Σύνδεση συνδρομητών

Οι δύο όψεις του Πάμπλο Νερούδα

Δευτέρα, 12 Αυγούστου 2024 22:07
Καρικατούρα του Πάμπλο Νερούδα από τον Αλέκο Παπαδάτο.
Αλέκος Παπαδάτος
Καρικατούρα του Πάμπλο Νερούδα από τον Αλέκο Παπαδάτο.

Pablo Neruda, Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα. Απομνημονεύματα, μετάφραση από τα ισπανικά - σημειώσεις: Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, Αθήνα 2024, 645 σελ.

Στη μεταπολίτευση, τραγουδήσαμε στα γήπεδα το Canto General του, που είχε μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης και τον λατρέψαμε, ως εκφραστή και διεκδικητή της ουτοπίας ενός κοινωνικά δίκαιου κόσμου. Ο Πάμπλο Νερούδα (1904-1973), στρατευμένος ποιητής οπαδός εξιδανικευμένων κομμουνιστικών ιδεών, τιμημένος το 1971 με το Νόμπελ, είχε λατρευτεί επειδή βοήθησε διωκόμενους από το καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία και επειδή υπήρξε στέλεχος του κράτους τα χρόνια του Αλιέντε στη Χιλή, συναναστράφηκε μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής του και έγινε σύμβολο αντίστασης στη χώρα του. Στην αυτοβιογραφία του, που μόλις κυκλοφόρησε, περιγράφει τη ζωή του σαν επαναστατική εποποιία αλλά, ειλικρινής, δεν κρύβει τα μελανά της σημεία: θαύμαζε τον Στάλιν και, όταν ήταν νέος, βίασε μια νεαρή γυναίκα. Γιατί, παρ’ όλα αυτά, έχει θαυμαστές που ανατρέχουν συνεχώς στο έργο του; [ΤΒJ]

Κάποιοι θα πουν πως δεν είναι πολλοί και άλλοι πως δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς εκείνοι που η, συνήθως πολυτάραχη, ζωή τους περιλαμβάνει αρκετό υλικό για τη σύνταξη μιας εκτενούς βιογραφίας ή την παραγωγή μιας φιλόδοξης βιογραφικής σειράς, ταινίας ή ντοκιμαντέρ. Βιώματα που πλαισιώνουν, εμπλουτίζουν ή και καθορίζουν τη συγγραφική τους περιπέτεια και τη λογοτεχνική τους πορεία, όπως θυελλώδης προσωπικός βίος, συμμετοχή σε λογοτεχνικά και μη κινήματα, πολιτική δράση, αφιερώματα και σημαντικά βραβεία, ενδιαφέρουσες επαγγελματικές επιλογές και εναλλαγές, πολυάριθμα ταξίδια, συναναστροφή με εξίσου σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών αλλά και της πολιτικής ζωής και η άμεση βιωματική παρουσία-μαρτυρία σε γεγονότα που καθόρισαν τον ρου της ιστορίας στην εποχή τους. Με λίγα λόγια, ένα οπλοστάσιο εμπειριών που η «σωστή» τους αφήγηση από τους ίδιους, εν είδει αυτοβιογραφίας, μπορεί να οδηγήσει στην κατασκευή του μύθου του εαυτού ή του προσωπείου κάθε λογοτέχνη.[i]

Σε αντίθεση με την αυτοβιογραφία, τη γραμμική και όσο το δυνατόν πιο λεπτομερή αφήγηση της ζωής ενός συγγραφέα, η σύνταξη των απομνημονευμάτων του κάθε συγγραφέα είναι μάλλον πιο αντιπροσωπευτικό και εύστοχο δείγμα της γραφής και της προσωπικότητάς του, γιατί καταδεικνύει το πού εστιάζει ο ίδιος, ποιες στιγμές ή περιόδους του βίου του επιλέγει ως σημαντικές και άξιες να γνωστοποιηθούν και ποιες όχι – παρότι και στην αυτοβιογραφία συχνά παραλείπονται γεγονότα, στοιχεία και όψεις του χαρακτήρα του αυτοβιογραφούμενου που στη συνέχεια κατά κανόνα αποκαλύπτονται σε βιογραφίες του τις οποίες έχουν συντάξει άλλοι.

Στα απομνημονεύματα του που μόλις κυκλοφόρησαν στα ελληνικά, ο πολύ γνωστός και αγαπητός στο ελληνικό κοινό νομπελίστας χιλιανός ποιητής Πάβλο (Πάμπλο) Νερούδα «ξεγυμνώνεται» δίχως ενδοιασμούς και δίχως βολικές μάσκες-προσωπεία – μάλλον, δηλαδή, χωρίς να έχει σκεφτεί ιδιαίτερα ποιες όψεις των επιλογών του θα αναδείξει και ποιες θα κρύψει.

 

Μια περιπετειώδης εκδοτική πορεία

Η ιστορία έκδοσης και κυκλοφορίας του βιβλίου είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με το περιεχόμενό του. Ο Νερούδα επιθυμούσε να το εκδώσει το 1974, όταν θα έκλεινε τα εβδομήντα, αλλά απεβίωσε σε ηλικία 69 χρονών, στο Σαντιάγο της Χιλής, στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοσέτ και την αυτοκτονία του Σαλβαδόρ Αλιέντε, του σοσιαλιστή πρωθυπουργού που ο Πινοσέτ ανέτρεψε. Το έργο, πάνω στο οποίο ο Νερούδα δούλευε σχολαστικά, μαζί με το γραμματέα του Όμη­ρο Άρ­σε, στη Νορμανδία όπου και έμενε εκείνο το διάστημα, θα αποτελούσε «συνέχεια» των δέκα αυτοβιογραφικών άρθρων που είχε δημοσιεύσει το 1962 στο βραζιλιανικό περιοδικό O’Cruzeiro Internacional.[ii] «Ο στό­χος εί­ναι να συ­μπλη­ρω­θεί το κεί­με­νο του Cruzeiro ώστε να δη­μιουρ­γη­θεί ένα ση­μα­ντι­κό βι­βλίο», αναφέρει χαρακτηριστικά σε επιστολή του τον Αύγουστο του 1972 στο βιο­γρά­φο και φί­λο του Βο­λό­ντια Τέι­τελ­μποϊμ.[iii]

Η επιθυμία του εκπληρώθηκε μετά το θάνατό του από τη σύζυγό του Ματίλντε Ουρούτια, που ανέλαβε μαζί με τον βενεζουελανό συγγραφέα Μι­γκέλ Οτέ­ρο Σίλ­βα το κοπιώδες έργο της συγκέντρωσης, οργάνωσης και επιμέλειας του ογκώδους υλικού. Το έργο εκδόθηκε και κυκλοφόρησε πρώτα στην Ισπανία, από τον εκδοτικό οίκο Seix Barral της Βαρκελώνης, και στη Λατινική Αμερική αρχικά στο Μπουένος Άιρες από τον εκδοτικό οίκο Losada, μια και η δικτατορική κυβέρνηση του Πινοσέτ δεν επέτρεπε την έκδοση και την κυκλοφορία του στη Χιλή.[iv] Στην πατρίδα του ποιητή το έργο μπήκε λαθραία, σε ελάχιστα αντίτυπα κρυμμένα πίσω από το εξώφυλλο μιας πλαστής έκδοσης του μυθιστορήματος Τερέζα Μπατίστα, κου­ρα­σμέ­νη απ’ τον πό­λε­μο του Χόρ­χε Αμά­δο και διακινήθηκε χέρι με χέρι. Το 2017 κυκλοφόρησε η οριστική του έκδοση, συμπληρωμένη με λίγα ανέκδοτα και «αυτοβιογραφικού χαρακτήρα» κείμενα που βρέθηκαν στο αρχείο του Ιδρύματος Πάμπλο Νερούδα, τα οποία πρόσθεσε ο επιμελητής της έκδοσης με την έγκριση του Ιδρύματος.

