Σύνδεση συνδρομητών

Η Πηνελόπη μίλησε

Δευτέρα, 16 Οκτωβρίου 2023 14:41
David Ligare, Πηνελόπη (1980), λάδι σε καμβά, 102x122 εκ., Crocket Art Museum, Σακραμέντο, Καλιφόρνια.
Crocket Art Museum
David Ligare, Πηνελόπη (1980), λάδι σε καμβά, 102x122 εκ., Crocket Art Museum, Σακραμέντο, Καλιφόρνια.

Αγγέλα Καστρινάκη, Μίλα, Πηνελόπη! Λογοτεχνικές μεταμορφώσεις της μυθικής ηρωίδας στην Ελλάδα και τον Δυτικό κόσμο από τον 19ο αιώνα ώς τις μέρες μας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2023, 424 σελ.

Η νέα μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη εξετάζει ιστορικά και συγκριτικά τα πολλά πρόσωπα της ομώνυμης ηρωίδας στη νεοελληνική λογοτεχνία, πρωτότυπη και μεταφρασμένη, καθώς και στον κινηματογράφο, το θέατρο και το τραγούδι, κατ’ επιλογήν.

Η μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη, Μίλα, Πηνελόπη!, περιλαμβάνει πρόλογο, εισαγωγή, εννέα αριθμημένα κεφάλαια, επίλογο, έναν πολύτιμο βιβλιογραφικό οδηγό και τα χρήσιμα ευρετήρια ονομάτων και μυθικών/μυθοπλαστικών προσώπων.

Η εισαγωγή είναι ευσύνοπτη και διαιρείται σε τέσσερα μέρη. Αποφεύγει το παραμικρό ίχνος πλατειασμού ή παρενθετικής παρέκκλισης από το θέμα και τους στόχους, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τη γλώσσα, το περιεχόμενο και το ύφος, όχι μόνο της εισαγωγής αλλά όλης της μελέτης. Στις εισαγωγικές αυτές σελίδες η Καστρινάκη διευκρινίζει την (προ)οπτική εξέτασης του θέματός της που παρακολουθεί στο ιστορικό και συμβολικό επίπεδο την πορεία εξέλιξης των έμφυλων σχέσεων, των νοοτροπιών συμβίωσης και την προβληματικοποίηση και/ή αναθεώρηση κοινωνικών θεσμών, πρακτικών και ιδεών όπως ο γάμος, το διαζύγιο, η μοιχεία κ.ά. Επίσης, παρουσιάζει μια συνοπτική, υπαινικτική σχεδόν, ιστορική επισκόπηση από την ομηρική θέσμιση του προσώπου και των συμβόλων του ώς τις πολύ σύγχρονές μας εκβολές αυτής της ανοιχτής και εξελισσόμενης περιπέτειας τον 21ο αιώνα. Η εισαγωγή καταλήγει σε επίσκεψη των κατά καιρούς επιθέτων που προσδιόρισαν τα πρόσωπα της Πηνελόπης στα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας και τις ενδογλωσσικές μεταφραστικές τους αποδόσεις.

Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Από την απουσία στην παρουσία» αναφέρεται στη σταδιακή ανάδυση της Πηνελόπης από την αφάνεια με την οποία αποσιωπήθηκε από ένα ευρύ χρονολογικά φάσμα συγγραφέων (Αριστοτέλης, Μάρκος Αυγέρης, Δάντης, Τέννισον, Πάσκολι, Καβάφης)· στις καλύτερες περιπτώσεις, της παραχωρήθηκε μια σκιώδης νύξη πλάι στο ηρωικό μέγεθος του συζύγου της. Το σημείο καμπής για τη σταδιακή μεταστροφή που θα οδηγήσει στην πολλαπλή αναγνώριση του προσώπου της Πηνελόπης τοποθετείται στα μέσα του 19ου αιώνα με κρίσιμη την έκδοση της μελέτης Les femmes dHomère (1852) του F.-R. Cambouliu, που μεταφέρεται στα καθ’ ημάς από τη Μαρία Δήμητσα (Αι γυναίκες του Ομήρου, 1868). Άλλωστε, τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα αυτού, η σύζυγος του Οδυσσέα θα αποκτήσει και εκπαιδευτική χρήση και αξία (Κ. Σ. Ξανθόπουλος, Καλλιόπη Κεχαγιά, Σαπφώ Λεοντιάς). Για ευνόητους λόγους, η φωνή της Πηνελόπης αρχίζει να ακούγεται πρώτα από τη γυναικεία συγγραφική πένα (π.χ. Jemimah Makepiece Sturt) και ακολουθούν ανδρικές ποιητικές δημιουργίες, στο νεοελληνικό παράδειγμα, με ποιητές όπως ο Ιωάννης Πολέμης ή ο Κωστής Παλαμάς και οι αμφιλεγόμενες εικόνες της δικής του Πηνελόπης. Το πρόσωπο της Πηνελόπης αναδύεται συν τω χρόνω αλλά οι στερεοτυπικές αναγνώσεις του καλά κρατούν: πιστή και υπομονετική σύζυγος, πολύτιμη μητέρα παιδαγωγός, παράδειγμα ενάρετης ζωής, ένας υποδειγματικός «άγγελος σπιτιού». Το κεφάλαιο κλείνει με την επισήμανση μιας πρώτη αξιομνημόνευτης διάρρηξης της στερεοτυπικής παγίωσης: καθ’ οδόν προς τη μεσοπολεμική περίοδο, η Κλεαρέτη Δίπλα σε ένα πρώιμο ποίημά της αποτολμά να υιοθετήσει τις ανδρικές ιδιότητες του Οδυσσέα («Νέος Οδυσσεύς», 1911).

