Η ανάγνωση μιας μυθοπλασίας γίνεται κάτω από διαφορετικές οπτικές και οδηγεί σε ποικίλες εκδοχές τον κάθε αναγνώστη. Όμως αυτό το σκοτεινό και κάθε άλλο παρά συμβολικό αφήγημα μοιάζει μ’ ένα παιχνίδι που παρασέρνει στην μαγεία του τον αναγνώστη. Ή με την εικόνα του ψυχογραφήματος που σου δίνουν οι ψυχίατροι και σε ρωτούν να τους πεις τι βλέπεις, για να δουν εκείνοι τον εσωτερικό σου κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγνωση του κειμένου αποτελεί υψηλή απόλαυση. Σε απορροφά και είναι αδύνατο να το αφήσεις.
Η αφήγηση του Καβαμπάτα επιμένει να περιγράφει το σπίτι και τη λειτουργία του με τις γνωστές και παγκόσμια σχεδόν πανομοιότυπες διαδικασίες. Ο επισκέπτης συναντά μια γυναίκα μέσης ηλικίας η οποία αντί χρημάτων τον φέρνει σε επαφή με μια νεαρή γυναίκα σ’ ένα δωμάτιο για τα περαιτέρω. Η διαφορά έγκειται στο ότι εδώ δεν επιτρέπεται η σεξουαλική ολοκλήρωση και η γυναίκα είναι ναρκωμένη. Όμως και στο κανονικό πορνείο υπάρχει ολοκλήρωση; Και η γυναίκα δεν είναι υποχρεωμένη να ναρκώσει το εαυτό της και τις αισθήσεις της για να μπορέσει να ανταποκριθεί; Άλλη διαφορά, ότι ο Εγκούτσι πιστεύει πως οι κοπέλες με τις οποίες κοιμάται είναι παρθένες. Αλλά και οι επισκέπτες των πορνείων δεν πιστεύουν ότι η γυναίκα δεν είχε ποτέ πριν μία εμπειρία σαν αυτή που είχε μαζί τους;
Όμως ο συγγραφέας δεν θέλει απλώς να συνομιλήσει μαζί μας για τον κόσμο των αισθήσεων. Πάει πιο πέρα, στον κόσμο του μυαλού. Στο τι είναι κόσμος. Στο παιχνίδι πραγματικού και φανταστικού. Εγώ και οι άλλοι, όπως τους βλέπει και τους κατατάσσει κάθε φορά το εγώ μου! Συνοδεία ενός υλικού εξυπηρετητή (της ματρόνας, εν προκειμένω). Ο περίγυρος: το σκοτεινό και άδειο σπίτι στο οποίο φθάνει ως ήχος κυμάτων και θροΐσματος δέντρων –τελικά κάτι υπάρχει εκεί έξω–, ο εξωτερικός κόσμος που ένα Εγώ μπορεί να τον μετουσιώσει και να τον αντιληφθεί ως μουσική κορμιού.
Ο Εγκούτσι ξαπλώνει δίπλα στις κοπέλες. Τι βλέπει απ’ αυτές; Ένα περίγραμμα σώματος, την πλάτη, το σχήμα του στήθους, τους γοφούς, τα χείλη, τα μαλλιά, ποτέ το πρόσωπο. Σαν να μας ρωτά: μήπως μπορούμε να γνωρίσουμε περισσότερο τον άλλο; Αυτό που αποκαλούμε προσωπικότητα; Ή ακόμη –η πεσιμιστική άποψη– μας ενδιαφέρει να γνωρίσουμε κάτι περισσότερο;
Όλες οι συναντήσεις με τα κοιμισμένα κορίτσια είναι εναύσματα για να περιηγηθεί ο ίδιος, στον κόσμο του, που ξεδιπλώνεται εμπλέκοντας όνειρα, σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα, παλιούς έρωτες, μνήμες, όπως εκείνη της μητέρας του – τη θεωρεί την πρώτη γυναίκα που γνώρισε (ο Καβαμπάτα έχασε τη μητέρα του όταν ήταν μωρό).
Παρουσιάζοντας τον κόσμο του, μας θυμίζει ταυτοχρόνως πόσο αυτός είναι κατασκευασμένος και πεπερασμένος, περιορισμένος, και οι άνθρωποι είναι μόνοι μέσα σ’ αυτόν. Ό,τι καλύτερο μπορεί να επιθυμήσει ο άνθρωπος, ή τουλάχιστον ο ηλικιωμένος άνθρωπος –που έχει χάσει τη λίμπιντό του και δεν μπορεί μέσω των συναισθημάτων του να γνωρίσει τους άλλους και το περιβάλλον του– είναι η ζεστασιά ενός άλλου σώματος, έστω και ουδέτερου, παρηγοριά στον άξενο και κρύο κόσμο. Ο καημένος ο ηλικιωμένος άνθρωπος!
