Το μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι Η Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω φαίνεται να ανακαλεί το βίωμα μίας άλλης εποχής, όταν το έργο τέχνης ήταν συνυφασμένο με την παροντική, ανεπανάληπτη παρουσία του, και η ουσία της αυθεντικότητάς του το ενέτασσε στην τελετουργική παράδοση του ιερού. Ο υλικός του χαρακτήρας συναιρούνταν με την αίγλη του, τη σαγήνη, τη μαγεία, συνιστούσε βίωμα καθαρτικό και λυτρωτικό. Τα κεφάλαια του μυθιστορήματος αφηγούνται το βίωμα της τέχνης, του Ωραίου, τόσο από την πλευρά του καλλιτέχνη όσο και του θεατή, ο οποίος βιώνει την ανεπανάληπτη μοναδικότητα που του χαρίζει η υποκειμενική του πρόσληψη. Οι ιστορίες διασχίζουν κάθετα και οριζόντια τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον διεμβολίζουν χρονικά και γεωγραφικά, αποκαλύπτοντας τον υπερτοπικό και διαχρονικό χαρακτήρα της τέχνης, τη βαθύτατα υποστασιακή του διάσταση.
Lenke Szilágyi
Ο Λάζλο Κρασναχορκάι.
Από το Κιότο η αφήγηση ταξιδεύει στη Βενετία, στο Παρίσι, στην Αθήνα, στη Γρανάδα, στη Γενεύη, καταποντίζεται στον αρχαίο περσικό πολιτισμό, στην Αναγέννηση, στον ιαπωνικό 15ο αιώνα, στις αρχές του 20ού, στη σημερινή εποχή. Εκτός από ελάχιστες αφηγήσεις, οι περισσότερες διατηρούν μια φαινομενική αυτονομία, ωστόσο η φαινομενικότητα αυτή μάλλον αντικατοπτρίζει, αν δεν εσοπτρίζει, την ίδια τη σχέση της τέχνης με τον κόσμο, αυτό το εσωτερικό, αινιγματικό νήμα που τους συνδέει, νήμα που το ανθρώπινο υποκείμενο δυσκολεύεται να αντιληφθεί εάν το κατασκευάζει το ίδιο ή είναι εξαρχής μπλεγμένο, έχοντας την αυταπάτη των δικών του προσωπικών δημιουργικών πρωτοβουλιών.
Το αινιγματικό, γριφώδες της τέχνης αναδεικνύεται και στα περιεχόμενα του μυθιστορήματος. Η αρίθμηση των κεφαλαίων του ακολουθεί τη μέθοδο Φιμπονάτσι. Ξεκινώντας από τον αριθμό 1, κάθε επόμενος αριθμός είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων, καταλήγοντας το τελευταίο κεφάλαιο να αριθμείται ως 2584. Κλείσιμο ματιού προς τον αναγνώστη πως τα φαινομενικά αυτόνομα κεφάλαια που προηγήθηκαν διαθέτουν υπόγειες διακλαδώσεις αρτιώνοντας μια περίτεχνη ολότητα.
Στην Ακρόπολη
Το κεφάλαιο αριθμός 8 φέρει τον τίτλο «Στην Ακρόπολη». Καταλαμβάνει τις σελίδες 146-165 και αφηγείται την πρώτη επίσκεψη ενός ούγγρου τουρίστα στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στην Ακρόπολη. Κατακαλόκαιρο. Η αρχή του κεφαλαίου ξεκινά με την άμεση απόδοση του σκηνικού στο χώρο του αεροδρομίου. Η δυναμική του σκηνικού καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δράση, διαμορφώνει τα γεγονότα, εν μέρει λειτουργεί ως μυθιστορηματικός ήρωας. Θα το χαρακτήριζε κανείς ίσως και παλιομοδίτικο, αφού αυτό είναι που υποβάλλει τη δημιουργία των συναισθημάτων μάλλον παρά καθαυτή η δράση του ήρωα. Καθοριστική είναι και η κυριαρχία του μετατιθέμενου λόγου, η συναίρεση του λόγου του ήρωα με το λόγο του αφηγητή, με τη συνείδηση του δεύτερου που εκφράζεται μέσα από το λόγο του, να έχει μια μικρή υπεροχή έναντι της συνείδησης του ήρωα στην αποτύπωση των ψυχικών του διακυμάνσεων.