Δεν είναι να απορεί κανείς με την επιμονή των πραξικοπηματιών να απαγορεύσουν την κυκλοφορία των απομνημονευμάτων ενός δεδηλωμένου κομμουνιστή, πρώην ακτιβιστή, υπέρμαχου της αντίστασης ενάντια στις επεμβάσεις των ΗΠΑ στην πατρίδα του, που λίγο έλειψε να βρεθεί στη θέση του προέδρου της χώρας και εκπροσώπου της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε, με την ιδιότητά του ως πρεσβευτή στη Γαλλία. Δίχως ενδοιασμούς, στα απομνημονεύματά του ο Νερούδα δεν παραδίδει απλώς μια μαρτυρία της ζωής και του έργου του, ούτε περιορίζεται στον αναστοχασμό επάνω στα νοήματα της τέχνης του, αλλά, συνυφαίνοντας αριστοτεχνικά τα προσωπικά βιώματα με τα ιστορικά γεγονότα. Αποτυπώνει δηλαδή τους πολιτιστικούς μετασχηματισμούς παράλληλα με τις πολιτικές αναταραχές μιας τρικυμιώδους περιόδου στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δώδεκα μεγάλες ενότητες με σχετικά σύντομα κεφάλαια που αποτυπώνουν πολύ συγκεκριμένες αναμνήσεις και ποικίλλουν θεματικά. Μπορεί να περιγράφονται παράξενα ανέκδοτα, όπως ο άνθρωπος που πηδά πάνω από τους νεκρούς, μέχρι πολιτικά και ανθρωπιστικά «κατορθώματα» όπως η συμμετοχή του ποιητή στην απελευθέρωση ισπανών κρατουμένων από στρατόπεδα συγκέντρωσης του φρανκισμού και η μεταφορά τους στη Χιλή. Η αφήγηση ξεκινά με τη γέννηση του Νερούδα στο Παράλ, ένα φτωχό χωριό της Νότιας Χιλής, και τις πρώτες του αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και φτάνει έως και λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, από μετάσταση του καρκίνου του προστάτη από τον οποίο έπασχε τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αυτή τουλάχιστον είναι η επίσημη εκδοχή, ενώ την τελευταία δεκαετία έχει ανοίξει εκ νέου η υπόθεση του θανάτου του, καθώς υπήρχε η έντονη υποψία πως δολοφονήθηκε από κρατικούς πράκτορες:[v] ο ποιητής που δυο χρόνια πριν είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, άφησε την τελευταία του πνοή λίγες ώρες αφότου του χορηγήθηκε μια «ύποπτη» ένεση με κάποια τοξίνη ή βακτήριο την παραμονή της ημέρας που θα αναχωρούσε για το Μεξικό, όπου σχεδίαζε να αυτοεξοριστεί για να οργανώσει την αντίσταση στη δικτατορία του Πινοσέτ.

Ως μεταφραστικό άθλο αξίζει να αντιμετωπίσουμε την υποδειγματική νέα μετάφραση από την πλήρη ισπανική έκδοση του 2017, του Γιώργου Κεντρωτή, ο οποίος, όπως ομολογεί στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, χρωστά στην αγάπη και στην ιδεολογική του συγγένεια με τον κορυφαίο ποιητή την επιλογή του να εντρυφήσει στην ισπανική γλώσσα.[vi] Η πρώτη έκδοση του έργου είχε μεταφραστεί στα ελληνικά το 1975 από τον Αναστάση Ι. Λιβέρη και κυκλοφόρησε σε δύο τόμους ως Απομνημονεύματα, τ. 1:  Η Ζωή μου και τ. 2:  Η Πατρίδα στα σκοτάδια (βλ. βιβλιογραφία). Ως Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα αποδίδει τον τίτλο του έργου ο Κεντρωτής, αντί του απλούστερου, πιστότερου στο πρωτότυπο, αλλά νοηματικά ασαφέστερου Ομολογώ πως έζησα, αιτιολογώντας πειστικά τη μεταφραστική του επιλογή (εξάλλου μας έχει συνηθίσει σε ευρηματικές μεταφράσεις, ακόμη και τίτλων έργων). Αξίζει να σημειωθεί πως στην αγγλική μετάφραση (1977 και 2021) είχε παραλειφθεί εντελώς ο τίτλος και το έργο κυκλοφόρησε με τίτλο τον (ουδέτερο) υπότιτλο του πρωτοτύπου Απομνημονεύματα (Memoirs και The Complete Memoirs), τίτλο που είχε υιοθετήσει και η πρώτη ελληνική μετάφραση. Μαζί με τα απομνημονεύματα του Νερούδα ο Κεντρωτής μετέφρασε και τα Δελτία από τη Μακρόνησο, πάλι για τις εκδόσεις Gutenberg, μια ποιητική συλλογή με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα που ο Νερούδα έγραψε τη διετία 1962-1963 και εκδόθηκε την επόμενη χρονιά. Τα δυο έργα λειτουργούν αλληλοσυμπληρωματικά και η ανάγνωση του ενός εμπλουτίζει την κατανόηση του άλλου.

 

«Ενάντια στον Φράνκο ζούσαμε καλύτερα»

Διαβάζοντας μισό αιώνα αργότερα από την έκδοσή τους τα απομνημονεύματα του χιλιανού ποιητή, ο αναγνώστης διαπιστώνει πως όχι μόνο αντέχουν ως ενδιαφέρον ανάγνωσμα στο πέρασμα του χρόνου, αλλά διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος της φρεσκάδας τους. Ο Νερούδα αφηγείται, με την απαράμιλλη λεκτική δύναμη που χαρακτηρίζει τα καλύτερα γραπτά του, όχι μόνο τα κύρια επεισόδια της ζωής του, αλλά τις συνθήκες που περιβάλλουν τη δημιουργία των πιο διάσημων ποιημάτων του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η βαθιά ενδοσκοπική ματιά του καθιστούν την προσωπική του ιστορία θεμελιώδους αξίας για την κατανόηση του πολύπλοκου δικτύου επιρροών που διαμόρφωσαν την ποίηση και το όραμά του. Λέγεται πως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που αντιμετώπιζε με αυστηρά κριτική ματιά και σε προσωπικό επίπεδο συχνά με εμπάθεια τον χιλιανό ομότεχνό  του, είχε δηλώσει πως ο Νερούδα από μέτριος ερωτικός ποιητής μετατράπηκε σε μεγάλο επαναστάτη ποιητή. Αν και κάτι τέτοιο δεν είναι ακριβές, είναι αλήθεια πως ο Νερούδα προέταξε έναντι της αισθητικής αρτιότητας σε ένα τμήμα του έργου του την ανάγκη να εκφράσει τη στενή και παθιασμένη του σχέση με τη γενέθλια γη του και το λαό της, εστιάζοντας στα βάσανα μιας ολόκληρης ηπείρου που υπήρξε θύμα της ιστορίας και των εκάστοτε ισχυρών. Εδώ ακριβώς είναι που η ανάγνωση των απομνημονευμάτων του υποστηρίζει την κατανόηση του έργου του.

