Ανακαλύπτοντας
Πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με το έργο του στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν, συμβουλευόμενος το βιβλίο-οδηγό του Δημοσθένη Κούρτοβικ για την πεζογραφία της εποχής, με τίτλο Ημεδαπή Εξορία, διάβασα την –εξαιρετικά σπάνια για εκείνον– σχεδόν αποθεωτική κριτική που επιφύλασσε στο πρώτο εκδοθέν μυθιστόρημα του Πανσέληνου, τη Μεγάλη πομπή. Το εν λόγω βιβλίο είχε πέσει σαν μετεωρίτης στα νερά της τότε ελληνικής πεζογραφικής παραγωγής, με τη δίχως προηγούμενο για τα εγχώρια δεδομένα θεματολογία του, που συνδύαζε το ρεαλισμό και την κοινωνική κριτική με τα υπερηρωικά κόμικς και την επιστημονική φαντασία, σε μια Αθήνα όπου ο κεντρικός ήρωας, ο νεαρός Νότης Σεβαστόπουλος, επιβίωνε διαδοχικά ως άνεργος, αποπροσανατολισμένος μηχανόβιος και ταυτόχρονα ως υπερηρωικός ιππότης σε μια μελλοντική πραγματικότητα που έκανε τη σκονισμένη, βαλκάνια πρωτεύουσα να φαντάζει σαν μια υπερ-τεχνολογική, απαστράπτουσα μητρόπολη. Το βιβλίο του Πανσέληνου, το οποίο έσπευσα τότε να προμηθευτώ, μου αποκάλυψε τους ασύλληπτους κόσμους που θα μπορούσαν να κρύβονται παντού γύρω μας, αν είχαμε τη φαντασία να τους ανακαλύψουμε, για παράδειγμα κάτω απ’ τα ρέματα του Μπραχαμίου (εγώ κατοικούσα άλλωστε λίγο πιο κάτω, στη Νέα Σμύρνη), αλλά παράλληλα μου επισήμανε εμφατικά ότι δεν υπήρχε ένας μονάχα τρόπος να γράφει κανείς λογοτεχνία στην Ελλάδα, ούτε και θέματα ή ήρωες που ήμασταν καταδικασμένοι να διαβάζουμε μονάχα σε μετάφραση, αρνούμενοι να τους διανοηθούμε να υπάρχουν και να δρουν με ελληνικά ονόματα, σε ελληνικούς δρόμους, σε γειτονιές καλυμμένες από την ίδια σκόνη και το ίδιο λιοπύρι, όπως αυτά που πλαισίωναν τα γνώριμα, νατουραλιστικά, εμφυλιοπολεμικά, ακραιφνώς πολιτικοποιημένα αφηγήματα τα οποία κυριαρχούσαν τότε. Ταυτόχρονα, αποφάσισα ότι ο συγγραφέας της Μεγάλης πομπής ήταν κάποιος που αφενός θα παρακολουθούσα στο μέλλον, αφετέρου ότι θα λειτουργούσε σαν ένα είδος φωτεινού σηματοδότη για τα δικά μου βήματα στη γραφή, που ακόμα, βέβαια, στο μέσο της εφηβείας μου, μονάχα ως ένα ενδεχόμενο αντίστοιχο των ανδραγαθημάτων του ιππότη Λάνσετρις θα μπορούσα να τα συλλάβω.