Η πρώτη εμπειρία του ανώνυμου Ούγγρου με το που αποβιβάζεται από το αεροπλάνο στο Ελευθέριος Βενιζέλος σχετίζεται με την προσωρινή απώλεια της βαλίτσας του. Έπειτα υπομένει τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των ταξιτζήδων να επιβιβαστεί στο ταξί τους, αποδεχόμενος εντέλει την αναπότρεπτη μοίρα του. Η ανυπόφορη ζέστη δεν τον εμποδίζει να καταλάβει ότι ο ταξιτζής ακολουθεί διαφορετική διαδρομή από αυτή που του είχαν υποδείξει γραπτώς με email οι γηγενείς φίλοι του (που ποτέ δεν εμφανίστηκαν να τον παραλάβουν) και βέβαια το ταξίμετρο να γράψει μια υπερδιογκωμένη τιμή. Φτάνοντας στο Σύνταγμα τσακώνεται για την τιμή με τον ταξιτζή και αντιδρά καχύποπτα, επιθετικά, σε παρέα νεαρών Νεοελλήνων που προσπαθεί να τον ηρεμήσει, προτείνοντάς του να πιει ένα ποτό μαζί τους. Αδαής και ανυποψίαστος του ελληνικού κυκλοφοριακού χάους προσπαθεί να ξεφύγει και από αυτούς με κίνδυνο της ζωής του. Διαπιστώνει ότι οι διαβάσεις των πεζών, οι φωτεινοί σηματοδότες έχουν μάλλον διαφορετική λειτουργία από τη χώρα του. Επιστρέφει εντέλει στην παρέα των νεαρών που, ως εάν να βρίσκονται στη χώρα των Λωτοφάγων, με γαλήνια απάθεια απολαμβάνουν τη ζωή τους στα τραπεζάκια του εστιατορίου. Τους αποκαλύπτει ότι έρχεται πρώτη φορά στην Αθήνα μπουχτισμένος από τον εαυτό του και τον κόσμο, και η άφιξή του εκεί ήταν ένα είδους αποχαιρετισμού, μόνο που δεν ήξερε τι πράγμα ακριβώς θα αποχαιρετούσε στην Αθήνα.
Έως εδώ θα μπορούσε να διαβάσει κανείς την αφήγηση της περιπέτειας και της περιγραφής του σκηνικού ως συνεκδοχή της νεοελληνικής πραγματικότητας της οποίας έχουμε όλοι μας άμεση εμπειρία. Όμως σίγουρα αυτό δεν είναι αρκετό για το συγγραφέα. Για έναν τέτοιο συγγραφέα.
Η νεαροπαρέα, νέοι λίγο πάνω των τριάντα και επαρκέστατοι γνώστες των αγγλικών, του εξομολογούνται ότι κάθονται εκεί από την προηγούμενη νύχτα, πίνουν με το πάσο τους μπίρα και χαζεύουν μέχρι να τελειώσουν τα χρήματά τους. Ένας της παρέας ονομάζεται Άδωνης και ένας άλλος Γιώργος (συνειρμική παραπομπή σε δύο πολιτισμούς που συνυπάρχουν παρ’ όλες τις διαφορές τους), αδυνατούν να καταλάβουν τι ψάχνει στην Αθήνα, γι’ αυτούς η Αθήνα είναι μια μεγάλη, βρωμερή κουράδα, και ενώ νιώθει ότι θα περνούσε καλά μαζί τους άρχισε να χτυπάει μέσα του ένα αλάρμ, να τον προειδοποιεί για την επικινδυνότητα της ραστώνης, το ενδεχόμενο όλα να εξελιχθούν διαφορετικά απ’ ό,τι επιθυμούσε. Έτσι, παρότι διαπιστώνει το παράλογο πιλαλητό των αυτοκινήτων, νιώθει την εξουθένωση της ζέστης και τη δυσφορία της βρώμας, σηκώνεται και ξεκινάει για την Ακρόπολη. Αφήνει πίσω μόνο τη βαλίτσα του, σε ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά που το διατηρούσε φίλος της παρέας. Για να προετοιμαστεί καλύτερα για τη διαδρομή, αγοράζει ένα σάντουιτς κι ένα κουτάκι κόλα, και τα δύο σε αλμυρές τιμές. Το αντίτιμο να φτάσει κανείς στο κέντρο της Αθήνας και να δει την Ακρόπολη είναι πάντα ακριβό.
