Σύνδεση συνδρομητών

Στην κόψη της νιότης

Τρίτη, 16 Απριλίου 2024 08:00
Το εξώφυλλο του περιοδικού Μοντέρνοι Ρυθμοί που εξαγγέλλει την άφιξη, για συναυλία, των Rolling Stones, λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Το εξώφυλλο του περιοδικού Μοντέρνοι Ρυθμοί που εξαγγέλλει την άφιξη, για συναυλία, των Rolling Stones, λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Αλέξης Πανσέληνος, Λάδι σε καμβά, Μεταίχμιο, Αθήνα 2022, 224 σελ.

Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Λάδι σε καμβά, ο σημαντικός και βραβευμένος πεζογράφος Αλέξης Πανσέληνος, εγγράφει –στο μεγαλύτερο μέρος της– μια εξαιρετικά φιλοτεχνημένη και ενίοτε προκλητικά ασύμμετρη ιστορία ματαίωσης, την περίοδο της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας. Ωστόσο, όπως και σε άλλα μυθιστορήματα που κυκλοφορούν με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη μεταπολίτευση, η καθοριστική πολιτική και κοινωνική συνθήκη της χούντας αποτελεί κι εδώ περισσότερο το φόντο μιας σειράς αρνητικών, αναπόδραστων εξελίξεων για τον Σπύρο, τον κεντρικό ήρωα. Σαν οι μεταγενεστέρες αξιακές συνδηλώσεις να ρίχνουν προειδοποιητικά τη σκιά τους!

Στο Λάδι σε καμβά, η δικτατορία είναι ουσιαστικά το επιστέγασμα της προσωπικής απογοήτευσης του Σπύρου από τον ίδιο του τον εαυτό – και ως πραγματικότητα υποβάλλει το αίσθημα απογοήτευσης που αφορά και όλη την κοινωνία της εποχής.

Αλέξης Πανσέληνος  

Η διήγηση ξεκινά για τον Σπύρο, τον κεντρικό ήρωα, σχεδόν ειδυλλιακά, το καλοκαίρι του 1966. «Τότε ακόμα τα καλοκαίρια είχαν τη γεύση της αιωνιότητας» διαβάζουμε. Γιος μιας οικογένειας μάλλον μεσοαστών –ο πατέρας εμπορεύεται ηλεκτρικά είδη και η μητέρα κουμαντάρει τα της οικιακής οικονομίας– ο Σπύρος έχει κάθε λόγο να ελπίζει ότι, σπουδάζοντας την πραγματική του κλίση, τη ζωγραφική, δίπλα σε σπουδαίους δασκάλους της εποχής, όπως ο Νίκος Νικολάου και ο Γιάννης Μόραλης, θα αποφύγει τις ματαιώσεις των γονιών του∙ η πραγματική αγάπη του πατέρα του ήταν η μουσική –«κάτω από τον αποτυχημένο έμπορο κρυβόταν ένας αποτυχημένος μαέστρος»– και της μητέρας του η ζωγραφική. 

Συναντούμε τον Σπύρο όταν είναι 20 χρονών, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, σε μια Αθήνα που αλλάζει, τότε που «το φως μια επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσμος βούλιαζε κι εμείς, απομακρυσμένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυμμένοι στις παραμελημένες γειτονιές της, φέρναμε τον καινούργιο». Μας λέει ο συγγραφέας: «Ο Σπύρος είναι ένα παιδί της δικής μου γενιάς. Σε μεγάλο βαθμό είμαι εγώ ο ίδιος για πολλούς λόγους. Κυρίως γιατί την ίδια ματαίωση αισθάνθηκα και εγώ στην ηλικία που ξεπετιέται κανείς στον κόσμο και αναζητά τη θέση του στο κοινωνικό και στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι – και όταν είμαστε είκοσι χρονών ο κόσμος γεννιέται εξαρχής μαζί μ’ εμάς».

