Κεντρική ηρωίδα του τρίτου μυθιστορήματος της Ντορίνας Παπαλιού[2] είναι «το κορίτσι», μια εικοσιοκτάχρονη Ελληνίδα που δεν θα μάθουμε το όνομά της, ανερχόμενη σολίστ του βιολιού, μεγαλωμένη στο Παγκράτι που τα τελευταία χρόνια ζει στο Λονδίνο. Το κορίτσι απολαμβάνει ήδη σημαντική αναγνώριση χάρη στη σκληρή μελέτη, την αυτοπειθαρχία και τις ατελείωτες ώρες που αφιέρωσε στις μουσικές σπουδές της.
Καθοριστική μορφή της παιδικής της ηλικίας είναι η νεκρή πια μητέρα, που –ιδιαίτερα εξωστρεφής–εμψύχωνε την προσπάθεια και καμάρωνε για τις επιτυχίες και τα βραβεία της κόρης της. Το νήμα της ζωής της μητέρας κόβεται νωρίς και απότομα, προτού το κορίτσι μάθει ποιος ήταν ο πατέρας της, ενώ υποσυνείδητα πιστεύει πως ο θάνατος της μητέρας της ενδεχομένως να μην οφείλεται σε ατύχημα. Η ίδια, δεκαπέντε χρονών τότε, απουσίαζε σε θερινό σεμινάριο στην Αυστρία και είναι μόνιμη η αμφιβολία για το πώς η μητέρα της έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στα βράχια. Την απώλεια ακολουθούν οι συνήθεις διερωτήσεις για το θάνατο και την αθανασία της ψυχής, ενώ η σχέση του κοριτσιού με τη θρησκεία παραμένει ιδιάζουσα. Ον μοναχικό, το κορίτσι δεν συνάπτει εύκολα δεσμούς: στο παρελθόν είχε ελάχιστες σύντομες ερωτικές περιπέτειες, ενώ τα στηρίγματά του είναι οι δυο στενοί του φίλοι, ο Άρης, άνθρωπος του θεάτρου, και η, επίσης μουσικός, Ναό.
Η αφήγηση διακόπτεται συχνά ώστε μέσα από πολλά φλας μπακ και τις αναπολήσεις του κοριτσιού ο αναγνώστης να κάνει μια αναλυτική αναδρομή στο παρελθόν και την πορεία του. Μαθαίνουμε έτσι για τη σχέση με τη μητέρα υπό τη σκιά της απουσίας πατέρα για τον οποίο δεν γνωρίζει το παραμικρό, για τη σχέση με τη θεία και τον αφόρητο θείο που ανέλαβαν χρέη κηδεμόνων μετά το θάνατο της μητέρας (που περιφρονούν ή δεν μπορούν να κατανοήσουν την ψυχή τε και σώματι αφοσίωση του κοριτσιού στη μουσική), για τη ζωή στην Αθήνα, για την πρώτη επαφή με το βιολί, για την εντατική μουσική εκπαίδευση που ξεκίνησε από πέντε χρονών με την Αντριάνα από τη Ρουμανία με την οποία δέθηκαν πολύ και αργότερα συνεχίστηκε υπό την εποπτεία μιας αυστηρής αλλά δοτικής ρωσίδας δασκάλας, της Νατάλια. Μαθαίνουμε ακόμα πώς το κορίτσι εγκλιματίστηκε στην αγγλική νοοτροπία, για την πρώτη γνωριμία στο ξεκίνημα της ενήλικης ζωής με τον κοσμοπολίτη και τόσο προστατευτικό Άρη και για τον πολύπλευρο και εντέλει πολύπλοκο φιλικό τους δεσμό.