Διασχίζει την Πλάκα μέσα στον καύσωνα παρηγορούμενος με την προσέγγιση του στόχου του. Με διαπραγματεύσεις ρίχνει στο μισό την τιμή του εισιτηρίου εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο και αρχίζει να ανεβαίνει διαπιστώνοντας ότι η Ακρόπολη είναι χτισμένη πάνω σε έναν ασβεστολιθικό βράχο ο οποίος, σε συνδυασμό με το εκτυφλωτικό του ήλιου, του τυφλώνει τα μάτια. Απροετοίμαστος, χωρίς γυαλιά, αφού με γυαλιά ηλίου η Ακρόπολη δεν είχε καμία σχέση με την Ακρόπολη, ήθελε να εκπληρώσει το μεγαλύτερο παιδικό του όνειρο, να δει το μνημείο στις πραγματικές του διαστάσεις, αναζητά οποιαδήποτε σκιά η οποία θα τον ανακούφιζε, θα επανέφερε τη διαύγεια της όρασής του. Δεν τη βρίσκει πουθενά και η περιήγησή του καταλήγει αληθινό μαρτύριο. Οι μόνοι άλλοι επισκέπτες που βρίσκονται εκεί είναι ένα ζευγάρι μεσόκοποι γερμανοί τουρίστες οι οποίοι, σε αντίθεση μ’ εκείνον, έχουν ανεβεί απόλυτα προετοιμασμένοι. Καπέλα με γείσο, φαρδιά γυαλιά, μεταλλικό νερό η θέα του οποίου κάνει τη δική του δίψα ακόμα εντονότερη. Η ελάχιστη, πρόσκαιρη σκιά που βρίσκει σε μια κακορίζικη ξεραμένη ελιά τον υποχρεώνει να γυρίσει την πλάτη του προς την Ακρόπολη, να συνειδητοποιήσει ότι έφτασε ώς εκεί εκπληρώνοντας ένα παιδικό όνειρο και ότι όχι μόνο δεν θα αντιληφθεί τις πραγματικές διαστάσεις του μνημείου, αλλά ούτε και θα το δει ποτέ, ακόμη και κυριολεκτικά. Ήταν μια μορφή παραλογισμού αφού πλέον το μόνο που επιθυμεί είναι να φύγει, να γλιτώσει από το μαρτύριο.
Στη συγκεκριμένη χωροχρονική ενότητα, ο συγγραφέας αποφεύγει να προσδώσει στο σκηνικό συμβολικό χαρακτήρα, όπως ίσως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις με μνημεία του βεληνεκούς της Ακρόπολης. Βέβαια, υπάρχουν δύο στοιχεία που συνδέουν καλύτερα την εμπειρία της Ακρόπολης με το μυθολογικό παρελθόν της πόλης. Ο ήρωας δεν έχει νερό να πιεί, δεν έχει ούτε καν αλμυρό νερό να πιει, όπως αυτό που προσέφερε ο Ποσειδώνας στους κατοίκους της πόλης για να της δώσουν το όνομά του. Από την άλλη, και η μοναδική ελιά που βρίσκει, το δώρο της Αθηνάς προς τους κατοίκους, είναι ένα καταπονημένο, ξεραμένο δέντρο – ή μάλλον δείγμα δέντρου. Το όνειρο των παιδικών του χρόνων να συναντήσει την Ακρόπολη, να δει την Ακρόπολη, παραμένει ουσιαστικά ανεκπλήρωτο. Το μόνο που επιθυμεί είναι να φύγει από εκεί, να γλιτώσει από τη δεύτερη ψυχοφθόρα δοκιμασία που του επιφύλαξε η ημέρα.