Τα βιβλία του Πανσέληνου με συνόδεψαν αδιάπτωτα τα επόμενα χρόνια, καθώς μεγάλωνα και έμπαινα με αβέβαια βήματα στον κόσμο της ευρύτερης κοινωνίας, και σταδιακά αποφάσιζα ότι μου έμελλε να υιοθετήσω λίγο ώς πολύ τη στάση μας «ενεργού απόσυρσης» απ’ τον κυρίως επαγγελματικό στίβο, επιδιώκοντας τόσο να σπουδάσω όσο και να εργαστώ, με μια διαρκή προτεραιότητα, ως μόνιμο αντίβαρο και αστερίσκο: την ιδιότητα –καταρχάς– του αναγνώστη. Οι Βραδιές μπαλέτου, με τις αναφορές τους στη γερασμένη πια (εν μέσω της δεκαετίας του ενενήντα) γενιά του μεταπολέμου, η οποία χρησιμοποιεί και χρησιμοποιείται από τη φιλόδοξη νιότη, ενώ θεωρητικά θα έπρεπε να με είχαν αποξενώσει, βρήκαν πάτημα μέσα μου αφενός σε μια Αθήνα που ανακάλυπτα ολοένα και περισσότερο ως φοιτητής, με τις σκηνές, τις συναυλίες και τα ωδεία, όπου το παλαιό, βέκιο θέατρο αντιπάλευε το νεωτερικό θέαμα (ήταν η εποχή όπου ως εικοσάρηδες επισκεπτόμασταν το νεοσύστατο τότε θέατρο Αμόρε, αντιπαραβάλλοντας τη μεταμοντέρνα, αποδομητική του φαντασμαγορία με το βελούδινο και κάπως πνιγηρό Εθνικό των γονιών μας, όπου πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι ώριμοι ζεν πρεμιέ του ’60), αφετέρου σε μια οικογενειακή προϊστορία όπου, λόγω της ηλικίας του πατέρα μου, οι εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες, πάλαι ποτέ γόητες του ’40 και του ’50, με την πολυκαιρισμένη μπριγιαντίνη στα μαλλιά και τις μεταξωτές ρομπ ντε σαμπρ, αποτελούσαν στα μάτια μου κάτι παραπάνω από οικείες μορφές.
Λίγα χρόνια αργότερα, εκδόθηκε το βιβλίο που κατά κάποιους αποτελεί και το magnum opus του, η Ζαΐδα ή η καμήλα στα χιόνια, βρίσκοντας σχεδόν αμέσως μια αναμφισβήτητη θέση στον κανόνα των γραμμάτων μας, με τη ρηξικέλευθη επινοητικότητα του μύθου του, με την ολοζώντανη αναβίωση της αυλής του Αλή Πασά υπό το πρίσμα ενός δυτικού παρατηρητή (ο οποίος δεν ήταν κάποιος τυχαίος, αλλά, δίχως υπερβολή, το alter ego του Λούντβιχ Αμαντέους Μότσαρτ, υπό τον μυθιστορηματικό μανδύα του Γκότλιμπ Περτλ, στην επινοημένη συνάντησή του με έναν εναλλακτικό Διονύσιο Σολωμό, ή αλλιώς Χριστόφορο Μαζαρίνι) και φυσικά με τον ευρηματικό χειρισμό της πλοκής, που συνδύαζε στοιχεία πικαρέσκο, ιστορικού αφηγήματος, καθώς και της κλασικής επιστολογραφικής, ακόμα και επιφυλλιδογραφικής ευρωπαϊκής μυθιστοριογραφίας. Στο κέντρο του βιβλίου, πέρα από όλα τα μορφικά και αισθητικά του προτερήματα, βρισκόταν η αιώνια αναρώτηση, η διαπάλη που είναι καταδικασμένη να μαίνεται διαρκώς στην ελληνική πνευματική ζωή: η σχέση της Δύσης με την Ανατολή και η θέση της Ελλάδας σε τούτο το δίπολο, η δυνατότητα της χώρας μας να υπάρξει αυτόνομα ως εμπνευστής καινούργιου νοήματος αλλά και η ρεαλιστική πιθανότητα να καταφέρει να παραχθεί ποτέ ένα έργο με πανευρωπαϊκή ισχύ και αξία σε τούτα τα χώματα, ένα έργο που να υπερβαίνει τα ελληνικά σύνορα. Θέματα που δεν χάνουν ποτέ την κρισιμότητά τους, μέσα στη χρόνια απομόνωση που μας έχουν επιβάλει η ιδιόμορφη γεωγραφία και ιστορία της χώρας μας, και που ως αιτήματα διαπερνούν όλο το έργο του Πανσέληνου αλλά και τον ίδιο ως δημιουργό. Ένα αληθινό επίτευγμα.