Κάποιες φορές ο αναγνώστης θα νιώσει να τον εκπλήσσει η άκριτη στάση, αν όχι ιδεολογική τύφλωση, του Νερούδα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, πριν λ.χ. από το κρίσιμο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπου ο Νικήτας Χρουστσόφ, με τον λόγο του κατά του Στάλιν «Περί της προσωπολατρίας και των συνεπειών της»[vii] κατήγγειλε τις θηριωδίες του καθεστώτος του προκατόχου του· ή με τα όσα γράφει για τον Στάλιν, αυτός ο «λυρικός απολογητής του», ακόμη και μετά την αποκάλυψη των «φοβερών γεγονότων», καθώς ξεμπερδεύει εύκολα με την αυτοκριτική και επιστρέφει στην καθαγιασμένη εικόνα ενός ανθρώπου «με αρχές, καλοκάγαθου, […] τιτάνιου υπερασπιστή της Ρωσικής Επανάστασης» (σ. 528-529).[viii] Ωστόσο, μπορούμε να πούμε πως σε γενικές γραμμές η πλειονότητα των απόψεων του Νερούδα για το ρόλο του ποιητή και τη σχέση του με το περιβάλλον του παραμένει ιστορικά δικαιολογημένη, ειδικά όταν τη συσχετίσουμε με την ιδιαίτερα πολύπλοκη πολιτική κατάσταση στην τότε Λατινική Αμερική. Αριστοτεχνικά, ο συγγραφέας εκθέτει τόσο την αντίληψή του για την τέχνη και την ποίηση όσο και τους λόγους που τον οδήγησαν να υπερασπιστεί τις γνωστές πολιτικές του θέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του.

Εκτός από καταξιωμένος ποιητής, ο Νερούδα ήταν από πολύ νωρίς γνωστός για τη δέσμευσή του στην κοινωνική δικαιοσύνη και τη βαθιά του ευαισθησία απέναντι στα ανθρωπιστικά ζητήματα. «Ο ποιητής πρέπει να είναι εν μέρει ο χρονικογράφος της εποχής του», έχει γράψει. Η ποίησή του αντανακλά μια εποχή κατά την οποία η ποίηση όχι μόνο ήταν πολύ κοντά θεματικά στην τρέχουσα καθημερινότητα, αλλά σχεδόν αποτέλεσε ένα εργαλείο στην υπηρεσία του αγώνα για την κοινωνική αλλαγή σε περιβάλλοντα με έντονο πολιτικό αναβρασμό όπως η Ισπανία ή επαναστατικών κινημάτων σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, μεταξύ αυτών και η πατρίδα του Νερούδα. Η οπτική του Νερούδα σε αρκετά σημεία αφήνει μάλιστα την αίσθηση πως ο ποιητής απολάμβανε αυτές τις στιγμές κορύφωσης, αυτούς τους αγώνες, και η νοσταλγική του διάθεση θα μπορούσε να συνοψιστεί κατ’ αναλογία με την περιβόητη φράση «ενάντια στον Φράνκο ζούσαμε καλύτερα» του καταλανού λογοτέχνη και δημοσιογράφου Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν.

Στο Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα, παρακολουθούμε τη γεμάτη έντονα γεγονότα και στιγμές προσωπική περιπέτεια που οδήγησε τον Νερούδα από τη Βιρμανία και την Κεϋλάνη στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, στον μαχόμενο κομμουνισμό, στη Γερουσία της Χιλής και στις πρεσβείες του Μεξικού και του Παρισιού. Επιπλέον, ο ποιητής περιγράφει με ύφος ζωηρό την καριέρα του ως διακεκριμένου διπλωμάτη και την αναγνώρισή του ως ιδιαίτερα επιδραστικής πολιτικής μορφής, τις σχέσεις του με τους σημαντικότερους λογοτέχνες και καλλιτέχνες του καιρού του, όπως ο Λόρκα, ο Ελυάρ, ο Αραγκόν και ο Πικάσο, αλλά και με εμβληματικές πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής όπως ο Γκάντι, ο Τσε Γκεβάρα και ο Μάο Τσε Τουνγκ – συνολικά στο έργο γίνονται αναφορές σε περισσότερες από τετρακόσιες γνωστές ή λιγότερο γνωστές προσωπικότητες.[ix] Ο Νερούδα δεν κάνει διακρίσεις ούτε κρύβεται, αντίθετα αποκαλύπτει ερωτικές σχέσεις, συγκινητικές στιγμές, ξεκαρδιστικά ανέκδοτα, περιπέτειες, στιγμές μικροπρέπειας αλλά και ηρωισμού. Δεν αναφέρεται εκτενώς στην οικογένειά του, αλλά εξηγεί πως παρουσιάστηκε με ψευδώνυμο λόγω της δυσφορίας του πατέρα του απέναντι στην ιδιότητά του ως ποιητή, γι’ αυτό το 1920 υιοθέτησε το επώνυμο του γνωστού τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα· το Πάμπλο (Πάβλο στα χιλιανά) εικάζεται πως είναι δάνειο από τον γάλλου ποιητή Πωλ Βερλαίν – το πραγματικό του όνομα ήταν Ρικάρδο Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο. Επιπλέον, κάνει εκτενείς αναφορές στα επεισόδια της ζωής του, όπως η επίσκεψη στο Περού και στο Μάτσου Πίτσου, που τον ενέπνευσαν για πολλά από τα ποιήματά του αλλά και καθόρισαν την πολιτική του ιδεολογία. Με ζωντανή, σχεδόν παλλόμενη και σαγηνευτική πρόζα, ο Νερούδα αφηγείται τις εμπειρίες του ως πρεσβευτής της Χιλής στην Άπω Ανατολή, την παρουσία του στην Ιβηρική Χερσόνησο κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, τη διπλωματική του αποστολή με σκοπό να προσφέρει άσυλο στους Δημοκρατικούς που εγκατέλειπαν την Ισπανία μετά την επικράτηση του φασισμού, τους γάμους και τα ειδύλλιά του, τη συμμετοχή του σε κινήματα πολιτιστικής αντίστασης στην Ευρώπη και την Αμερική, τη δίωξή του από τη χιλιανή αστυνομία και την εξορία.