Κάνοντας την αντίθετη διαδρομή, από το θέατρο του Διονύσου, παραπατώντας μέσα στον ανελέητο καύσωνα, μονολογεί δυνατά πως έχει γραμμένη και την Αθήνα αλλά και την Ακρόπολη και ανακαλύπτει ένα συμβολικό νόημα πίσω από την όλη του περιπέτεια. Δεν μπορούσε να δει ποτέ πραγματικά την Ακρόπολη, επειδή δεν είχε έρθει μόνο σε λάθος μέρα, αλλά επειδή είχε γεννηθεί και σε λάθος χρόνο. Πλέον δεν πρέπει να αντέξει μόνο την εξάντληση, την οδυνηρή του συνειδητοποίηση, αλλά και τις ματωμένες φτέρνες του από το χτύπημα των παπουτσιών του.
Ξανακαταλήγει στο Σύνταγμα, όπου η αποκατασταθείσα όρασή του αντιλαμβάνεται τους πρωινούς του γνωστούς στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Τον βλέπουν κι αυτοί, του κουνούν χαρούμενοι τα χέρια, νιώθει ανακουφισμένος. Συνειδητοποιεί πόσο ευτυχισμένοι ήταν με το να μην κάνουν τίποτα, να πίνουν τις μπίρες τους, να χαζεύουν την κίνηση, να μην θέλουν τίποτα, να είναι απλώς καλοί, αποδεχόμενοι με τη γαλήνια απάθειά τους την πόλη όπου ζουν. Ευτυχισμένος, λυτρωμένος, σκέφτεται τον καφέ που θα έπινε μαζί τους απολαμβάνοντας τη γλυκιά, παντοτινή μελαγχολία, τη γενική ιλαρότητα. Ξεκινά να διασχίσει τη διασταύρωση, χωρίς να δει το φορτηγό που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα στην εσωτερική λωρίδα του δρόμου.
Ο χρόνος της περιπέτειας
Το σκηνικό της πόλης, η σημασία της πόλης φαίνεται να βαραίνει στις πλάτες του ήρωα, να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές του. Η πόλη μοιράζεται, διχάζεται ξεκάθαρα σε δύο τόπους που τους ενώνει ο ίδιος χρόνος. Αφενός η σύγχρονη πόλη, η πόλη του κυκλοφοριακού χάους, της επιθετικότητας, της αρπακτικότητας, με τη νησίδα της νεαροπαρέας που χαλαρά, έχοντας επίγνωση της πραγματικότητας, κατασκευάζει έναν δικό της κόσμο για να προστατευτεί και να διασκεδάσει. Αφετέρου το σύμβολο της πόλης, το μνημείο της πόλης, το οποίο υφίσταται ως πρόσχημα για να κερδοσκοπήσουν οι κάτοικοί της. Ο ούγγρος επισκέπτης αναζητά τον δεύτερο τόπο, το μνημείο, αναζητά σε αυτό κάτι που το αγνοεί, μα τον καλεί. Θέλει να το δει αδιαμεσολάβητο, δεν φορά γυαλιά, μα το φως του ήλιου αντί να αποκαλύπτει τυφλώνει. Φεύγει χωρίς να γνωρίζει τις πραγματικές διαστάσεις του μνημείου όπως επιθυμούσε, φεύγει χωρίς να το δει, μα αυτό που συνειδητοποιεί είναι το απέλπιδο της φιλοδοξίας του. Είχε γεννηθεί σε λάθος χρόνο και δεν υπήρχε τίποτα να γεφυρώσει το χρονικό χάσμα. Η ίδια του η πράξη ανεξαρτητοποιείται από την εμπρόθετη βούλησή του και ουσιαστικά επιστρέφει σε εκείνον αποκαλύπτοντας οδυνηρά ετεροχρονισμένα την αυθεντική της σημασία και τη δική του ταυτότητα. Δεν είναι το δρων πρόσωπο που καθορίζει το νόημα της πράξης του, αλλά η πράξη που τον προσδιορίζει υποχρεώνοντάς τον να υποταχθεί στην ουσιακή της βαρύτητα.
