Χρησιμοποιεί γι’ αυτό το λόγο κείμενα και ημερολόγια όχι μόνο των πρωταγωνιστών αλλά και δημοσιεύσεις και στοχασμούς διάσημων παρατηρητών.
Πολλοί απ’ αυτούς είναι επηρεασμένοι από ένα πρόσφατο βιβλίο, την Παρακμή της Δύσης του Όσβαλντ Σπένγκλερ. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, που ξεκίνησε ως θερμός θιασώτης της επανάστασης το συστήνει θερμά στις φίλες του. «Οι τέχνες, οι επιστήμες, σύμφωνα με τον Σπένγκλερ, όλοι είμαστε υπό διάλυση. Εκτός κι αν εμφανιστεί ένας νέος Καίσαρας […] Ο Σπένγκλερ είναι σίγουρος ότι αυτός θα σώσει τη Γερμανία και τη Δύση ολόκληρη, από την κόπωση, την εκλέπτυνση, την παρακμή. […] Ο Τόμας Μαν, που αρχίζει να διαβάζει το βιβλίο λίγο μετά τον Ρίλκε, μαγεύεται, ενθουσιάζεται. Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα αποδειχθεί καθοριστική στη ζωή του όπως κάποτε η ανάγνωση του Σοπενάουερ. Αργότερα, όταν θα έχει αλλάξει εντελώς απόψεις, θα γράψει ότι είχε αναγκάσει τον εαυτό του ν’ αποτραβήξει το βλέμμα του από το βιβλίο “για να μη θαυμάζει το βλαβερό, το θανάσιμο”».
Κάθε φορά, έπειτα από μερικές δεκαετίες κάποιος ή κάποιοι προφητεύουν την κατάρρευση της παρακμάζουσας Δύσης, δίχως να ενδιαφέρονται για τη διάψευση των προηγούμενων προφητειών.
Το βιβλίο του Βάιντερμαν προσφέρει στον αναγνώστη όχι τόσο μεγαλόστομες διακηρύξεις, όσο την πορεία της επανάστασης, την αίσθηση της καθημερινότητάς της, καθώς και τις προϋποθέσεις της. Προϋποθέσεις που σχετίζονται με την αποτυχία και το αδιέξοδο της εθνικιστικής πολιτικής και την απελπισία που προκάλεσε στους Βαυαρούς αλλά και σε όλους τους Γερμανούς η ήττα στον πόλεμο. Καταστάσεις που ανοίγουν τα αυτιά των πολιτών στις προτάσεις των ειρηνιστών, καθώς φαντάζουν πια σαν λογική διέξοδος. Συνθήκες που διευκολύνουν μια ουτοπική επανάσταση σε μια συντηρητική χώρα, τη Βαυαρία.
Υποκειμενισμοί, αντικειμενικότητες
Η εθνικιστική πολιτική και η άνευ ορίων προσπάθεια για νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο, μετά την παταγώδη αποτυχία της, μοιάζει ως υποκειμενική πραγματικότητα των μιλιταριστών και των βιομηχάνων, ενώ το όνειρο που συνοψίζεται σε τρεις στόχους (άμεση δημοκρατία, διαρκής ειρήνη, συμβιβασμός με τους εχθρούς της Γερμανίας) φαντάζει εφικτό και αντικειμενικό στους απελπισμένους πολίτες.
Ξαφνικά, το αδιάφορο παλιότερα και τώρα απελπισμένο πλήθος ακούει, οι ονειροπόλοι μιλούν και προσφέρουν έναν άλλο κόσμο, ειρηνικό, δίκαιο, ελεύθερο – αλλαγές επιθυμητές από τους πολλούς.