Τα επόμενα χρόνια, ο Πανσέληνος συνέχισε να μας δίνει μυθιστορήματα των οποίων η φιλοδοξία συμβάδιζε με την ποιότητά τους, καθώς η Ελλάδα άρχιζε βαθμηδόν να εγκαταλείπει τις δικές της φιλοδοξίες, ενώ η ποιότητα της ζωής όλων ημών υποβαθμιζόταν ραγδαία, βαδίζοντας για τα καλά πια στο νέο αιώνα. Με τις Σκοτεινές επιγραφές, ο συγγραφέας καταπιάστηκε για πρώτη φορά με την καταγραφή του ζέοντος κοινωνικού περιβάλλοντος, μιας χώρας που πλέον παρέπαιε παντού γύρω μας σε ζωντανή μετάδοση, αντιπαραβάλλοντας τις ορατές συνθήκες της συλλογικής αποσάθρωσης με την ατομική διάλυση των κεντρικών ηρώων του μυθιστορήματος, των τριών ηλικιωμένων πρωταγωνιστών, οι οποίοι, παγιδευμένοι στα ατομικά αδιέξοδα των ζωών τους που σπαταλήθηκαν εν μέσω συνθηκών ευημερίας, με προ πολλού διαρρηχθείσες τις φιλικές, οικογενειακές, ερωτικές και συντροφικές τους σχέσεις, μπλέκονται στο συλλογικό δράμα, με φαινομενική θρυαλλίδα εξελίξεων μια ανεξιχνίαστη επιγραφή γκράφιτι, πανταχού παρούσα στους δρόμους της πρωτεύουσας, η εξιχνίαση του νοήματος της οποίας καταλήγει να τους γίνει έμμονη ιδέα. Η επιγραφή, έργο μιας συμμορίας νεαρών με πολλαπλές διασυνδέσεις στον ποινικό (αλλά και ακροδεξιό) υπόκοσμο, αποτελεί εύρημα που εξακτινώνει την ιστορία προς πολλαπλές κατευθύνσεις, πυροδοτώντας μια σειρά ανατροπών οι οποίες αγκαλιάζουν αφηγηματικά σχεδόν ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Κινούμενος σε ένα συγγενικό πεδίο, σε μικρότερη κλίμακα ωστόσο, στα επόμενα έργα του ο Αλέξης Πανσέληνος μοιάζει να επιχειρεί να οδηγήσει το νυστέρι του βαθύτερα μέσα στο σώμα της πεζογραφικής εξιστόρησης, στρέφοντας το βλέμμα σε στενότερους ορίζοντες, που ωστόσο προσφέρουν την δυνατότητα για μεγαλύτερες αναλύσεις, είτε ψυχολογικές, είτε και κοινωνικές ή άλλες. Πράγμα που συμβαίνει τόσο στην Κρυφή πόρτα, μια αφήγηση των Εξαρχείων της κρίσης, όπου μια διαγενεακή σχέση ανάμεσα σε δύο τσακισμένους ανθρώπους αποκαλύπτεται στο τέλος ως κάτι πολύ περισσότερο, όσο και στα νοσταλγικά, εμφανώς αυτοβιογραφικά Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια, αλλά και στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το Λάδι σε καμβά, όπου η δεκαετία του 1960, το πρώτο ερωτικό και πολιτικό σκίρτημα ενός νεαρού σπουδαστή ζωγραφικής, οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις και η αιώνια εφηβεία, συγκρούονται στην αδυσώπητη πραγματικότητα της επερχόμενης δικτατορίας, με αποτέλεσμα η εδεμική τους προοπτική να απωλεσθεί οριστικά, σε μια ιστορία που θα μπορούσε να ιδωθεί και ως μεταφορά-παραβολή για ολόκληρη τη μεταπολεμική ελληνική ιστορία.
Μια τελετή μύησης
Ωστόσο, πέρα από όλα τα παραπάνω, το βιβλίο που αγάπησα περισσότερο και που, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν τα υπόλοιπα, για μένα θα αποτελούσε μια ιδανική συμπύκνωση των αρετών της πεζογραφίας του Πανσέληνου, είναι ο Κουτσός άγγελος.