 

Μια χειραφετημένη γυναίκα

Από τα τέλη του 19ου αιώνα ξεκινά το δεύτερο κεφάλαιο με τον τίτλο «Το σκάνδαλο». Επικεντρώνεται στις νέες αναγνώσεις της Πηνελόπης, επεξεργασμένες αρχικά στο πεδίο της φιλολογικής επιστήμης σε μια συζήτηση που συνεξετάζει το ομηρικό έπος με τους μεταομηρικούς μύθους. Αλλαγές στα κοινωνικά ήθη στη βόρεια Αμερική και την Ευρώπη στα τέλη του αιώνα με σαφή ταξικό (μεγαλο-)αστικό προσδιορισμό που αναδεικνύουν την ερωτοτροπία και τις πρακτικές της σε μέρος της κοινωνικής και φιλικής επαφής των δύο φύλων, παρατηρεί η Καστρινάκη, συντονίζονται με την ανάδυση της Πηνελόπης μέσα από τις νέες αναγνώσεις που ενδυναμώνουν τις πικάντικες αναθεωρήσεις, εντείνουν τη θηλυκή πλευρά της και προτείνουν μια Πηνελόπη που φλερτάρει με το άλλο φύλο και τη ζωή. Η αναθεώρηση αυτή, σκανδαλιστική εξ ορισμού της, μπορεί να απαγκιστρώνει από την παρελθούσα στερεοτυπική ανάγνωση της ηρωίδας (Jules Lemaitre) αλλά περιέχει αρνητικές πλευρές (Samuel Butler, Gabriele D’ Annunzio). Στη συνέχεια του κεφαλαίου παρουσιάζονται άλλες σκανδαλώδεις εκδοχές της Πηνελόπης φιλοτεχνημένες από τον Πλάτωνα Ροδοκανάκη, τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Γεράρδο Χάουπτμαν. Όσο βαδίζουμε μέσα στον 20ό αιώνα, στις προπολεμικές του δεκαετίες, η Καστρινάκη εντοπίζει και ανασύρει από την αφάνεια ένα ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη («Μνηστήρες», 1914), πρώτο φανέρωμα μιας δυναμικής Πηνελόπης, προανάκρουσμα για τον μεσοπολεμικό άνεμο που θα σαρώσει τις έως τότε βεβαιότητες.

Στον Μεσοπόλεμο και τις αντιφάσεις που τον συγκροτούν εστιάζεται το επόμενο, τρίτο κεφάλαιο (με τίτλο «Ο Μεσοπόλεμος και οι αμφιθυμίες του»). Η γόνιμη μεσοπολεμική περίοδος, δυναμική, αμφίστομη στις επιλογές της, κάποτε αναποφάσιστη, επιβεβαιώνει το χαρακτήρα της και ως προς το θέμα της μελέτης και απλώνεται σε μεγάλη έκταση συγκριτικά με όσα κεφάλαια προηγήθηκαν. Ο μεσοπολεμικός βίος της Πηνελόπης θα εμπλουτιστεί με πολλά πρόσωπα. Ένα νοερό νήμα, αυτό της αρνητικής όψης της καζαντζακικής Πηνελόπης, μοιάζει να συνεχίζεται και να εντείνεται στον Οδυσσέα του Τζαίημς Τζόυς (1922), στο «Μυστικόν της Πηνελόπης» του Nicolas Ségur / Νικολάου Επισκοπόπουλου (1922), στην «Πηνελόπη» του Γεράσιμου Άννινου (1928) και στο «Τέλος του Οδυσσέα» του Βίκτωρα Ομπερντέν (1928). Την ίδια στιγμή, η μεσοπολεμική εργαζόμενη γυναίκα γίνεται αναγκαστικά ορατή στη δημόσια σφαίρα και το ιδανικό της εσώκλειστης Πηνελόπης απαιτεί ανακατατάξεις. Και υπό τον ήχο των φεμινιστικών διεκδικήσεων και αγώνων του Μεσοπολέμου, οι γυναίκες πεζογράφοι και ποιήτριες αντιδρούν με ένα φάσμα διαφορετικών τρόπων που η μελετήτρια κατατάσσει σε τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη εντάσσει τις αντιδράσεις των γυναικών ως προς τη χρήση του μύθου ενάντια στη «σύγχρονη ανδρική παράδοση», όχι την αρχαιοελληνική (Δώρα Μοάτσου, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Λιλίκα Νάκου). Στη δεύτερη ομάδα, μετακινούμενη η συζήτηση στην Αμερική της Ντόροθυ Πάρκερ, εξετάζεται η επιλογή της ανακατανομής του μύθου και ο επαναπροσδιορισμός των συμβόλων και των ιδεών του: έτσι εγκαταλείπεται η γενναιότητα του ομηρικού Οδυσσέα και ανέρχεται στο προσκήνιο η γενναία αντοχή των γυναικών στον εσώκλειστο, ανιαρό τους βίο. Από κοντά, στην τρίτη περίπτωση, η σύγχρονη Πηνελόπη, με γνώση της ομηρικής προγόνου της, με συνείδηση της κατάστασής της, αλλά μετέωρη μπροστά στην απόφαση της ανατρεπτικής ρήξης, εσώκλειστη, θλιμμένη, εγκαταλειμμένη από το σύζυγό της (Edna St. Vincent Millay). Τέλος, στην τέταρτη περίπτωση, μια νέα, δυναμική Πηνελόπη στέκεται απέναντι στον μεταμελημένο Οδυσσέα που επιστρέφει, «έτοιμη να τον δεχτεί και να τον περιθάλψει»: πρόκειται για την Πηνελόπη της βουλγάρας ποιήτριας Ελισαβέτα Μπαγκριάνα («Η Πηνελόπη του 20ού αιώνα»). Όμως η μεσοπολεμική πραγματικότητα είναι πολυώνυμη και υπερβαίνει τις ομαδοποιήσεις ή κατατάξεις. Επιστρέφοντας στους άνδρες συγγραφείς, η μελέτη εντοπίζει και συζητά το μυθιστόρημα Γέννηση της Οδύσσειας του Γάλλου Ζαν Ζιονό (1925-1926), αποδίδοντάς του τα εύσημα για την αφήγηση του βίου μιας ανατρεπτικής και χειραφετημένης Πηνελόπης. Το κεφάλαιο κλείνει με την εξέταση της «Πηνελόπης» (1933), ενός ποιήματος του Κώστα Σούκα, και του μυθιστορήματος Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1935 κ.ε.) του Κώστα Βάρναλη. Μια παρατήρηση της Καστρινάκη σηματοδοτεί τα όρια του Μεσοπολέμου: οι συγγραφείς αναθεωρούν το μύθο και την ηρωίδα, αλλά δεν φτάνουν στο σημείο της αμφισβήτησης του θεσμού του γάμου.