Στις 7 Νοεμβρίου 1918 στη Βαυαρία –η Γερμανία θα ζητήσει ανακωχή στις 9 Νοεμβρίου– ξεσπά επανάσταση στρατιωτών και εργατών. Στο πλαίσιό της, ρήτορες προτείνουν διαφορετικές διεξόδους. Επικρατεί ο ειρηνιστής εβραίος Κουρτ Άισνερ, ένα ψηλός επιβλητικός με μακριά μαλλιά και γκρίζα γένια άντρας, στέλεχος των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών, πρώην κριτικός θεάτρου, με εμμονική αγάπη για τις τέχνες, τον Γκαίτε και τον Μπετόβεν. Οι πύρινοι λόγοι του ενθουσιάζουν. Οι πολλοί προσέρχονται γύρω του.
Αντιλαμβάνεται την ευκαιρία, κηρύττει το τέλος της βασιλείας και του παλιού καθεστώτος. Η επανάσταση παίρνει θεατρικό χαρακτήρα, γίνονται συγκεντρώσεις στο Εθνικό Θέατρο, κι ακολούθως όλοι μαζί, με τον Κουρτ Άισνερ επικεφαλής, πηγαίνουν στα εργοστάσια και στους στρατώνες, ζητούν στήριξη, συμμαχούν αλλά κι εκφράζουν το εξεγερμένο πλήθος.
Η βασιλική οικογένεια φεύγει. Η επόμενη συγκέντρωση γίνεται στο Κοινοβούλιο όπου ο Άισνερ αυτοανακηρύσσεται προσωρινός πρωθυπουργός. Οι επαναστατημένοι στρατιώτες και εργάτες τον αποδέχονται. Οι πρώτοι ζητούν να σταματήσει ο πόλεμος για να πάνε στα σπίτια τους, οι δεύτεροι θέλουν την εξουσία.
Τα κόμματα αντιδρούν. Λαϊκοί και Σοσιαλδημοκράτες επιθυμούν ο έλεγχος της εξουσίας να παραμείνει υπό το παλιό βασιλικό καθεστώς. Ελάχιστοι διανοούμενοι που είχαν ταχθεί εναντίον του πολέμου εξαρχής, οι περισσότεροι συγγραφείς και καλλιτέχνες, συντάσσονται και επιδιώκουν την ανατροπή.
Οι ονειροπόλοι συγγραφείς παίρνουν την εξουσία. Οδηγούν την επανάσταση με ουμανιστικές θεωρίες και πράξεις. Απεχθάνονται το λενινιστικό παράδειγμα. Ο αρχηγός της διακηρύσσει τη μη βία, η επανάσταση είναι αναίμακτη. Οι κομμουνιστές δεν συμμετέχουν και επιτίθενται επειδή δεν χρησιμοποιεί την κατ’ αυτούς απαραίτητη βία. Το εκ δεξιών αντισημιτικό πολιτικό φάσμα την αντιμάχεται με μανία, δεν μπορεί να χωνέψει την ανατροπή των κατεστημένων καταστάσεων.
Γίνονται εκλογές με την προσδοκία ότι θα ενισχύσουν την επαναστατική διαδικασία. Αλλ’ η αποτυχία των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών του Άισνερ είναι μεγάλη, παίρνει ποσοστό μόλις 2,5%, οι κομμουνιστές απέχουν, τα παλιά κόμματα μοιράζονται τις ψήφους.
Ο Άισνερ αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο. Ίσως, σκέφτεται, είναι εγγενές. Ίσως το όνειρο είναι από τη φύση του ατελέσφορο. Ασύμβατο με τη διοίκηση, την εξουσία. Δεν θέλει να χρησιμοποιήσει βία. Σε κάθε περίπτωση, όλα έχουν τελειώσει. Γράφει την παραίτησή του και πάει στη Βουλή να τη διαβάσει. Στο δρόμο τον δολοφονεί ένας ακροδεξιός πρίγκιπας. Οι εργάτες και οι στρατιώτες ξεσηκώνονται, αντιδρούν, μπορεί να μην ψήφισαν τους Ελεύθερους Σοσιαλδημοκράτες αλλά αγαπούσαν τον δικό τους Άισνερ.