 

Μια γλαφυρή αυτοπροσωπογραφία

Το ποιητικό τάλαντο του Νερούδα μετατρέπει τα απομνημονεύματά του σε λογοτεχνικό έργο που ξεπερνά την απλή αφήγηση των γεγονότων και τον αναστοχασμό επάνω σε αυτά. Η ευρηματική χρήση μεταφορών, παρομοιώσεων και αλληγοριών, η λυρική ένταση ορισμένων αποσπασμάτων που αγγίζει αλλά δεν ξεπερνά τα όρια της υφολογικής επιτήδευσης, ο υφολογικός πλούτος, οι ζωντανές ποιητικές εικόνες που υφαίνει, κάνουν τον αναγνώστη μέτοχο των βιωμάτων του. Ο ποιητής ξεκινά το έργο με ένα μικρό, αλλά όμορφο και υποβλητικό απόσπασμα για τα δάση της Χιλής. Λίγο πιο κάτω περιγράφει επίσης τη βροχή, το τοπίο της περιοχής όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια, υποστηρίζοντας ότι δεν μοιάζει με καμία άλλη περιοχή που έχει δει ποτέ. Και αυτό φαίνεται πιθανόν, γιατί έτσι όπως το περιγράφει πραγματικά δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς ότι ναι, δεν έχω ξαναδεί τέτοια βροχή ή βλάστηση. Ένα από τα στοιχεία που κάνουν το Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα να διαφέρει από πολλά άλλα απομνημονεύματα είναι πως, με εξαίρεση κάποια «στεγνά» υφολογικά κεφάλαια που έχουν θέμα τους την πολιτική, ο ποιητής τείνει να εμβαθύνει σε μεγάλα ζητήματα και  μοιάζει να συνομιλεί με τον ανώνυμο αναγνώστη και να του περιγράφει με πάσα ειλικρίνεια τα βιώματά του. Από τις πρώτες σελίδες, οι περιγραφές της Χιλής, των ανθρώπων της, της κουλτούρας και των τοπίων της αποπνέουν έντονα συναισθήματα γνήσιας αγάπης που τρέφει ο ποιητής για τη χώρα του. Ακόμη και η κριτική που ασκεί είναι καλοπροαίρετη και φαίνεται να προέρχεται από τη λατρεία που είχε για τη γη όπου γεννήθηκε.

Μαζί με την πολιτική και την ακλόνητη κοινωνική δέσμευση και συνείδηση του Νερούδα, οι βασικές θεματικές του έργου είναι η αποτύπωση της αγάπης και του πάθους στον έρωτα και ο αναστοχασμός επάνω στο ζήτημα της ζωής και του θανάτου. Όσον αφορά την πρώτη, ο ποιητής αποκαλύπτει το προσωπικό του όραμα για έναν πιο δίκαιο και ανθρώπινο κόσμο, μιλά για τον πολιτικό του ακτιβισμό και την αλληλεγγύη του στους καταπιεσμένους και τους μη έχοντες, διατυπώνοντας έμμεσα ένα κάλεσμα για δράση με σκοπό την υπεράσπιση των θεμελιωδών ανθρώπινων αξιών. Οι διεισδυτικοί προβληματισμοί του για την πολιτική πολυπλοκότητα και τον κοινωνικό ιστό αντηχούν ως εύγλωττη μαρτυρία της αφοσίωσής του σε κοινωνικούς σκοπούς, αποκαλύπτοντας μια κληρονομιά που ξεπερνά τη ζωή του και είναι συνυφασμένη με τον ιστορικό ιστό της εποχής του.

Όσον αφορά τη δεύτερη, μέσα από την αναθύμηση και τη διήγηση των προσωπικών του εμπειριών και τη βαθιά του γνώση για τα ανθρώπινα συναισθήματα, ο συγγραφέας μάς καλεί να εξερευνήσουμε την πολυπλοκότητα των συναισθηματικών δεσμών που μας ενώνουν και μας χωρίζουν, αποκαλύπτοντας ένα παθιασμένο, απόλυτο όραμα αγάπης και εξερευνώντας τις αποχρώσεις του ανθρώπινου πάθους σε όλη του την πολυπλοκότητα και το μεγαλείο του. Ο Νερούδα αποτίει φόρο τιμής στην ένταση των ερωτικών συναισθημάτων: με σαγηνευτικές μεταφορές και απαράμιλλη ποιητική ευαισθησία, με οικείους αλλά και ορισμένους πρωτότυπους για τον μέσο αναγνώστη στοχασμούς αποτυπώνει μια ποιητική ιχνηλάτηση της αγάπης και του πάθους που αφορά τον καθένα ξεχωριστά.

Όσον αφορά την τρίτη, στα απομνημονεύματά του, όπως και σε τμήμα της ποίησής του, ο Νερούδα προσεγγίζει το αίνιγμα της θνητότητας διαμέσου της διερεύνησης της δυαδικότητας μεταξύ της ευφορίας της ύπαρξης και του αναπόφευκτου του θανάτου. Από την εξύψωση των απλών απολαύσεων έως την ενατένιση της πνευματικής υπέρβασης, ο Νερούδα υφαίνει μια αφήγηση που προσκαλεί τους αναγνώστες να αναλογιστούν τη μεταβατική φύση της ύπαρξης και τη σημασία τού να την απολαμβάνουν κάθε στιγμή με ευγνωμοσύνη και πληρότητα. Η λυρική και υποβλητική προσέγγισή του στη ζωή και το θάνατο δημιουργεί ένα διάλογο με τους αναγνώστες του που ξεπερνά το χρόνο και το χώρο, αφήνοντας ένα αποτύπωμα διαρκείας.

Ίσως ένα από τα ωραιότερα μέρη του βιβλίου είναι τα σημεία που μαρτυρούν την παθιασμένη αγάπη που έτρεφε ο Νερούδα για τη γραφή και τη γλώσσα. Μιλά για τη γλώσσα που μιλούσαν οι κονκισταδόρες οι οποίοι «[α]π’ όπου πέρασαν δεν άφησαν τίποτα όρθιο, μόνο καμένη γη. […] Μας πήραν το χρυσάφι και μας άφησαν το χρυσάφι... Μας πήραν τα πάντα και μας άφησαν τα πάντα… Μας άφησαν τις λέξεις» (σελ. 99). Εστιάζει στις διαφορές μεταξύ της λατινοαμερικανικής διαλέκτου και της διαλέκτου που ομιλείται στην Ισπανία. Αλλά κυρίως, μιλά για τους περιορισμούς της γλώσσας και για το πώς έπρεπε να ξεπεράσει τα όρια της γλώσσας για να μπορέσει να γράψει ποίηση. Στο Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα, άλλωστε, ο ποιητής αποδεικνύει με την πληθωρική του γραφή πως ήταν ικανός να γράψει ποίηση σε μορφή πρόζας. Εντοπίζουμε επίσης αρκετά σημεία στα οποία ο Νερούδα σχολιάζει το πώς η ποίησή του έφτασε να επηρεάσει αναγνώστες του διεθνώς. Περιγράφει σκηνές όπου απήγγειλε τα ποιήματά του μπροστά σε τεράστια πλήθη με την ατμόσφαιρα να είναι ιδιαίτερα φορτισμένη. Η βαθιά επίδραση που διαπίστωσε πως άσκησε σε πολλούς ανθρώπους επηρεάζει βαθιά τον ίδιο τον ποιητή και είναι προφανές πως του αρέσει να μιλά γι’ αυτό, παρότι σε σημεία δημιουργεί την εντύπωση της αυταρέσκειας.