Ο χρόνος της αφήγησης καλύπτει μία ημέρα. Εκτός των υπαινικτικών μυθολογικών στοιχείων της πόλης, υφίστανται και άλλοι υπαινιγμοί που αναδεικνύουν ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της πόλης: τη γέννηση σε αυτή της αρχαίας τραγωδίας. Στην τραγωδία, ο ήρωας βρίσκεται συνήθως ανάμεσα σε δύο κόσμους. Έναν κόσμο που έρχεται και έναν κόσμο που φεύγει, με τις αξίες και των δύο να συνυπάρχουν και να συγκρούονται. Εδώ, ο ούγγρος επισκέπτης έρχεται αντιμέτωπος με τη σύγχρονη πόλη και με το αρχαίο μνημείο της και, σε ένα ευρύτερο πεδίο, με τους δύο κόσμους που αυτά μορφοποιούν και την ασυμφιλίωτη συμπλοκή τους. Εκτός του μονοήμερου της αφήγησης, το θέμα της τυφλότητας του ήρωα καλύπτει ολόκληρο το απόσπασμα της επίσκεψης στην Ακρόπολη, ενώ φεύγοντας από αυτή ματώνουν τα πόδια του. Ύβρι συνιστά η αδιαπραγμάτευτη βούλησή του να επισκεφτεί το μνημείο μία ημέρα που εξαιτίας της ηλιοφάνειας και της ζέστης δεν τολμά κανείς άλλος εκτός από ένα ζευγάρι προετοιμασμένων Γερμανών (υπαινιγμός μήπως της ανακάλυψης της αρχαιότητας από τη νεότερη γερμανική κουλτούρα;), με την άτη να επέρχεται κυριολεκτικά και μεταφορικά από την τύφλωση του ήλιου και την υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του. Το τρίπτυχο ολοκληρώνεται με την τίση στη διασταύρωση του Συντάγματος, την παρόρμησή του να τη διασχίσει παραβλέποντας τις επαναληπτικές προειδοποιήσεις.
Έχουμε λοιπόν τη ματαίωση ενός στόχου, του στόχου να δει ο πρωταγωνιστής την Ακρόπολη, που καταλήγει μέχρι τη ματαίωση της ίδιας του της ζωής. Υφίσταται μια έντονη παραφωνία που αποκτά τα χαρακτηριστικά της ρήξης ανάμεσα στον ήρωα και το περιβάλλον, στο οποίο καταφτάνει για να πραγματοποιήσει αφενός το παιδικό του όνειρο, αφετέρου να λυτρωθεί από τον μπουχτισμένο εαυτό του. Ο ήρωας, δέσμιος του χώρου και του χρόνου, με περιορισμένο το οπτικό του πεδίο, προβαίνει σε μια πράξη που παράγει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε με κατάληξη την καταστροφή του.
