάγκη τόσων διανοούμενων της Αθήνας να επιστρέφουν με συλλογικά γραπτά στην προσωπικότητά του, την κληρονομιά του. Αυτή τη βαρύτητα του ίχνους ήρθε να ενισχύσει η φετινή επανακυκλοφορία από την Εστία τόσο της Γραμμής του ορίζοντος όσο και των Πτυχιούχων, δύο λογοτεχνικών κειμένων που έρχονται με την αύρα του ονόματος, σαν να κουβαλάνε μέσα τους το νεοελληνικό γίγνεσθαι – βοήθησε σίγουρα και ο τρόπος διάθεσής τους, με την τάχιστη εξάντληση των δυο πρώτων σειρών της επανέκδοσης.

Ξαναγύρισα στη Γραμμή του ορίζοντος πολλά χρόνια μετά – δεν θυμόμουν και πολλά. Και επισκέφτηκα πρώτη φορά τους Πτυχιούχους, αναζητώντας αυτή την πεμπτουσία της νεο-ελληνικότητας. Με εξέπληξαν αυτά που συνάντησα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν «τι θα ψήφιζε άραγε ο Βακαλόπουλος στο δημοψήφισμα το 2015;» Και η επόμενη: «ποια νεοελληνική ταυτότητα ανιχνεύουμε και αποθεώνουμε στη Γραμμή του ορίζοντος

 

Λυρισμός και παλαιότητα

Ξεκίνησα από τη Γραμμή του ορίζοντος, αντίστροφα – είναι γραμμένο το 1991, ενώ οι Πτυχιούχοι είναι το 1984. Η Γραμμή του ορίζοντος είναι εξ ορισμού πολυπλοκότερη, δίνοντας την αφήγηση σε μια νέα γυναίκα, σε μια φυγή από αδιέξοδα, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Η Ρέα Φραντζή αφήνει πίσω της ένα γάμο και τις σπουδές της στις πολιτικές επιστήμες, αφήνει την αλλοίωση των παιδικών και εφηβικών αναμνήσεων και ταξιδεύει στην Πάτμο αναζητώντας την Αλήθεια.  Η Φραντζή, όπως και ο τίτλος, αγαπούν το παλαιό. Εξ ου και «Ορίζοντος» στον τίτλο, όχι «Ορίζοντα».

Ενίοτε η παλαιότητα γίνεται προφητική: ο Βακαλόπουλος επιστρέφει στις 168 σελίδες συνεχώς στον ξανθό κόσμο, τους τουρίστες, και σκέφτεσαι ότι αυτό μπορεί να είναι ταιριαστό με τους προβληματισμούς του 2024 περί υπερτουρισμού. Αλλά εδώ δεν έχουμε την κατά Μπόοουλς διάκριση μεταξύ τουρίστα (που ναι, ήρθε εδώ για να μείνει ίδιος) και ταξιδιώτη (ανθρώπου με ανοιχτή ημερομηνία επιστροφής και επιθυμία γνωριμίας με τον ξένο τόπο). Εδώ έχουμε από τη μία τους αδαείς ξανθούς ανθρώπους που αυτοπεριορίζονται - αυτοπαγιδεύονται σε φωτογραφίες (είπαμε, προφητικό πολύ πριν τα κινητά και τις σέλφι), ενώ από την άλλη έχουμε «ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών, που έχουν αιχμαλωτιστεί» σε ένα ελληνικό νησί, επειδή κυνηγούν μια εικόνα που δεν έχει σχηματιστεί ακόμη στα μάτια τους, επειδή δεν είναι φωτογραφίες.

Μα εδώ αρχίζουν τα προβλήματα: επειδή αυτοί οι «αυθεντικοί» άνθρωποι, οι άχρονοι, οι πολυδιάστατοι πέραν των δύο διαστάσεων της φωτογραφίας, θα αναζητήσουν, κατά τον Βακαλόπουλο, αυτά τα αόρατα ελληνικά νησιά που θα τους υποδεχτούν και θα τους παρηγορήσουν, αυτούς τους εξόριστους του γνωστού κόσμου που με χαμηλωμένο βλέμμα θα προσέλθουν στον ιερό τόπο της ελληνικότητας. Μια πρώτη, σαφής ανάγνωση του Έλληνα ως περιούσιου της Ιστορίας, της Ελλάδας ως περιούσιας χώρας.