Με το τέταρτο κεφάλαιο της μελέτης, η συζήτηση ανοίγεται πλέον στον μεταπολεμικό κόσμο κάνοντας μια πρώτη στάση στην πρώτη, «πέτρινη» δεκαπενταετία 1945-1960, με την κρίσιμη επισήμανση ότι αυτή η τομή στο χρόνο αναφέρεται στα ευρωπαϊκά δεδομένα, ενώ για την Ελλάδα τα γνωρίσματα αυτής της περιόδου φτάνουν μέχρι και την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών (1974). Στον νέο ορίζοντα που διαμορφώνει η ιστορική πραγματικότητα, η Καστρινάκη επισημαίνει την ανάδυση του μοτίβου του ταξιδιού και παρατηρεί ότι οι γυναίκες συγγραφείς της εποχής (Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Ειρήνη Γαλανού) προτιμούν σύγχρονες ηρωίδες για να ασχοληθούν με τη φυγή και το ταξίδι αποφεύγοντας την ομηρική Πηνελόπη. Με πρόσφατη την εμφυλιοπολεμική εμπειρία θα ενεργοποιηθούν συντηρητικές αναγνώσεις της οδυσσειακής επιστροφής στην Ιθάκη, δικαιώνοντας την πράξη της μνηστηροφονίας, τον έλεγχο της πιστής και ενάρετης Πηνελόπης, την επιστροφή στην αξία του ακίνητου οικογενειακού βίου (Γεώργιος Αθάνας, Χρήστος Κουλούρης, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης). Ύστερα από μια στάση στη κινηματογραφική ανάγνωση του μύθου από τον Mario Camerini (Ulisse, 1954) και τη θεατρική του (δια)πραγμάτευση από τον Θανάση Πετσάλη-Διομήδη (Η σφαγή των μνηστήρων, 1955), προχωρούμε σε πιο σύγχρονές μας αναγνώσεις της Πηνελόπης. Στο μυθιστόρημα Η περιφρόνηση (1954) του Αλμπέρτο Μοράβια έρχεται στην επιφάνεια η πολυπλοκότητα της συζυγικής συμβίωσης, τα αδιέξοδά της, η συναισθηματική και ψυχική φθορά, με όρους που επιτρέπουν στην Πηνελόπη να εγκαταλείψει τον Οδυσσέα της. Η επινόηση του αιφνίδιου θανάτου της γυναίκας μετά την εγκατάλειψη αποσύρει από τη δράση το λογικό ενδεχόμενο του διαζυγίου και, όπως παρατηρεί η μελετήτρια, το τολμηρό αυτό άλμα μένει να δοκιμαστεί αργότερα. Όσο ακόμα αργεί να ξεσπάσει το λεγόμενο δεύτερο κύμα του φεμινισμού, συναντούμε άλλες αρνητικές ή απορριπτικές στάσεις απέναντι στην ομηρική Πηνελόπη και τις ανασημασιοδοτήσεις της. Η Καστρινάκη εντοπίζει και συζητά τρεις τέτοιες εκδοχές μιας καταπιεστικής συζύγου: στο θεατρικό έργο Οδυσσέα γύρισε πίσω (1966) του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο διήγημα «Οι άφαντοι» (1960) του Μάριου Χάκκα και στο μυθιστόρημα Ο Γενναίος Τηλέμαχος (1972) του Αλέξανδρου Κοτζιά. Μένοντας στα προδικτατορικά χρόνια παρακολουθούμε και άλλες περιπτώσεις (νέων) αποσιωπήσεων της Πηνελόπης, απόδειξη της μετ’ εμποδίων εξέλιξης των ιδεών, των νοοτροπιών, του πολιτισμού: στα μυθιστορήματα Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη (1957) και Οδυσσέας (1965-1967) του Στέλιου Ξεφλούδα και στο ποίημα «Πηνελόπη» (1961) του Άθω Δημουλά. Το κεφάλαιο κλείνει με μια στάθμευση στην «Απόγνωση της Πηνελόπης» (1968) του Γιάννη Ρίτσου, όταν το τυραννικό καθεστώς θα ανακρούσει στον δυνάστη Οδυσσέα του ποιήματος, η Πηνελόπη θα συνειδητοποιήσει τη φυλακή του βίου της και τον παθητικό της ρόλο στην ιστορία, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να ενεργοποιείται με την καλλιτεχνική της δημιουργία.

