Σύνδεση συνδρομητών

Η καταφυγή στο μύθο

Παρασκευή, 05 Απριλίου 2024 11:39
Illiers-Combray, 1976. Ο Αλέξης Πανσέληνος στην κοινότητα Maison-Proust.
Αρχείο Αλέξη Πανσέληνου
Illiers-Combray, 1976. Ο Αλέξης Πανσέληνος στην κοινότητα Maison-Proust.

Η εκ των έσω υπονόμευση της ρεαλιστικής αφήγησης στα μυθιστορήματα του Αλέξη Πανσέληνου

Αλέξης Πανσέληνος, Ο Κουτσός Άγγελος, δεύτερη έκδοση, Μεταίχμιο, Αθήνα 2021, 488 σελ.

Αλέξης Πανσέληνος, Κρυφή Πόρτα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016, 184 σελ.

Αλέξης Πανσέληνος, Λάδι σε καμβά,  Μεταίχμιο, Αθήνα 2022, 224 σελ.

Έχω αναφερθεί και με άλλη ευκαιρία στη διπλή φύση της μυθιστορηματικής αφήγησης του Αλέξη Πανσέληνου: τον ενδιαφέρει ως πεζογράφο πολύ σοβαρά η πρόσδεση στην Ιστορία αλλά εκείνο που δίνει τον ιδιαίτερο τόνο στο έργο του είναι η καταφυγή στον μύθο – με διάφορους τρόπους. Γενικότερα η σχέση λογοτεχνίας και ζωής στην πεζογραφία του είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα, όπως και το σχήμα της ύβρεως και της τιμωρίας και η θεματική της καταξίωσης στην τέχνη και στη ζωή. Τεύχος 150

Διαβάζοντας ευθύγραμμα τη διηγηματική πορεία των τελευταίων μυθιστορημάτων του Αλέξη Πανσέληνου, τα πράγματα φαίνονται απλά. Ωστόσο, αν και το αφηγηματικό κέλυφός τους παραμένει απλό, ο εσωτερικός πυρήνας τους είναι πολυμερής∙ ίσως και σκοτεινός.

Τρεις είναι οι κυρίαρχες αντιθέσεις που οικοδομούν το πλέγμα των ιστοριών του, αποδομώντας ταυτοχρόνως όσα προφαίνονται ως δομικά υλικά τους:

α) Πόσο η φαντασία επινοεί, πώς η μνήμη αλλοιώνει όσα θεωρούμε ρεαλιστικά γεγονότα και πώς αυτό λειτουργεί μέσα από την αντίθεση της «πραγματικής» ζωής και του κόσμου της λογοτεχνίας,

β) η νεότητα και τα γηρατειά, ο τρόπος που αποκλίνουν ή συγκλίνουν σε σχέση με την ομορφιά, τη σοφία και την ελαφρότητα,

γ) τα σκοτεινά πάθη  που αποδιοργανώνουν το αξιακό μας σύστημα και τα κοινωνικά προσωπεία που μας επαναφέρουν, προσγειώνοντας μας.

 

Τρία έργα

Θα αναφερθώ παραδειγματικά σε τρεις περιπτώσεις. Πρώτ’ απ’ όλα στον Κουτσό Άγγελο (Μεταίχμιο, 20212):

Πρωταγωνιστής στο βιβλίο είναι ο Άγγελος που έζησε στην Αμερική ως υιοθετημένος από τον Ελληνοαμερικανό Φρέντυ Λαμέρα, ιδιοκτήτη γραφείου ερευνών ιδιωτικών υποθέσεων. Όταν αναλαμβάνει το γραφείο του ο Άγγελος μπλέκει με τη μικρή κόρη του μαφιόζου Τζος Γκάσμαν, με αποτέλεσμα να του κάψει το αρχείο του, να τον ευνουχίσει και να του κόψει τον τένοντα του αριστερού του ποδιού, κουτσαίνοντάς τον.  Για να γλιτώσει τα χειρότερα, φεύγει από την Αμερική και εγκαθίσταται στην Ελλάδα ανοίγοντας στην Αθήνα ένα γραφείο ιδιωτικών ερευνών. Στο μεταξύ έχει αρχίσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με όλα τα δεινά που έφερε στην οικονομική και καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Κάποιο βράδυ, τον επισκέπτεται ένας πελάτης, με το όνομα Αγάθος. Του είπε ότι θέλει να βοηθήσει οικονομικά έναν καλλιτέχνη, χωρίς όμως αυτός να μάθει την ταυτότητα του ευεργέτη του, γι’ αυτό και πρέπει να τον προσεγγίσει με τρόπο ώστε να γίνουν φίλοι, για να δεχτεί τη βοήθεια. Ο καλλιτέχνης παίζει κοντραμπάσο στην ορχήστρα του λυρικού θεάτρου Ολύμπια, ο Αγάθος του προσφέρει αμοιβή εκατό χρυσές λίρες κι ένα φάρμακο, το οποίο δίνει στον Άγγελο την υπερφυσική ικανότητα να πετά σαν «άγγελος». Από εκεί και πέρα αρχίζει μια σειρά περιπετειών με πλοκή τύπου νουάρ, με αναφορές στη ζωή της Κατοχής αλλά και στην περιπέτεια της τέχνης και του θαύματος, μια που ο ήρωας πετώντας κατορθώνει να έχει μια άλλη οπτική του κόσμου.