Το διάβασα σε μια ευαίσθητη περίοδο της ζωής μου, την εποχή που πρωτοεκδόθηκε, το 2002, όταν πλησίαζα τα τριάντα και ακόμα δεν είχα αποφασίσει να γράψω, ζώντας μεταξύ του δικηγορικού επαγγέλματος που είχα απορρίψει, των εξετάσεων για το Δημόσιο ως βιοποριστική επιλογή και των πρώτων μου σκαριφημάτων στο χαρτί, που δεν ήταν σε θέση να μου προσφέρουν καμιά αισιοδοξία για το δημιουργικό μου μέλλον. Ο Κουτσός άγγελος ήρθε κι έδεσε με το προσωπικό μου αίσθημα αδιεξόδου, προσφέροντάς μου λύσεις και πιθανές ατραπούς που μόνο αργότερα συνειδητοποίησα την αξία τους.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Αθήνα της κατοχής, με κεντρικό ήρωα τον Άγγελο Σωτηρίου, έναν τριανταπεντάρη ελληνοαμερικανό ντετέκτιβ, ο οποίος, τραυματισμένος πολλαπλώς και με μια αναπηρία στο πόδι, βρίσκει καταφύγιο στην Ελλάδα, χώρα καταγωγής του πατέρα του, καταδιωκόμενος απ’ τη Μαφία. Εδώ, θα ανοίξει ένα γραφείο ερευνών στο κέντρο και γρήγορα θα μπλεχτεί σε μια σκοτεινή περιπέτεια που θα περιλαμβάνει έναν αινιγματικό ηλικιωμένο πελάτη, ένα ελιξίριο με το οποίο καταφέρνει να ίπταται πάνω απ’ την γκρίζα πρωτεύουσα (κυριολεκτικά σαν ένας άγγελος), έναν προικισμένο μουσικό της Λυρικής Σκηνής, τον Μίλτο Μπεράτη (εμφανής μετωνυμία του κορυφαίου συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα) ο οποίος έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους ναζί, και τον οποίο ο ήρωας θα κληθεί να προστατέψει, υπόθεση που θα τον φέρει αντιμέτωπο με Γερμανούς και μαυραγορίτες, με αντιστασιακούς και τον αθηναϊκό υπόκοσμο, αλλά και με διανοούμενους της εποχής, μουσικούς, ηθοποιούς και σκηνοθέτες, μυστηριώδεις βαμπ, πόρνες και λαϊκές γυναίκες, καθώς και με ένα ζευγάρι αριστερών δικηγόρων που θα διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στην πλοκή (ανακαλώντας έντονα το ζευγάρι των δικηγόρων γονιών του συγγραφέα, του Ασημάκη και της Έφης Πανσελήνου, επίσης ανθρώπων της γραφής). Με τον τρόπο αυτό, το έργο σιγάσιγά θα «ανοίξει», σαν μια βεντάλια κοινωνικής τοιχογραφίας της εποχής, κατά τον τρόπο που το έκανε ο Κανέτι στο Παιχνίδι των ματιών ή ο Ροτ στο Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, ζωντανεύοντας την κατοχική Αθήνα με ένα απαράμιλλα γοητευτικό ύφος, προσδίδοντάς της κάτι από τη σαγήνη του αμερικανικού νουάρ σε συνδυασμό με την κεντροευρωπαϊκή φινέτσα και μια αδιάψευστα νοσταλγική λάμψη. Ειδικά οι σκηνές όπου η αφήγηση υιοθετεί το στυλ του μαγικού ρεαλισμού, όταν ο Άγγελος δικαιολογεί το όνομά του και απογειώνεται, μετεωριζόμενος σαν αδέσποτο μπαλόνι πάνω από τα σοκάκια και τα κτίρια της πόλης, ενέχουν ένα τέτοιο στοιχείο ελαφρότητας και παράλληλα μεταφυσικού βάθους, που –το θυμάμαι ακόμα– μου είχαν κόψει την ανάσα όταν τις είχα πρωτοδιαβάσει, προσφέροντάς μου μια αισθητική εμπειρία πρώτης γραμμής, που αντίστοιχή της μονάχα στην ταινία Τα φτερά του έρωτα του Βιμ Βέντερς είχα καταφέρει να νιώσω. Ο συνδυασμός, δε, ενός σκηνικού υπόβαθρου και ενός κεντρικού ήρωα που θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν καφκικοί, με τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία του διάκοσμου αλλά και της ίδιας της αστυνομικής αφήγησης του βιβλίου, συνιστά ένα μείγμα που προσωπικά με γοητεύει όπου και αν το συναντήσω (στην Τριλογία της Νέας Υόρκης του Πολ Όστερ, για παράδειγμα) και που εδώ πραγματώθηκε στον μέγιστο βαθμό λογοτεχνικής πληρότητας.