Μια σχέση εμμονική
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης εστιάζει στην εμμονική, σχεδόν μεταφυσική, σχέση της ηρωίδας με το βιολί της, το οποίο αντιλαμβάνεται ως προέκταση ή αναπόσπαστό μέλος της ύπαρξής της. Διαβάζουμε:
Έχει μάθει να μην το αφήνει από τα μάτια της, να το φυλάει όπως οι περισσότεροι γονείς τα μικρά τους παιδιά στους πολυσύχναστους δρόμους, στα πάρκα, στα σουπερμάρκετ, στα τρένα, με μια αμέριστη έγνοια και εγρήγορση στο βλέμμα, μην τυχόν και άθελά τους αυτά τους ξεφύγουν και χαθούν – μην τυχόν και τους τα αρπάξει κανείς. Αν υπήρχε κάποιο αόρατο λουρί που θα τα κρατούσε για πάντα κοντά τους, είναι βέβαιη πως οι περισσότεροι θα το είχαν αγοράσει για να τα ζωστούν. Το ίδιο κι αυτή με το βιολί της. (σελ. 15)
Στα χέρια του κοριτσιού, «το βιολί τού Μετρ» (σελ. 54) όπως συνηθίζει να το αποκαλεί, ένα Francesco Rugeri του 1669 από την Κρεμόνα, ένα βιολί-σύμβολο που είχε παραχωρήσει ο ίδιος ο επίσης έλληνας σολίστ στην ανερχόμενη συνάδελφό του η οποία δεν το αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ, ξυπνά, ζωντανεύει, αποκτά σχεδόν ανθρώπινη ζωή, γίνεται «η φωνή της» (σελ. 25). Το βιολί αυτό «[ε]ίχε προσωπικότητα, έναν δικό του ήχο και έναν απέραντο κόσμο από χρώματα» (σελ. 30). Οι προσεγμένες, γλαφυρές σε σημεία, περιγραφές της Παπαλιού μεταδίδουν την ένταση και το βάθος της αμιγώς ερωτικής, σχεδόν φετιχιστικής σχέσης που συχνά αναπτύσσουν οι σολίστ με το μουσικό τους όργανο, καθώς και την πληγή που αφήνει η απώλειά του.
Συνάμα, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα την προσκόλληση της ηρωίδας στον Μετρ, του οποίου το βιολί έχει «δανειστεί». Η πρώτη της επαφή με τον Μετρ γίνεται βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ έφηβης και γυναίκας, στα δεκαεπτά της, και παρακολουθεί ένα μάστερκλας στο εξωτερικό, όπου γίνεται δεκτή κατόπιν εξετάσεων. Τότε πάσχισε να γίνει αποδεκτή από τον Μετρ. Κάποια χρόνια αργότερα, στα είκοσι τρία της, παίρνει την παράτολμη απόφαση να ζητήσει από τον Μετρ να της παραχωρήσει το Francesco Rugeri του για μια χρονιά, με στόχο να προκριθεί και να διακριθεί στον Διεθνή Διαγωνισμό Βιολιού Κουίν Ελίζαμπεθ του 2015, στο Βέλγιο (σελ. 338). Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια τον επισκέπτεται στο σπίτι του στο Λονδίνο, όποτε βρίσκεται εκεί.
Δεν θα εξαναγκαζόταν από κανέναν να αποκαλύψει αυτό που είχε άτυπα συμφωνηθεί μεταξύ της ίδιας και του Μετρ, τον πραγματικό λόγο για τον οποίο της είχε παραχωρήσει το βιολί του. (σελ. 57)
Λίγες σελίδες αργότερα, το κορίτσι λαμβάνει ένα σύντομο, ψυχρό, σχεδόν απότομο mail-τελεσίγραφο από τον Μετρ. Ζητά να του επιστρέψει το βιολί μέσα σε τρεις τέσσερις εβδομάδες. Η εύθραυστη ψυχολογία της ηρωίδας κλονίζεται. Το κορίτσι επιστρέφει το βιολί στον διαμεσολαβητή Φεντερίκο και πασχίζει να κατανοήσει την αιτία αυτής της αλλαγής στη στάση του Μετρ. «Επειδή απέτυχε της πήρε πίσω το βιολί;» αναρωτιέται, καθώς νιώθει όπως οι ακρωτηριασμένοι που συνεχίζουν για μέρες να «νιώθουν» το χαμένο μέλος του σώματός τους. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν έχει πια ανάγκη από ψυχολογικά «δεκανίκια»;
Η σχέση του κοριτσιού με τον Μετρ αναδύεται καταλυτική και μυστηριώδης.
Ο Μετρ την είχε αναστήσει, βάλσαμο αιμοστατικό πάνω στις πληγές. Την είχε διαβρώσει, στάζοντας μέσα στον νου της σταγόνα σταγόνα, σαν το μαρτύριο του φυλακισμένου. Τον είχε λατρέψει. Τον είχε μισήσει. Κατοικούσε μέσα της, αλλά αυτό το γνώριζε μονάχα η ίδια. (σελ. 110)
Για το κορίτσι, βιολί και Μετρ τείνουν να μεταμορφωθούν, είναι αξεδιάλυτες οντότητες. Καθώς αποκτά έναν υπερβολικά έντονο δεσμό με το «μαγικό αντικείμενο», ταυτόχρονα «δένεται» και μαζί του με ένα δέσιμο που είναι ακατανόητο για τους γύρω της, όπως διαπιστώνουμε μέσα από την οπτική του Άρη, ο οποίος τολμά να της μιλήσει γι’ αυτό(ν).