Λίγο να σηκωθεί στον αέρα και βλέπεις τη μεγάλη εικόνα αυτήν που κάτω στους δρόμους στις πλατείες και τα στενά δεν μπορείς ούτε να φανταστείς όταν πετάς βλέπεις καλύτερα που κατευθύνεσαι μακρύτερα δεν χάνεσαι στους μαιάνδρους που ταλαιπωρούν την πεζή σου ζωή κάτω πρέπει να προσέχεις ποια γωνιά στρίβεις ποιον δρόμο παίρνεις ψηλά στον ουρανό βλέπεις αμέσως πόσα περισσότερα πράγματα ξέρεις από τον κόσμο πόσο λίγο σου χρειάζονται οδηγίες και τα παρόμοια κι έτσι ησυχασμένος πια πως θα φτάσεις στον προορισμό μου, έχοντας ξεχάσει τον μεταλλικό ήχο των όπλων, αφήνοντας πίσω τον γνήσιο τρόμο, μπορούσα να φανταστώ μια σκηνή. (σ. 187)

Στην Κρυφή Πόρτα (Μεταίχμιο, 2016) ο συγγραφέας αναφέρεται σε ένα πολύ κοντινό παρελθόν, το 2015 και πάλι στην πόλη της Αθήνας. Το μυθιστορηματικό θέμα στεγάζεται κάτω από την κοινωνική και πολιτική κρίση και η αφήγηση επιμένει στον εμπράγματο χώρο της, τον οποίο και οικοδομεί με στοιχεία «ρεαλιστικά»: ονόματα κομμάτων και πολιτικές εκλογές, συγκρούσεις στους δρόμους με την αστυνομία, οι πραγματολογικές λεπτομέρειες της πόλης που συνθέτουν ένα επίστρωμα ολότελα πειστικό. Παράλληλα χαράσσεται και ένας άλλος άξονας της αφήγησης, αυτός ενός αρχέγονου πάθους, αποδεσμευμένου από χωροχρονικά όρια, ή, όπως κοινότοπα λέμε, διαχρονικού και ίσως πανανθρώπινου. Ο Ευγένιος, ένας άντρας περίπου 60 ετών, πρόωρος συνταξιούχος του Δημοσίου, πετυχημένος μεταφραστής και μη εγνωσμένης αξίας πεζογράφος, που είναι ο πρωταγωνιστής, ζει με ελάχιστες κοινωνικές επαφές  σ’ ένα  μεγάλο διαμέρισμα στη Νεάπολη Εξαρχείων. Έχει χωρίσει από την γυναίκα του, δεν έχει παιδιά. Το διαμέρισμα όπου ζει χωρίζεται στα δύο από «μια πόρτα από διπλό κόντρα πλακέ, χωρίς κούφωμα». Κάποτε ήταν δύο διαμερίσματα ξεχωριστά, στο ένα εκ των οποίων έμενε η μητέρα του. Καθώς η μητέρα του έχει πια πεθάνει και καθώς η οικονομική κρίση εντείνεται αποφασίζει να νοικιάσει το ένα τμήμα του σπιτιού, διατηρώντας άχτιστη, για οικονομικούς λόγους, την ενδιάμεση πόρτα ανάμεσα στα δυο διαμερίσματα.

Μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, σχεδιάστρια ιστοσελίδων, η οποία «εκδίδεται» κρυφά για να συμπληρώσει το εισόδημά της, νοικιάζει το «νέο» διαμέρισμα. Ο ηλικιωμένος άντρας την ερωτεύεται, παρότι σιγά σιγά δημιουργούνται υπόνοιες ότι πρόκειται για την κόρη που είχε αποκτήσει με μια παλιά ερωμένη του, τη Σωτηρία, χωρίς όμως να το γνωρίζει εκείνος. Ο ήρωας, ένας έκπτωτος «Ευγενής», σε μια Πόλη εν πτώσει και παρακμή, έρχεται αντιμέτωπος με την ύβρι της αιμομιξίας, έναν αρχέγονο μύθο αισθησιακό και απαγορευμένο. Ωστόσο ακόμη και αυτό το αισθησιακό βίωμα ο πρωταγωνιστής το σκέπτεται ως πρώτη ύλη για το βιβλίο που γράφει.

Τέλος, στο Λάδι σε καμβά (Μεταίχμιο, 2022), ο ήρωας Σπύρος, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και κάπου μετά την έκτη δεκαετία της ζωής του, μας διηγείται ορισμένα κομβικά γεγονότα των νεανικών του χρόνων, εκκινώντας από τις θερινές διακοπές σε ένα νησί, όταν ήταν πρωτοετής φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός καταξιωμένου ζωγράφου, παλιού φίλου του πατέρα του. Εκεί, τον Ιούλιο του 1966, θα γνωρίσει τις δύο κόρες του ζωγράφου, τη δωδεκάχρονη Γωγώ και τη μεγαλύτερή του, κατά δύο χρόνια, αδελφή της Ειρήνη, που διεκδικούν, η καθεμία με τον τρόπο της, τον φιλοξενούμενό τους. Ο ίδιος γοητεύεται από τη φανερά ερωτική διάθεση της μικρής, αλλά αφήνεται σε ένα ερωτικό παιχνίδι με τη μεγάλη, γεγονός που θα καταστρέψει τις μεταξύ τους σχέσεις και τη θερμή φιλοξενία στο σπίτι του ζωγράφου, αναγκάζοντας τον Σπύρο να φύγει νύχτα και σαν διωγμένος από τον Παράδεισο, όπως αναφέρει ο ίδιος. Από εκεί και πέρα, η πορεία της ζωής του θα πάρει άλλη τροπή, όχι μόνο λόγω του τραυματικού γεγονότος αλλά και λόγω της εποχής: ο Απρίλιος του 1967 θα φέρει τη δικτατορία των Συνταγματαρχών και θα μεταστρέψει τους όρους της ατομικής και κοινωνικής ζωής.

Ο πατέρας του Σπύρου θα εκτοπιστεί στην Ανάφη και θα κλονιστεί ανεπανόρθωτα η υγεία του, ο ίδιος θα αναλάβει την πατρική επιχείρηση –ένα κατάστημα με ηλεκτρικά είδη–, θα εγκαταλείψει τη Σχολή αλλά και τη ζωγραφική, θα μείνει χωρίς ερωτική σύντροφο ή θα αφεθεί σε σχέσεις αδιέξοδες. Η ζωή του, επομένως, παίρνει άλλο δρόμο μέσα στη «χούντα», προσπαθεί να επιβιώσει οικονομικά, εξαναγκάζεται σε ταπεινωτικές ενέργειες προκειμένου να γυρίσει ο πατέρας του από την εξορία, παρακολουθεί από απόσταση ή και συγκυριακά το φοιτητικό κίνημα, τα γεγονότα στη Νομική και το Πολυτεχνείο. Με τη Μεταπολίτευση η πολιτική κατάσταση αλλάζει, η κοινωνική όμως αλλαγή που αυτή φέρνει ή που πρεσβεύει σε τίποτα δεν επηρεάζει καθοριστικά τον Σπύρο. Ένας άνθρωπος «αποτυχημένος» και παραιτημένος αφηγείται τη ζωή του, θυμάται τα χαμένα όνειρα της νιότης του και προσπαθεί να καταλάβει ποια ήταν τα λάθη και ποιες οι δυσκολίες που οδήγησαν στην αποτυχία και τη μοναξιά του∙ κι αυτό σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο για την ελληνική κοινωνία.

Ο συγγραφέας από τη μια απεικονίζει ολόγλυφη μπροστά στα μάτια μας την ουτοπία ενός μυθικού νησιού, γεμάτης από τα θαύματα της νεότητας, της ζωικής ξεγνοιασιάς, της αμεσότητας των αισθήσεων∙ εκεί όπου μπορεί να θριαμβεύσει ένας «απαγορευμένος» έρωτας. Μια εδεμική χώρα από όπου λείπουν οι δεσμεύσεις και η σύνεση της ενηλικιότητας και όπου κυριαρχούν η ενόρμηση της στιγμής, η γοητεία του εφήμερου αλλά και ενός διαχρονικού ανθρώπινου πάθους.