Ο δρόμος μοιάζει λοιπόν παραπλανητικά ανοιχτός , για το κυνήγι του ονείρου. Θα καταφέρει άραγε να αποδράσει ο Σπύρος από την οικογενειακή μοίρα;

 

Είναι εφικτή η ευτυχία;

Ένα πρώτο βήμα διαφοροποίησης –ενηλικίωσης– θα τον φέρει σε ένα όμορφο νησί, (που φανταζόμαστε ότι για να εξυπηρετήσει και τη συμβολική του λειτουργία δεν κατονομάζεται), φιλοξενούμενος ενός αποτραβηγμένου πλέον αλλά αναγνωρισμένου ζωγράφου, με δυο όμορφες κόρες και έναν ανήσυχο γιο. Καθώς το νησιωτικό τοπίο αναδεικνύεται σε διαδοχικούς εν δυνάμει καμβάδες και ευδαίμονα τοπία που σφύζουν από ζωή και ομορφιά μέσα από την εικαστική ματιά του συγγραφέα, η μαθητεία του 20χρονου ήρωα το καλοκαίρι μοιάζει να προδιαγράφεται διπλή: στον έρωτα και τη σαρκική επιθυμία, στην αναπαράσταση και τη ζωγραφική. Κι όσο κι αν περιμένουμε να τον απορροφήσει η δεύτερη, θα κυριαρχήσει πάνω του η πρώτη, καθώς ο συγγραφέας τον μεταμορφώνει –πριν από την κάθοδο στη χλιαρή μετριότητα– σε ελκυστικό και εφεκτικό αντικείμενο του πόθου, τόσο για τη μεγάλη αδελφή, Ειρήνη, όσο όμως και για τη 12χρονη μικρότερη Γωγώ.  

Σκεφτήκατε το ενδεχόμενο η ηλικία της άγουρης Γωγώς να προκαλέσει αρνητικά σχόλια; τον ρωτάμε. Μας απαντά: «Επειδή εξαρχής, αυτά τα σαράντα-τόσα χρόνια που κυκλοφορούν τα βιβλία μου απέκτησα ένα πολύ συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, πρέπει να πω ότι δεν το φοβήθηκα, ξέρω πως οι άνθρωποι που θα με διαβάσουν ούτε στενόμυαλοι ούτε περιορισμένης αντίληψης είναι. Το να θεωρείσαι ποιοτικός συγγραφέας έχει τα μείον του, από πλευράς πωλήσεων, αλλά έχει περισσότερα καλά, ένα από τα οποία είναι ότι κερδίζεις ένα κοινό σοβαρό».

Η ταλάντευση ανάμεσα στη σαρκική επιθυμία και τον ανεκπλήρωτο πλατωνικό έρωτα θα δοκιμάσουν αλλά και θα δείξουν νωρίς τα όρια του κεντρικού ήρωα. Θα προαναγγείλουν τις αδυναμίες συγκρότησης ενός πιο στιβαρού χαρακτήρα. Ίσως γι’ αυτό και ο συγγραφέας θα χαρίσει σε αυτό το μοναδικό καλοκαίρι του Σπύρου, «το τελευταίο πριν από το πραξικόπημα», ασύμμετρα μεγάλη έκταση συγκριτικά με το σύνολο του μυθιστορήματος. 