Η επανάσταση ξαναφουντώνει, οι εργάτες και οι στρατιώτες δημιουργούν συμβούλια - σοβιέτ για να την υπερασπίσουν, επικεφαλής μπαίνει ένας άλλος συγγραφέας, ο ποιητής Ερνστ Τόλλερ. Γίνεται πρωθυπουργός, οι περισσότεροι υπουργοί του είναι συγγραφείς καθώς οι προσκληθέντες κομμουνιστές και πάλι δεν συμμετέχουν. Απέναντι μένουν και οι σοσιαλδημοκράτες. Οι κομμουνιστές εκτελούν δέκα κρατούμενους ως ταξικούς εχθρούς. Από το βορρά έρχονται στρατεύματα. Οι επαναστάτες κρατούν την εξουσία έξι μέρες κι όλα τελειώνουν μες στο αίμα. Αρκεί κάποιος να κυκλοφορεί με μακριά μαλλιά για να δολοφονηθεί στο δρόμο.
Ο Αδόλφος Χίτλερ είναι δεκανέας σ’ ένα τάγμα που πρόσκειται στους επαναστάτες. Βγάζει λόγους, φοράει το κόκκινο περιβραχιόνιο των επαναστατών, εκλέγεται αντιπρόσωπος του τάγματος. Μόλις έρχονται οι ακροδεξιοί γίνεται καταδότης, υποδεικνύοντας τους πιο θερμούς επαναστάτες, οι οποίοι αμέσως εκτελούνται.
Η περιγραφή τής σε δύο φάσεις επαναστατικής διαδικασίας από τον Βάιντερμαν βασίζεται, όπως προαναφέρθηκε, σε μία επιλογή και στο μοντάζ κειμένων των πρωταγωνιστών, αλλά και διασημοτήτων: Τόμας, Κλάους και Χάινριχ Μαν, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Χέρμαν Έσσε, Όσκαρ Γκραφ κ.ά.
Παρότι ο συγγραφέας επιδιώκει να μείνει ουδέτερος παρατηρητής, δεν μπορεί να κρύψει τη συμπάθεια και το θαυμασμό για την επανάσταση και τον ουτοπικό χαρακτήρα που της έδωσαν οι λογοτέχνες, ο Άισνερ, ο Τόλλερ και άλλοι, είτε ήταν επικεφαλής είτε συμμετείχαν σε υπόγειες διαδικασίες. Ούτε μπορεί να κρύψει την απέχθειά του για την αστάθεια των σχετικών απόψεων του Τομας Μαν, όπως εκφράζονται μέσα από τα κείμενά του, που προέβλεπαν ότι το αδιέξοδο της ουτοπικής επανάστασης θα φέρει ένα άκρως βίαιο καθεστώς καθώς και τον αντισημιτισμό. Του προκαλεί ενόχληση ο τελευταίος όταν, θέλοντας να στιγματίσει τη συμμετοχή και την ευμενή προσήλωση των Γερμανών, ακόμη και του Χίτλερ, έγραψε το κείμενο «Χίτλερ ο αδελφός μου»[2].
Ανθολογώ, πλάι, το απόσπασμα που περιγράφει την ομιλία του Άισνερ στο Κοινοβούλιο, με την οποία ιδρύει την ελεύθερη Δημοκρατία της Βαυαρίας.
Ο Κουρτ Άισνερ και οι πιστοί του σύντροφοι έχουν στο μεταξύ φύγει από το Ματαίζερμπροϋ και κατευθύνονται προς το Κοινοβούλιο στην Πράνερ Στράσσε. Ο νυχτερινός θυρωρός του κτιρίου, το οποίο είναι σωστός λαβύρινθος από διαδρόμους και γραφεία, τους κόβει το δρόμο με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά στο χέρι. Όχι, δεν θα αφήσει κανέναν να μπει τέτοια ώρα, μέσα στη νύχτα. Και τα κλειδιά θα τα κρατήσει αυτός. Τον πλησιάζει ένας εργάτης και τον σκουντάει στον ώμο: «Έλα τώρα άνθρωπέ μου! Τι είναι αυτά που λες; Τίποτα δεν πήρες χαμπάρι; Δεν τ’ άκουσες πως ήρθε η ώρα;» Σαστισμένος ο θυρωρός βγάζει το ρολόι του να δει την ώρα, ο εργάτης χάνει την υπομονή του, όχι, λέει, δεν τον ρώτησε τι ώρα είναι, αλλά πού μυαλό ο κύριος θυρωρός, και του αρπάζει την αρμαθιά τα κλειδιά από το χέρι.