Και αυτή την περιούσια χώρα έρχονται να μολύνουν οι τουρίστες, και γίνονται έτσι λέει πιο επικίνδυνοι και από Σταυροφόρους, επειδή «δεν ξέρουν τι κάνουν, ρίχνουν το ίδιο αδιάφορο φωτογραφικό βλέμμα στο τελευταίο κομμάτι του αληθινά πολιτισμένου κόσμου, εκείνου του κόσμου που δεν καμώνεται ότι είναι πολιτισμένος, που κουράστηκε να είναι πολιτισμένος». Ο περιούσιος τόπος. Απευθείας κληρονόμος του Βυζαντίου, της αυτοκρατορίας που «οι κλεμμένοι θησαυροί της βρίσκονται στον Άγιο Μάρκο», αυτής που «με χαμηλωμένο το βλέμμα προσπάθησε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος για τελευταία φορά να μείνουν όλα όπως ήταν, να παραμείνουν ασάλευτα, όρθια, σιωπηλά, μελαγχολικά». Συγγνώμη, αλλά από εδώ μέχρι τον μαρμαρωμένο Βασιλιά στην Κόκκινη Μηλιά που λένε τα γραμμένα είναι μικρή η απόσταση. Είναι κι αλλού ο περιούσιος τόπος άλλωστε, είναι και η Έφεσος που «θα συνεχίζει να αναπνέει κλεφτά, ανήσυχη μήπως ακουστεί η κλεφτή ανάσα της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, μήπως ανησυχήσει σοβαρά το Συμβούλιο της Ευρώπης και στείλει ηρωικά τηλεοπτικά συνεργεία να πιστοποιήσουν τον οριστικό θάνατό της». Προσοχή, η εποχή που γράφονται αυτές οι γραμμές απέχουν περισσότερο από το σήμερα, σε σχέση με την εποχή της χούντας και του ελληνικού ζητήματος στο Συμβούλιο της Ευρώπης – αλλά δαιμονοποιείται η Ευρώπη, εγκαλείται το Συμβούλιο επειδή δεν έχει ακούσει επαρκώς το χαμηλόφωνο κλάμα της Εφέσου, του αρχαιοελληνικού κλέους… Να έλεγε τουλάχιστον για την Κύπρο.

Αλλά δεν είναι μόνο ο ελληνικός τόπος περιούσιος, είναι και τα παλιά ελληνικά χρόνια περιούσια. Ένας πολιτισμός παλαιότητας, αυτός που ξεκίνησε να καταλύεται το 1204 από τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, που με την πρώτη άλωση της περιούσιας Πόλης εκκίνησε μια πορεία η οποία οδήγησε στα ανόσια διαφημιστικά, οδήγησε στην παρακμή που αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με τον αφηγητή, το να παντρεύεσαι, να τρως μακαρόνια με κιμά και να φορούν ωραία παντελόνια οι αεράτες ξεναγοί. Οποία παρακμή τα παντελόνια στις γυναίκες, ναι. Αγιοποιείται στο κείμενο κάθε παλαιό: η Κλούβα, το γερασμένο ασθμαίνον λεωφορείο της επαρχιακής γραμμής, η μουσική (που δεν υπάρχει πια, δεν είναι μουσική πλέον αυτό που ακούγεται), οι παλιές καλές μέρες του δειλού φλερτ στο σινεμά συγκρινόμενου με το αδιάφορο μετα-συνουσιακό γύρισμα της πλάτης και με το «είσαι ελεύθερος να δοκιμάσεις ό,τι βρεις μπροστά σου», το αρχοντικό που έγινε νυχτερινό κέντρο, «καταγώγιο» για την ακρίβεια (και δεν υπάρχει κι ο Λάκης Κομνηνός ως κληρονόμος της Μαρίας Φωκά όπως στο Γοργόνες και μάγκες να διαφυλάξει την αριστοκρατική κομψότητα), το μίασμα της τηλεόρασης («το φωτεινό κουτί που τους πίνει σιγά σιγά το αίμα με τη συγκατάθεσή τους») τώρα που εξαφανίστηκαν για πάντα οι μικρές ευγενικές ουρές όπου ανακάλυψαν  οι πραγματικοί άνθρωποι τα πάντα (και ο αυτοματισμός του γράφοντος πάει στις ουρές μπροστά στα ΑΤΜ του 2015). «Υπάρχει συνεχώς ένα μετά από τότε που αποσύρθηκαν οι ταπεινοί αιώνες, αδηφάγο, απειλητικό. Δεν πρόκειται για το μέλλον που βάραινε με την ταπεινότητά του». 