Με το πέμπτο κεφάλαιο («Προεόρτια») διασπάται η γραμμική αφήγηση της ιστορίας, δεν προχωρούμε, όπως ίσως αναμενόταν, την περίοδο από το 1970 και εξής. Σταθμεύουμε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αυτή τη φορά για να παρακολουθήσουμε νέες εικόνες της Πηνελόπης, φωτεινά παραδείγματα, σε έργα με προδρομική αξία για όσα ρηξικέλευθα θα ακολουθήσουν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η Πηνελόπη εδώ εφοδιάζεται με «νέα δύναμη και ζωτικότητα», με αυτοπεποίθηση και δημιουργική αποφασιστικότητα, πράγμα που υποδεικνύει η εμφάνιση «εκτενών έργων γυναικών αφιερωμένων εξολοκλήρου στην Πηνελόπη». Το κεφάλαιο ασχολείται με τις κοσμολογικές διαστάσεις της ηρωίδας (Wallace Stevens, «Ο κόσμος ως στοχασμός», 1954), την αντιπολεμική της στάση (Αλεξάνδρα Πλακωτάρη, Πηνελόπη, 1962), την εμπιστοσύνη στον εαυτό της (Κωστούλα Μητροπούλου, «Μικρή μουσική για μια λεπτομέρεια», 1960), τη μαχητική διεκδίκηση από την επικράτεια του ανδρικού (Οριάνα Φαλάτσι, Η Πηνελόπη στον πόλεμο, 1962), την καθολικότητα της ύπαρξης (Francisca Aguire, Ιθάκη, 1972), τη σύνδεση με τα αρχέτυπα, όπως η Φύση και η Θεά (Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Το μυστικό κρεβάτι, 1967, 1972), την ανάκληση στοιχείων της μητριαρχίας και της θεωρητικής προσέγγισης που στηρίζεται σε αυτήν. Το κεφάλαιο κλείνει με επτά περιπτώσεις αμφίσημων εκδοχών της Πηνελόπης γραμμένων από άνδρες (Augusto Monterroso, Georges Brassens, Μανόλης Σκουλούδης, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Γιώργος Φτέρης, Χουάν Μανουέλ Σερράτ, και Γιώργης Μανουσάκης).

 

Φεμινίστρια και ταξιδιώτισσα

Το έκτο κεφάλαιο («Η Πηνελόπη φεμινίστρια») παρακολουθεί τις τύχες της Πηνελόπης την εποχή του δεύτερου φεμινιστικού κινήματος όπως αυτό απλώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, μέχρι το τέλος της ίδιας δεκαετίας, και στην Ελλάδα, τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η Πηνελόπη πλέον είναι  κυρίαρχος του οίκου και με την ιδιότητα αυτή θέτει τους όρους της επιστροφής του Οδυσσέα (Μάρθα Κόλλινς, «Γυρισμός», 1972), ειδοποιεί με επιστολή τον περιπλανώμενο σύζυγο να μην επιστρέψει (Κάθα Πόλιτ, «Η Πηνελόπη γράφει», 1981· Claribel Alegría, «Γράμμα σε έναν εκτοπισμένο», 1989), αποσύρεται στην αυτάρκεια της μοναξιάς της απαλλασσόμενη από το συζυγικό βάρος (Λίντα Πάσταν, «Στην Πηνελόπη: Μετά από την ανάγνωση της Ιθάκης  του Καβάφη», 1995· Isabel Rodríquez Baquero, «Πηνελόπη», 1992· Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Η άλλη Πηνελόπη», 1996· Carol Ann Duffy, «Πηνελόπη», 1999), γίνεται καλλιτέχνης και αρθρώνει τον δικό της αυτοδύναμο λόγο (Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Λέει η Πηνελόπη», 1977). Η τελευταία εκδοχή θα ενδυναμωθεί στα επόμενα χρόνια, όταν οι Πηνελόπες διαφεύγουν στην τέχνη, δημιουργούν, χειραφετούνται. Οι εποχές έχουν αλλάξει και το πεδίο της έρευνας εμπλουτίζεται πλέον και με δύο δοκίμια που συζητούν το πρόσωπο της Πηνελόπης γραμμένα από γυναίκες: Carolyn Heilbrun, «Τι ξήλωνε η Πηνελόπη;» (1985) και Adriana Cavarero, Nonostante Platone (1990).

Με το έβδομο κεφάλαιο της μελέτης («Συμφιλιώσεις») πλησιάζουμε πια στο τέλος του 20ού αιώνα. Η μαχητική ορμή έχει καταλαγιάσει, η ένταση υποχωρεί και αφήνει περιθώριο στον αναστοχασμό, την επίγνωση, την αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων. Στην αρχή του κεφαλαίου επιφυλάσσεται για τον αναγνώστη μια ευσύνοπτη επισκόπηση επιστημονικών μελετών του τέλους του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα (Nancy Felson-Rubin, Φάνης Κακριδής, Μάκης Τρικούκης, Edith Hall) που επαναξιολογούν ερμηνείες του ομηρικού μύθου και διατυπώνουν νέες ερμηνείες ενταγμένες στα σύγχρονα ιστορικά συμφραζόμενα, στον σημερινό ορίζοντα προσδοκιών. Η νέα συνθήκη οδηγεί σε συμβιβασμούς τον συζυγικό βίο, όχι ασφαλώς ευχάριστους, πάντως λογικούς ή μετρημένους για να ανταποκριθούν στην ανάγκη συνύπαρξης των δύο συζύγων στη δύση του βίου τους (Αχιλλέας Κυριακίδης, «Διεστραμμένες ιστορίες, ι΄», 1988· Inge Merkel, Ένας εντελώς συνηθισμένος γάμος. Οδυσσέας και Πηνελόπη, 1989· Τάσος Ρούσσος, Οδυσσέας, 1996· Derek Walcott, Όμηρος, 1990· Λουίτζι Μαλέρμπα, Ιθάκη για πάντα, 1997· Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Πηνελόπη Οδυσσέως», 1999· Annie Leclerc, Toi, Pénélope, 2001).