Ο κλειδοκράτορας μένει πίσω άναυδος, η μικρή επαναστατική ομάδα κατευθύνεται προς την αίθουσα των συνεδριάσεων, ο εργάτης δοκιμάζει μερικά κλειδιά, βρίσκει τελικά το σωστό, μπαίνουν μέσα, ο Άισνερ προχωρά κατευθείαν στα υπουργικά έδρανα, με απόλυτη σιγουριά και βεβαιότητα. Δίπλα του ο Φέλιξ Φέχενμπαχ[3] και ο δραματουργός και δημοσιογράφος Βίλχελμ Χέρτσογκ, παντρεμένος με τη διάσημη ντίβα του σινεμά Έρνα Μορένα, και λίγα μόλις λεπτά διορισμένος από τον Άισνερ εκπρόσωπος Τύπου της νέας κυβέρνησης.
Ο Άισνερ κάθεται στη θέση του προέδρου, ο Φέχενμπαχ και ο Χέρτσογκ δίπλα του στις θέσεις των γραμματέων. Εργάτες και εργάτριες μπαίνουν μέσα στην αίθουσα, κάποιες γυναίκες κρατούν κόκκινες ομπρέλες. «Ήταν γραφική σκηνή», θυμάται αργότερα ο Χέρτσογκ. Η φασαρία, η αναστάτωση, οι κουβέντες, οι φωνές, η προσδοκία, η δυσπιστία, η χαρά, το Κοινοβούλιο της Βαυαρίας μέσα στη νύχτα.
Ο Κουρτ Άισνερ κοιτάζει από ψηλά όλους τους ανθρώπους. Στρώνει προς τα πίσω τα μακριά του μαλλιά. Έχει σηκωθεί όρθιος, θα μιλήσει, θα αναλάβει προσωρινός πρωθυπουργός, θα κηρύξει την Βαυαρία ελεύθερο κράτος.
Αλλά για μια στιγμή κοιτάζει μόνο. Το μυαλό του τρέχει πίσω: [...]
Αρχές του 1897, μ’ ένα υπερβολικά σκωπτικό άρθρο είχε βρεθεί στην φυλακή Πλάιτσενζέε για προσβολή της Αυτού Μεγαλειότητος. Στο άρθρο του έγραφε: «Με ελεύθερους, δίκαιους και αυστηρούς δικαστές ίσως γίνουμε κι εμείς βασιλιάδες».
Τώρα που ξαφνικά είχε βρεθεί και ο ίδιος στο θρόνο, θυμόταν άραγε αυτή του την φράση;[…]
Και τώρα ο πόλεμος είχε τελειώσει! Είχε επιτέλους τελειώσει! Είχαν λοιπόν όλα γίνει πραγματικότητα; Είχε γίνει η τέχνη πραγματικότητα; Τα όνειρά του για την τέχνη, αυτά για τα οποία μιλούσε σε όλες τις θεατρικές κριτικές του; Ήρθαν ξανά στο μυαλό του αυτά που είχε πει στο Βερολίνο, μιλώντας για την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν: «Στις 18 Μαρτίου του 1905, σε μια τιμητική εκδήλωση για την Επανάσταση του Μαρτίου και τον Φρίντριχ Σίλλερ, μια ορχήστρα προλετάριων παρουσίασε την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν σε μια ζυθοποιία του Βερολίνου, στην καρδιά της εργατικής συνοικίας. Για πρώτη φορά στην Ιστορία. Στη ζεστή ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα κάθισαν στριμωγμένοι πάνω από 3.000 άνθρωποι, αμίλητοι, σε βαθιά περισυλλογή, έτοιμοι και αποφασισμένοι να καταλάβουν». Το προλεταριάτο, συνέχισε, ήταν πια ώριμο και δυνατό, δεν είχε ανάγκη από κηδεμόνες στη σχέση του με τα μεγάλα καλλιτεχνικά αριστουργήματα. «Παντού στρέφεται προς το ανώτερο, παντού επιζητεί το σοβαρό». Και: «Από τα βάθη αναβλύζει το αίσθημα της λύτρωσης. Χαρά!»