Από την άλλη παρουσιάζεται ο «καμβάς» αυτής της κυρίαρχης αφήγησης, που δεν είναι άλλος από την ιστορική και κοινωνική συγκυρία του πρωταγωνιστή της, δηλαδή η αθηναϊκή πραγματικότητα της χουντικής περιόδου και, με κάποια άλματα, οι χρονικές ορίζουσες της πρώτης ή και της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Ο αφηγηματικός κόσμος του «καμβά» όχι μόνο έχει χρονικό στίγμα και ιστορικά προσδιορισμένους όρους ύπαρξης, αλλά, εν αντιθέσει με τον ανώνυμο και θολό χρονικά κόσμο του νησιού, βρίθει υπαρκτών τοπωνυμίων και ιστορικά επαληθεύσιμων γεγονότων∙ ακόμη και τα ονόματα των προσώπων που αποτελούν τον καλλιτεχνικό περίγυρο του πρωταγωνιστή παραπέμπουν σε «αληθινά» πρόσωπα. Όλα, επομένως, εδώ δείχνουν και βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με την Ιστορία, την πολιτική, με τις προϋποθέσεις της κοινωνικής μας ύπαρξης.

 

Η πραγματικότητα και ο μύθος

Η έκπτωση του ιδεαλιστικού οράματος, της ερωτικής προδοσίας που με επιπολαιότητα γκρέμισε το αρχέγονο ιδανικό της απόλυτης κατάκτησης αλλά και του απόλυτου δοσίματος, είναι κατ’ ουσίαν η αιτία που έχει οδηγήσει και στην καλλιτεχνική αδρανοποίηση του Σπύρου. Ο Σπύρος, που βίωσε το φως μιας χαμένης ομορφιάς, δεν μπορεί να ξαναζωγραφίσει. Επομένως, το Λάδι σε καμβά ενσωματώνει δύο διαφορετικά αφηγηματικά θεωρήματα: από τη μια προβάλλει το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο με τον ρεαλιστικό του καμβά, ωστόσο από την άλλη υπογραμμίζει ότι εκείνο που ζωντανεύει τον καμβά δεν είναι παρά το λάδι του μύθου, του άπιαστου ονείρου, είναι δηλαδή το «θαύμα».

Αντιστοίχως, στην Κρυφή Πόρτα χτίζονται εντέχνως δύο επίπεδα αφήγησης ή αλλιώς δύο «θεατρικές σκηνές»: μία μικρή σε ένα διαμέρισμα μιας παλιάς πολυκατοικίας στα Εξάρχεια και μία μεγάλη στους δρόμους της Αθήνας, ενώ αυτή μαστίζεται από την οικονομική κρίση. Στο διαμέρισμα πρωταγωνιστής είναι ο Ευγένιος, στο δρόμο ένα ανώνυμο πλήθος που συγκρούεται με τις δυνάμεις καταστολής μιας απρόσωπης εξουσίας. Η αφήγηση παρακολουθεί έναν καθημερινό άνθρωπο, με μια χλιαρή φαινομενικά ζωή, ο οποίος θέλει αυτό που δεν αρμόζει, που δεν του ανήκει, που δεν θα έπρεπε να διεκδικεί. Και τον δείχνει να αφήνεται σ’ αυτό, να οδηγείται στην ατομική πτώση παράλληλα με την κοινωνική, εθελοτυφλώντας μπροστά σε όλους τους συναγερμούς που από πολύ νωρίς ήχησαν. Σαν τον Οιδίποδα τυφλώνεται και κάνει αυτό ακριβώς που σε όλη του τη ζωή προσπαθεί να αποφύγει: τη διακινδύνευση, την έκθεση. Είναι όμως έτσι; Παρασύρεται ή το επιλέγει;