Μας λέει: «Η διήγηση του καλοκαιριού του 1966 είναι από τη μια η ανάμνηση του παραδείσου που απωλέσθη και από την άλλη η αιτία της απογοήτευσης του Σπύρου από τον ίδιο του τον εαυτό, μιας και η συμπεριφορά του οδήγησε σε αυτή την απώλεια. Ο Σπύρος τότε δεν προδίδει μόνο τον έρωτα της Γωγώς γι’ αυτόν αλλά και τον δικό του έρωτα για κείνην, όταν πηγαίνει με τη μεγάλη της αδερφή. Η ανάμνηση του καλοκαιριού μένει στη μνήμη του ανεξάλειπτη σαν χαμένο όνειρο και σαν εφιάλτης μαζί – γι’ αυτό και τόσο έντονη, λεπτομερής και ολοζώντανη, σαν χθες μόλις να συνέβη ό,τι συνέβη. Αυτή ακριβώς η ασυμμετρία της αφήγησης οφείλεται στο ότι το κέντρο βάρος του βιβλίου είναι ο έρωτας της Γωγώς για τον Σπύρο και του Σπύρου για τη Γωγώ. Όλο το υπόλοιπο ένα τρίτο που επισημάνατε χρησιμεύει για να μας οδηγήσει πολύ συνοπτικά, μέσα από τη δυσμενή συγκυρία της δικτατορίας αλλά και των κοινωνικών αλλαγών που έρχονται αργότερα, στο τελικό χτύπημα που θα δεχτεί ο Σπύρος όταν επισκέπτεται, μεγάλος πια, την έκθεση ζωγραφικής της Γωγώς. Αυτοί είναι οι αφηγηματικοί σκοποί που εξυπηρετεί η έκταση της αφήγησης του καλοκαιριού και η επιτάχυνσή της στο υπόλοιπο τμήμα».

Ο Πανσέληνος έχει χαρακτηριστεί συγγραφέας της «πολυφωνικής ασυμμετρίας» , που με μαεστρία συμπλέκει «ανόμοιους ρυθμούς, συνθέτει αλλιώτικες χροιές, συνδυάζοντας λειτουργικά το ανισόμερο και το ετεροβαρές…»[1] Στο Λάδι σε καμβά πηγαίνει την αφηγηματική αυτήν τεχνική ένα βήμα πιο πέρα, προβάλλοντας ρητά την ανομοιογένεια, τόσο στο μύθο όσο και στη φόρμα, δοκιμάζοντας τα όρια μιας ρεαλιστικής γραφής, την οποία όμως δεν αποποιείται. Εδώ κερδίζει ο ρεαλισμός.

Στις 142 (από τις συνολικά 213) σελίδες του μυθιστορήματος, ο αφηγηματικός χρόνος διαστέλλεται, σχεδόν ακινητοποιείται στα όρια ενός επίγειου παραδείσου. Η πύλη όμως θα κλείσει απότομα με μια πόρτα που ξεχάστηκε ανοιχτή, πλαισιώνοντας το ολέθριο για τον αληθινό έρωτα μετωπικό θέαμα. Καθώς  η 12χρονη Γωγώ θα φωνάζει «Είσαι γελοίος», ο έρωτας ακυρωμένος θα παγώσει στο χρόνο, συμπαρασύροντας διλήμματα και μαθητεία.

Μας λέει ο Πανσέληνος: «Από τότε κι ύστερα ο Σπύρος προσπαθεί να γυρίσει στον χαμένο παράδεισο και να απαλύνει τις τύψεις του για το τραύμα που προκάλεσε ο ίδιος. Αυτή η ανάμνηση και αυτή η προσπάθεια κρατούν σε όλη την διάρκεια της ζωής του και σε μεγάλο βαθμό επηρεάζουν αργότερα τις σχέσεις του με τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες».

 

Ματαίωση και φόβος

Με την επιστροφή του Σπύρου στην Αθήνα, ο αφηγηματικός χρόνος υπηρετεί τη συντελεσμένη ματαίωση. Συντονισμένος με το χρόνο των πολιτικών εξελίξεων στην αρχή, στη συνέχεια με άλματα,  ανομοιογενή, κερματισμένος, παρακολουθεί τον βίο του κεντρικού ήρωα με μια ασυμμετρία που προκαλεί τη ρεαλιστική αφήγηση αλλά και αναδεικνύει τις δυνατότητες της!