Ο Καβαμπάτα δεν συζητά αν υπάρχει αντικειμενικά ο κόσμος. Δεν ενδιαφέρεται, απλώς με τον τρόπο του λέει ότι αυτό που βιώνουμε ως κόσμο είναι οι εμπειρίες μας όπως έχουν καταγραφεί και μετουσιωθεί στο μυαλό μας.
Η μεταφράστρια κατάφερε να μεταφέρει σε καλά ελληνικά τη δύσκολη ποιητική γλώσσα του κειμένου.
Στη συνέχεια αναδημοσιεύεται ένα τμήμα από την πρώτη επίσκεψη του γερο-Εγκούτσι στο Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών που μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα.
Γιασουνάρι Καβαμπάτα
Μια γυναίκα, κάποτε στο Κιότο
Ο ήχος των κυμάτων έμοιαζε να μετουσιώνεται σε μουσική που έβγαινε από το κορμί της κοπέλας…
Έκλεισε τα μάτια του. Αυτή η παράξενη νύχτα, όπως όλες οι άλλες, κάποια στιγμή θα τελείωνε και το πρωί θα ξυπνούσε και θα ’ταν ζωντανός. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη με το μεσαίο δάχτυλο του χεριού της ανάμεσα στα μισάνοιχτα χείλη της, τον έσπρωξε απαλά με τον αγκώνα της. Πήρε το χέρι της από τον καρπό και το ακούμπησε δίπλα του. Αισθάνθηκε τον σφυγμό της καθώς άγγιξε με τα δάχτυλά του τον καρπό της. Ήταν κανονικός και απαλός. Η ήσυχη αναπνοή της ήταν κάπως πιο αργή από του Εγκούτσι. Κάπου κάπου ο αέρας σφύριζε έξω από το σπίτι, δεν κουβαλούσε όμως πια τον ήχο του χειμώνα που πλησίαζε. Ο θόρυβος των κυμάτων που έσπαγαν στον βράχο είχε γίνει κάπως απαλότερος. Ο ήχος τους έμοιαζε να έρχεται από τον ωκεανό και να μετουσιώνεται σε μουσική που έβγαινε από το κορμί της κοπέλας μαζί με τον κτύπο της καρδιάς της στον καρπό και στο στήθος της. Στο ρυθμό αυτής της μουσικής μια κάτασπρη πεταλούδα χόρευε πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Τράβηξε το χέρι του από τον καρπό της. Τώρα δεν την ακουμπούσε πουθενά. Το άρωμα της ανάσας της, του κορμιού και των μαλλιών της ήταν πολύ απαλό. Θάνατος.
Ο Εγκούτσι θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που έτρεχε κρυφά στο Κιότο, παίρνοντας τον επαρχιακό δρόμο με την κοπέλα που της είχε ματώσει το στήθος. Ίσως η θύμηση αυτή να ήταν τόσο έντονη εξαιτίας της ζεστασιάς που πρόδινε το νεανικό κορμί δίπλα του. Υπήρχαν αρκετά μικρά τούνελ στη διαδρομή με το τρένο από τις δυτικές επαρχίες μέχρι το Κιότο. Κάθε φορά που έμπαιναν σ’ ένα απ’ αυτά, η κοπέλα τρομαγμένη ακουμπούσε το γόνατο του Εγκούτσι και του άρπαζε το χέρι ανάμεσα στα δικά της. Κάθε φορά που έβγαιναν από κάποιο τούνελ, έβλεπαν ένα μικρό φαράγγι στεφανωμένο μ’ ένα ουράνιο τόξο.
«Τι όμορφα!» έλεγε εκείνη κάθε φορά ή «Τι καλά!» Είχε πάντα δύο λόγια καλά να πει για κάθε ουράνιο τόξο και χωρίς υπερβολή, αν έψαχνε δεξιά ή αριστερά μετά την έξοδό τους από κάποιο τούνελ, θα έβρισκε κι από ένα. Καμιά φορά ήταν τόσο ξέθωρο, που μετά βίας φαινόταν. Εκείνη είχε αρχίσει να βλέπει όλη αυτή την αφθονία των ουράνιων τόξων σαν κακό οιωνό.
«Μήπως μας κυνηγάνε; Έχω ένα προαίσθημα ότι θα μας πιάσουν μόλις φτάσουμε στο Κιότο. Και τότε αν με γυρίσουν πίσω, δεν θα μ’ αφήσουν ποτέ πια να ξαναβγώ απ’ το σπίτι».