Βασική αδυναμία του έργου –εκτός από την πλήρη απουσία κάθε αναφοράς στη Μάλβα-Μαρίνα, την κόρη που απέκτησε με την πρώτη του σύζυγο, η οποία έπασχε από υδροκεφαλία και πέθανε σε ηλικία οκτώ ετών[x]– θα λέγαμε πως είναι η επιμέλεια και κυρίως η οριστική κατάταξη των κεφαλαίων που δεν πρόλαβε να γράψει ο ίδιος ο ποιητής. Η Ουρούτια με τον Οτέρο που ανέλαβαν την ολοκλήρωση του έργου, χρησιμοποιώντας επιλεκτικά παλιά και διάσπαρτα αυτοβιογραφικά επιπλέον κείμενα, δεν κατάφεραν ή δεν θέλησαν να συμπληρώσουν όσα ο ίδιος ο ποιητής πιθανότατα θα προσέθετε εάν είχε το χρόνο για να τελειοποιήσει το κείμενο, ώστε να μη δημιουργείται σε σημεία η αίσθηση πως το κείμενο που κρατά ο αναγνώστης στα χέρια του είναι άνισο. Έτσι, σπάνια βλέπουμε να αναφέρεται η ακριβής ημερομηνία των γεγονότων που αφηγείται ο Νερούδα, δεν ακολουθείται μια αυστηρή χρονολογική σειρά αφήγησης (κάτι αναμενόμενο σε απομνημονεύματα, μπερδεύει όμως τον αναγνώστη) και υπάρχουν σημαντικά χρονικά κενά ή άλλα χρονολογικά σφάλματα (για παράδειγμα στην περιγραφή του ταξιδιού του συγγραφέα στην ΕΣΣΔ το 1949 γράφει (σελ. 309) πως σκοπός του ταξιδιού ήταν να πορευθεί στην εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του Αλέξανδρου Πούσκιν (1799-1837), ενώ στην πραγματικότητα η εκδήλωση αφορούσε την 150ή επέτειο από τη γέννηση του μεγάλου ρώσου λογοτέχνη).[xi]

Οι πιθανολογήσεις ασφαλώς και δεν βοηθούν και το κρινόμενο είναι πάντα το αποτέλεσμα στο οποίο έχει κανείς πρόσβαση. Ωστόσο, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί, εφόσον το νήμα της ζωής του δεν κοβόταν απότομα και είχε την ευκαιρία να συνεχίσει την υπαγόρευση και την επιμέλεια του κειμένου, αν ο ποιητής δεν θα επέλεγε να παραλείψει κάποιες από τις λιγότερο ενδιαφέρουσες σελίδες του έργου και να τις συμπληρώσει με συμβάντα της ζωής του που για τον ίδιο ίσως δεν είχαν τόση αξία αλλά που ενδιαφέρουν μεγάλο μέρος του αναγνωστικού του κοινού. Για παράδειγμα, όσοι ελπίζουν να διαβάσουν για μια συνάντηση μεταξύ Νερούδα και Μίκη Θεοδωράκη θα απογοητευτούν. Για την ιστορία, το Canto General, το γνωστότερο, αν όχι σημαντικότερο, έργο του χιλιανού ποιητή μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1972 στο Παρίσι. Εκείνη την περίοδο, ο Νερούδα ήταν πρέσβης της Χιλής στη Γαλλία και παρευρέθηκε στις πρώτες πρόβες του έργου που έγιναν σε στούντιο της γαλλικής πρωτεύουσας. Το έργο είχε προγραμματιστεί να παρουσιαστεί στη Χιλή τον επόμενο χρόνο, σε μια συναυλία αφιερωμένη στον αγώνα του ελληνικού λαού κατά της ελληνικής δικτατορίας, παρουσία των δημιουργών του αλλά και του προέδρου της χώρας. Η συναυλία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ εξαιτίας του πραξικοπήματος του Πινοσέτ και όσων ακολούθησαν. Στην Ελλάδα, το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μετά την πτώση της δικτατορίας το 1975, σε συναυλίες αφιερωμένες στη μνήμη του Αλιέντε και του Νερούδα και στον αγωνιζόμενο λαό της Χιλής.[xii]

 

Ομολογώ πως βίασα

Εκτός από την επιλήψιμη στάση του ποιητή απέναντι στο μοναδικό του τέκνο, που αναφέραμε προηγουμένως, τα τελευταία χρόνια η ανάδειξη και ο τονισμός μιας άλλης, πιο σκοτεινής, πτυχής έρχεται να αμαυρώσει την προσωπικότητά του. Στα απομνημονεύματά του ο Νερούδα αναδεικνύεται βαθιά σκεπτόμενο και, παρά τις ιδεολογικές του αγκυλώσεις, μπροστά από την εποχή του πολιτικό ον. Συνάμα, όσο κι αν αυτό δεν μας αρέσει, ήταν ένας άνδρας της εποχής του, προϊόν ενός φαλλοκρατικού λατινοαμερικάνικου –και όχι μόνο– υπόβαθρου (machismo). Όπως είχε σημειώσει η τελευταία σύζυγός του, Ματίλντε, στην οποία έχει αφιερώσει μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ και η οποία έγραψε τα δικά της απομνημονεύματα από τη ζωή της στο πλευρό του μεγάλου ποιητή,[xiii] είχαν συζητήσει και είχαν συμφωνήσει πως η κοινωνία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να διαβάσει για την ομοφυλοφιλία του Λόρκα και το εν λόγω κεφάλαιο δεν συμπεριλήφθηκε στην πρώτη έκδοση των απομνημονευμάτων, ώστε να μην υπονομευθεί η φήμη ενός ποιητή που ο κόσμος αγαπούσε και θαύμαζε. Ωστόσο, ο Νερούδα δεν δίστασε να αναφερθεί στη δική του πράξη που διχάζει όσο καμιά άλλη το κοινό του, όχι τότε, αλλά σήμερα: στο βιασμό μιας νεαρής γυναίκας.

Ο «μεγαλύτερος ποιητής του αιώνα», όπως τον χαρακτήρισε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, παραδέχεται πως υπήρξαν φορές που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει το κύρος του –ως ποιητής ή ως διπλωμάτης– και την όποια εξουσία του έδινε αυτό για να οδηγήσει (συχνά ευάλωτες) γυναίκες στο κρεβάτι του. Η «μάτσο» αυτή συμπεριφορά, τόσο συνηθισμένη στην εποχή και την περιοχή όπου ο Νερούδα γαλουχήθηκε και έζησε, τον οδήγησε να εξαναγκάσει σε συνεύρεση μια πανέμορφη νεαρή κοπέλα της φυλής Ταμίλ που είχε αναλάβει την καθαριότητα της τουαλέτας του, όταν 25 χρόνων διπλωμάτης υπηρετούσε ως επίτιμος πρόξενος της Χιλής στο Κολόμπο της υπό βρετανική κυριαρχία Κεϋλάνης (της σημερινής Σρι Λάνκα). Η αφήγηση δεν διαρκεί περισσότερο από τέσσερις παραγράφους και o Νερούδα καταλήγει πως «[ε]πρόκειτο για τη συνάντηση ενός άντρα και ενός αγάλματος. Έμεινε όλη την ώρα με τα μάτια της ανοιχτά, απαθής. Πολύ καλά έκανε εξευτελίζοντάς με. Η απόπειρα δεν επαναλήφθηκε» (σελ. 162). Δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ότι η πράξη έγινε δίχως τη συναίνεση της κοπέλας, αναγνωρίζει αναδρομικά το λάθος του και δεν το επανέλαβε, ωστόσο οι γραμμές αυτές επέστρεψαν για να αμαυρώσουν τη φήμη του χρόνια μετά, μια εποχή που ο βιασμός δεν περνά απαρατήρητος.

