Η Τελευταία έξοδος είναι ένα μυθιστόρημα δρόμου που συνολικά εξελίσσεται μέσα σε ένα βράδυ, τα χρόνια του μνημονίου: ένα βράδυ του χειμώνα που βρέχει συνέχεια και η απελπισία του ήρωα έχει χτυπήσει κόκκινο. Οι οικογενειακές σχέσεις έχουν γίνει οριακές, η δυσθυμία είναι γενική, οι εξωτερικές κοινωνικές συναναστροφές έχουν καταστραφεί. Ο ήρωας του μυθιστορήματος (η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μάς επιτρέπει να τον ταυτίσουμε με τον συγγραφέα) εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία και, με το αυτοκίνητό του, κατευθύνεται μόνος του προς τη Στυμφαλία. Πιστεύει ότι είναι η τελευταία του έξοδος, πράγμα που σημαίνει το προκλητό του τέλος. Μέσα στη μαύρη κατάσταση φαντάζει αν όχι απελευθερωτικό, τουλάχιστον μια επιθυμητή λύση για τα συσσωρευμένα προβλήματα. Το περιβάλλον του ταξιδιού είναι δυστοπικό, φωτιές και εκρήξεις σε εγκαταστάσεις, αστές ηλικιωμένες γυναίκες εκδίδονται στο δρόμο, Ρομά σε παράνομες δραστηριότητες, φόβος για άγριες ληστείες, Οι τοπικοί σταθμοί του ραδιοφώνου στα αρνητικά άκρα. Παράλληλα, βρέχει συνεχώς, λες και η φύση θέλει να ενισχύσει ή να υπογραμμίσει τη δυστοπία. Ο ήρωας συζητά σε όλο το ταξίδι με έναν υποτιθέμενο άλλο – ξετυλίγοντας την προσωπική του ζωή και τις κυνικές μεταμνημονιακές σκέψεις του.
Η Εξελικτική Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία του Μίλτου Λειβαδίτη είναι ένα επιστημονικό σύγγραμμα (απευθύνεται και στο γενικό κοινό), το οποίο συζητάει τα ζητήματα του τίτλου της υπό την οπτική της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις σύγχρονες σχετικές επιστημονικές προόδους. Συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα και καινοτόμο ματιά αν σκεφτεί κανείς ότι στη χώρα μας οι δαρβινικές σπουδές χωλαίνουν, ότι ούτε η Κλινική Ιατρική έχει εξεταστεί κάτω απ’ αυτό το πρίσμα. Το περιβάλλον το οποίο επηρεάζει την εξαιρετικά μακρόχρονη εξελικτική προσαρμογή ενός όντος, και ιδιαίτερα του ανθρώπου, είναι κρίσιμης σημασίας για την Εξελικτική Οντολογία και, κατά συνέπεια, για τη Νόηση και την Ψυχολογία. Στο βιβλίο του, ο Λειβαδίτης αναφέρεται επανειλημμένα σ’ αυτή τη σχέση περιβάλλοντος - νόησης, και ψυχολογίας δηλαδή, με την πρόσληψη του κόσμου από το ον, δίνοντας στον αναγνώστη τις απαραίτητες έννοιες και θεωρίες ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί την εξελικτική σχέση που μπορεί σε ακραίες περιπτώσεις να εμφανίζεται σήμερα ως ψυχοπαθολογία, ενώ παλιά ήταν άμυνα σε επικίνδυνες καταστάσεις. Για το λόγο αυτό αναφέρεται ειδικά σε πολλές περιπτώσεις που σήμερα μπορεί να αποτελούν ψυχικά νοσήματα. Το τελευταίο κομμάτι των αποσπασμάτων που έχουν επιλεγεί αφορά την ψυχοπαθολογική κατάσταση που ονομάζεται Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή.
Διαβάζοντας λοιπόν τα δύο βιβλία παράλληλα, καθώς το μυθιστόρημα με αποσπούσε από το βάρος του επιστημονικού συγγράμματος, ω! του θαύματος, έπεσα σε μια περικοπή του πρώτου που λες και ήταν παράδειγμα ή σχόλιο του δεύτερου.