Ναι, είναι εποχή ραγδαίων αλλαγών στην χώρα η εποχή που γράφει ο Βακαλόπουλος. Ναι, είναι η εποχή της ενοχοποίησης της αστικότητας (τέρμα τα «ξύπνα αγάπη μου» των ραδιοφώνων και των αστών, φέρτε το λαϊκό ή το πανηγύρι να ανακατέψει τα σωθικά, να σε σηκώσει και να σε πετάξει). Ναι, υπάρχουν σημεία στην Γραμμή του ορίζοντος εμπνευσμένα, όπως το σενάριο με τους αρχαιολόγους μιας γαλαξιακής αυτοκρατορίας που ανακαλύπτουν στον άγνωστο ερημικό πλανήτη Γη φιλμ από ταινίες και τον αυτοκράτορα που μετατρέπεται σε Μπάστερ Κήτον, ή όπως ο αφορισμός για τις σαράντα λέξεις που χρειάζεται μόνο ο καθένας, αρκεί να βρει τις δικές του.

Αλλά τι είναι αυτό που μένει; Μια ηρωίδα που θα σπουδάσει στη Δύση η οποία κατέλυσε τον πολιτισμό, παρασύρεται από το ντεκόρ και λέει το ναι σε έναν βιαστικό γάμο, βλέπει τις φίλες της να αλλάζουν προτεραιότητες απορρίπτοντας ό,τι παλαιό, και αναζητά την πρωτόγονη αλήθεια στο νησί της Αποκάλυψης, ενάντια στις ορδές και τους ήχους κάθε τι μοντέρνου. Πρώιμος αντι-ευρωπαϊσμός (θα μπορούσε να δει κανείς και την Φραντζή ως την Ελλάδα που κατάντησε μέλος της Ευρώπης), μικρή η απόσταση μέχρι το να αναρτούμε φωτογραφίες της αγίας οικογένειας από παλαιά αναγνωστικά θλιβόμενοι για το πού πήγε αυτή η εικόνα…

Μα δεν θα μπορούσε να είναι απλά επηρεασμένη η οπτική του Βακαλόπουλου από την ασθένειά του, από την αναπόφευκτη συζήτηση με την πιθανότητα του θανάτου; Δεν έχει μεταφυσική εδώ, δεν ανιχνεύεται παρά μόνο πικρία απέναντι σε παράταιρους στόχους. Μα δεν μένει ο λυρισμός, θα αναρωτηθεί κανείς; Τον καταπίνει η προγονολατρεία. Αν θέλω λυρισμό και παλαιότητα σε άριστη ισορροπία υπάρχει πάντα κι ο Π. Ε. Δημητριάδης.

Πηγαίνοντας λοιπόν στους Πτυχιούχους, μετά την απογοήτευση της Γραμμής του ορίζοντος, ένιωσα έκπληξη – ευχάριστη. Οι Πτυχιούχοι είναι σαν «ένα φιλμ χωρίς ιστορία, ευρωπαϊκό και λίγο ξεκομμένο από τον εαυτό του αλλά πάντα ευαίσθητο, όλο τρυφερότητες και μικρά πείσματα που δεν θ’ αργούσαν να διαλυθούν ησύχως».  Οι Πτυχιούχοι είναι η ορμή της νιότης, η αδημονία για το άγραφο μέλλον, είναι η παιδική ομάδα των κρυφών Μονομάχων. Οι Πτυχιούχοι περιδιαβάζουν ανήσυχες εποχές ερώτων και σπουδών και κοινωνικής ωρίμανσης, είναι τα κορίτσια που (μπορεί να) αγαπήθηκαν, οι διαδηλώσεις και οι ζυμώσεις στις οποίες (μπορεί μάταια να) συμμετείχε κάποιος, είναι οι ανήσυχοι καιροί που τρέχουν, που ζητούν.

Είναι οι ευφυείς ενσωματώσεις των κινηματογραφικών αναφορών: ο Τζον Φορντ που καλείται να έρθει να σε βγάλει από την πολιορκία του Πολυτεχνείου, ο Μιζογκούτσι ως διχασμένος αναγνώστης της γυναίκας, ο Γιάντσο ως ο λάθος κώδικας μιας εποχής που σκότωνε τον έρωτα με πολιτικούς φανατισμούς, ο Μελ Μπρουκς ως παρωδός (το αδικεί βέβαια το Silent Movie) που πυροδοτεί μια παράξενη ιστορία διακοπών στη Θεσσαλονίκη, αλλά και η εισροή ενός τσιτάτου περί αστών και σεξ του Παζολίνι (αυτή η μάστιγα) και το κλείσιμο του ματιού με τον Γουάιλερ (επειδή μου αρέσει εμένα, αυτό να λέγεται).