Κάθαρση
Σε όλη τη διάρκεια της μονοήμερης περιπέτειας αφθονούν οι προειδοποιήσεις για το επικείμενο τέλος τις οποίες ο ήρωας δεν αντιλαμβάνεται. Λέξεις όπως: επίθεση, πολεμούσε, πτώμα, κυκλοφοριακό χάος, διακινδύνεψε τη ζωή του, παραλίγο να τον χτυπήσει, πέρασε δίπλα του με θόρυβο ένα φορτηγό, και πλήθος άλλων από τις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου, προϊδεάζουν για το τέλος που θα επέλθει, μα ίσως ο αναγνώστης και γνώστης της πόλης να τις προσπερνά επιπόλαια γιατί συνιστούν μέρος της καθημερινότητάς του και μόνο όταν επέλθει το μοιραίο επικαλείται ένα άδηλο και ανεξιχνίαστο πεπρωμένο από το οποίο αδυνατεί να διαφύγει. Από αυτό δεν διαφεύγει ο ήρωας χωρίς να φέρει καμία ευθύνη, εκτός ίσως του ότι δεν διάβασε καλά τα σημάδια όπως δεν τα διαβάζει προφανώς και κανένας από εμάς στη συγκεκριμένη συνθήκη. Έχει λοιπόν τη μοίρα που υποψιαζόμαστε, αν και, ομολογουμένως, δεν την αξίζει. Δεν είναι υπεύθυνος για την πράξη του να επισκεφτεί την Ακρόπολη αντί να παραμείνει με την παρέα των ηδονιστών νεαρών, καθώς δεν έχει να επιλέξει ανάμεσα στο καλό και στο κακό, αλλά οιστρηλατείται από την παρόρμηση του ονείρου των παιδικών του χρόνων (τι πιο αθώο;), αλλά και από το αβίωτο του παρόντος βίου του. Στην αρχαία τραγωδία η συγκεκριμένη ανελευθερία του ήρωα υποκινείται από το θείο, από την επενέργεια κάποιου θεού που, αυθαίρετα και ενίοτε χαιρέκακα, απολαμβάνει την πτώση του ήρωα χαρίζοντάς του την ψευδαίσθηση της ατομικής επιλογής για να τον ποντίσει ταχύτερα και βαθύτερα στο χάος της αταξίας και του ολέθρου.
Δύο εκδοχές του ιερού
Προειπώθηκε, στην αρχή αυτού του κειμένου, πως το συγκεκριμένο κεφάλαιο αποτελεί μέρος ενός οργανικού, μυθιστορηματικού συνόλου που πραγματεύεται το βίωμα της τέχνης ως βίωμα μοναδικό, αναντικατάστατο, ιερό. Σε πολλά από τα κεφάλαια, τα έργα τέχνης είναι άμεσα συνδεδεμένα με κάποια θεότητα, αποκαλύπτουν τη θεότητα, αφηγούνται την λατρευτικά βιωματική σχέση που έχουν μαζί της τα ατομικά υποκείμενα. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο δεν συνιστά εξαίρεση. Ο Ούγγρος ήρωας καταφτάνει από την κεντρική Ευρώπη για να δει ένα μνημείο το οποίο κάποτε ήταν τόπος λατρείας μιας θεάς, της πολιούχου της πόλης. Πλέον, έχει απωλέσει τον συμβατικό χαρακτήρα ενός θρησκευτικού τόπου λατρείας και έχει επαναξιολογηθεί και νοηματοδοτηθεί ως μνημείο ενός πολιτισμού οικουμενικής διάστασης. Ο ήρωας αναζητά σε αυτό την επανεκτίμηση του βίου του, τη λύτρωσή του. Είναι μνημείο μοναδικό, αναντικατάστατο, ιερό. Ωστόσο, δεν το βλέπει ποτέ. Και συνειδητοποιεί ότι δεν βλέπει όχι μόνο εξαιτίας του φωτός και της οδυνηρής του αντανάκλασης πάνω στο ασβεστολιθικό πέτρωμα όπου είναι χτισμένο, αλλά γιατί το πρωταρχικό του νόημα, η ιερότητα του μνημείο, παραμένει ξένο προς τη δική του συγκεκριμένη χρονική ύπαρξη. Ανάμεσα στο μνημείο και σε εκείνον υφίσταται μία ασυμφιλίωτη ρήξη, και η μόνη παρηγοριά, η τραγική χαρά που μπορεί να αντλήσει είναι η συνειδητοποίηση της ρήξης. Δεν βιώνει τίποτα. Ούτε το βίωμα του ιερού, ούτε το βίωμα της τέχνης. Πόσο μάλλον τον συγκερασμό τους, όπως συμβαίνει με ήρωες άλλων κεφαλαίων του μυθιστορήματος. Δεν φέρει την ευθύνη γι’ αυτό, μα η άγνοιά του, η παιδική του αφέλεια και η ενήλικη επιπολαιότητά του να το γνωρίσει βλέποντας από κοντά τις πραγματικές του διαστάσεις δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη.
Σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, η εφεύρεση της φωτογραφίας, η τεχνική αναπαραγωγή του έργου τέχνης ακύρωσε την παροντική, υλική του διάσταση, του αφαίρεσε την αίγλη, τη μαγεία, την ιερότητά του, τον μοναδικό, ανεπανάληπτο χαρακτήρα του. Το έργο τέχνης αναπαράγεται μαζικά και, σταδιακά, το ομοειδές αντικαθιστά τη μοναδικότητα του πρωτοτύπου. Εκκοσμικευμένο, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το ανθρώπινο υποκείμενο και μετατρέπεται σε αντιληπτική μαθητεία. Μορφοποιείται σε εμπειρικό συμβάν που δύναται να αναπαραχθεί μαζικά. Η ανάπτυξη της επιστήμης απομάγευσε τον κόσμο και η έμπρακτη εφαρμογή της, η τεχνολογία (και τα επιτεύγματά της), συνιστά μια καινούργια πραγματικότητα που ήρθε να αντικαταστήσει τη θρησκευτική σύλληψη του κόσμου. Για πολλούς, η τεχνολογία συνιστά τη σύγχρονη θρησκευτική εμπειρία, την ελπίδα για την επίλυση καθημερινών αλλά και οριακών, έσχατων αγωνιών του ανθρώπου. Ο ήρωάς μας, ενώ η νέα τεχνική πραγματικότητα τον προειδοποιεί επανειλημμένως για τη δύναμή της, την περιφρονεί. Παραμένει τυφλά στοχοπροσηλωμένος στο να επισκεφτεί την Ακρόπολη, αναζητώντας σε αυτή το νόημα, την αξία ενός κόσμου που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ενός κόσμου που έχει αντικατασταθεί με βιαιότητα από έναν άλλο κόσμο. Κανείς δεν θα μπορούσε να βρει τα πιο έκτυπα σημάδια αυτής της αλλαγής οπουδήποτε αλλού πλην της πόλης που δημιούργησε την τραγωδία. Πολλαπλά τυφλός ως τραγικός ήρωας, ενώ διαπιστώνει την τύφλωσή του στον ασβεστολιθικό βράχο του αρχαίου ναού, αδυνατεί να θεραπευτεί ουσιαστικά μετακινούμενος στη σύγχρονη πόλη. Βλέπει την ηδονιστική παρέα να του γνέφει να κινηθεί προς το μέρος της, δεν βλέπει όμως το σημαντικότερο, ένα από τα σύμβολα του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, το βαρύ τετράτροχο που διασχίζει με μεγάλη ταχύτητα την εσωτερική λωρίδα του δρόμου.
Διαβάστε ακόμα:
Κείμενα για παλαιότερα βιβλία του Λάσλο Κρασναχορκάι
*Κυριάκος Αθανασιάδης: Για άλλη μια φορά, είναι το τέλος
(Πόλεμος και πόλεμος, τχ. 56, Ιούνιος 2015)
*Γιώργος Ξενάριος: Ένα μετακαταστροφικό μυθιστόρημα
(Η μελαγχολία της αντίστασης, τχ. 74, Φεβρουάριος 2017)
The Books’ Journal