Σκέφτηκα να μεταφέρω αυτή τη συγγένεια δύο τόσο ετερογενών βιβλίων:
Η περικοπή από το βιβλίο του Μοδινού:
«Πρέπει να επρόκειτο για κάποιο γάμο, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τι γυρεύαμε τα παιδιά τέτοια ώρα σ’ αυτό το Καραμπουρνάκι. Δίπλα στη φασαρία και τα πιάτα που έσπαγαν και τις υπέροχες κυρίες με τις γυμνές πλάτες, τα φουρό, τις πούλιες και τα ολόλευκα μπούστα, και τα γκαρσόνια με τους υπερφορτωμένους δίσκους και την απαραίτητη διάχυτη ελαφρά ψαρίλα, αιωρείτο κάτι σαν παχύρευστος τρόμος κι εγώ ήξερα καλά τι ήταν, γιατί είχα ακούσει τις κουβέντες των μεγάλων –ο Δράκος του Σέιχ Σου, ο μεγάλος τρόμος της Θεσσαλονίκης εκείνα τα χρόνια, μέχρι να αντικατασταθεί από άλλους τρόμους περισσότερο, θα τους ονομάζαμε σήμερα, θεσμικού τύπου– ο οποίος βέβαια δεν είχε καμιά επίπτωση στην ζωή μου, πέραν εκείνων των παιδικών φοβιών που μπορεί να πάρουν διαστάσεις κάποια χειμωνιάτικη νύχτα, όταν ας πούμε λείπουν οι μεγάλοι και ο άνεμος λυσσομανάει έξω από τα στόρια, ή ακόμα κάποιο ανοιξιάτικο βράδυ με τα παράθυρα ανοιχτά και τις κουρτίνες φουσκωμένες, όταν οι σκιές γίνονται δημιουργικές και τα φαντάσματα βγαίνουν παγανιά. Και κάτι τέτοια μπορεί εντέλει να διαμορφώσουν κάποια κομμάτια του χαρακτήρα σου, όπως ας πούμε την ανάγκη να μη μένεις μόνος το βράδυ, να έχεις πάντα μια Ηρώ δίπλα σου για να σου κρατάει το χέρι και να διώχνει χωρίς καν να το ξέρει τους περισσότερους φόβους της ανθρώπινης φυλής, τους φόβους εκείνους που μοιάζουν να κατοικούν στον γενετικό μας κώδικα από τις απαρχές της εξέλιξης του είδους μας από τους αρχαίους σκοτεινούς αιώνες, όταν κάθε θόρυβος, κάθε σύρσιμο και ουρλιαχτό του δάσους ή και της ανοιχτής σαβάνας μπορεί να μη σήμαινε τίποτα λιγότερο από την επίσκεψη του θανάτου με τη μορφή της τίγρης ή του φακόχοιρου».
Οι περικοπές από το βιβλίο του Λειβαδίτη:
«Στην εξελικτική βιολογία ο όρος “προσαρμογή” (adaptation), αναφέρεται σε κάθε διαδικασία που αυξάνει την αρμοστότητα ενός οργανισμού ή ενός είδους, καθώς και στο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, ενώ προσαρμοστικά αποκαλούνται τα χαρακτηριστικά που προκύπτουν μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας. […]
Το περιβάλλον ασκεί κυρίαρχη επίδραση στην προσαρμογή. Κάθε προσαρμοστικό γνώρισμα επελέγη στο πλαίσιο ενός ευνοϊκού γι’ αυτό περιβάλλοντος που ονομάζεται Περιβάλλον της Εξελικτικής Προσαρμογής (ΠΕΠ, Environment of Evolutionary Adaptation) γι’ αυτό το γνώρισμα. Π.χ. συνήθως ως ΠΕΠ του εγκεφάλου, αλλά και σημαντικού μέρους της κοινωνικής συμπεριφοράς του γένους Homo θεωρείται η Πλειστόκαινος. Αν το περιβάλλον αλλάξει, τότε ένα προσαρμοστικό γνώρισμα μπορεί να καταστεί δυσπροσαρμοστικό. Ενίοτε η προσαρμογή προκύπτει εξαιτίας του ότι περιβαλλοντικές μεταβολές καθιστούν προσαρμοστικό ένα γνώρισμα που προηγουμένως δεν προσέφερε ένα διαφορετικό πλεονέκτημα. Π.χ. οστικά τόξα των βραγχίων των παλαιότερων ιχθύων, στα θηλαστικά μετεξελίχθηκαν σε ωτικά οστάρια απαραίτητα για την ακοή. Η προσαρμογή είναι συνήθως σταδιακή και μακροχρόνια. Συχνά απαιτεί μακρά διαβίωση (π.χ. εκατομμύρια έτη) ενός είδους σ’ ένα περιβάλλον. […]
Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή χαρακτηρίζεται από τη χρόνια παρουσία έντονου άγχους (υπέρμετρες ανησυχίες για μελλοντικούς κινδύνους που κατακλύζουν συνεχώς τη σκέψη σε συνδυασμό με διέγερση, ευερεθιστότητα ή παραίτηση) και σωματικών αντιδράσεων στρες (όπως τρόμος των άκρων, ταχυπαλμία, δύσπνοια, γαστρεντερικά συμπτώματα, αϋπνία, εύκολη κόπωση). Υπάρχει υπερλειτουργία των κινήτρων αναστολής - αναζήτησης ασφάλειας και υπολειτουργία του κινήτρου προσέγγισης. Ανήκει στο φάσμα διαταραχών άμυνας. […]
Το λελογισμένο και συμβατό με τις περιστάσεις χρόνιο άγχος συνιστά ένα προσαρμοστικό γνώρισμα χρήσιμο για την έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών κινδύνων. Ιδίως αυτό ισχύει για περιβάλλοντα λίαν επικίνδυνα και μη προβλέψιμα, όπως το Περιβάλλον Εξελικτικής Προσαρμογής, ή οι προβληματικές σχέσεις πρόσδεσης με σημαντικά άτομα. Με βάση τα ανωτέρω η Γενική Αγχώδης Διαταραχή, ιδίως στις σχετικά ασφαλείς κοινωνίες, μπορεί να συνιστά μία ακραία διαστασιακή έκφραση ενός κατά βάση προσαρμοστικού μηχανισμού».