Είναι οι γυναίκες, και πώς αδυνατούν να τις εννοήσουν οι νέοι προ-Πτυχιούχοι, «τις βλέπετε μέσα σε κάδρο» θα εξηγήσει κάποια από αυτές. Είναι η αναζήτηση μιας ιδανικής μα όχι εξιδανικευμένης μορφής του παρελθόντος.

Είναι το χιούμορ: από το «πού πηγαίνουν οι απογοητευμένες γκόμενες των αριστεριστών», μέχρι τους πολύ καλούς μαοϊκούς από καλές οικογένειες της Αθήνας που ψευτοχαρτοπαίζουν και ψευτοχορεύουν και μέχρι την ονοματολογία των οδών των Εξαρχείων ως συνομιλία με την ιστορία (ο χάρτης δεν θα έπρεπε να απεικονίζει δρόμους αλλά ιστορικά προσδιορισμένες ψυχικές διαθέσεις).

Είναι και τα ψήγματα όσων θα αλλοιώσουν αργότερα τη Γραμμή του ορίζοντος. Βλέποντάς τα εδώ και γνωρίζοντας πώς θα παραμορφωθούν χρόνια αργότερα αναρωτιέσαι τι του συνέβη στο μεσοδιάστημα – τι συνέβη στη χώρα, ίσως. Εδώ είναι η Πάτμος ως τελικός προορισμός (αλλά όχι ως Αποκάλυψη, ως παράθυρο στην θάλασσα), εδώ ο Βιλλεαρδουίνος και το Βυζάντιο, εδώ ο δυτικός πολιτισμός ως κάτι γέροντες με διδακτικό ύφος που κληρονόμησαν το ανέραστο της Σπάρτης, εδώ οι καρτ ποστάλ που δείχνουν πάντα αυτόν που τις κοιτάζει, η Κυψέλη ως αυτόνομη χώρα (ως γαλατική γειτονιά), εδώ η αγάπη που είχε σημασία το 1965 πριν αρχίσουν τα ελεύθερα σεξ. Αλλά παραμένουν ψήγματα, συζητήσεις και λεπτομέρειες ανάμεσα σε πολλές εμπνευσμένες στιγμές. Οι Πτυχιούχοι έχουν τη γοητεία της άξαφνης αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής κουβέντας που συνεχίζεται εσαεί – «τι είναι η αρετή;» ρωτούσαν στην αρχαία ελληνική κοινωνία και οι Πτυχιούχοι ακόμη έχουν ηθικές αναζητήσεις. Είναι τα πονηρά κλεισίματα του ματιού όπως στη φευγαλέα αναφορά στον Μισέλ Μπυτόρ – τον είχε επηρεάσει προφανώς τον Βακαλόπουλο το La Modification του Μπυτόρ, αυτή η αντίθεσή του μεταξύ της παγανιστικής Ρώμης και του χριστιανικού έγγαμου βίου των Παρισίων, αυτή η βυζαντινή αναφορά στον Ιουλιανό τον Παραβάτη (που τις επιστολές του διάβαζε ο ήρωας του La Modification). Είναι λόγια η γραφή εδώ, είναι και λυρική όπως στη σκηνή με το τρύπιο ταβάνι απ’ όπου φυτρώνουν τριανταφυλλιές.

Είναι όλα αυτά τα ζωντανά, τα φρέσκα, τα επείγοντα οι Πτυχιούχοι. Ίσως να ήταν ακόμη ζωντανή, επείγουσα, και φρέσκια και η χώρα, τότε. Και μετά, σε λίγα χρόνια, παραιτήθηκε σε μια φτηνή απόδοση ευθυνών στη Δύση, σε μια υπερβολική επίκληση του αρχαίου κλέους, σε μια άρνηση των καιρών που αλλάζουν. When (they thought) the music’s over, they just turned off the lights. Αλλά η μουσική δεν τέλειωσε, απλά επήλθε βαρηκοΐα.

 

Γιώργος Παππάς

Παθολόγος που ζει και εργάζεται στα Ιωάννινα. Αγαπά να μελετά την επιδημιολογία των λοιμώξεων και την ετοιμότητα απέναντι σε πανδημίες, και έχει ένα σχετικό ερευνητικό έργο γι’ αυτά. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του, Οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι κρίσιμες.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.