Ύμνος στη μουσική
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες με υπαινικτικούς τίτλους: «Σφεντόνες και βέλη», «Θηλιές και κόμποι», «Ανάσες και νότες», «Βράχια και φωλιές». Με εξαίρεση ίσως την τελευταία και πιο ενδοσκοπική, στις υπόλοιπες ενότητες η μουσική είναι πανταχού παρούσα και μοιάζει να αποκτά το ρόλο του κρυφού πρωταγωνιστή: αναφορές σε κομμάτια, σεμινάρια, συναυλίες, διαγωνισμούς, μουσουργούς, συνθέτες και σολίστ, σχόλια για διαφορές στην ποιότητα του ήχου που παράγουν τα διαφορετικού κατασκευαστή όργανα κ.λπ. βρίσκουμε σχεδόν σε κάθε σελίδα του έργου. Σε μερικά σημεία, ο αναγνώστης νιώθει να κατακλύζεται από ονόματα συνθετών, σολίστ, μουσικών κομματιών. Ωστόσο, η μουσική δεν είναι η μόνη παρούσα τέχνη. Η τέχνη του θεάτρου, της ζωγραφικής και της πεζογραφίας βρίσκονται επίσης εκεί, σε ρόλο δευτεραγωνιστή. Άλλωστε η γνωριμία του Μετρ με το κορίτσι θα αποτελέσει χρόνια μετά υλικό και έμπνευση για το θεατρικό έργο του Άρη.
Η Παπαλιού, όμως, δεν μιλά για έναν εξιδανικευμένο κόσμο της μουσικής. Αντίθετα, εκθέτει τη σκληρή του αλήθεια. Το μυθιστόρημα βρίθει εύστοχων, αιχμηρών παρατηρήσεων και (όχι και τόσο) έμμεσων σχολίων για την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της μουσικής, για τον ανταγωνισμό, για τον ναρκισσισμό πολλών από αυτούς που έχουν φτάσει στην κορυφή, για τη σημασία της σκηνικής παρουσίας, της εμφάνισης (ρούχα, παπούτσια, μακιγιάζ) και τη συμμετοχή του σώματος στην ερμηνεία ενός έργου στο ρεσιτάλ, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης, για την ανάγκη συμμετοχής και διακρίσεων σε διαγωνισμούς από μικρή ηλικία, για τις απορρίψεις μέχρι την αποδοχή στον μακρύ δρόμο προς τη μουσική καταξίωση ή απαξίωση, για τα κυκλώματα διασυνδέσεων που απογειώνουν ή καταστρέφουν καριέρες, αλλά και για τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην αυτοπροβολή των καλλιτεχνών. Περιγράφει την εμπορευματοποίηση της κλασικής μουσικής που οι παράγοντες παρουσιάζουν στους καλλιτέχνες ως αναγκαίο κακό προκειμένου αυτή να «επιβιώσει» ως είδος (φωτογραφήσεις, συνεντεύξεις, έμφαση στο ωραίο παρουσιαστικό και στη σκηνική παρουσία, ενεργοί λογαριασμοί στο Instagram). Επιπλέον, στο μυθιστόρημα εντοπίζουμε ενδιαφέροντες στοχασμούς για τη ζωγραφική, τη μουσική και την τέχνη γενικά, τον έρωτα, τη φιλία, τη συναδελφικότητα, τις οικογενειακές σχέσεις, τις κοινωνικές συμβάσεις, τις διαφορετικές μουσικές κουλτούρες και τις εν γένει διαφορές στη νοοτροπία μεταξύ ρώσων-ανατολικοευρωπαίων και δυτικών καθηγητών μουσικής. Δεν λείπουν τα σχόλια και για τις αγγλικές συνήθειες, όπως το εθνικό σπορ της κατανάλωσης αλκοόλ μέχρι τελικής πτώσεως ή το Brexit, ούτε για τη συνήθεια των συμπατριωτών της ηρωίδας να τσακώνονται όπου τους δοθεί το βήμα, συμπεριλαμβανομένου του «τοξικού βάλτου» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Καθώς ο αναγνώστης βυθίζεται στις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τις αγωνίες της ηρωίδας, θα βρει τον εαυτό του να αναρωτιέται και να αμφιβάλλει για το κατά πόσο αξίζει το τίμημα που καταβάλλει για να ανέλθει στην κορυφή μέσα σε ένα τόσο ανταγωνιστικό πλαίσιο. Οι αναδρομές στο παρελθόν εναλλάσσονται με τις μικρές ενότητες που διαδραματίζονται στο παρόν και αποκαλύπτουν σιγά σιγά τα κομμάτια του αφηγηματικού παζλ στο οποίο προβάλει κυρίαρχο το αίτημα της αυθεντικότητας και της ανεξάρτητης, αυθεντικής προσωπικής «φωνής» και ταυτότητας.