Οι ισχυρές μετατοπίσεις των συνθηκών συνεπάγονται την ανατροπή των ρόλων στον αρχικό μύθο. Στο όγδοο κεφάλαιο («Ταξιδιώτισσα») εξετάζεται η νέα μορφή της ταξιδιώτισσας Πηνελόπης, επινόηση της σύγχρονης εποχής (περίπου της τελευταίας εικοσαετίας του 20ού αιώνα), που αντικαθιστά τον από αιώνων κατεξοχήν ταξιδιώτη σύζυγό της. Εξετάζονται τα έργα: Τα ταξίδια της Πηνελόπης (της Juana Rosa Pita, 1980), Penelope (της Silvana La Spina, 1998), Πηνελόπη, μια εμπειρία (της Dagmar Nick, 2000), «Η Πηνελόπη σερβίρει πρωινό στον Οδυσσέα» (της Karen Bjorneby, 2000), «Μνηστηροφονία» (της ίδιας της Αγγέλας Καστρινάκη, 2002), Current Nobody (της Melissa James Gibson, 2007). Η απάντηση των ανδρών στις ταξιδιωτικές περιπέτειες της Πηνελόπης εξετάζεται μέσα από τον σχολιασμό του διηγήματος «Η επιστροφή της Πηνελόπης» (2002) του Βασίλη Πεσμαζόγλου και των στίχων του τραγουδιού «Πηνελόπη» (1998) του Μίλτου Πασχαλίδη.

Το εκτενές, σε σχέση με τα προηγούμενα, ένατο και τελευταίο κεφάλαιο («Στον 21ο αιώνα») της μελέτης επικεντρώνεται σε έργα του τρέχοντος αιώνα δοκιμάζοντας μια προσεκτική ανάγνωσή τους με επίγνωση της δυσκολίας ή του κινδύνου όταν η χρονική απόσταση της μελέτης των εξεταζόμενων κειμένων από τη συγγραφή είναι μικρή όσο στην περίπτωση αυτή. Ωστόσο, οι πρώτες ασφαλείς διαπιστώσεις της έρευνας και μελέτης της Καστρινάκη μπορούν να γίνουν και κατατίθενται από την ίδια: στον νέο αιώνα συνεχίζεται η καλλιέργεια του θέματος της ταξιδιώτισσας Πηνελόπης, εμφανίζονται τα πρόσωπα των θεραπαινίδων που απασχολούν με ανανεωμένο ενδιαφέρον τους δημιουργούς, οι παρουσίες της Πηνελόπης αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, αν όχι με ιλιγγιώδη πλέον ταχύτητα (όλο και περισσότερες Πηνελόπες δημιουργούνται από συγγραφείς και άλλους καλλιτέχνες), αυξάνονται επίσης και οι επιστημονικές μελέτες με αντικείμενό τους την ηρωίδα, ορισμένες εξ αυτών άκρως ανατρεπτικές στη θεώρηση του ομηρικού μύθου, και, όσο το παιχνίδι της αντιστροφής ρόλων συνεχίζεται, ο Οδυσσέας μένει στο σπίτι και αποκτά τις ιδιότητες της Πηνελόπης. Τώρα πλέον συναντούμε και κείμενα γραμμένα από άνδρες αλλά με οπτική γωνία από την πλευρά της πολύπαθης Πηνελόπης (Juan Manuel Gómez Tirado, Παντελής Μπουκάλας, Δημήτρης Μίγγας, Σπύρος Συρόπουλος, Γιώργης Γιατρομανωλάκης). Ασφαλώς, οι Πηνελόπες των ανδρών συγγραφέων, πότε βίαιες, πότε απλές, πολλαπλασιάζονται (Στάθης Κουτσούνης, Bruno Pompili, Κώστας Ακρίβος, Κώστας Σοφιανός, Δημήτρης Καλοκύρης). Εξίσου ενδιαφέρουσες, αν όχι ακόμα περισσότερο, είναι και οι Πηνελόπες του 21ου αιώνα που δημιουργούν γυναίκες συγγραφείς. Εδώ, συνεχίζουμε να ακούμε την «πληγωμένη καρδιά» της Πηνελόπης, σε απόσταση από τις ανατρεπτικές ιαχές της αγωνιστικής διεκδίκησης του φεμινισμού προηγούμενων δεκαετιών (Λένα Παππά, Χλόη Κουτσουμπέλη, Δώρα Κασκάλη, Γεωργία Κολοβελώνη, Ολυμπία Τσικαρδάνη, Νεκταρία Μενδρινού, Όλγα Παπακώστα, Σοφία Κολοτούρου). Παράλληλα, οι Πηνελόπες του αιώνα μας μπορούν να θρηνούν για την απώλεια του μύθου (Ζωή Σαμαρά), την ερωτική απόρριψη (Φοίβη Γιαννίση), το θάνατο (Ιουλίτα Ηλιοπούλου)· να συμβουλεύουν τον άνθρωπο, πέρα και πάνω από την έμφυλη διάκριση (Λιλή Ντίνα)· να μιλούν για την ίδια τη γραφή (Ελένη Γιαννάτου). Το τελευταίο ποιητικό στιγμιότυπο με το οποίο κλείνει το κεφάλαιο και μαζί με αυτό και η μελέτη είναι η ποιητική συλλογή Οδυσσέας, τρόπον τινά «Μηνύματα στον Οδυσσέα» (2013) της Κούλας Αδαλόγλου, ένα ποίημα που πραγματεύεται τις δυσκολίες της συμβίωσης για να καταλήξει στα από κοινού δάκρυα της Πηνελόπης που εγκαταλείπει την εστία για να ταξιδέψει και του Οδυσσέα που περιμένει πίσω. Με την «ποιητική της συνεργασίας και της ομοφροσύνης» αποδίδονται οι όροι πρόσληψης και εννοιολόγησης της (νέας) συμβίωσης του διάσημου ομηρικού ζεύγους (Barbara Cassin). Η Πηνελόπη έχει αναστείλει την αγωνιστική διεκδίκηση, ο Οδυσσέας είναι πιο στοχαστικός σύζυγος, και η ανάγκη της συναίρεσης των αντιθέτων που για αιώνες συμβόλιζαν οι δύο ήρωες προκύπτει αβίαστα.