Το 1967 μπαίνει «σαν ποτάμι φουσκωμένο». Το προσωπικό ερωτικό βάσανο μοιάζει να υποχωρεί, καθώς «τα πολιτικά γεγονότα έπαιρναν ξανά τη βαρύτητα που είχαν τον περασμένο χειμώνα». Ο Πανσέληνος πάντως δεν αιφνιδιάζει με μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος στα πολιτικά δρώμενα. Άλλωστε, αναφορές  υπάρχουν εξαρχής διάσπαρτες στη  διήγηση. Ο πατέρας του Σπύρου ήταν στην ΕΔΑ, ο ίδιος στους Λαμπράκηδες, ο υπολοχαγός Λαγάκος της ΜΟΜΑ ρυτιδώνει –σαν άγγελος κακού– την καλοκαιρινή ευδαιμονία στο νησί (αργότερα, στη διάρκεια της δικτατορίας, θα παίξει ένα ρόλο-κλειδί)∙ τα γεγονότα διασταυρώνονται με τη ζωή των αφηγηματικών προσώπων, το γίγνεσθαι επηρεάζει, δεν σημαδεύει. Με την επιστροφή ήρωα και διήγησης στην Αθήνα, οι πολιτικές εξελίξεις είναι κρίσιμες, τα προμηνύματα όχι αισιόδοξα, τα τραγούδια μιλούν για επαναστάσεις, οι εφημερίδες γράφουν για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και καλύπτουν τη δίκη της δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, ενώ στους δρόμους της Αθήνας γίνονται εκρήξεις, άγριες συμπλοκές, ξυλοδαρμοί, και στις 17 Απριλίου του 1967 οι Rolling Stones δίνουν στην Αθήνα μια επεισοδιακή συναυλία. 

Τέσσερις μέρες αργότερα, θα γίνει το πραξικόπημα που, εντός και εκτός διήγησης,  πιάνει όλους στον ύπνο! Η αναιτιολόγητη αισιοδοξία που είχε προηγηθεί συμπεριλαμβάνεται στη μυθοπλασία.     

Όπως και στην αιφνίδια αποπομπή από τον ερωτικό παράδεισο, στη βίαιη αντιστροφή, κι εδώ ο χρόνος παγώνει για λίγο προδρομικά, σε ένα πηχτό αδιαπέραστο παρόν. Μετά, στο απρόβλεπτο μέλλον  ξετυλίγεται πιο γρήγορα, επιταχύνοντας. Ο πατέρας του Σπύρου εκτοπίζεται στην Ανάφη, αρρωσταίνει, η μητέρα πηγαίνει να τον δει, ο ίδιος αναλαμβάνει το μαγαζί εμπορικών ειδών, απομακρύνεται σταδιακά από τις σπουδές ζωγραφικής, ώσπου ένα ισχυρό δίλημμα τον αναγκάζει να τις εγκαταλείψει. «Η ζωγραφική σα να γλιστρούσε λίγο λίγο από μέσα μου».    

Η δικτατορία δείχνει την παντοδυναμία της, το καθεστώς εγχαράσσει το φόβο στην κοινωνία, την αδρανοποιεί βίαια. Οι διώξεις πληθαίνουν. Η καταστολή είναι βάναυση. Ο φόβος διαχέεται, πολλαπλασιάζεται[2].

Η γενική συνθήκη αναπλάθεται επιλεκτικά και ενσωματώνεται στη μυθοπλασία. Ο Αλέξης Πανσέληνος εξηγεί: «Όσοι είχαν γονείς αριστερούς που είτε εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν ή διώχθηκαν κατά οποιονδήποτε τρόπο, όσοι αναγκάστηκαν να κρύψουν τα βιβλία της βιβλιοθήκης τους σε φιλικά σπίτια δεξιών που δεν θα τα ερευνούσε η Ασφάλεια, όσοι δεν έζησαν για βδομάδες με το τηλέφωνό τους κομμένο ή κάποιον χαφιέ στημένο έξω από την πόρτα τους να παρακολουθεί ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει εκεί, όσοι δεν αντιμετώπισαν μια στρατιωτική θητεία χαρακτηρισμένοι αριστεροί στη διάρκεια της δικτατορίας, όσοι διαφορετικά θα έφευγαν για σπουδές (ή και απλά ταξίδια) στο εξωτερικό και δεν μπορούσαν να ανανεώσουν τα διαβατήριά τους, όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι αποτελούσαν μια τεράστια μάζα φοβισμένων ανθρώπων που έπρεπε να προσέχουν τι λένε και τι γράφουν».