Την εποχή εκείνη, για εντελώς πρακτικούς λόγους, σύχναζα σχεδόν καθημερινά στο τρίγωνο όπου διαδραματίζεται ο Κουτσός άγγελος, μεταξύ των οδών Θεμιστοκλέους, Ζωοδόχου Πηγής και Ακαδημίας, σε μια Αθήνα που δεν είχε ζήσει ακόμα ούτε την ερήμωση της κρίσης αλλά ούτε και τον «εξωραϊσμό με το στανιό» του Airbnb, πριν από τους Ολυμπιακούς και την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, εν μέσω μιας μουντής περιόδου που μάλλον επισφραγιζόταν από τα αλήστου μνήμης «κολωνάκια του Αβραμόπουλου». Με θυμάμαι, λοιπόν, να περιπλανιέμαι, ως αυτοσχέδιος και κάπως γραφικός flâneur, στις οδούς Γραβιάς, Γλάδστωνος και Γαμβέττα, από τη γειτονική πλατεία Κάνιγγος μέχρι την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, αναζητώντας τα ίχνη του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, σε μια πόλη που παραδόξως μπορούσες να την φανταστείς ακόμα στην κατοχική της εκδοχή, με τα ερειπωμένα νεοκλασικά, τις ζοφερές πολυκατοικίες και τις ξεφτισμένες προσόψεις ενός σχεδόν γοτθικού θεατρικού σκηνικού, βουλιαγμένου στο γκρίζο της αιθαλομίχλης και σε μια βαλκάνια παρακμή που έθετε και τα όρια της δικής μου ψυχικής περιήγησης, την ίδια στιγμή που παρατηρούσα τα πρόσωπα του περιβάλλοντος εκείνου, τους ανάπηρους θυρωρούς, τους κουρασμένους δικηγόρους με τους αιώνιους χαρτοφύλακες, τους κουλουράδες και τους λαχειοπώλες, τις αγουροξυπνημένες φοιτήτριες, τις τσατσάδες που κάπνιζαν καθισμένες στα σκοτεινά βάθη ετοιμόρροπων πανσιόν, τους βιβλιοπώλες με τις γάτες να αναπαύονται στους ώμους τους. Θέλω να πω, ότι ο Κουτσός άγγελος αποτέλεσε ένα έναυσμα μαθητείας για μένα, τόσο στην πόλη όσο και στη γραφή, δίνοντάς μου την απαραίτητη, τελική «σκουντιά», ώστε να παρατήσω τους ενδοιασμούς μου και να προσπαθήσω να γίνω εκείνο που από χρόνια ήθελα.