 

Η φωνή της Πηνελόπης

Η μελέτη της Καστρινάκη υπερβαίνει τα όρια μιας παγιωμένης, παραδοσιακής κατάταξης, επιλέγει μια πραγμάτευση του θέματος που καθιστά την εργασία της μεταιχμιακή, μοιάζει σαν να τοποθετείται με τις μεθοδολογικές και υφολογικές της επιλογές σε σημείο τομής διαφορετικών πεδίων της φιλολογικής επιστήμης και της καλλιέργειας του λόγου. Έτσι, από τη μια πλευρά παρατηρούμε ότι η υποκειμενική/προσωπική παράμετρος εμφιλοχωρεί σε μία επιστημονική μελέτη που δεν είναι αρραγής αλλά και δεν απολύει τη μεθοδικότητα, την ακρίβεια, την προσήλωση στο θέμα, την αυστηρή οργάνωση του λόγου και της δομής του κειμένου. Μια πρώτη ένδειξη ειδοποιεί σχετικά τον αναγνώστη ήδη από την αφιέρωση «στη μητέρα μου Νέλλη Χατζιδάκη, από τις πρώτες χημικούς μηχανικούς του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου» που αποκαλύπτει μια διάσταση βιωματικής προϋπόθεσης στην επιλογή, προσέγγιση και ανάπτυξη του θέματος της μελέτης από τη συντάκτριά της. Στην ίδια κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει και ο αναθεωρητικός αναστοχασμός της συγγραφέως για το δικό της παλαιότερο διήγημα («Μνηστηροφονία», 2002). Η συγγραφέας επιστρέφει με άλλον πλέον εξοπλισμό βιωμάτων και γνώσεων στο παλαιότερο λογοτεχνικό της κείμενο. Επίσης, εντοπίζονται και νησίδες παρεμβάσεων χρονογραφικού τύπου ή επίκαιρου χαρακτήρα, όπως η χαρακτηριστική, έμμεση αλλά σαφής αναφορά στην εκλογή γυναίκας Προέδρου της Δημοκρατίας το 2020 στην Ελλάδα.

Έπειτα, παρακολουθώντας τις αναγνωστικές διαδρομές και την περιδιάβαση των κειμένων, φαίνεται συχνά να βρισκόμαστε σε σταυροδρόμια. Αίφνης, ενώ πρόκειται για μια φιλολογική μελέτη που πράγματι εντάσσεται στον πυρήνα της νεοελληνικής φιλολογικής επιστήμης, έχουμε αφενός μια στενή σύνδεση με τις μελέτες της κλασικής φιλολογίας, αφετέρου μια συνομιλία με συγκριτολογικής προέλευσης συναναγνώσεις κειμένων ή προβληματισμούς και ερωτήματα για σχέσεις διακειμενικές. Την ίδια στιγμή, και αυτό δηλώνεται ρητά στην Εισαγωγή, η μελέτη φιλοδοξεί και αναμφίβολα επιτυγχάνει να καταστεί παράλληλα μια εξιστόρηση των έμφυλων σχέσεων και ειδικότερα του «γυναικείου φύλου στην κοινωνία» μέσα από την πολυφωνική μεταμόρφωση της Πηνελόπης στη διαδρομή της μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα.

Ως προς την πρώτη επισήμανση, της συνομιλίας με την κλασική φιλολογία, η μελέτη της Καστρινάκη εντάσσεται σε μια παράδοση πρόσληψης του αρχαιοελληνικού μύθου στη νεοελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία και τέχνη, νεότερη και σύγχρονη. Σε αυτή την κατεύθυνση, η μελέτη για την Πηνελόπη, δίνοντας φωνή στη μακραίωνη εκκωφαντική σιωπή της ηρωίδας, καλύπτει ένα κενό, εξίσου εκκωφαντικό.

Ως προς τη δεύτερη επισήμανση, η μελέτη επιφυλάσσει συναρπαστικές διαδρομές διακειμενικών αναγνώσεων με διόδους ομαλής μετάβασης από τη μια εποχή στην άλλη, από τη μια λογοτεχνία στην άλλη, από το ένα είδος στο άλλο. Έτσι, ταξιδεύουμε από τον 19ο μέχρι τον 21ο αιώνα, από το νεοελληνικό στο αμερικανικό παράδειγμα ή στο ιταλικό και ισπανόφωνο, από το μυθιστόρημα στο θεατρικό έργο ή από τη λογοτεχνία στον κινηματογράφο. Πράγματι, η επιλογή της μεταφοράς του ταξιδιού είναι κομβική για ολόκληρη τη μελέτη και τον τρόπο της αφηγηματικής της σύνθεσης. Πέρα από την ερεθιστική συσχέτιση με το μοτίβο του ταξιδιού κατεξοχήν σήμα του οδυσσειακού μύθου και την ενδιαφέρουσα τροπή στη μορφή της ταξιδιώτισσας Πηνελόπης, η μελέτη οργανώνεται, θα έλεγε κανείς, με την ποιητική της περιπλάνησης, του ταξιδιού, της αδιάκοπης μετακίνησης. Καταρχάς, μελετήτρια και αναγνώστες μεταβαίνουμε διαρκώς από το ένα κείμενο στο άλλο, σε μια πληθώρα επιλογών, που στην πρώτη ματιά φαίνονται συναρπαστικά τυχαίες, αλλά σύντομα ανακαλύπτει ο αναγνώστης το αυστηρό αρχιτεκτονικό σχέδιο που συνέχει τα κείμενα και την συμπαράθεσή τους. Δεν πρόκειται για μια άσκοπη περιπλάνηση, αλλά για ένα συντεταγμένο ταξίδι στο πέλαγος της (ανά-)γνώσης. Έπειτα, το ταξίδι δεν είναι ένα προδιαγεγραμμένο δρομολόγιο, γνώρισμα που θα το καθιστούσε από τις πρώτες σελίδες προβλέψιμο και ίσως λίγο βαρετό. Υπάρχει στη μελέτη μια διαρκής έγνοια να εστιάζεται η εξέταση στη μετάβαση, στη σύγκριση των κειμένων και την ανάδειξη αναλογιών, αντιθέσεων, σημείων τυχαίας σύγκλισης, όμοιων ή παρόμοιων επιλογών. Η μελετήτρια ενδιαφέρεται και μας δίνει κάθε τόσο σημεία «αναδρομής» και «πρόληψης»: μας θυμίζει τι έχουμε διαπιστώσει σε παρόμοια περίπτωση σε προηγούμενο κεφάλαιο, εποχή ή συγγραφέα, μας προειδοποιεί για την επαναφορά ενός συγκεκριμένου θέματος, συγγραφέα ή αντίληψης σε επόμενο κεφάλαιο ή εποχή, επενδύοντας με το χαρακτήρα της περιπέτειας την ίδια την ανάγνωση της μελέτης. Αυτή είναι η μια κεντρική διάσταση της ποιητικής της περιπλάνησης ή του ταξιδιού ή της αδιάκοπης μετακίνησης που εκτιμώ ότι εφαρμόζει η Καστρινάκη. Τελικώς, αναδεικνύεται ο περιπετειώδης βίος της Πηνελόπης στη νεοελληνική και παγκόσμια γραμματεία.