Όταν τον Νοέμβριο του 2018 η αρμόδια επιτροπή της Βουλής της Χιλής ψήφισε υπέρ της μετονομασίας του αεροδρομίου του Σαντιάγο, Αρτούρο Μερίνο Μπενίτεθ, σε Πάμπλο Νερούδα, η αντίδραση των φεμινιστριών, οργανωμένων και μη, ήταν σφοδρή και άμεση – η απόφαση μάλιστα δεν έχει έως σήμερα εφαρμοστεί. «Έχουμε αρχίσει να απομυθοποιούμε τον Νερούδα τώρα, επειδή μόλις πρόσφατα αρχίσαμε να αμφισβητούμε την κουλτούρα του βιασμού», δήλωσε στον Guardian η ακτιβίστρια φοιτήτρια Κάρεν Βεργκάρα Σάντσεθ, συμπληρώνοντας: «Το ότι είναι διάσημος καλλιτέχνης δεν τον απαλλάσσει από το ότι είναι βιαστής». Στην Ισπανία φεμινιστικές ομάδες πρότειναν να σταματήσουν να διδάσκονται τα έργα του στα σχολεία, ενώ μια εικόνα του ποιητή συνοδευόμενη από τη λεζάντα «Ομολογώ ότι έχω βιάσει», που παραπέμπει στον τίτλο των απομνημονευμάτων του, αναρτήθηκε στο διαδίκτυο από την καλλιτέχνιδα Carla Moreno Saldías και έγινε viral.

Είναι γεγονός πως δεν μπορεί παρά να μας σοκάρει η μετατροπή μιας κορυφαίας μορφής των γραμμάτων σε βιαστή. Ιδιαίτερα τους Χιλιανούς, τους Ισπανούς και όσους διδάσκονταν ή μάθαιναν να απαγγέλλουν απ’ έξω τα ποιήματά του κατά τη διάρκεια των σχολικών τους χρόνων. Δεν είναι ηθικολογία το να καταδικάζει κανείς τον βιασμό, ιδιαίτερα όταν ο αφηγητής εστιάζει σε αυτόν με γλώσσα ποιητική που θυμίζει αναπόληση στην ομορφιά του θύματος, αφετέρου δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε πως στον τελικό απολογισμό του, σε αντίθεση με άλλες πράξεις και συμπεριφορές του που παραλείπει, ο ποιητής επέλεξε να αποκαλύψει αυτή τη συμπεριφορά του και να αναγνωρίσει έστω εμμέσως το λάθος του, δεκαετίες μετά την τέλεσή του, όταν ο ίδιος, αλλά και η κοινωνία (ομολογουμένως όχι στον ίδιο βαθμό), είχαν αλλάξει.

Tη μνήμη του Νερούδα υπερασπίστηκε ένας άλλος κορυφαίος νομπελίστας λογοτέχνης της Λατινικής Αμερικής, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, που επίσης γαλουχήθηκε με το πρότυπο του μάτσο άντρα, επισημαίνοντας στον ισπανικό Τύπο πως «με αυτή τη στάση θα πρέπει να ρίξουμε στην πυρά μεγάλο μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας». Ενώ η γνωστή συγγραφέας και ανιψιά του Αλιέντε, Ιζαμπέλ Αλιέντε, δήλωσε νηφάλια: «Όπως πολλές νεαρές φεμινίστριες στη Χιλή, είμαι αηδιασμένη από ορισμένες πτυχές της ζωής και της προσωπικότητας του Νερούδα. Ωστόσο, δεν μπορούμε να απορρίψουμε το έργο του […]. Πολύ λίγοι άνθρωποι –ιδιαίτερα ισχυροί ή ισχυροί άνδρες– συμπεριφέρονται με αξιοθαύμαστο τρόπο. Δυστυχώς, ο Νερούδα ήταν ένα άτομο με ελαττώματα, όπως είμαστε όλοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και το Canto General εξακολουθεί να είναι ένα αριστούργημα», είπε. Αν μη τι άλλο, μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Μπόρχες, που είχε πει χαρακτηριστικά για τον Νερούδα: «Τον θαυμάζω ως ποιητή αλλά όχι ως άνθρωπο».

Βέβαια, ο Νερούδα, πολυφωνικός και πολύτροπος, μας έχει προειδοποιήσει όταν (αφελώς;) ψάχνουμε να βρούμε το “αληθινό” πρόσωπό του μέσα στις πληθωρικές του αφηγήσεις, ένα ενιαίο «εγώ». Δεν υπάρχει αυτό το ένα εγώ, όσο κι αν όλα είναι ένα «ταξίδι γύρω από τον εαυτό μου», στο οποίο ο κάθε αναγνώστης βρίσκει απαντήσεις αλλά και του γεννιούνται νέα ερωτήματα (σελ. 573). Ο ποιητής στα απομνημονεύματά του δεν φωτογραφίζει, όπως οι απομνημονευματογράφοι, αλλά «μας παραδίδει μια πινακοθήκη φαντασμάτων που συγκλονίστηκαν από τη φωτιά και τους ίσκιους της εποχής του» (σελ. 19). Στην κορύφωση ενός είδους πανθεϊσμού, ο ποιητής βρίσκεται σε όλα (σε φύση και ανθρώπους) και όλα βρίσκονται εντός του, ζει τις ζωές άλλων, ζει σαν να ζει κάποιος άλλος: «Η ζωή μου είναι ζωή που φτιάχτηκε απ’ όλες τις ζωές: απ’ τις ζωές του ποιητή όλες».

Όπως και να ’χει, η μοίρα αυτού του βιβλίου ακολουθεί τον κύκλο της φύσης και τούτο ο Νερούδα το υποδέχεται σαν ποιητής:

Απ’ ό,τι έχω αφήσει γραμμένο σε τούτες τις σελίδες πάντα –όπως γίνεται στις αλέες κάθε φθινόπωρο και όπως γίνεται στ’ αμπέλια, όταν είναι καιρός– τα μεν κίτρινα φύλλα θα σκορπίζονται και θα πεθαίνουν, τα δε σταφύλια θα ζουν ξανά τη ζωή τους στο ευλογημένο κρασί.

  

[i] Η πρωτότυπη μελέτη του Γρηγόρη Πασχαλίδη, Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, Αθήνα: Σμίλη, 1993, παραμένει η μόνη στα ελληνικά που πραγματεύεται το γραμματειακό αυτό είδος και συστηματοποιεί το λόγο περί αυτοβιογραφίας.

[ii] Tunku Varadarajan, “‘The Complete Memoirs’ Review: Neruda in Full”, The Wall Street Journal 25/6/2021, <https://www.aei.org/articles/the-complete-memoirs-review-neruda-in-full>.

[iii] Πάμπλο Νερούδα, «Ομολογώ ότι έζησα», μτφρ. Νάνσυ Αγγελή, Χάρτης 49 (Ιανουάριος 2023), <https://www.hartismag.gr/hartis-49/metafrash/omologhw-oti-ezisa>. Στον Teitelboim οφείλουμε την εκτενή βιογραφία Neruda (2η έκδ.), Μαδρίτη: Ediciones Michay, 1985· αγγλική μτφρ. B. J. DeLong-Tonelli, Neruda: An Intimate Biography, Austin: University of Texas Press, 1991. Μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με τα απομνημονεύματα του ποιητή. Ακόμη πιο βοηθητική είναι η ογκώδης εργασία του Mark Eisner, Neruda: The Poet's Calling [The Biography of a Poet], Νέα Υόρκη: Ecco Press, 2014.