Το αφηγηματικό σκάνδαλο περιπλέκεται καθώς κάθε αντίδραση του Ευγένιου φαίνεται να είναι ανεστραμμένη συναισθηματικά. Όταν υποψιάζεται ότι η κοπέλα εκδίδεται, αντί η υποψία του να δράσει ανασταλτικά, αντιθέτως τότε ξυπνά και πιο έντονος ο πόθος του γι’ αυτήν. Όταν διαπιστώνει την ομοιότητα με τη Σωτηρία, μια παλιά του «επικίνδυνη» ερωμένη, αυτό λειτουργεί ενισχυτικά αντί κατασταλτικά και αφήνεται στον πόθο του αντί να αντισταθεί, ρίχνεται πάνω σ’ αυτό για το οποίο δίσταζε. Κάτι που τον απομακρύνει από την άγνοια και αντιβαίνει στο ρόλο ενός τραγικού ήρωα, εκτός κι αν θεωρήσουμε πως η μοίρα αποκλειστικά τον καθοδηγεί, τυφλώνοντάς τον παντελώς με την Άτη. Ειδάλλως, δεν συνθλίβεται ακουσίως, αλλά αφήνεται εκουσίως στα αρχέγονα σκοτεινά πάθη απορρίπτοντας τα κοινωνικά τους κάτοπτρα. Επιρρίπτοντας μάλιστα και ένα μέρος της ενοχής στη φιλήδονη μητέρα του (ο γιος της παράφορης κυρίας Δώρας). Εκ παραλλήλου, ο πρωταγωνιστής φιλοδοξεί να αναγνωριστεί ως συγγραφέας και «χρησιμοποιεί» τη σχέση του με τη Μαρία για να δώσει τροφή στο λιμνάζον μυθιστόρημά του.

Έτσι, την ώρα της ερωτικής έξαρσης, την ώρα που ακολουθεί την πραγμάτωση του πόθου του, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του δεν είναι πια η κοπέλα. Ο έρωτάς του υποχωρεί, οδηγείται σχεδόν στην αδιαφορία. Δεν προσέχει καν ότι η Μαρία φεύγει. Το μυαλό του απορροφάται από το έργο που θα μπορέσει τώρα, επιτέλους, να γράψει:

Όταν τραβήχτηκε ο Ευγένιος και έπεσε στο στρώμα εξουθενωμένος από την ένταση, μεταρσιωμένος από την ευτυχία, έκλεισε τα μάτια και οι πρώτες σκέψεις που ήρθανε στον νου του ήταν για το μυθιστόρημα που τώρα, μέσα σε μια στιγμή, μέσα σε μια ώρα, νόμιζε πως είχε βρει πώς να το συνεχίσει και πώς θα το τελείωνε […] Δεν κατάλαβε πως εκείνη, αμέσως μετά, είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και είχε γυρίσει στο διαμέρισμά της […]. (σ. 172)

Η σχέση λογοτεχνίας και ζωής προβάλλεται σ’ αυτό το σημείο πιο έντονη από ποτέ. Η ζωή του με την παρέμβαση της Σωτηρίας, η οποία του σύστησε τη Μαρία, του προσφέρει ένα θέμα που η φαντασία του ποτέ δεν θα επινοούσε. Αποδεικνύεται πιο ευφάνταστη αλλά και πιο σκληρή. Και όμως, ήταν πάντα εκεί μπροστά του. Όπως όλα τα αρχέγονα πάθη. Σε κάθε κοινωνία, σε κάθε εποχή. Την μεταιχμιακή εκείνη στιγμή, ο σκηνοθέτης της αφήγησης επινοεί ένα άλλο σκηνικό. Το σκηνικό του ενδιάμεσου χώρου, που δεν είναι δημόσιος ή ιδιωτικός, αλλά ο υβριδικός ενδιάμεσος χώρος μιας «στοάς», ο ημι-υπαίθριος χώρος του άστεγου. Ο άστεγος είναι ο καθρέφτης της εποχής ή το καθρέφτισμα του ήρωα; Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ δεν τον βλέπει ο πρωταγωνιστής, ποτέ δεν τον συναντά. Μόνο το κατάλυμά του περιγράφεται με λεπτομέρειες. Ακόμη και στο τέλος, διαγράφεται απλώς η φιγούρα του κάτω από τα σκεπάσματα, χωρίς ίχνος κίνησης ή ζωής. Κοιμάται ή μήπως είναι νεκρός; Ο Ευγένιος θα γείρει δίπλα του, θα πάρει τη θέση του ή μήπως είναι προβολή του εαυτού του, μια που ο οίκος του έχει πια καταρρεύσει; Μήπως είναι ο ίδιος ο ήρωας που η Μαρία ελεεί αλλά αυτός, αρνούμενος να δει την αλήθεια, χάνει την ευκαιρία του ελέους, ίσως και της συγχώρεσης; Ο Ευγένιος δεν έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει ολόκληρη την αλήθεια. Προτιμά την ενδιάμεση κατάσταση.