Μέσα σ’ αυτό το κείμενο για τον Μπετόβεν είχε βάλει τότε όλα του τα όνειρα, όλες του τις πεποιθήσεις. Όλα εκείνα για τα οποία ήθελε ν’ αγωνιστεί. «Η τέχνη δεν είναι πια φυγή και διέξοδος από τη ζωή, αλλά η ίδια η ζωή» είχε φωνάξει. Και στο τέλος το όραμά του: «Όταν η Ανθρωπότητα, ελεύθερη και ώριμη χάρις στον αγώνα του προλεταριακού σοσιαλισμού, θα γεννιέται μέσα από τον παγκόσμιο ύμνο της Ενάτης, όταν θα είναι αυτή η ίδια η κατήχηση της ψυχής της, τότε για πρώτη φορά θα επιστρέψει η τέχνη του Μπετόβεν στην αληθινή της πατρίδα, από την οποία προσπαθούσε να δραπετεύει: τη Ζωή».
Το καινούργιο του βιβλίο, που το τελείωσε και το παρέδωσε για τύπωμα το διάστημα της φυλάκισής του μετά την απεργία στα εργοστάσια πυρομαχικών, θα έχει τον τίτλο: «Τα όνειρα του προφήτη». Ναι, ο Κουρτ Άισνερ είναι ονειροπόλος και προφήτης. Κι όλη του την ζωή έγραφε και αγωνιζόταν για τούτη τη στιγμή στο Κοινοβούλιο της Βαυαρίας.
Πρέπει να συγκεντρωθεί. Πρέπει να βγάλει λόγο τώρα. Ο Φέχενμπαχ δίπλα του είναι ανήσυχος. Ο Άισνερ δεν είναι καλός ομιλητής. Σκέφτεται πολύ, χάνει τον ειρμό, ξεφεύγει, συχνά μπερδεύεται απ’ τη βιασύνη και το πάθος του.
Αλλά να, ο Κουρτ Άισνερ αρχίζει να μιλάει, καθαρά, με σιγουριά, με περηφάνια, «με τόσο πάθος, που σε όλα τα πρόσωπα μπορούσες να διαβάσεις την επίδραση των λόγων του». Είκοσι λεπτά μιλάει έτσι, χωρίς να συμβουλευτεί χαρτιά, χωρίς τίποτα. Ακόμα και οι δύο άντρες που κάθονται δίπλα του στη θέση των γραμματέων είναι τόσο συνεπαρμένοι που ξεχνούν να γράψουν. Κανένας δεν γράφει, κανένας δεν κρατάει σημειώσεις. Το επαναστατικό διάγγελμα του Κουρτ Άισνερ, τα λόγια με τα οποία κήρυξε τη Βαυαρία ελεύθερη δημοκρατία και ανέλαβε ο ίδιος επικεφαλής τής κυβέρνησής της, δεν υπάρχουν πουθενά.
[1] Συγγραφέας και του βιβλίου Οστάνδη 1936, που επίσης έχει εκδοθεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από την εξαιρετική Μαρία Αγγελίδου, Άγρα.
[2] Bruder Hitler, στο Gesammelte Werke in 13 Bänden, Bd. 12. S. Fischer, Frankfurt 1974.
[3] Felix Fechenbach (28/1/1894-7/8/1933). Δημοσιογράφος ποιητής και ακτιβιστής που στην κυβέρνηση Άισνερ έγινε υπουργός Εσωτερικών. Όταν οι ναζί ήρθαν στην εξουσία, το 1933, τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.