Δυο χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1969, ο κεντρικός μυθιστορηματικός ήρωας στο Λάδι σε καμβά καλείται να υπηρετήσει τη θητεία του, μέσα στις αντίξοες συνθήκες της εποχής. Διατάζεται να κάνει διαφώτιση στους φαντάρους του λόχου για τις αρετές της 21ης Απριλίου και, ακόμη χειρότερα, να ζωγραφίσει στον τοίχο της τραπεζαρίας πρόσωπα και εμβλήματα της χούντας.

Αδιάφανος  ο αφηγηματικός χρόνος φτάνει με ένα άλμα δύο ετών, στην απόλυσή του, το 1971, στο θάνατο του πατέρα του, και λίγες σελίδες μετά στα γεγονότα της Νομικής, το 1973. Η αποδραματοποιημένη ζωή του Σπύρου εξελίσσεται σε μια διήγηση όμοια με μελαγχολικό ακορντεόν. Η δράση πυκνώνει σε λιγοστά ανοίγματα, αλλά μετά προσπερνά τον πρωταγωνιστή της. Εξωτερική και εσωτερική συνθήκη οδηγούν σε ένα είδος καθήλωσης.

Ο Σπύρος θα είναι ένας από τους «ανώνυμους» πολίτες που, δίχως να έχουν έως τότε συμμετάσχει ενεργά σε αντιδικτατορική δράση, θα κατεβεί στα γεγονότα της Νομικής και θα ξυλοφορτωθεί μέχρι αναισθησίας στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Βουβός και αντιήρωας θα δανείσει τη ματιά του στα άγρια γεγονότα, ενώ παραπατώντας θα πέσει τυχαία πάνω στη μεγάλη αδελφή Ειρήνη από το ερωτικό καλοκαίρι στο νησί.

Η μεταπολίτευση, που θα συμπεριληφθεί στη φράση «Έξι χρόνια μετά την πτώση της χούντας γνώρισα τη Στέλλα», δεν θα λειτουργήσει ευεργετικά! Καμία από τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που θα ακολουθήσουν δεν θα εκτρέψουν τη δική  ζωή του από την κοίτη της ματαίωσης. Το τραύμα του δεν είναι μεν πολιτικό, αλλά οι χρόνοι αντικρίζονται.

Σε αντίστροφη πορεία από το ρεύμα των μεταπολιτευτικών αλλαγών και δυναμικών, ο Σπύρος καθοδηγείται από τη δύναμη μιας εσωτερικής, τραυματικής αδράνειας. (Αλληγορία;) «Δεν θα άντεχα να ζωγραφίζω τις τύψεις μου για τις αποτυχίες και το σκοτάδι μέσα μου», διαβάζουμε. Τη θέση της ζωγραφικής θα πάρει μεν η αγάπη για τη μουσική. Αλλά η αναπαράσταση  με την εγκιβωτισμένη ματαίωση θα μείνει πληγή ανοιχτή. Όπως το λάδι σε καμβά, που «αργεί να στεγνώσει, έτσι και το κύριο μοτίβο του βιβλίου (ο έρωτας) έχει μια πολύ μακρά διάρκεια μέσα στη συνείδηση και του ήρωα και της ηρωίδας του». Ή μήπως δεν είναι μόνον αυτό;  

  

[1] Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική Πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά, Πόλις, 2020.

[2] Πολυμέρης Βόγλης, Δυναμική Αντίσταση. Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας, Αλεξάνδρεια, 2022.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.