Και σε μια πολύ ωραία, σχεδόν παραβολική, περιγραφή, το σπίτι του μετατρέπεται στο καράβι των θαλάσσιων ταξιδιών του. Σε μια φουρτούνα που θα τη δει από μακριά. Ένοχος, γιατί γεύτηκε το απαγορευμένο. Δέσμιος τόσο του αρπακτικού του μένους όσο και της ερωτικής λαγνείας. Ένοχος, γιατί δεν θέλησε να το παραδεχθεί. Ηττημένος, γιατί το μυθιστόρημα δεν του δόθηκε. Η ζωή τού πρόσφερε κάτι που

σίγουρα θα ξεπερνούσε κάθε φαντασίωση: αν καταπιανόταν τώρα να παγιώσει μια εικόνα της φαντασίας του, αυτή θα ήταν μόνο η χλωμή απομίμηση του αληθινού. (σ. 157)

Στον Κουτσό Άγγελο ο ήρωας είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ανίκανος ερωτικά και ανάπηρος, που έχει ωστόσο την ικανότητα να βλέπει τον κόσμο από ψηλά, έχει την ικανότητα να βλέπει τη σκηνή, να ζωντανεύει με τη μυθοπλασία του αυτό που ο ρεαλισμός αρνείται. Αυτό που ο έκπτωτος Σπύρος έχασε για πάντα αρνούμενος την ουτοπία του εδεμικού νησιού: δεν μπόρεσε ποτέ να ανήκει στον «κύκλο των νέων ρεαλιστών ζωγράφων». Ήταν καλλιτέχνης του οράματος. Όπως ο Ευγένιος, που βούτηξε στην ύβρι για να γευτεί την παράβαση η οποία θα του χάριζε την πολυπόθητη έμπνευση, που δέχτηκε να μείνει ανέστιος και εξόριστος από τον κοινωνικό ιστό σαν άστεγος, έξω από τον δημόσιο χώρο, έξω από την ασφάλεια του ατομικού του βίου. Γιατί όπως λέει ο πρωταγωνιστής στο επιλογικό κεφάλαιο του Κουτσού Αγγέλο:

[…] ακούμε σε καιρούς ταραγμένους άνθρωποι ανάπηροι ή μοναχικοί μανιάκι διάφοροι ερασιτέχνες ζωγράφοι που παλεύουν μια ολόκληρη ζωή για να καταφέρουν να κρεμάσουν έναν τους πίνακα σε κάποια έκθεση συλλογής των ζωγράφων στον Παρνασσό δεν κάνουν εντύπωση και κανείς δεν τους προσέχει όταν έχουν περάσει μερικές δεκαετίες χωρίς πείνα και εκτελέσεις χωρίς πόλεμο και βομβαρδισμούς χωρίς στρατιές από μονόχειρες ή τυφλούς να ζητιανεύουν στις γωνιές των δρόμων ένας εργένης γέρο αστυνομικός κουτσός και μονόχνωτος που διηγείται όταν τα έχει κοπανήσει απίστευτες ιστορίες γίνεται δακτυλοδεικτούμενος. (σ. 466)

Έτσι και ο Αλέξης Πανσέληνος, μετέχοντας στον κόσμο των ηρώων του, που ηττώνται και γκρεμίζονται, χτίζει μαζί τους το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα της ανθρώπινης περιπέτειας, εκεί όπου μπορεί να ευδοκιμήσει ακόμη η ουτοπία και το «θαύμα» της τέχνης, δηλαδή εκεί όπου χτυπά η καρδιά της αληθινής μυθιστορηματικής ζωής:

[…] μονάχα εγώ σίγουρος και ασφαλής πίσω από το βλέμμα μου […] μονάχα εγώ περνώ απ’ τους δρόμους της πόλης αυτής σαν μια αιώνια νεότητα σαν ένα μάτι που δεν συνοδεύεται από τη φθαρτή του σάρκα. (σ. 481).

 

 

Άννα Αφεντουλίδου

Φιλόλογος αποσπασμένη στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Κυκλοφορούν τα ποιητικά βιβλία της Ελλείπον Σημείο (2010), Ιστορίες εικονικής ισορροπίας (2014). Έχει εκδώσει δοκίμια για τον Αλμπέρ Καμύ, τον Κώστα Θ. Ριζάκη και τον Γιώργο Χ. Θεοχάρη.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.