Δεν φοβάται το μέγεθος
Έχω αποπειραθεί επανειλημμένα να ορίσω τα ξεχωριστά στοιχεία που καθιστούν γοητευτική τη γραφή του Αλέξη Πανσέληνου, τόσο για μένα, αλλά και για πολλούς άλλους. Καταρχάς, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη αγάπη για το «μικρό» και το «μερικό» στην Ελλάδα, είναι ένας συγγραφέας που δεν φοβάται την αναμέτρηση με τα μεγάλα σύνολα, με ιδέες και αισθητικά στοιχήματα που ενέχουν υψηλό βαθμό διακινδύνευσης. Καθένα από τα μυθιστορήματά του περιέχει και διαγράφει τα πλαίσια ενός τέτοιου ρίσκου, που η πραγμάτευσή του απαιτεί ιδιαίτερα δυνατές ανάσες και λογοτεχνικές ικανότητες. Το στοιχείο αυτό, για μένα, συνιστά τον πρώτο όρο της ποιητικής του Πανσέληνου, που θα τον περιέγραφα ως το απαιτούμενο ενός απαραίτητου «ύψους» (όσο κι αν ο όρος τείνει πλέον να περιφρονείται, στο όνομα μιας διαδεδομένης αφηγηματικότητας η οποία προτάσσει το αυστηρά προσωπικό βίωμα και την πλάγια, υποκειμενική ματιά). Ο Πανσέληνος δεν φοβάται το μέγεθος, δεν φοβάται το άπλωμα μιας ιστορίας στο χρόνο και στο χώρο, όπως εξάλλου δεν διστάζει να αναμετρηθεί με τους γίγαντες της ευρωπαϊκής κληρονομιάς, χρησιμοποιώντας τους ως λογοτεχνικές φιγούρες, οι οποίες λειτουργούν απρόσκοπτα, φέροντας αυτούσιο το πνευματικό τους εκτόπισμα, δίχως εκπτώσεις ή γραφικά στρογγυλέματα της εγγενούς πολυπλοκότητάς τους – προϊόν, αναμφίβολα, της χωνεμένης καλλιέργειας αλλά και της εμβριθούς, ψυχωμένης έρευνας του πεζογράφου. Συν τοις άλλοις, ο Πανσέληνος είναι ένας αστός συγγραφέας, μεγαλωμένος σε ένα αθηναϊκό σπίτι διανοούμενων, με γούστα και εμμονές που καλύπτουν μέρη του επιστητού κάπως «ξεχασμένα», αν μου επιτρέπεται η έκφραση, υπό το πολιτισμικό ραντάρ της τρέχουσας πλειοψηφίας∙ πράγματα όπως η κλασική μουσική, το ελαφρό τραγούδι, μια ορισμένη γλώσσα που δεν παραχωρεί εύκολα χώρο στους νεολογισμούς και την πεποιημένη λαϊκότητα, όσο κι αν κατά καιρούς γίνεται του συρμού κάτι τέτοιο, καθώς και μια αφηγηματική εικονογραφία που μεταχειρίζεται λιγότερο την ευρέως διαδεδομένη ποπ κουλτούρα και περισσότερο ένα απόθεμα από μελωδίες, πίνακες, ταινίες και αρχιτεκτονικές αναφορές που παραπέμπουν σε μια γερή μεταπολεμική παιδεία, κατά τι ξεθωριασμένη ίσως στις μέρες μας, από την εποχή όταν ακόμα έννοιες όπως Διαφωτισμός, φιλελεύθερη σκέψη, ευρωπαϊκός πολιτισμός, κλασικό μυθιστόρημα, με όλα τους τα εννοιολογικά παρελκόμενα, διέθεταν ακόμα ένα ισχυρό φορτίο νοηματοδότησης.