Η συγγραφέας δείχνει μεγάλη ευαισθησία στην αποτύπωση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και των αντιδράσεων μπροστά στον θάνατο. Παρακολουθούμε βήμα βήμα πώς διεισδύει στον ψυχισμό της ηρωίδας της και ανατέμνει τις μύχιες σκέψεις της. Οι χαρακτήρες του έργου δεν είναι πολλοί, οι δυο ανεπτυγμένοι μάλιστα ήρωες, το κορίτσι και ο Άρης, φαίνονται πολύ πιο ώριμοι από τους υπόλοιπους νέους της ηλικίας τους. Είναι βεβαίως άνθρωποι εμφανώς καλλιεργημένοι: τους συναντάμε να μιλούν διαρκώς για μουσική, θέατρο και λογοτεχνία, το κορίτσι διαβάζει Βισουάβα Σιμπόρσκα και Μαρίνα Τσβετάγεβα, μαζί επισκέπτονται μια έκθεση του Μανέ, τη Νάσιοναλ Γκάλερυ, διάφορες γκαλερί όπου εκτίθενται έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, ενώ ο Άρης, βαθιά σκεπτόμενος και τολμηρός, δεν διστάζει να επικρίνει αυτό που εκλαμβάνει ως αυτοκαταστροφική μεγαλομανία του κοριτσιού. Ενδεχομένως να μπορούσαν να λείπουν κάποιες περιγραφές, λόγου χάρη η εκτενής και λεπτομερέστατη περιγραφή του πρώτου σπιτιού της ηρωίδας στο Λονδίνο· με μια πρώτη ματιά δεν προσθέτουν στην εξέλιξη της ιστορίας, που ούτως ή άλλως κινείται με αργούς, σχεδόν νωχελικούς ρυθμούς, ωστόσο εισάγουν τον αναγνώστη στον μικρόκοσμο και τον χαρακτήρα της ηρωίδας πιο εύστοχα από μια τυπική περιγραφή της προσωπικότητάς της.
Τα διαλογικά τμήματα, που είναι αρκετά, διακρίνονται από αληθοφάνεια. Η Παπαλιού αποφεύγει τις δραματικές, κινηματογραφικές ή «τηλεοπτικές» συζητήσεις. Η ρέουσα γραφή, ο λιτός, με περιοδικές ποιητικές εξάρσεις λόγος, η πολύπλευρη σκιαγράφηση ακόμη και των δευτερευόντων χαρακτήρων, η εστίαση στο υπόγειο εσωτερικό δράμα της ηρωίδας και οι περιγραφές που δημιουργούν εξαιρετικά ζωντανές εικόνες δίνουν στο μυθιστόρημα μια κινηματογραφική αισθητική που ελκύει τον αναγνώστη από την πρώτη ώς την τελευταία του σελίδα.
[1] Συνεντεύξεις / Mια Ζωή σε 40 Ερωτήσεις: Ντορίνα Παπαλιού, Η συγγραφέας απαντάει στο ερωτηματολόγιο του Προυστ για το LiFO.gr., 2/11/2013, https://www.lifo.gr/prosopa/synenteyjeis/mia-zoi-se-40-erotiseis-ntorina-papalioy.
[2] Η φωνή στα χέρια της είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Παπαλιού. Εκτός από Το απαραίτητο φως που απέσπασε θετικές κριτικές και θα μεταφερθεί στη μικρή οθόνη από την Ertflix σε σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου και Κάτιας Κισσονέργη, έχει εκδώσει αρκετές εικονογραφημένες ιστορίες για παιδιά, διηγήματα, μια μελέτη πάνω στην προφορική αφήγηση και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, το Γκάτερ (Κέδρος, 2007), που κέρδισε το βραβείο IBBY 2008, καλύτερου νεανικού μυθιστορήματος.