[iv] Η κηδεία του Νερούδα, αν και υπό την απαγόρευση του καθεστώτος Πινοσέτ, αποτέλεσε την πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής, με χιλιάδες ανθρώπους να βρίσκονται στο δρόμο για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ποιητή τους (κάτι που μας θυμίζει, σε άλλη κλίμακα βέβαια, την κηδεία του Σεφέρη). Βλ. την περιγραφή από τον αυτόπτη Teitelboim, Neruda, σελ. 475-479. Τα έργα του παρέμειναν απαγορευμένα από το στρατιωτικό καθεστώς έως και το 1990. Βλ. <https://www.nytimes.com/1973/09/26/archives/leftists-mourn-neruda-at-rites-poets-funeral-in-santiago-turns-into.html>.

[v] «Unravelling the mystery of Pablo Neruda's death», BBC 8 April 2013, <https://www.bbc.com/news/world-latin-america-22027787>.

[vi] Με τις μεταφράσεις του που κυκλοφόρησαν ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν (βλ. Έργα του Νερούδα στα ελληνικά), ο Κεντρωτής γίνεται ο τρίτος στη σειρά κατεξοχήν μεταφραστής του Νερούδα, μετά τη Δανάη Στρατηγοπούλου και τον Τάση Λιβέρη. Στην παρούσα έκδοση μάς προσφέρει σε εκτενές παράρτημα τις διαλέξεις του Νερούδα στο Πανεπιστήμιο της Χιλής (1954).

[vii] Βλ. Νικήτας Χρουστσόφ, Για την προσωπολατρία και τις συνέπειές της, μτφρ. Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, Αθήνα:  Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, 2007.

[viii] Ο Νερούδα τιμήθηκε με το “Βραβείο Στάλιν για την ενίσχυση της ειρήνης μεταξύ των λαών” το 1953. Η υμνητική του στάση προς τον Στάλιν θα μπορούσε να του κόστιζε το βραβείο Νόμπελ, όπως γνωρίζουμε σήμερα. Την χρονιά που του απονεμήθηκε (1971) ανάμεσα στους υποψηφίους ήταν ο Έζρα Πάουντ (που απορρίφθηκε λόγω της σχέσης του με τον ιταλικό φασισμό), ο Αραγκόν, ο Μαλρώ, ο Καίστλερ, ο Μπόρχες και ο Ρίτσος.

[ix] Όσο κι αν το βιβλίο δεν αποτελεί άμεση ιστορική πηγή, η σύνταξη ευρετηρίου (που, άλλωστε, υπάρχει σε ξενόγλωσσες εκδόσεις του) θα βοηθούσε τον αναγνώστη.

[x] Για τη σύντομη ζωή της κόρης του και την εγκατάλειψή της από τον ποιητή, βλ. την πολύ φορτισμένη μυθιστορηματική βιογραφία της Ολλανδής Hagar Peeters, Malva, αγγλική μτφρ. Vivien Glass, Los Angeles: DoppelHouse Press, 2018.

[xi] Olga Voronina, “‘The Sun of World Poetry’: Pushkin as a Cold War Writer”, Pushkin Review 14 (2011) 63-95 (πρόσβαση 31/5/2024). Η αγγλική έκδοση, The Complete Memoirs, expanded edition, αγγλική μτφρ. H. St. Martin & A. N. West, Νέα Υόρκη: Farrar, Straus and Giroux, 2021, θεραπεύει την έλλειψη αυτή με εκτενέστατο χρονολόγιο που παρακολουθεί σχεδόν μήνα με το μήνα τη ζωή του Νερούδα. Η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει πιο σύντομη βοηθητική χρονοβιοεργογραφία.

[xii] Η μόνη ίσως αναφορά με ελληνικό ενδιαφέρον είναι όταν ο Νερούδα αφηγείται την αναμονή της, βέβαιης κατά πολλούς, βράβευσής του με το Νόμπελ το 1963. Τελικά, «το βραβείο απονέμεται σε έναν καλό έλληνα ποιητή», όμως ο Χιλιανός δεν γνωρίζει «ποιος είναι ο Σεφέρης» (σελ. 489-490). Θα ανέμενε κανείς κάποια αναφορά στον ομότεχνο ομοϊδεάτη Γιάννη Ρίτσο, τη στιγμή μάλιστα που μιλά για τον «θρυλικό» Ναζίμ Χικμέτ που έζησε χρόνια φυλακισμένος στην Τουρκία (σελ. 312-314).

[xiii] Matilde Urrutia, Mi vida junto a Pablo Neruda: Memorias, Μπουένος Άιρες: Seix Barral, 1986· αγγλική μτφρ., My Life with Pablo Neruda, Stanford, California: Stanford University Press, 2004.

 

 

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥΔΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

1924 Veinte poemas de amor y una canción desesperada: Είκοσι ποιήματα αγάπης και ένα τραγούδι απελπισμένο, μετάφραση–σχόλια–βιβλιογραφικά: Δανάη Στρατηγοπούλου, Νέοι Άνθρωποι, 1973 / Νερούδα, τ. 8, Ζυγός, 1985 / Μετρονόμος, 2023 – Είκοσι ποιήματα του έρωτα κι ένα τραγούδι απελπισμένο, μετάφραση: Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης, Ωκεανίδα, 2000 – Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα τραγούδι απελπισμένο, μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης, Ιδεόγραμμα, 2003 / Bibliotheque, 2023 – Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμμίαν ελπίδα (δίγλωσση έκδοση), μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, Τυπωθήτω (Λάλον Ύδωρ, 4), 2005, 2006 – Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς ελπίδα, μετάφραση: Χαρά Νάστου, Όστρια Βιβλίο, 2013.

1933 Residencia en la Tierra / 1935 Residencia en la Tierra (ΙΙ) / 1947 Tercera residencia (1935–1945): Στα χθόνια δώματα, μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, Ύψιλον (Ξένοι ποιητές), 2007.

1937 España en el corazón (συμπεριλήφθηκε στο Tercera residencia, 1947): Ισπανία στην καρδιά [Νερούδα, τ. 4], μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Ζυγός, 1985.

1948 Alturas de Macchu Picchu (ενσωματώθηκε ως 2ο Άσμα στο Canto general, 1950): Τα υψώματα του Μάτσου-Πίτσου, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Δίφρος, 1967 / Μάτσου Πίτσου, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Ερμείας, 1971 / Νερούδα, τ. 5, Ζυγός, 1985 – Ύψη του Μάτσου Πίτσου, μετάφραση-σχόλιο: Ρόη Παπαγγέλου, Διογένης (Ξένη ποίηση), 1979 – Ύψη του Μάτσου Πίτσου: Από το έργο του Κάντο Χενεράλ, μετάφραση: Γκράτσια Σπ. Δεπούντη, Αθήνα 1989 – Υψώματα του Μάτσου Πίτσου (δίγλωσση έκδοση), μετάφραση: Νίνος Χρυσόπουλος, Παρασκήνιο, 2005. 

1950 Canto general: Γενικό Άσμα, 3 τόμοι, εισαγωγή-μετάφραση-εξηγητικά: Δανάη Στρατηγοπούλου, Gutenberg, 1975-1978 – επίτομες εκδ.: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 2004 / Gutenberg, 2022 – Canto general: επιλογή, μετάφραση: Ελένη Δώρη, Νέοι Άνθρωποι, 1974.

1952 Los versos del capitán: Οι στίχοι του καπετάνιου, μετάφραση: Νίνος Χρυσόπουλος, Παρασκήνιο, 2005, 2020 – μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης, Ενδυμίων, 2014 [επιλογή] / Τύρφη, 2019 – μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg (υπό έκδοση, 2024).