Ο Εγκούτσι, που μόλις είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο και είχε πιάσει δουλειά δεν είχε τα μέσα για να ζήσει στο Κιότο και ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να γυρίσουν στο Τόκιο, εκτός αν αυτός και η κοπέλα αυτοκτονούσαν μαζί. Όμως εκείνα τα μικρά ουράνια τόξα του έφεραν στο νου την καθαριότητα των απόκρυφων μερών του κορμιού της κοπέλας και η θύμησή τους δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Τα είχε πρωτοδεί σ’ ένα πανδοχείο κοντά στο ποτάμι στην Καναζάβα. Ήταν μια νύχτα που χιόνιζε. Τόσο τον είχε εντυπωσιάσει η καθαριότητά τους, που αισθάνθηκε την ανάσα του να κόβεται και δάκρυα ν’ αναβλύζουν από τα μάτια του. Δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια καθαριότητα σε γυναίκα, σε όλες τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Και είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι τότε είχε κατανοήσει πλήρως την έννοια της καθαριότητας, ότι η καθαριότητα τω απόκρυφων μερών της ήταν η προσωπική περιουσία της κοπέλας. Προσπάθησε να διώξει την ιδέα γελώντας, είχε γίνει όμως ένα γεγονός μέσα στη συνεχή ροή της επιθυμίας κι ήταν τόσο έντονη η ανάμνησή του, που ο γερο-Εγκούτσι δεν μπορούσε να τη διώξει. Ένα άτομο σταλμένο από την οικογένειά της την πήρε πίσω και γρήγορα παντρεύτηκε.
Όταν συναντήθηκαν κατά τύχη στη λίμνη Σινομπάζου, η κοπέλα κουβάλαγε ένα μωρό δεμένο στην πλάτη της. Το μωρό φορούσε ένα λευκό μάλλινο σκουφάκι. Ίσως η άσπρη πεταλούδα που χόρευε μπρος στα μάτια του απόψε να προερχόταν απ’ αυτή τη θύμηση. Όταν είχαν συναντηθεί κοντά στη λίμνη το μόνο που σκέφτηκε να τη ρωτήσει ο Εγκούτσι ήταν αν ήταν ευτυχισμένη.
«Ναι», είχε απαντήσει εκείνη βιαστικά. «Είμαι ευτυχισμένη». Ίσως να μην υπήρχε άλλη απάντηση.
«Και γιατί περπατάς εδώ μόνη σου μ’ ένα μωρό στην πλάτη;»
Ήταν μια παράξενη ερώτηση. Η κοπέλα δεν απάντησε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Είναι αγόρι ή κορίτσι;»
«Είναι κορίτσι. Αλήθεια δεν φαίνεται όταν το κοιτάζεις;»
«Είναι δικό μου παιδί;»
«Όχι, δεν είναι!» Η κοπέλα έγνεψε αρνητικά. Θυμωμένη «Δεν είναι!»
«Α! Αν είναι όμως, δεν χρειάζεται να μου το πεις τώρα. Μπορείς να μου το πεις όταν το αισθανθείς. Ίσως και μετά από χρόνια».
«Δεν είναι δικό σου! Αλήθεια σου λέω. Δεν έχω ξεχάσει ότι σε αγάπησα κάποτε, μη φαντάζεσαι όμως τέτοια πράγματα. Το μόνο που θα κάνεις είναι να της δημιουργήσεις προβλήματα».
«Έτσι λοιπόν;» Ο Εγκούτσι δεν έκανε καμία ιδιαίτερη προσπάθεια να δει το πρόσωπο του μωρού,
Όταν όμως η κοπέλα απομακρύνθηκε συνέχιζε να την κοιτάζει. Εκείνη είχε γυρίσει να κοιτάξει πίσω της όταν είχε απομακρυνθεί αρκετά. Όταν είδε ότι αυτός την παρακολουθούσε ακόμα τάχυνε το βήμα της. Μετά απ’ αυτό δεν την ξαναείδε ποτέ. Περίπου δέκα χρόνια πριν έμαθε ότι είχε πεθάνει. Ο Εγκούτσι ήταν τώρα εξήντα εφτά ετών και είχε χάσει πολλούς από τους συγγενείς και φίλους του, όμως η ανάμνηση αυτής της κοπέλας ήταν πάντοτε καθαρή και ζωντανή. Ίσως να μην υπήρχε κανένας άλλος στον κόσμο που να είχε γνωρίσει εκείνη την ασύγκριτη καθαρότητα, και μετά το θάνατό του, που δεν ήταν πια πολύ μακριά, θα χανόταν τελείως. Αν και γεμάτη ντροπή, αυτή τον είχε αφήσει να κοιτάξει όσο ήθελε! Ίσως έτσι να είναι όλα τα νεαρά κορίτσια. Αναμφίβολα όμως εκείνη όμως δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτή την καθαριότητα. Δεν μπορούσε να τη δει. […]
Ο γέρο-Εγκούτσι δεν αισθανόταν να νυστάζει καθόλου και οι πιθανότητες να κοιμηθεί ήταν λίγες. Δεν ήθελε να θυμάται άλλες γυναίκες εκτός από την κοπέλα που κοίταζε τα ουράνια τόξα. Ούτε ήθελε ν’ αγγίξει ή να δει γυμνή την κοιμισμένη κοπέλα.