Η συγγραφέας μπορεί να εκληφθεί ωσάν μια άλλη ταξιδιώτισσα στο πέλαγος της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, εγχώριας και παγκόσμιας, διαχρονικά και συγχρονικά. Και, ίσως, φτάνοντας την ανάγνωση στο τέλος της μελέτης, τότε και εμείς καταλαβαίνουμε, καβαφικώ τω τρόπω, τι (και πόσο πολλά) σημαίνουν οι περιπλανήσεις, οι Ιθάκες, οι Πηνελόπες.

Η τρίτη κατά σειρά επισήμανση παραπάνω αφορούσε την ανάδειξη μέσα από τη μελέτη μιας αφήγησης της ιστορίας των γυναικών υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου μυθικού προσώπου και της τύχης του. Οι ποικιλώνυμες αντιδράσεις απέναντι στο μύθο του Οδυσσέα, που σταδιακά γίνεται και μύθος της Πηνελόπης, είναι ένας καθρέφτης όπου αντανακλούν ή διαθλώνται συνθήκες, νοοτροπίες, αντιλήψεις, ιδέες για τις γυναίκες, τις έμφυλες σχέσεις, το γάμο, τη μοιχεία, τους συζυγικούς συμβιβασμούς, τη δύσκολη εξίσωση της συμβίωσης. Την ίδια στιγμή, η οπτική και ο λόγος της μελετήτριας μας επιτρέπουν να ρίχνουμε ματιές και σε άλλα θέματα της ιστορίας των γυναικών, όπως το δικαίωμα στην ερωτική επιλογή, η αυτεξουσιότητα της γυναίκας στο σώμα της, η ελεύθερη βούληση, η επιθυμία και η διαχείρισή της, κ.λπ. Κυρίως, όμως, παρακολουθούμε, με άξονα αναφοράς την Πηνελόπη, την ιστορική εξέλιξη σε γυναικεία (και ανδρικά) πρότυπα, αρετές και αξίες, μεταβολές στις μορφές του προσώπου της και των ιδανικών με τα οποία αυτές επενδύονται. Με την έννοια αυτή, η μελέτη τέμνει περιοχές της ιστορίας των ιδεών οδηγώντας τη νεοελληνική φιλολογία σε μια γόνιμη άσκηση συνομιλίας. Έτσι, καθίσταται ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς η λογοτεχνία, το λογοτεχνικό κείμενο, μπορεί να λειτουργήσει ως τεκμήριο στην ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών.

Πρέπει ακόμα να τονιστεί ότι οι υφολογικές και γλωσσικές επιλογές της συγγραφέως διαμορφώνουν αφηγηματικά ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον και από την πλευρά της αναγνωστικής απόλαυσης, με γνωρίσματα που παραπέμπουν σε (μυθοπλαστικές) αφηγήσεις. Υπάρχουν συγκεκριμένες τεχνικές και τρόποι αφήγησης που εφαρμόζονται στο κείμενο και εξασφαλίζουν το ανάλογο αισθητικό αποτέλεσμα: η χρήση του παρενθετικού σχολίου, η διακριτική ειρωνεία, το αυτοαναφορικό σχόλιο, το κουβεντιαστό ύφος, η απεύθυνση στον αναγνώστη, μια ελαφριά απόχρωση χιούμορ στον τόνο, ο υπαινιγμός. Έτσι, διαμορφώνεται ένα διακριτικό πρόσωπο αφηγητή εντός του κειμένου όπως έχουμε μάθει να διακρίνουμε στα αφηγηματικά κείμενα της λογοτεχνίας. Την ίδια στιγμή, η αφηγηματική φωνή τηρεί ευδιάκριτες (ή και ρητά διατυπωμένες) αποστάσεις από το αντικείμενό της, μια στάση που συναντά από άλλο δρόμο το αίτημα της αντικειμενικής επιστημονικής απόστασης της μελέτης. Ο συνδυασμός αυτός είναι κατά τη γνώμη μου μέγιστη αρετή της γλώσσας και του ύφους της μελέτης. Επομένως, η μελέτη μπορεί να διαβαστεί και σαν απολαυστικό ανάγνωσμα της ιστορίας της Πηνελόπης όπως περιδιαβάζει από εποχή σε εποχή, από συγγραφέα σε συγγραφέα, από κείμενο σε κείμενο.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν τις πολλές και διαφορετικές διαστάσεις που μπορεί να λάβει η ανάγνωση της μελέτης ή τις πολλές και διαφορετικές παραμέτρους που συναπαρτίζουν το κείμενο και υπόσχονται δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις εξίσου συναρπαστικές με την πρώτη ανάγνωση. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για μελέτη στην οποία αναμένεται να ενσκήψουν αναγνώστες με διαφορετικές αφετηρίες και ευρύ φάσμα αναγνωστικών αποβλέψεων, πέραν του στενότερου κύκλου των νεοελληνιστών φιλολόγων: από τους κλασικούς φιλολόγους και τους φιλολόγους ξένων λογοτεχνιών, μέχρι τους ιστορικούς ή τους εκπαιδευτικούς, τη στιγμή που το κείμενο ενθαρρύνει και μια ευρύτερη φιλαναγνωστική προσέγγιση αυτού που αποκαλούμε κάπως αμήχανα και αόριστα ευρύ κοινό.