1953 Todo el amor: Todo el amor – Όλη η αγάπη, επιλογή–μετάφραση–εισαγωγικό σχόλιο: Κώστας Σουέρεφ, Έψιλον, 1993.

1954 Las uvas y el viento: Τα σταφύλια και ο άνεμος [Νερούδα, τ. 3], μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Ζυγός, 1985.

1954 Odas elementales:– Ωδές στα καθημερινά και τα ασήμαντα, μετάφραση–κριτικό σημείωμα–σχόλια: Αναστάσης Ι. Λιβέρης, Νιάρχος, 1981.

1955 Nuevas odas elementales: Νέες ωδές στα καθημερινά και τα ασήμαντα, μετάφραση–κριτικό σημείωμα–σχόλια: Α. Ι. Λιβέρης, Νιάρχος, 1981.

1957 Tercer libro de las odas: Τρίτο βιβλίο των Ωδών, μετάφραση–κριτικό σημείωμα–σχόλια: Α. Ι. Λιβέρης, Νιάρχος, 1981 – Ωδή σε ένα αστέρι [από το Τρίτο βιβλίο των Ωδών], μετάφραση: Παναγιώτης Σουλτάνης,  Πάπυρος (Μικροί αναγνώστες, Μεγάλοι συγγραφείς), 2015. – Ωδές στοιχειακές [Νερούδα, τ. 6: και οι τρεις Ωδές], μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Ζυγός, 1985.

1958 Estravagario: Ποιήματα Εστραβαγάριο: Μπουένος Άιρες 1958, Δαμιανός, 1970, 2012, 2018 – Ποιήματα, μετάφραση–σχόλια: Δανάη Στρατηγοπούλου, εκδ. Μόσχος, 1970 – Εστραβαγάριο, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Νέοι Άνθρωποι, 1973 / Νερούδα, τ. 7, Ζυγός, 1985 / Καστανιώτης, 2003, 2004, (Συλλογή βραβεία Νόμπελ, 24) 2010, (Ποιητές απ’ όλο τον κόσμο) 2017.

1959 Cien sonetos de amor: Εκατό Ερωτικά Σονέτα – Cien Sonetos De Amor (Δίγλωσση έκδοση), μετάφραση: Ηλίας Ματθαίος, Γνώση (Ξένη ποίηση, 9), 1988, 1993, 2001, 2006 [όχι δίγλωσση].

1960 Canción de gesta: Το έπος της Κούβας [Νερούδα, τ. 4], μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Ζυγός, 1985.

1964 Memorial de Isla Negra: Ανάμνηση απ’ το μαύρο νησί, μετάφραση: Κώστας Βαλέτας, Γραμμή, 1980 – Δελτία από τη Μαυρόνησο, μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, 2024.

1967 Fulgor y muerte de Joaquín Murieta: Λάμψη και θάνατος του Χοακίν Μουριέτα, μετάφραση–εισαγωγή στο νερουδιανό έργο Κώστας Βαλέτας, Γραμμή, χ.χ. [1973] – Δόξα και θάνατος του Χοακίν Μουριέτα, μετάφραση: Εμμανουήλ Μαυρομμάτης κ.ά., Θέατρον Ακάδημος, 1975 – «Λάμψη και θάνατος του Χοακίν Μουριέτα. Καντάτα σε έξη εικόνες», μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, περιοδικό Θέατρο 34/36 (1973) 36-58 / Νερούδα, τ. 5, Ζυγός, 1985.

1969 Fin del mundo: Τέλος του κόσμου [Νερούδα, τ. 2], μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Ζυγός, 1985 – Συντέλεια του κόσμου, μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg (υπό έκδοση, 2024).

1973 Incitación al Nixonicidio y alabanza de la revolución chilena: Παρακίνηση σε νιξονκτονία και εγκώμιο στη χιλιανή επανάσταση, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, 3η έκδ. με πρόλογο Κ. Χατζηαργύρη, Gutenberg, 1974.

1974 Libro de las preguntas [1971-73]: Το βιβλίο των ερωτήσεων, μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης, Bibliotheque (Ποίηση γυμνή), 2016, (Μικρή βιβλιοθήκη) 2022 – μετάφραση: Δημήτρης Αγαθοκλής, <https://neoplanodion.gr/2020/12/10>.

1974/2017 Confieso que he vivido: Απομνημονεύματα, τ. 1: Η Ζωή μου, τ. 2: Η Πατρίδα στα σκοτάδια, μετάφραση: Αναστάσης Ι. Λιβέρης, Αλκαίος (Ο καθρέφτης του χρόνου), 1975. / Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα. Απομνημονεύματα, μετάφραση–σημειώσεις: Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, 2024.

 

 

Επιλογές:

Νερούδα, 8 τόμοι, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, εκδ. Άλμπατρος / εκδ. Ζυγός, [1985], 8 τόμοι [τ. 1: Ιδεολογία, τ. 2: Τέλος του κόσμου, τ. 3: Τα σταφύλια και ο άνεμος, τ. 4: Ισπανία στην καρδιά, Το έπος της Κούβας, τ. 5: Τα υψώματα του Μάτσου-Πίτσου, Λάμψη και θάνατος του Χοακίν Μουριέτα, τ. 6: Ωδές στοιχειακές, τ. 7: Εστραβαγάριο, τ. 8: Ανθολόγιο, Είκοσι ποιήματα αγάπης και ένα τραγούδι απελπισμένο].

Ποιήματα: εκλογή, μετάφραση-πρόλογος: Ρήγας Καππάτος, εκδ. Α. Καραβία (Παγκόσμια Ποίηση, 1), 1966, 1972.

Ποιήματα, μετάφραση: Θανάσης Θεοδωράκης, εκδ. Πέλλα, 1970.

Επιλογή από το έργο του, μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης, Θεσσαλονίκη: Εγνατία, 1971 / 2η έκδ. Θεσσαλονίκη: Τραμ (Λογοτεχνία, 18), 1977 / 3η έκδ. Νεφέλη, 1982.

Ποιήματα, μετάφραση: Άννα Βάλβη, Cloe Varela Docampo, Αφοί Τολίδη, 1971 / [με εξώφυλλο τίτλου: Canto general και άλλα ποιήματα] εκδ. Συλλογή, 1999, 2008.

Ποιήματα [και ο τελευταίος λόγος του Σαλβατόρ Αλλιέντε], μετάφραση: Άννα Παπαδημητρίου, Αφοί Τολίδη, 1975.

Ανθολόγιο [Νερούδα, τ. 8], μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Ζυγός, 1985.

Η Στείρωση των αστέρων: Πενηντατέσσερα ποιήματα του έρωτα και του θάνατου, μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής. Αθήνα: Τυπωθήτω (Λάλον Ύδωρ, 24), 2008. (112 σ.)

Ερωτικά ποιήματα (δίγλωσση έκδοση), μετάφραση Αγαθή Δημητρούκα. Αθήνα: Πατάκη (Ξένη ποίηση, 2), 2009, 2010, 2012, 2023.

Ωδή στον Λένιν – Ρεκαβάρρεν, μετάφραση Δανάη Στρατηγοπούλου, Gutenberg, 1977.

Farewell, Ένα ποίημα [από το Crepusculario, 1923], μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης, Μπιλιέτο (Οκτασέλιδο, 48), 2005.

Τα πόδια σου αγγίζω στο σκοτάδι και άλλα ανέκδοτα ποιήματα (δίγλωσση έκδοση), μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα, Πατάκη, 2017.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.