Το δεύτερο στοιχείο που δικαιώνει τον Πανσέληνο, είναι η ίδια η ποιότητα της γραφής του. Θεωρώ ότι έχει κερδίσει ένα στοίχημα που το συγκαταλέγω στα κρισιμότερα διακυβεύματα της πεζογραφίας, και της τέχνης γενικότερα: την ισορροπία μεταξύ ύφους και δομής. Τι θέλω να πω: υπάρχουν πλείστοι «μάστορες» της πλοκής, της επιδέξιας αφήγησης, ακόμα και του σασπένς, των οποίων τα βιβλία ωστόσο διαθέτουν μειωμένο λογοτεχνικό ενδιαφέρον, και πολύ συχνά, όταν διαβούμε αναγνωστικά την τελευταία σελίδα τους, έχοντας λύσει ενδεχομένως τους γρίφους της υπόθεσης, δεν επιθυμούμε να τα ξαναεπισκεφθούμε ποτέ. Επειδή νιώθουμε ότι η μόνη τους αξία είναι η αρχιτεκτονική δόμηση του μύθου, την οποία, άπαξ και αποκρυπτογραφήσουμε, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται περίπου για μια «μακέτα» και ότι το αρχιτεκτόνημα είναι, ή μοιάζει να είναι, κενό άλλου περιεχομένου. Αντιστρόφως, η σύγχρονη λογοτεχνία διαθέτει άφθονους στυλίστες του γραπτού λόγου, που με περίσσια φροντίδα και σχεδόν ποιητική ακρίβεια έκφρασης εκθέτουν σκέψεις, αισθήματα και εξιστορήσεις με ένα λόγο που απογειώνει την συμμετοχική μέθεξη, αλλά που εντούτοις συχνά η απουσία ενός γενικότερου οργανωμένου πλάνου, ενός «συνεκτικού μύθου» δηλαδή, οδηγεί τον αναγνώστη στην αίσθηση ότι έχει να κάνει περισσότερο με ένα αφήγημα ή ένα υβριδικό δημιούργημα μεταξύ ποίησης, διηγήματος και μυθιστορήματος, στο οποίο καλείται να πλοηγηθεί ελεύθερα, δίχως πυξίδα αλλά και δίχως αναγνωστικό στόχο. Και τα δύο ανωτέρω φαινόμενα είναι πολύ συχνά στη χώρα μας, ενώ σπανίζουν (θεωρώ ότι επί της ουσίας μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού) εκείνοι που έχουν την ικανότητα να τα γεφυρώσουν. Μεταξύ αυτών, ο Αλέξης Πανσέληνος κατέχει ίσως την πιο πρωτεύουσα θέση, ανάμεσα στους ζώντες πεζογράφους μας.
Σε όλα τα βιβλία του, τόσο τα εκτεταμένα όσο και τα πιο σύντομα, διακρίνουμε τη φροντίδα μιας στέρεης κατασκευής, την ανάγκη για ένα μύθο που εξυπηρετείται πλήρως μέσα από καλοσχεδιασμένες σκηνές και επεισόδια, με χαρακτήρες πειστικούς και ένα ρυθμό που αναπνέει ακριβώς όσο και όπως χρειάζεται, ενώ ταυτόχρονα το ύφος, η ατμόσφαιρα και το υφάδι της γλώσσας παραμένουν εξαιρετικά λεπτουργημένα, με μια κομψότητα και ένα ελαφρύ χέρι να τα σχεδιάζει, που δεν παραιτείται ποτέ από την έγνοια της ομορφιάς, δίχως ωστόσο να εκπίπτει στην κενή καλλιέπεια ή στον βαρυφορτωμένο λόγο. Η γραφή του αφήνει πάντα ένα ανάερο ίχνος, τη διακριτική σκιά του ευαίσθητου και καλλιεργημένου δημιουργού, ακριβώς τόσο ώστε να τον υποπτευόμαστε μονάχα, χωρίς αυτός να βγαίνει ποτέ στο προσκήνιο, κλέβοντας την προσοχή από τα κύρια μέρη της αφήγησης, τους ήρωες και τα διαμειβόμενα περιστατικά. Είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός της δαντελένιας περιγραφικότητας με μια στιβαρή δομή, που δίνει στα αφηγήματά του εκείνη την ιδιαίτερη υπόσταση, μέσα στην οποία διαισθανόμαστε την παρουσία του μεγάλου έργου.
Κλείνοντας, θα πω ότι, ακόμα κι αν δεν υπήρχε ο Αλέξης Πανσέληνος, θα οφείλαμε να τον «εφεύρουμε». Η διαδρομή του, τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, στην ελληνική λογοτεχνία, έχει υπάρξει κάτι περισσότερο από σημαντική. Μακάρι οι γενιές που έπονται να εμπνευστούν απ’ το έργο του και να ακολουθήσουν τα βήματά του, σε σχέση τόσο με την ποιότητα των βιβλίων του, όσο (κι αυτό είναι ίσως το πιο κρίσιμο) με την σπάνια συνέπεια και αφοσίωση που έχει επιδείξει στην υπηρεσία της τέχνης του.