Δεν πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε και άλλες κρίσιμες διαστάσεις της μελέτης, έστω και με απλή αναφορά. Πρώτα πρώτα, η εικονογράφησή της είναι αξιοζήλευτη και υποδειγματική. Προσεκτικά επιλεγμένες και με φειδώ εικόνες που συνομιλούν με το κείμενο της μελέτης, το σχολιάζουν μέσα από τον δικό τους κώδικα και, ταυτόχρονα, λειτουργούν και ως ανεξάρτητα αντι-κείμενα. Έπειτα, η φιλολογική μέριμνα (και μόχθος) για τη μετάφραση των κειμένων που εξασφαλίζει πραγματικά ωραίες μεταφράσεις στα ελληνικά ξένων λογοτεχνικών κειμένων μεταφρασμένων για πρώτη φορά, μολονότι πρόκειται (κάποτε) για αποσπάσματα μόνο που υπάρχουν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της μελέτης. Αλλά και ο υποσελίδιος ενίοτε σχολιασμός μεταφραστικών επιλογών και διορθώσεων δείχνουν μια ιδιαίτερη φροντίδα που αναδεικνύει δικαιολογημένα τη σημασία της μετάφρασης σε διαγλωσσικές αναγνωστικές μεταβάσεις όπως αυτές στις οποίες σε μεγάλο μέρος στηρίζεται η μελέτη. Ανάλογες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για τη φιλολογική/επιστημονική συνέπεια με την οποία λαμβάνονται υπόψη και συγκρίνονται πρώτες και δεύτερες εκδόσεις, όπου αυτό απαιτείται. Πλάι σε αυτά, η επιλογή να διαβάζουμε πολλά αποσπάσματα των έργων (και, όποτε η έκταση το επιτρέπει, ολόκληρα τα κείμενα) που συζητιούνται στη μελέτη, επιτρέπει και έναν ζωντανό, άμεσο διάλογο του αναγνώστη με το ίδιο το υπό εξέταση λογοτεχνικό κείμενο. Είναι σαν να ενσωματώνει η μελέτη ένα συνοδευτικό ανθολόγιο των λογοτεχνικών κειμένων, τόσο απαραίτητο τη στιγμή που ορισμένα κείμενα γίνονται τώρα για πρώτη φορά γνωστά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Μάλιστα, ως προς την επιλογή των συγγραφέων και των κειμένων τους, η εργασία της Καστρινάκη υπερβαίνει τη διάκρισή τους στα αναγνωρισμένα ενός ιδεατού κανόνα και τα εξοβελιστέα από τις επίσημες καλένδες της λογοτεχνικής ιστορίας. Αυτό συμβαίνει επειδή ασφαλώς η επιλογή κατευθύνεται από το θέμα, το πρόσωπο και το μύθο της Πηνελόπης, που διατέμνει κείμενα και συγγραφείς εντός και εκτός όποιου κανόνα (άλλωστε η επιδιωκόμενη ανασύσταση της αφανούς ιστορίας της Πηνελόπης και των μεταμορφώσεών της όφειλε να φέρει στο φως ξεχασμένα κείμενα, πολλαπλασιάζοντας τον απαιτούμενο ερευνητικό μόχθο), αλλά και επειδή η ανάδειξη τάσεων και νοοτροπιών απαιτεί μια ευρύτερη ματιά στα κείμενα πέρα από στεγανούς και συχνά ανώφελους διαχωρισμούς. Και από αυτή την άποψη, η μελέτη της Καστρινάκη απαιτούσε θάρρος για την επιλογή του δύσκολου δρόμου που διάβηκε. Επομένως, η επιτυχία του εγχειρήματος είναι ακόμα πιο σημαντική.

Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέψουμε την ίδια την υλική υπόσταση της έκδοσης: ένα καλοσχεδιασμένο τυπογραφικά και υποδειγματικά επιμελημένο βιβλίο, με τον τρόπο που μας έχουν συνηθίσει οι άνθρωποι των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Αυτή τη φορά μας εντυπωσιάζουν και με την αισθητική αρτιότητα του εξωφύλλου (και της αναδιπλούμενης αφήγησής του).

Καταληκτικά θα ήθελα να προσθέσω την εκτίμηση πως η συγκεκριμένη μελέτη, εξαιτίας των γνωρισμάτων που διαθέτει και όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω, αποτελεί πρόσκληση για συζήτηση των θεμάτων που θίγει. Αναμένεται να προκαλέσει νέα ερωτήματα και να οδηγήσει σε νέες αναγνωστικές προσεγγίσεις των ίδιων ή άλλων, συμπληρωματικά, (λογοτεχνικών) κειμένων.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.